Αλ.Αλαβάνος για τη σχέση Τέχνης και Πoλιτικής
- Αλ.Αλαβάνος για τη σχέση
Τέχνης και Πoλιτικής
- Η παρέμβαση του Αλ.Αλαβάνου
κατα την παρουσίαση του βιβλίου της Νάντιας Βαλαβάνη, «Ψωμί και Τριαντάφυλλα»,
Εκδόσεις «Ταξιδευτής»
- «Ευχαριστώ καταρχήν για την
τιμή να βρίσκομαι στο τραπέζι της παρουσίασης του βιβλίου της Νάντιας Βαλαβάνη
«Ψωμί και Τριαντάφυλλα» των εκδόσεων «Ταξιδευτής». Ο υπότιτλος είναι «Θέματα
Τέχνης και Πολιτικής». Ένα θέμα δύσκολο, προκλητικό, γοητευτικό, αναγκαίο
ειδικά σήμερα, παρεξηγημένο, κακοποιημένο, με μαγικές δυνάμεις, αμφίσημο,
πάντα αναθεωρούμενο και αιώνια ίσως άλυτο. Την περιπλοκότητα των σχέσεων αυτών
την βλέπουμε στην ίδια τη συγγραφέα, πριν καν διαβάσουμε τι γράφει για αυτά.
Οι ημέρες που ζούμε είναι εποχή έντασης στα αισθήματα των Ελλήνων απέναντι
στους Γερμανούς και το αντίστροφο. Οι απειλές της Μέρκελ, η Αφροδίτη της Μήλου
με την άσεμνη χειρονομία, η απαγόρευση του δημοψηφίσματος, η δημαγωγία για
τους πειθαρχικούς και εργατικούς γερμανούς που πληρώνουν για μας τα ρεμάλια, η
πατριδοκαπηλεία ως εμπόρευμα των μέσων ενημέρωσης και στις δύο χώρες ρίχνουν
τον σπόρο του μίσους, και της δυσπιστίας, της αντιπάθειας, ξύνουν παλιές πολύ
βαθιές και μολυσμένες πληγές.
- Αλέκος Αλαβάνος
- Κι όμως πριν δύο βδομάδες, σε
μαζική πολιτική συγκέντρωση η ομιλία μιας Ελληνίδας εκπροσώπου ελληνικού
πολιτικού χώρου γίνεται με χαρά και ενθουσιασμό δεκτή από χιλιάδες
συγκεντρωμένους στη Φραγκφούρτη.
(Μικρό
ρεπορτάζ από τη συγκέντρωση του Die Linke στη Φρανκφούρτη)
Η ομιλήτρια αυτή όμως έχει αγαπήσει τη γερμανική λογοτεχνία, έχει μεταφράσει γερμανούς συγγραφείς, είναι σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια από τους κορυφαίους μελετητές του Μπρέχτ – ούτε συνταγή μαγειρικής δεν μπορεί να γράψει η Νάντια χωρίς να έχει τη λέξη «Μπρεχτ».
Η τέχνη δίνει λύση σε αυτό που για την πολιτική είναι άλυτο ή δυσεπίλυτο.
Με ένα μεγάλο πλούτο ιδεών, παραδειγμάτων, ιστορικών εμπειριών, διλημμάτων, στροφών η συγγραφέας προσεγγίζει τα «Θέματα Τέχνης και Πολιτικής».
Οι ορχήστρες λαϊκής μουσικής στη Βενεζουέλα. Το πρόγραμμα για τις Τέχνες στην Αμερική του Ρούζβελτ μετά την κρίση του ΄29 που έδωσε δουλειά σε χιλιάδες καλλιτέχνες. Η συνάντηση εργατικού κινήματος και ζωγραφικής στη Γαλλία και το Μεξικό. Η καλλιτεχνική πρωτοπορία συνοδός της επανάστασης, όπως είχε γίνει στα πρώτα βήματα της Σοβιετικής Ένωσης. Το προοδευτικό έργο συντηρητικών λογοτεχνών, όπως με τον Μπαλζάκ και το Σεφέρη. Το εκρηκτικό καλλιτεχνικό κίνημα στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Προσπαθώντας να ετοιμάσω μια σύντομη παρέμβαση αφού διάβασα το βιβλίο της Νάντιας, κάθε σκέψη που σημείωνα σε ένα πρόχειρο χαρτί συνειδητοποιούσα ότι ήταν κλεμμένη από αυτήν.
Δεν θα την κλέψω. Θα κλέψω όμως τέσσερις άλλους, σε θέματα σχέσεων τέχνης και πολιτικής, που νομίζω ότι έχουν μια επίκαιρη σημασία.
Πρώτο, Για το πώς οι σχέσεις τέχνης και πολιτικής δεν είναι τόσο αθώες και εύκολες – ένας τραγουδιστής στο ψηφοδέλτιο, ένας λογοτέχνης στην κομματική εφημερίδα – και γιατί κατά βάθος η πολιτική απειλείται από την τέχνη.
Διαβάζω το κλεμμένο απόσπασμα:
«Αυτό που εγώ πιστεύω είναι ότι υπάρχουν δύο εσφαλμένοι τρόποι να σκεφτόμαστε μια πιθανή πολιτική ωφελιμότητα της λογοτεχνίας. Ο πρώτος είναι να ισχυριζόμαστε ότι η λογοτεχνία πρέπει να φωτίζει μιαν αλήθεια που την κατέχει ήδη η πολιτική. Αυτή η γνώμη προϋποθέτει μιαν ιδέα της λογοτεχνίας σαν κάτι το διακοσμητικό και το περιττό, αλλά προϋποθέτει και μιαν ιδέα της πολιτικής σαν κάτι το σταθερό και βέβαιο για τον εαυτό του, ιδέα που θα ήταν καταστροφική.
Ο άλλος εσφαλμένος τρόπος είναι να βλέπουμε τη λογοτεχνία σαν μια έκθεση αιώνιων ανθρώπινων συναισθημάτων, σαν την αλήθεια μιας ανθρώπινης γλώσσας που η πολιτική τείνει να λησμονεί και που πρέπει να τη θυμίζουμε κάθε τόσο.
Αν δεχτεί να αναλάβει αυτό το ρόλο, η λογοτεχνία περιορίζει τον εαυτό της σε μια λειτουργία παρηγοριάς, συντήρησης, οπισθοδρόμησης, λειτουργία που θεωρώ περισσότερο βλαβερή παρά ωφέλιμη.
Όπως υπάρχουν δύο εσφαλμένοι τρόποι έτσι υπάρχουν και δύο σωστοί. Η λογοτεχνία είναι αναγκαία στην πολιτική πριν απ’ όλα όταν αυτή δίνει φωνή σε αυτό που είναι χωρίς φωνή, όταν δίνει ένα όνομα σε αυτό που δεν έχει ακόμη όνομα και ειδικά σ’ αυτό που η πολιτική γλώσσα αποκλείει ή προσπαθεί να αποκλείσει. Εννοώ όψεις, καταστάσεις, γλώσσες τόσο του εξωτερικού όσο και του εσωτερικού κόσμου. Εννοώ τις τάσεις που καταπιέζονται στα άτομα και στην κοινωνία. Η λογοτεχνία είναι σαν ένα αυτί που μπορεί να ακούει πέρα από εκείνη τη γλώσσα που κατανοεί τη πολιτική. Είναι σαν ένα μάτι που μπορεί να βλέπει πέρα από τη χρωματική κλίμακα που αντιλαμβάνεται η πολιτική.
Υπάρχει όμως, πιστεύω, κι ένας άλλος τύπος επίδρασης, η ικανότητα της λογοτεχνίας να επιβάλλει πρότυπα γλώσσας, αντίληψης, φαντασίας, πνευματικής εργασίας, συσχετισμού γεγονότων, με δύο λόγια η δημιουργία εκείνου του είδους προτύπων – αξιών που είναι ταυτόχρονα αισθητικά και ηθικά, θεμελιώδη για κάθε σχέδιο δράσης, ειδικά στην πολιτική ζωή.»
Προέρχεται από τη διάλεξη που έδωσε ο Ιταλός συγγραφέας Italo Calvino με θέμα «Ορθές και εσφαλμένες πολιτικές χρήσεις της λογοτεχνίας» στο Άμχερστ της Μασαχουσέτης, το 1976, σε μια δεκαετία μεγάλης κρίσης στην Ιταλία (παρουσίαση Θανάση Γιαλκέτση).
Δεύτερο, για το πώς, σε διαφοροποίηση με την προηγούμενη άποψη ότι πολιτική και λογοτεχνία πρέπει να έχουν ορθές σχέσεις, δεν χρειάζεται να έχουν καθόλου σχέσεις, γιατί η γέννα και ο απώτερος στόχος της πολιτικής είναι μέσα στη μήτρα της τέχνης.
Διαβάζω:
«Ποιητές, ή εκείνοι που με φαντασία σκέφτονται και εκφράζουν αυτήν την άφθαρτη τάξη, δεν είναι μόνον όσοι δημιουργούν με τη γλώσσα και τη μουσική, το χορό και την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και τη ζωγραφική. Είναι προπάντων οι νομοθέτες, οι θεμελιωτές της οργανωμένης κοινωνίας, οι εφευρέτες των εφαρμοσμένων τεχνών, οι δάσκαλοι.
Οι ποιητές, ανάλογα με την εποχή και το έθνος που εμφανίζονται, ονομάζονται αρχικά νομοθέτες και προφήτες. Γιατί ένας ποιητής συγκεντρώνει στο πρόσωπό του και τις δύο αυτές ιδιότητες. Σκοπός του δεν είναι να θεωρεί μόνο το παρόν ως έχει, ούτε να ανακαλύπτει τους νόμους σύμφωνα με τους οποίους πρέπει να οργανώνεται αλλά μέσα στο παρόν να διακρίνει το μέλλον. Οι σκέψεις του δεν είναι παρά οι σπόροι των λουλουδιών και των καρπών του μέλλοντος.
Τα χορικά του Αισχύλου, το βιβλίο του Ιώβ, ο Παράδεισος του Δάντη, θα ήταν οι πλέον κατάλληλες αποδείξεις για τα παραπάνω.
Η ποίηση λειτουργεί μ΄ έναν θεϊκό τρόπο. Αφυπνίζει το νου, τον διευρύνει μετατρέποντάς τον σ’ ένα δοχείο με χιλιάδες αγνώστους συνδυασμούς σκέψης. Ανασηκώνει το πέπλο που κρύβει την ομορφιά του κόσμου. Αποκαλύπτει την άγνωστη όψη των οικείων πραγμάτων. Ό,τι προτίθεται να εκφράσει το δημιουργεί απ’ αρχής.
Οι ποιητές είναι οι ανεπίσημοι νομοθέτες του κόσμου».
Tην προώθηση της προηγούμενης άποψης του Italo Calvino μέχρι του σημείου ότι η πολιτική στην ανώτατη εκδοχή της είναι ποίηση την κάνει ενάμιση αιώνα πριν ο άγγλος ρομαντικός ποιητής Percy Bysshe Shelley στο άρθρο του «Υπεράσπιση της Ποίησης»
Τρίτο, για το πώς μια καθολική αμφισβήτηση του συστήματος, ο αγώνας για ελευθερία και ισότητα δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο σε ένα πολιτικό σχέδιο, ένα πολιτικό πρόγραμμα, μια πολιτική συμμαχία, δεν μπορεί παρά να προσφεύγει στο λαϊκό πανηγύρι με την δύναμη γελοιοποίησης του συστήματος, την τρέλα του, την αψήφηση του φόβου, τις βρισιές του, στοιχεία που έχουμε δει τις πρώτες Κυριακές του Συντάγματος που φόβισαν τόσο ακόμα και την οργαν αριστερά.
Διαβάζω:
«Τα είδη λαϊκού πανηγυριού συνδέονται και διαπλέκονται με πολλούς τρόπους μεταξύ τους, καθώς όλα αντανακλούν μία και μοναδική άποψη γελοιοποίησης του κόσμου: αυτή που τα ξεχωρίζει από τις σοβαρές επίσημες, εκκλησιαστικές, φεουδαρχικές, πολιτικές λατρευτικές μορφές και τελετές. Χτίζουν έναν δεύτερο κόσμο και μια δεύτερη ζωή έξω από την επισημότητα.
Τα πανηγύρια συνδέονται πάντα με στιγμές κρίσης, με σημεία ρήξης στους κύκλους της φύσης είτε στη ζωή της κοινωνίας και του ανθρώπου. Στιγμές θανάτου και αναγέννησης, αλλαγής και ανανέωσης πάντα οδηγούν σε μια φεστιβαλικής αντίληψη του κόσμου.
Ειδικά ιδιώματα, μορφές και σύμβολα διαμορφώθηκαν στη διάρκεια της διαμέσου των αιώνων ανάπτυξης του καρναβαλιού. Όλα τα σύμβολα είναι γεμάτα από το πάθος για αλλαγή και ανανέωση. Βρίσκουμε εδώ την ιδιάζουσα λογική του o «κόσμος ανάποδα». Βρίσκουμε εδώ και τις βρισιές, τις κατάρες, την ομιλία της αγοράς, τις βωμολοχίες.
Στο καρναβάλι καταργούνται οι ιεραρχικές διακρίσεις και τα όρια μεταξύ ανθρώπων (τάξη, περιουσία, επάγγελμα, κοινωνική θέση, ηλικία), όπως και οι κανόνες και οι απαγορεύσεις της συνηθισμένης ζωής. Ένας ιδανικός και συγχρόνως πραγματικός τύπος επικοινωνίας εγκαθιδρύεται, που είναι αδύνατος στη συνήθη ζωή.
Το πνεύμα του καρναβαλιού απελευθερώνει τον κόσμο από καθετί σκοτεινό και τρομαχτικό. Αφαιρεί όλους τους φόβους και για αυτό είναι εντελώς χαρούμενο και φωτεινό. Όλα όσα φοβίζουν στην καθημερινή ζωή μετατρέπονται σε διασκεδαστικά και γελοία τερατουργήματα.
Πλήρης ελευθερία είναι δυνατή μόνο σε έναν εντελώς άφοβο κόσμο.
Έτσι και η τρέλα κάνει τους ανθρώπους να δουν τον κόσμο με διαφορετικά μάτια, πέρα από το απενεργοποιημένο «φυσιολογικό», από τις κοινότυπες ιδέες και κρίσεις, από την επίσημη «αλήθεια». Ελευθερώνει τον άνθρωπο από όλες τις μορφές απάνθρωπης αναγκαιότητας που διευθύνουν την κυρίαρχη έννοια του κόσμου. Είναι μια «πανηγυριώτικη» τρέλλα.
Για αυτό το λόγο οι μεγάλες αλλαγές, πάντα είχαν μια καρναβαλική συνείδηση να προηγείται και να ανοίγει το δρόμο.».
Πρόκειται για τις απόψεις του όχι τόσο γνωστού στην Ελλάδα ιδιοφυούς εμπνευσμένου φιλολογικού κριτικού Mikhail Bachtin, για χρόνια εξόριστου και απομονωμένου στη σταλινική ΕΣΣΔ,για το έργο του γάλλου σατιρικού του 16ου αιώνα Rabelais, (όπως παρουσιάζονται στο άρθρο «Προς μια μυθιστορηματοποίηση της ψυχοθεραπείας» της Κάτιας Χαραλαμπάκη στο περιοδικό «Μετάλογος»).
Και τέταρτο, για το πώς μέσω της τέχνης μόνο, και ειδικά της τραγωδίας, θα μπορέσουμε ίσως να καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε τη νέα γενιά στην πατρίδα μας που δεν καταλαβαίνει γιατί ξαφνικά από τον παιδικό ψεύτικο παράδεισο της μαζικής κατανάλωσης βρίσκεται σήμερα στην αληθινή κόλαση της τρόικα.
Διαβάζω:
«Είμαστε, στην πραγματικότητα, σαν τα μέλη του οίκου των Ατρειδών της αρχαίας τραγωδίας. Πρώτα ήταν η μοιχεία του Θυέστη, μετά ο φόνος των τριών παιδιών του Θυέστη από τον Ατρέα, που τα πρόσφερε στον Θυέστη σε γεύμα συμφιλίωσης. Μετά, ο θάνατος του γιου του Ατρέα, του Αγαμέμνονα, από τον γιο του Θυέστη, τον Αίγισθο. Και τελικά, ο φόνος του Αίγισθου και της Κλυταιμνήστρας από τον Ορέστη.
Κι αυτό συνεχίζεται και συνεχίζεται. Η τραγωδία της ταλάντωσης και του αυτό-πολλαπλασιασμού της δυσπιστίας, του μίσους και της καταστροφής στις επόμενες γενιές.
Ας φανταστούμε ότι βρισκόμαστε στο μέσον μιας από τις αλληλουχίες της τραγωδίας. Πώς είναι τα πράγματα για τη μεσαία γενιά του οίκου των Ατρειδών; Ζουν σε ένα τρελό σύμπαν. Από τη σκοπιά των ανθρώπων που άρχισαν το μπάχαλο, δεν είναι και τόσο τρελό. Ξέρουν τι συνέβη και πώς έφτασαν ως εκεί. Αλλά οι άνθρωποι στην κατιούσα γραμμή, αυτοί που δεν ήταν εκεί από την αρχή, βρίσκουν τον εαυτό τους να ζει μέσα σε ένα τρελό σύμπαν, αλλά και τους εαυτούς τους τρελούς, ακριβώς επειδή δεν ξέρουν πώς πήραν αυτό τον δρόμο.
Αν κάποιος πάρει LSD, θα έχει την εμπειρία του να είναι λιγότερο ή περισσότερο τρελός, αλλά αυτό έχει νόημα γιατί ξέρει ότι πήρε μια δόση LSD. Αν, από την άλλη, κάποιος πάρει LSD από ατύχημα, και μετά νοιώσει τον εαυτό του τρελό, μην ξέροντας πώς βρέθηκε εκεί, αυτό είναι μια πολύ πιο σοβαρή και τρομαχτική εμπειρία, πολύ διαφορετική από ένα «ταξίδι» με LSD.
Από τη σκοπιά των νεότερων, είμαστε εντελώς τρελοί, χωρίς να ξέρουν τι είδους ιστορικό γεγονός οδήγησε σε αυτή την τρέλα. «Οι πατεράδες φάγανε το σάπιο φρούτο και χάλασαν τα δόντια των παιδιών τους». Για τους πατεράδες δεν τρέχει τίποτα, ξέρουν τι έφαγαν. Τα παιδιά δεν ξέρουν τι φαγώθηκε».
Είναι ένα απόσπασμα από την ομιλία «Από τη Συνθήκη των Βερσαλιών στην Κυβερνητική», το 1966, στο Sacramento State College, του αμερικανού ανθρωπολόγου Gregory Bateson, όπου, μέσω της «Ορέστειας» του Αισχύλου, της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή», της «Ιφιγένειας εν Αυλίδι» του Ευριπίδη επιχειρεί να κατανοήσει πώς από την εξευτελιστική για τη Γερμανία Συνθήκη των Βερσαλιών μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο φτάσαμε στην αποηθικοποίηση του γερμανικού λαού και στην παγκόσμια καταστροφή.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να καταλήξω με την επισήμανση ότι για μένα ένα από τα πρώτα κριτήρια της αξίας ενός βιβλίου είναι αν μπορεί να ανοίξει διάλογο με άλλα βιβλία. Το «Ψωμί και Τριαντάφυλλα» ανοίγει αμέσως αυτόν τον διάλογο».
http://www.tometopo.gr/home/index.php?option=com_content&view=article&id=143:2011-12-12-17-38-55&catid=34:demo-content