Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2007

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΝΕΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΝΕΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
Πολιτικός προσανατολισμός, μέτωπο νεολαίας, αιρετοί και ανακλητοί αντιπρόσωποι.

Το φοιτητικό και πανεπιστημιακό κίνημα, αλλά και η αντικαπιταλιστική πτέρυγα βρίσκονται αντιμέτωποι με τις προκλήσεις του πολιτικού συσχετισμού, που εκφράστηκε, στρεβλά βέβαια και εκλογικά. Η κυβέρνηση της ΝΔ, αδυνατισμένη πολιτικά, αναγκασμένη όμως από τις δεσμεύσεις της, προωθεί την επίθεση στην παιδεία και τη νεολαία με πιο προσεκτικά, αλλά αποφασιστικά βήματα. Προωθεί το νόμο πλαίσιο στα πανεπιστήμια, αλλά θέλει να δώσει την εντύπωση ότι είναι διαλλακτικότερη. Αποφασιστικής σημασίας ζήτημα είναι η εφαρμογή είναι η εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας για την αναγνώριση των ξένων ιδιωτικών σχολών, γιατί στην πράξη καταπατά το άρθρο 16 και το καταργεί στην πράξη.
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ


http://politikokafeneio.com

ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΙ νΚΑ
Η κυβέρνηση και η αστική τάξη, είναι υποχρεωμένοι να πάρουν υπόψη το γεγονός ότι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δεν συγκεντρώνουν πάνω από 70% στα φοιτητικά στρώματα, με πτωτική τάση και οι δύο αλλά με τη ΝΔ να πέφτει πολύ περισσότερο (και την υπουργό να μην εκλέγεται καν). Το ΚΚΕ και το ΣΥΡΙΖΑ παίρνουν 25% στη φοιτητική νεολαία, με το ΣΥΡΙΖΑ να έρχεται πρώτος. Το σύνολο των ψήφων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς είναι αρκετά κατώτερο του υπολοίπου 5%, αλλά αρκετά ανώτερο των γενικών ποσοστών τους. Δυστυχώς, η απόφαση του ΚΣ της νΚΑ δεν έκανε τον κόπο να ψάξει βαθύτερα τα αποτελέσματα στη νεολαία και ειδικά στους φοιτητές, την επίδραση των μεγάλων αγώνων σε αυτά. Κινείται σε μια αντιγραφή της απόφασης της ΠΕ του ΝΑΡ. Είτε απαξιώνει τη μελέτη, είτε κινείται στην παραδοσιακή λογική «υπάρχουν θετικά και αρνητικά», τη στιγμή που από ό,τι λέγεται, το ΜΕΡΑ υπολογίζεται στο 0,3% - 0,5% στη νεολαία. Ακόμη και έτσι να είναι, καταδεικνύεται το άνοιγμα της «ψαλίδας» (όχι μόνο εκλογικά) σε σχέση με την καθεστωτική Αριστερά. Επίσης, δεν υπάρχει σαφής εκτίμηση για το συσχετισμό μέσα στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, για τη νεολαία. Και πιο ειδικά, σε σχέση με την ΕΝΑΝΤΙΑ, διότι πρόκειται για δυνάμεις με τις οποίες δρούμε μετωπικά στο κίνημα. Έστω κι έτσι, ο συσχετισμός δείχνει ότι ως νΚΑ και ΝΑΡ δεν καταφέραμε, με τη γενικότερη φυσιογνωμία, την πολιτική τακτική και την κινηματική γραμμή μας να μετατοπίσουμε κάποια μικρά μεν, αλλά μαζικά τμήματα φοιτητών. Το ερώτημα είναι γιατί δεν το καταφέραμε, παρά τον σπουδαίο ρόλο μας στο φοιτητικό και πανεπιστημιακό κίνημα και την πολύ καλύτερη εκλογική δουλειά της νΚΑ. Τι έφταιξε και τι πρέπει να κάνουμε για να αλλάξουμε το συσχετισμό, σε μια κρίσιμη περίοδο; Οι σκέψεις που αναφέρονται έχουν σαν έναυσμα και την εμπειρία από την άμεση συμμετοχή μου στο φοιτητικό κίνημα και στο Συντονιστικό των Γενικών Συνελεύσεων, ως μέλους του συλλόγου Μεταπτυχιακών του ΕΜΠ.

Ένα πρώτο που πρέπει να αλλάξουμε ριζικά είναι να σταματήσουμε την υποτίμηση της αυτοτελούς εμφάνισης της νΚΑ και του ΝΑΡ στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ (σε προπτυχιακούς, μεταπτυχιακούς, διδάσκοντες, εργαζόμενους). Η νΚΑ και το ΝΑΡ παρουσιάζονται ως πτέρυγα – τάση στο εσωτερικό της ΕΑΑΚ και όχι ως πολιτική οργάνωση της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, με θεωρία, στρατηγική, πολιτική τακτική. Αντιθέτως, η ΚΝΕ ανέπτυξε μια ευρύτερη καμπάνια για τη διάδοση των ιδεών της Λαϊκής Οικονομίας και του Αντιμονοπωλιακού Αντιιμπεριαλιστικού Δημοκρατικού Μετώπου. Αντίστοιχα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αναλάβει το ρόλο της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του κινήματος διά στόματος Αλαβάνου, που καλύπτει την πενιχρή παρουσία της νεολαίας ΣΥΝ. Εμείς σε ό,τι έχει να κάνει με τις επεξεργασίες μας για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, τη νέα εργατική βάρδια και τη συγκρότηση του μετώπου παιδείας – εργασίας – δημοκρατίας, «λάμπουμε» διά της απουσίας μας. Η νΚΑ δεν αναδείχθηκε σε καμιά περίπτωση ως πολιτική δύναμη με ευρύτερο προσανατολισμό (πέρα από τα πανεπιστήμια) με στόχο τη συσπείρωση ενός αξιόμαχου δυναμικού. Άλλες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς καλύπτουν εν μέρει με τις θεωρίες τους τις πρωτοπόρες αναζητήσεις, εντάσσοντας πιο δυναμικά, απ’ ό,τι εμείς, φοιτητές στις γραμμές τους. Μια αντιστροφή σε αυτό το ζήτημα θα είναι συνεισφορά και στον αντικαπιταλιστικό, εργατικό προσανατολισμό του κινήματος. Δεν είναι στενά «κομματικό» ζήτημα. Αντίστοιχα, οι φοιτητές γνωρίζουν το ΜΕΡΑ μόνον ως εκλογικό συνασπισμό κάποιων δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Όλα αυτά απαιτούν τρεις σημαντικές πολιτικές αποφάσεις:

Πρώτο, στροφή στη θεωρητική και πολιτική δράση της νΚΑ. Δημιουργία αυτοτελούς οργάνωσης ΑΕΙ – ΤΕΙ του ΝΑΡ. Δημιουργία επιτροπής του ΜΕΡΑ στα ΑΕΙ- ΤΕΙ, ως οχήματος για τον ευρύτερο πόλο της επαναστατικής κομμουνιστικής Αριστεράς, με ειδική συμμετοχή πρωτοπόρων φοιτητών μέσα σ’ αυτή. Πιστεύω ότι με «αντικαπιταλιστικές συνελεύσεις» και γενικολογίες για «ρεύματα» δεν συγκροτούμε ρεύμα κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης και αντικαπιταλιστικής πάλης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Δεύτερο ζήτημα: πρέπει να αλλάξουμε εδώ και τώρα τη στάση μας απέναντι στους φοιτητές των ΤΕΙ. Και μόνο το ποσοστό της ΕΑΑΚ (κάτω από 2%) είναι ενδεικτικό. Κυριαρχεί σαφής υποτίμηση (όπως γενικά στον εργατικό προσανατολισμό), ενώ εκεί σπουδάζει ένα κομμάτι κυρίως με εργατική προοπτική. Παράλληλα, η θέση που κυριαρχούσε στη νΚΑ και το ΝΑΡ για πολλά χρόνια (και στην πράξη δεν έχει ανατραπεί) για «κατάργηση των ΤΕΙ», στο όνομα της κομμουνιστικής κατάργησης του καταμερισμού εργασίας, αποδεικνύεται μεγάλο λάθος, προκαλεί μεγάλες συγχύσεις και μας έχει αποκόψει από τον κόσμο των ΤΕΙ (και αντίστοιχα, των ΙΕΚ).

Τρίτο ζήτημα: Όπως και να έχει, το κίνημα της περσινής χρονιάς με βάση τον πολιτικό του προσανατολισμό, το περιεχόμενό του, τις κοινωνικές συμμαχίες που πέτυχε, τις μορφές πάλης που επέλεξε και με βάση τον τρόπο που έκλεισε ο πρώτος γύρος κινητοποιήσεων, οδήγησε τη νεολαία των πανεπιστημίων σε αριστερή μετατόπιση, κυρίως προς ρεφορμιστικές δυνάμεις και όχι προς την επαναστατική συνιστώσα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Πρέπει εδώ να σταθούμε και να αποτιμήσουμε βασικές αδυναμίες και λάθη για τα οποία φέρουμε ευθύνη, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Σε ό,τι αφορά το πολιτικό περιεχόμενο και παρά την προσπάθεια πολιτικοποίησης του κινήματος (και με τις αποφάσεις του Συντονιστικού) να αποκτήσει δηλαδή αντικυβερνητικό και αντιΕΕ χαρακτήρα, ο γενικότερος συσχετισμός δύναμης στο φοιτητικό κίνημα δεν του επέτρεψε να επιβάλει στην πράξη τη μετατροπή του από αμυντικό κίνημα (όχι στο άρθρο 16, όχι στο νόμο πλαίσιο κ.λπ.) σε διεκδικητικό και πολιτικό με στόχο την ήττα και ανατροπή της επίθεσης συνολικά. Σε αυτό το σημείο σοβαρές ευθύνες φέρουν οι δυνάμεις της ΑΡΑΝ και της ΑΡΑΣ που αντιστρατεύονταν αυτή την αναγκαιότητα.

Κάτι τέτοιο δεν πραγματοποιείται με τη μετατροπή του συνθήματος ζύμωσης «κάτω η κυβέρνηση» σε σύνθημα άμεσης δράσης, όπως επιχειρήσαμε ειδικά μετά την κατάθεση του νόμου. Πράγμα που δείχνει σοβαρές αυταπάτες για το ρόλο και τις δυνατότητες του φοιτητικού κινήματος. Χρειάζονται βήματα στη δημιουργία αντικαπιταλιστικού μετώπου νεολαίας, με τα ανάλογα αμυντικά και επιθετικά πολιτικά αιτήματα για όλη τη νεολαία, με μοχλό το δυναμικά αναπτυσσόμενο φοιτητικό κίνημα. Χρειάζονται βήματα στη δημιουργία ευρύτερου μετώπου παιδείας – εργασίας – δημοκρατίας. Προσανατολισμός που στην πράξη δεν υπήρξε. Ενώ πολλές φορές επισημάνθηκε από όλους τους συντρόφους η αναγκαιότητα της συμπόρευσης με τους μαθητές και την κρίσιμη ζώνη των ΙΕΚ και ΤΕΣ, ουδέποτε οργανώθηκε η κινηματική συνάντηση με αυτούς τους χώρους. Εξίσου σημαντική ήταν και η έλλειψη βημάτων στη συμμαχία έστω με κομμάτια του εργατικού κινήματος. Γεγονός που αποκρυσταλλώνει βέβαια τόσο τις μακροχρόνιες αδυναμίες του ΝΑΡ και της νΚΑ, όσο και τον εργοδοτικό ρόλο της ΓΣΕΕ (άρνηση προκήρυξης απεργίας για τα εκπαιδευτικά) αλλά και το γραφειοκρατικοποιημένο ρόλο του ΠΑΜΕ (απεργία μέσα στο κίνημα χωρίς εκπαιδευτικό αίτημα). Αλλά και οι κοινές συναντήσεις καταλήψεων με σωματεία, καλλιτέχνες και διανοούμενους οργανώθηκαν χειροτεχνικά, όχι μαζικά ή καθόλου. Οι δυνατότητες στο σκέλος του δημοκρατικού ζητήματος – που υποτιμήθηκε – φάνηκαν με τη συλλογή υπογραφών 350 δημοσιογράφων.

Οι περυσινοί αγώνες έχουν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία οργανωμένου και μόνιμου φοιτητικού κινήματος. Σημαντικότατη πλευρά του είναι η δημιουργία μόνιμων συντονιστικών οργάνων από αιρετούς και ανακλητούς αντιπροσώπους. Ενώ στα λόγια όλοι(;) το αποδεχόμαστε, ποτέ δεν το υπηρετήσαμε στην πράξη βρίσκοντας (κατά τη γνώμη μου) ανυπόστατες δικαιολογίες του τύπου «δεν είναι ακόμα ώριμο»κ.λπ. Λέμε «όλη η εξουσία στις γενικές συνελεύσεις» και αρνούμαστε την εξουσία τους πάνω στους εκπροσώπους, οι οποίοι αφήνονται στον έλεγχο των πολιτικών οργανώσεων, αφυδατώνοντας τη ριζοσπαστική δυναμική της βάσης. Η απομάκρυνση από τέτοιου είδους μορφές εκπροσώπησης, τείνει να ταυτίσει το κίνημα μόνο με τις καταλήψεις και κινδυνεύει να νομιμοποιήσει λογικές κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του κινήματος, μέσω της ανασύστασης της ΕΦΕΕ (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ΑΡΑΝ,ΑΡΑΣ). Όποιος θέλει πολιτικοποιημένο, νικηφόρο φοιτητικό κίνημα οικοδομεί μόνιμα όργανα πάλης κάτω από την εξουσία της βάσης. «Όποιος δε θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει», όπως η ΚΝΕ που στα λόγια κι αυτή θέλει αιρετούς κι ανακλητούς και στην πράξη τους διορίζει όπως στον «υπαρκτό σοσιαλισμό».

Τέλος, σε σχέση με το εκλογικό αποτέλεσμα, η προσωπική μου εμπειρία είναι ότι κυριάρχησε η απογοήτευση σε όλες τις συνιστώσες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς – εκτός ίσως του ΚΚΕ(μ-λ). η διασπασμένη εκλογική κάθοδος με την ΕΝΑΝΤΙΑ μπορούσε να αποτραπεί. Σε αυτό φέρουν βαρύτατες ευθύνες οι δυνάμεις της ΑΡΑΝ και της ΑΡΑΣ, αφού φάνηκε ότι δεν είχαν τη διάθεση μιας υγιούς πολιτικής αντιπαράθεσης σε προγραμματικά ζητήματα με στόχο την κοινή πορεία στις εκλογές. Απέναντι σε αυτές τις αντιλήψεις, εμείς πρέπει να έχουμε σταθερό μέτωπο ενότητας και μέσα σε αυτό ανοιχτή πολιτική αντιπαράθεση. Η πρόκληση για τον πόλο πρέπει να μείνει ανοιχτή ώστε να μην κυριαρχήσει ο εμφύλιος πόλεμος. Ώστε να συμβάλουμε, με διάλογο και αντιπαράθεση, σε μια μαζική, πολιτική και οργανωτική «επανίδρυση» της ΕΑΑΚ, που τόσο έχει ανάγκη.