Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2008

ΖΙΜΕΝΣ ΓΚΕΪΤ: ΣΥΜΦΥΤΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ ΟΙ ΜΙΖΕΣ

ΖΙΜΕΝΣ ΓΚΕΪΤ: ΣΥΜΦΥΤΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ ΟΙ ΜΙΖΕΣ
Η Ζίμενς έχει χαρακτηριστεί μέγας χορηγός της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές εκλογές του 2004
Το κύκλωμα της μίζας έχει ζωτική σημασία για τη λειτουργία του συστήματος και την κερδοφορία των επιχειρήσεων, ειδικά των πιο μεγάλων που διαθέτουν διεθνή παρουσία. Γι’ αυτό, άλλωστε, τόσο το κεφάλαιο όσο και το πολιτικό του προσωπικό ανέχονται και πριμοδοτούν την ύπαρξη των λεγόμενων φορολογικών παραδείσων και οφ σορ εταιρειών, που αποτελούν τον απαραίτητο μηχανισμό για τη μεταφορά και διανομή των τεράστιων ποσών που αφορούν τις κάθε λογής «προμήθειες».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ



ΖΙΜΕΝΣ ΓΚΕΪΤ
Η αντιπολίτευση είναι αυτή που συνήθως ζητά τη σύσταση εξεταστικών επιτροπών για τα διάφορα σκάνδαλα και η εκάστοτε κυβέρνηση εκείνη που απορρίπτει τα σχετικά αιτήματα, για να μείνουν τελικά όλοι ευχαριστημένοι. Αυτό θα συμβεί εκτός απροόπτου και την Τρίτη, στη Βουλή, για την υπόθεση της Ζίμενς. Ο Καραμανλής έχει αρνηθεί προκαταβολικά το αίτημα του ΠΑΣΟΚ και των άλλων κομμάτων, μην αντέχοντας πολιτικά να βρεθεί αντιμέτωπος με ενδεχόμενες αποκαλύψεις που δεν αποκλείεται να του στερήσουν την εύθραστη όσο ποτέ κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Άλλωστε, όσα έχουν γραφεί και ειπωθεί τις τελευταίες εβδομάδες – πολλά από τα οποία τεκμηριώνονται με ντοκουμέντα – δημιουργούν σοβαρότατες υπόνοιες για το ρόλο που έχουν διαδραματίσει ορισμένα στελέχη της ΝΔ, τα οποία έχουν υπηρετήσει σε καίρια κυβερνητικά πόστα (περίοπτη θέση στην ειδησεογραφία κατέχει εξάλλου το όνομα του Βύρωνα Πολύδωρα, αλλά και του Κώστα Μητσοτάκη, την περίοδο της πρωθυπουργίας του…).

Η στάση του Καραμανλή, πέρα από όσα ειπωθούν για τα μάτια του κόσμου, θα κάνει τον Παπανδρέου (και τον προκάτοχό του Σημίτη, φυσικά) να αισθανθεί μεγάλη ανακούφιση. Διότι και στο ΠΑΣΟΚ, είναι ηλίου φαεινότερο ότι το συγκεκριμένο σκάνδαλο αγγίζει πολλούς και πασίγνωστους παράγοντές του. Όποιος θέλει να επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές, δεν έχει παρά να ανατρέξει στις αλληλοκατηγορίες που αντάλλαξαν τρεις εξ αυτών αυτή την εβδομάδα – ο πρώην υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Αμυνας Γιάννος Παπαντωνίου, ο συνάδελφός του στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης και διατελέσας γραμματέας του ΠΑΣΟΚ Μιχάλης Χρυσοχοϊδης και, τέλος, ο Ευάγγελος Μαλέσιος, ο πρώην υφυπουργός ο οποίος έτυχε να προεδρεύει μιας επιτροπής που πήρε καθοριστικές αποφάσεις σε μια κρίσιμη στιγμή, ενόψει Ολυμπιακών Αγώνων.

«Δεν θα ξαναγίνω ο αποδιοπομπαίος τράγος και η Ιφιγένεια της παράταξης», ανέκραξε ο Μαλέσιος την προηγούμενη Τετάρτη – με μια δήλωση η οποία είναι προφανές ότι εκφράζει την αγωνία τόσο των δύο «συντρόφων» του όσο και στελεχών της αντίπαλης παράταξης που θεωρούν πως έχουν λερωμένη τη φωλιά τους και αγωνιούν για ενδεχόμενες αποκαλύψεις από την πλευρά του γερμανικού ομίλου.
Παρά τα περί του αντιθέτου φημολογούμενα πάντως, όλα δείχνουν ότι η ανακίνηση του «Ζίμενς γκέιτ» δεν υπακούει στις ανάγκες της συγκεκριμένης πολιτικής συγκυρίας στην Ελλάδα ή τους πολιτικούς σχεδιασμούς του ενός από τα δύο μεγάλα κόμματα. Η εξήγηση είναι απλή: Το σκάνδαλο αυτό περιέχει εκρηκτική ύλη που είναι υπεραρκετή για να τινάξει συθέμελα στον αέρα όλο το πολιτικό σκηνικό και να οδηγήσει σε ανακατατάξεις μεγαλύτερες κι από το «βρόμικο ‘89». Είναι εξαιρετικά αμφίβολο όμως, εάν η αστική τάξη (ή ο «ξένος παράγοντας») επιδιώκει σήμερα μια τέτοια εξέλιξη. Γι’ αυτό, το πιθανότερο είναι ότι η υπόθεση θα λήξει με εσωτερική διευθέτηση και ανταλλάγματα, χωρίς να την πληρώσει κάποιο μεγάλο «ψάρι».
ΣΥΜΦΥΤΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ ΟΙ ΜΙΖΕΣ
Οι πληροφορίες που έχουν προέλευση τη μητρική εταιρεία Ζίμενς δείχνουν ότι οι μίζες που δόθηκαν προς διάφορα πρόσωπα που κατείχαν καίριες θέσεις στην Ελλάδα, προκειμένου να διασφαλιστεί η προμήθεια του ψηφιακού συστήματος C41 για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ήταν περίπου 10 εκατομμύρια ευρώ, όταν το συνολικό κόστος για την αγορά του έφτασε στα 250 εκατομμύρια – ένα ποσοστό, δηλαδή, της τάξης του 4%. Συνολικά δε, στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, ο γερμανικός όμιλος φέρεται να έχει πάρει από το Δημόσιο δουλειές αξίας μεγαλύτερης του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ, καταβάλλοντας σε κυβερνητικούς και επιχειρηματικούς μεσάζοντες ένα… τίμημα της τάξης των 100 εκατομμυρίων, τα οποία μεταφράζονται σε ποσοστό κοντά στο 8% του κόστους όλων των συμβάσεων.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν φαίνεται ότι αποτελούσε πρόβλημα για τους Γερμανούς. Όπως αποδεικνύουν τα έγγραφα που έχουν διαρρεύσει γύρω από το συγκεκριμένο θέμα, η διοίκηση του ομίλου είχε συμπεριλάβει αυτά τα ποσά στους προϋπολογισμούς της, ως «έξοδα κίνησης», εκτιμώντας προφανώς ότι τα κέρδη που θα αποκόμιζε στην πορεία θα ήταν πολλαπλάσια. Και φυσικά, οι μίζες δεν αφορούσαν μόνο την Ελλάδα αλλά, όπως αποδεικνύεται από την παράλληλη έρευνα που γίνεται στη Γερμανία εδώ και ένα περίπου χρόνο, τουλάχιστον 160 χώρες, καθώς η Ζίμενς είναι μια εταιρεία με πραγματικά παγκόσμια παρουσία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, επίσης, ότι το φαινόμενο του «λαδώματος» με στόχο τη διασφάλιση μεγάλων και επικερδών συμβολαίων δεν αφορά μόνο τη Ζίμενς, ούτε στην Ελλάδα ούτε παγκοσμίως. Στο εσωτερικό, ανάλογη πρακτική, λιγότερο ή περισσότερο κραυγαλέα, ακολουθείται κάθε φορά που τα λαγωνικά των μεγάλων επιχειρήσεων μυρίζονται καλή λεία. Αναλόγως δε με την περίπτωση και σε διαφορετικές αναλογίες, παράλληλα με τις μίζες χρησιμοποιείται και το όπλο του πολιτικού εκβιασμού – αρκεί μόνο να αναφέρουμε τα όργια που γίνονται στα εξοπλιστικά προγράμματα, τόσο από την πλευρά των Αμερικανών όσο και από τους Γερμανούς, Γάλλους, Βρετανούς και Ρώσους, οι οποίοι επιδιώκουν να πάρουν μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα.

Όσο για το τι συμβαίνει σε διεθνές επίπεδο, από πού να αρχίσει κανείς και πού να τελειώσει: Από τα εκατοντάδες εκατομμύρια που έχουν δώσει οι Βρετανοί στους Σαουδάραβες πρίγκιπες για να προωθήσουν την αγορά δεκάδων πολεμικών αεροπλάνων, αξίας πολλών δις.; Από τη μαζική και κατά συρροή εξαγορά πολιτικών και φυλάρχων στην Αφρική από τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες, οι οποίες θέλουν να βάλουν στο χέρι τα κοιτάσματα; Από το συστηματοποιημένο και θεσμοθετημένο «λάδωμα» όλων των κρίκων στην πυραμίδα του ΚΚ Κίνας, έτσι ώστε να ανοίξουν διάπλατα οι πύλες της μεγαλύτερης αγοράς του κόσμου; Ή μήπως από το γεγονός της «ισόρροπης» (και αδρής) χρηματοδότησης Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών στις ΗΠΑ από τους επιχειρηματικούς ομίλους και τα διάφορα λόμπι, για να είναι σίγουρη η προάσπιση των συμφερόντων τους, όποιος και αν κερδίσει τις εκλογές;
Η αλήθεια είναι ότι το σύστημα της μίζας έχει ζωτική σημασία όχι μόνο για τις λεγόμενες τριτοκοσμικές χώρες (εκεί δηλαδή όπου οι διάφορες εκθέσεις θέλουν να μας πείσουν ότι εντοπίζεται κυρίως το φαινόμενο της διαφθοράς), αλλά για ολόκληρο τον καπιταλισμό. Η μοναδική, ίσως, διαφορά που υπάρχει είναι ότι στην περιφέρεια όλα γίνονται πολύ «άγαρμπα», ενώ στις μητροπόλεις το σύστημα είναι πολύ καλύτερα και συχνά αριστοτεχνικά οργανωμένο. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, το κεφάλαιο και το πολιτικό του προσωπικό όχι απλώς ανέχονται αλλά επιβάλλουν τη λειτουργία των λεγόμενων φορολογικών παραδείσων και οφ σορ εταιρειών: Για να ξεπλένουν το μαύρο χρήμα από τις έκνομες δραστηριότητές τους, αλλά και για να έχουν ανά πάσα στιγμή στη διάθεσή τους ένα μηχανισμό μέσω του οποίου θα διακινούνται οι μίζες που συνοδεύουν όλες τις μεγάλες συμφωνίες. Τέτοιες εταιρείες (όπως η Γουίβιντ και η Κρόμα) με έδρα την Ελβετία, ήταν αυτές που είχαν αναλάβει και τη διεκπεραίωση των ποσών που αφορούσαν το κύκλωμα της Ζίμενς στην Ελλάδα.
Η δε απελευθέρωση των αγορών, που προβάλλεται ως πανάκεια από την πλευρά του κεφαλαίου, όχι απλώς δεν έχει δώσει λύσεις στο πρόβλημα, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις το έχει επιδεινώσει. Η περίπτωση της Ζίμενς είναι και σε αυτή την περίπτωση αποκαλυπτική: Η εταιρεία έχει παρουσία στην Ελλάδα από το 1930 και έχει βάλει τη σφραγίδα της, όπως εύκολα κανείς μπορεί να διαπιστώσει, σε πολλά μεγάλα έργα. Οι πιο μεγάλες συμφωνίες της με το Δημόσιο (με το οποίο υπογράφονται τα πιο επικερδή συμβόλαια) συνάφθηκαν μετά το 1989 – 90 και αφορούσαν την εγκατάσταση των ψηφιακών κέντρων (σε δόσεις), τον εκσυγχρονισμό του δικτύου του ΟΣΕ και την κατασκευή του μετρό, την προμήθεια ηλεκτρονικών συστημάτων από το υπουργείο Άμυνας και άλλα πολλά.
Τα πρώτα χρόνια λειτουργούσε η απευθείας ανάθεση, με ευθύνη των κυβερνήσεων και (σχετικό έστω) έλεγχο της Βουλής, βάσει της κατεύθυνσης που είχε δοθεί επί κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, για ισότιμη σχεδόν μοιρασιά ανάμεσα στη συγκεκριμένη εταιρεία και την Έρικσον (Βλέπε Ιντρακόμ). Από την 1η Ιανουαρίου του 1998, όμως, άλλαξαν πολλά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, επικαλούμενη τις αρχές της ελεύθερης αγοράς και του υγιούς ανταγωνισμού, επέβαλε τη διενέργεια διαγωνισμών για τις μεγάλες προμήθειες. Διαβλέποντας αυτή την αλλαγή, το ελληνικό Δημόσιο (επί Μητσοτάκη και κυρίως, Σημίτη) και η εταιρεία έσπευσαν να υπογράψουν συμφωνίες με 5ετή ή και 10ετή διάρκεια, τόσο στις τηλεπικοινωνίες (αλλαγή των κέντρων από αναλογικά σε ψηφιακά) όσο και σε άλλους τομείς, «κλειδώνοντας» τα κέρδη και τις προμήθειές τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, που φτάνει μέχρι σήμερα.

Βεβαίως, το σύστημα C41 δεν υπόκειται σε αυτή την κατηγορία, καθώς η προμήθειά του αποφασίστηκε πολύ αργότερα. Και εκεί, όμως, βρέθηκε η λύση, χωρίς κανείς αυτή τη φορά να λογαριάσει τους κανόνες του «ελεύθερου ανταγωνισμού»: Μετά από εκβιασμούς και άγριο παρασκήνιο, που έφτασαν μέχρι και στην έμμεση πλην σαφή διατύπωση απειλών για εμπάργκο των Ολυμπιακών Αγώνων, το συγκεκριμένο σύστημα «ειδικό εξοπλιστικό πρόγραμμα», ώστε να αποφύγει τους περιττούς και δυσάρεστους ελέγχους. Στη συνέχεια, από τις δύο διεθνείς κοινοπραξίες που απέμειναν να διαγκωνίζονται, η δουλειά κατοχυρώθηκε στην Saic (υπό την «υψηλή εποπτεία» του τότε υπουργού Πολιτισμού και έχοντος το γενικό πρόσταγμα για την Ολυμπιάδα, Β. Βενιζέλου), στην οποία συμμετείχε και η Ζίμενς ήταν ήδη ένας από τους βασικότερους προμηθευτές του ελληνικού Δημοσίου, δεν δίστασε να κάνει τα πάντα για να «φάει» τη δουλειά από την αντίπαλη κοινοπραξία στην οποία (μαζί με τη Δέλτα Σίνγκιουλαρ, τη γαλλική Θαλής και τις αμερικανικές Ρέιθιον και Μοτορόλα) συμμετείχε και ο ΟΤΕ!
Ακόμη κι αυτό όμως, δεν εμπόδισε τον νυν επικεφαλής του ΟΤΕ και το μέχρι πρότινος αφεντικό της Ζίμενς Ελλάδας να έχουν τον ίδιο νομικό σύμβουλο. Μεγαλεία του καπιταλισμού…
Μεγάλα γεγονότα, μεγάλες μπίζνες
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ ΚΑΙ ΜΙΖΑΣ ΑΠΟΔΕΙΧΘΗΚΑΝ ΤΕΛΙΚΑ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ 2004 ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Αξίζει, για μια ακόμη φορά και με αφορμή το «Ζίμενς γκέιτ», να θέσουμε το ερώτημα που αφορά την κληρονομιά την οποία άφησε τους έλληνες εργαζόμενους το θαύμα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Μιας διοργάνωσης, δηλαδή, για την επιτυχία της οποίας στρατεύτηκε φανατικά το σύνολο της αστικής τάξης και ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος της κοινωνίας. Η κληρονομιά αυτή θα μπορούσε, συνοπτικά, να περιγραφεί ως «τα Τρία Μ»: Μεγάλες επιδόσεις, Μεγάλα έργα και Μεγάλος Αδελφός – όλα τους, άμεσα συνδεδεμένα με τα υπόγεια δίκτυα της μίζας και της διαφθοράς.

Το μυστικό των μεγάλων επιδόσεων αποκαλύφθηκε με την τραγελαφική και κωμικοτραγική υπόθεση ντόπινγκ, στην οποία ενεπλάκησαν οι πρωταθλητές Κεντέρης και Θάνου και ο προπονητής τους και επιχειρηματίας Τσέκος. Ο μύθος της «επιστροφής στις ρίζες» και της «ευγενούς άμιλλας» κατέρρευσε προκαλώντας πάταγο και η Ελλάδα βρέθηκε συνένοχη σε ένα τεράστιο διεθνές κύκλωμα, στο πλαίσιο του οποίου, εκτός των άλλων, διακινούνται τεράστια ποσά, είτε για να κλείσουν στόματα είτε για να διασφαλιστεί ένα χρυσό μετάλλιο, μια καλή θέση στην παγκόσμια κατάταξη και τα συνακόλουθα έσοδα από τις χορηγίες.
Η αξία των μεγάλων έργων αποκαλύπτεται καθημερινά. Η κραυγαλέα υπερτιμολόγησή τους προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου (της Ζίμενς συμπεριλαμβανομένης), οι αποικιοκρατικές συμβάσεις εκμετάλλευσης που πέτυχαν οι περισσότερες κατασκευάστριες κοινοπραξίες, ο ελλειμματικός σχεδιασμός που προκαλεί μποτιλιαρίσματα, καθυστερήσεις και εκνευρισμό, είναι στοιχεία τα οποία οφείλονται, σε μεγάλο βαθμό, στις χαριστικές συμβάσεις που κατοχυρώθηκαν μετά από απλόχερο «λάδωμα», σε όλα τα επίπεδα.

Όσο για τη σημασία του Μεγάλου Αδελφού, αυτή δεν έχει αποδειχθεί ακόμη στο σύνολό της. Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση μπορεί να έθαψαν – κοινή συναινέσει ουσιαστικά – την υπόθεση των υποκλοπών (και την αυτοκτονία ενός ανθρώπου) ωστόσο κανείς δεν πρέπει να αμφιβάλει ότι η εμπειρία που αποκτήθηκε και ο μηχανισμός αξιοποιούνται και θα συνεχίσουν να αξιοποιούνται όταν παρίσταται «εθνική ανάγκη». Βεβαίως, για να αποδίδουμε τα του καίσαρος τω καίσαρι, πρωταγωνιστής σε αυτή την υπόθεση δεν ήταν η Ζίμενς, αλλά ο έτερος «εθνικός προμηθευτής», ο οποίος εφοδίαζε την Ελλάδα με τα προϊόντα του ανταγωνιστή των Γερμανών, της σουηδικής Έρικσον.
Αλλά ο μπαχτσές αποδείχθηκε αρκετά μεγάλος, ώστε να καταφέρουν όλοι να φάνε και μάλιστα από πολλές πλευρές. Όσο για την Ολυμπιάδα, τους έστρωσε το τραπέζι.
ΠΥΛΩΝΑΣ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
Βρόμικο παρελθόν για τη Ζίμενς
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΣΤΑ ΛΑΔΩΜΑΤΑ

Η τακτική της μίζας και του «λαδώματος» είναι γνώριμη του καπιταλισμού, από πολύ παλιά. Όσο για την Ζίμενς – τη μεγαλύτερη εταιρεία μηχανολογικού εξοπλισμού στην Ευρώπη με δεκάδες θυγατρικές, η οποία ιδρύθηκε το 1847 και ανάμεσα στα άλλα της κατορθώματα, στήριξε ανοιχτά το χιτλερικό καθεστώς της Γερμανίας στη δεκαετία 1935 – 45 – έχει αντρυφήσει ιδιαιτέρως στη συγκεκριμένη μέθοδο. Για του λόγου το αληθές, αξίζει να παρουσιάσουμε εν συντομία μια υπόθεση που διαδραματίστηκε πριν από ένα περίπου αιώνα στην Ιαπωνία και άφησε κυριολεκτικά εποχή.

Συγκεκριμένα, στις 23 Ιανουαρίου του 1914, λίγο προτού ξεσπάσει στην Ευρώπη ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ιαπωνικές εφημερίδες δημοσίευσαν ρεπορτάζ από μία δίκη που γινόταν στο Βερολίνο και στην οποία κατηγορούμενος ήταν ένας πρώην υπάλληλος της Ζίμενς, ύποπτος για την κλοπή μεγάλης σημασίας εμπιστευτικών εγγράφων της εταιρείας από τα γραφεία της στο Τόκιο. Ο εναγόμενος κατέθεσε στην απολογία του ότι είχε πουλήσει τα έγγραφα αυτά σε ένα δημοσιογράφο του βρετανικού ειδησεογραφικού πρακτορείου Ρόιτερς, προκειμένου να εκθέσει μια συμφωνία που είχε επιτευχθεί ανάμεσα σε αξιωματικούς του αυτοκρατορικού πολεμικού ναυτικού της Ιαπωνίας και της, επίσης βρετανικής, εταιρείας Βίκερς.

Μέσω αυτής της συμφωνίας, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, αχρηστευόταν ουσιαστικά το συμβόλαιο που είχε υπογραφεί με τη Ζίμενς και αφορούσε τον εξοπλισμό σε πυρομαχικά και συστήματα επικοινωνίας των ιαπωνικών πλοίων, στο πλαίσιο ενός τεράστιου και πανάκριβου προγράμματος που είχε προωθήσει ο ναύαρχος Γιαμαμότο, ο οποίος κατείχε και τη θέση του πρωθυπουργού της χώρας από τον Φεβρουάριο του 1913. Όσο για το «κλειδί» που οδήγησε τους Βρετανούς στην επιτυχία, δεν ήταν άλλο από την υπόσχεσή τους ότι θα δίνουν στους μεσάζοντες «προμήθεια» της τάξης του 25% επί της συνολικής αξίας του εξοπλισμού, έναντι μόλις..15% που είχε δεσμευτεί να δίνει η γερμανική εταιρεία, η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε μονοπωλιακή θέση στις πωλήσεις προς το πολεμικό ναυτικό!
Ο σάλος που ξέσπασε είχε ως αποτέλεσμα, μετά από τρεις μήνες, να παραιτηθεί ο Γιαμαμότο και να χάσει την εξουσία το κόμμα της πλειοψηφίας, Σεϊγιουκάι. Ακολούθησε δε μια μεγάλη περίοδος πολιτικής αστάθειας, γεγονός που είχε ως συνέπεια να καταγραφούν τα όσα συνέβησαν εκείνη την περίοδο ως «το σκάνδαλο της Ζίμενς».

Τηρουμένων των αναλογιών, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι οι αποκαλύψεις που συγκλόνισαν στα τέλη του 2006 τον γερμανικό όμιλο οφείλονται, σε μεγάλο βαθμό, σε «δάκτυλο» των ανταγωνιστών της Ζίμενς, που εποφθαλμιούσαν την προνομιακή της θέση στην αγορά πολλών χωρών, εντός και εκτός Ευρώπης. Οι αποκαλύψεις μάλιστα αυτές, οι οποίες είχαν στο επίκεντρό τους μίζες ύψους 1,3 δισεκατομμυρίων ευρώ είχαν δοθεί στο διάστημα 2002-2006, για το κλείσιμο μιας σειράς συμφωνιών, προκάλεσαν την αλλαγή ηγεσίας στη μητρική εταιρεία και συνολική αναδιάρθρωση του στελεχικού του δυναμικού – αλλά και μαζικές απολύσεις, κάτι που φοβίζει τους 3.000 και πλέον εργαζόμενους της εταιρείας στην Ελλάδα.

Πρακτικά, η εμπλοκή της Ελλάδας στην υπόθεση αυτή φαίνεται πως προέκυψε από «σπόντα». Αυτό όμως δεν εμποδίζει τους Γερμανούς και όσους ελέγχουν το κύκλωμα των μεσαζόντων, εφόσον θελήσουν, να αξιοποιήσουν τα αρχεία της υπόθεσης για να διεκδικήσουν σημαντικά ανταλλάγματα και «φιλέτα» σε άλλους τομείς. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι αυτή την περίοδο γερμανικές εταιρείες, με χείρα βοηθείας από την Μέρκελ, απαιτούν φορτικά από την κυβέρνηση Καραμανλή να αγοράσει αεροπλάνα Γιουροφάιτερ και να πουλήσει τη ΔΕΗ και τα δικαιώματά της στην παραγωγή και διανομή της ενέργειας. Λίγα τα έχετε όλα αυτά;