- Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821, Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
KAI
Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΤΡΟΙΚΑΣ!
- Επειδή κάποια στιγμή οι μύθοι πρέπει να
αντικαθίστανται από τα πραγματικά γεγονότα και την Ιστορία ας κάνουμε μια
μικρή "ξενάγηση" στα χρόνια αυτά από την Επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα για
να δούμε το ρόλο της εκκλησίας σ΄ αυτά.. Η πραγματική ιστορία της ελληνικής
επανάστασης του 1821 απέχει αρκετά από την επίσημη εκδοχή της, έτσι
τουλάχιστον όπως διαμορφώθηκε με την πλήρη επικράτηση τής ελληνικής αστικής
τάξης, την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και τη διευθέτηση του ζητήματος του
“ξένου προστάτη” για το νεότευκτο κράτος… Όμως σήμερα ο ελληνικός λαός
αντιμετωπίζει μία άλλου είδους «κατοχή» με τον εχθρό να βρίσκεται πρώτα και
κύρια μέσα στην ίδια του τη χώρα! Είναι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και η Τρόικα που
έχουν υποθηκεύσει τις ζωές μας και την ίδια τη χώρα. Σήμερα, στις συνθήκες
ανωριμότητας του υποκειμενικού παράγοντα, στις συνθήκες πολυδιάσπασης του
αντικαπιταλιστικού ριζοσπαστικού χώρου, το σύνθημα ΝΑ ΑΝΑΤΡΑΠΕΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ οφείλει να γίνει ιαχή ταξικού πολέμου, κάλεσμα αγωνιστικής
ενότητας των δυνάμεων της εργασίας και του πολιτισμού. Σύνθημα μάχης.
- ΒΗΧΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
-
Συζήτηση στο Φόρουμ το 2009! -
Ρήγας Βελεστινλής: ο Βαλκάνιος Διεθνιστής Επαναστάτης
Η Επανάσταση του 1821 και ο ρόλος της Εκκλησίας (Παν. Βήχος)
Από τη μια υπάρχουν τα
σχολικά βιβλία και οι τόμοι των επίσημων εκφραστών της αστικής αντίληψης για το
ζήτημα, που παρουσιάζουν (πλήρως διαστρεβλωμένο) τον εθνικό χαρακτήρα του
“εικοσιένα” αποσιωπώντας ή υποτιμώντας το κοινωνικό και ταξικό του περιεχόμενο.
Ακόμα και για πασίγνωστα γεγονότα, όπως η εμφύλια σύγκρουση σχεδόν αμέσως μετά
το ξέσπασμα της επανάστασης, η επίσημη εκδοχή καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια να
περιορίσει τη σημασία τους και να τα παρουσιάσει ως μια θλιβερή παρένθεση στη
“μεγαλειώδη” πορεία της “εθνικής παλιγγενεσίας”.
Από την άλλη, υπάρχει μια
πλούσια ιστοριογραφία απομνημονευμάτων λαϊκών αγωνιστών (Κολοκοτρώνη, Περραιβού
κ.ά.), τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, η “Ελληνική Νομαρχία”, μελέτες του
Κορδάτου και του Βαλέτα, τα καυστικά κείμενα του Γιάννη Σκαρίμπα, αλλά και ξένων
ιστορικών, όπως του Φίνλεϊ, που προσεγγίζουν την πραγματική διάσταση του
ζητήματος και προβάλλουν, πέρα από τον εθνικοαπελευθερωτικό (που έτσι κι αλλιώς
υπήρχε) και τον ταξικό-κοινωνικό χαρακτήρα της επανάστασης. Στα κείμενα αυτά
μπορούμε να δούμε τον αντιδραστικό ρόλο της Εκκλησίας και των κοτζαμπάσηδων, την
υπονόμευση του αγώνα από μερίδα της ελληνικής αστικής τάξης που έφτασε μέχρι και
την ανοιχτή προδοσία, αλλά και τον ηρωικό αγώνα απλών λαϊκών αγωνιστών που
κατάφεραν εμπνευσμένοι από την πρόσφατη γαλλική επανάσταση, σε πολλές
περιπτώσεις, να κυριαρχήσουν (σε τοπικό επίπεδο) και να θέσουν (έστω και πρόωρα)
ζήτημα λαϊκής εξουσίας.
Για να πάρουμε μια μικρή
"γεύση" του πόσο "προοδευτικός" ήταν ο ρόλος της εκκλησίας όλα αυτά τα χρόνια ας
θυμήσουμε στην ηγεσία της εκκλησίας ότι ακόμα και ο Σπύρος Τρικούπης το 1875
στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως έγραψε τα εξείς: "Ψευδής είναι η Εν
Ελλάδι επικρατούσα ιδέα ότι εν τη Μονή της Αγίας Λαύρας ανυψώθη κατά πρώτον η
σημαία της Επαναστάσεως". Κι επειδή κάποια στιγμή οι μύθοι πρέπει να
αντικαθίστανται από τα πραγματικά γεγονότα και την Ιστορία ας κάνουμε μια μικρή
"ξενάγηση" στα χρόνια αυτά από την Επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα για να δούμε
το ρόλο της εκκλησίας σ΄ αυτά…
Ο απόηχος της Γαλλικής
Επανάστασης το 1789 με τα μυνήματα περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ρουσώ, Βολταίρος),
Ορθολογισμού (Καρτέσιος) και Αθεϊας (Εγκυκλοπαιδιστές), αγγίζει το πρόβλημα της
κατεχόμενης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία Ελλάδας, και διαμορφώνει νέα
κοινωνικοπολιτικά κριτήρια στον υπάρχοντα, εντός και εκτός συνόρων της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Ελληνισμό. Μέσα στα επόμενα τριάντα χρόνια μεθοδεύεται
η ιδέα της Απελευθέρωσης και της Επανάστασης.
Το σκιερό, όμως, ιερατικό
μέγαρο απέτρεπε την εισροή του ανατέλλοντος δυτικού Διαφωτισμού και μεθόδευε την
ασιατική αγραμματοσύνη, διακινώντας τη στατική και νοσηρή θεώρηση ότι πέραν της
τυφλής υποταγής, καμία άλλη αρετή δεν είναι απαραίτητη για έναν καλό χριστιανό.
Νοοτροπία και καθεστώς που εξυπηρετούσε απόλυτα τους Οθωμανούς, που δε θέλανε
ανταρσίες στην αυτοκρατορία τους, ενώ παράλληλα κι η εκκλησία απολάμβανε στο
ακέραιο όλα τα συμφωνημένα προνόμια.
Έτσι, λοιπόν, όταν ξεκίνησε
η Επανάσταση του 1821 η εκκλησία μέσω του Πατριαρχείου ΤΗΝ ΑΦΟΡIΣΕ όπως αφόρισε
και τους επαναστάτες, το Ρήγα Φεραίο, αλλά και τον Υψηλάντη. Νάτη λοιπόν η
επαίσχυντη απόφαση Αφορισμού: "... Εκείνους δε τους ασεβείς πρωταιτίους και
απονενοημένους φυγάδας και αποστάτας ολεθρίους να τους μισείτε και να τους
αποστρέφεστε και διανοία και λόγω, καθότι και η εκκλησία τους έχει μεμισημένους,
και επισωρεύει κατ΄ αυτών τας παλαμναιοτάτας και φρικωδεστάτας αράς: ως μέλη
σεσηπότα, τους έχει αποκεκομμένους της καθαράς και υγιαινούσης χριστιανικής
ολομελείας. Ως παραβάται δε των Θείων νόμων και κανονικών διατάξεων...
ΑΦΟΡΙΣΜΕΝΟΙ υπάρχειεν και κατηραμένοι και αυγχώρητοι και μετά θάνατον (...)".
Ο αφορισμός, εκτός από την
υπογραφή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, φέρει την υπογραφή του μητροπολίτη
Ιεροσολύμων, καθώς και, μεταξύ άλλων, των μητροπολιτών Καισαρείας, Νικομήδειας,
Δέρκων, Ανδριανουπόλεως, Βιζύης κλπ., κλπ. Έτσι λοιπόν να πούμε ότι όταν το
Γενάρη του 1821 ο Παπαφλέσσας έφθασε στη Βοστίτσα (Αίγιο) για να ξεσηκώσει τους
προκρίτους και τους αρχιερείς ενανίων των τούρκων κατακτητών, ο Παλαιών Πατρών
Γερμανός τον αποκάλεσε "εξωλέστατον" και "απατεώνα"! Ο ίδιος ο Παλαιών Πατρών
Γερμανός στις πρώτες σελίδες των απομνημονευμάτων του - που διάβασα ο ίδιος με
τα μάτια μου - ομολογεί ότι όταν ξεκίνησε ο ξεσηκωμός δεν ήταν στην Αγία Λαύρα,
ούτε ύψωσε εκεί λάβαρα, όπως του "καταλογίζουν" μεταγενέστεροι και σημερινοί
θαυμαστές του. Ο Παπαφλέσσας πάντως συνέχισε μετά τη Βοστίτσα το απελευθερωτικό
του έργο ως το... Μανιάκι, μολονότι κεκοσμημένος με επίθετα όπως "απατεών" και "εξωλέστατος"
από τον αρχιεπίσκοπο αλάβαρον...
Πολλά έχουν γραφτεί - και
περισσότερα έχουν λεχθεί από τους άμβωνες - για το ρόλο του Πατριαρχείου
Κωνσταντινούπολης και της ηγεσίας του κλήρου όχι μόνο κατά την περίοδο της
Τουρκοκρατίας, αλλά και κατά την ίδια την Επανάσταση του 1821. Διάφοροι είναι οι
«μύθοι» που έχουν καλλιεργηθεί στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οι οποίοι και
έχουν συντηρηθεί μέχρι τις μέρες μας, αλλά και - ακόμη χειρότερα - έχουν γίνει
και επίσημη Ιστορία της χώρας μας με τη μεταφορά τους στα σχολικά βιβλία.
«Μύθοι» που αποσκοπούν στην απόκρυψη του πραγματικού ρόλου της ηγεσίας του
κλήρου εκείνης της εποχής, αλλά - κυριότερα - στην απόκρυψη του λαϊκού παράγοντα
και της ταξικής φύσης της ίδιας της Επανάστασης του 1821.
Ο Ριζοσπάστης είχε γράψει
ένα πολύ καλό άρθρο για το ρόλο της Εκκλησίας στην Επανάσταση του 1821.
Ο «Ρ» έγραφε στις 25/3/2005:
«… ακριβώς με αυτά τα γεγονότα και, όπως αποδεικνύει η ιστορική έρευνα, το
Πατριαρχείο, όχι μόνο δεν ...«ευλόγησε» την Επανάσταση, αλλά αντιθέτως προχώρησε
ακόμη και στον αφορισμό των ηγετών της. Ο ανώτερος κλήρος, όχι μόνο δεν ύψωσε το
λάβαρο, αλλά αντιθέτως με επιστολές του ίδιου του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄,
φρόντισε να καταδικάσει ως... διαβολική πράξη την όποια προσπάθεια ξεσηκωμού του
λαού και να αφορίσει τους ηγέτες της. Και στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η
ηγεσία του κλήρου το μόνο που κοίταξε να υπηρετήσει ήταν τα δικά του συμφέροντα.
Ο ανώτερος κλήρος στη
διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχε τεράστια εξουσία, κοσμική και πνευματική, χάρη
στις ίδιες τις διατάξεις των Σουλτάνων. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα μας
πληροφορεί ο Γ. Κορδάτος στο έργο του «Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής
Επαναστάσεως του 1821»: «Κατά το καθιερωθέν νέον καθεστώς εις την εσκλαβωθείσαν
Βαλκανικήν ο Πατριάρχης ήτο ο ανώτατος άρχων των ραγιάδων, ο απόλυτος ρυθμιστής
των εκκλησιαστικών και θρησκευτικών ζητημάτων, με δικαιώματα μάλιστα δικαστικά
εις περιπτώσεις αφορώσας το ιδιωτικόν δίκαιον. Ετσι - συνεχίζει ο Γ. Κορδάτος -
ο ανώτερος κλήρος απέκτησεν εξουσίαν μεγαλυτέραν από εκείνην που είχε πρωτύτερα
εις τον καιρόν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας».
Ο Π. Πιπινέλης, πρώην
πρεσβευτής και «υπουργός» Εξωτερικών της χούντας, γράφει στο έργο του «Πολιτική
Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» (Παρίσι 1928) ότι «το τμήμα τούτο του κλήρου
(σ.σ.: αναφέρεται στον αρχιερατικό κλήρο και το Πατριαρχείο) έζη υπό συνθήκας
πολιτικά τοιαύτας, ώστε να μη δύναται να ακολουθήση την ζωήν του Εθνους» και
παρακάτω εκτιμά ότι έγινε «ξένος προς το πενθούν και πάσχον έθνος», ενώ ήταν
«πολιτικώς ραδιούργος και διπλωματικός εις την Κωνσταντινούπολιν διά να
παρακολουθή τας απαιτήσεις της διεθνούς πολιτικής, ήτις επαίζετο γύρω από το
Πατριαρχείον»!
Ετσι, δεν είναι τυχαίο ότι
«η άνοδος στον Πατριαρχικό θρόνο είναι ζήτημα συναλλαγής και ανηθίκων μέσων»,
όπως μας πληροφορεί ο Γ. Καρανικόλας στο έργο του «Ρασοφόροι - Συμμορία του
Εθνους». Στο ίδιο έργο αναφέρει: «Η δράση του Πατριαρχείου και των δεσποτάδων
στον 16ον και 17ον αιώνα αποτελεί στίγμα και μεγίστη εθνική συμφορά. Ετσι από το
1453 έως το 1821, σε 368 χρόνια, έχουμε 136 Πατριάρχες, δηλαδή λιγότερο από 3
χρόνια για τον καθένα...»!
Κλείνοντας τη σύντομη
αναφορά μας στο ρόλο του Πατριαρχείου και του ανώτερου κλήρου τα χρόνια της
Τουρκοκρατίας, θα αναφέρουμε ένα ενδεικτικό απόσπασμα από το έργο του Γ.
Κορδάτου «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» (τόμος 9): «Τόσο οι καλόγεροι που τότε
είχαν μεγάλη δύναμη, όσο και η μεγάλη πλειοψηφία από τους Μητροπολίτες, είχαν
συμφέρο να είναι τυφλά όργανα του Σουλτάνου, αφού τους άφηνε, όπως και πρώτα, να
έχουν προνομιακή θέση μέσα σε κάθε πόλη και χωριό, να νέμουνται τις
εκκλησιαστικές μοναστηριακές περιουσίες και να έχουν και δικαιώματα που δεν τα
είχαν πρώτα».
Ο ρόλος του Πατριαρχείου στην Επανάσταση
«Εχουν γραφεί πάρα πολλά για
να μας πείσουν ότι στον Ιερό Αγώνα του Εικοσιένα οι ραγιάδες ξεσηκώθηκαν με την
προτροπή και τις ευλογίες των πατριαρχών και των δεσποτάδων. Μεγαλύτερο ψέμα και
ιστορική διαστρέβλωση απ' αυτό δεν υπάρχει και δεν μπορούσε να γίνει». Τα
παραπάνω τα γράφει ο Γ. Καρανικόλας στο έργο του «Ρασοφόροι - Συμμορία του
Εθνους», όπου μας πληροφορεί ότι η ηγεσία του κλήρου και το Πατριαρχείο και ο
ίδιος ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄, όχι μόνον δε βοήθησαν στην υπόθεση της
Επανάστασης, αλλά έφτασαν στο ακριβώς αντίθετο σημείο: Να αφορίσουν τους
Επαναστάτες.
Ας πάρουμε, όμως, τα
πράγματα με τη σειρά: Αμέσως μετά τη σύλληψη και την εκτέλεση του Ρήγα Φερραίου,
το Πατριαρχείο, κατόπιν εντολής του ίδιου του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, εκδίδει
ένα φυλλάδιο με τίτλο «Πατρική Διδασκαλία», το οποίο αρχικά κυκλοφορεί στην
Πόλη, αλλά στη συνέχεια σε όλη τη Βαλκανική και το εξωτερικό. Σαν πρόλογο του
φυλλαδίου, η έκδοση έχει ποίημα που το συνέταξε ο Πρωτοψάλτης Ιακωβάκης και ήταν
κάτι σαν «απάντηση» στο «Θούριο» του Ρήγα. Ανάμεσα στα άλλα αναφέρει: «Από την
πρώτην του αρχήν ο κόσμος υπετάχθη / εις ένα πρώτον αρχηγόν, και έτζι εβαστάχθη.
/ Το κάθε γένος έλαβε τον εξουσιαστήν του, / και υπεκλίθη εις αυτόν μ' άκραν
υποταγήν του, / διά να φύγη τα πολλά εκ της μοναρχίας / συμβαίνοντα ολέθρια ή
και πολυαρχίας» (!) και παρακάτω λέει: «Οι ναύται υποτάσσονται σ' ένα
καραβοκύρην, / και όλοι οι οικιακοί εις ένα οικοκύρην»! Με αυτό τον τρόπο η
ηγεσία του κλήρου κάνει σαφές ότι είναι αντίθετη σε κάθε ενέργεια διατάραξης της
καθεστηκυΐας τάξης.
Και έτσι έγινε. Με την
κήρυξη της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία στις αρχές Μάρτη του 1821 από τον
Υψηλάντη, ο Σουλτάνος αντέδρασε έντονα και κάλεσε τους πρεσβευτές των Μεγάλων
Δυνάμεων της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Αυστρία και Ρωσία) στο παλάτι. Μόλις
αντιλήφθηκε ότι καμιά από τις Δυνάμεις δεν είχαν ανάμειξη στο κίνημα, «πήρε
απόφαση να δώσει αμνηστία στους επαναστάτες της Μολδοβλαχίας αν δήλωναν υποταγή
εξαιρώντας μόνο τον Υψηλάντη και τον Μ. Σούτσο» (Γ. Κορδάτος, στο ίδιο). Απόφαση
που δέχθηκαν με ιδιαίτερη χαρά οι μεγάλοι Φαναριώτες και ο Πατριάρχης Γρηγόριος,
ο οποίος κάλεσε σε κοινή σύσκεψη για το θέμα τους Φαναριώτες δραγουμάνους της
Πύλης και του στόλου, του παρεπιδημούντες Πατριάρχες και αρχιερείς, την Ιερά
Σύνοδο, καθώς και τους Ελληνες μεγαλέμπορους, μεγαλοβιοτέχνες και προϊσταμένους
των συντεχνιών για να πάρουν αποφάσεις. Στη σύσκεψη ήταν παρών και αντιπρόσωπος
της Πύλης, ο οποίος και διάβασε το φιρμάνι του Σουλτάνου (Γ. Κορδάτος, στο
ίδιο).
Οι αποφάσεις της σύσκεψης
ήταν ενδεικτικές. Δήλωσαν στο Σουλτάνο ότι: α) Το γένος δεν έχει γνώση για την
ύπαρξη επαναστατικής Εταιρίας, β) αποδοκιμάζουν το κίνημα του Υψηλάντη και γ)
είναι πρόθυμοι να συντρέξουν και ενισχύσουν την κραταιά βασιλεία για την
καταστολή τέτοιων ολέθριων κινημάτων. Επίσης πήραν την απόφαση να αφορίσουν τον
Υψηλάντη και τον Μ. Σούτσο και όχι μόνο να διαβαστεί ο αφορισμός στις εκκλησίες,
αλλά και να ειδοποιηθούν με χωριστή πατριαρχική εγκύκλιο οι Δεσποτάδες στις
επαρχίες ότι το κίνημα του Υψηλάντη είναι ολέθριο και αντιχριστιανικό (Γ.
Κορδάτος).
Αλλά ο Γρηγόριος και οι
υπόλοιποι δεσποτάδες δε σταμάτησαν εκεί. Εβγαλαν τρεις επιστολές, στις οποίες
όχι μόνο καταδικάζουν τους δύο ηγέτες της Φιλικής Εταιρίας, αλλά ισχυρίστηκε ότι
οι επί γης εξουσίες είναι θεόπεμπτες, σταλμένες από το θεό, κατά συνέπεια όποιος
οργανώνει ανταρσία εναντίον τους διαπράττει μέγιστο αμάρτημα και είναι σα να
κινείται εναντίον του θεού!
Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος
να πει ότι ο Πατριάρχης ήταν «στο στόμα του λύκου» και γι' αυτό το λόγο έβγαλαν
αυτές τις εγκυκλίους. Η απάντηση σε αυτό το «επιχείρημα» έρχεται από τον Γ.
Κορδάτο: «Οι πραγματικοί πατριώτες που έχουν μεγάλα ηγετικά πόστα, θυσιάζονται
σε τέτοιες στιγμές».
Τότε, για ποιο λόγο στις 10
Απρίλη του 1821 (Πάσχα) απαγχονίστηκε με διαταγή του Σουλτάνου ο Γρηγόριος Ε΄;
Οπως μας πληροφορεί ο Γ. Κορδάτος, η ενέργεια αυτή ήταν ενταγμένη στο πλαίσιο
των υπόγειων μαχών που δίνονταν μεταξύ Δεσποτάδων και Μητροπολιτών, που
επωφθαλμιούσαν τον Πατριαρχικό θρόνο. Γράφει ο Γ. Κορδάτος: «Αν και ο Πατριάρχης
Γρηγόριος αφόρισε τον Υψηλάντη και τους επαναστάτες και έστειλε εξάρχους στις
επαρχίες με τους αφορισμούς και πανταχούσες σ' όλους τους Μητροπολίτες,
προστάζοντας να διαβαστούν οι αφορισμοί, έπαψε να έχει την εμπιστοσύνη της
τουρκικής κυβέρνησης γιατί βρέθηκαν Δεσποτάδες να τον συκοφαντήσουν ότι ήταν
αρχηγός της Φιλικής Εταιρίας, άρα αρχισυνωμότης. Εκείνος που κατηγόρησε και
συκοφάντησε τον Γρηγόριο ήταν ο Μητροπολίτης Πισίδας Ευγένιος».
Ο τελευταίος αγορεύτηκε ως
νέος Πατριάρχης καθ' υπόδειξη του Σουλτάνου...
Ποιος ύψωσε το λάβαρο;
Ένας από τους μεγαλύτερους
«μύθους», που έχει μείνει «ανεξίτηλος» στο πέρασμα των χρόνων είναι ότι ο
Παλαιών Πατρών Γερμανός «ύψωσε το λάβαρο της Επανάστασης». Ωστόσο, όλοι οι
ιστορικοί μελετητές και αναλυτές - ακόμη και οι αστοί - συνηγορούν πως κάτι
τέτοιο είναι απόλυτα ανακριβές. Και όλοι καταμαρτυρούν πως ο Π. Π. Γερμανός όχι
μόνο δεν κήρυξε την Επανάσταση, αλλά, αντιθέτως, «σύρθηκε σε αυτή», κάτω από την
πίεση του ίδιου του λαού, αλλά και των ίδιων των γεγονότων.
Οι ηγέτες της Φιλικής
Εταιρίας έστειλαν στο Μοριά, για να κάνει τον εκεί λαό κοινωνό της Επανάστασης,
τον Παπαφλέσσα, ένα από τα πλέον ενεργητικά μέλη της ίδιας της Εταιρίας και
ιερωμένο. Η επιλογή του, όπως μας πληροφορεί ο Γ. Κορδάτος στην «Μεγάλη Ιστορία
της Ελλάδας» (τόμος 10), έγινε για δύο λόγους: «Πρώτα ήταν κληρικός και το ράσο
έκρυβε εκείνον τον καιρό πολλά, άνοιγε τις πόρτες των φτωχών και πλουσίων και
δεν έδινε υποψίες στους Τούρκους. Δεύτερο ο Παπαφλέσσας είχε πολλά προσόντα.
Είχε καλή μόρφωση, δεν ήταν Ιησουίτης, η γλώσσα του έκοβε και ήταν ατρόμητος».
Από την άλλη, ο Δεσπότης Π.
Π. Γερμανός δεν ήταν καν έμπιστος της Εταιρίας, αν και μέλος της, αφού σύμφωνα
πάλι με τον Κορδάτο (στο ίδιο) «ο Γερμανός μυήθηκε από τον απόστολο της Φιλικής
Εταιρίας Αν. Πελοπίδα. Αν και ο Πελοπίδας είχε αυστηρή διαταγή να μην πλησιάσει
τον Γερμανό γιατί θεωρούντανε ύποπτος, αυτός παράκουσε, πήγε και τον αντάμωσε
και λέγοντάς του πολλά ψέματα, πως τάχα ήταν ο τσάρος, ο Καποδίστριας και άλλοι
πίσω από την Εταιρία, τον κατάφερε να γίνει μέλος. Ο Πελοπίδας παράκουσε γιατί ο
Γερμανός είχε μεγάλο κύρος όχι μόνο στην Αχαΐα, αλλά και σ' όλη την
Πελοπόννησο».
Το Γενάρη του '21 ο
Παπαφλέσσας φτάνει στην Πελοπόννησο. «Οι τρανοί προεστοί και ο Δεσπότης Παλαιών
Πατρών Γερμανός, που ήταν από καιρό μυημένος στην Εταιρία, άμα έμαθαν τον ερχομό
του Παπαφλέσσα δεν ήξεραν τι να κάνουν. Επεσαν λοιπόν του πεθαμού» (Γ. Κορδάτος,
στο ίδιο). Λίγες μέρες αργότερα στη Βοστίτζα (Αίγιο) έγινε μια συνάντηση μεταξύ
των προυχόντων, του Π. Π. Γερμανού και του Παπαφλέσσα, όπου για μια ακόμη φορά
φαίνεται ο αντιδραστικός ρόλος του Δεσπότη. Εκεί ο Φλέσσας τους ενημερώνει πως
όλα είναι έτοιμα για να αρχίσει η Επανάσταση. Προύχοντες και Γερμανός αντιδρούν.
Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής («Απομνημονεύματα Φωτάκου», «Απομνημονεύματα
Γερμανού», Φραντζή «Επίτομ. Ιστορία Αναγεν. Ελλάδος» κλπ.), εκτυλίχτηκε διάλογος
στον οποίο ο Γερμανός αποκαλεί τον Παπαφλέσσα απατεώνα, εξωλέστατο και μιαρό.
Και ο Γ. Καρανικόλας στο
έργο «Ρασοφόροι», αφού παίρνει υπόψη τα παραπάνω ιστορικά γεγονότα, καταλήγει:
«Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν κήρυξε την Επανάσταση. Σύρθηκε στην Επανάσταση,
γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, φοβούμενος μη χάσει το κεφάλι του».
Αντίστοιχη είναι και η θέση
που διατυπώνει ο Β. Κρεμμυδάς, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών,
διευθυντής των «Αρχείων Πρωθυπουργού», ο οποίος με άρθρο στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ»
(22.3.2005) σημειώνει: «Η σημερινή ηγεσία της Εκκλησίας δεν επιμένει να
αναδείξει πρωτεύοντα ρόλο τής πριν από σχεδόν διακόσια χρόνια προκατόχου της,
πολύ περισσότερο που ο μόνος με πρωταγωνιστικό ρόλο ιερωμένος παραήταν
επαναστάτης». Και συνεχίζει: «Επρεπε λοιπόν να εξαφανιστεί από την κατά την
Εκκλησία εθνική Ιστορία ο Παπαφλέσσας και να εφευρεθεί ρόλος που τη βόλευε.
Προκειμένου να συνδεθεί η Εκκλησία με το Εθνος κατασκευάστηκε ένας από τους πιο
ανθεκτικούς ιστορικούς μύθους: Ο επίσκοπος Π. Πατρών Γερμανός ύψωσε το
λάβαρο-σημαία της Επανάστασης στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, κήρυξε δηλαδή την
ελευθερία του Εθνους, την κήρυξε η Εκκλησία».
Ο ίδιος φέρνει στο φως της
δημοσιότητας «ένα άγνωστο έως τώρα τεκμήριο», το οποίο «δείχνει καθαρά πώς
κατασκευάστηκαν οι ιστορικοί μύθοι από την Εκκλησία». Και συνεχίζει: «Τον Μάιο
του 1889 ένας πρωτοσύγκελος βεβαίωσε ότι ο Π. Π. Γερμανών ευλόγησε τα όπλα,
ύψωσε τη σημαία και "ανεκήρυξε την ανεξαρτησίαν της πατρίδος". Ο εν λόγω
πρωτοσύγκελος - αναφέρει παρακάτω - είχε γεννηθεί το 1797, ήταν δηλαδή το 1821
24 ετών, το 1889 όμως ήταν 92 ετών. Εχουμε λοιπόν, κάποιον, ο οποίος σε ηλικία
92 ετών θυμόταν με απίστευτες λεπτομέρειες - και βεβαίωνε επισήμως - γεγονότα
που απείχαν 68 χρόνια!».
Αν σε όλα αυτά, προσθέσουμε
και το πλέον αδιάσειστο στοιχείο ότι η Επανάσταση ξεκίνησε πολύ νωρίτερα - ήδη
στις 23 Μαρτίου η Καλαμάτα ήταν ελεύθερη «από τα ένοπλα τμήματα των Μανιατών με
τον Πετρόμπεη, Αναγνωσταρά, Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα» (Γ. Καρανικόλα, στο ίδιο) -
αντιλαμβανόμαστε πως το λάβαρο της Επανάστασης είχε υψωθεί πολύ νωρίτερα και
όχι, φυσικά, από τον Π. Π. Γερμανό...
Αυτά συνέβησαν τότε. Αλλά
και αργότερα η εκκλησία - για να έρθουμε σε ποιο κοντινά μας χρόνια -
αναθεμάτισε και το Βενιζέλο και συμμετείχε ενεργά στη δικτατορία του Μεταξά...
Ας δούμε όμως τι συνέβη τον καιρό της Γερμανικής κατοχής στη χώρα μας. Κατ΄
αρχάς ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος της εποχής, ο Δαμασκηνός, ανέβηκε στο θρόνο του
λόγω της εκλεκτικής του σχέσης με την κατοχική "κυβέρνηση" του Τσολάκογλου.
Μάλιστα σε επιστολή του προς τον Τσολάκογλου (και αφού είχε με τη βοήθεια του
τελευταίου καταλάβει την Αρχιεπισκοπή) ο Δαμασκηνός χαρακτήριζε τη συνθηκολόγηση
με τους κατακτητές σαν "μέτρον ανάγκης"...
Στα χρόνια του εμφυλίου,
αλλά και κατοπινά, η εκκλησία δηλώνει πάντα πίστη στας "εθνικάς" δυνάμεις της
πολιτικής ζωής του τόπου και επομένως οι εγκύκλιοι της Ιεράς Συνόδου που
καταδικάζουν τον απελευθερωτικό αγώνα και τους αριστερούς, είναι στην ημερήσια
διάταξη. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετά χρόνια αργότερα, το 1984, το ένα τρίτο των
μελών της Ιεράς Συνόδου είχε προϋπηρεσία στο στρατό κατά την περίοδο του
Εμφυλίου! Ορισμένοι μάλιστα από τους αρχιμανδρίτες εκείνης της εποχής, που
αργότερα έγιναν ισχυροί μητροπολίτες, εκτός των άλλων υπηρέτησαν στο στρατόπεδο
συγκέντρωσης στη Μακρόνησο.
Η επίσημη εκκλησία υπήρξε,
όμως, ανέκαθεν και κήρυκας του σκοταδισμού και στον τομέα της σκέψης, πολύ δε
περισσότερο της δράσης, όσον αφορά την κατοχύρωση προοδευτικών μέτρων στο χώρο
της εκπαίδευσης (άλλωστε οι μαθητές το 1999 ήταν οι τελευταίοι που έμαθαν τι
σημαίνει να "αποκηρύσσει" τον αγώνα τους η εκκλησία, όπως συνέβη με τις δηλώσεις
του κυρίου Χριστόδουλου). Έτσι πνευματικοί άνθρωποι της χώρας μας βρέθηκαν κατά
καιρούς στο στόχαστρο της εκκλησίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση με τους
"μαλλιαρούς"-δημοτικιστές. Τότε με παρέμβαση της Ιεράς Συνόδου τον Ιούλη του
1925 για να αντιμετωπιστούν οι "άθεοι" δημοτικιστές το κράτος απομακρύνει το
Γενάρη του 1926 από τις θέσεις τους τούς "επικίνδυνους" για την πνευματική υγεία
των παιδιών μας τους εκπαιδευτικούς Γληνό, Ιορδανίδη, Δελμούζο, Ρόζα Ιμβριώτη,
Παπαμαύρο και Κώστα Βάρναλη. Επιπλέον το κράτος καταργεί και την Παιδαγωγική
Ακαδημία.
Λίγα χρόνια αργότερα, το
1954, στο στόχαστρο της Ιεράς Συνόδου μπαίνει και ο Καζαντζάκης. Τα έργα του
"Καπετάν Μιχάλης" και "Ο τελευταίος Πειρασμός" προκαλούν τη μήνιν του ιερατείου.
Η Ιερά Σύνοδος ζητά από το Πατριαρχείο να αφορίσει τα βιβλία, αλλά ο σάλος που
προκαλείται αποσοβεί μια τέτοια εξέλιξη. Είναι προφανές ότι το νήμα που συνδέει
εκείνους που αφόρισαν το Λασκαράτο, που κυνήγησαν το Γληνό, το Βάρναλη και τον
Καζαντζάκη, είναι το ίδιο νήμα που ένωσε τον Χριστόδουλο με τους αφρίζοντες
"χριστιανούς" της "λαοσύναξης" της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας...
ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ
Το ρόλο που έπαιξε η
εκκλησία στην περίοδο της χούντας του "Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών" τον γνωρίζουν
άπαντες. Ο Μητροπολίτης Κυθήρων Μελέτιος μας έδωσε τότε μια σαφή εικόνα της
στάσης της εκκλησίας απέναντι στο δικτατορικό καθεστώς: "Οι αγώνες ημών υπήρξαν
μακροί, σταθεροί και πιστοί. Εδικαιώθημεν! Ηλθεν η Επανάστασης της 21ης Απριλίου
1967, ως από μηχανής Θεός. Επεζητούμεν μίαν τοιαύτην μεταβολήν. Ηπλωσεν ο Θεός
την χείρα του. Εφθασεν αληθώς Σωτήρ εις την κατάλληλον στιγμήν"! Ποιος δεν
θυμάται τον πνευματικό πατέρα του μακαριστού Χριστόδουλου (όταν διάβαζε και δεν
πρόσεξε ότι είχαμε χούντα), τον Ιερώνυμο και τα πάρε δώσε με τους
πραξικοπηματίες; Όμως ο ίδιος ο Χριστόδουλος την περίοδο εκείνη αρθρογραφούσε
στον "Ελεύθερο Κόσμο" του Κωνσταντόπουλου, τη γνωστή φασιστική φυλλάδα και
υπήρξε μέλος της "Ζωής" ενός παραθρησκευτικού σωματείου που στέλεχός της ήταν ο
Ιερώνυμος, ο πρωθιερέας της Φρειδερίκης και εκλεκτός της χούντας των
συνταγματαρχών. Φίλος και "εν Θεώ αδελφός" ο Χριστόδουλος τότε και με τον
μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, Παρασκευόπουλο που "άφησε εποχή" με την περίφημη
προσφώνησή του στη Δέσποινα Παπαδοπούλου, τη γυναίκα του δικτάτορα, που την
παρομοίαζε με την... Παναγία!
Ας έρθουμε όμως και στο
σήμερα.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΤΡΟΙΚΑΣ!
Οι Τούρκοι κατακτητές, όπως
και οι Γερμανοί το 1940 έφυγαν. Η χούντα έφυγε. Τι γίνεται σήμερα μετά από
τόσους αγώνες, αίμα και θυσίες; Μια νέα, κοινοβουλευτική αυτή τη φορά χούντα
έχει ξεπουλήσει όλα τα κατακτημένα δικαιώματα των εργαζομένων αλλά και ολόκληρη
τη χώρα! Η «χούντα» του ΠΑΣΟΚ που μας έφερε την Τρόικα να μας αποτελειώσει!
Παράλληλα η κυβέρνηση των Βρυξελλών (βλέπε ΠΑΣΟΚ) υπακούοντας σαν πιστό σκυλάκι
στις επιταγές των κυρίαρχων του πλανήτη συμμετέχει στους βομβαρδισμούς της
Λιβύης από τη Διεθνή Συμμορία των ιμπεριαλιστών. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ
υλοποιώντας την ρήση του υπουργού Εθνικής Άμυνας Ευ.Βενιζέλου που μίλησε για
προγεφύρωμα του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., κάνει πράξη τη δέσμευση προς την Συμμαχία των
Ιμπεριαλιστών ότι η Ελλάδα θα συμμετέχει με όλες της τις δυνάμεις, παρέχοντας
κάθε διευκόλυνση. Οι βάσεις σε Σούδα, Άραξο και Άκτιο βρίσκονται σε πολεμική
ετοιμότητα και πλέον παίζουν κομβικό ρόλο στους βομβαρδισμούς, αφού εκτός των
άλλων θα αποτελέσουν βάσεις εξόρμησης και ενδιάμεσους σταθμούς για πρωτόγνωρη
ποσότητα ξένων πολεμικών αεροσκαφών! Και γι΄ αυτό το λόγο είναι έτοιμες να
συνεχίσουν να υποδέχονται αεροσκάφη, οι βάσεις του Καστελίου στη Κρήτη ,η
Ανδραβίδα ακόμη και η Τανάγρα! Στον Άραξο βρίσκονται ήδη έξι F-16 του
Βελγίου και αναμένονται επίσης έξι F-16 από την Ολλανδία. Στη Σούδα
εκτός των άλλων, το Γαλλικό ΥΠΕΘΑ ζήτησε άδεια για προσγείωση έξι Mirage 2000
από το Κατάρ, τα οποία θα συμμετάσχουν σε βομβαρδισμούς. Ωστόσο είναι η πρώτη
φορά που η Ελλάδα υποδέχεται τόσα μαχητικά αεροσκάφη για μια αποστολή καθαρά
πολεμική. Η εμπλοκή της Ελλάδας στην επιχείρηση εναντίον της Λιβύης είναι πολύ
βαθύτερη.
Στα συμβαίνοντα στο
εσωτερικό της χώρας μας, εμείς, σαν ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ έχουμε
επανειλημμένα τονίσει πώς: «Στη σημερινή πολιτική συγκυρία, οι διαφορετικές
προσεγγίσεις του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου στα ζητούμενα και στα «δια ταύτα»
του κινήματος, στα ζητούμενα και στα «δια ταύτα» της αντιμετώπισης της
καταστροφής που απειλεί τους μισθοσυντήρητους και τα λαϊκά στρώματα, το σύνθημα
ΚΑΤΩ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ, ο αγώνας για την ανατροπή της κυβέρνησης του
ΠΑΣΟΚ, ο αγώνας για την ανατροπή του μνημονίου της τρόικας κλπ., υπερβαίνει τις
διαφορετικές προσεγγίσεις πάνω στα προβλήματα της συγκυρίας και λειτουργεί
ενοποιητικά, επειδή εμπεριέχει την κύρια πλευρά της κύριας αντίθεσης των
καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής με τις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις, επειδή
δίνει κατεύθυνση στην αυθόρμητη αρνητικότητα του λαού ως προς τις συνθήκες
ύπαρξής του, επειδή υπονοεί μορφικά το περιεχόμενο της ταξικής συνείδησης που
ετοιμάζεται να αναφανεί. Σήμερα, στις συνθήκες ανωριμότητας του υποκειμενικού
παράγοντα, στις συνθήκες πολυδιάσπασης του αντικαπιταλιστικού ριζοσπαστικού
χώρου, το σύνθημα ΚΑΤΩ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ οφείλει να γίνει ιαχή
ταξικού πολέμου, κάλεσμα αγωνιστικής ενότητας των δυνάμεων της εργασίας και του
πολιτισμού. Σύνθημα μάχης.
Το σύνθημα, λοιπόν,
ΚΑΤΩ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ αποτελεί τακτική πολιτική πρόταση, που εστιάζει
στην κυρίαρχη αντίθεση της σημερινής πολιτικο-οικονομικής συγκυρίας. Στον ένα
πόλο της αντίθεσης, βρίσκεται το ΠΑΣΟΚ, οι συμμαχίες του και τα ταξικά πολιτικο-οικονομικά
συμφέροντα που υπηρετεί η σημερινή πολιτική πρακτική του. Στον άλλο πόλο της
αντίθεσης, βρίσκονται η εργατική τάξη, οι μισθοσυντήρητοι και τα λαϊκά στρώματα,
καθώς και τμήματα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, που δεν ανήκουν στην
εργατική τάξη αλλά πλήττονται καθοριστικά από τα μέτρα ΠΑΣΟΚ-τρόικας. Αντιθέσεις
μεταξύ «μέτρων ΠΑΣΟΚ-τρόικας» με «αυτοκινητιστές, βενζινοπώλες, μικροϊδιοκτήτες
κλπ κλπ.» αποτελούν μόνο την κορφή του παγόβουνου των ποικιλόμορφων αντιθέσεων
των τμημάτων του πληθυσμού που δεν ανήκουν στην εργατική τάξη αλλά πλήττονται
από τα μέτρα ΠΑΣΟΚ-τρόικας. Η αντίθεση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με την εργατική
τάξη και το λαό διαρκώς θα οξύνεται. Η αντίθεση αυτή, είναι η κυρίαρχη αντίθεση
της σημερινής συγκυρίας, που ενοποιεί κι εκδηλώνει όλες τις άλλες αντιθέσεις
καθώς και την θεμελιώδη αντίθεση «κοινωνικοποίηση της παραγωγής-ατομική
ιδιοποίηση» κλπ κλπ. Εδώ, οφείλουμε να τονίσουμε ότι οι αντιθέσεις μεταξύ των
διαφόρων τμημάτων της αστικής τάξης, μεταξύ τμημάτων του ευρωπαϊκού κεφάλαιου
και του ελληνικού κεφάλαιου κλπ., καθώς και οι αντιθέσεις που αναφύονται στα
μεσαία και μικροαστικά στρώματα του πληθυσμού ενάντια στην κυρίαρχη σημερινή
κυβερνητική πολιτική, πρέπει στα πλαίσια μιας επαναστατικής στρατηγικής νʼ
αξιοποιηθούν ως έμμεσες και άμεσες εφεδρείες για την εκδήλωση της βασικής
αντίθεσης «κεφάλαιο-εργασία» στο πολιτικό εποικοδόμημα της ελληνικής κοινωνίας.
Το σύνδρομο του
απολίτικου ωχαδερφισμού, που εξέθρεψε η μικροαστική ιδεολογία για ατομική
συμμετοχή στην καπιταλιστική ευμάρεια, άρχισε να ξεφτίζει μπροστά στην ωμή
πραγματικότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας που, στη σημερινή συγκυρία,
εκδηλώνεται απροκάλυπτα.
Αν, λοιπόν, τα μεσαία
στρώματα και οι μικροαστοί αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι τα πολιτικά κόμματα,
που μέχρι σήμερα ακολουθούν, δεν στηρίζουν πολιτικά τα μικροαστικά τους
συμφέροντα αλλά τα συμφέροντα του μεγάλου κεφάλαιου, αν αρχίζουν τα μεσαία
στρώματα και οι μικροαστοί να κατανοούν ότι η καπιταλιστική πραγματικότητα τους
αφανίζει και το όνειρό τους για ατομική συμμετοχή στην καπιταλιστική ευμάρεια
αποδεικνύεται ανέφικτο, τότε και το μικροαστικό όνειρο του κάθε μισθοσυντήρητου,
να δανειστεί για νʼ αποκτήσει μια άδεια φορτηγού, νʼ ανοίξει μια μικροεπιχείρηση
για να ξεφύγει από τη μοίρα του κλπ., θʼ αρχίσει να κλονίζεται.
Όσο, λοιπόν, η
εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα θʼ αντιλαμβάνονται τα αδιέξοδα του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και θα έρχονται σε αντίθεση, άμεση και
απροκάλυπτη, με την πολιτική πρακτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, το μνημόνιο και
την τρόικα, όσο θʼ αντιλαμβάνονται ότι τα πολιτικά κόμματα που ακολουθούν δεν
υπηρετούν τα συμφέροντά τους, τόσο περισσότερο θα ωριμάζουν οι υποκειμενικές
προϋποθέσεις για να συνειδητοποιηθούν, για να οργανωθούν και νʼ αγωνιστούν, όχι
απλά και μόνο για τα ατομικά τους συμφέροντα, όχι απλά και μόνο για τα
συντεχνιακά τους συμφέροντα, αλλά για τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου.
Θʼ αρχίσουν να τʼ αντιλαμβάνονται -αυτά τα συλλογικά συμφέροντα- σαν προϋπόθεση
της δικής τους ευημερίας, της ευημερίας της οικογένειάς τους, το παρόν και το
μέλλον των παιδιών τους.
Στη σημερινή συγκυρία,
ο αγώνας ενάντια στα μέτρα κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ-τρόικας, δεν είναι απλά μια
αντικυβερνητική πολιτική που προετοιμάζει μια τυπική κομματική αλλαγή της
κυβερνητικής εξουσίας, αλλά είναι μια βαθύτατα ταξική αντικαπιταλιστική
πολιτική, που υπερβαίνει τις σημερινές συντεχνιακές και κομματικές
περιχαρακώσεις, είναι ένας αγώνας που ενεργοποιεί, συνειδητοποιεί και ενοποιεί
τον ταξικά διαρθρωμένο ελληνικό πληθυσμό, είναι μια πολιτική που συμβάλλει στην
ανασύσταση του οράματος για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, που συμβάλλει στην
ανασύσταση ενός μαζικού αντικαπιταλιστικού κινήματος εξουσίας».
Επίσης πολλές φορές έχουμε
τονίσει ότι το: «ΠΟΛΙΤΙΚΟ
ΚΑΦΕΝΕΙΟ, περισσότερο από ποτέ
άλλοτε, έχει την πεποίθηση πως, η διαρκώς εντεινόμενη αγανάκτηση του λαού στη
σημερινή οικονομική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, για να παράξει
ρεαλιστικό αποτέλεσμα, πρέπει να υπάρξουν πολιτικές πρωτοβουλίες, που θα
υπερβαίνουν τα σημερινά «κομματικά» σχήματα και τις σημερινές συνδικαλιστικές
περιχαρακώσεις, που θα δίνουν νόημα και προοπτική στον αγώνα ενάντια στην
καταστροφή που μας απειλεί, που θ’ ανατρέψουν την απαισιοδοξία και το αίσθημα
της ματαιότητας του αγώνα για ένα καλύτερο, για ένα ελπιδοφόρο μέλλον, που
θα δώσουν την δυνατότητα σε κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνα, ανεξάρτητα από
πολιτική τοποθέτηση, να ενεργοποιηθεί και να συμβάλει στον κοινό αγώνα για το
κοινό συμφέρον».