- ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ
ΙΔΕΩΝ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ - Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ -
Αργυρίου Νίκος, μέλος ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: 1922, ΤΟ ΕΤΟΣ ΟΡΟΣΗΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΣΤΙΣΜΟΥ
"Μεγάλη Ιδέα". "Η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών". Η εκδοχή, τελικής λύσης του Ανατολικού Ζητήματος, από τον ισχυρό τοπικά ελληνικό καπιταλισμό, με την Νέα Βυζαντινή του Αυτοκρατορία που έρχεται να κυριαρχήσει στην Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Πολύτιμη συνεισφορά το έργο του Γ.Λεονταρίτη, που εκτιμά: «Η στρατηγική επιλογή του κορυφαίου πολιτικού της Ελλάδας, του Ελευθέριου Βενιζέλου, υπέρ της εμπλοκής στο πόλεμο εναρμονιζόταν τόσο με το κυρίαρχο διεθνώς πολιτικό πρότυπο του Επεκτατικού Ιμπεριαλισμού, όσο και με την κατά παράδοση αλυτρωτική πολιτική της Ελλάδας». Και παρακάτω: «Δεδομένου μάλιστα ότι η εκ προοιμίου μειονεκτική θέση της Ελλάδας δεν άφηνε παρά στενό περιθώριο στρατηγικών επιλογών, ο Βενιζέλος αναπόφευκτα αντίκρισε τον πόλεμο όχι μόνο ως έσχατο αμυντήριο, αλλά και ως μέσο επιθετικής πολιτικής συντελεστικό στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε μακροχρόνια όμως κλίμακα, δεν διέβλεψε ότι το ίδιο αυτό μέσο-οι διενέξεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, καθώς και ολόκληρο το ιμπεριαλιστικό σύστημα-θα γινόταν κατανάγκην σοβαρό πρόσκομμα για τη δική του στρατηγική». Τέλος: «Κοντολογίς, την επεκτατική λογική της πολιτικής του τη συνέλαβε ο Βενιζέλος εν κενώ»[1].
Πολύ περισσότερο που πλέον ο ελληνικός καπιταλισμός υπολογίζεται όχι μόνο ως ένας σοβαρός διεκδικητής εδαφών, αλλά και ως δυναμικός οικονομικός ανταγωνιστής. Το ισχυρό αστικό στοιχείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εμπορικό και χρηματιστικό κυρίως, εκμεταλλεύεται τις νέες ευκαιρίες που δημιουργεί η ιμπεριαλιστική κατοχή της Μικράς Ασίας. Η Ανακωχή του Μούδρου έχει μετατρέψει την Κωνσταντινούπολη σε κέντρο του ανεφοδιασμού της Ανατολής, Ρουμανίας, Καυκασίας, Ρωσίας. «Της κινήσεως αυτής επωφελήθηκε το εν Ελλάδι κεφάλαιο με τα τραπεζικά πρακτορεία του, με τις ατμοπλοϊκές συγκοινωνίες κλπ. Πως ήτανε λοιπόν δυνατό να ενισχύεται μια εκστρατεία και μια πολιτική που συντελούσε στο να αναπτύσσεται ένας οικονομικός ανταγωνιστής»,[2] ερωτά ο Σεραφείμ Μάξιμος.
Ο Γ.Δερτιλής δεν επιτρέπει την καλλιέργεια καμίας αυταπάτης περί «εθνικών επιδιώξεων», όταν αναφέρεται στους Έλληνες αστούς: «Πατήρ πάντων ο πόλεμος, είναι και του μεγάλου κέρδους ο πατέρας. Και την μερίδα του λέοντος από τα κέρδη των πολέμων δεν την αποσπούν οι χώρες που διαθέτουν βιομηχανία, αλλά οι χώρες που διαθέτουν ικανούς καραβοκύρηδες, ναυτικούς, εμπόρους. Και ικανούς πειρατές, όχι μόνο σε παλαιότερες εποχές, αλλά και σε νεότερες-αυτό τουλάχιστον μας δείχνει η ιστορία όταν δεν επιχειρεί να εξωραΐσει την πραγματικότητα. Πόλεμοι που, σπέρνοντας τον θάνατο και την δυστυχία, φέρνουν καμιά φορά και τον πλούτο. Πως αλλιώς θα εξηγήσουμε αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα για πολλά, αν όχι για όλα τα χρόνια των πολέμων-και ειδικά αυτό που συμβαίνει με ορισμένους και όχι με άλλους τομείς της οικονομίας; Πρόκειται για την ευρωστία του εμπορίου (υπολογίζοντας και το λαθρεμπόριο), της ναυτιλίας, των τραπεζών»[3].
Και ενώ η ισορροπία μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Entente ανατρέπεται συνολικά (η ικανοποίηση των συμφερόντων τους προτάσσει την συνδιαλλαγή με τον Τουρκικό Εθνικισμό), ο στρατιώτης που πρέπει να πολεμήσει "υποχρεωτικά" το Αρνείται: "Προτιμά μιάν αποφασιστική ήττα, παρά μια νίκη που θα τον καθηλώσει στο μέτωπο. Γι' αυτό δέχθηκε τη κατάρρευσι με ευχαρίστησι. Ήτανε μια λύσι. Ένας τρόπος να γυρίση στη πατρίδα του. Καμμιά τάσι, καμμιά ταπείνωσι δεν αισθάνθηκε για την ήττα. Ο εθνισμός είχε σβύσει μέσα του".[4] Παράλληλα, ο τουρκικός λαός, αυτός ο απρόβλεπτος παράγοντας, τροφοδοτεί το ανεπιφύλακτα ρωμαλέο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα του Κεμάλ, συμπαρασύροντας κάθε ξένη επιβουλή, συντρίβοντας κάθε επεκτατικό σχέδιο.
Τα πλοία που επιστρέφουν από τις Μικρασιατικές ακτές δεν κουβαλούν μόνο τα συντρίμμια του στρατού, τους πρόσφυγες-θύματα της Τουρκοποίησης της Μ.Ασίας, αλλά και τους κινηματίες του Πλαστήρα. Αυτοί δε φέρνουν την τιμωρία των υπευθύνων της καταστροφής, αλλά την σωτηρία του Αστικού Καθεστώτος, καθώς πλέον αμφισβητείται το ίδιο το σύστημα της κυρίαρχης τάξης. Εξάλλου, τα ίδια στρατεύματα έχουν δώσει δείγματα γραφής και σε άλλα μέτωπα, αναλαμβάνοντας την υλοποίηση Αντεπαναστατικών στοχεύσεων. "Μεταξύ αυτών είναι και το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων υπό τον τότε Αντισυνταγματάρχή Ν.Πλαστήρα", που συμμετείχε στην Ιμπεριαλιστική Επέμβαση στην Ουκρανία, με στόχο την καταστολή της Οκτωβριανής Επανάστασης.
"Οι Έλληνες φαντάροι τραγουδούσαν τότε σαν σε διάλογο:
Που, μωρέ, που, που σας πάει ο Αρχηγός σας
στον μακρύ το δρόμο μπρος σας;
Από την Ρωσία σέρνει δρόμος ίσια για την Σμύρνη".[5]
Η ιστορία "επαναλαμβάνεται ως φάρσα ή ως τραγωδία"; Ένας κύκλος κλείνει, όταν η τυχοδιωκτική εκστρατεία που άρχισε με στόχο τον "εσωτερικό εχθρό" και το Κοινωνικό Απελευθερωτικό του Όραμα, συνεχίζεται στα βάθη της Ανατολής αναζητώντας την Κόκκινη Μηλιά, για να επιστρέψει ηττημένη στην Παλιά Ελλάδα, δίνοντας ξανά στρατιωτική απάντηση σε μια πρωτόγνωρη κρίση, στρέφοντας τα όπλα εκ νέου στον "εσωτερικό εχθρό".
Οι συνέπειες της στρατιωτικής ήττας φαντάζουν σοβαρότερες αν συνυπολογιστούν τα αποτελέσματα της πολιτικής ήττας του βενιζελισμού και της μεγαλοαστικής τάξης που εκπροσωπεί. Ο Σ.Μάξιμος, διαπιστώνει: "λίγες είναι οι περιπτώσεις που η καπιταλιστική ολιγαρχία επέβαλε το πολιτικό της πρόγραμμα με τέτοια ορμή, με τόση βία και τόσο κυνισμό σε ένα λαό, που η μιζέρια εξυμνήθηκε ως αρετή, η στέρηση του ως λιτότητα, η υπομονή του ως αδυναμία. Μα λίγες είναι και οι περιπτώσεις που ο λαός αυτός πολέμησε με ορμή, θάρρος και επιμονή την βία των φιλελευθέρων και τον κυνισμό τους, έδειξε μια δραστηριότητα, έναν ενθουσιασμό, μια ενεργητικότητα, μια πειθαρχία στο σκοπό. Είναι αλήθεια πως αυτή τη μεγάλη μάζα την κυβέρνησε, την καθοδήγησε, την ενθουσίασε η μοναρχία".[6]
Ο εμφύλιος πόλεμος, που ξεσπά το 1915, "αν και έγινε σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ήτανε σύγκρουση εσωτερική. Η εσωτερική πλευρά του ζητήματος, ο αγώνας για την εσωτερική κυριαρχία, έδωσε την αποφασιστική ώθηση. Όταν αργότερα οι μεγάλες μάζες πλαισιωθήκανε στα παλιά κόμματα με τη δυναστεία επί κεφαλής κατά των φιλελευθέρων, η πολιτική αντίθεση έγινε αντίθεση τάξεων. Η σύγκρουση δύο αστικών μερίδων εξελίχθηκε σε σύγκρουση τάξεων, κατά την οποία τα κοινωνικώς καταπιεζόμενα στρώματα σηκώσανε την αντιβενιζελική σημαία ως σύμβολο κατά του κεφαλαίου. Αυτό εξηγεί γιατί ο αντιβενιζελισμός εμφανίστηκε πολλές φορές με αντικαπιταλιστικά αισθήματα, ενώ, από πολιτική καταγωγή και κοινωνική προέλευση των στελεχών του, ήτανε και παρέμεινε συντηρητικός, αντιδραστικός, στείρος, αντιμέτωπος σε κάθε πρόοδο και σε κάθε μεταβολή". [7]
«Υπάρχει εκεί κοντά μια τομή πολύ βαθύτερη: το 1917» διαπιστώνει ο Γ.Β.Δερτιλής. «Ορόσημο της παγκόσμιας ιστορίας, έχει και στην Ελλάδα βαθύτερες επιπτώσεις από την μικρασιατική καταστροφή-και μακροβιότερες. Εξηγούμαι. Από το 1830 έως το 1917, οι μεγάλες ιδέες και επιδιώξεις της ελληνικής κοινωνίας στρέφονταν γύρω από την ενότητα και την ταυτότητα του νεαρού ελληνικού έθνους. Την ενότητα και την διοργάνωση του νεαρού ελληνικού κράτους και της κοινωνίας. Την ενοποίηση και ανάπτυξη της οικονομίας. Ήταν ζητήματα ενότητας εθνικής-και, έστω στην επιφάνεια, κοινωνικής. Αντιθέτως, μετά το 1917, νέα πολιτικά σύνορα σχηματίζονται στην Ελλάδα και νέα ιδεολογικά ερωτήματα την διχάζουν βαθύτατα. Ο άξονας τους είναι πλέον οι οικονομικές αντιθέσεις, τα κοινωνικά ρήγματα, με δύο λόγια είναι το κοινωνικό ζήτημα. Τα νέα ερωτήματα που θέτει στο εαυτό της η ελληνική κοινωνία απηχούν ιδεολογίες κοινωνικής ρήξης. Σε αντίθεση με την προηγούμενη, ενοποιητική περίοδο»[8].
Τίθεται επομένως επιτακτική η ανάγκη πολιτικής και ιδεολογικής θωράκισης του καθεστώτος. Κατ' αρχήν, "ο συνταγματικός φιλελευθερισμός, όπως τον κατοχύρωνε τα αναθεωρημένο σύνταγμα του 1864, δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις επιταγές μιας νέας οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης, που απαιτούσε περισσότερη αποτελεσματικότητα στη δραστηριότητα των δημόσιων αρχών και μεγαλύτερο ορθολογισμό στη λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος: προτού καταργηθεί από μια δικτατορία που εμπνέονταν από τα φασιστικά πρότυπα το 1936, ο συνταγματικός φιλελευθερισμός νοθεύτηκε κατά τη διάρκεια της Β' Ελληνικής Δημοκρατίας".[9]
Είναι η περίοδος, που "οι μεγαλύτερες δημοκρατικές εφημερίδες προβάλλουν το Μουσολίνι, ο δημοκρατικός στρατός είναι και αυτός γεμάτος από υποψήφιους δικτάτορες, που συνεννοούνται και συσκέπτονται συχνά για το πώς θα είναι δυνατόν να σωθή η Ελλάδα με μια καλή Δικτατορία. Κάθε επιχειρηματίας, βιομήχανος ή τραπεζίτης που επιζητεί μια σύμβασι ή μια προμήθεια και δεν το κατορθώνει, καταλήγει στο συμπέρασμα πως χρειαζόμαστε ένα δικτάτορα".[10]
Στο ιδεολογικό επίπεδο, "η ήττα και η καταστροφή σε συνδυασμό με την κατάρρευση των αλυτρωτικών ελληνικών οραμάτων γεννούν τώρα πια την ανάγκη συνολικής ανασυγκρότησης και ουσιαστικής ανανέωσης της ελληνικής εθνικής θεωρίας[11]. Ποιο το "νέο Εθνικό Όραμα", η "νέα Μεγάλη Ιδέα"; Ο προβληματισμός αγκαλιάζει τις έννοιες του έθνους και της εθνικής ταυτότητας.
Βενιζελικοί πολιτικοί και διανοούμενοι θα απαντήσουν πρώτοι. Η παράταξη τους πλήττεται, απειλείται στρατηγικά από την μικρασιατική καταστροφή. Τους παλαιούς στόχους της απελευθέρωσης των αλύτρωτων και της εδαφικής επέκτασης με ιδεολογικό επιστέγασμα τη Μεγάλη Ιδέα έρχονται να αντικαταστήσουν η προσπάθεια αφομοίωσης των πρώην αλύτρωτων είτε ως κατοίκων των Νέων Χωρών, είτε ως προσφύγων, οι ενέργειες για επίτευξη εθνικής ομοιογένειας καθώς και η φιλοδοξία εγχάραξης μιας νέας εθνικής ταυτότητας μέσα στα κρατικά σύνορα, που θεωρούνται οριστικά.
Την περίοδο 1928-1932, και αφού η Αβασίλευτη Δημοκρατία έχει επιβληθεί, είναι το σχέδιο Αστικού Εκσυγχρονισμού, που θα εφαρμόσει ο ίδιος ο Βενιζέλος, που θα επιχειρηθεί να περιβληθεί την αίγλη της νέας Μεγάλης Ιδέας.
ΘΕΣΜΙΚΗ ΘΩΡΑΚΙΣΗ
ΑΥΤΑΡΧΙΚΗ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ
Μια από τις πιο σημαντικές στοχεύσεις του αστικού καθεστώτος ήταν η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας διαμέσου της καταστρατήγησης των διατάξεων για την κατάσταση πολιορκίας. Το σύνταγμα του 1911, "έχει επιτρέψει την προσφυγή στο εξαιρετικό αυτό μέτρο μόνο σε περίπτωση πολέμου και γενικής επιστράτευσης για λόγους εξωτερικής ασφάλειας και να υποβάλει την εφαρμογή του σε αυστηρό κοινοβουλευτικό έλεγχο".[12] Ο πρωθυπουργός Βενιζέλος διαβεβαίωσε την Αναθεωρητική Βουλή πως σε καμιά περίπτωση η κατάσταση πολιορκίας δεν θα επιβαλλόταν συνέπεια εσωτερικών κινδύνων.
Μόνο μετά το κίνημα του 1922, "η Επαναστατική Επιτροπή" θα κηρύξει για πρώτη φορά την κατάσταση πολιορκίας σε όλη την χώρα, για λόγους εσωτερικής σκοπιμότητας. Επικαλούνται ως αιτία τον έλεγχο των κινήσεων των φιλοβασιλικών. Ο πραγματικός λόγος αποκαλύπτεται όταν τον Αύγουστο του 1923, θα καταπνίξουν τη γενική απεργία, που συμμετείχαν 150.000 εργάτες και την εργατική διαδήλωση στο Πασαλιμάνι. Η επέμβαση του στρατού έχει ως συνέπεια τη δολοφονία 11 απεργών.
Η κατάσταση πολιορκίας εξελίσσεται σε ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό όπλο για τη διατήρηση της εξουσίας και την καταστολή της διογκούμενης κοινωνικής αναταραχής. Ο Πάγκαλος θα την χρησιμοποιήσει προκειμένου να εγκαθιδρύσει το 1925 την εφήμερη δικτατορία του.
Το 1928, ο Βενιζέλος θα επιστρέψει στην εξουσία. Ο Αστικός Εκσυγχρονισμός που οραματίζεται θα έχει ως όχημα του το Κράτος, το οποίο "όφειλε να εξοπλιστεί με τα αναγκαία εκείνα μέσα που θα του επέτρεπαν να παίξει πιο ενεργό ρόλο στη διατήρηση της πολιτικής και κοινωνικής τάξης, την οποία απειλούσε τόσο η ανάπτυξη του διεκδικητικού κινήματος των λαϊκών τάξεων όσο και ο πολλαπλασιασμός των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων που έθεταν σε κίνδυνο την συνοχή του". [13]
Η πανάκεια καταυτόν βρισκόταν στην ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας. Το 1934, εκτιμώντας ότι "η σημερινή εκτελεστική εξουσία είναι ανίκανος να ανταποκριθεί προς τα καθήκοντα της, ευρισκόμενη υπό την πλήρη εξάρτησιν της νομοθετικής εξουσίας", προτείνει την παραχώρηση Έκτακτων Εξουσιών στην εκτελεστική εξουσία, έχοντας σε μεγάλο βαθμό ως πρότυπο του το Αμερικάνικο Πολιτικό Σύστημα.
Εξάλλου, από το 1932 αναγγέλλει την πρόθεση της κυβέρνησης του να προχωρήσει σε αναθεώρηση του Συντάγματος του 1927, ώστε να παραχωρούνται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας εξαιρετικές εξουσίες σε περίοδο κρίσης, ανάλογες με εκείνες που αναγνώριζε στον πρόεδρο του γερμανικού Ράιχ, το περίφημο άρθρο 48 του συντάγματος της Βαϊμάρης. Αφού δεν καταφέρνει να αναθεωρήσει το Σύνταγμα, επιλέγει μια εντελώς ακραία ερμηνεία του:
"Τα λεγόμενα ατομικά δικαιώματα, αι προσωπικαί ελευθερίαι (.) δεν είναι απόλυτα. Δύνανται και πρέπει να προστατεύωνται πάντα εντός των νόμων, υπό ομαλάς περιστάσεις μιας χώρας. Αλλά, όταν η χώρα διατελεί υπό όλως εκτάκτους περιστάσεις, αι ατομικαί ελευθερίαι πρέπει να περιορίζωνται εις το προσήκον μέτρον. Το Σύνταγμά μας προβλέπει τάς περιστάσεις αυτάς και ορίζει ότι επιτρέπει τοιούτος περιορισμός (.) εις περιστάσεις πολέμου ή επιστρατεύσεως γενικής εξ εξωτερικών λόγων. Ευτυχώς, δεν προσέθεσεν εις το πρώτον μέρος το επίθετον εξωτερικός, ώστε ο πόλεμος τουλάχιστον να είναι βέβαιον ότι και εξωτερικός και εμφύλιος αν είναι να επιτρέπει την αναστολή των ελευθεριών".[14]
Αυτή η ερμηνεία του Συντάγματος που νομιμοποιούσε a priori οποιαδήποτε προσφυγή στην κατάσταση πολιορκίας για εσωτερικούς λόγους, θα θέσει στο στόχαστρο της και τον βενιζελικό κόσμο, μετά την αποτυχημένη εκδήλωση του κινήματος του 1935.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η προσφυγή στην πρακτική των «γενικών εξουσιοδοτήσεων» κατά τη διάρκεια της Β' Ελληνικής Δημοκρατίας, που προκαλούν τη νόθευση του κοινοβουλευτικού συστήματος. Οι κυβερνήσεις της περιόδου θα ιδιοποιηθούν τεράστιες εξουσίες.
Η ταξικότητα της πολιτικής, ακόμα και των κεντρώων κυβερνήσεων (Παπαναστασίου) εμφανίζεται απροκάλυπτα από το νομοθετικό διάταγμα της 23ης Απριλίου 1924 «περί κατοχυρώσεως του δημοκρατικού πολιτεύματος»- το περίφημο «κατοχυρωτικό»- που συνέβαλε αποφασιστικά στη θεσμοθέτηση του εγκλήματος γνώμης στην Ελλάδα και το νομοθετικό διάταγμα της 19ης Απριλίου 1924 «περί συστάσεως εν εκάστω νομώ Επιτροπών Δημοσίας Ασφαλείας». Το διάταγμα της 2ας Ιουνίου 1926 της δικτατορίας Πάγκαλου-για τη δίωξη πολιτών που κρίνονταν «ύποπτοι για τη διατάραξη της δημόσιας ασφάλειας» δείχνει τον πραγματικό στόχο. Ξεκίνησαν να καταδιώξουν την ληστεία για να στραφούν ενάντια στην αμφισβήτηση, όπως ο τρομονόμος φαινομενικά καταδιώκει το «οργανωμένο έγκλημα».
Πρέπει να σημειώσουμε, ότι κατά τη διάρκεια της δικτατορικής διακυβέρνησης Πάγκαλου, αποδεικνύεται μια τρομερή αλήθεια για το αστικό καθεστώς. Οι ευκαιριακοί πολιτικοί εκπρόσωποι του όχι μόνο δε μπορούν να εκφράσουν τις λαϊκές μάζες, αλλά αδυνατούν να τις ενσωματώσουν ακόμη και όταν επικαλούνται τους εθνικούς κινδύνους:
«Από το συλλαλητήριο των Πατρών φάνηκε καθαρά η διάθεση της μάζης ν' αντιταχθή στη δικτατορία. Στις πατριωτικές εξάρσεις του Πάγκαλου αντέταξε μια φράσι, ένα σύνθημα με έννοια.
Μυδραλλιοβόλα! Έλεγε ο Πάγκαλος.
Λάδι! Απαντούσαν οι διαδηλωτές.
Λάδι! Όχι Βουλή! Όχι κοινοβούλιο και κοινοβουλευτικά κόμματα».[15]
Ενδιαφέρον προκαλεί η βαθμιαία εξαφάνιση του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Σε αυτή την πραγματικότητα οδηγούν η εσωτερική οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση, αλλά και ένα Ευρωπαϊκό ρεύμα που εκφράζει τη δυσπιστία του στους κοινοβουλευτικού θεσμούς. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα του 1930 είναι έντονες οι επιρροές όπως είδαμε του ιταλικού-γερμανικού προτύπου, αλλά και του αμερικανικού προεδρικού συστήματος.
Υπάρχουν επομένως φωνές που αμφισβητούν ευθέως τον κοινοβουλευτισμό και προσπάθειες αφυδάτωσης του, που προέρχονται από την ίδια την εκτελεστική εξουσία. Κινήσεις που αλληλοδιαπλέκονται, τροφοδοτούν η μια την άλλη, μεταμορφώνουν ολοένα πιο αντιδραστικά το πολιτικό σύστημα. Όλοι τοποθετούνται: βενιζελικοί - φιλοβασιλικοί - τύπος - ισχυρά οικονομικά συμφέροντα - θεσμικοί και εξωθεσμικοί παράγοντες.
Ο Γ.Παπανδρέου γράφει στις 7 Ιανουαρίου 1934: «.πιστεύω ότι η Δικτατορία ημπορεί εις ωρισμένας περιστάσεις να αποτελέση ιστορικήν ανάγκην δι' ένα τόπον. Όταν την επιβάλλει ο υπέρτατος νόμος της σωτηρίας της Πατρίδος. Τότε ημπορεί να αποβή και ωφέλημος, υπό τον όρον ότι θα συμπαρέλθη με τας εξαιρετικάς περιστάσεις αι οποίοι την κατέστησαν απαραίτητον.» («Καθημερινή» 7.1.1934). Στις 12 Ιανουαρίου, ο Ι.Μεταξάς δηλώνει στον πρωθυπουργό Π.Τσαλδάρη «ότι θεωρώ τον κοινοβουλευτισμό εκπέσοντα και ότι θα αγωνισθώ προς έξοδον εξ αυτού». [16]
Αν στους παραπάνω παράγοντες προσθέσουμε τις ωμές βασιλικές παρεμβάσεις, τον ενισχυμένο ρόλο της δικαιοσύνης, τα Αναγκαστικά Διατάγματα, μπορούμε να διαμορφώσουμε γνώμη και να διαπιστώσουμε ότι είναι η εσωτερική κατάσταση που οδήγησε στη Δικτατορία του 1936. Δεν είναι αποτέλεσμα της ακραίας πάλης μεταξύ διαφορετικών μερίδων της αστικής τάξης. Δεν μπορεί να ιδωθεί από την σκοπιά της αντίθεσης Κοινοβουλευτισμού και Δικτατορίας. Άξιο προσοχής ότι η Δικτατορία Μεταξά προήλθε από «κοινοβουλευτική εξουσιοδότηση».
Ουσιαστικά αποτελεί επιστέγασμα μιας ολόκληρης πορείας, ολοένα και πιο αντιδραστικών λύσεων, που δίνονται στο πολιτικό επίπεδο, έχοντας ως παρανομαστή το βάθεμα της πάλης ανάμεσα στον κόσμο της εργασίας και στον κόσμο του κεφαλαίου. Αυτή η οπτική επιτρέπει να δούμε και την συμμετοχή του αγγλικού παράγοντα σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο.
Σωστά ο Αλ.Σβώλος συμπεραίνει: «Εν τούτοις, σχηματικώς πάντοτε, ημπορεί κανείς να υπολογίζη ότι το δημοκρατικόν και φιλελεύθερο Κράτος θα διέλθει δια της αρνήσεως του εαυτού του, πριν η εξελίξις της κοινωνίας αγάγη προς την κοινωνικήν δημοκρατίαν. Διότι είναι φυσικόν η αστική τάξις να αμυνθή της υπεροχής της θέσεως της, καταφεύγουσα εν ανάγκη εις την έντασιν της κρατικής επιβολής».[17]
ΠΟΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ
Οι ατομικές και συλλογικές ελευθερίες υπέστησαν μόνιμα ρήγματα τις δεκαετίες 1920-1930, πριν καταργηθούν εντελώς από τη Δικτατορία του 1936, που επιχείρησε να τις υποκαταστήσει με μια φασιστικού τύπου αντίληψη της σχέσης κράτους-πολίτη.
Το τρίπτυχο των κρατικών ιδεολογικών μηχανισμών περιλαμβάνει «Εθνικισμό-Ελληνοκεντρισμό-Αντικομμουνισμό». Στο στόχαστρο επομένως διοικητικών και ποινικών περιορισμών θα μπουν κυρίως αγωνιστές του εργατικού κινήματος. Θύματα μιας εκστρατείας, που καλύπτεται από την αστική προπαγάνδα του «ερυθρού κινδύνου».
Η απαγόρευση διαμονής (1871) θα μετεξελιχθεί σε επιτηρούμενη διαμονή (1913-1917), για να πάρει την οριστική μορφή της διοικητικής εκτόπισης (1926) από τη δικτατορία του Πάγκαλου: «κάθε ατόμου ύποπτου διαπράξεως (.) αντικειμένων εις την δημόσιον τάξιν, ησυχίαν και ασφάλειαν της χώρας»».[18] Ο νόμος θα διατηρηθεί την περίοδο 1926-1929, καθώς οι κυβερνήσεις Ενότητας βενιζελικών-φιλοβασιλικών στρέφονται ενιαία κατά του εργατικού κινήματος, αποκτώντας το 1931 πιο αναβαθμισμένα χαρακτηριστικά από το Βενιζέλο, που επιθυμεί τη δραστική αντιμετώπιση των εργατικών αγώνων και τη διατήρηση της εξουσίας.
Εξάλλου, μια από τις προτεραιότητες του Βενιζέλου, μόλις επέστρεψε στην εξουσία το 1928, ήταν η κατάθεση του νομοσχεδίου «περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών». Το πρώτο άρθρο προέβλεπε ποινή φυλάκισης εναντίον οποιουδήποτε οργάνωνε ή κατεύθυνε κομμουνιστική ή παρόμοια κίνηση, που απέβλεπε στην ανατροπή με βίαια μέσα του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή στην επικράτηση, με τη βία μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης. Το δεύτερο άρθρο, τιμωρούσε οποιονδήποτε δημόσια υποστήριζε τον κομμουνισμό ή έκανε σχετικό προσηλυτισμό. Το τέταρτο και πέμπτο άρθρο απαγόρευαν όλες τις κομμουνιστικές συγκεντρώσεις, χαρακτηρίζοντας τες, εκ προοιμίου, ως «επικίνδυνες» για τη δημόσια ασφάλεια, καθώς και κάθε ένωση φυσικών προσώπων που διακήρυσσαν κομμουνιστική ή παρόμοια ιδεολογία.
Είναι ο νόμος που έμεινε γνωστός ως «ΙΔΙΩΝΥΜΟ», και θα τεθεί σε ισχύ το 1929. Εφαρμόζεται με αυστηρότητα μέχρι το 1936, που θα αντικατασταθεί από έναν ακόμη πιο σκληρό νόμο. Στην χρονολογική παρουσίαση της ζωής του Σ.Μάξιμου, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Κοινοβούλιο ή Δικτατορία», εκτίθενται τα εξής στοιχεία για την αποτελεσματικότητα του Ιδιώνυμου. Μέχρι το 1934, που συμπληρώνονται 5 χρόνια εφαρμογής του, "επί κυβέρνησης Βενιζέλου έχουν γίνει 13050 συλλήψεις, 2400 καταδίκες. Σύνολο καταδίκης 2938 χρόνια. Μεταξύ των καταδικασμένων είναι 120 στρατιώτες που στάλθηκαν στο Καλπάκι, ενώ 27 δολοφονήθηκαν. Επί κυβέρνησης Τσαλδάρη, έγιναν 3725 συλλήψεις, 785 καταδίκες, υπήρξαν 1006 χρόνια καταδίκης, 56 στάλθηκαν στο Καλπάκι και 10 δολοφονήθηκαν"!!!
Είναι ένας νόμος που στρέφεται κατά των ιδεών, της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και συναιτερίζεσθαι, που δίνει έντονα ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά στην αστική δημοκρατία, τη δικτατορία της αστικής τάξης επί της εργατικής, αφού διαχωρίζοντας τους πολίτες με ταξικά κριτήρια, με βάση την πολιτική τους ένταξη, ανατρέπει την νομική ισότητα των πολιτών, άρα και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αναιρώντας και την προσχηματική της διάσταση.
Σε συμφωνία με το παραπάνω αυταρχικό πνεύμα του νομοθέτη βρίσκεται ο νόμος που ψηφίζεται τον Ιούλιο του 1931, θεσπίζοντας ποινή φυλάκισης για τους ενόχους οποιασδήποτε "εκ προθέσεως προπαρασκευαστικής ενέργειας του εγκλήματος της εσχάτης προδοσίας". Πρόθεση του νομοθέτη να κατοχυρώσει θεσμικά "τη δίωξη ατόμων που θα είχαν την πρόθεση να διαπράξουν το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας". Επισημαίνει λοιπόν η κυβέρνηση ότι στόχος είναι:
"το έγκλημα στην προπαρασκευαστική του φάση και μάλιστα στην απλή εξωτερίκευση της εγκληματικής πρόθεσης, για να σταματήσει στο κατώφλι μόλις της συνείδησης".[19]
Από την ποινικοποίηση της πράξης, με την τεράστια κρατική αυθαιρεσία (μεταφορά αρμοδιοτήτων από τα ορκωτά στα ποινικά δικαστήρια, περιορισμοί στο δικαίωμα της υπεράσπισης κλπ), θα οδηγηθούμε στην ποινικοποίηση της βούλησης. Το έκτακτο νομοθετικό οπλοστάσιο θα βρεί αφορμή στην "μακεδονική πολιτική του ΚΚΕ", αλλά πραγματικό στόχο έχει το εργατικό κίνημα (60% των ατόμων που καταδικάστηκαν την περίοδο 1929-1937 για εγκλήματα κατά της Ασφάλειας του κράτους και με το Ιδιώνυμο ανήκε στην εργατική τάξη).
Στους σημερινούς απολογητές του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, που συχνά και προκειμένου να θέσουν στην ιδεολογική παρανομία την όποια απελευθερωτική αναζήτηση του σύγχρονου εργαζόμενου, ταυτίζουν το φασισμό με τον κακέκτυπο σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, να υπενθυμίσουμε ότι ο φασισμός ήταν η αστική απάντηση στην κρίση του Μεσοπολέμου. Δεύτερον, ότι στη Γερμανία-Ιταλία-Ελλάδα προήλθε από τον κοινοβουλευτικό δρόμο και μετά τη συνεννόηση των αστικών δυνάμεων, που χωρίς την στήριξη των οποίων δεν μπορούσε να σταθεί. Τρίτον, το Ιδιώνυμο, για να έρθουμε και στην ελληνική πραγματικότητα, για τους ίδιους λόγους που στράφηκε ενάντια στην Αριστερά, θα μπορούσε να στραφεί και εναντίον των ελληνικών φασιστικών οργανώσεων.
O Γ.Μαργαρίτης στο βιβλίο του «ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΙ ΣΥΜΠΑΤΡΙΩΤΕΣ» αποκαλύπτει την συνεργασία κράτους-δυνάμεων καταστολής-φασιστικών οργανώσεων (Ε.Ε.Ε.) -τύπου κατά του εργατικού κινήματος και του εβραϊκού στοιχείου της Β.Ελλάδας. Μας πληροφορεί ότι: "Οι Χαλυβδόκρανοί της, οι Άλκιμοι νεολαίοι της, παρά την πολεμική τους όψη και τις αντισημιτικές παραγράφους των προκηρύξεων τους, αποτέλεσαν απαραίτητο συμπλήρωμα στις εθνικές τελετουργίες, επετείους και παρελάσεις. Επειδή μάλιστα δεν υπήρχε ανάλογης έκτασης κίνηση στην Αθήνα, οι επικίνδυνοι αυτοί μαχητές μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα με αμαξοστοιχίες που πρόσφερε το ελληνικό κράτος και φιλοξενήθηκαν με έξοδα του δημάρχου Αθηναίων, ούτως ώστε να μπορέσουν, εν χορώ, να εκφράσουν τις απειλητικές διαθέσεις τους εναντίον των εχθρών του έθνους".[20] Ο γενικός διοικητής Μακεδονίας, Γονατάς, έμπειρο στέλεχος των βενιζελικών, αναγνωρίζει «την χρησιμότητα οργανώσεων όπως η Ε.Ε.Ε. για την προστασία της αστικής κοινωνίας από τις εγκληματικές ενέργειες της αριστεράς» και οι οποίες λειτουργούν ως «παράλληλη αστυνομία».[21]
Συμπεραίνουμε, ότι το "αυγό του φιδιού" μπορεί να επωάζεται στην Ακροδεξιά, να στρατολογεί από τα λούμπεν και μικροαστικά στοιχεία, αλλά σε περιόδους έντονης "Εθνικής και Κοινωνικής Ανασφάλειας", ο φασισμός μπαίνει και επίσημα στην υπηρεσία του αστικού καθεστώτος, αναλαμβάνει τις "ακραίες" πολιτικά αποστολές κατά του εργατικού κινήματος, των μειονοτήτων και της Αριστεράς, απολαμβάνοντας κρατική ανοχή, στήριξη και αποτελώντας επιλογή πολιτικής διακυβέρνησης. Εξάλλου, ο Κοινοβουλευτικός Ολοκληρωτισμός ως γέννημα του σύγχρονου καπιταλισμού ενσωματώνει δομικά τους πιο σκληρούς όρους εκμετάλλευσης και καθυπόταξης της εργατικής τάξης σε κάθε φάση της δραστηριοποίησης της.
Πολλοί ιστορικοί συμφωνούν ότι δεν είναι το μέγεθος της κομμουνιστικής απειλής που δικαιολογεί τη βιαιότητα των αυταρχικών μέτρων. Όμως ο Βενιζέλος είναι ο αστός πολιτικός, που κατάφερε να συλλάβει, σχεδιάσει και εφαρμόσει στρατηγικού χαρακτήρα κινήσεις της άρχουσας τάξης. Κατανοεί το κίνδυνο. Διαισθάνεται τον εργατικό αναβρασμό. Θέλει να ακυρώσει την απειλητική συνάντηση του αναπτυσσόμενου εργατικού κινήματος με την Αριστερά της εποχής, που οραματίζεται ακόμη την προλεταριακή επανάσταση και δεν έχει υποστείλει τις σημαίες του προλεταριακού Διεθνισμού.
Ο Βενιζέλος έχει βγάλει συμπεράσματα από την αποτυχία της ελληνικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής στη Μ.Ασία. Δε μπορεί να ανεχτεί τη θέση της Αριστεράς για τη Μακεδονία. Χάνει την στήριξη των προσφύγων. Το όνειρο της επιστροφής στην «πατρώα γη», εξαιτίας του, έσβησε. Τα κτήματα που τους έδωσε τα βαρύνουν χρέη και η απειλή της τραπεζικής κατάσχεσης. Οι μικροαστικές ελπίδες θάφτηκαν στους προσφυγικούς μαχαλάδες. Μόνο το εργατικό κίνημα και η Αριστερά μένει να τους στηρίζει, να μοιράζεται τις αγωνίες τους, να ευαγγελίζεται ένα καλύτερο Αύριο.
Σε μια εποχή που οι εργαζόμενοι ζητούν μεταρρυθμίσεις και οι αστοί αρνούνται παραχωρήσεις, διέξοδο δίνουν οι αγώνες που καταστέλλονται άγρια, αλλά συνεχίζονται. Η κοινωνική πόλωση οξύνεται. Μετά και την κατάρρευση του Αστικού Εκσυγχρονισμού (1928-1932) δεν υπάρχει αστικό όραμα, που να ενσωματώσει.
Δημιουργείται επικίνδυνο κενό πολιτικής εκπροσώπησης. Αυτό αντανακλά το ρευστό πολιτικό σκηνικό (διαδοχικές αστικές κυβερνήσεις, πραξικοπήματα, ρυθμιστικός ρόλος αριστεράς με το εκλογικό αποτέλεσμα του 1935), με ραγδαία όξυνση του κοινωνικού ζητήματος και τους ανέμους του πολέμου να καταφτάνουν στην Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η λύση που επέλεξε το αστικό καθεστώς, ήταν η Δικτατορία του Μεταξά.
Ανάλογες πολιτικές επιλογές προκρίνουν, με διαφορετικούς πρωταγωνιστές, και άλλα αστικά επιτελεία. Πρέπει να αναφερθεί στο σημείο αυτό το σχέδιο του συντάγματος που υπέβαλαν οι εκπρόσωποι των παραδοσιακών κομμάτων στο βασιλιά το Μάιο του 1937, το οποίο προέβλεπε μεταξύ άλλων την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, την απαγόρευση του φασισμού και του κομμουνισμού, την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας κλπ, το οποίο θα τίθεντο σε εφαρμογή μόλις ο βασιλιάς το αποδεχόταν και τους εμπιστευόταν την εξουσία. Ανάλογες διατάξεις προέβλεπε και το σχέδιο που υπέβαλε στις 8 Ιανουαρίου 1937, ο αρχηγός του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος, Π.Κανελλόπουλος".[22]
Το μόνο που μπορεί να ενώσει τις αστικές δυνάμεις είναι ο κοινός αντίπαλος. Γι' αυτό γίνεται Δόγμα ο Αντικομμουνισμός. Όπως γράφει ο Π.Τσαλδάρης το 1936: «είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε, αργά ή γρήγορα, πολιτική ηγεσία και λαός θα παραδεχτούν ότι δεν υπάρχουν πια βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί. Εκείνο που υπάρχει, είναι από τη μια η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, που σέβεται τις παλαιές εθνικές παραδόσεις και που ταυτόχρονα παρακολουθεί τις παγκόσμιες εξελίξεις, χωρίς να απορρίπτει την πρόοδο, και από την άλλη, μια μειοψηφία που επιχειρεί να ανατρέψει την κοινωνική τάξη και που συγχέει την πρόοδο με την αταξία, τη συναλλαγή και την ανηθικότητα».[23]
ΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΙΔΕΩΝ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ
1922-1932
Η ήττα του 1922 αποτελεί αναμφίβολα ορόσημο. Ο ελληνικός καπιταλισμός "υποχρεώνεται" να βάλει πρόσκαιρα φραγμό στις επεκτατικές του βλέψεις (είναι σαφής η καχυποψία του αστικού κατεστημένου απέναντι στις τυχοδιωκτικές κινήσεις του Πάγκαλου, η Ιταλία του Μουσολίνι μετά και την κατάληψη της Κέρκυρας απαγορεύει κάθε βλέψη προς τη Ν. Αλβανία και ο Βενιζέλος θα αρνηθεί ουσιαστικά την σύγκρουση με τη Βρετανία εξαιτίας της Κύπρου). Βεβαίως, ο ελληνικός αστικός κόσμος ποτέ δεν απεμπολεί τα επεκτατικά του οράματα σε Βόρεια Ήπειρο, Μακεδονία, Δωδεκάνησα, Κύπρο και στην Αφρική (σχετικό υπόμνημα Τσουδερού στους Άγγλους το 1941). Είναι χαρακτηριστική η ενίσχυση σε όπλα-μυστικά κονδύλια που η κυβέρνηση του Κ.Μητσοτάκη, με ΥΠΕΞ τον Αντώνη Σαμαρά προσφέρει στην ελληνική μειονότητα στην Αλβανία για να εξεγερθεί (1993), οι συνομιλίες Μητσοτάκη-Μιλόσεβιτς για το διαμελισμό της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και την υφαρπαγή τμημάτων από Ελλάδα και Σερβία.
Η προσπάθεια πολιτικής και οικονομικής ανασυγκρότησης, συνοδεύεται επίσης από αγωνιώδη απόπειρα πνευματικής και ιδεολογικής ανασύνταξης. Το ρήγμα πρέπει να κλείσει, ο κατεστραμμένος εθνισμός να ανορθωθεί. Στο επίκεντρο επομένως του προβληματισμού τα ζητήματα εθνικής αυτογνωσίας και ελληνικής ταυτότητας.
Την αντίθεση βενιζελικού και φιλοβασιλικού κόσμου αρχίζει ολοένα και περισσότερο να αντικαθιστά η αντίθεση μαρξιστών και αντιμαρξιστών, υλιστών και ιδεαλιστών. Στο μήνυμα της επανάστασης θα αντιπαρατεθεί το εξής δογματικό τρίπτυχο: "αντικομμουνισμός-εθνικισμός-ελληνοκεντρισμός". Ο Άγγελος Ελεφάντης, αναφέρει "οι επίσημοι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, σχολείο, Πανεπιστήμιο, Τύπος, Εκκλησία ακολουθούν απαρέγκλιτα την ακόλουθη γραμμή πλεύσης: αντικομμουνισμός, εθνικισμός, ελληνοκεντρισμός, γλωσσικός συντηρητισμός, εκπαιδευτικός σκοταδισμός. Τα μεγάλα ιδεολογήματα με τα οποία θα προσπαθήσουν να πειθαρχήσουν το κοινωνικό σύνολο και να γιατρέψουν την τραυματισμένη έννοια του υπερβατικού έθνους". [24]
Διαμορφώνονται επομένως τα εξής αστικά ρεύματα: "το πρώτο ρεύμα προπαγανδίζει αντιδραστικές-συντηρητικές και ακραιφνείς εθνικιστικές απόψεις, και βρίσκει εκφραστές στους κύκλους της Εκκλησίας, σε συντηρητικές εφημερίδες της εποχής (Εμπρός, Σκριπ), καθώς και σε ορισμένους καθηγητές Πανεπιστημίου, όπως ο Καζάζης και ο Κουτρέλης. Όλοι αυτοί στρέφονται εναντίον της μεταφοράς ευρωπαϊκών ιδεών στην Ελλάδα". Δόγμα τους το "Πατρίδα-Θρησκεία-Οικογένεια".[25] Εχθροί τους οι κομμουνιστές, αλλά και τα μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου.
Το δεύτερο ρεύμα εκφράζει τον ουμανισμό και τον ιδεαλισμό της φιλελεύθερης αστικής διανόησης (εκφράζεται κυρίως μέσω του περιοδικού Νέα Εστία). Έχοντας συνέχεια με θεωρητικούς του 19ου αιώνα, που αναζητούσαν την επανασύνδεση με τον αρχαίο μεγαλείο, επηρεάζεται από τον Περικλή Γιαννόπουλο, τον Ίωνα Δραγούμη και τον Άγγελο Σικελιανό.
Χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπος του ο Αλέξανδρος Δελμούζος, που μετά το πέρασμα του από τις σοσιαλιστικές ιδέες, οραματίζεται μια παιδεία που θα συνυπάρχουν όλοι οι θησαυροί της ελληνικής παιδείας, από όλη την ιστορική της πορεία.
Στην συζήτηση που διεξάγεται και έχει στο επίκεντρο της το "δημοτικισμό" παρεμβαίνει λέγοντας ότι "δημοτικισμός δεν σημαίνει αντεθνισμός". Προβάλλει την ανάγκη ενός καθαρμένου "εθνισμού", "με ψυχική καλλιέργεια". Συμφωνεί με τον ορισμό του Παπαναστασίου για το έθνος, που ορίζεται ως «μια ομάδα ανθρώπων που τους ενώνουν η κοινή καταγωγή, η κοινή ιστορία, η κοινή γλώσσα, η κοινή θρησκεία, τα κοινά ήθη και έθιμα, και βέβαια η συνείδηση αυτής της κοινότητας». Τέλος καταγγέλλει ως βιολογική ανοησία τη Θέση του ΚΚΕ για το Μακεδονικό ζήτημα.
Ο Δελμούζος όμως θα θέσει και μια άλλη παράμετρο. Το 1926, στο έργο του "Δημοτικισμός και Παιδεία" αναφέρεται στην επίδραση της ελληνικής φύσης και των γεωγραφικών όρων στη διαμόρφωση της νεοελληνικής πραγματικότητας. Εκτιμά ότι ο αρχαϊσμός είναι ανεδαφικός και ξένος προς την ελληνική πραγματικότητα, ενώ ο δημοτικισμός βγαίνει κατευθείαν από την ίδια τη ζωή, την ελληνική φύση και το χώμα έχοντας βαθιές ρίζες στη λαϊκή παράδοση.
Η αστική επομένως απόπειρα ανανέωσης του "εθνικού της λόγου" καταλήγει στην "περιβαλλοντική ερμηνεία" και στον ορισμό του έθνους ως "πολιτισμική και ψυχική ενότητα".
Η συζήτηση για το έθνος που διεξάγεται από τους αστούς διανοούμενους και πολιτικούς απαντά σε πολλαπλές στοχεύσεις:
· Καταρχάς, πρέπει να τονιστεί η πνευματική και ψυχική ενότητα του ελληνισμού.
· Δεύτερον, απαντώντας στο Διεθνισμό της Αριστεράς, αναγκάζονται να αναπροσαρμόσουν τον εθνικισμό τους και να μιλήσουν "για ανθρωπότητα που δεν είναι αχρωμάτιστη μάζα, αλλά άθροισμα από εθνικές φυσιογνωμίες".
· Τρίτον, η σχεδιασμένη προσπάθεια μεταφοράς του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης από το πεδίο του οξυμένου κοινωνικού ζητήματος, στα λεγόμενα "εθνικά ζητήματα". Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα από το βιβλίο του Α.Πανσέληνου, "Τότε που ζούσαμε»:
"Και ενώ στην Ευρώπη παζαρεύανε την περίφημη ανταλλαγή πληθυσμών - να αλλάξουν τόπους βοσκής τα κοπάδια- ο τυφλός ραψωδός στηριζότανε κάθε πρωί στο ραβδί του, και, μέσα από τα τρίστρατα της Μυτιλήνης, αναθεμάτιζε κάθε πρωί τον πολιτισμό τους.
Όλοι με τσι γραφίδες τους
Τρυπούνε την καρδιά μας
Και παίρνουν αίμα ελληνικό
Και γράφουν τη σκλαβιά μας
Μπαλώνουν τις τρύπες οι πεζεβέγκηδες για να μην βλέπουν το φόρεμα που κουρελιάζουν. Ντόπιοι και πρόσφυγες, τα βλέπαν εκστατικοί. Δεν ξέρανε πια τι να πούνε. Κάπου σηκώναν τους ώμους".[26]
· Τέταρτον, το εργατικό κίνημα και η Αριστερά επιχειρείται να παρουσιαστεί ως ξένο σώμα μέσα στον "εθνικό κορμό", να απομονωθεί και στην συνέχεια να εξουδετερωθεί.
Ο Αντικομμουνισμός επομένως αποτελεί πολύτιμο πολιτικό εργαλείο προκειμένου να ξεπεραστεί ο "Εθνικός Διχασμός", όπως αρέσκονται να περιγράφουν τον ακραίο "Κοινωνικό Διχασμό". Είναι χρήσιμος και ως μηχανισμός συσπείρωσης, αλλά και ως μέσο πειθάρχησης του κινήματος και του πολύμορφου ριζοσπαστισμού που βγαίνει δυναμικά στο προσκήνιο.
Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ '30
Πρόκειται για μια σαφή σχηματοποίηση που αναφέρεται σε πρωταγωνιστές της μυθιστορηματικής τέχνης (Άγγελος Τερζάκης, Παντελής Πρεβελάκης, Στρατής Μυριβήλης, Γιώργος Θεοτοκάς, Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Μ.Καραγάτσης). "Οπαδοί της βενιζελικής παράταξης όλοι εκτός του Π.Πρεβελάκη, πήραν μετά το 1926 μαχητική θέση εναντίον της μαρξιστικής ιδεολογίας με δοκίμια και άρθρα τους στον τύπο". [27] Συγγραφείς που "είτε φρόντισαν να μείνουν μακριά από το συγκλονιστικό γεγονός της Μικρασιατικής Καταστροφής είτε αποσιώπησαν και κάποτε διαστρέβλωσαν στο πεζογραφικό τους έργο τις αιτίες που οδήγησαν σε αφανισμό την ακμαία ελληνική πολιτιστική παράδοση της Κωνσταντινούπολης και της Μ.Ασίας". [28]
Το γεγονός εξάλλου της μη συμπόρευσης των εθνεγερτικών λόγων των αστών διανοούμενων με τις πράξεις τους, ιδιαίτερα σε ότι έχει να κάνει με τον στρατό και τον πόλεμο, αποκαλύπτεται από τον ίδιο τον Παλαμά. Στα "Γράμματα στη Ραχήλ", περιλαμβάνεται απόσπασμα που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Γ.Κορδάτου «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ», και αφήνει έκθετο τον κ.Τσάτσο: "Τον καημένο τον Τσάτσο τον πήραν τώρα στρατιώτη στα γυμνάσια. Επρόκειτο να μπει στο νοσοκομείο για να απαλλαγεί με την ελπίδα αυτή" και: "Ό,τι έφυγε (από το σπίτι μου) ο φίλος μου ο Τσάτσος. Το γραφείο που ήταν αποσπασμένος -η γαλλική αποστολή- έκλεισε. Έπρεπε να πάει στον στρατώνα του. Κι αυτού τον ανταριάζουν. Γυμνάσια, θαλαμοφύλακας, ζωύφια. Είχε την αφέλεια να βγάλει και βιβλίο να διαβάση. Τον ψοφήσανε στην κοροϊδία. Υπομένει. Κουραμπιές επί τέλους. Και του χειρότερου είδους. Δεν το είδε το μέτωπο.»[29].
Όταν το 1928 ο αρχηγός των Φιλελευθέρων επιστρέφει σε ηλικία 64 ετών κατά τρόπο θριαμβευτικό στο πολιτικό προσκήνιο και αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της χώρας, οι βασικοί πεζογράφοι/λογοτέχνες της «νέας λογοτεχνίας» και εκπρόσωποι της νεότερης γενιάς του βενιζελικού «φιλελευθερισμού», θα φιλοδοξήσουν με τη σειρά τους να διαδραματίσουν καθοδηγητικό ρόλο στην ελληνική πνευματική ζωή.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς, το 1929 θα δημοσιεύσει το «Ελεύθερο Πνεύμα» που θεωρείται μανιφέστο ολόκληρης της γενιάς του 30. Ζητούμενο του έργου ο ελληνισμός, η ελληνικότητα και το νόημα της.
Καταγγέλλοντας την πνευματική και ιδεολογική μιζέρια, ασκεί κριτική στους θεωρούμενους πνευματικούς ηγέτες -Φ.Πολίτη και Γ.Αποστολάκη- και κρατά αποστάσεις εξίσου: «Μετά τον πόλεμο, οι εθνικιστές και οι μαρξιστές διανοούμενοι επικράτησαν σε όλες τις ελληνικές συζητήσεις για πολλούς λόγους που δεν είναι ανάγκη να αναπτύξω εδώ (.). Αυτές οι δύο σχολές συγκεντρώνουν ανάμεσα στους Έλληνες διανοούμενους τη μεγάλη πλειοψηφία των πνευμάτων. Η επίδραση τους στη νέα γενιά είναι καταφανής, και αυξάνει νομίζω μέρα με τη μέρα και θα αυξάνει ως όπου αποφασίσουμε να αντισταθούμε εναντίον αυτής της επικράτησης του πνευματικού μιλιταρισμού (.) Εθνικιστές και μαρξιστές φιλονικούν με αμοιβαίο μίσος, μα είναι κατά βάθος πνεύματα της ίδιας οικογένειας (.) Έλυσαν οριστικά όλα τα προβλήματα, σταμάτησαν κάθε πνευματική έρευνα, κλείστηκαν μέσα σε μια απόλυτη αλήθεια που την επαναλαμβάνουν μηχανικά σε όλη τη ζωή τους, αλύγιστοι σαν απολιθωμένοι, ανίκανοι να υποπτευθούν πως υπάρχουν και διαφορετικές προοπτικές πραγμάτων. Μισούν και χλευάζουν με τον ίδιο τρόπο την ελεύθερη σκέψη και τις αναζητήσεις των ανήσυχων πνευμάτων (.). Οι δύο θρησκείες στηρίζονται στην ίδια αρχή: Πίστευε και μη ερεύνα».[30] Ας επισημάνουμε ότι η προσπάθεια ταύτισης εθνικισμού και φασισμού με τον κομμουνισμό, που θα επιχειρηθεί αργότερα, έχει βαθιές ρίζες στο Μεσοπόλεμο.
Παράλληλα, ο Θεοτοκάς κάνει λόγο για το Δαιμόνιο: "είναι η δυνατότητα περιπλάνησης, περιπέτειας, ο Άσωτος Υιός, δηλαδή το να μην προεξοφλεί κανείς τις αλλαγές πορείας και να μην περιορίζει την ελευθερία του ανθρώπου αποκλείοντας τις άπειρες και αστάθμητες δυνατότητες που επιφυλάσσει το μέλλον στη ζωή του καθενός".[31]
Όσον αφορά την υφή του ελληνισμού, ο Θεοτοκάς θα μιλήσει για «πολυφωνία», χρησιμοποιώντας την τεχνική του Γάλλου κριτικού Αλβέρτου Τιμπωντέ, περί αντιθετικών δίπολων (Δραγούμης-Καβάφης, Κοραής-Σολωμός). Πολλαπλά κάτοπτρα της εθνικής ψυχής και του εθνικού λόγου.
Ο ίδιος, έχοντας έντονες επιρροές από τη γαλλική παιδεία, παρακολουθώντας τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, καταλήγει στη θέση της «πολιτισμικής συνδιαλλαγής Ελλάδας και Δύσης». Υποψία εθνικισμού προκαλεί η άποψη του ότι «η Δύση συνεχίζει την ελληνική παράδοση και ότι οι Έλληνες, πλησιάζοντας το Δυτικό Πολιτισμό, πηγαίνουν να συναντήσουν την πατρική τους κληρονομιά».
Το «Ελεύθερο Πνεύμα» αποτελεί μια από τις πρώτες και πιο συστηματικές απόπειρες να επιτελεστεί η μετάβαση από τις παλαιότερες και πιο σχηματικές μορφές εθνικής θεωρίας σε άλλες πιο ευέλικτες, πειστικές και αποτελεσματικές. Αντίπαλοι της νέας εθνικής θεωρίας η «στείρα προγονοπληξία, ο τυφλός μιμητισμός των ευρωπαϊκών ιδεών, η υποταγή στον μυστικισμό της Ανατολής και φυσικά ο μαρξισμός».
Και ενώ η βενιζελική εξωτερική πολιτική αποσκοπεί στην παγίωση των συνόρων, στο επίπεδο της αστικής ιδεολογίας επιχειρείται ανάπλαση-μεταμόρφωση του εθνικισμού, προς τον «πνευματικό εθνισμό» και τον «εθνικό ουμανισμό». Σε αυτή την προσπάθεια συμβάλλει και το άρθρο του Φίλιππου Δραγούμη, στο περιοδικό "Πειθαρχία", στις 25 Μαΐου 1930 με τίτλο «Εις αναζήτησιν του χαμένου ιδανικού- Η Μεγάλη Ιδέα και η διάδοχός της». Ο Δραγούμης, όπως και άλλοι διανοούμενοι της εποχής του επιδιώκουν «να βρουν μια μέση λύση που θα τους απομακρύνει από τον χρεοκοπημένο σωβινισμό διατηρώντας ταυτόχρονα την έννοια τους έθνους ως κύριο ιδεολογικό τους έρεισμα και ως αντίδοτο στο διεθνικό ταξισμό». Τονίζουν την πνευματική και ψυχική ενότητα, επισημαίνουν ότι οι τοπικές ή ταξικές ομάδες δεν μπορούν να επιβιώσουν έξω από το εθνικό σύνολο, που πρέπει να συντηρηθεί. Θέλοντας να εξουδετερώσουν την ιδέα του διεθνισμού, υποστηρίζουν ότι η ανθρωπότητα δεν είναι αχρωμάτιστη μάζα, αλλά ένα σύνολο από εθνικές φυσιογνωμίες. Έτσι, γράφει ο Δελμούζος «στον καθολικό ανθρωπισμό, στο ιδανικό δηλαδή που θαμποφέγγει και μέσα στο επαναστατικό κήρυγμα, ένας δρόμος φέρνει: η προσπάθεια του κάθε έθνους για το ιδανικό του εγώ».[32]
Ο Π.Κανελλόπουλος, στο έργο του «Η κοινωνία της εποχής μας» (1932) θα γράψει: «Ενώ ο εθνισμός είναι η ιδεολογική εκδήλωση της πίστεως αυτής ταύτης της εθνικής συνειδήσεως επί την εσωτερική και μυστική αυτής ουσίαν, ο εθνικισμός είναι η εκμετάλλευσις της πίστεως ταύτης εκ μέρους τάξεως διασπώσας την οργανικήν ομοιογένεια του έθνους και θετούσης ταύτην εις την εξυπηρέτησιν πολιτικών και οικονομικών υπολογισμών».
Οι μεταφυσικές έννοιες όπως «εθνικό πνεύμα, εθνική ψυχή, εθνικό σώμα» μεσουρανούν, η διαμάχη μαρξιστών-αντιμαρξιστών οξύνεται, ενώ παράλληλα κανένας δε θέλει να υπερασπιστεί το υπάρχον σύστημα.
Καθοριστικός ο ρόλος του Θεοτοκά και το ιδεολογικό στίγμα του έργου του «Εμπρός στο Κοινωνικό Πρόβλημα». Η απόρριψη του κομμουνισμού εξαιτίας τεσσάρων αρχών (ελευθερίας του πνεύματος, του ιδεολογικού του περιεχομένου, της βίαιης τακτικής κατάκτησης εξουσίας και της ιδέας του έθνους), ακολουθεί όχι την υποστήριξη του καπιταλισμού, αλλά μια αναζήτηση που έχει ως κέντρο την Ισορροπία και τον νέο Ουμανισμό. Πρόκειται για μια «κοινωνική δημοκρατία», με «οικονομική αλληλεγγύη των τάξεων μες σε κάθε έθνος και των εθνών απάνω από τα σύνορα». Τέλος, «Αν η Ευρώπη ξεπεράσει τελικά τις σημερινές δυσκολίες της, όπως εύχονται όλοι οι υγιείς άνθρωποι, και στραφεί μια μέρα προς τα εκεί, θα επιστρέψει αναγκαστικά στο σχολείο της Ελλάδας, από όπου την απομάκρυναν οι υστερικοί προφήτες του καιρού μας, θα ζητήσει ξανά από τον εαυτό της τη λογική, το μέτρο, την αρμονία, την πνευματική και ηθική τάξη, την υγεία της ψυχής. Και τότε ο νέος Ελληνισμός, που δεν πρόφτασε ακόμα να αποκτήσει μια καθαρή συνείδηση του εαυτού του και βρίσκεται όμως πιο κοντά από κάθε άλλο έθνος στις παραδόσεις του ελληνικού πνεύματος και τις συνεχίζει ορμέμφυτα και θολά - ο νέος Ελληνισμός θα πρέπει επί τέλους να πει το λόγο του».[33]
Απαντώντας σε ερωτήσεις της εφημερίδας «Δημοκρατία αγροτική-εργατική», στις 11 Δεκεμβρίου 1932, παραθέτει τις ακόλουθες και όπως έχουμε αποδείξει και προηγουμένως καθόλου πρωτότυπες απόψεις: «Μας χρειάζουνται κυβερνήτες με την ψυχραιμία, την οξυδέρκεια και την τραχιά αποφασιστικότητα του καλού γιατρού, Σα σκύβει απάνω στον άρρωστο». Για το χαρακτήρα της επερχόμενης επανάστασης, λεει ότι «Δε θα είναι Επανάσταση μαρξική, δηλαδή ταξική, εργατική, βιομηχανική. Θα είναι Επανάσταση της φτώχειας, άστατη, ασυνείδητη, ασυνάρτητη, χωρίς σκοπό. Τα ελληνικά Σοβιέτ θα είναι μια καινούργια κλεφτουργιά χωρίς κανένα νόμο». Απαιτούνται μέτρα: «αφ' ενός ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, αφ' ετέρου επαγγελματικής αντιπροσώπευσης του λαού. Χρειάζεται δηλαδή να προετοιμάζεται το Κράτος για το μεγάλο ρόλο που πρόκειται να παίξει στην οικονομική και κοινωνική ζωή, να αποκτήσει περισσότερο αρμοδιότητα και περισσότερο γοργότητα στην αντιμετώπιση των κοινωνικών ζητημάτων και να απαλλαγεί από τις μιζέριες της κοινοβουλευτικής συναλλαγής, ώστε να κατορθώσει μια μέρα να διαχειρίζεται αληθινά και να εναρμονίζει τα αντιφατικά κοινωνικά συμφέροντα».[34]
Πρόκειται για διατυπώσεις που όχι απλώς ταυτίζονται με το πολιτικό πνεύμα της εποχής, αλλά αποτελούν προδρόμους του φασιστικού, πατερναλιστικού κράτους του Μεταξά.
Αντίλογο στον Θεοτοκά θα ορθώσει ο Τερζάκης, που περιγράφει το όραμα του πρώτου ως εθνικοσοσιαλιστικό. Για τον Τερζάκη η ιδέα του έθνους είναι ασυμβίβαστη με το διεθνισμό του σοσιαλισμού, γιατί «ο εθνισμός οδηγεί στον προστατευτισμό ενώ οι κοινοί πόθοι και ελπίδες, που θεωρούνται από το Θεοτοκά ως βάση της εθνικής υπόστασης του έθνους, δεν είναι τίποτα άλλο από τους κρυφούς ή φανερούς του κατακτητικούς σκοπούς»».[35] Για αυτόν η ιδέα του Έθνους έχει χρεοκοπήσει.
Ο Τερζάκης εκφράζει μια γενικότερη καχυποψία «τους νέους που φέρνουν πίσω από τα ταξίδια τους στη Δύση τα καινούργια μηνύματα: Έρχονταν πίσω με τα καράβια του εξωτερικού στιλβωμένοι, ατσαλάκωτοι και είταν μεγαλοαστοί: Δεν είχαν ποτέ τους αντικρίσει κανένα βιοτικό πρόβλημα: είχαν φιλοδοξίες, αξιώσεις, χωρίς να έχουν θητεία».
ΠΑΙΔΕΙΑ: ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΕΘΝΙΣΜΟΥ
Στις 14 Οκτωβρίου 1930, ο Δημοσθένης Στεφανίδης, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και κοσμήτορας της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αποστέλλει επιστολή στον υπ. Παιδείας Γ.Παπανδρέου, την οποία δημοσιεύει και στην εφημερίδα «Εστία». Αναφέρεται στις διαπιστώσεις που έχει κάνει με βάση την έκθεση ιδεών που κλήθηκαν να αναπτύξουν οι υποψήφιοι στις εισαγωγικές εξετάσεις στην Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο του 1930, με θέμα: «Πατρίς ή κοσμοπολιτισμός; Πρέπει να μένωμεν προσηλωμένοι εις την ιδέαν της πατρίδος ή να επιδιώκομεν την εξαφάνισιν της εντός της διεθνούς κοινωνίας και τίνες είναι οι λόγοι υπέρ της μιας ή της άλλης απόψεως;».[36]
Οι διαπιστώσεις του Στεφανίδη είναι δύο: ανεπαρκής μόρφωση των νέων (που διαπιστώνεται από τα ορθογραφικά και γλωσσολογικά λάθη) και ελλιπής πατριωτισμός. Σαφής ο συνειρμός μεταξύ ανορθογραφίας, γλωσσικής σύγχυσης, αγραμματοσύνης και έλλειψης τάξης, που υπονομεύει την αξιοπιστία του σχολείου, εισάγοντας κλίμα κινδυνολογίας, αγκαλιάζοντας και το ιδεολογικό περιεχόμενο της παρεχόμενης γνώσης.
Στην επιστολή Στεφανίδη απαντά το υπουργείο εκφράζοντας την δυσαρέσκειά του για τις διαπιστώσεις και συνιστά σε όλους τους αρμόδιους εκπαιδευτικούς φορείς την «εμπέδωσιν εθνικού φρονήματος, ηθικού χαρακτήρος και υγιούς ιδεαλισμού εις τας ψυχάς των Ελληνοπαίδων».[37] Ακολουθεί άρθρο στην «Εστία» που για πρώτη φορά ταυτίζει τα «ιδανικά της εκπαιδεύσεως» με τα «ιδανικά του έθνους».
Η συζήτηση γύρω από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της βενιζελικής κυβέρνησης 1928-1931 έχει ανοίξει (γλωσσικό, επαγγελματική εκπαίδευση, νέες εκπαιδευτικές μέθοδοι, περιορισμοί στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση). Μεταξύ άλλων, τίθεται θέμα κατά του συνδικαλισμού των δασκάλων και του δικαιώματος τους να παρεμβαίνουν στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Στις πιέσεις που δέχεται το υπουργείο, ιδιαίτερα για τις «εθνικώς ευαίσθητες περιοχές Μακεδονίας, Θράκης», ο Γ.Παπανδρέου απαντά ότι «το υπουργείο προχωράει πέραν του Ιδιωνύμου, αφού "για την απόλυση των δασκάλων αρκείται στην απλή ύπαρξη -και οπωσδήποτε διαπίστωση- του κομμουνιστικού φρονήματος, ενώ το Ιδιώνυμο τιμωρεί μόνο την προπαγάνδιση των αντίστοιχων ιδεών».[38]
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε, ότι ο Γ.Παπανδρέου είχε διατυπώσει έντονες επιφυλάξεις για το Ιδιώνυμο (όχι με γνώμονα τις δημοκρατικές ευαισθησίες του, αλλά κατά πόσο ο νόμος θα ήταν αποτελεσματικός): «Ο κ. υπουργός των Εσωτερικών προτιμά την αστυνομικήν μέθοδον, καταφεύγει εις την βίαν. Ημείς, τουναντίον, πιστεύουμεν ότι ο διωγμός ζωογονεί τας ιδέας και ότι επικαλούμενοι τη βίαν εναντίον της ιδέας του κομμουνισμού, ασφαλώς θα την ενισχύσωμεν, και μάλιστα θα την ενισχύσωμεν εις εποχήν κατά την οποίαν ευρίσκεται εις παγκόσμιον παρακμήν»[39].
Οι αντιφάσεις της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης οξύνονται. Υπάρχουν δάσκαλοι, όπως ο Κουντουράς, που πιστοί στον Εκπαιδευτικό Όμιλο και τη γραμμή των «Αθεϊκών» του Παρθεναγωγείου του Βόλου συνεχίζουν να διδάσκουν:
«Από μένα, παιδιά μου, να μην περιμένετε συμβουλές σαν εκείνες που σας έδινε η στοχαστική αστική κοινωνία (.) από εμένα θα ακούσετε τα λόγια εκείνα [.] που θα γίνουν η αιτία, αν ακολουθήσετε το νόημα τους, να σας περιφρονήσει και να σας καταραστεί αυτή η κοινωνία. Όμως είθε να γίνετε ο φόβος κι ο τρόμος μιας τέτοιας κοινωνίας!».[40]
Το ιδεολογικό περιεχόμενο της εκπαίδευσης καθορίζεται από τις ευρύτερες κυβερνητικές στοχεύσεις. Ήδη, στις 26 Μαΐου 1928, ο Βενιζέλος δηλώνει ότι «τα εθνικά μας ζητήματα ελύθησαν τελειωτικώς». Σε σύμπνοια με τις απόψεις των διανοούμενων της γενιάς του '30, δηλώνεται ότι «Στόχος της επερχόμενης γενιάς πρέπει να είναι η ανάδειξη μεγάλων επιστημόνων και αντιπροσώπων των γραμμάτων και των τεχνών, που θα συμβάλουν στην ευημέρια και την πρόοδο της χώρας ώστε να καταλάβει μία από τις πρώτες θέσεις μεταξύ των πολιτισμένων εθνών».
Ο Γ.Παπανδρέου, πάντα πιο σαφής μέσα στην γενική του ασάφεια, τονίζει: «Ούτε ο πόλεμος ούτε η ειρήνη είναι σκοποί των Εθνών. Και ο πόλεμος και η ειρήνη είναι μέσα δια την εκπλήρωσιν του ανωτέρου προορισμού των Εθνών, δια την δικαίωσιν του λόγου της υπάρξεων των. Το Ιδεώδες του Έθνους είναι η Μεγάλη Ιδέα, είτε πρόκειται για την Εθνική Αποκατάσταση, είτε για την Εθνική Αναγέννηση».
Το 1931 ο ίδιος υπουργός θα υποστηρίξει ότι τα ιδανικά της εκπαιδεύσεως είναι ιδανικά της δημοκρατικής παιδείας, και όχι ταυτισμένα με τα ιδανικά του έθνους, αλλά με τα ιδανικά της πολιτείας. Η εθνική αναγέννηση θεωρείται συνώνυμη της πολιτιστικής ανάπτυξης, καθώς η ελληνική φυλή κατέχει «το τάλαντον και την ευθύνη μιας ανώτερης πνευματικής δημιουργίας».
Δεν είναι τυχαίο ότι, ενώ ο Παπανδρέου θέτει θέμα υπεράσπισης της αστικής δημοκρατικής ιδεολογίας, ο Θεοτοκάς υπερασπίζεται τον πολιτικό φιλελευθερισμό. Συνεπής, βέβαια, με την ασυνέπεια του, ο Παπανδρέου θα πρωταγωνιστήσει στην ψήφιση στις 6 Μαρτίου 1931, του «διαλυτικού νόμου», για την Συνομοσπονδία Δημοσίων Υπαλλήλων Ελλάδος (ΣΔΥΕ), αποκαλύπτοντας τον πραγματικό αντίπαλο της πολιτικής των Φιλελευθέρων.
1933-1936
Το 1932 είναι επίσης μια πολύ κρίσιμη χρονιά για τον ελληνικό αστικό κόσμο. Η οικονομική κρίση βαθαίνει, η κυβέρνηση Βενιζέλου κηρύσσει Πτώχευση. Το εγχείρημα του Αστικού Εκσυγχρονισμού έχει καταρρεύσει. Η κρίση μεταφέρεται και στο πολιτικό επίπεδο. Ο Βενιζέλος όπως περιγράψαμε ζητά ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας. Η Θέληση του να κρατηθεί στην εξουσία βρίσκεται πίσω από το κίνημα του Πλαστήρα, για να ακολουθήσει κύμα αυταρχισμού, πραξικόπημα των φιλοβασιλικών δυνάμεων και τελικά, επιστροφή του βασιλιά. Η 'Β Ελληνική Δημοκρατία είναι πλέον παρελθόν.
Όλες αυτές οι εξελίξεις δεν αφήνουν όπως ήταν αναμενόμενο αδιάφορους τους αστούς διανοούμενους. Ιδιαίτερα οι βενιζελικοί θα βρεθούν για μια ακόμη φορά στο προσκήνιο. Ο Θεοτοκάς μαζί με τον Μελά θα εκδώσουν μάλιστα το περιοδικό «Ιδέα».
Στο βάθος του χρόνου το περιοδικό «Ιδέα» περιμένει η Δικτατορία του Μεταξά. Στο στόχαστρο του, ο Κομμουνισμός. Από το πρώτο φύλλο ο Μελάς, εκ των συνιδρυτών, διατυπώνει τους στόχους του περιοδικού: "Στο φιλοσοφικό επίπεδο θα πολεμήσει τις υλιστικές και αιτιοκρατικές θεωρίες που αρνούνται την ελευθερία, την ατομικότητα, το ρόλο της θέλησης στις ανώτερες και πιο ευγενικές δυνάμεις του ανθρώπου και καθορίζουν την ανθρώπινη πρόοδο σαν το αποτέλεσμα της μηχανικής λειτουργίας τυφλών δυνάμεων, που ξεφεύγουν από κάθε ανθρώπινη επίδραση".
Ανοίγοντας παρένθεση, θα λέγαμε ότι αποτελεί σημαντικό πολιτικό διακύβευμα η αποκάλυψη του πραγματικού ρόλου και των λόγων που οδήγησαν στις συγκεκριμένες επιλογές τους αστούς πολιτικούς-στρατιωτικούς-διανοούμενους, που ουσιαστικά κινούμενοι στον αυταρχικό, αντεργατικό καμβά του Μεσοπολέμου, χρωμάτισαν αντεπαναστατικά τις εξελίξεις αμέσως μετά την Απελευθέρωση, υπερασπιζόμενοι την Αστική Εξουσία. Εξάλλου, ο μύθος της "Δημοκρατικότητας" των Βενιζελικών είναι από τους πιο ισχυρούς.
Κλείνοντας την παρένθεση, εντοπίζουμε ότι η Θέληση των Θεοτοκά-Μελά για Αλλαγή, επιθυμούν να "πραγματοποιηθεί δίχως να σπάσει η συνέχεια του πολιτισμού, δίχως να θυσιάσουμε την πνευματική και ηθική κληρονομιά των αιώνων, δίχως κοινωνικές και εθνικές καταστροφές, δίχως βάρβαρες τυραννίες. Για τούτο θα χτυπήσουμε τα κηρύγματα του ταξικού μίσους και τους τυφλούς φανατισμούς, από οποιουδήποτε και αν προέρχονται. Η «Ιδέα» είναι ένα όργανο του ελεύθερου πνεύματος ψηλότερα από τα κόμματα και τις κοινωνικές τάξεις και εναντίον κάθε δημοκοπίας".
Ο Θεοτοκάς θα αποκαλύψει στο Σεφέρη τους πραγματικούς στόχους της έκδοσης του «Ιδέα» που δεν είναι άλλος από την αναχαίτιση των κομμουνιστικών και διεθνιστικών ιδεών στην Ελλάδα. Η πένα των μαχητών της ελευθερίας του πνεύματος συχνά βουτά στην λάσπη: "Αν υπάρχει σήμερα στην Γερμανία μια τάξη που αντιδρά στην τυραννία, δεν είναι η εργατική τάξη, αλλά η τάξη των διανοούμενων, που πρεσβεύουν αυτά που πρεσβεύουμε και εμείς. Παντού όμως ο φασισμός βρήκε οπαδούς στις τάξεις των μαρξιστών. Και μερικούς αρχηγούς. Οι εχθροί της ελευθερίας συνεννοούνται καλά αναμεταξύ τους", "[41] στο άρθρο "Η ΙΔΈΑ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ" (Ιούνιος 1933). Ο Γληνός θεωρείται ότι "δημοκοπεί χωρίς συστολή, χωρίς προσχήματα, χωρίς να θυμάται πια καθόλου το επιστημονικό παρελθόν του, δημοκοπεί σαν κοινός ρήτορας οχλοκρατικού συλλαλητηρίου"[42], στο άρθρο "Ο κ. ΓΛΗΝΟΣ" (Ιανουάριος 1933), ενώ η βιβλιοκρισία του "ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ" (Φεβρουάριος 1933), χαρακτηρίζει τη σκέψη του Βάρναλη "σκέψη ενός παιδιού δώδεκα χρονώ, που παίρνει πόζες πνευματικού οδηγού του ανθρώπινου γένους"[43].
Στις ιδιαίτερες συνθήκες που έχει δημιουργήσει η ανταλλαγή πληθυσμών, ο φόβος των Βουλγαρικών διεκδικήσεων, η παρουσία της Εβραϊκής και μουσουλμανικής μειονότητας των Τσάμηδων, το μωσαϊκό θρησκειών και γλωσσών της Μακεδονίας-Θράκης, το Έθνος για να απαντήσει "ρεαλιστικά" πρέπει να μετουσιωθεί ακόμη περισσότερο ιδεαλιστικά. Να παρουσιαστεί σαν πνευματικό φαινόμενο, μια συνείδηση πνευματικής και ηθικής κληρονομιάς, συμπεριλαμβάνοντας αλλόδοξους, μιγάδες και κρατικά αναποκατάστατους.
Ο φιλειρηνισμός του αδύναμου ελληνικού αστισμού, δίνει δείγματα γραφής μιλώντας για σύνθεση και όχι αντίθεση των εθνών, μέσα στον παγκόσμιο γίγνεσθαι της ανθρωπότητας. Στη θέση της παλιάς ιδέας του εθνικιστικού ελληνισμού με τις αλυτρωτικές και ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις, προβάλλεται η ιδέα ενός "καινούργιου πνευματικού ελληνισμού". Ενσωματώνοντας τον πλούτο του "Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού".
Εδώ βέβαια πρέπει να σταθούμε στην ιδιαιτερότητα του Θεοτοκά. Εντυπωσιασμένος από το ταξίδι του στη Γιουγκοσλαβία γράφει στην Ιδέα (Αύγουστος 1933): "Αν κατόρθωναν οι δυτικοί να εγκατασταθούν οριστικά στην Ελλάδα και να κρατήσουν του Τούρκο στην Ασία, θα χάναμε ίσως την Ορθοδοξία. Μα η ιστορία της Δαλματίας, της Κροατίας, της Σλοβενίας, δείχνει καλά πως Δε θα χάναμε μήτε τη γλώσσα μας, μήτε τον εθνισμό μας. Θα είμασταν και σήμερα Έλληνες όσο είναι και αυτοί Γιουγκοσλάβοι. Τα παλάτια και οι παραδόσεις της Αναγέννησης θα κοσμούσανε κάθε γωνιά της Ελλάδας και θα είχαμε στις αναμνήσεις μας, αντί για τέσσερις αιώνες ασιατικής τυραννίας, τέσσερις αιώνες ουμανισμού".[44]
Ο Μελάς ακολουθώντας την πεπατημένη των ιδεών του Θεοτοκά για την σχέση Ελλάδας-Δύσης θα προτείνει την οργανική ένταξη του ελληνικού έθνους στην πνευματική οικογένεια της Ευρώπης. Βλέπει την εθνική κληρονομιά ως μέτρο συγκριτικής αξίας και σαν αφετηρία για καινούργιες δημιουργίες. "Ανήκουμε λοιπόν στη Δύση, που μπορούμε να καθοδηγήσουμε εκ νέου".
Η Ιδέα του Έθνους διατηρεί την κεντρική σημασία στο έργο του Θεοτοκά. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα που "μονάχα οι δημοκόποι οργιάζουν μες σε αυτήν τη γενική αποτελμάτωση, μαύροι, κίτρινοι, κόκκινοι εκμεταλλευτές της εθνικής απογοήτευσης αυξάνουν τη σύγχυση των πνευμάτων, κοντεύουν να αποξεράνουν ολότελα τις καρδιές μας". Η ιδέα όμως του έθνους προβάλλει σήμερα "περισσότερο ζωντανή και αδάμαστη πραγματικότητα". "Τα έθνη Δε θέλουν να πεθάνουν". Μιλά γεμάτος θαυμασμό για την Ιταλία του Μουσολίνι, που βασίστηκε ακριβώς στις εθνικές συνειδήσεις "για να συντρίψει τον μαρξισμό σε μια νύχτα". "Μπορεί να μην μας αρέσουν οι μέθοδες του Ντούτσε, αλλά χρωστάμε να αναγνωρίσουμε πως ο άνθρωπος αυτός δημιούργησε, στη συνείδηση του κόσμου, μια πολύ διαφορετική αντίληψη για τη ζωτικότητα και τις δυνατότητες των μεσημβρινών λαών". Η Ιταλία του Μουσολίνι είναι λοιπόν το πρότυπο "οι γείτονες μας πιστεύουν με πάθος στον εθνισμό τους και είναι αποφασισμένοι να κάνουν ό,τι μπορούν για να τον διαφεντέψουν και να τον δοξάσουν".[45]
ΑΠΌ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ
Αυτό είναι το πεδίο μέσα στο οποίο πραγματοποιείται η προσπάθεια επανακαθορισμού της φυσιογνωμίας του ελληνικού εθνικού λόγου, κρατώντας αποστάσεις από την προγονοπληξία και τις άγονες αναφορές στο παρελθόν. Επιχειρείται επομένως η καθιέρωση του όρου της "ελληνικότητας", που όπως σχολιάζει ο Δ.Τζίοβας "είναι από τις λέξεις που έχουν καταχρηστικά χρησιμοποιηθεί, εθνικά φορτιστεί και ιδεολογικά βαρυνθεί χωρίς τελικά να έχει ξεκαθαριστεί το τι σημαίνει ή σε τι παραπέμπει"[46].
Μια απόπειρα ιστορικής περιοδολόγησης θα σημείωνε ότι ο όρος "Ελληνικότητα" εμφανίζεται σποραδικά τον 19ο αιώνα, συχνότερα στις αρχές του 20ου, χωρίς όμως να μπορεί να υποσκελίσει την έννοια του "Ελληνισμού", καθώς οι κύριοι εκφραστές της εθνικιστικής ιδεολογίας Π.Γιαννόπουλος και Ι.Δραγούμης, την προτιμούν.
Ο λόγος αυτής της προτίμησης βρίσκεται στη μεγαλύτερη λειτουργικότητα που παρέχει ο όρος "Ελληνισμός" ως προς την έκφραση των Μεγαλοϊδεατικών στόχων, ενώ ταυτόχρονα δρα ως αντίλογος στον ευρωπαϊσμό. Ο "Ελληνισμός" του Παπαρηγόπουλου και η Μεγάλη Ιδέα συναντώνται. Ο Π.Γιαννόπουλος διαλαλεί: "Ελληνική φυλή δεν σε έσωσε ο Χριστιανισμός, αλλά ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΣΟΥ, όπως και αυτός θα σε σώσει εις το Μέλλον. Και μόνος ΑΥΤΟΣ", προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η άνθηση και ανάπτυξη του Χριστιανισμού καθώς και η εξάπλωση της Ρώμης θα ήταν αδύνατες χωρίς τον ελληνισμό. Τέλος, ο Δραγούμης, αρνούμενος τα στενά όρια του ελληνικού κράτους, πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους, δηλώνει: " Οι Έλληνες της Ελλάδος νομίζουν ότι το ελληνικό κράτος είναι η πραγματικότης. Ενώ η πραγματικότης είναι κάθε άλλο, είναι, ο Ελληνισμός, το Πανελλήνιο, το Γένος, το Έθνος"[47].
Μετά το 1922, τη διάψευση των όποιων επεκτατικών βλέψεων του Μεσοπολέμου και την παγίωση των συνόρων η χρήση του "ελληνισμού" παύει, αντικαθίσταται από την "Ελληνικότητα", αρχής γενομένης το 1925. Αν μέχρι το 1922 το κύριο ζήτημα για το ελληνικό έθνος ήταν πρόβλημα ενότητας (εθνική ψυχή, ελληνικό πνεύμα), το 1923 το ζήτημα μετασχηματίζεται σε πρόβλημα διαφοράς (ελληνικότητα): πως δηλαδή θα ξεχωρίσουμε από τα άλλα έθνη και πως θα προβληθεί η ελληνική ιδιαιτερότητα. Είναι μια εποχή που και διεθνώς οι "εθνικές ιδιότητες" βαφτίζονται ασυζητητί σε αρετές (στη χώρα του Μουσολίνι κυριαρχεί η italianita).
Το ιδεολογικό κενό καλείται να καλύψει η γενιά του '30, που όμως δεν απαντά ενιαία. Είναι μια γενιά που γνωρίζει το Διχασμό μεταξύ του «Έλληνα» που αντιπροσωπεύει τη δόξα της αρχαιότητας και σύμβολο του έχει τον Παρθενώνα και του «Ρωμιού», προσβλέποντας στα μεγαλεία και τους καημούς του Βυζαντίου, με έμβλημα την Αγία Σοφία. Εξάλλου το δίλημμα του ονόματος στα τέλη του 18ου αιώνα (μεταξύ Έλλην-Γραικός-Ρωμιός), λύθηκε σύμφωνα με τον Ι.Κακριδή μόλις με την επανάσταση του 1821 και την συνέλευση της Επιδαύρου[48], ενώ η αναμέτρηση μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικισμού συνεχίζεται.
Η μετάβαση από τον "ελληνισμό" στην "ελληνικότητα" πρέπει να συσχετιστεί με τη σημαντική αλλαγή που υφίστανται η έννοια του Έθνους, ιδιαίτερα με τη δικτατορία του Μεταξά. Πλέον η έννοια του "έθνους" παύει να ταυτίζεται με αυτή του "λαού", αποκτά μια πιο αφηρημένη και ιδεαλιστική ερμηνεία, ως αντιστάθμισμα της ταξικής διάσπασης του έθνους, που προβάλλει ο μαρξισμός.
Η έννοια όμως της ελληνικότητας συνδέεται άμεσα με την "εθνική αυτογνωσία". Αυτή κινείται αντικειμενικά σε δύο επίπεδα: αφενός, προσπαθεί να συγκροτήσει εθνικιστική ιδεολογία, με στόχευση την συνοχή των αντίπαλων κοινωνικών τάξεων, αφετέρου, προβάλλει την αντιπαράθεση με το "εξωτερικό", το "αλλοεθνές". Ωθείται επομένως στην αναζήτηση, επιλογή και εμπέδωση του κατάλληλου ιστορικού παρελθόντος (με πιο κατάλληλο το ιστορικό έργο του Κ.Παπαρηγόπουλου και Σ.Ζαμπέλιου) και στην οριοθέτηση της πνευματικής και πολιτιστικής συνδιαλλαγής με τη Δύση.
Η σχέση με τη Δύση αποκτά κεντρική σημασία. Πρέπει πάντα να έχουμε στο νου μας την χρονική περίοδο που εξετάζουμε. Περίοδο όχι απλώς Ανόδου του Φασισμού-Ναζισμού, αλλά διατύπωσης επεκτατικών στόχων και πολεμικών κινήσεων πραγμάτωσής τους. Το Τρίτο Ράιχ παρουσιάζεται ως αντίπαλο δέος στον κομμουνισμό και τον ιμπεριαλισμό Βρετανίας-Γαλλίας, ο σφριγηλός πολιτισμός του που βασίζεται στα "Νιάτα και στη Θέληση" αντιπαρατίθεται στην "παρακμή της Δύσης". Το όραμα της "Ευρωπαϊκής Ενοποίησης" έχει τώρα ως όχημα την ναζιστική κατάκτηση.
Όλη αυτή η συζήτηση που πραγματοποιείται στην Ευρώπη θα έρθει και στην Ελλάδα. Φιλοευρωπαϊστές και αντιευρωπαϊστές θα διασταυρώσουν τους "κονδυλοφόρους" τους, ενώ ιδιαίτερη αίσθηση θα κάνει το δίτομο έργο του Spengler, "Η παρακμή της Δύσης 1918- 1922" , που θεωρεί όμως αυτονόητη την ηγεμονία του γερμανικού έθνους, που έχει αναλάβει ιστορική αποστολή: «να φέρει τη Νέα Τάξη στην Ευρώπη».
Τι όμως μπορεί να αντιπαραθέσει η Ελλάδα στην πολιτισμική ηγεμονία της Δύσης; Και όμως, στο δύσκολο αυτό ερώτημα τη λύση θα δώσει ο Μακρυγιάννης και ο Θεόφιλος. Οι αστοί διανοούμενοι «θυμίζουν» στους Ευρωπαίους ότι δεν υπήρξε μόνο κλασσική αρχαιότητα, αλλά και σύγχρονη λαϊκή φυσιογνωμία.
Πρωτότυπη και διαφωτιστική είναι η εργασία του Γιώργου Γιαννουλόπουλου, «Διαβάζοντας το Μακρυγιάννη». Η κατασκευή ενός μύθου από το Βλαχογιάννη, τον Θεοτοκά, τον Σεφέρη και τον Λορεντζάτο». Μπορεί το ερώτημα «ποιος αδελφός Γιαννουλόπουλος είναι ο μεγαλύτερος;» να παραμένει αναπάντητο και δυσεπίλυτο, αλλά ο Γ.Γιαννουλόπουλος αποκαλύπτει ότι για τον Θεοτοκά «ο Μακρυγιάννης γίνεται ένας πρόγονος, προς τον οποίο είναι φυσικό να στρεφόμαστε όταν νιώθουμε την ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε καλύτερα και να τονώσουμε τον εαυτό μας, να επικοινωνήσουμε ξανά με τις βαθιές πηγές της εθνικής μας ζωής»[49]. Είναι «η πεποίθηση ότι ο χαρακτήρας του Έλληνα, ακόμα κι αν άλλαξε μέσα στην ιστορία, ακόμα και αν συνεχώς ανανεώνεται και είναι ασύλληφτος σαν τη φωτιά, παραμένει πάντα ο χαρακτήρας του Έλληνα»[50]. Στο εντυπωσιακό κλείσιμο του Θεοτοκά στο άρθρο του «Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης», το οποίο επεξεργάζεται από το 1937, αλλά δημοσιεύει τους πρώτους μήνες της κατοχής , αναφέρει: «Είναι δικός μας. Συγκεντρώνει στο πρόσωπο του, συμπυκνώνει και εντείνει ένα ορισμένο είδος ανθρωπισμού, που βρίσκεται διάχυτο παντού όπου μαζεύονται τα παιδιά του τόπου μας, έναν ανθρωπισμό ιδιόρρυθμο και πολύτιμο, γεμάτο φως, αρμύρα και βουνίσιες ευωδιές, κλασικά αγάλματα και βυζαντινές εκκλησίες και αναμνήσεις για αρχαίους θεούς, ήρωες και ποιητές, για χρυσοκεντημένους αυτοκράτορες και για παλικάρια με μακριά μαλλιά και με φουστανέλες που έκαναν πολέμους στις ψηλές κορυφές»[51].
Η αντιπαράθεση επομένως με τη Δύση μπορεί να επιδιωχθεί με ίσους όρους, μέσα από την αναζήτηση και ανάδειξη της εθνικής πρωτοτυπίας.
Η ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ - Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Αναφέραμε και προηγουμένως ότι βασικός εκπρόσωπος της περιβαλλοντικής ερμηνείας υπήρξε ο Δελμούζος. Έννοιες όπως η φυσική ομορφιά της Ελλάδος, η γεωγραφική θέση, το κλίμα, το ελληνικό φως καθώς και στοιχεία της κλασικής αρχαιότητας θα χρησιμοποιηθούν ως ερμηνευτικά εργαλεία για να μελετηθεί η έννοια του έθνους. Σκοπός η ουσιαστική ανανέωση της εθνικής θεωρίας.
Δεν πρόκειται για μια αμιγώς ελληνική απόπειρα. Η Γερμανική Σχολή της Γεωπολιτικής βρίσκεται στο απόγειο της δράσης της. Η όποια επιστημονική τεκμηρίωση έχει ως αφετηρία την άποψη ότι «η κοινωνία αποτελεί ένα φυσικό ζωντανό οργανισμό, η ανάπτυξη του οποίου καθορίζεται από το φυσικό και γεωγραφικό περιβάλλον. Άρα, η κοινωνία κυβερνάται με τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος. Μια θεωρία που ανάγει σε βιολογικό το κοινωνικό ζήτημα και αποσκοπεί στην εκτόνωση των κοινωνικών συγκρούσεων[52], όταν δεν εκτρέπει ρατσιστικά την κοινωνική ανασφάλεια. Προάγγελος αντιλήψεων περί τεχνοκρατικής διοργάνωσης και χειραγώγησης της κοινωνίας, που στην κατάληξη τους έχουν τη Δικτατορία του 1936.
Βασικοί εκπρόσωποι της θεωρίας αυτής υπήρξαν ο Κ.Δ.Σφυρής («η Ελλάδα βρίσκεται σε πλεονεκτική γεωπολιτική θέση, όντας ένα έθνος αμφίβιο»), ο Δ.Δανιηλίδης («η Ελλάδα διαθέτει όμως δύο πράγματα: τη γεμάτη καθαρότατο ήλιο ατμόσφαιρα, που είναι θείο φωτόλουτρο και μαζί εξαγνισμός από την ανατολίτικη νύστα και την αρμονία των λιτών σχημάτων και χρωμάτων της, αστείρευτη πηγή μορφωτικών ενεργειών για τους νεοέλληνες») και ο Π.Παμπούκης (« η φύση είναι πάντα το ενεργητικό στοιχείο και ο άνθρωπος το παθητικό»), ενώ ο Ι.Σοφιανόπουλος, εκ των ηγετών του αγροτισμού, δεν έμεινε ανεπηρέαστος. Αξίζει να σημειωθεί ότι οπαδοί αυτής της θεωρίας έβλεπαν το ελληνικό μέλλον από την σκοπιά του γερμανικού επεκτατισμού.
Και ενώ κριτήρια όπως «η φυλή, το κλίμα, η γη» αναδεικνύονται καθοριστικά της πνευματικής και όχι μόνο ανάπτυξης, ο απώτερος στόχος της «επιστημονικής τεκμηρίωσης» της ανωτερότητας του ελληνικού πολιτισμού, της πολιτισμικής μοναδικότητας του ελληνικού έθνους, δεν είναι δύσκολο να διαπιστωθεί. Ο Θ.Δ.Τσάτσος, το 1933 υπογραμμίζει «για να καταλάβει κανείς την νέαν ελληνική τέχνη, πρέπει να αισθανθεί πρώτα την ελληνική φύση». Ο Ι.Ν.Θεοδωρακόπουλος προειδοποιεί «προσπάθησε να χωρίσεις το πνεύμα το ελληνικό από τη γη που το γέννησε και το λαό που το ανέθρεψε για να ιδείς πως το τέρμα του χωρισμού θα είναι ο θάνατος του πνεύματος». Ενώ ο στρατιώτης του Ιδεαλισμού, Κ.Τσάτσος, με απόλυτο τρόπο δηλώνει «.το πιο στέρεο βάθρο της ιστορίας μας και της ψυχής μας και της τέχνης μας θα είναι η ελληνική φύση»!!!
Το πνεύμα του Π.Γιαννόπουλου επανέρχεται το 1938 και το περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα», με καθοριστική την συμβολή του Α.Καραντώνη, σε αφιέρωμα εκθέτουν το έργο του. Ο Δ.Φωτιάδης δηλώνει ότι ο Γιαννόπουλος «θέλγει, μα δεν πείθει», ενώ ο Θεοτοκάς αμφισβητεί την μεγάλη αξία που δίνεται στον πνευματικό άνθρωπο, ως στοχαστή, αισθητικό και πνευματικό οδηγό.
Από την άλλη μεριά όμως αποχρώσεις της γεωπολιτικής θεωρίας θα συναντήσουμε στο έργο του ίδιου του Θεοτοκά (Ώρες Αργίας), στην έμπνευση του Ελύτη από το Αιγαίο, στον Τερζάκη («όλα στην Ελλάδα έχουν περίγραμμα και χρώμα, θερμότητα και φως. Η πλαστικότητα, τέλος, στην έκφραση, είνε δική μας»).
«Όλα αυτά δείχνουν ότι τα αφιερώματα στον Γιαννόπουλο το 1938 δεν ήρθαν απροειδοποίητα και αναπάντεχα. Το έδαφος είχε προετοιμαστεί αρκετά από την ανάπτυξη της γεωπολιτικής, τη μυστηριακή ιδεοποίηση της φύσης και την ειδωλολατρική λατρεία του αιγαιοπελαγίτικου τοπίου και του ελληνικού φωτός»[53].
Ανάμεσα σε αυτούς που αντιστάθηκαν στη μεταφυσική του ελληνικού τοπίου ήταν ο Δ.Βιτσώρης που θεωρούσε «άδικο για τον Έλληνα καλλιτέχνη, να περιορίζεται μόνο στην τουριστική ομορφιά της ελληνικής φύσης ή στο γαλάζιο αττικό ουρανό, το φως και τον ήλιο, που στο κάτω κάτω υπάρχουν σε μεγαλύτερη αφθονία στην Αφρική»[54].
ΣΤΑΤΙΚΗ Ή ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ;
Με αφορμή τα αφιερώματα στον Π.Γιαννόπουλο, ξεσπά ολόκληρη συζήτηση αναφορικά με την "ελληνικότητα". Το δίλημμα που τίθεται πολώνει. Ορισμένοι νέοι διανοούμενοι βλέπουν την "ελληνικότητα" ως μια δυναμική σύλληψη, σε διαρκή αλληλεξάρτηση από τη δυτική κουλτούρα. Ο αντίλογος, ισχυρίζονταν ότι η ελληνικότητα ήταν κάτι συντελεσμένο, κλειστό και απόμακρο στις εξωτερικές επιρροές.
Στο πλαίσιο αυτό θα αναπτυχθεί ένας μαχητικός διάλογος μεταξύ Κ.Τσάτσου και Γ.Σεφέρη. Ο πρώτος υποστηρίζει ότι υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια που ορίζουν την ελληνικότητα (η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το γεωγραφικό περιβάλλον, η πνευματική παράδοση και η γλωσσική παιδεία του δημιουργού) και καταλήγει: "Δε θέλω τη γνησιότητα, για να είναι το έργο ελληνικό, θέλω την ελληνικότητα, για να είναι το έργο γνήσιο". Αντίθετα ο Σεφέρης υποστηρίζει ότι η ελληνικότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί αισθητικό κριτήριο και εκφράζει την πεποίθηση ότι κάθε έργο γραμμένο από Έλληνα θα διαθέτει οπωσδήποτε ελληνικότητα.
Βέβαια, από τα μέσα της δεκαετίας του '30 υπάρχει μια ευρύτερη πίεση, ώστε ο όρος ελληνικότητα να πάρει στατικά χαρακτηριστικά. Η Ελληνοποίηση της Ηπείρου-Μακεδονίας-Θράκης, οι εξωτερικοί κίνδυνοι και η εσωτερική κρίση είναι οι σημαντικότεροι παράμετροι. Ο Σεφέρης θα επιστρέψει στον "ελληνισμό που θεωρεί ότι αντιπροσωπεύει κυρίως την ιστορική και πνευματική παράδοση και κληρονομιά", ενώ ο Θεοτοκάς υποστηρίζει ότι η ελληνικότητα δεν είναι κανόνας και δόγμα.
Για αυτούς τους διανοητές το περιεχόμενο της "ελληνικότητας" ορίζεται ως "συνέχεια ελληνικού ύφους". Η ιστορική διάρκεια του ελληνικού ύφους ενώνει την αρχαία Ελλάδα με την σύγχρονη λαϊκή Ελλάδα.
Στο επίπεδο της ζωγραφικής, πολύτιμα συμπεράσματα προκύπτουν από την σύγκρουση μεταξύ Αχιλλέα Κύρου και Γ.Μηλιάδη. Ο πρώτος σ' ένα βιβλίο του για τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο επιχειρεί την "ελληνοποίηση" του ζωγράφου: "Και αν ακόμη δεν είχεν ιδή ούτε μιαν Βυζαντινήν εικόνα, θα ημπορούσε να ζωγραφίζη κατά το Βυζαντινό πνεύμα, αφού ήταν εκ κληρονομικότητος Έλλην, Βυζαντινός. Ο Ελληνισμός, ο Βυζαντινισμός ήταν ένα από τα σημαντικώτερα, τα ισχυρότερα στοιχεία της ψυχής του"[55].
Ο Μηλιάδης δεν παραδέχεται ούτε τη βυζαντινικότητα της ισπανικής περιόδου του Γκρέκο, ούτε τη θεωρία ότι η φυλετική καταγωγή του καλλιτέχνη προσδιορίζει το αποτέλεσμα της τέχνης του. Είναι εμφανής "η επιρροή της Αριστεράς σε μια σειρά διανοούμενων που δεν είναι διατεθειμένοι να ανεχτούν την εθνοκεντρική ομφαλοσκόπηση και ρητορεία".[56]
ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ 1936
Όταν στις 14 Μαρτίου 1936 ο Μεταξάς αναλάμβανε την αντιπροεδρία και τα υπουργεία Ναυτικών και Αεροπορίας στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Δεμερτζή, με την συμφωνία των μεγαλύτερων αστικών κομμάτων κανείς δεν υπολόγιζε, δεν ενέτασσε στα σχέδια του τις επερχόμενες κινήσεις του βραχύσωμου απόστρατου στρατιωτικού και παρ' ολίγον, απόστρατου πολιτικού.
Όπως έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενο σημείο της εργασίας μας, οι συνθήκες της εποχής έχουν προετοιμάσει τις προϋποθέσεις της δικτατορικής εξέλιξης με ή χωρίς το Μεταξά στο πηδάλιο της διακυβέρνησης της χώρας. Εξάλλου, πολιτικοί σε κάθε ευκαιρία εντός και εκτός βουλής το δηλώνουν, το γράφουν, το συνεννοούνται. Ο Βενιζέλος δεν κρύβει την συμπάθεια του στο Μουσολίνι, ο Κονδύλης και ο Χατζηκυριάκος παραχωρούν συνεντεύξεις στον ξένο τύπο, δηλώνοντας θετικοί προς τα εθνικοολοκληρωτικά καθεστώτα της Ευρώπης, ο Γ.Βλάχος γράφει στην «Καθημερινή» της 23ης Μαρτίου 1936: «[.] Δικτατορία ή Διευθυντήριο. Επί δύο, τρία ή τέσσερα έτη.»[57]. Με ελάχιστες εξαιρέσεις μόνο το κομμουνιστικό κόμμα ως συγκροτημένη δύναμη θα συνεχίσει τον αντιδικτατορικό αγώνα σε όλη την περίοδο 1936-1940.
Απαραίτητη λοιπόν η ανάγκη ισχυρής κυβέρνησης. Οι φόβοι περί 'Β Παγκοσμίου Πολέμου, γίνονται ενδείξεις (16 Μαρτίου του 1935 η Γερμανία παραβιάζει την Συνθήκη των Βερσαλλιών και επαναφέρει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία) και γρήγορα εξελίσσονται σε γεγονότα (2 Οκτωβρίου 1935 αρχίζει η ιταλική εισβολή στην Αβησσυνία, ενώ στις 7 Μαρτίου 1936 ο Χίτλερ καταλαμβάνει την αφοπλισμένη περιοχή του Ρήνου).
Βέβαια οι λόγοι που οδηγούν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο δεν προέρχονται μόνο από την Ιταλία και την Γερμανία. Υπάρχουν σημαντικότατοι πολιτικοί και οικονομικοί παράμετροι που αγκαλιάζουν τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τα μικρότερα αστικά κράτη. Υπάρχει ο άνεμος της επανάστασης, που αμέσως μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου αναταράσσει τη Γερμανία, την Κεντρική Ευρώπη και τις Βαλκανικές χώρες. Υπάρχει η άρνηση του Πολέμου, το «ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ», ιδιαίτερα έκδηλο στους εργαζομένους και τους χωρικούς της Δυτικής Ευρώπης. Υπάρχει η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων αμέσως μετά τον πόλεμο, ιδιαίτερα μέσα στο στρατόπεδο της Entente. Είναι ο νεαρός Κέυνς, που παραιτείται από την βρετανική αντιπροσωπεία στο Συνέδριο της Ειρήνης, λέγοντας ότι οι αποζημιώσεις του επιβάλλονται στη Γερμανία, θα εμπόδιζαν την ανοικοδόμηση της ευρωπαϊκής οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού της συστήματος.
Όσο όμως οι ΗΠΑ μπορούν να παίζουν το ρόλο του παγκόσμιου τραπεζίτη, η Ευρωπαϊκή ειρήνη αποκαθίσταται, υπάρχει ανάπτυξη και ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο. Η οικονομική κρίση του 1929-1930, τμήμα της ευρύτερης κρίσης του κρατικομονοπολιακού καπιταλισμού όχι μόνο θα σταματήσει την ειρηνική πορεία, αλλά θα προκαλέσει την άνοδο του Φασισμού, του Εθνικισμού και του Ρατσισμού. Τα κράτη περιχαρακώνονται, κάνουν δόγμα τους την Αυτάρκεια, αναζητούν Ζωτικό χώρο, πρώτα οικονομικής και μετά γεωστρατηγικής επέκτασης.
Οι κοινωνίες διχάζονται, η ταξική πάλη οξύνεται. Στη Γαλλία, από τη μια μεριά έχουμε το Λαϊκό Μέτωπο και τους εργατικούς αγώνες. Το Αντιπολεμικό κίνημα, που εκφράζεται και σε αστικό επίπεδο. Διάσημη η ομιλία Μπριάν στην ΚτΕ «Μακρυά τα ντουφέκια, τα πολυβόλα και το πυροβολικό. Ας κάνουμε χώρο στην συμφιλίωση, τη διαιτησία και την ειρήνη»[58]. Στις 6 Φεβρουαρίου του 1934 όμως, η Croix de Feu, η Action Francaise και άλλοι φασιστικοί γαλλικοί σύνδεσμοι επιχειρούν ανεπιτυχώς να καταλάβουν το κοινοβούλιο.
Όλοι τρέφουν επεκτατικές βλέψεις ή επιθυμούν τη διατήρηση του χώρου που κυριαρχούν ιμπεριαλιστικά-εκμεταλλευτικά. Τα μειονοτικά προβλήματα απασχολούν όλη σχεδόν την Ευρώπη, παρέχουν τον «αποδιοπομπαίο τράγο». Η λύση τους κρύβει δυστυχία, εκμετάλλευση, προσδοκίες επέκτασης και παρεμβατισμού.
Η Ισπανία του 1936 είναι το όριο. Ο πόθος της Κοινωνικής Απελευθέρωσης θα συναντήσει παγκόσμια εργατική αλληλεγγύη, αλλά και την βίαιη καταστολή από τις φασιστικές δυνάμεις. Την πολιτική «Μη Επέμβασης» των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών που πάντα χαράζουν πολιτική με βάση τα ταξικά συμφέροντα και όχι τις δήθεν δημοκρατικές ευαισθησίες (ακόμη και η γαλλική κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου θα προτάξει τις αστικές προτεραιότητες). Τη στάση της ΕΣΣΔ, που πλέον δεν ασκεί εργατική διεθνιστική αλλά κρατική πολιτική.
Η νίκη του Φράνκο απευθύνει παγκόσμιο μήνυμα στον κόσμο της εργασίας, που πλέον δεν λογίζεται ως Αντίπαλο Δέος για τους Αστούς και αποτελεί το «εναρκτήριο λάκτισμα» του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιμπεριαλιστική μοιρασιά μπορεί να αρχίσει χωρίς το φόβο της Διεθνιστικής Προλεταριακής Επανάστασης. Η διάλυση της Διεθνούς, το 1943, δεν αποτελεί τακτική κίνηση, αλλά αποτέλεσμα στρατηγικών επιλογών.
Για μια ακόμη φορά, το πιο στρατηγικό πνεύμα του ελληνικού αστισμού, ο Ε.Βενιζέλος θα διαισθανθεί τη σημασία των εξελίξεων και προχωρεί σε εκκλήσεις προς τον αστικό πολιτικό κόσμο «προς θεού κυβέρνηση εξωκομματική, ο πόλεμος πλησιάζει». Η αριστερά που έχει ρυθμιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις μετά το εκλογικό αποτέλεσμα του 1935 δεν συμπεριλαμβάνεται φυσικά στα βενιζελικά σχέδια.
Ισχυρή κυβέρνηση λοιπόν προσανατολισμένη στον αγγλικό ιμπεριαλισμό. Αυτό επιτάσσουν γεωπολιτικοί λόγοι (η θέση της χώρας, η εκτίμηση για τους λόγους της νίκης στην επερχόμενη ιμπεριαλιστική σύγκρουση, η προσμονή οικονομικών και εδαφικών ανταλλαγμάτων για την σωστή επιλογή συμμαχίας, η διαπλοκή και οι στοχεύσεις του ελληνικού καπιταλισμού).
Τη διασφάλιση της ελληνοαγγλικής συμμαχίας εξασφαλίζει η επιστροφή του Γεωργίου του Β', δίνοντας ταυτόχρονα ένα πολιτικό βάθος στο αστικό πολιτικό σκηνικό, που δεν πείθει. Η αρχική προσπάθεια να υπερβεί θεσμικά τον παλιό Διχασμό είναι αναποτελεσματική, οι εφεδρείες του αστικού πολιτικού προσωπικού ελλιπέστατες (ενώ ο θάνατος αποσύρει από το προσκήνιο πρωταγωνιστές του παρελθόντος: Βενιζέλος, Δελμούζος, Κονδύλης, Τσαλδάρης κλπ) ευνοώντας ακόμη περισσότερο τον Μεταξά.
Στην επιλογή του τελευταίου θα βαρύνουν η ταξική του προέλευση, η αίγλη του μεταξύ των αξιωματικών (η πίστη ότι μπορεί να μαζέψει τον στρατό πίσω από τις μάντρες των στρατοπέδων και να αντιμετωπίσει το Αποτακτικό), η επιτυχής καταστολή του βενιζελικού κινήματος το 1935, οι διαβεβαιώσεις διατήρησης της ελληνοαγγλικής συμμαχίας και η ικανοποίηση των αγγλικών οικονομικών συμφερόντων στην Ελλάδα. Η ελληνική οικονομική ολιγαρχία (Πεσματζόγλου, Λαμπράκης, Μποδοσάκης, Λοβέρδος κλπ) θεωρούν ότι το δίδυμο Μεταξά-Γεωργίου εξυπηρετεί τα συμφέροντα τους, ενθαρρύνουν και στηρίζουν τις πολιτικές τους κινήσεις.
Εξάλλου, στις 31 Μαίου, ο Μεταξάς θα σημειώσει στο ημερολόγιο του: «Τρία είναι τα κύρια σημεία. Ανάληψης της Πρωθυπουργίας - Βελιγράδιον και Βαλκανικόν σύμφωνον - Κτύπημα απεργιακής συνωμοσίας»[59].
Η συμφωνία των αστικών δυνάμεων είναι εντυπωσιακή όπως καταγράφεται στις σελίδες του ημερολογίου του Μεταξά. Οι συσκέψεις της Βουλής που πραγματοποιούνται μεταξύ 2-5 Απριλίου σχετικά με την εξωτερική πολιτική και πιο συγκεκριμένα αναφορικά με το Βαλκανικό Σύμφωνο καταλήγουν σε ομόφωνη απόφαση όλων των κομμάτων, ενώ στην σύσκεψη που πραγματοποιείται με θέμα την Άμυνα της Χώρας, στις 20 Απριλίου 1936 οι πολιτικοί αρχηγοί εξουσιοδοτούν την κυβέρνηση να προβεί εις εφαρμογήν του προγράμματος της».[60] Στην Τρίτη Συνεδρίαση της Γ' Αναθεωρητικής Βουλής, στις 22.4.1936 και με αφορμή το θάνατο του βασιλέα της Αγγλίας Γεωργίου του Ε', ο Μεταξάς διερμηνεύοντας την θλίψη του ελληνικού λαού, δηλώνει «την πατροπαράδοτον πίστιν του ελληνικού λαού προς την Ελληνο-Βρεταννική Φιλίαν»[61] και ότι οι Ελληνο-Βρετανννικοί δεσμοί θα είναι ισχυροί και επί Εδουάρδου του 8ου. Την επαύριον 30.4.36 η Βουλή έδινε στην κυβέρνησι Μεταξά πεντάμηνη εξουσιοδότησι και έφευγε να παραθερίσει.Ο κύβος ερρίθφη!
Αφορμή για την πραγματοποίηση της Δικτατορίας θα είναι η Πανεργατική Απεργία που έχει προκηρυχθεί το ίδιο διάστημα. Έχουν προηγηθεί τα δραματικά γεγονότα της Θεσσαλονίκης, όπου η ωμή κρατική καταστολή προκαλεί το θάνατο 10 απεργών, η Παμφοιτητική Απεργία, που και αυτή θα έχει έναν νεκρό, η γενίκευση των απεργιακών αγώνων, που αντιμετωπίζουν κύμα δολοφονιών, συλλήψεων, εκτοπίσεων.
Η Δικτατορία του Μεταξά με τα έντονα Αντικομμουνιστικά-Αντικοινοβουλευτικά-Αστυνομικά χαρακτηριστικά έχει πλέον επιβληθεί.
O TΡΙΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Το καθεστώς του Μεταξά, παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τα ομόλογα καθεστώτα της Ιταλίας και της Γερμανίας, αλλά δεν διέθετε, όπως αυτά, τη μαζική φασιστική βάση ή φασιστικό κόμμα. Βέβαια, ο Δικτάτορας θα προσπαθήσει να οικοδομήσει από πάνω τους πραιτοριανούς του. Στις 25 Μαρτίου 1938 γράφει λοιπόν στο «Ημερολόγιο» του: « Τι όνειρο ήταν χθες και σήμερα! -Χθες στο Πεδίον του Άρεως με την Εθνική Νεολαία. Το έργον μου! Έργον που ενίκησε μέσα σε τόσες αντιδράσεις!». Και παρακάτω, «Με αυτή την αγωνία για το μέλλον του έργου μου, επήγα κατόπιν εις την Εθνική Εταιρεία, την Εθνική Αναγέννησι. Τα Τάγματα Εργασίας. Παντού αποθέωσις. Ιδίως τα Τάγματα. Αυτά είναι η φρουρά μου».
Θα αναγνωρίσουμε όμως ισχυρές ομοιότητες στον έντονο εθνικισμό όλων των φασιστικών εκδοχών. Ενώ η ειρήνη κυριαρχεί στο Αιγαίο, με έντονο τρόπο προβάλλεται ο «εκ Βορρά» κίνδυνος (Γιουγκοσλαβία-Θεσσαλονίκη, Βουλγαρικές διεκδικήσεις). Η πίστη του Μεταξά στην αποτυχία της Μεγάλης Ιδέας έχει προβληθεί ποικιλοτρόπως, αλλά και για τους αστούς διανοούμενους «μοίρα» του Ελληνισμού θεωρείται η Διασπορά και συνεκτικός κρίκος της διασποράς, ο ελληνικός πολιτισμός. Εμβάσματα μεταναστών, εφοπλισμός, ελληνικές παροικίες εξωτερικού, διαπλοκή Ελλήνων καπιταλιστών με το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα (ιδιαίτερα της Αγγλίας) διαμορφώνουν το οικονομικό υπόβαθρο αυτής της πίστης στη Διασπορά. Δε λείπει όμως και το πολιτικό, το επεκτατικό. Γνωστό το «Υπόμνημα Τσουδερού» για τις ελληνικές μεταπολεμικές βλέψεις, που «κτίζονται» με βάση τις παροικίες, αλλά και οι προσδοκίες Μεταξά από την Αγγλική νίκη, όπως περιγράφονται στις Αμβροσίου Τζίφου Αναμνήσεις (Ανέκδοτες) σχετικά με το υπουργικό συμβούλιο της 16 Αυγούστου 1940: «Εάν νικήση η Μ.Βρεττανία, όπως πιστεύω, το μέλλον μας στην Ανατολική Μεσόγειον είναι βεβαίως περίλαμπρον. Και τα πλέον τολμηρά μας όνειρα ασφαλώς θα πραγματοποιηθούν»[62].
Παράλληλα, για το Μεταξά κάθε φυλή που έχει δική της συνείδηση οφείλει να δημιουργήσει και να εκδηλώσει το δικό της πολιτισμό, πράγμα που επιβάλλεται ιδιαίτερα για την ελληνική λόγω της υπεροχής της απέναντι στις άλλες. Ο νέος Τρίτος Πολιτισμός θα είναι κράμα της διάνοιας του αρχαίου πολιτισμού και της βαθιάς θρησκευτικής πίστης του μεσαιωνικού πολιτισμού. Η Επιστροφή στο ένδοξο παρελθόν και η ανύψωση του εθνικού φρονήματος ορίζονται ως προϋποθέσεις της νέας «εκπολιτιστικής πορείας του Ελληνισμού».
Ο έντονος εθνοκεντρισμός γίνεται απόλυτα καταδικαστικός της ξενομανίας θεωρώντας τη διαφορετικότητα των εθνών στοιχείο προόδου ή σε μια πιο διαλλακτική εκδοχή, μέσω του Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, θα δηλώνει: «να περπατήσουμε και εμείς παράλληλα προς τους σύγχρονους μεγάλους πολιτισμένους λαούς, φέρνοντας μια υπέρτερη, αποκαλυπτική πνευματικότητα, σαν οδηγία και σαν επικουρία σε ότι η σύγχρονη επίνοια και φιλοπονία κατορθώνει να δημιουργήσει»[63].
Ταυτόχρονα, το «εθνικό κράτος», σύμφωνα με τον Υφυπουργό Τύπου και Τουρισμού Θ.Νικολούδη, είναι κατά του Ατόμου και υπέρ του Έθνους, αντίθετα με τη Δημοκρατία, που έχει ως θεμελιώδη αρχή την απόλυτη ελευθερία του ατόμου. Από αυτή την σκοπιά «Ο αιών της Δημοκρατίας σβύνει, ο αιών του κρατικού εθνικισμού ανατέλλει»[64].
Ο «κρατικός εθνικισμός» της 4ης Αυγούστου διακατέχεται από απομονωτικό συγκεντρωτισμό. Ο ηγέτης του καθεστώτος «εμπνευσμένος πάντα από την ιδέα του οργανικού κράτους σαν ενιαίου και χωρίς αντιφάσεις βιολογικού οργανισμού, υιοθέτησε από νωρίς την ιδέα της εθνικής αυτάρκειας, τόσο στην οικονομία όσο και στην ιδεολογία. Μάλιστα, θεωρούσε ότι η οικονομική και ιδεολογική αυτάρκεια αποτελούν προϋποθέσεις για την ανασυγκρότηση του Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού»[65]. Αξίζει να επισημάνουμε ότι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου προσάρμοζε στην εποχή και στην ιδεολογία του την οικονομική πολιτική του Βενιζέλου, που με την Αυτάρκεια απάντησε στην κρίση του 1929-30.
Ας θυμηθούμε το Στεφανίδη (με την γνωστή επιστολή προς τον Γ.Παπανδρέου το 1930), ο οποίος, σε διδακτορική διατριβή προς τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1927, «τάχθηκε με συνέπεια κατά του οικονομικού φιλελευθερισμού και του ελεύθερου εμπορίου, υποστηρίζοντας την ανάγκη της ρύθμισης των ενδοκρατικών οικονομικών σχέσεων από το κράτος, με γνώμονα πάντα το συμφέρον της εθνικής ολότητος». Η Ε.Βιδάλη επισημαίνει ότι «η οικονομική πολιτική της Αυτάρκειας που εφαρμόστηκε από το 1932 τον ενθάρρυνε να επεξεργαστεί περαιτέρω τις απόψεις του υπέρ της εθνικής ανάπτυξης με βάση τον κρατικό παρεμβατισμό, τις οποίες συνδύασε τελικά με την πολιτική ιδεολογία της εθνικοσοσιαλιστικής Νέας Τάξης. Συνδυασμός που δεν ήταν βέβαια κατά κανένα τρόπο νομοτελειακός»[66].
Το «εθνικό κράτος» αναγορεύεται σε ηθική και πνευματική δύναμη που δεν αρκείται σε απλό εποπτικό ρόλο, αλλά θεωρεί υποχρέωση του να ρυθμίζει την υλική και πνευματική ανάπτυξη του συνόλου. Επιδιώκει την συγχώνευση των τάξεων σε μια ηθική και οικονομική ενότητα λειτουργώντας ως μια «οργανωμένη, συγκεντρωτική, αυταρχική δημοκρατία» και έχοντας ως αρχή την κυριαρχία. («Υπό το Νέον Κράτος, τα επαγγελματικά συνδικάτα ελέγχονταν απόλυτα από την κυβέρνηση. Ιδίως με τον αναγκαστικό νόμο 46 του 1936 που δημιουργούσε ένα υφυπουργείο Εργασίας, καθώς και τον αναγκαστικό νόμο 1453 του 1938, που τροποποιούσε και συμπλήρωνε την προηγούμενη νομοθεσία για τα επαγγελματικά σωματεία. Η Γ.Σ.Ε.Ε., που ξαναβαφτίστηκε και μετονομάστηκε Εθνική-[Ε.Σ.Ε.Ε.], τοποθετούνταν υπό την διεύθυνση του υφυπουργού Εργασίας, Α.Δημητράτου, που θα την εκπροσωπούσε σε όλες της τις εκδηλώσεις»[67].
Τρεις αρχές είναι ασύμβατες με το «εθνικό κράτος»: ο ατομικισμός, ο φιλελευθερισμός και ο ιστορικός υλισμός. Από την άλλη μεριά ούτε «εθνικοσοσιαλιστικό» μπορεί να θεωρηθεί το «Νέο Κράτος», αφού οι έννοιες εθνισμός και σοσιαλισμός είναι ασυμβίβαστες.
Βέβαια, το καθεστώς αναγνωρίζει την πρωταρχικότητα του «έθνους» έναντι του «κράτους» και ορίζεται είτε ως ψυχή και κατά δεύτερο λόγο ως γεωγραφική ενότητα, είτε ως πνευματική κοινότητα που εμπερικλείει παρόν, παρελθόν και μέλλον και τα μέλη της εμφορούνται από εθνικό φρόνημα. Ο φυλετικός και γεωπολιτικός προσδιορισμός του έθνους υπογραμμίζεται. Ο Ματζούφας σε άρθρο του στο περιοδικό «Νέον Κράτος» διευκρινίζει: «Η ελληνική ψυχή, όπως γίνεται αντιληπτόν, είναι συνδυασμένη με την ελληνική φυλή». Και παρακάτω, «Αλλά δεν είναι μόνον η ιδιότης της ελληνικής ψυχής. Το γεγονός ότι εγεννήθημεν εις ένα ωρισμένον τόπον, εις τον οποίον έζησεν άλλοτε η φυλή εκείνη, η οποία έδωσεν εις την ανθρωπότητα τον κλασσικόν πολιτισμόν, δεν είναι τυχαίον»[68].
Φυλή και γη είναι οι δύο κύριοι παράγοντες που καθορίζουν την ιδιαιτερότητα της ελληνικής ψυχής και του ελληνικού πολιτισμού. Κατά συνέπεια, η αληθινή τέχνη πρέπει να εμπνέεται από τον «αισθητικό εδαφισμό» και να αγνοεί την τέχνη που εξαρτάται από το χρόνο και επιζητεί το νεωτερισμό. Για το Α.Κύρου, ο μοντερνισμός και ο διεθνισμός είναι τα μέσα που χρησιμοποιεί ο κομμουνισμός, για να υπονομεύσει τα θεμέλια της αληθινής ελληνικής τέχνης. Στο όνομα επομένως του Αντικομμουνισμού, οι Φιλελεύθεροι θα νιώσουν την αυταρχική ανάσα του Μεταξά.
Το καθεστώς οραματίζεται μια «τέχνη για το λαό» και προπαγανδίζει ότι η βάση του Εθνικού κράτους είναι ο λαός. Μιλούν για «Εθνική λαοκρατία», αλλά διαχωρίζουν τις έννοιες έθνος (κοινωνικό ιδεώδες) και λαός (βιολογική πραγματικότητα). Ο λαός είναι ψυχική ενότητα και κοινότητα καταγωγής, ενώ το έθνος, ιδεολογική ενότητα και κοινότητα θελήσεων κάτω από μια ιδέα.
Ο Τζιόβας διαπιστώνει ότι «αν και δεν μπορούμε να πούμε ότι η 4η Αυγούστου επηρέασε άμεσα τις συζητήσεις για την ελληνικότητα στα τέλη της δεκαετίας του '30, η στροφή προς τις ρίζες που παρατηρείται μετά το 1936, μπορεί να εκληφθεί και ως αντίδραση αλλά και ως συμμόρφωση προς το «Νέον Κράτος»[69].
Η συνεργασία του Χατζηκυριάκου-Γκίκα με το Νέον Κράτος δείχνει ότι ο εθνικός του προσηλυτισμός έχει ολοκληρωθεί και οι μοντερνιστικές του τάσεις κατασταλεί. Τις απόψεις του περί «λαϊκής τέχνης» ενστερνίζεται το Υπουργείο Παιδείας ιδρύοντας στη Διεύθυνση Γραμμάτων και Τεχνών ιδιαίτερο λαογραφικό τμήμα. Η Λαογραφία καλείται ξανά να υπηρετήσει το ιδεώδες του εθνικού πολιτισμού.
Διανοούμενοι, που στο παρελθόν ήταν φιλελεύθεροι και ανοικτοί στις ξένες επιδράσεις, όπως ο Ξενόπουλος (που υπεράσπιζε το Ζολά) και ο Σ.Μελάς, γίνονται όλο και πιο συντηρητικοί και εθνικόφρονες, στοιχεία που τους εξασφαλίζουν ακαδημαϊκούς θώκους, αλλά και τους φέρνουν σε ρήξη με τους συναδέλφους τους.
Από το 1936, οι συντηρητικοί διανοούμενοι φαίνεται ότι ποδηγετούν τους φιλελεύθερους διανοούμενους και δίνουν το δικό τους τόνο στις εξελίξεις, καθώς ελέγχουν όλο τον κρατικό μηχανισμό. Ταυτίζουν τον εαυτό τους με το έθνος και τους κομμουνιστές με τους εχθρούς του. Απαντώντας σε αυτό το δίπολο, οι φιλελεύθεροι, που έχουν αποδεχτεί την πρωταρχικότητα του Αντικομμουνισμού και φλέρταραν με Αντικοινοβουλευτικές προοπτικές, είτε υπακούουν είτε τονίζουν την ιδιαίτερη σημασία της λαϊκής παράδοσης. Στρέφονται στο παρελθόν και τα φυλετικά ιδεώδη αναβαθμίζονται. Η προσεκτική παρακολούθηση των πολιτικών ιεραρχήσεων και των ιδεολογικών σχηματοποιήσεων που τις ακολουθούν δείχνουν τις πηγές της κατοπινής «Εθνικοφροσύνης». Θέση που υποστηρίζει ο Ξηφαράς.
Ο Mario Vitti, πιο απολογητικός, απαντώντας στον Κ.Δημάδη, υπερασπίζει τη θεωρία ότι «η πολιτική δυσφορία ξεκινά στη συνείδηση νέων με φιλελεύθερο φρόνημα πριν από το 1936, όταν το ιδεολογικό αδιέξοδο που επισημαίνει ο Δημάδης οδηγείται σε μια πολιτική κατάσταση σαφέστερη χάρη στην επικράτηση της δικτατορίας του Μεταξά»[70].
ΚΑΘΕΣΤΩΣ 4ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ: ΣΥΝΕΧΕΙΑ ή ΑΣΥΝΕΧΕΙΑ
ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΙΔΕΩΝ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ;
ΠΟΙΑ Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ;
Θα άξιζε να απαντήσουμε στο ερώτημα κατά πόσο η Διακυβέρνηση Μεταξά σε πολιτικό και σε πολιτισμικό επίπεδο αποτέλεσε μια συνέχεια (σαφώς πιο αυταρχική) ή μια ασυνέχεια.
Ο Mario Vitti, ενώ θέτει το ζήτημα της αναστολής της ελευθερίας και του μονόλογου του αστισμού, εντοπίζει το πρόβλημα στην απουσία αντιπολίτευσης ή του απλού αντίλογου, εξαιτίας του αυταρχισμού. Θίγει το ζήτημα της φίμωσης του φιλελεύθερου αστισμού και φυσικά του επαναστατικού σοσιαλισμού. Η δικτατορία του Μεταξά σε ένα μπαράζ αυταρχισμού φιμώνει τον τύπο, λογοκρίνει, επιβάλλει αυτολογοκρισία. Αποτρέπει ουσιαστικά τον κοινωνικό προβληματισμό, την κριτική και την επαναστατικότητα στην ποίηση.
Έχουμε δει όμως ότι χωρίς να ταυτίζονται απόλυτα, φιλελεύθεροι διανοούμενοι αναγνωρίζουν ιδιαίτερα το καθεστώς του Μουσολίνι και την θετική του συμβολή στην άνθηση της Ιταλίας. Κοινός παρανομαστής όλων είναι ο Αντικομμουνισμός. Έχοντας μείνει πολιτικά ορφανοί μετά την κατάρρευση του βενιζελισμού, ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης των φιλελεύθερων διανοούμενων είναι το αντίτιμο μιας αυταρχικής διακυβέρνησης, της οποίας το ταξικό περιεχόμενο ενστερνίζονται και ανάλογα πολιτικά σενάρια επεξεργάζονται.
Ο θεωρητικός του ιταλικού φασισμού, Τζιοβάνι Τζεντίλε, περιγράφει με σαφήνεια: "για το φασίστα το κράτος είναι τα πάντα, και τίποτα ανθρώπινο ή πνευματικό δεν υπάρχει, ούτε έχει καμιά αξία, έξω από το κράτος. Με αυτή την έννοια ο φασισμός είναι ολοκληρωτικός, και το φασιστικό κράτος, που αποτελεί τη σύνθεση και ενότητα όλων των αξιών, ερμηνεύει, αναπτύσσει και ενδυναμώνει ολόκληρη τη ζωή του λαού"[71]. Άρα, ο ολοκληρωτισμός σήμαινε ότι το κράτος διεκδικούσε τον έλεγχο του συνόλου της ζωής και όλες τις όψεις των δραστηριοτήτων των πολιτών του. Τα άτομα, οι οικογένειες, οι κάθε είδους οργανωμένες ομάδες (συμπεριλαμβανομένης και της Εκκλησίας) έπρεπε να ενσωματωθούν στο κράτος. Θέσεις γνωστές στους Έλληνες φιλελεύθερους οπαδούς του Μουσολίνι.
Ο Δημάδης τοποθετείται εκ διαμέτρου αντίθετα με τις προηγούμενες απόψεις που εκθέσαμε και παρουσίασαν τους φιλελεύθερους διανοούμενους, σε κάποιο βαθμό, θύματα του Μεταξά. Παρακολουθώντας το έργο του Τερζάκη, εκτιμά ότι οι λόγοι που τον ωθούν να στραφεί στο ιστορικό μυθιστόρημα "συνδέονται στενά με τη θέση που παίρνει απέναντι στο κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα. Κάτω από το ζήτημα της εθνικής/λαϊκής παράδοσης επιχειρεί συνειδητά ο διανοούμενος και ο πεζογράφος να σκεπάσει τις αιτίες που οδήγησαν στη διάσπαση της κοινωνικής συνοχής και στο μεταξικό καθεστώς"[72].
Είναι επομένως η κοινωνική και πολιτική κρίση που οδηγεί αφενός στην αστική δικτατορία του Μεταξά, αφετέρου τον Τερζάκη να ευθυγραμμίσει τη μυθιστορηματική του γραφή με την νέα κατάσταση. Για μια ακόμη φορά οι διανοούμενοι θα ευθυγραμμιστούν με τις ανάγκες του ελληνικού αστισμού. Όπως στο παρελθόν, έτσι και τώρα, θέλουν να πρωταγωνιστήσουν, να καθοδηγήσουν ως πνευματικοί ηγέτες.
Καθώς ο Γεώργιος 'Β δε μπορεί να υπερβεί το Διχασμό της Ελληνικής κοινωνίας (ποιος ξεχνά τον τρόπο που έφυγε ο βασιλιάς, αλλά και τη μεθόδευση της επιστροφής του) και ο Μεταξάς ενώνει παροδικά τις αστικές μερίδες, αλλά πολώνει εκ νέου, βαθύτερα ταξικά (από την 1.1.1936 έως την 4.8.1936, δηλαδή σε 7 μήνες, έγιναν 247 απεργίες και χάθηκαν ημερομίσθια 195 εκατ. δρχ.)[73] και επιλέγει τη δικτατορία (του ρετσινόλαδου, του νόμου για τον τύπο, της εξορίας κλπ), γίνεται σαφές στο αστικό κατεστημένο ότι απαιτούνται νέα εργαλεία ιδεολογικής χειραγώγησης.
Επιστροφή στην παράδοση λοιπόν, που χρησιμοποιείται ως κοινωνικό άλλοθι για την σύμπλευση των βενιζελικών διανοούμενων. Η συνταγή παλιά και δοκιμασμένη. Μετάθεση του κοινωνικού προβλήματος στη σφαίρα των συμφερόντων του έθνους, ταυτίζοντας τα συμφέροντα του συνόλου με εκείνα της άρχουσας τάξης.
Και ενώ ο πόλεμος πλησιάζει και η εθνική ενότητα είναι ζητούμενο, θα καταφύγουν στην ιστορική παράδοση του ελληνισμού, για να υποστηρίξουν την κοινωνική συνοχή της εποχής, ανατρέχοντας στα πατροπαράδοτα στοιχεία που καθόρισαν σε προηγούμενες περιόδους την πνευματική ενότητα του ελληνισμού.
Φαίνεται ότι η διαρκής ανασφάλεια του Μεταξά για την παραμονή του στην εξουσία δεν ήταν άνευ λόγου και αιτίας. Τον Ιανουάριο του 1937, ο Π.Κανελλόπουλος θα υποβάλλει στο βασιλιά το γνωστό υπόμνημα, κατηγορώντας τον μεταξύ άλλων ότι επέτρεψε την μονοπώληση του "εθνικού παλμού" από το Μεταξά και υπάρχει ο φόβος η ανατροπή του Μεταξά να συμπαρασύρει και την εθνική ιδεολογία. Ανεξάρτητα του πόσο βάσιμες ήταν αυτές οι καταγγελίες και οι φόβοι, εμείς να σημειώσουμε ότι η αρθρογραφία του Τερζάκη εκείνη την εποχή στα «Ελληνικά Γράμματα» αναφέρεται σε σταυροφορία των υπεύθυνων πνευματικών φορέων για την πραγματοποίηση ενός "νεοελληνικού διαφωτισμού". Μπορεί επομένως οι πολιτικές εφεδρείες να ανασυγκροτούνται, να συνοδεύονται από ανάλογες ιδεολογικές διεργασίες (το 1937 ο Τερζάκης θα στραφεί στο ιστορικό μυθιστόρημα), αλλά υπάρχει σε όλους κάτι κοινό: "ο κομμουνισμός και ο φασισμός θα κηρύσσονταν εκτός νόμου".
Άξιο επισήμανσης ότι το 1937 αρχίζει να συγκροτείται η φιλολογική έρευνα του λεγόμενου νεοελληνικού Διαφωτισμού και της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (Κ.Θ.Δημαράς, Ε.Κριαράς). "Η ανάπτυξη του διαλόγου μύθου και ιστορίας/παράδοσης στο μυθιστορηματικό πεδίο κατά την περίοδο 1937-1949 και οι προσπάθειες για τη μεθοδική συγκρότηση, στα ίδια χρόνια, της φιλολογικής και ιστορικής επιστήμης του νεότερου ελληνισμού συνθέτουν τον ελληνικό αστικό ιστορισμό της γενιάς του 1930"[74].
Βέβαια, οι σχέσεις των βενιζελικών διανοούμενων με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν σταματούν στο ιδεολογικό επίπεδο, αλλά, για να χρησιμοποιήσουμε και έναν σύγχρονο όρο, σημειώνουν μια βαθύτερη διαπλοκή. Το Σεπτέμβριο του 1937, ο Τερζάκης τοποθετείται από το δικτατορικό καθεστώς σε μια ιδιαίτερα σημαντική θέση, αυτή του Γραμματέα του Βασιλικού Θεάτρου (την ίδια εποχή, πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου ήταν ο Γ.Βλάχος, εκδότης της «Καθημερινής»). Το 1937 δύο ακόμη βενιζελικής κατεύθυνσης διανοούμενοι θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη Δικτατορία, αναλαμβάνοντας πολιτικές θέσεις. Ο Γ.Σεφέρης αναλαμβάνει καθήκοντα κυβερνητικού εκπροσώπου για τις επαφές με τον ξένο τύπο και ο Πρεβελάκης διορίζεται διευθυντής στη Διεύθυνση Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας. Τα όποια ανοίγματα στους αριστερούς διανοούμενους, περιορίζονται στην από κοινού βράβευση του Μ.Λουντέμη το 1938, με τον Κ.Πολίτη και την Ε.Αθηναία, με το κρατικό βραβείο πεζογραφίας (έναν θεσμό που βεβαίως η Αριστερά καταγγέλλει).
Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο Μυριβήλης, που από το 1938 καταλαμβάνει σημαντική θέση στην ελληνική ραδιοφωνία. Το έργο του αποκαλύπτει τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στο ιδεολογικό καθεστώς της αστικής δικτατορίας του 1936 και στο πεζογραφικό έργο βενιζελικών συγγραφέων της περιόδου 1937-1939 (Η Παναγιά η Ψαροπούλα/Γοργόνα). Ο Αντικομμουνισμός διαποτίζει το έργο ενός συγγραφέα που λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τις ιδεολογικές κατευθύνσεις αλλά και τους πολιτικούς στόχους της Δικτατορίας, για να φτάσει να αναλάβει ρόλο απολογητή της. Γράφει λοιπόν την 1.5.1940: "Μιλάμε για τον τρίτο ελληνικό πολιτισμό. Αν θέλουμε να μιλάμε σοβαρά γι' αυτή τη Μεγάλη Ιδέα, ας αρχίσουμε τη δουλειά από την αρχή. Και αρχή είναι να ξανασηκώσουμε τα γεφύρια της παραδόσεως και της ιστορίας. [.] Να φωτίσουμε και να δυναμώσουμε τη σημερινή, τη σύγχρονη ελληνική ψυχή, με το αίσθημα της συνέχειας και της εθνικής ευθύνης, για να μη μπορεί κάθε πνευματικός ή πολιτικός αρριβίστας [εννοεί τους κομμουνιστές] να χορεύει το άλογο του εις βάρος της ολότητας"[75].
Θα στραφεί κατά του εσωτερικού εχθρού της εθνικής ψυχής, του Πανεπιστημίου Αθηνών, γιατί "κατεδίωξε κάθε τι που ήταν γνήσια και ατόφια κληρονομιά του γένους. Γλώσσα, ήθη και έθιμα, μουσική, χορούς, βιοτεχνία, λαϊκές τέχνες, παραδόσεις και θρύλους". Στρέφεται ενάντια στην αντεθνική εκπαίδευση που παρέχει το τότε Πανεπιστήμιο γιατί άνοιξε διάπλατα το δρόμο στους "πράκτορες της κρατικής διάλυσης", τους κομμουνιστές. Ο πραγματικός του στόχος είναι το φοιτητικό κίνημα, "οι Έλληνες φοιτητές, αθώοι εγκληματίες, υπήρξαν από το 1930 οι επικεφαλής της εκστρατείας του εσωτερικού μισελληνισμού"[76]. Προτείνει ως πρότυπο εθνικού χαρακτήρα "τον αγράμματο λαό". "Δε βλέπεις τους γραμματισμένους! Απ' αυτούς βγαίνει η συφορά του Γένους".
Και όμως μετά από αυτό το παραλήρημα, που αποκαλύπτει την πραγματική ουσία της βενιζελικής και γιατί όχι, της αστικής ιδεολογίας της εποχής, θα βρεθεί απολογητής, καθηγητής της νεοελληνικής φιλολογίας, ο Mario Vitti, που θα υποστηρίξει: «θεατής ο Μυριβήλης ενός άλλου πολέμου, απαλλαγμένος από ιδεολογικούς διαλογισμούς, μουδιασμένος μέσα στην εθνικιστική έξαρση της μεταξικής δικτατορίας, βρίσκει στην αναπόληση του παλιού καιρού έναν τρόπο διαβίωσης εντελώς καθησυχαστικό»[77].
Βλέπεις, τα διακυβεύματα του Μεσοπολέμου «μεταφέρθηκαν» και «κρίθηκαν» στη δεκαετία του '40, αλλά μας απασχολούν με νέα ποιότητα και με διαφορετικό τρόπο και σήμερα, την εποχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
ΕΘΝΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ
Στο Μεσοπόλεμο, η Αριστερά θα «γράψει» αρκετές από τις πιο σημαντικές σελίδες της Ιστορίας της. Η ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ) τον Νοέμβριο του 1918 που θα μετεξελιχθεί σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (1920), η αντίθεση στη συμμετοχή της χώρας στην εκστρατεία της Ουκρανίας (1919), στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Μ.Ασία (Μάιος 1919), η αλληλοτροφοδότησή της με το εργατικό κίνημα που αποκτά ολοένα και πιο αγωνιστικά-ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, η σχέση της με το Διεθνές Κομμουνιστικό κίνημα (Απρίλιος 1920) κάνουν την Αριστερά ένα υπολογίσιμο αντίπαλο.
Το 3ο Έκτακτο Συνέδριο, στο οποίο παρίστανται οι αντιπρόσωποι της Κομμουνιστικής Διεθνούς Μανουίλσκυ και Σμέραλ, εξέλεξε για πρώτη φορά Εκτελεστική Επιτροπή (Παντελής Πουλιόπουλος, Ευαγγελόπουλος, Νικολαϊδης, Κ.Σκλάβος, Σ.Μάξιμος, Αποστολίδη και Σ.Δέφερρη) και αποφάσισε μεταξύ άλλων να:
· Μπολσεβικοποιήσουν το κόμμα, με καθιέρωση της Αρχής του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού.
· Θέτει ως στόχο την Εργατοαγροτική κυβέρνηση, προτείνοντας ως μέτωπο, το Ενιαίο Μέτωπο Εργατών Αγροτών Προσφύγων.
· Υοθετεί ως σύνθημα την Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη.
Η αριστερή ιστοριογραφία της εποχής ενσωματώνει αυτή τη δυναμική. Το φως της ιστορικής έρευνας «πέφτει» με ιδιαίτερη ένταση στις περιόδους 1922-1934 και 1934-40. Το 1922 συμπυκνώνει όλη την προηγούμενη δράση της Αριστεράς στο κοινωνικό και αντιπολεμικό πεδίο, σε συνδυασμό με τα νέα δεδομένα που δημιουργεί η στρατηγική ήττα του Μεγαλοϊδεατισμού και η προσφυγιά. Η πάλη ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Μ.Ασία και το Μεγαλοϊδεατισμό θα βρει τη συνέχειά της στους μεγάλους εργατικούς κυρίως αγώνες της εποχής, το κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών και την απαίτηση για Αποκατάσταση των Προσφύγων. Ο Διεθνισμός κυριαρχεί στη φυσιογνωμία της.
Η εκτίμηση της ότι και οι δύο μερίδες της αστικής τάξης, η αντιδραστική-συντηρητική και η δημοκρατική φιλελεύθερη, έχουν σε τελική ανάλυση τον ίδιο σκοπό, τη διάσωση του αστικού καθεστώτος και πολιτισμού, "απαγορεύει" τις συμμαχίες, οδηγεί στην πολιτική γραμμή του "σοσιαλφασισμού" και θέτει ως στόχο την προλεταριακή επανάσταση.
Το 1934 σηματοδοτεί τις οργανωτικές ανακατατάξεις στο ΚΚΕ, τη «στροφή» της πολιτικής γραμμής στο ζήτημα της Μακεδονίας, τις νέες δυνατότητες που παρουσιάζονται στο κοινωνικό πεδίο. Οι διαδοχικές αλλαγές πολιτικής γραμμής "Σοσιαλφασισμός-Λαϊκό Αντιφασιστικό Μέτωπο-Εθνικό Αντιμοναρχικό Μέτωπο" δείχνουν να σηματοδοτούν μια προσπάθεια κυριαρχίας πλέον του "Εθνικού-Πατριωτικού" στοιχείου.
Αν θέλαμε να δώσουμε ένα ορισμό της εποχής θα λέγαμε ότι η Αριστερά περνά από την Αμφισβήτηση στην Κατάφαση του Έθνους.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ: 1922-1934
Την περίοδο αυτή η Αριστερά διαμορφώνει ένα πλαίσιο θέσεων, σχέσεων και συγκεκριμένων κριτικών απόψεων. Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα είναι η στάση της απέναντι στο λογοτεχνικό παρελθόν και ιδιαίτερα στον παλαμικό δημοτικιστικό κανόνα για την ιστορία της λογοτεχνίας, ενταγμένο στο γενικότερο πρόβλημα της στάσης της απέναντι στο Δημοτικισμό. Κομβικά σημεία του κανόνα, που αποτέλεσαν βασικές αιχμές συζήτησης και αμφισβήτησης, ήταν το δημοτικό τραγούδι, ο Σολωμός και ο Κάλβος, ο δημοτικισμός, ο ποιητής Παλαμάς, η ηθογραφία, ο Καβάφης και ο Καριωτάκης καθώς και ο μοντερνισμός.
Ο Π.Πουλιόπουλος θα αποτελέσει τον πιο μαχητικό και συγκροτημένο εκφραστή της αριστερής αντίληψης για το έθνος, που υποστηρίζεται ότι «αποτελεί μια μορφή πολύ πλατύτερης κοινωνικής ομαδικότητας, που διαδέχτηκε τις προηγούμενες, όταν, μετά από την κατάρρευση των παλαιών οικονομικό-κοινωνικών συνθηκών, η εξέλιξη δημιούργησε ορισμένες ανάγκες και τους ανάλογους οικονομικούς όρους».[78] Καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα ότι ο σχηματισμός του έθνους συμπίπτει με την αστικοποίηση της κοινωνίας. Άρα, το «έθνος» είναι ιστορικό κατασκεύασμα.
Αργότερα, ο Μ. Σπιέρος (ψευδώνυμο του Ν. Καλαμάρη) θα τονίσει ότι η έννοια του έθνους δεν έχει θέση στην σοσιαλιστική κοινωνία, καθώς το έθνος ήρθε και θα φύγει με τον καπιταλισμό. Ο Παύλος Γκίκας (ψευδώνυμο του Ηλία Τσιριμώκου) υποστηρίζει ότι ο σοσιαλισμός είναι η εξύψωση του ανθρώπου πάνω από την ιδέα του έθνους, χτυπώντας τον εθνικισμό που καλλιεργεί τον ιδεαλισμό και υποθάλπει τον πόλεμο.
Η πρώτη μεσοπολεμική δεκαετία διακρίνεται για τη μαχητικότητα της Αριστεράς, η οποία κατευθύνεται πρωτίστως εναντίον του «συμβιβασμένου» δημοτικισμού, που θεωρούνταν αστικός και εθνικιστικός.[79] Έχει προηγηθεί η εκτίμηση ότι η σύγκρουση τον 19ο αιώνα μεταξύ των χυδαϊστών (υποστηρικτών και οπαδών της λαϊκής νεοελληνικής) και των λογιοτάτων (οπαδών της αττικής ή αρχαΐζουσας) κρύβει ευρύτερες στοχεύσεις.
Εδώ εκφράζεται μια σοβαρή αντίφαση: ενώ μέσω της αρχαΐζουσας οι Νεοέλληνες αστοί διεκδικούν την αρχαία κληρονομιά, οι πνευματικοί τους ηγέτες θέλουν να επιβάλλουν στο γραφτό και προφορικό λόγο τη γλωσσική ομοιομορφία. Ο απώτερος σκοπός ήταν να εξελληνίσουν τις ξενόφωνες εθνότητες που κατοικούσαν όχι μόνο στη Βαλκανική αλλά και στην κυρίως Ελλάδα:
Αλβανοί, Βλάχοι, Βούλγαροι, αλλόγλωσσοι χαρήτε
κ'ετοιμασθήτε όλοι σας Ρωμαίοι να γενήτε,
βαρβαρική αφήνοντας γλώσσαν, φωνήν και ήθη.[80]
Το ισχυρό κτύπημα στο λογιοτατισμό θα το δώσει ο Γιάννης Ψυχάρης. Στα 1888 τύπωσε το γνωστότατο βιβλίο του «Ταξίδι», που έκανε κρότο και σημείωσε σταθμό στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ότι θεωρούσε τη γλώσσα εργαλείο του Μεγαλοϊδεατισμού.
"Ένα έθνος -γράφει στον πρόλογο του «Ταξιδιού»-για να γίνει έθνος θέλει δύο πράγματα. Να μεγαλώσουν τα σύνορα του και να κάμει φιλολογία δική του. Άμα δείξει πως ξέρει τι αξίζει η δημοτική γλώσσα και άμα δεν ντραπεί γι΄ αυτή τη γλώσσα, βλέπουμε πως τόντις είναι έθνος. Πρέπει να μεγαλώσει όχι μόνο τα φυσικά, μα και τα νοερά του σύνορα . Γι΄ αυτά τα σύνορα πολεμώ».
Η γλωσσική μεταρρύθμισή του λοιπόν, όπως τη βάφτιζεν ο ίδιος, ήταν εθνικό έργο, δηλαδή εμπνεόταν από εθνικιστικές ιδέες.[81]
Μια από τις πιο σημαντικές μορφές που παρεμβαίνουν στο γλωσσικό ζήτημα είναι ο Δ.Γληνός. Αφού επισημάνει τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί όλα αυτά τα χρόνια, διαπιστώνει την ανάγκη αστικού εκσυγχρονισμού της παιδείας και το ρόλο που παίζει σε αυτή την κατεύθυνση ο «Εκπαιδευτικός όμιλος». Το 1917 η δημοτική γλώσσα θα μπει στα σχολεία, για να ακολουθήσει ο εξοβελισμός της την περίοδο 1920-1922 από τις φιλοβασιλικές κυβερνήσεις. Στα 1924 ψηφίζεται η κατάργηση της καθαρεύουσας από τα λαϊκά σχολεία, τελευταίο προοδευτικό βήμα της αστικής τάξης.[82] Ακολουθεί η δικτατορία του Πάγκαλου, που έσβησε όλο το έργο της «εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης».
Ο «Εκπαιδευτικό Όμιλος» αντιμετωπίζει μεγάλες εσωτερικές αντιθέσεις. Η μια τάση (Τριανταφυλλίδης, Δελμούζος) θέλει να τονίσει την εθνική και θρησκευτική μόρφωση, μιλά για υπερταξικό χαρακτήρα της παιδείας. Δίνει στη νεοελληνική πραγματικότητα εξήγηση καθαρά ρομαντική, ζητώντας ένα είδος επαναφοράς των στοιχείων του ποιμενογεωργικού πολιτισμού της Τουρκοκρατίας.[83] Οι εκπρόσωποι της, καταλήγουν εισηγητές της ψευτομεταρρύθμισης που κάνει αργότερα η κυβέρνηση Βενιζέλου το 1929.
Η άλλη τάση υποστηρίζει ότι ο αγώνας ενός λαού για τη γλώσσα δε μπορεί παρά να εντάσσεται στην υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. Συμπερασματικά, συμφωνούμε με τη διαπίστωση του Δ.Γληνού: «ο δημοτικισμός ο ίδιος δεν έχει μέσα του κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο, παρά το περιεχόμενο του το δίνει η κοινωνική τοποθέτηση του κάθε δημοτικιστή».
Ο ίδιος, με την παρρησία γνώμης που πάντα τον διέκρινε, καταθέτει με συγκλονιστικό τρόπο την άποψή του σε σειρά άρθρων με τίτλο «Πνευματικές μορφές της Αντίδρασης» στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι». Καταγγέλλει τους διάφορους πνευματικούς αντιπροσώπους της αστικής τάξης που μιλούν «με στόμφο και κομπασμό για Εθνική Αναγέννηση, για αναδημιουργία, για μεγάλα ιδανικά, για λαϊκό περιεχόμενο της δημοκρατίας».[84] «Η εξέλιξη της νεαρής ελληνικής αστικής δημοκρατίας στο πνευματικό επίπεδο είναι από την αρχή της ως τώρα μια σειρά από ύπουλες αντιλαϊκές ενέργειες και από φανερούς και λυσσασμένους διωγμούς και μια προσπάθεια να επιβληθεί αφόρητη πνευματική σκλαβιά».[85]
Τα θέσφατα του αστικού καθεστώτος μπαίνουν στο στόχαστρό του, όπως ο τύπος και πιο συγκεκριμένα η εφημερίδα «Εστία», που μάχονταν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1924 υπερασπίζοντας την καθαρεύουσα. Η αντιδραστική τους διάθεση φανερώνεται μέσα από την καμπάνια για το «κύμα της αγραμματοσύνης. Στα παλιότερα χρόνια, λένε, τα παιδιά μάθαιναν στα σχολεία καλά γράμματα, τώρα βγαίνουν οι νέοι από τα γυμνάσια αγράμματοι και ανορθόγραφοι. Καιρός λοιπόν να ξαναγυρίσουμε στην αρχαία γλώσσα, τη γραμματική, το συνταχτικό, για να μάθουμε τους νέους να ορθογραφούν».[86] Φαίνεται, ότι στο χρονοντούλαπο της ιστορίας είναι καλά φυλαγμένα και πάντα ετοιμοπόλεμα τα ιδεολογικά όπλα, έτοιμα να χρησιμέψουν στους διανοούμενους και πολιτικούς εκπροσώπους του αστικού καθεστώτος. Ακόμη και μετά από 80 χρόνια.
Από την πολεμική του δε θα ξεφύγουν Εκκλησία, Σχολείο (που κυριαρχούν οι ιδέες της ανασύστασης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και η ανασύσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας) και Επιστήμη υπό την κυριαρχία της αστικής τάξης. Μια επιστήμη «κλεισμένη στα δικά της σύνορα, άμεσο όργανο της κυριαρχίας, στήριγμα της αντίδρασης».
Πολύτιμος συνοδοιπόρος στην αμφισβήτηση «των ιερών και όσιων της φυλής» θα σταθεί ο Ασημάκης Πανσέληνος. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικός, ο γεμάτος ειρωνεία διάλογος που ακολουθεί:
«Η εκκλησία είναι μαγαζί και δε μπορεί να μουτζουρωθεί για χατίρι του Λούη. Κι οι χωροφύλακες πάλι πληρώνονται για να δέρνουν. Οι δικαστές να καταδικάζουν. Οι δήμιοι να σκοτώνουν. Είναι δουλειά τους, και τη δουλειά του αλλουνού πρέπει κανείς να τη σέβεται.
- Μα ο Χριστός, ο Χριστός, κάνει κάποιος να πει.
- Ποιος Χριστός; Αυτός που γεννήθηκε εδώ και 2000 χρόνια, ή ο Χριστός του παπά Σωτήρη; Ποιος ξέρει τι ήθελε πραγματικά ο Χριστός;»[87]
Ο Γληνός θα σταθεί κριτικά απέναντι στα Πανεπιστήμια, που κυριαρχεί η συντήρηση και σκοπό έχουν την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας, την καταστολή της αμφισβήτηση, που προτρέπουν τους φοιτητές «να καταγίνονται αποκλειστικά με την επιστήμη τους, μια επιστήμη καθαρή, ανεπηρέαστη από τους πολιτικοκοινωνικούς αγώνες, επιστήμη για την επιστήμη». Τη σύγχρονη που είναι όντως η προτροπή τους: «είναι μεν σωστό και φυσικό οι νέοι να αρνιούνται, μα η άρνηση τους πρέπει να έχει, ας πούμε, φιλολογικό χαρακτήρα χωρίς κανένα θετικό και συγκεκριμένο περιεχόμενο και ορισμένη κατεύθυνση. Πρέπει να είναι ένα είδος αερολογίας, ένα είδος ερωτικοί αναστεναγμοί προς την άγνωστον ωραίαν, ή πιο ακριβολογημένα, ένα είδος πνευματικού αυνανισμού».[88]
Όσον αφορά την Τέχνη, ρίχνει το γάντι στους ιδεαλιστές. Σε όσους υποστηρίζουν ότι: «η τέχνη είναι αυτοσκοπός. Η τέχνη υπάρχει μόνο για την τέχνη. Το καλλιτέχνημα μπορεί να θεωρηθεί μόνο ως δημιούργημα μιας εξαιρετικά πολύπλοκης και πολυσύνθετης προσωπικότητας, όπως είναι η γεμάτη μυστήριο προσωπικότητα του καλλιτέχνη».[89] Από τη σύγχρονή του λογοτεχνία απορρίπτει για διαφορετικούς λόγους τον Παλαμά, Σικελιανό, Καζαντζάκη, Καβάφη.
Αντιπροτείνει «την κοινωνική λειτουργία της τέχνης, τη δυναμική εξέλιξης των μορφών, του περιεχομένου, των ίδιων των ειδών της τέχνης. Εξέλιξη που συμβαδίζει με ανάλογες και ταυτόχρονες αλλαγές σε άλλα επίπεδα του κοινωνικού κόσμου, ότι το καλλιτεχνικό έργο είναι η αντικειμενοποιημένη συνείδηση μιας κοινωνικής τάξης».
Είναι η περίοδος που αποκτά ιδιαίτερη ένταση η διαμάχη μεταξύ μαρξιστών-αντιμαρξιστών σχετικά με την αιτιοκρατία. Οι ιδεαλιστές προβάλλουν το αίτημα της διάσωσης του πολιτισμού, φοβούμενοι τον κίνδυνο του κομμουνισμού και της επανάστασης. Υποστήριζαν πως το εθνικό αίσθημα έχει προτεραιότητα έναντι του ταξικού, πως το έθνος αποτελεί μια ψυχολογικά ανώτερη κατηγορία από την τάξη, πως συμβολίζει την αρμονία των τάξεων και την παράδοση και επομένως το έθνος ήταν ικανό για την ηθική αναγέννηση της κοινωνίας. Προείχε επομένως, η ανόρθωση του ιδεολογήματος της ελληνικότητας, η ανακάλυψη των εθνικών πηγών και η υπεράσπιση της δημοτικίστικης παράδοσης ως της μόνης εθνικής.
Σε αυτό το πεδίο θα παρέμβει και ο Βάρναλης. Ήδη από το 1922 προβάλλει τη θέση ότι βαθύτερο ιδανικό του δημοτικισμού «εστάθη το να μας φέρει και αυτός από πολύ καλύτερο και πιο συγχρονισμένο τάχα δρόμο στον αρχαίο πολιτισμό», εννοώντας μάλλον την ιδέα της ιστορικής συνέχειας. Υπερασπίζει την άποψη ότι οι ποιητές είναι προϊόντα της εποχής τους και στρέφεται ενάντια στην επαναφορά παλαιών προτύπων. Το 1928 σε κριτική που γράφει στην «Αναγέννηση» για το βιβλίο του Άλκη Θρύλου «Στοχασμοί για το δημοτικό τραγούδι», το γνωστό μαχητικό, ειρωνικό του στυλ δίνει δυναμικό παρόν:
Είναι έκφραση πρωτόγονης συνείδησης, ακαλλιέργητης ψυχής και πνεύματος [.] όσο κι αν δεν έχει ατομικότητα, δεν παύει νάναι η έκφραση υποκειμενικών συναισθημάτων[.]. Πολιτισμός και λαϊκή τέχνη, ήτοι πρωτογονισμός, είναι δύο αντιφατικοί όροι. Όπου υπάρχει πολιτισμός, η λαϊκή τέχνη πισωδρομεί κι όπου ακμάζει η λαϊκή τέχνη, ο πολιτισμός είναι πίσω ακόμα ή έχει ξεπέσει και λησμονηθεί [.]. Αλλά η «κορυφή του θαύματος» είναι η θεωρία που θέλει να στηρίξει τον νεοελληνικό πολιτισμό απάνου στο δημοτικό τραγούδι. Πώς είναι δυνατόν να στηρίξουμε πολιτισμό απάνου σ' ένα στοιχείο που βασική του προϋπόθεση είναι η απουσία πολιτισμού; ο «πολιτισμός» έξαφνα του δημοτικού τραγουδιού είναι αναπόσταστος από τη φεουδαρχική οικονομία και ασυμβίβαστος με το νεότερο μηχανικό πολιτισμό».[90]
Αρνείται επίσης τόσο την ταξική, όσο και την πατριωτική συνείδηση του κλέφτικου τραγουδιού.
Στην αστική προσπάθεια επιστροφής στην παράδοση, η Αριστερά θα αντιπροτείνει μεταξύ άλλων το Δημοσθένη Βουτυρά που "με τους Αλανιάρηδες, και με όλο το βαρυσήμαντο έργο του, τράβηξε την πεζογραφία από το χωριό και την έφερε στην πολιτεία και στη φτωχή γειτονιά της".[91]
Ο Βάρναλης θα σταθεί απέναντι στην «περιβαλλοντική ερμηνεία», θα ασκήσει κριτική στο Δελμούζο και θα επικρίνει έντονα την τάση να ανάγονται τα πνευματικά και καλλιτεχνικά φαινόμενα στη φύση και το γεωγραφικό παράγοντα, οδηγώντας στο μεταφυσικό εθνικισμό και στην προστατευτική απομόνωση του ελληνικού πολιτισμού.
Το έργο όμως που ανέβασε τον πήχη της σύγκρουσης ιδεαλιστών-υλιστών ήταν το «Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ» (1923), απάντηση στο γνωστό βιβλίο «Η ποίηση στη ζωή μας» του Γιάννη Αποστολάκη.
Ο Γ.Βελούδης εκτιμά ότι το τελευταίο αποτελεί την πρώτη συνειδητή απολογία του φασισμού, όπως καταφαίνεται από τις «υπερταξικές» προπαγανδιστικές αποστροφές του κατά των σύγχρονων του κομματικών και κοινοβουλευτικών θεσμών και υπέρ της ολοκλήρωσης της επεκτατικής στρατιωτικής πολιτικής της «Μεγάλης Ιδέας» προς Ανατολάς.[92] "Δεν είναι τυχαίο ότι το αστικοφασιστικό δικτατορικό καθεστώς Πάγκαλου-Κονδύλη διόρισε στην έδρα Νεοελληνικής Φιλολογίας στο νεότευκτο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1926) τον ιδεολογικό του υπήκοο Αποστολάκη, ενώ, αντιστρόφως ανάλογα, απέλυσε το Βάρναλη από την αντίστοιχη θέση του ως καθηγητή ακριβώς της Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία", μας αποκαλύπτει ο Γ.Βελούδης.
Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο Βάρναλης καταρρίπτει στο εν λόγω έργο τους μύθους του Παπαρηγόπουλου. Αναφέρεται στην Εφτάνησο, που από το 1386 "αφιερώνεται" στην Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας και διαπιστώνει: "το πατριωτικό συναίσθημα, όπως το ένοιωσε ο 19ος αιώνας κι όπως το νοιώθουμε σήμερα, δεν υπήρχε, αλλά αντίς αυτό κυριαρχούσε ως πρώτη κοινωνική δύναμη μαζί με τη θρησκεία η νομιμοφροσύνη των αρχόμενων από τους άρχοντες".[93]
Αποδεικνύει ότι βάση εκκίνησης της άρχουσας τάξης είναι η ικανοποίηση των συμφερόντων της: "Αλλ' οι ευγενείς δεν παραιτηθήκανε καθόλου από τα προνόμια, που τους πήρανε. Βλέπανε την πατρίδα μονάχα μέσα σε αυτά τα προνόμια και, για να τα ξαναπάρουνε, σκεφτήκανε να καλέσουνε την επέμβαση των ξένων. Και ποιων ξένων; Των Τούρκων!"[94]
Τα σύμβολα της Γαλλικής επανάστασης, η Δημοκρατία-Ισότητα-Δικαιοσύνη, ακόμη η Θρησκεία, η Εθνική Ελευθερία είναι "πουκάμισα αδειανά" για τους ευγενείς που καλούν αρχικά τις αυστριακές αρχές του Καττάρου να επέμβουνε και να τους λευτερώσουνε από την τυραννία των άθεων. Έχει προηγηθεί το κάλεσμα της Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ζάκυνθος, για να την ακολουθήσει της Κέρκυρας, προς το Βοναπάρτη, να μεσολαβήσει "όπως η νήσος καταταχθή απολύτως μεταξύ των γαλλικών επαρχιών".
Ένας ακόμη μύθος, αυτός της συνέχειας της γλώσσας καταρρίπτεται καθώς στην Κέρκυρα η διγλωσσία είναι έντονη. Από τη μια τα βενετσιάνικα, συνεπεία των τετρακοσίων χρόνων κατοχής, ως γλώσσα της Μητρόπολης και από την άλλη στον κάμπο οι χωριάτες να μιλούν ακόμα τα ρωμέικα.
Η κριτική του για το Σολωμό αποκαλύπτει τη θεοσέβειά του, τον ιδεαλισμό του ("αγαπά την Ελλάδα ως ιδέα και όχι ως πραγματικότητα"), την επαναστατικότητα και τον συντηρητισμό του έργου του ("Ο Σολωμός είτανε την εποχή, που αγωνιζότανε το έθνος, επαναστατικός. Μετά την απελευθέρωση όμως έγινε συντηρητικός κι από την άποψη των αντιενωτικών του φρονημάτων, αντιδραστικός"), αναδεικνύοντας την αιτιοκρατία του έργου του.
Συμπερασματικά, ενώ ο Βάρναλης ξεκινά υπερασπιζόμενος τον Παλαμά έναντι του Αποστολάκη, καταλήγει μέσω "της άρνησης της σολωμικής ποίησης ως προτύπου, σε έμμεση υπονόμευση του παλαμικού κανόνα".[95]
Ο Παλαμάς θεωρείται από την Αριστερά ένας καλλιτέχνης γεμάτος αντιφάσεις, χωρίς σταθερό «ιδεολογικό πιστεύω». Εκφραστής της ψυχολογίας της αστικής τάξης, που ακολούθησε πιστά τον Τρικούπη. Ο οργισμένος κατήγορος της αντιτρικουπικής αντίδρασης. Ο εκπρόσωπος της αστικής τάξης που ανέβαινε την περίοδο 1900-1913. Ο ίδιος όμως είναι βενιζελικός και βασιλικός στα χρόνια 1915-1922. Η μούσα του εκφράζει τα συναισθήματα της αστικής τάξης που βλέπει τον εσωτερικό κίνδυνο από τον ενδοκομματικό εμφύλιο πόλεμο, και ζητά το συμβιβασμό, τη συμφιλίωση».[96]
Το μεγάλο όραμα ολόκληρης της ζωής του είναι η Πόλη-το Βυζάντιο:
Και θα είναι η Ελλάς, σαν πρώτα, πάλι,
Θα ξαπλωθεί σ' Ανατολή και Δύση
Και εμπρός στο βασιλιά τον ξανθομάλλη θα γονατίση.[97]
Στις αρχές του αιώνα το κοινωνικό ζήτημα τον συγκινεί, τον υποχρεώνει να οραματιστεί την αλλαγή εκ «των άνω» και να συνθέσει το «Δωδεκάλογο του Γύφτου» (1907). Το 1910, με τη «Φλογέρα του Βασιλιά» επιστρέφει στον Μεγαλοϊδεατισμό. Σε κάθε ευκαιρία, δηλώνει φανατικός λάτρης:
"Η μεγάλη Ιδέα. Το παινεύομαι. Από τα πρώτα χρόνια μου, μαζί με την πρώτη μου αγάπη, το πρώτο εκστατικό ξάφνιασμα μου φύσηξε. Στο σπίτι μέσα την άκουσα να ψιθυρίζεται γύρω μου σαν ένα τρανό μυστικό, σαν ένα «μελλούσης Αναστάσεως» καρτέρημα και την πίστεψα με ευλάβεια θρησκευτική. Και την είδα την πρωτομάγισσα των πατέρων μας να προβάλλη από τα χαλάσματα της παρμένης πρωτεύουσας, να ζωντανεύει από την στερνή πνοή του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα, να φτερουγίζη και να απλώνεται κατά τη Δύση.(«Γράμματα», τ.Β', 136)".
Αργότερα θα στιγματίσει τον πολιτικαντισμό, τη φαυλοκρατία, το δασκαλισμό και το σκοταδισμό. Με επαναστατικό τόνο στη φωνή θα βροντοφωνάξει ότι χρειάζεται αξίνα. Όσο όμως και αν κατά διαστήματα θα επηρεαστεί από τις αριστερές ιδέες και το κοινωνικό ζήτημα, ποτέ δεν θα αρνηθεί την αστική τάξη, της οποίας υπήρξε φανατικός υποστηρικτής.
Ο Παλαμάς θα υψώσει επαναστατική ρομφαία μόνο όταν έρθει σε διάσταση με την αστική τάξη και προσωρινά. Είναι η εποχή που τον παύουν από τη γραμματεία του Πανεπιστημίου, τον βρίζουν, τον συκοφαντεί ο τύπος, οι βασιλικοί και οι βενιζελικοί.
Ποτέ όμως δεν ήταν σοσιαλιστής, ενώ εκδηλώνεται ανοικτά κατά του κομμουνισμού:
Καίσαρες, Νέρωνες λογής, Λένιν και Ροβεσπιέρων
Φιλοσοφίες, ειν' αρκετά τα δάκρυα των μητέρων
Για να σας πνίξουν. Ως γοερά ποτάμια των αιμάτων
Και κορωνάτων και λαϊκών, μαρτύρων και θυμάτων.[98]
Την ήττα του 1922 και το ξερίζωμα του χριστιανικού στοιχείου της Μ.Ασίας το εισπράττει ως νέο 1453 και καλεί σε εθνικό συναγερμό:
Βοσκοί, στην μάντρα της πολιτείας οι λύκοι, οι λύκοι!
Στα όπλα, Ακρίτες! Μπροστά κι' οι φαύλοι κι' οι περιττοί!
Καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι,
Για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί. [99]
Η παραπάνω εξιστόρηση δίνει μια αίσθηση του γιατί το αστικό καθεστώς θεώρησε την Αριστερά της εποχής ως Αντεθνική Δύναμη. Δεν ήταν μόνο η θέση της περί Αυτονομίας της Μακεδονίας. Ήταν πρωτίστως η πρωτοπόρος δράση της, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, που αμφισβητούσε όλο το πλέγμα της αστικής καθεστωτικής ιδεολογίας. Σε συνδυασμό με την προσπάθεια κατάθεσης αντιπρότασης, που ανεξάρτητα την συγκρότηση και την κοινωνική της διεισδυτικότητα έκανε σαφές ότι μιλά από την σκοπιά της εργαζόμενης πλειοψηφίας.
ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Περίοδος 1928-1931
Το 1928 κλείνει με το τέταρτο τακτικό συνέδριο του ΚΚΕ, (10-15 Δεκεμβρίου). Η γραμμή του "σοσιαλφασισμού" κυριαρχεί, η ιδεολογία του "οικονομισμού" ριζώνει, "η πεποίθηση για την αυτοκατάρρευση του καπιταλισμού εξαιτίας των εσωτερικών αντιφάσεων του και, ως εκ τούτου, η αυτόματη υιοθέτηση του σοσιαλιστικού ιδανικού από τις μάζες γίνεται η βαθύτερη πολιτική φιλοσοφία των κομμουνιστών"[100]. Τακτική και στρατηγική του κόμματος είναι η πιστή μετάφραση στα ελληνικά της στρατηγικής της Διεθνούς.
Η σύγκρουση μεταξύ Στάλιν-Μπουχάριν, αγκαλιάζει τη Διεθνή και τα κόμματα της φτάνοντας και στην Ελλάδα. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο αντίπαλων τάσεων είναι ισχυρότατη και λήγει το 1931 με την επέμβαση της Διεθνούς και τον διορισμό μιας ολοκληρωτικά νέας ηγετικής ομάδας (Ν.Ζαχαριάδη, Γ.Ιωαννίδη, Σ.Σκλάβαινα, Γ.Μιχαηλίδη, Β.Νεφελούδη, Γ.Κωσταντινίδη, Λ.Στρίγγο).
Η εσωκομματική δημοκρατία ελαχιστοποιείται, καθώς όλα υποτάσσονται στην Κεντρική Επιτροπή, το κόμμα με τη σειρά του υποκλίνεται στην Διεθνή και αυτή με την σειρά της στην ΕΣΣΔ. Το συνέδριο της Κουμμουνιστικής Διεθνούς (Ιούλιος-Αύγουστος 1928) αποφασίζει: " ο συντονισμός της επαναστατικής δράσης και η ορθή καθοδήγηση της επιβάλλει στο προλεταριάτο μια διεθνή ταξική πειθαρχία, πειθαρχία που πρέπει να μετατραπεί σε υπαγωγή των ιδιαίτερων τοπικών συμφερόντων του κινήματος στα γενικότερα και μονιμότερα συμφέροντά του".[101]
Η γραμμή του σοσιαλφασισμού που εγκαινιάζει το 4ο Συνέδριο του ΚΚΕ το 1924 θα διατηρηθεί μέχρι το 1934. Ο φόβος νέας επέμβασης των καπιταλιστικών δυνάμεων κατά της ΕΣΣΔ, οι ιδιαιτερότητες της διακυβέρνησης Βενιζέλου (Ιδιώνυμο, "χρωματισμός" αστικού καθεστώτος με έντονα αυταρχικά-αντιδραστικά χαρακτηριστικά) ωθούν το ΚΚΕ να διατυπώνει τις εξής θέσεις:
"Άμεσο πρόβλημα του ΚΚΕ μπρος στην νέα ισχυρή επίθεση της μπουρζουαζίας και της κυβέρνησης Βενιζέλου προς την φασιστοποίηση της κρατικής εξουσίας (.) είναι η γενική κινητοποίηση του προλεταριάτου και των φτωχών εργαζόμενων στρωμάτων της αγροτιάς, η αντεπίθεση κατά της επίθεσης της μπουρζουαζίας, η οργάνωση και προπαρασκευή της γενικής πολιτικής απεργίας, των ενόπλων διαδηλώσεων και των καθόδων στις πόλεις των φτωχών στρωμάτων της αγροτιάς" (...). Επίσης, "η αμείλικτη και εξοντωτική πάλη κατά των σοσιαλφασιστών κλπ. μέσα στους αγώνες της εργατιάς, η εξίσου αμείλικτος και εξοντωτική πάλη κατά των αγροτιστών είναι η βασική προϋπόθεση της οργάνωσης και διεξαγωγής των αγώνων αυτών και προπαραγκευής της γενικής πολιτικής απεργίας".[102]
1931-1934
Ο Α.Ελεφάντης σωστά εντοπίζει μια σοβαρή αντίφαση του ελληνικού εργατικού κινήματος: "η πολιτική του ιδεολογία ήταν κράμα λαϊκίστικων, ρομαντικών, εθνικιστικών στοιχείων, ποικίλων σχολών και προελεύσεων, επανέκαμπτε στα νερά της αστικής ιδεολογίας" και την τεράστια θεωρητική φτώχεια του νεαρού κομμουνιστικού κινήματος.
Η μεγάλη καμπή στο ΚΚΕ πραγματοποιείται στην 6η Ολομέλεια, που χαρακτηρίζει την επικείμενη επανάσταση "αστικοδημοκρατική" κι όχι προλεταριακή. Η θεωρητική υποχώρηση της Αριστεράς (που πλέον θα την ακολουθεί σε όλη την ιστορική πορεία) που προβάλλει την λογική των σταδίων, τη συνεργασία-υποταγή στις αστικές δυνάμεις, την απεμπόληση του αντεθνικού της χαρακτήρα και την αναζήτηση πλέον της πατριωτικής-εθνικής της ταυτότητας.
Η 6η Ολομέλεια (Ιανουάριος 1934) εκτιμά ότι η ελληνική κοινωνία "ανήκει στον τύπο εκείνο των χωρών που στο πρόγραμμα της Διεθνούς χαρακτηρίζονται χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού (.) με υπάρχοντα σημαντικά υπολείμματα μισοφεουδαρχικών σχέσεων στην αγροτική οικονομία, (.) με όχι τελειωμένο ακόμα τον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό".[103]
Η πραγματική αλλαγή για το ΚΚΕ θα έρθει το φθινόπωρο του 1934 (έχει προηγηθεί η άνοδος των Ναζί στην εξουσία το 1933). Στην Ελλάδα και διεθνώς το κομμουνιστικό κίνημα προωθεί το Λαϊκό Μέτωπό κατά του Φασισμού, με μηδαμινά οφέλη για το ΚΚΕ και το κίνημα.
Το σημείο μηδέν για την αλλαγή πολιτικής γραμμής και φυσιογνωμίας της Αριστεράς αποτελεί αναμφίβολα η 4η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ (Σεπτέμβριος 1935). Αποφασίζεται η αποδοχή συμμαχίας όχι μόνο με τα σοσιαλιστικά και αγροτικά κόμματα, αλλά και με το σύνολο των κομμάτων που θεωρούνται δημοκρατικά-αντιμοναρχικά:
"Το ΚΚΕ στον αντιμοναρχικό-δημοκρατικό αγώνα συνεργάζεται και με τέτοια κόμματα, όπως των Φιλελευθέρων, ξέροντας ότι το κόμμα αυτό που στο παρελθόν εξέθρεψε τόσα δικτατορικά και φασιστικά κινήματα, αντιτίθεται σήμερα στη μοναρχική παλινόρθωση (.) τόσο γιατί αυτό του επιβάλλουν σοβαρά οικονομικοπολιτικά συμφέροντα του που χτυπιούνται γερά από την μοναρχική παλινόρθωση, όσο ιδιαίτερα γιατί πιέζεται αποφασιστικά από τη δημοκρατική αντιφασιστική του βάση στο λαό, και στο στρατό".[104]
Για πρώτη φορά η Αριστερά μιλά για "εθνική ενότητα", προτείνει συνεργασία στο αστικό κόμμα που από το 1911 υπήρξε ο πολιτικός εκφραστής της αστικής τάξης. Συνεργασία επομένως εργατών-μεγαλοαστών, αντιφασιστικό-αντιιμπεριαλιστικό αγώνα με αυτούς που ποτέ δεν έκρυψαν τους Μεγαλοϊδεατικούς τους στόχους. Αντιμοναρχικό αγώνα με αυτούς που διαπραγματεύονται με το βασιλιά και είναι έτοιμοι να συνεργαστούν μαζί του.
Έτσι, το 1935 η θέση για το "Μακεδονικό" αλλάζει. Όχι γιατί εδώ και καιρό ήταν καθ' όλα λάθος (η ανταλλαγή πληθυσμών 1923-1926 έχει ανατρέψει σε πολύ μεγάλο βαθμό την πληθυσμιακή σύνθεση και απονομιμοποιεί "την Αυτονομία της Μακεδονίας-Θράκης"). Αιτία είναι οι νέες προτεραιότητες της ΕΣΣΔ (αυτού του πλέον ιδιόμορφα εκμεταλλευτικού-αυταρχικού κράτους) και οι τακτικές επιλογές του ΚΚΕ. Η στρατηγική υποτάσσεται στην τακτική, με συνέπεια την ακύρωση κάθε στρατηγικής στόχευσης.
ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
Όλες αυτές οι πολιτικές διεργασίες θα βρουν την αντιστοίχισή τους στον "κόσμο των ιδεών". Ήδη από το 1929, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος θα μιλήσει στην «Νέα Επιθεώρηση» για την αστείρευτη πηγή του δημοτικού τραγουδιού, που έχει "το μεγάλο πλεονέκτημα να εφοδιάζει τον τεχνίτη με μορφές σταθερές, βαθειά αισθήματα και βιώσιμη αξία. Έχει ακόμη και το άλλο, το αφάνταστα μεγάλο προσόν, το ότι εξασφαλίζει στα τέτοια δημιουργήματα πλατειά διάδοση στο λαό".[105] Πλέον, μια τάση μετατόπισης προς την λαϊκή τέχνη είναι εμφανής.
Οι «Νέοι Πρωτοπόροι» το ίδιο διάστημα προβάλλουν το δημοτικό τραγούδι, απομακρύνονται από τις καλλιτεχνικές πρωτοπορίες και υπενθυμίζουν τις δημοτικίστικες ρίζες αριστερών διανοούμενων, όπως ο Δημήτρης Γληνός και ο Νίκος Καρβούνης. Είναι το περιοδικό του εκδίδει με αρχικό τίτλο «Πρωτοπόροι» ο Πέτρος Πικρός το 1930, για να μετονομαστεί το 1931 και αφού καθαιρεθεί ο Π.Πικρός (δεν είχε δώσει χαρακτήρα προλεταριακό, αλλά διανοουμενίστικο κλπ), σε «Νέοι Πρωτοπόροι», με γραμματεία σύνταξης τη Φούλα Χατζιδάκη και τον Ασημάκη Πανσέληνο. Αργότερα, αφού και η νέα συντακτική επιτροπή "παραστρατήσει ιδεολογικά", θα αντικατασταθεί και τον τόνο πλέον δίνουν ο Γληνός και ο Καρβούνης.
Την επίσημη κομματική θέση για το δημοτικισμό είχε ήδη εκφράσει το 1932, ο Ασημάκης Πανσέληνος, μέλος της συντακτικής επιτροπής των «Νέων Πρωτοπόρων»: "Ο δημοτικισμός από καιρό τώρα έχει γραφεί ως σύνθημα στη σημαία του ελληνικού προλεταριάτου. Δεν είναι εύρεση του Ψυχάρη. Είναι μέρος από την ιδεολογία μιας εποχής και ο Ψυχάρης τού έδωσε την επιστημονική έκφραση του. Κι αν εμείς διεκδικούμε όλες τις κατακτήσεις της ανθρωπότητας, που η μπουρζουαζία τις καταστρέφει, επειδή εμποδίζουνε την κυριαρχία της, πολύ περισσότερο διεκδικούμε το δημοτικισμό που η αστική τάξη της χώρας μας τον εγκατέλειψε πριν τον επιβάλλει".[106]
Επίσης, ο Ασημάκης Πανσέληνος επισημαίνει: «ο Ψυχάρης μένει αμετάθετο σύνορο στην ελληνική σκέψη, γιατί πρόβαλε και υπεράσπισε μια αλήθεια: Η γλώσσα είναι φαινόμενο που διαμορφώνεται στο στόμα του λαού και δεν τη φτιάνουν στα γραφεία τους οι γραμματικοί, για να την πάρει αποκεί και να τη μιλήσει ο λαός».[107]
Το κόμμα πλέον πολιτικά ισχυροποιημένο, εσωκομματικά εκκαθαρισμένο και με τη διεθνή κομμουνιστική κάλυψη επιθυμεί να παρέμβει και διεκδικεί το δικαίωμα της ορθής κρίσης για τα ζητήματα της λογοτεχνίας. Οι εξελίξεις στους «Νέους Πρωτοπόρους» (όπου συμμετέχει και ο Πορφυρογένης) έχουν την υπογραφή της νέας κομματικής ηγεσίας υπό τον Ν.Ζαχαριάδη. Από εδώ και εμπρός ο θετικός ήρωας είναι το πρότυπο και δόγμα ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός.
Η άνοδος του Φασισμού, το σκηνικό πολέμου που στήνεται και οι νέες πολιτικές προτεραιότητες, οδηγούν την Αριστερά στο δεύτερο μισό του 1935 να αμβλύνει την ακραία και πολωτική τακτική, προτάσσοντας τον αντιφασιστικό αγώνα. Έρχεται πιο κοντά στον "παλαμικό" κανόνα, εμπλουτίζοντας τον με αριστερή μυθολογία. Είναι η ώρα που ο Σολωμός θα παρουσιαστεί ως εθνικός ποιητής, φλογερός επαναστάτης και εκφραστής της λαϊκής ψυχής.
Αξιοσημείωτη η θέση του Βαρίκα (1936): "Θεωρεί την περίοδο από το 1888 έως το 1922 ως το πιο φωτεινό σημείο στην πνευματική ζωή του τόπου, καθώς τότε συντελείται μια ολόκληρη επανάσταση, εγκαταλείπονται ο άγονος ρομαντισμός και ο κούφιος ρητορισμός. Ο πιο ολοκληρωμένος εκπρόσωπος της περιόδου είναι, ο Κωστής Παλαμάς".[108] Επιπλέον, η καταγωγή από τον Παλαμά είναι πλεονέκτημα και αποδίδεται από τον Βαρίκα και τον Καραντώνη στον Ρίτσο.
To 1937, στις φυλακές της Κέρκυρας ο Ν.Ζαχαριάδης θα γράψει τη μελέτη «Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ». Μέσω του Παλαμά επιχειρείται όχι μόνο η εθνική αναβάθμιση του ΚΚΕ, αλλά και η ευρύτερη νομιμοποίησή του, καθώς επιχειρεί να κατοχυρώσει «ως δικό μας» το μεγάλο ποιητή, που όπως δείξαμε και προηγουμένως, έχει ευκαιριακά εκφράσει τους καημούς του εργαζόμενου κόσμου:
«Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ιδρώτα μας,
ποτίζουμε τη γη για να γεννά
καρπούς, λουλούδια, τα αγαθά του κόσμου ολόγυρα μας
φτωχή, αλλολούδιαστη, άκαρπη μονάχα η αργατιά.
Εμείς οι εργάτες είμαστε, που με τον ιδρώτα μας
Ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί.
Πιο δυνατά από τα σπαθιά μας τα χέρια τα δικά μας,
Που μ' όλο το αλυσόδεμα και τούτ' η γη πλουτεί.
Στου κόσμου τους θησαυριτές το βιός σου, εργάτη, οι νόμοι
Στο τρώνε οι αδικητές χωρίς ντροπή.
Αγκαλιαστείτε, αδέλφια, ορθοί, με μια καρδιά, μια γνώμη
Δικαιοσύνη βρόντηξε και λάμψε προκοπή».[109]
Αφήνοντας στην άκρη όλη την προηγούμενη κριτική προσέγγιση της Αριστεράς, ο Ζαχαριάδης με τη δύναμη επιβολής που διαθέτει, μιλά «για τον δικό μας Παλαμά».
Ο ίδιος ο Παλαμάς έχοντας δεχτεί επίθεση από τον Καραντώνη, που χαρακτήρισε το παραπάνω «Τραγούδι του εργάτη» κομμουνιστικό, απολογείται, κρατώντας τις αποστάσεις: «Το ποιηματάκι που αναφέρει ο κ. Καραντώνης είναι φιλεργατικό. Κάτι που διαφέρει από το μπολσεβικισμό. Θυμίζει και αυτό τα εκστατικά περάσματα του ιδεοπλάνου τραγουδιστή εμπρός από τα μεγαλόπρεπα φαντάσματα του σοσιαλισμού».[110]
Είναι σαφής η προσπάθεια που γίνεται, ώστε η Αριστερά να οικειοποιηθεί πνευματικά επιτεύγματα της αστικής τάξης, δίνοντας τους διαφορετικό νόημα και παρουσιαζόμενη ως συνεχιστής τους. Συχνά, συνοδεύεται με περιορισμό της κριτικής διάθεσης και σύγχυση της πολιτισμικής πρότασης.
Είδαμε και προηγουμένως ότι στο μεσοπόλεμο η σύγκρουση μαρξιστών-αντιμαρξιστών οριοθετείται από τη σύγκρουση υλισμού-ιδεαλισμού, με επίδικο την αιτιοκρατία. Οι αντιμαρξιστές προβάλλουν το αίτημα της διάσωσης του πολιτισμού από τον υλισμό και την επανάσταση. Υποστηρίζουν πως το εθνικό αίσθημα προηγείται του ταξικού, το έθνος είναι μια ψυχολογικά ισχυρότατη κατηγορία από την τάξη.
Η προσπάθεια διαφοροποίησης και αντίκρουσης της αριστερής κριτικής προς την αστική, συμπλέει με την διεκδίκηση αξιών και παραδόσεων που θεωρούνται κοινό κτήμα. Όμως, ο ιδεαλισμός κουβαλά άκαμπτες αντιλήψεις για το ωραίο, θέλει η τέχνη να προωθεί συγκεκριμένες αξίες, εθνικές ή θρησκευτικές, να χρησιμοποιεί ορισμένες τεχνοτροπίες. Ζητούμενα των αστών διανοούμενων: η ανόρθωση του ιδεολογήματος της ελληνικότητας, η ανακάλυψη των εθνικών πηγών και η υπεράσπιση της δημοτικίστικης παράδοσης, η ανάδειξη της αισιόδοξης πίστης στην ζωή, η απόρριψη του Καβάφη και Καρυωτάκη. Στο βαθμό που η αριστερή κριτική δέχεται αυτά τα κριτήρια, προσαρμόζει τις αντιλήψεις της και τους σκοπούς της στον ιδεαλισμό.
Έτσι, η Αριστερά που μεταξύ άλλων κρατά αποστάσεις από τον Καρυωτάκη (κάποιες φορές ενσωματώνει την ρηξικέλευθη κριτική του στην αστική κοινωνία, αλλά δεν μπορεί να αποδεχτεί ως πρότυπο τη στάση ζωής του), αμήχανη και αρνητική προς το μοντερνισμό (Ο Ρίτσος που ένιωθε έλξη για τις νεωτερικές τεχνικές και έκανε μεγάλο αγώνα με παλινδρομήσεις και αντιφάσεις, για να κρύψει τους νεωτερικούς του πειραματισμούς χρησιμοποιούσε ψευδώνυμο. Ο Νικήτας Ράντος ορίζει την προλεταριακή τέχνη ακριβώς ως πρωτοπορία σε όλα τα επίπεδα, δεν γίνεται αποδεκτός) καταλήγει από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, στις ίδιες θέσεις για την λογοτεχνική παράδοση.
Η αρχική αμφισβήτηση της προσκόλλησης στην παράδοση καταλήγει υπεράσπιση της τελευταίας, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι πλέον η Αριστερά θέλει να πάψει να κατηγορείται ως αρνητής των εθνικών αξιών, άρα διεκδικεί "εθνική νομιμοποίηση" μέσω του προσεταιρισμού της παράδοσης.
Από τα μέσα της δεκαετίας του '30, σειρά παραγόντων οδήγησαν την αριστερή κριτική να αναδιπλωθεί στην υπεράσπιση της λαϊκής παράδοσης. Καθοριστικός παράγοντας, που οδήγησε στην άνευ όρων υπεράσπιση της λαϊκής παράδοσης, είναι το συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα το 1934. Με το δόγμα του "σοσιαλιστικού ρεαλισμού", νομιμοποίησε την λαϊκή παράδοση ως τη μόνη που συντηρεί τη διαλεκτική ενότητα και αποτυπώνει τις εμπειρίες του εργαζόμενου λαού.
Ο Βάρναλης, λογοτεχνικά και πολιτικά μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της Αριστεράς, προσφέρει τη δυνατότητα συμπερασμάτων. Ξεκινά έχοντας μια βαθιά ρίζα στην παράδοση, θέλει να διαφοροποιηθεί δυναμικά και το κατορθώνει για ένα διάστημα, αλλά γρήγορα εκτροχιάζεται από τη γραμμή της ουσιαστικής αμφισβήτησης και της αναζήτησης μιας εναλλακτικής πρότασης και καταλήγει στο δογματισμό και την άνευ όρων υποταγή στην παράδοση. Οι αντιφάσεις της Αριστεράς αποκρυσταλλώνονται στο έργο του δημιουργού του «Σκλάβοι Πολιορκημένοι» και «Το φως που καίει». Τον Αύγουστο του 1934, μαζί με τον Γληνό, παρακολουθεί ως ανταποκριτής το Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα. Ο κορυφαίος ίσως ποιητής της αριστεράς, δε θα μπορέσει να ανταποκριθεί στα κελεύσματα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, θα νικηθεί από τις αντιφάσεις του και θα σιωπήσει.
Τέλος, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως η ιστορικοποίηση του δημοτικισμού ήταν όχι μόνο θέμα πολεμικής, αλλά και βασικό ζητούμενο των αναζητήσεων της. Δεν καταφέρνει όμως να κατακτήσει μια ολοκληρωμένη ιστοριογραφική προσέγγιση, που θα αντιμετωπίζει διαφορετικά την έννοια του έθνους και της εθνικής συνέχειας, ανυπέρβλητο κενό ακόμη και σήμερα.
«Η μεσοπολεμική αριστερή κριτική, παρ' όλες τις αδυναμίες της και την τελική υποταγή της στο δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, θεμελίωσε ένα αντίπαλο δέος για την αστική κριτική, έθεσε ζητήματα που αναγκαστικά συζητήθηκαν, δημιούργησε μια δική της παράδοση που θα μπορούσε να δώσει ωριμότερους καρπούς».[111]
Η μεγαλύτερη όμως ήττα της Αριστεράς είναι η ταύτισή της με το Έθνος, η υποταγή των ταξικών συμφερόντων στα εθνικά, ουσιαστικά των εργατικών αναγκών στις αστικές στοχεύσεις. Στην έναρξη του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα 1941-1944, ο Δ.Γληνός θα γράψει το «ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙ ΖΗΤΑΕΙ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ». Γράφει λοιπόν: «Σήμερα, που συνειδητοποιούνται όλα τα στρώματα του λαού, έθνος και λαός τείνει και πρέπει να συμπέσουν. Δε μπορεί να είνε εθνικό ότι δεν είνε παλλαϊκό. Και εθνικό απελευθερωτικό μέτωπο σημαίνει παλλαϊκό απελευθερωτικό μέτωπο. Και εθνικός αγώνας για τη λευτεριά σημαίνει παλλαϊκός αγώνας και για σήμερα και για αύριο και για πάντα».[112]
Η ιστορία δεν δικαίωσε ούτε το Γληνό ούτε την Αριστερά της εποχής του. Η ήττα του Δεκέμβρη και του εμφυλίου "ήρθε" για πολιτικούς λόγους. Δεν ήταν εξαιτίας μόνο των ξένων επεμβάσεων, αλλά πρωτίστως των στρατηγικών ελλείψεων και των λαθών στην τακτική. Η πρόταξη του Έθνους και της Εθνικής Ενότητας αφόπλισαν πρώτα πολιτικά την Αριστερά και κατόπιν στρατιωτικά. Η διεκδίκηση της εξουσίας από της εργαζόμενη πλειοψηφία της πόλης και της υπαίθρου «χάθηκε» στο βάθος των σταδίων, ενώ η αυτοργάνωση και οι λαικοί θεσμοί, που τροφοδότησαν την άνοδο της Αριστεράς στην ύπαιθρο, περιορίζονταν από την ίδιο το ΕΑΜ και το ΚΚΕ όσο πλησίαζε η Απελευθέρωση και κυριαρχούσε ο σεβασμός στις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας..
Έχει προηγηθεί η κυριαρχία στο λεγόμενο εθνικό ζήτημα της Σταλινικής αντίληψης. Πρώτα-πρώτα, ο ορισμός του έθνους: "το έθνος είναι μια ιστορικά διαμορφωμένη, σταθερή κοινότητα γλώσσας, εδάφους, οικονομικής ζωής, ψυχοσύνθεσης, που η τελευταία εκδηλώνεται στην κοινότητα κουλτούρας. (.) Κανένα από τα γνωρίσματα που αναφέραμε πιο πάνω δεν είναι αρκετό, παρμένο χωριστά, για το καθορισμό του έθνους. Ακόμη περισσότερο φτάνει να λείπει έστω και ένα από τα γνωρίσματα αυτά για να πάψει το έθνος να είναι έθνος. (.) Μόνο η ύπαρξη όλων των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων, παρμένων μαζί, μας δίνει το έθνος".[113]
Ο «Προλεταριακός Διεθνισμός» του Λένιν έχει μπει στο περιθώριο, μαζί με την πολιτική γραμμή της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο. H ίδια η εκτίμηση περί ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα του επερχόμενου πολέμου εξαρτάται από το ρόλο της ΕΣΣΔ σε αυτόν.
Παράλληλα, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης, Γαλλία-Βρετανία, είτε σε συνεννόηση είτε σε ανταγωνισμό ακολουθούν αρχικά πολιτική προσέγγισης προς τις Φασιστικές δυνάμεις. Στην εντεινόμενη επιθετικότητα του φασιστικού στρατοπέδου (που και αυτό δεν ακολουθεί πάντα ενιαία πολιτική) προτείνουν πολιτική "κατευνασμού", όπου η ιμπεριαλιστική ειρήνη έχει κάθε φορά ως τίμημα την γερμανική-ιταλική επέκταση εις βάρος των Ευρωπαϊκών -Αφρικανικών λαών. Όταν ο πόλεμος φαίνεται αναπότρεπτος, οι προσπάθειες συνεννόησης Γαλλίας-Βρετανίας-ΕΣΣΔ αποτυχαίνουν εξαιτίας ανταγωνιστικών συμφερόντων. Η προοπτική ενός πολέμου Ναζί-ΕΣΣΔ εξυπηρετεί τις "Δημοκρατικές Δυνάμεις" καθώς στέλνει τη φασιστική διεκδίκηση «Ζωτικού Χώρου» στην Ανατολή, φθείροντας τις δυνάμεις που για λόγους Ιμπεριαλιστικής Επέκτασης και Κοινωνικού Οράματος απειλούν τον αστικό κόσμο του Μεσοπολέμου.
Στις 23 Αυγούστου του 1939 υπογράφεται Σύμφωνο μη Επίθεσης μεταξύ ΕΣΣΔ-Γερμανίας. «Η δημοσιευμένη συνθήκη συνοδευόταν από ένα μυστικό πρωτόκολλο που προέβλεπε, σε περίπτωση που γινόταν κάποιος εδαφικός μετασχηματισμός στην Πολωνία, το διαμελισμό της χώρας κατά μήκος των ποταμών Πίσα, Νάρεφ, Βιστούλα και Σαν. Έτσι στην ΕΣΣΔ κατανέμονταν όλες οι λευκορωσικές και ουκρανικές επαρχίες της Πολωνίας, καθώς επίσης και η επαρχία Λούμπιν και μέρος της επαρχίας της Βαρσοβίας. Η Γερμανία θα έπαιρνε το Δυτικό τμήμα της χώρας, παρ' όλο που σε εκείνη τη φάση δεν αποκλείστηκε και η πιθανότητα διατήρησης ενός υπολείμματος του πολωνικού κράτους. Εκτός Πολωνίας η ΕΣΣΔ θα είχε ελευθερία κινήσεων στη Φιλανδία, την Εσθονία και τη Λετονία και η Γερμανία στη Λιθουανία. Τα βαλκανικά ζητήματα δεν διευκρινίστηκαν».[114]
Με την έναρξη της επιχείρησης "Μπαρμπαρόσα" στο προσκήνιο έρχεται ο Πατριωτικός Πόλεμος, η Συμμαχία των Δημοκρατικών Δυνάμεων ενάντια στο Φασισμό, ενώ η Τρίτη Διεθνής διαλύεται, για να μην ανησυχούν οι Τσόρτσιλ-Ρούσβελτ και η λενινιστική αντίληψη της μετατροπής του Ιμπεριαλιστικού πολέμου σε Εμφύλιο, στην καλύτερη περίπτωση κατηγορείται ως Αριστερισμός.
Τα μέχρι τότε κατακτημένα μαρξιστικά εργαλεία ερμηνείας του πολέμου χάνουν την στρατηγική τους οπτική, υποτάσσονται στους τακτικούς στόχους της κρατικής πολιτικής της ΕΣΣΔ και πλέον "οι κομμουνιστές είναι πατριώτες και ότι κομμουνισμός είναι πατριωτισμός, αν δεν είναι ένα και το αυτό, δεν είναι ασυμβίβαστα".[115]
Η ήττα όμως προσφέρει συμπεράσματα. Που όμως ποτέ δεν βγήκαν. Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου και η Πτώση της Χούντας, το πολιτικό φορτίο του διλήμματος «ή Καραμανλής ή τανκς» είναι μια ακόμη τρανή απόδειξη κατ' αρχοίς της πραγματικής έλλειψης εμπιστοσύνης από την Αριστερά στη δυναμική του λαϊκού παράγοντα και κατά δεύτερο λόγο του πώς η επίκληση της Εθνικής Ενότητας διευκολύνει το αστικό καθεστώς να ξεπερνά την κρίση του.
Σε μια εποχή, όπως η δική μας, παγκόσμιας καπιταλιστικής κυριαρχίας το Εθνικό ζήτημα επανακάμπτει. Συχνά συσκοτίζοντας την όξυνση του πραγματικού ζητήματος, του Κοινωνικού.
Οι απαντήσεις του σήμερα στα ερωτήματα και διλήμματα που αφορούν όλους δε θα προέλθουν από το παρελθόν, δε πηγάζουν από την ιστορία. Ο επιθετικός εθνικισμός- κοσμοπολιτισμός και ο αμυντικός εθνικισμός αποτέλεσαν και αποτελούν διαφορετικές όψεις του αστικού ιδεολογικού νομίσματος. Ενός νομίσματος που θέλει την Αριστερά «Μονά-Ζυγά» πάντα να χάνει. Όμως, η ιστορία που δεν σταμάτησε να γράφεται, αναμένει τους νέους «συγγραφείς» του κοινωνικού και πολιτιστικού πεδίου, που «θα βουτήξουν» στο μελάνι της ταξικής πάλης.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η Καταστροφή του 1922, σηματοδοτεί, εκτός των άλλων, την ολοκλήρωση του ιστορικού κύκλου που άρχισε το 1912 με την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων, την καταστροφή του ιμπεριαλιστικού ονείρου του αστικού κόσμου στην Ελλάδα, καταστροφή ολόκληρου του χριστιανικού πληθυσμού της Μ.Ασίας και του μουσουλμανικού στη Βαλκανική Χερσόνησο, έχει ως συνέπεια την πρωτοφανή φθορά του Εθνισμού, δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για το Αστικό Καθεστώς.
Ο πρώτος τρόπος αντιμετώπισης είναι η καταστολή. Ακολουθεί η θεσμική θωράκιση του Αστισμού. Πραξικόπημα, Κίνημα, Β' Ελληνική Δημοκρατία, επιστροφή Βενιζέλου και μετά Γεωργίου του Β' είναι οι πολιτικές απαντήσεις απέναντι στην ακραία όξυνση του Κοινωνικού Ζητήματος.
Βαθμιαία οδηγούμαστε σε αυταρχική υπέρβαση του Συνταγματικού Φιλελευθερισμού από όλες τις πτέρυγες του Αστισμού, σε ακραίο περιορισμό των Ελευθεριών.
Πραγματικός Εχθρός οι εργαζόμενοι, το κίνημα τους και η Αριστερά. Οι αστοί αισθάνονται ότι «πολιορκούνται». Ξεδιπλώνουν λοιπόν άρον-άρον τις μπαλωμένες σημαίες, κραυγάζουν με κάθε μέσο που έχουν στην διάθεση τους: «Εθνικισμός -Ελληνοκεντρισμός - Αντικομμουνισμός». Είναι το νέο τρίπτυχο δίπλα στο πάντα χρήσιμο «Πατρίς - Θρησκεία - Οικογένεια».
Πρωταγωνιστικό ρόλο θα παίξουν οι αστοί διανοούμενοι, κυρίως οι βενιζελικοί. Αυτοί, όταν κρίνονταν τα στοιχήματα του κόσμου τους στα μέτωπα της Μικράς Ασίας, «διάβαζαν και έγραφαν». Προσπαθούν να χαράξουν ένα μεσαίο δρόμο μεταξύ εθνικισμού και μαρξισμού με «δαιμόνια» που καλούν τελικά στον «Εθνικοσοσιαλισμό». Όταν όμως συνομιλούν δε μασούν τα λόγια τους. Ο μαρξισμός και οι εργάτες είναι στο στόχαστρο τους. Επιτίθενται ωμά στο Απελευθερωτικό Κοινωνικό όραμα και στην προσπάθεια πραγμάτωσης του, βρίζουν τους διανοούμενους της Αριστεράς.
Ο «Ελληνισμός» της Μεγάλης Ιδέας, παραχωρεί τη θέση του στην «Ελληνικότητα», αφού πλέον «δεν διεκδικούμε τίποτα» και ακολουθούμε την italiana!
Η παιδεία εργαστήρι αλλαγών, ανανεώνει σε κάθε επίπεδο το ταξικό της περιεχόμενο, ενώ η περιβαλλοντική ερμηνεία τονώνει το εθνικό συναίσθημα όσων αισθάνονται μοναδικοί λόγω της προνομιακής σχέσης με τον «ήλιο» και αναζητούν μια σχέση ισότητας με τη Δύση, στην οποία βέβαια «Εμείς» προσφέραμε τα φώτα.
Το 1932 σηματοδοτείται από την Πτώχευση. Την Οικονομική, του Βενιζελισμού αλλά και της μέχρι τότε νέας Μεγάλης Ιδέας: «του Αστικού Εκσυγχρονισμού». Όλοι συμφωνούν ότι απάντηση στην νέα κρίση είναι ο Αντικομμουνισμός και ο Αντικοινοβουλευτισμός. Ξένοι σύμμαχοι συναινούν και συμπράττουν.
Ο Μεταξάς πρεσβεύει την Ανασυγκρότηση απέναντι στον εσωτερικό και εξωτερικό εχθρό. Ο πόλεμος πλησιάζει και προκαλεί προσδοκίες. Νέο ξεκίνημα λοιπόν με επιστροφή στις ρίζες. Αρχαίες δόξες, βυζαντινά μεγαλεία, Φυλή και Γη, νεοελληνική παράδοση και Μακρυγιάννης όλα χωρούν στον Γ' Ελληνικό πολιτισμό. Χωρούν ακόμη και οι βενιζελικοί διανοούμενοι. Το καθεστώς καίει βιβλία (όχι τα δικά τους) αλλά αυτοί διορίζονται σε επίσημες θέσεις.
Στυγνή καταστολή, φυσικά για τους αγωνιστές του εργατικού κινήματος και πατερναλιστικό κράτος, που κάνει όλα τα «χατίρια» στους Έλληνες και ξένους ομολογιούχους και επενδυτές έρχονται να συμπληρώσουν το παζλ του πραγματικού «εθνικού μετώπου» της εποχής. Η μαμή της ιστορίας, από αυτή τη μήτρα θα ξεγεννήσει την «εθνικοφροσύνη».
Και η Αριστερά;
Το 1922 είναι μειοψηφική. Ανώριμη πολιτικά. Με περιορισμένους τους δεσμούς της με την τάξη. Προοδευτικοί αστοί θέλουν αλλά δεν μπορούν να καθοδηγήσουν. Δε λείπει όμως η καρδιά, η θέληση για προσφορά, η αναζήτηση. Διαισθάνεται τις δυνατότητες. Φυσά ούριος ο άνεμος της Επανάστασης από την Ανατολή. Έχει βαθύνει ακόμη πιο πολύ το ρήγμα του 1915.
Μπροστάρης στο Αντιπολεμικό κίνημα, ακόμη και μέσα στον κατακτητικό ελληνικό στρατό, «ανακατεύεται» με τους πρόσφυγες, ξεσηκώνει απεργίες. Κυρίως όμως αμφισβητεί με σθένος, ποτέ ίσως ξανά με τόσο ξεκάθαρο, συγκροτημένο και μαχητικό τρόπο, το «Εθνικό Ιδεώδες».
Όλα αυτά όμως μέχρι το 1934. Τα κύματα της επανάστασης συντρίφτηκαν και πλέον η «Πατρίδα του Σοσιαλισμού» ασκεί κρατική πολιτική. Ο έλεγχος της ΕΣΣΔ πάνω στο Διεθνές κομμουνιστικό κίνημα καθοριστικός. Ο Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός μαραζώνει αντί να αναπτερώσει την αμφισβήτηση και την καλλιτεχνική δημιουργία. Και ενώ ο ιδεαλισμός του αστικού κόσμου αναζητά τις σλαβικές ρίζες του «μαρξιστικού κακού», οι προτεραιότητες ενός ιδιόμορφα εκμεταλλευτικού συστήματος αναδύονται και κυριαρχούν.
Ο Διεθνιστικός χαρακτήρας της Επανάστασης «αποσύρεται». Θα αντικατασταθεί από τον Πατριωτισμό. Πλέον, πρώτο καθήκον είναι η υποστήριξη της ΕΣΣΔ. Ακολουθεί η πρωταρχικότητα της «κάθε πατρίδας».
Στην Ισπανία η ελπίδα θα ηττηθεί. Η προλεταριακή επανάσταση έχει δώσει ήδη τη θέση της στο Λαϊκό Αντιφασιστικό Μέτωπο, που την παραχωρεί στο «Εθνικό Μέτωπο».
Στην Ελλάδα, το ΕΑΜ με την τεράστια δυναμική που αναπτύσσει φαίνεται να δικαιώνει τις επιλογές που ταυτίζουν λαό και έθνος. Όσο όμως η στρατηγική υποτάσσεται στην τακτική, οι εργατικές-λαϊκές ανάγκες στην «Εθνική Ενότητα», η Λαοκρατία στην Συμμαχία με τις Δημοκρατικές Ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, τόσο η φλόγα της Κοινωνικής Απελευθέρωσης τρεμοσβήνει.
Η διαδρομή της ήττας, Λίβανος - Καζέρτα - Δεκεμβριανά - Βάρκιζα - Εμφύλιος, πρώτα σφραγίσθηκε, υπογράφτηκε από την αδιέξοδη πολιτική της Αριστεράς. Η αποφασιστικότητα των αστών-Τσώρτσιλ ήρθε να χαράξει με τις ερπύστριες των τανκς, τα αποικιακά στρατεύματα και τους Ταγματασφαλίτες το δρόμο της Αντεπανάστασης.
Στις Επαναστατικές συνθήκες δεν αντιστοιχούσε Επαναστατική πρόταση κατάληψης της εξουσίας.
Και επειδή η Ιστορία έχει το χούι να επιστρέφει είτε ως τραγωδία είτε ως φάρσα, το Πολυτεχνείο και ο Θεοδωράκης, η Μεταπολίτευση και η Πραγματική Αλλαγή, ο σημερινός πατριωτισμός, κοσμοπολιτισμός και οι κυβερνητικές προτάσεις της Αριστεράς, απλώς αποκαλύπτουν την ήττα και την αδυναμία επαναστατικής αντικαπιταλιστικής αμφισβήτησης στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό που διέρχεται τεράστια κρίση και καταβαραθρώνει τον κόσμο της εργασίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλιβιζάτος Νίκος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974. Οι όψεις της ελληνικής εμπειρίας, 3η εκδ., Αθήνα: Θεμέλιο, 1995.
Αποστολίδου Βενετία, Λογοτεχνία και ιστορία στη μεταπολεμική αριστερά. Η παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή 1947-1981, 1η εκδ., Αθήνα: Πόλις, 2003.
Βάρναλης Κώστας, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, επιμ. Γιώργος Βελούδης, 1η εκδ., Αθήνα: Κέδρος, 2000.
Bell R.M.H., Τα αίτια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, μετφ. Λουκιανός Χασιώτης, 1η εκδ., Αθήνα: Πατάκη, 2002.
Βελλιάδης Αννίβας, Μεταξάς-Χίτλερ. Ελληνογερμανικές σχέσεις στη Μεταξική δικτατορία 1936-1941, 1η εκδ., Αθήνα: Ενάλιος, 2003.
Βεργόπουλος Κώστας, Εθνισμός και οικονομική ανάπτυξη, Αθήνα: Εξάντας, 1979, σ. 146.
Vitti Mario, Η γενιά του Τριάντα, 2η εκδ., Αθήνα: Ερμής, 2004.
Γιαννουλόπουλος Γιώργος, Διαβάζοντας τον Μακρυγιάννη. Η κατασκευή ενός μύθου από τον Βλαχογιάννη, τον Θεοτοκά, τον Σεφέρη και τον Λορετζάτο, 1η εκδ.,
Αθήνα: Πόλις, 2003.
Γληνός Δημήτρης, Εκλεκτές σελίδες, επιμ. Λουκάς Αξελός, Αθήνα, Στοχαστής, 1975.
Δημάδης Κ.Α., Δικτατορία-Πόλεμος και Πεζογραφία 1936-1944, 1η εκδ., Αθήνα: Γνώση, 1991.
Δάφνης Γρηγόριος, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940, τομ Β, Αθήνα: Κάκτος, 1997.
Ελεφάντης Α.Ε., Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ και αστισμός στον Μεσοπόλεμο, 3η εκδ., Αθήνα: Θεμέλιο, 1999.
Θεοτοκάς Γιώργος, Στοχασμοί και θέσεις. Πολιτικά κείμενα 1925-1966, τόμος 'Α 1925-1949, επιμ. Νίκος Αλεβιζάτος-Μιχάλης Τσαπόγας, 1η εκδ., Αθήνα: Εστία, 1996.
Κορδάτος Γιάννης, Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, πρόλογος Κώστα Βάρναλη, Αθήνα: Βιβλιοεκδοτική, 1962, τομ. 1.
Λεονταρίτης Γ.Β., Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1917-1918, 1η εκδ., Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2000.
Λιάκος Αντώνης, Πως στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο; 1η εκδ., Αθήνα: Πόλις, 2005.
Μάξιμος Σεραφείμ, Κοινοβούλιο ή δικτατορία, επιμ. Λουκάς Αξελός, Αθήνα: Στοχαστής, 1975.
Μαργαρίτης Γιώργος, Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες. Στοιχεία για την καταστροφή των μειονοτήτων της Ελλάδας, 1η εκδ., Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2005.
Μεταξάς Ιωάννης, Το προσωπικό του ημερολόγιο, εισαγωγή Φ.Βρανά, Αθήνα: Γκοβόστη, 2005, τομ. 4.
Πανσέληνος Ασημάκης, Τότε που ζούσαμε, επιμ. Γιώργου Βακιρτζή, 27η εκδ., Αθήνα: Κέδρος, 2001.
Pierron Bernard, Εβραίοι και χριστιανοί στη νεότερη Ελλάδα, εις. Ρίκα Μπενβενίστε, 1η εκδ., Αθήνα: Πόλις, 2004.
Τζίοβας Δημήτρης, Οι μεταμορφώσεις του εθνικισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο Μεσοπόλεμο, 1η εκδ., Αθήνα: Οδυσσέας, 1989.
--------------------------------------------------------------------------------
[1] Γεώργιος Β. Λεονταρίτης, Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1917-1918, 1η εκδ., Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2000, σ.15-16.
[2] Σεραφείμ Μάξιμος, Κοινοβούλιο ή Δικτατορία, 2η εκδ., Αθήνα: Στοχαστής, 1975, σ. 25.
[3] Γ.Β.Δερτιλής - Α.Φραγκιάδης, Οι μεγάλοι σταθμοί της ελληνικής οικονομίας, Οικονομικός Ταχυδρόμος, Ειδικό Χριστουγεννιάτικο Τεύχος 2000, σ.36.
[4] ΄Ό.π., σ. 20.
[5] Κ.Ε.Αβτζιγιάννης, Εκστρατεία στην Ουκρανία. Η Ελληνική συμμετοχή στον Ρωσικό Εμφύλιο, Πολεμικές Μονογραφίες 44, Ιανουάριος 2005, σ. 34.
[6] Μάξιμος, ό.π., σ. 13.
[7] Μάξιμος, ό.π., σ. 14.
[8] Γ.Β.Δερτιλής, Α.Φραγκιάδης, ό.π., σ.42.
[9] Νίκος Αλεβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974. Όψεις της Ελληνικής εμπειρίας, 3η εκδ., Αθήνα: Θεμέλιο, 1995, σ. 22.
[10] Μάξιμος, ό.π., σ. 7.
[11] Δημήτρης Ξιφαράς, Η Ελληνική εθνικιστική ιδεολογία στο Μεσοπόλεμο: Όψεις διαμόρφωσης της εθνικής θεωρίας, Θέσεις 53, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1995, σ. 69-88.
[12] Αλεβιζάτος, ό.π., σ. 39.
[13] Ό.π., σ. 48.
[14] Ό.π. σ. 50.
[15] Μάξιμος, ό.π., σ.124.
[16] Ι.Μεταξάς, Το προσωπικό του Ημερολόγιο, εις. Φαίδων Βρανάς, Αθήνα: Γκοβόστης, 2005, τομ.4, σ. 67.
[17] Αλεβιζάτος, ό.π., σ. 86.
[18] Ό.π., σ.345.
[19] Ό.π., σ. 358.
[20] Γιώργος Μαργαρίτης, Ανεπιθύμητοι Συμπατριώτες, 1η εκδ., Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2005, σ. 65.
[21]Βernard Pierron, Εβραίοι και Χριστιανοί στην νεότερη Ελλάδα, μετφ. Γ.Σαρατσιώτης, 1η εκδ., Αθήνα: Πόλις, 2004, σ. 227.
[22] Γρηγόριος Δάφνης, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, 1923-1940, 1η εκδ., Αθήνα: Κάκτος, 1997, τομ. 2, σ. 441.
[23] Αλεβιζάτος, ό.π., σ. 387.
[24] Άγγελος Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ και αστισμός στον Μεσοπόλεμο,3η εκδ., Αθήνα: Θεμέλιο, 1999, σ. 380.
[25] Ξιφαράς, ό.π., σ. 77.
[26] Πανσέληνος, ό.π., σ. 127.
[27] Κ.Α.Δημάδης, Δικτατορία-Πόλεμος και Πεζογραφία 1936-1940, 1η εκδ., Αθήνα: Γνώση, 1991, σ. 18-19.
[28] Ό.π., σ. 19.
[29] Κορδάτος, ό.π., σ. 369.
[30] Γιώργος Θεοτοκάς, Ελεύθερο Πνεύμα, επιμ. Κ.Θ.Δημαράς, 1η εκδ., Αθήνα: Εστία, 1973, σ. 73.
[31] Mario Vitti, Η Γενιά του Τριάντα, νέα έκδοση επαυξημένη, Αθήνα: Ερμής, 2004, σ. 37.
[32] Δημήτρης Τζιόβας, Οι μεταμορφώσεις του εθνικισμού και το ιδεολόγημα της Ελληνικότητας στο Μεσοπόλεμο, 1η εκδ., Αθήνα: Οδυσσέας, 1989, σ. 59-60.
[33] Γιώργος Θεοτοκάς, Στοχασμοί και Θέσεις. Πολιτικά κείμενα 1925-1966, επιμ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Μιχάλης Τσαπόγας, Αθήνα: Εστία, 1996, σ. 170-197.
[34] Ό.π., σ. 203-208.
[35] Τζιόβας, ό.π., σ. 67-68.
[36] Ελισάβετ Βιδάλη, «Η ΠΑΤΡΙΣ ΜΕ ΕΧΕΙ ΠΙΑ ΚΟΥΡΑΣΕΙ: Εθνικά ιδεώδη και παιδεία το 1930», Ίστωρ 14, 2005, σ. 35-67.
[37] Ό.π., σ. 37-38.
[38] Ό.π., σ. 49.
[39] Αλεβιζάτος, ό.π., σ. 355.
[40] Ό.π., σ. 44.
[41] Θεοτοκάς, ό.π., σ. 238.
[42] Ό. π., σ. 214.
[43] Ό.π., σ. 218.
[44] Ό.π., σ. 79.
[45] Ό.π., σ. 250-251.
[46] Τζιόβας, ό.π., σ. 31.
[47] Ό.π., σ. 37.
[48] Ιωάννης Κακριδής, «Αρχαίοι Έλληνες και Έλληνες του Εικοσιένα» στον τόμο Φως ελληνικό, Πανεπιστημιακοί λόγοι, Αθήνα 1963, σς. 75-90 και Οι Αρχαίοι Έλληνες στη νεοελληνική λαϊκή παράδοση, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, 1978, σ. 14.
[49] Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Διαβάζοντας τον Μακρυγιάννη. Η κατασκευή ενός μύθου από τον Βλαχογιάννη, τον Θεοτοκά, τον Σεφέρη και τον Λορεντζάτο, 1η εκδ., Αθήνα: Πόλις, 2003, σ. 85.
[50] Ό.π., σ. 86.
[51] Ό.π., σ. 87-88.
[52] Κώστας Βεργόπουλος, Εθνισμός και οικονομική ανάπτυξη, Αθήνα, Εξάντας 1979, σ. 146.
[53] Τζιόβας, ό.π., σ. 82.
[54] Ό.π., σ. 82.
[55] Τζιόβας, ό.π., σ. 114.
[56] Ό.π., σ. 116.
[57] Αννίβας Βελλιάδης, Μεταξάς-Χίτλερ. Ελληνογερμανικές Σχέσεις στην Μεταξική Δικτατορία 1936-1941, 1η εκδ., Αθήνα: Ενάλιος, 2003, σ. 19.
[58] P.M.H. BELL, Τα αίτια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, μετφ. Λουκιανός Χασιώτης, 1η εκδ., Αθήνα: Πατάκης, 2002, σ. 105.
[59] Μεταξάς, ό.π., σ. 197.
[60] Ό.π., σ. 202.
[61] Ό.π., σ. 203.
[62] Ό.π., σ. 742-743.
[63] Τζιόβας, ό.π., σ. 141.
[64] Ό.π. σ. 141.
[65] Δημήτρης Ξιφαράς, Η ελληνική εθνικιστική ιδεολογία στο Μεσοπόλεμο: όψεις διαμόρφωσης της εθνικής θεωρίας, Θέσεις 54, Ιανουάριος-Μάρτιος 1996, σ. 92.
[66] Βιδάλη, ό.π., σ. 58-59.
[67] Αλεβιζάτος, ό.π., σ. 444-445.
[68] 'Ο.π., σ. 143.
[69] Τζιόβας, ό.π., σ. 144.
[70] Vitti, ό.π., σ. 13.
[71] Βell, ό.π., σ. 105.
[72] Δημάδης, ό.π., σ. 62.
[73] Μεταξάς, ό.π., σ. 228.
[74] Δημάδης, ό.π., σ. 129.
[75] Ό.π., σ. 222.
[76] Ό.π., σ. 230.
[77] Ό.π., σ. 233.
[78] Ξιφαράς, ό.π., σ. 78.
[79] Βενετία Αποστολίδου, Λογοτεχνία και ιστορία στη Μεταπολεμική Αριστερά. Η παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή 1947-1981, 1η εκδ., Αθήνα: Πόλις, 2003, σ. 39.
[80] Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: Βιβλιοεκδοτική, 1962, τομ. 1, σ.308.
[81] Ό.π.,
[82] Δημήτρης Γληνός, Εκλεκτές Σελίδες, Αθήνα: Στοχαστής,1975, τομ. 4, σ.60.
[83] Ό.π., σ 61.
[84] Ό.π., σ. 52.
[85] Ό.π., σ. 53.
[86] Ό.π., σ. 54.
[87] Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε, 27η εκδ., Αθήνα: Κέδρος, 2001, σελ.82.
[88] Ο.π., σ. 70.
[89] Ό.π., σ. 74.
[90] Αποστολίδου, ό.π., σ. 60.
[91] Πανσέληνος, ό.π., σ. 251
[92] Κώστας Βάρναλης, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, 2η εκδ., Αθήνα 2000, σ. 163.
[93] Ό.π., σ. 73.
[94] Ό.π., σ. 74.
[95] Αποστολίδου, ό.π., σ. 62.
[96] Κορδάτου, ό.π., σ. 353.
[97] Ό.π., σ. 355.
[98] Ό.π., σ. 367.
[99] Ό.π., σ. 366.
[100] Ελεφάντης, ό.π., σελ. 97
[101] Ό.π., σ. 105.
[102] Ό.π., σ. 109.
[103] Ό.π., σ. 252.
[104] Ό.π., σ. 261.
[105] Αποστολίδου, ό.π., σ. 40.
[106] Ό.π., σ. 45.
[107] Πανσέληνος, ό.π., σ. 168.
[108] Ό.π., σ. 47.
[109] Κορδάτος, ό.π., σ.365.
[110] Ό.π., σ. 366.
[111] Αποστολίδου, ό.π., σ. 69.
[112] Γληνός, ό.π., σ. 135.
[113] Αντώνης Λιάκος, Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο:, 1η εκδ., Αθήνα: Πόλις, 2005, σ. 37.
[114] P.M.H. Bell, Τα αίτια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, μετφ. Λ.Χασιώτης, 1η εκδ., Αθήνα: Πατάκη, 2002, σ. 417.
[115] Λιάκος, ό.π., σ. 46.