Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Το αποτέλεσμα των ελληνικών εκλογών και οι πολιτικές προοπτικές στην Ελλάδα

Το αποτέλεσμα των ελληνικών εκλογών και οι πολιτικές προοπτικές στην ΕλλάδαFREE photo hosting by Fih.gr
Οι ελληνικές εκλογές της 6ης Μάη παρήγαγαν ένα συγκλονιστικό, εντυπωσιακό αποτέλεσμα που σίγουρα ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας και θα έχει σημαντικές επίσης επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή κατάσταση. Το αποτέλεσμα δείχνει μια σαφή πόλωση μεταξύ αριστεράς και δεξιάς και τη διάλυση των μέχρι σήμερα κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων του δικομματισμού. Τα δύο παραδοσιακά κυβερνητικά κόμματα, πυλώνες των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, έχασαν περισσότερο από το μισό της προηγούμενης εκλογικής δύναμής τους. Παρμένα από κοινού, συγκεντρώνουν μόλις το 32% του εκλογικού σώματος, σε σύγκριση με 77% που είχαν στις εκλογές του 2009. Η Νέα Δημοκρατία έπεσε από 33% το 2009 στο 19%, ενώ το ΠΑΣΟΚ έχει βυθιστεί ακόμη πιο δραματικά από το 44% στο 13%, χάνοντας πάνω από 2.000.000 ψήφους. Αυτή ήταν η τιμωρία για τις αντιδραστικές πολιτικές του "Μνημονίου", που ακολούθησαν σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ. Οι πολιτικές αυτές οδήγησαν σε μεγάλη φτώχεια την πλειοψηφία του λαού και μαζική ανεργία επίσημα ήδη στο 23%, με αποτέλεσμα ακόμη και μια πληθώρα αυτοκτονιών από απελπισμένους άνδρες και γυναίκες.
Χρήστος Κεφαλής (Συνεργάτης του Πολιτικού Καφενείου)

To ποσοστό της ευρύτερης αριστεράς αυξήθηκε από ένα σεμνό 12% το 2009 σε ένα εντυπωσιακό 35,5% (17% για το ΣΥΡΙΖΑ, 8,5% για το ΚΚΕ, 1,2% για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και ένα 6,1% για τη Δημοκρατική Αριστερά και 2,9% για τους Οικολόγους Πράσινους). Ωστόσο, η προοπτική μιας αριστερής κυβέρνησης παραμένει προβληματική δεδομένου ότι το ΚΚΕ είναι ένα υπερ-σταλινικό κόμμα, που αρνείται εκ των προτέρων οποιαδήποτε συνεργασία με τους "οπορτουνιστές", θεωρώντας τέτοιους όλα τα άλλα αριστερά κόμματα εκτός από τον εαυτό του. Επιπλέον, η Δημοκρατική Αριστερά και οι Πράσινοι είναι μετριοπαθή κεντροαριστερά κόμματα, τα οποία δεν διαφέρουν ριζικά από το ΠΑΣΟΚ και υποστήριζαν μέχρι πρόσφατα μια μάλλον συντηρητική ατζέντα. Ακόμα κι έτσι, το συλλογικό αποτέλεσμα των τριών κομμάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ένα εντυπωσιακό 26,5%, καθιστά δυνατό να έχουμε κάποια πραγματική ελπίδα για το μέλλον.
Το άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό των εκλογών είναι η απότομη άνοδος της ακροδεξιάς, που πέτυχε ένα άλμα στο εντυπωσιακό 20,5%. Ως τώρα εκπροσωπούμενη από ένα μόνο κόμμα, το ΛΑΟΣ, το οποίο είχε επιτύχει ένα σεμνό 6% πριν από 3 χρόνια, η ακροδεξιά ήταν σε θέση να παρουσιάσει τώρα τρία μαζικά κόμματα, Ανεξάρτητοι Έλληνες, ΛΑΟΣ και τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, τα οποία πήραν 10,6%, 2,9% και 7% αντίστοιχα. Ο ΛΑΟΣ πλήρωσε την υποστήριξή του στην κυβέρνηση Παπαδήμου, που ήταν στην αρχή κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών στην Ελλάδα για την εφαρμογή των προγραμμάτων λιτότητας της τρόικας, μένοντας λίγο κάτω από το απαιτούμενο 3% για να μπει στο κοινοβούλιο.
Ωστόσο, το ανατριχιαστικό 7% που πέτυχε η Χρυσή Αυγή, ένα ανοιχτά νεοναζιστικό και ρατσιστικό αντι-μεταναστευτικό κόμμα, σημαδεύει ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο το αποτέλεσμα των ελληνικών εκλογών. Είναι η πρώτη φορά που ένα τέτοιο κόμμα, όχι μόνο εισέρχεται στο κοινοβούλιο, αλλά αποκτά μαζική υποστήριξη, την οποία δεν διέθεταν οι Ναζί σε όλη την πολιτική ιστορία της Ελλάδας, διάσημης για το αντιστασιακό κίνημα του 1941-45.
Το αποτέλεσμα αυτό είχε προβλεφθεί από αριστερούς ακτιβιστές και δημοσιολόγους, μεταξύ άλλων από την ομάδα της "Μαρξιστικής Σκέψης", που αφιέρωσε όλο το τελευταίο τεύχος της στο πρόβλημα του φασισμού, του νεο-φασισμού και της νέας ακροδεξιάς. Υπήρξε μια μαζική κινητοποίηση από αριστερές οργανώσεις κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών εβδομάδων, εφιστώντας την προσοχή του κόσμου στον κίνδυνο των νεο-ναζιστικών συμμοριών. Ωστόσο, όλα αυτά αποδείχθηκαν σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικά, δεδομένου ότι οι χρυσαυγίτες έχουν αποκτήσει στήριξη στη διάρκεια των τελευταίων ετών σε υποβαθμισμένες γειτονιές και μεταξύ των νέων ανέργων. Η στάση του σταλινικού ΚΚΕ, το οποίο όχι μόνο δεν κάνει απολύτως τίποτα για να πολεμήσει την άκρα δεξιά, αλλά δίνει στέγη σε εθνικιστές, όπως η διαβόητη δημοσιογράφος Λιάνα Κανέλλη, και μάλιστα έφτασε στο σημείο να καλωσορίσει τους εκπροσώπους της Χρυσής Αυγής στην απεργία στη Χαλυβουργική μέσω του τοπικού συνδικάτου των εργαζομένων που ελέγχει, επιδείνωσε κατά πολύ το πρόβλημα.
Είναι αλήθεια ότι η ακροδεξιά συγκέντρωσε "μόνο" 20,5%, σε σύγκριση με το 26,5% της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ωστόσο, είναι επίσης αλήθεια ότι υπερτριπλασίασε τις δυνάμεις της, ενώ η ριζοσπαστική αριστερά "μόνο" τις διπλασίασε.
Η κατάσταση που προέκυψε έχει χρησιμοποιηθεί από συντηρητικούς σχολιαστές στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τον Τύπο, για να ερμηνεύσουν το αποτέλεσμα ως μια παράλογη έκφραση θυμού, που εξωθεί στα άκρα, ενάντια στις απαιτήσεις της λογικής και της σύνεσης. Σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, ο κόσμος παρασύρθηκε από τις ψεύτικες υποσχέσεις των δημαγωγών, που είναι αδύνατο να εκπληρωθούν. Ο σωστός δρόμος θα ήταν να προωθηθούν οι αντιδραστικές «μεταρρυθμίσεις» που θα μπορούσαν τελικά να οδηγήσουν σε ξεπέρασμα της κρίσης μέσω της ανάπτυξης και αύξησης της παραγωγικότητας και σε βελτίωση της δημοκρατίας. Η Ντόρα Μπακογιάννη, ηγέτης της ακραία νεο-φιλελεύθερης (και παραπλανητικά ονομαζόμενης) Δημοκρατικής Συμμαχίας, η οποία απέτυχε να μπει στο κοινοβούλιο για μερικές χιλιάδες ψήφους, το έχει πολλές φορές υποστηρίξει αυτό με τον πιο σαφή και κατηγορηματικό τρόπο.
Αυτός ο τύπος επιχειρήματος έχει στην πραγματικότητα ένα διπλό σκοπό. Από τη μία μεριά, προσπαθεί να εξισώσει με παραπλανητικό τρόπο την ακροδεξιά απειλή και την προοπτική της αριστερής αλλαγής ως δύο συμπληρωματικές πτυχές του προβλήματος που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, παρουσιάζοντας έτσι την αριστερά ως ένα κίνδυνο επίσης, και αρνούμενο εκ των προτέρων ότι μπορεί να υπάρξει μια ριζοσπαστική θετική λύση. Και από την άλλη μεριά, επιδιώκει να εξωραΐσει το διεφθαρμένο ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα και να κάνει τα κόμματα του κατεστημένου να φαίνονται σαν εγγύηση για τη σταθερότητα και την πρόοδο, ενώ στην πραγματικότητα είναι η αιτία του προβλήματος και της ακροδεξιάς απειλής επίσης. Στην Ελλάδα η διαφθορά των κορυφαίων πολιτικών και δημόσιων αξιωματούχων υπήρξε εξαιρετικά διαδεδομένη, λαμβάνοντας τεράστιες διαστάσεις χωρίς να τιμωρηθεί ποτέ σχεδόν κανένας από αυτούς. Αυτή η αποσύνθεση ήταν μία από τις κύριες αιτίες που διευκόλυναν την άνοδο της ακροδεξιάς και του νεοναζισμού. Ωστόσο, καλούμαστε τώρα να πιστέψουμε ότι οι ίδιες ακριβώς δυνάμεις που παρήγαγαν αυτή την κατάσταση έχουν το μαγικό κλειδί για να οδηγήσουν τη χώρα έξω από την κρίση, και αυτό ακολουθώντας τις συνταγές που την έκαναν τόσο βαθιά. Στην πραγματικότητα, όταν οι αντιδραστικοί πολιτικοί όπως η Μπακογιάννη μιλούν για «τη βελτίωση της παραγωγικότητας», εννοούν μόνο περισσότερες απολύσεις και νέα μείωση των μισθών στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, καθιστώντας έτσι την υπάρχουσα άσχημη κατάσταση ακόμη πιο απελπιστική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισε αυτά τα στερεότυπα με έναν επιτυχή τρόπο, προτείνοντας τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης της αριστεράς, η οποία προσέλκυσε μεγάλη υποστήριξη από το λαό. Η χαρισματική προσωπικότητα του προέδρου του, Αλέξη Τσίπρα, έπαιξε επίσης ένα ρόλο σε αυτό. Άλλα κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς όπως το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν πέτυχαν να κάνουν κάτι το εντυπωσιακό. Το ΚΚΕ επέμεινε σε μια εξαιρετικά σεκταριστική πολιτική, ζητώντας τη δημιουργία ενός μετώπου για την άμεση ανατροπή του συστήματος από μια «λαϊκή εξουσία». Συνέδεε κάθε αγώνα για την καλυτέρευση της θλιβερής μοίρας του λαού με αυτή την προοπτική, αρνούμενο πεισματικά ότι θα μπορούσε να γίνει οτιδήποτε πριν από την εγκαθίδρυση της «λαϊκής εξουσίας». Αυτό στην πράξη σημαίνει να καταδικάζει τον εαυτό του στην παθητικότητα και μια γραφειοκρατική ρήξη με την πραγματικότητα κάτω από την παραπλανητική αμφίεση του αγώνα για την επανάσταση, όπως τόσο συχνά έχει συμβεί με τον σταλινισμό. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε μια σαφώς καλύτερη προσέγγιση και έχει διαδραματίσει ένα ζωτικής σημασίας ρόλο στην καταπολέμηση των νεοναζί της Χρυσής Αυγής κατά τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, πλήρωσε για την έλλειψη ισχυρών δεσμών με τον κόσμο και την αδυναμία της να συνεργαστεί με άλλες αριστερές δυνάμεις. Αυτό απέτυχε να το κάνει όχι μόνο με τον ΣΥΡΙΖΑ, με τον οποίο έχει μια σειρά προγραμματικές διαφορές, αλλά ακόμη και με το ΜΑΑ (Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής), ένα μικρό σχηματισμό της ριζοσπαστικής αριστεράς με επικεφαλής τον Αλέκο Αλαβάνο, πρώην επιφανή ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ που ήρθε σε διάσταση με την πλειοψηφία του και έμεινε παράμερα σε αυτές τις εκλογές.
Το ΚΚΕ κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ για οπορτουνισμό και ότι διαδίδει αυταπάτες στο λαό με το να προτείνει μια κυβέρνηση της αριστεράς, δεδομένου ότι μια τέτοια κυβέρνηση δεν θα είναι καλύτερη από τις υπάρχουσες. Η Αλέκα Παπαρήγα, η δογματική Γενική Γραμματέας του ΚΚΕ, προχώρησε μάλιστα τόσο πολύ ώστε να υποστηρίξει ότι το να λάβει το ΚΚΕ μέρος σε μια τέτοια κυβέρνηση θα σήμαινε να προδώσει το λαό για μερικές υπουργικές "καρέκλες" και δήλωσε ότι το ΚΚΕ δεν θα δώσει ψήφο εμπιστοσύνης σε αυτήν, εφόσον εμφανιστεί ενώπιον της ελληνικής Βουλής. Η πολιτική τους εκτίμησή μετά τις εκλογές ήταν ότι η αύξηση της υποστήριξης στον ΣΥΡΙΖΑ σηματοδοτεί μια προσπάθεια από το σύστημα για να ματαιώσει τη ριζοσπαστικοποίηση του λαού και να τη διοχετεύσει σε δρόμους αποδεκτούς από τις άρχουσες τάξεις. Επιπλέον, η κ. Παπαρήγα απλά αρνήθηκε ακόμη και να συναντηθεί με τον Α. Τσίπρα ο οποίος ανέλαβε χθες την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση, αφού ο Α. Σαμαράς, ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, απέτυχε να το κάνει και κατέθεσε τη δική του εντολή.
Όλα αυτά όμως και ο ισχυρισμός της ηγεσίας του ΚΚΕ ότι καμία απολύτως αλλαγή δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα κοινοβουλευτικό τρόπο είναι ένας πολύ σεχταριστικός δογματισμός. Φυσικά, ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί οριστικά με κοινοβουλευτικό τρόπο, για να επιτευχθεί αυτό μια λαϊκή επανάσταση είναι απαραίτητη. Ωστόσο, η εμπειρία του Τσάβες στη Βενεζουέλα δείχνει ότι με την υποστήριξη ενός μαζικού κινήματος μπορεί να ξεκινήσουν μεγάλες ριζικές αλλαγές χρησιμοποιώντας σαν μοχλό και το κοινοβούλιο και δεν υπάρχει κανένας πραγματικός λόγος ότι αυτό θα πρέπει να είναι κατ’ αρχήν αδύνατο για την Ελλάδα.
Τα πραγματικά προβλήματα όμως αρχίζουν από αυτό το σημείο. Για να επιβληθεί μια τέτοια ριζική αλλαγή, με τη βοήθεια μιας αριστερής κυβέρνησης που θα στηρίζεται σε μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία, απαιτείται ένα μαζικό μέτωπο, το οποίο θα στηρίζει το όλο εγχείρημα. Αυτό είναι εντελώς ουσιώδες στην Ελλάδα, προκειμένου να σταθεί ικανή να αντέξει την ισχυρή πίεση των ξένων δανειστών και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και ιμπεριαλιστικών οργανισμών. Ωστόσο, ούτε αυτή η πλειοψηφία, ούτε το μέτωπο υπάρχει σήμερα. Και ενώ οι αριθμοί θα μπορούσαν να καταστήσουν την κυβέρνηση της αριστεράς αφηρημένα δυνατή σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα υλοποιηθεί.
Η στάση του ΚΚΕ είναι το κύριο πρόβλημα σε αυτό. Αυτό το κόμμα έχει την υποστήριξη ενός σημαντικού μέρους της βιομηχανικής εργατικής τάξης, τα μαχητικά στοιχεία της οποίας θα ενίσχυαν και θα εδραίωναν το προτεινόμενο μέτωπο. Ωστόσο, το ΚΚΕ, μετά τη διάσπασή του το 1991, ακολούθησε για δύο δεκαετίες μια αυξανόμενα σταλινική πορεία. Αυτό έχει φτάσει στο σημείο όχι μόνο να αποκατασταθεί πρόσφατα ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο αυταρχικός και κυνικός σταλινικός Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ στα 1931-56, αλλά επίσης να παρουσιάζεται ο Στάλιν ως ένας από τους κορυφαίους μαρξιστές, στην αποδοχή της εγκυρότητας των Δικών της Μόσχας και την υιοθέτηση των κατηγοριών ότι ο Τρότσκι, ο Μπουχάριν και οι άλλοι Μπολσεβίκοι ηγέτες ήταν πράκτορες της Γκεστάπο. Ένας αριθμός σκληροπυρηνικών σταλινικών ψευδο-θεωρητικών, όπως τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου Μάκης Μαΐλης και ο Στέφανος Λουκάς, έχουν σχηματίσει έναν κύκλο που κατευθύνει την εσωτερική πολιτική και ιδεολογική ζωή του κόμματος, χαμηλώνοντας έτσι το επίπεδο των μελών του και καθιστώντας το ευάλωτο σε όλων των ειδών τους καριερίστες και τους οπορτουνιστές.
Το ΚΚΕ έχει αποκηρύξει τις επαναστάσεις της Αραβικής Άνοιξης και τα μεγάλα κινήματα των "Αγανακτισμένων" στην Ελλάδα και την Ευρώπη ως ύποπτα και ίσως ακόμη και καθοδηγούμενα από όργανα των ιμπεριαλιστικών μυστικών υπηρεσιών, αρνούμενο να λάβει μέρος σε αυτά. Αντί γι’ αυτό καλεί τον κόσμο να ενωθεί σε επινοημένα από το κόμμα "μέτωπα" που κατευθύνονται από τα πάνω και έχουν ελάχιστη σχέση με το λαό. Πρόσφατα προχώρησε τόσο πολύ ώστε να αγνοήσει τη δραματική αυτοκτονία του Δημήτρη Χριστούλα, ενός 77χρονου ο οποίος πυροβολήθηκε στο Σύνταγμα και άφησε ένα συγκινητικό μήνυμα στη νέα γενιά, προτρέποντάς την να πολεμήσει εναντίον των διεφθαρμένων κυβερνώντων. Ο Χριστούλας ήταν μέλος του κινήματος των "Αγανακτισμένων" και έτσι ο "Ριζοσπάστης", το επίσημο όργανο του ΚΚΕ, στις λίγες γραμμές που διέθεσε για το περιστατικό δεν ανέφερε καν το όνομά του (αποκαλώντας τον "77χρονο") και λογόκρινε ξεδιάντροπα το μήνυμά του, φτάνοντας στο σημείο ακόμη και να εξαπολύσει κατηγορίες εναντίον του ότι η ενέργειά του ήταν προς το συμφέρον της άρχουσας τάξης, που θέλει οι άνθρωποι να αυτοκτονούν. Ο Αλέκος Χαλβατζής, γιος του Σπύρου Χαλβατζή, του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΚΚΕ, αποχώρησε από το ΚΚΕ πριν 1-2 χρόνια, κατηγορώντας την ηγεσία Παπαρήγα ότι έχει γεμίσει το κόμμα με "λαθρεπιβάτες".
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι από την άλλη πλευρά ένας συνασπισμός διαφόρων ομάδων, συμπεριλαμβανομένων μαρξιστών, τροτσκιστών, μαοϊκών, αριστερών και μετριοπαθών ρεφορμιστών, οικολόγων και μιας σειράς άλλων τάσεων. Το κόμμα έχει ένα πραγματικά δημοκρατικό χαρακτήρα και αυτή η ποικιλία απόψεων του προσδίδει ζωντάνια, ως ένα κέντρο συζητήσεων και παραγωγής ιδεών. Ωστόσο, με την κρίσιμη κατάσταση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί ένα πρόβλημα, εμποδίζοντας σε μια κρίσιμη στιγμή μια ενιαία στάση απέναντι στα καίρια ζητήματα για τα οποία οι διάφορες συνιστώσες έχουν διαφορετικές απόψεις. Προς το παρόν, βέβαια, η εκλογική επιτυχία ενισχύει την ενότητα του κόμματος, αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι βέβαιο ότι θα διατηρηθεί επ’ αόριστον στο μέλλον.
Το ΚΚΕ, με το συνήθη φανατισμό του, φαίνεται να «ποντάρει» στο ενδεχόμενο ότι η εξισορρόπηση των τάσεων στον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα καταστεί δυνατή και μετά από μια πιθανή αποτυχία της προσπάθειας να δημιουργηθεί μια αριστερή κυβέρνηση ή να προωθηθεί σωστά εφόσον δημιουργηθεί, στο όχι πολύ μακρινό μέλλον οι εργαζόμενοι μπορεί να στραφούν προς αυτό. Αυτή η ελπίδα μπορεί να στηριχτεί από το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ισχυρούς δεσμούς με τις μάζες που ήρθαν σε αυτόν στις εκλογές και η κοινωνική βάση του δεν είναι στην εργατική τάξη, αλλά κυρίως στους δημοσίους υπαλλήλους και τη νεολαία. Πρόκειται για μια μάταιη ελπίδα όμως με την έννοια ότι, αν ο ΣΥΡΙΖΑ αποτύχει να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες, το χάος θα γίνει καθολικό, και σε μια τέτοια κατάσταση θα είναι πιο πιθανό να επωφεληθεί η άκρα δεξιά και όχι το ΚΚΕ.
Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ συνέπεσε με τη νίκη του Φρανσουά Ολάντ στη Γαλλία. Ωστόσο, θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι πρόκειται για δύο γεγονότα με εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. Η επιτυχία του Ολάντ, ακόμη και αν κέρδισε την υποστήριξη πολλών ψηφοφόρων της αριστεράς, σημαίνει απλά μια αλλαγή πολιτικής στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης και των κομμάτων της. Μπορεί να οδηγήσει σε κάποιες επιμέρους αλλαγές και αναπροσαρμογές, ένα κάπως διαφορετικό τονισμό και οριοθέτηση, αλλά θα αφήσει τα γενικά θεμέλια των ευρωπαϊκών πολιτικών ανέγγιχτα. Η στροφή προς τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, ωστόσο, έχει μια δυνατότητα να αμφισβητήσει τα ίδια τα θεμέλια των πολιτικών λιτότητας και την κυριαρχία των αγορών. Μπορεί να χρησιμεύσει ως παράδειγμα, ειδικά αν είναι επιτυχής, για τις άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Ιρλανδία, ώστε να εγκαινιαστεί μια γενική και πραγματική ευρωπαϊκή κίνηση προς τα αριστερά.
Οι κυβερνώσες ευρωπαϊκές ελίτ, όπως αντιπροσωπεύονται από τους Μέρκελ, Σόιμπλε, Μπαρόζο, κλπ, έχουν πλήρη συνείδηση αυτού και αντέδρασαν νευρικά, είτε παρεμβαίνοντας ξεδιάντροπα πριν από τις εκλογές για να υπαγορεύουν το αποτέλεσμα, ή δηλώνοντας απλά ότι οι υποχρεώσεις της χώρας, οι οποίες υπεγράφησαν από την προηγούμενη κυβέρνηση, πρέπει να τηρηθούν. Οι φόβοι τους είναι ασφαλώς δικαιολογημένοι, ιδιαίτερα στην περίπτωση που ένα ευρύτερο κίνημα της ριζοσπαστικής αριστεράς αναπτυχθεί στην Ευρώπη. Ωστόσο, το πραγματικά επείγον ερώτημα είναι: πώς θα αντιμετωπίσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις εντεινόμενες πιέσεις τους κατά τους επόμενους μήνες και τι θα προσπαθήσει και θα είναι σε θέση να επιτύχει σε μια στιγμή που οι αντιδραστικές δυνάμεις εξακολουθούν να παραμένουν ισχυρότερες στην Ευρώπη ως όλο;
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ στοχεύει σε μια καταγγελία του «Μνημονίου» και επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, που θα περιλαμβάνει την ακύρωση ένα μεγάλου μέρος του ως απεχθούς. Διεκδικεί, επίσης, μια 3ετή περίοδο αναστολής των δανειακών υποχρεώσεων, η οποία θα αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα ανακούφισης, αν επιτευχθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ στοχεύει στην εθνικοποίηση ορισμένων τραπεζών, τη βαρύτερη φορολόγηση των πλουσίων και τη βελτίωση της κατάστασης του λαού, με την αποκατάσταση του πρότερου βιοτικού του επιπέδου. Αφού έλαβε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, ο Τσίπρας πρότεινε ένα πρόγραμμα 5 σημείων που αποτελεί μια συγκεκριμενοποίηση αυτού.
Άλλες αριστερές δυνάμεις όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι αυτό δεν είναι αρκετό και ότι θα χρειαστεί η μονομερής αποκήρυξη του χρέους, το οποίο θα σήμαινε ότι η χώρα θα πρέπει να εγκαταλείψει την ευρωζώνη και να επιστρέψει στο εθνικό της νόμισμα. Η θέση αυτή υιοθετείται σε μεγάλο βαθμό από το Αριστερό Ρεύμα, μια σημαντική συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ με επικεφαλής τον κοινοβουλευτικό του εκπρόσωπο Παναγιώτη Λαφαζάνη, ενώ μια σειρά σημαντικοί Έλληνες οικονομολόγοι, όπως ο Κώστας Λαπαβίτσας, έχουν επιχειρηματολογήσει επίσης με αυτόν τον τρόπο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΚΚΕ συνδέει και την ακύρωση του χρέους με το σύνθημα της «λαϊκής εξουσίας», θεωρώντας ότι είναι αδύνατη υπό κοινοβουλευτικές συνθήκες. Αυτό, βέβαια, είναι παράλογο, δεδομένου ότι η αποκήρυξη του χρέους είναι μια μεταρρύθμιση που αφορά το σύστημα διανομής αφήνοντας άθικτο το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής καθαυτό. Έτσι είναι εντελώς νοητή κάτω από τον καπιταλισμό, όπως δείχνουν μια σειρά παραδείγματα (Ισημερινός, Ρωσία, κλπ.).
Η δυσκολία με την μονομερή αποκήρυξη του χρέους είναι ότι, ενώ είναι μακροπρόθεσμα η πιο ευεργετική για το λαό, θα προκαλέσει στα αρχικά της στάδια σημαντικά προβλήματα και αποδιοργάνωση. Για την ελαχιστοποίησή τους και την αποφυγή να περάσει η Ελλάδα μια εμπειρία όπως αυτή της Αργεντινής το 2001, είναι σημαντικό η πλειοψηφία του λαού να είναι πεπεισμένη για την αναγκαιότητά της και να εκπληρωθεί με ένα εύτακτο τρόπο από μια αριστερή κυβέρνηση αποφασισμένη με συνείδηση των στόχων της. Αυτό σημαίνει ότι αφού η ευρωπαϊκή αριστερά εξακολουθεί να είναι σε αμυντική θέση, η προσπάθεια για την εφαρμογή του "συμβιβαστικού" προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ και της κατάληξης σε μια συμφωνία με την ΕΕ θα πρέπει να γίνει. Εάν, όπως είναι αρκετά πιθανό, οι νεοφιλελεύθερες ελίτ της ΕΕ αρνηθούν να κάνουν πραγματικές και ουσιαστικές παραχωρήσεις, τότε αυτό θα μπορούσε να πείσει τον ελληνικό λαό για την αναγκαιότητα για πιο ριζοσπαστικά μέτρα. Μελλοντικά, θα ήταν ιδανικό αν η πορεία αυτή συμπέσει με μια γενική αναζωογόνηση των μαζικών κινημάτων στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στη νότια Ευρώπη, οδηγώντας σε μια "Ευρωπαϊκή Άνοιξη", μετά την Αραβική.
Αυτή η προοπτική δεν είναι τόσο μακρινή όσο μπορεί να φανεί. Οι άρχουσες τάξεις στην Ελλάδα και την Ευρώπη την υπολογίζουν σοβαρά και προετοιμάζονται για να αντιμετωπίσουν την πρόκληση που θα θέσει στο σύστημα τους. Η πρόσφατη άνοδος της ακροδεξιάς στην Ελλάδα, που υποστηρίζεται ανοιχτά από ένα μέρος των μέσων ενημέρωσης, των καπιταλιστικών κύκλων και του κρατικού μηχανισμού, είναι μέρος αυτού.
Η διάλυση του ελληνικού πολιτικού συστήματος έχει συγκριθεί από αυτή την άποψη με την πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και είναι αλήθεια ότι υπάρχει μια σειρά από εντυπωσιακές αναλογίες. Σε μια παρόμοια κατάσταση βαθιάς οικονομικής κρίσης, μαζικής ανεργίας και εξαθλίωσης, παρακολουθούμε τη χρεοκοπία όχι μόνο των πρώην κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων αλλά και του ίδιου του κοινοβουλευτικού συστήματος. Η κυβέρνηση Παπαδήμου ήταν σημαντική από την άποψη αυτή, δεδομένου ότι αποτέλεσε ένα πρώτο βήμα μακριά από την κανονική δημοκρατική διακυβέρνηση, προς την τεχνοκρατική-γραφειοκρατική διοίκηση, θυμίζοντας σε πολλά σημεία την κυβέρνηση Μπρίνινγκ στη Βαϊμάρη. Το πρόγραμμα του νεοσύστατου κόμματος Ανεξάρτητοι Έλληνες, με επικεφαλής τον Πάνο Καμμένο (ένα πρώην υπουργό της Νέας Δημοκρατίας), περιέχει μια σειρά από ακόμα πιο επικίνδυνα αντιδραστικά σημεία, συνδυάζοντας ένα σχέδιο ακραίας ιδιωτικοποίησης με προτάσεις για τον διορισμό των αρχηγών της αστυνομίας και του στρατού στη θέση των υπουργών ασφάλειας και εθνικής άμυνας, αντίστοιχα. Πρόκειται σαφώς για ένα βοναπαρτιστικό σχέδιο, το οποίο θα ανοίξει μια απειλή για τα ίδια τα θεμέλια της αστικής δημοκρατίας αλλά και του εργατικού κινήματος. Προς το παρόν τα μέτρα αυτά υποστηρίζονται μόνο από το κόμμα του Καμμένου και εκείνα που τοποθετούνται ακόμη πιο δεξιά από αυτό (ΛΑΟΣ, Χρυσή Αυγή). Δεν μπορεί να αποκλειστεί, ωστόσο, ότι καθώς η κρίση εντείνεται, τα πιο παραδοσιακά κόμματα, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία, ή τουλάχιστον ορισμένες ομάδες στο εσωτερικό τους, θα στραφούν σε παρόμοιες κατευθύνσεις.
Οι εκλογές της 6ης Μαΐου είχαν το σημαντικό αποτέλεσμα να παράγουν ένα αδιέξοδο, μην επιτρέποντας το σχηματισμό οποιασδήποτε βιώσιμης κυβέρνησης. Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ μαζί συγκεντρώνουν 149 έδρες, οι οποίες δεν δίνουν την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 151. Αλλά ακόμα και αν υπήρχε αυτή, θα ήταν εκτός συζήτησης να σχηματίσουν κυβέρνηση, αφού θα είναι αδύναμη και χωρίς εξουσία. Αυτό αποκλείει επίσης τη δυνατότητα μιας κυβέρνησης που θα σχηματιζόταν από τα δύο αυτά κόμματα μαζί με τη Δημοκρατική Αριστερά, η οποία θα διαθέτει πράγματι μια πλειοψηφία 168 εδρών. H Δημοκρατική Αριστερά έχει απορρίψει σοφρόνως αυτό το ενδεχόμενο, αφού θα σήμαινε να συνταυτιστεί με τα δυο πρώην μεγάλα κόμματα, τα οποία καταδίκασε ο λαός. Η ευρεία αριστερά από την άλλη πλευρά δεν μπορεί να σχηματίσει πλειοψηφία, ακόμα κι αν αθροίσουμε μαζί όλα τα σκόρπια συστατικά της. Η δυνατότητα σχηματισμού μιας «εθνικής κυβέρνησης» που να υποστηρίζεται από ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων, εκτός από την ακροδεξιά, όπως προτάθηκε από τις ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, επίσης αποκλείεται, δεδομένου ότι θα σήμαινε απλά να εμπλακεί η αριστερά στις πολιτικές του μνημονίου.
Η Ελλάδα οδεύει έτσι σχεδόν αναπόφευκτα σε νέες εκλογές, οι οποίες θα λάβουν χώρα κάπου στα μέσα Ιουνίου. Οι νέες αυτές εκλογές έχουν το δυναμικό να προκαλέσουν περαιτέρω εντυπωσιακή αναδιάρθρωση της πολιτικής σκηνής.
Η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι να ενωθούν γύρω από αυτόν άλλες αριστερές δυνάμεις με εξαίρεση το ΚΚΕ, οι οποίες απέτυχαν να μπουν στο κοινοβούλιο. Αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο το Κόμμα των Οικολόγων και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά πιθανά και κάποιες άλλες ομάδες που έσπασαν από το ΠΑΣΟΚ, όπως το μικρό (και αρκετά συντηρητικό) κόμμα της «Κοινωνικής Συμφωνίας». Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί επίσης να αποσπάσει ψήφους από το ΚΚΕ και να βελτιώσει τις επιδόσεις του στις αγροτικές περιοχές, οι οποίες ψήφισαν πιο συντηρητικά από τις μεγάλες πόλεις (ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε πάνω από το 20% των ψήφων στην Αθήνα, αλλά πολύ λιγότερο στην ύπαιθρο). Αν όλα αυτά εκπληρωθούν, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα έρθει πρώτοw και θα επωφεληθεί από τo μπόνους των 50 εδρών που χορηγεί ο παράλογος εκλογικός νόμος στο πρώτο κόμμα. Αυτό θα μπορούσε να αυξήσει την κοινοβουλευτική δύναμή του από 52 έδρες σήμερα σε περίπου 120, διευκολύνοντας σε μεγάλο βαθμό το σχηματισμό μιας κυβέρνησης της αριστεράς.
Ωστόσο, τα κόμματα του κατεστημένου έχουν επίσης κάποιες προοπτικές να το αποτρέψουν αυτό. Η Νέα Δημοκρατία μπορεί να είναι σε θέση να συνεργαστεί με τα δύο μικρά ακραία νεοφιλελεύθερα κόμματα, τη Δημοκρατική Συμμαχία της Μπακογιάννη και τη Δράση του Στέφανου Μάνου (ενός Έλληνα μεγάλου καπιταλιστή), τα οποία συγκέντρωσαν μαζί ένα σεβαστό 5% του εκλογικού σώματος. Σε περίπτωση που επιτευχθεί μια τέτοια συνένωση, η πρώτη θέση στις ερχόμενες εκλογές θα είναι ένα πολύ ανοικτό ζήτημα. Ωστόσο, ο Α. Σαμαράς, ο ηγέτης της Νέας Δημοκρατίας, δεν έχει καλές σχέσεις με τους ηγέτες των άλλων δύο κομμάτων, έτσι ώστε να είναι μάλλον δύσκολο να συμβεί (αν και η Νέα Δημοκρατία έχει κάνει ήδη την πρόταση). Εναλλακτικά, είναι αρκετά πιθανό να συνεργαστούν τα δύο ακραία νεοφιλελεύθερα κόμματα, αλλά αυτό, αν και θα διασφαλίσει την εκπροσώπησή τους στο νέο κοινοβούλιο, δεν θα σταματήσει το ΣΥΡΙΖΑ από το να καταλάβει την πρώτη θέση.
Υπάρχει επίσης η δυνατότητα μιας μαζικής λιποταξίας ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ προς τους "Ανεξάρτητους Έλληνες", που παίρνουν την πόζα μιας πατριωτικής και λαϊκής δεξιάς, η οποία υπερασπίζεται τα συμφέροντα του λαού. Αυτό μπορεί να πάρει μεγάλες διαστάσεις, αν ορισμένα τμήματα της άρχουσας τάξης και των μέσων ενημέρωσης, τα οποία υποστηρίζουν ακόμη τα παραδοσιακά κόμματα, αποφασίσουν να κινηθούν προς την κατεύθυνση του Καμμένου, ως του μόνου άφθαρτου εκπροσώπου τους. Ωστόσο, υπάρχει μια 7% διαφορά υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ τώρα, έτσι ώστε αυτή η μετακίνηση θα πρέπει να είναι πολύ έντονη, για να μπορέσουν οι Ανεξάρτητοι Έλληνες να πάρουν το προβάδισμα. Μια σύγκλιση μεταξύ των Ανεξάρτητων Ελλήνων και της Χρυσής Αυγής δεν είναι πολύ πιθανή, δεδομένου ότι η ηγεσία των Ανεξάρτητων Ελλήνων φροντίζει να διαχωρίζει τη θέση της από τον ναζισμό. Θα είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε ωστόσο ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της Χρυσής Αυγής σε αυτές τις νέες εκλογές.
Ένα πράγμα είναι σίγουρο. Μετά τις επόμενες εκλογές, η ώρα της αλήθειας θα έρθει στην Ελλάδα. Θα είναι επίσης η ώρα της αλήθειας για την ελληνική ριζοσπαστική αριστερά. Οι εξελίξεις θα δείξουν αν είναι σε θέση να ενωθεί, να αντέξει τις τεράστιες πιέσεις που θα ασκήσουν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΕ και να ανοίξει ένα νέο προοδευτικό δρόμο για την Ελλάδα και ένα παράθυρο ελπίδας για την υπόλοιπη Ευρώπη.
*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι χημικός, μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης. Το παρόν είναι μια μετάφραση κειμένου του αρχικά γραμμένου στα αγγλικά που έχει σταλεί σε ξένα σάιτ.