Κώστας
Μπατής (μέλος της ΣΟ του Πολιτικού Καφενείου – Θεσσαλονίκη)
Η αναγκαιότητα της
διανόησης
Αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη μιας κοινωνίας, είναι
η ύπαρξη ζωντανών ανθρώπων. Οι άνθρωποι ως ζωντανοί οργανισμοί, έχουν ορισμένες
βιολογικές ανάγκες τις οποίες ικανοποιούν διαμέσου της ανταλλακτικής σχέσης τους
με την φύση. Αρχικά, αυτό γίνεται διαμέσου της άγρας από το ήδη υπάρχον
περιβάλλον. Όταν η άγρα δεν επαρκεί (λόγω αύξησης του πληθυσμού και έλλειψης
αγαθών έτοιμων από το περιβάλλον) τότε εμφανίζεται η εργασία και ο καταμερισμός
αυτής για την παραγωγή των αναγκαίων προϊόντων. Εμφανίζεται ο διαχωρισμός μεταξύ
χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας. Η όλο και μεγαλύτερη περιπλοκή της
πρακτικής δραστηριότητας αναπτύσσει τον εν λόγω καταμερισμό μέχρι και τις μέρες
μας. Ο διαχωρισμός μεγαλώνει και πλήθος φαινομένων προκύπτουν από αυτόν. Αυτός
παύει να υφίσταται όταν απομακρυνθεί ο άνθρωπος από την άμεση παραγωγική
διαδικασία, διαμέσου της πλήρους αυτοματοποίησης της παραγωγής.
Η διανοητική εργασία μπορεί να
διακριθεί σε διάφορα επίπεδα, από υψηλού επιπέδου (επιστημονική και φιλοσοφική
εργασία) μέχρι χαμηλού επιπέδου (πχ. απλή λογιστική δουλειά). Εδώ μας απασχολεί
κυρίως η πρώτη. Φυσικά κάθε άνθρωπος σκέπτεται, άρα είναι εν δυνάμει
διανοούμενος. Για να γίνει τέτοιος, απαιτείται η ανάπτυξη των διανοητικών
ικανοτήτων (αισθητική και πνευματική καλλιέργεια, ανάπτυξη της κρίσης κλπ) και η
γνωριμία με το ήδη υπάρχον θεωρητικό κεκτημένο. Στην σύγχρονη κοινωνία όμως, στο
βαθμό που κυριαρχεί η υποδηλωτική- κοπιαστική- επαναλαμβανόμενη χειρωνακτική
εργασία (και το αντίστοιχο της σε απλές διανοητικές εργασίες) “η πνευματική
κουλτούρα, νόημα και περιεχόμενο της μόρφωσης, γίνεται προνόμιο των ολίγων, ενώ
για τους πολλούς παραμένει το άπιαστο πουλί του ελεύθερου χρόνου μετά την
εξαντλητική εργασία” (1). Στον ελεύθερό του χρόνο, ο εργαζόμενος στις
παραπάνω συνθήκες, δύσκολα μπορεί να ασχοληθεί πχ. με τα δυσνόητα έργα του
Χέγκελ ή του Μαρξ. επιδιώκει το απλό, ξένοιαστο και ξεκούραστο. Κύρια πηγή
γνώσης για αυτούς τους ανθρώπους αποτελεί η γενίκευση της καθημερινότητας,
πράγμα που οδηγεί σε γενικεύσεις αποσπασματικών πτυχών αυτής ως αιώνιες
αλήθειες. Στο επίπεδο της καθημερινής συνείδησης, μπορεί κανείς να νομίζει πως ο
ήλιος γυρίζει γύρω από τη γη και όχι το αντίθετο. Έτσι λοιπόν η αναγκαιότητα των
διανοουμένων σε αυτές τις συνθήκες είναι νομοτελής και αναπόφευκτη.
Όπως η ταξική πάλη περνάει
από δρόμους με πολλές δυσκολίες και κινδύνους, έτσι και η διανόηση έχει τις
δικές τις παγίδες. Οι σημερινοί διανοούμενοι φαίνεται έχουν καταφέρει να πέσουν
σε όλες.
Ιστορικές διαφορές
Η αλματώδης ανάπτυξη της
επιστήμης και των τεχνολογιών από τα μέσα του 20ου αιώνα προκάλεσε ριζικές
αλλαγές στον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Μια από αυτές σχετίζεται με το θέμα
μας, και αφορά την αλλαγή του τρόπου δράσης των διανοουμένων.
Η διανόηση, στην προ του 1950
περιόδου, και πολύ περισσότερο η διανόηση με δημόσιο λόγο, δεν εργαζόταν στα
πανεπιστήμια. Πρόκειται για μια διανόηση που η ίδια η γραφή αποτελούσε και μέσω
επιβίωσης, όταν ένα ή δύο άρθρα σε μια εφημερίδα μπορούσαν να τους εγγυηθούν το
ενοίκιο στο μικρό διαμέρισμα που κατοικούσαν. Μετά το 1950 εμφανίζεται το μαζικό
πανεπιστήμιο και η πλειοψηφία της διανόησης, συμπεριλαμβανομένης και της
αριστερής, εισέρχεται μαζικά σε αυτό το χώρο. Όπως θα δούμε, αυτό δε συνιστά μια
δευτερεύουσας σημασίας αλλαγή.
Ο Russell Jacoby στο γνωστό
βιβλίο του “Οι τελευταίοι διανοούμενοι” αναρωτιέται γιατί η δικιά του γενιά (η
γενιά της δεκαετίας του 1950) δεν κατάφερε να βγάλει ούτε ένα νέο δημόσιο
διανοούμενο. Μελετώντας την περίπτωση της Αμερικής, βλέπει τις διαφορές στους
διανοούμενους πριν και μετά την κρίσιμη αυτή δεκαετία. Θεωρεί τους παλαιότερους,
διανοούμενους με δημόσιο λόγο, και τους νεότερους καθηγητές που ζουν σε
απομόνωση από την υπόλοιπη κοινωνία. “Η εμπειρία των διανοουμένων έχει
αλλάξει, αλλά τα αίτια δεν έχουν διερευνηθεί και μια συνέπεια μένει απαρατήρητη
και είναι βαθιά καταστροφική: η εκπτώχευση της δημόσιας κουλτούρας” (2). Οι
δημόσιοι διανοούμενοι “που γράφουν με ζωντάνια και σαφήνεια είναι πιθανόν
τόσο λιγοστοί όσο τα σπίτια με χαμηλό νοίκι στη Νέα Υόρκη ή στο Σαν
Φρανσίσκο”. (3). Αυτοί “έχουν αντικατασταθεί από high - tech
διανοούμενους, συμβούλους και καθηγητές - ανώνυμες ψυχές, που μπορεί να είναι
επαρκείς, και παραπάνω από επαρκείς, αλλά δεν εμπλουτίζουν την δημόσια ζωή”
(4).
Θεωρώ, συμφωνώντας με τον
Jacoby, πως δεν πρόκειται για μικρή αλλαγή, αλλά ότι ο τρόπος εργασίας του
διανοούμενου τις τελευταίες δεκαετίας έχει αλλάξει, οδηγώντας σε αλλαγή του
τρόπου σκέψης. “Οι νεαρότεροι διανοούμενοι, που η ζωή τους έχει κυλήσει
σχεδόν εξ ολοκλήρου στα πανεπιστήμια, απευθύνονται στους επαγγελματίες
συναδέλφους” (5). “Οι διανοούμενοι δεν έχουν εξαφανιστεί, αλλά κάτι έχει
αλλάξει στη σύνθεση τους. Έχουν γίνει πιο επαγγελματικοί και απομονωμένοι.
Συγχρόνως, έχουν χάσει την άριστη χρήση της καθομιλουμένης, που την είχαν
στοχαστές από τον Γαλιλαίο μέχρι τον Φρόυντ. Εκεί που ο Λιούις Μάμφορντ ή ο
Walter Lippmann και οι όμοιοι τους έγραφαν για το κοινό, οι διάδοχοι τους
“θεωρητικολογούν” για αυτό σε ακαδημαϊκά συνέδρια.” (6). “Το έργο τους
ξεραίνεται, η συλλογιστική τους χοντραίνει, οι ψυχές τους αποστεγνώνονται. Στη
ζωή του νου, όπως και στη ζωή την ίδια, η ζωντάνια απαιτεί να αντιστεκόμαστε στο
δέλεαρ του οικείου και του ασφαλούς” (7). “Για να μιλήσω κοφτά: το
περιβάλλον, οι τρόποι και το γλωσσικό ιδίωμα των διανοουμένων έχουν
μετασχηματιστεί κατά τη προηγούμενη πεντηκονταετία. Οι νεαρότεροι διανοούμενοι
δεν χρειάζονται πια ή δεν θέλουν ένα ευρύτερο κοινό, είναι σχεδόν αποκλειστικά
καθηγητές. Σπίτι τους είναι το πανεπιστήμιο, κοινό τους είναι τα κολέγια, τα
μέσα έκφρασης τους είναι οι μονογραφίες και τα εξειδικευμένα έντυπα.”
(8).
“Μεταξύ του 1920 και 1970 ο
πληθυσμός των ΗΠΑ διπλασιάστηκε, αλλά ο αριθμός των δασκάλων στα κολέγια
δεκαπλασιάστηκε, από 50.000 το 1920 ανήλθε σε 500.000 το 1970” (9). “Μαρξιστές καθηγητές διδάσκουν παντού,
οι ριζοσπάστες δημοσιεύουν ατελεύτητα και η ευρύτερη αριστερά δεν φοβάται
καθόλου μια καταδίωξη μακαρθικού τύπου” (10). “Τα νεοϊδρυθέντα και
διευρυμένα κολέγια έδωσαν τη δυνατότητα, αν δεν εξανάγκασαν κιόλας, στους
διανοούμενους να ξεφύγουν από μια επισφαλή ζωή σε μια σταθερή καριέρα.
Αντάλλαξαν τις πιέσεις της διορίας και το ανεξάρτητο γράψιμο με τη σιγουριά της
μισθωτής διδασκαλίας και της σύνταξης - με τα καλοκαίρια ελεύθερα, για να
γράφουν και να ραχατεύουν. Όταν ο Ντάνιελ Μπελ εγκατέλειψε το περιοδικό Fortune
το 1958 για την πανεπιστημιακή ζωή, είπε στον Luce πως είχε τέσσερις βάσιμους
λόγους: “Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο”. “Το κακό με όλα εκτός από το
δασκαλίκι”, παραπονέθηκε ο Delmore Schwartz σε ένα συνάδελφο ποιητή, “είναι ότι
σπαταλάς πολύ χρόνο για να σκεφτείς πως θα βγάλεις λεφτά... ότι ανησυχείς
περισσότερο από όσο σε κάθε άλλη περίπτωση” (11).
“Όταν αναπλάστηκε η ζωή των
διανοουμένων, η πνευματική ζωή αναπλάστηκε και αυτή” (12). Πράγματι οι
διανοούμενοι προσαρμόστηκαν στις απαιτήσεις, το ήθος και την ιεραρχία του
πανεπιστημιακού χώρου (κομφορμισμός της πανεπιστημιακής δουλειάς). Ο δημόσιος
λόγος αντικαθίσταται από την πιο εξεζητημένη γλώσσα. Το ενδιαφέρον μετατοπίζεται
από τα κοινωνικά ζητήματα στην υπερβολική προσήλωση σε τυπικές λεπτομέρειες εις
βάρος της ουσίας. Η συμμετοχή στην πολιτική πάλη μετατρέπεται στον
πανεπιστημιακό συνδικαλισμό και τη διοίκηση. Η αναγνωρισιμότητα σε καριέρα. Η
συγγραφή άρθρων ένα ατέλειωτο κυνήγι δημοσιεύσεων. “Οι νέοι ακαδημαϊκοί
έγραφαν βιβλία και άρθρα επιδιώκοντας όγκο” (13). “Στην τρέχουσα
ακαδημαϊκή μόδα τα νέα του βιβλία καταφτάνουν φουσκωμένα με υπεροψία” (14).
“Χρήμα, στάτους, ασφάλεια, ισχύς... Ο διανοούμενος τρώει καλύτερα, έχει
καλύτερη στέγη και κανακεύεται πιο όμορφα από οποτεδήποτε άλλοτε” (15).
Καθηγητές που απευθύνονται σε ένα μεγαλύτερο από το στενά ακαδημαϊκό κοινό
χλευάζονται από τους συναδέλφους τους, είτε δεν τους ανανεώνεται η σύμβαση λόγο
αυτού (16). “Ο τρόπος που τα άτομα εκδηλώνουν την ζωή τους αντανακλά αυτό που
ακριβώς είναι” αναφέρει σωστά ο Μαρξ (17)
“Δικαιολογημένα, ίσα-ίσα ο
Μάμφορντ εγκαινίασε την τελική αντεπίθεση της προηγούμενης γενιάς ενάντια στη
διαβρωτική ακαδημαϊκοποίηση της κουλτούρας. Το 1968, ο Μάμφορντ βρήκε μία νέα
έκδοση του αγαπημένου του συγγραφέα, του Έμερσον, που τον θεωρεί «βουνίσια πηγή»
που αρδεύει όλα τα αμερικάνικα γράμματα. Η νέα πλήρης και σχολιασμένη έκδοση του
Έμερσον από το Harvard University Press ήταν ένα κείμενο «εγκεκριμένο» από τη
Modern Language Association.
Ο Μάμφορντ τα 'χασε. Ομάδες
ακαδημαϊκών είχαν μετατρέψει σε λάσπη τη ρέουσα γλώσσα του Έμερσον. Στο όνομα
της ακριβολογίας, οι καλοί καθηγητές είχαν εντοπίσει όλες τις διαφορές ανάμεσα
στα χειρόγραφα και στις δημοσιευμένες εκδόσεις. Χρησιμοποίησαν είκοσι
διαφορετικά σύμβολα, που εντάχθηκαν στο τυπωμένο κείμενο, που «φτύνουν και
πιτσιλάνε τον αναγνώστη, όχι μόνο για να επισημάνουν διαγραφές, προσθήκες λέξεων
ή παραλλαγές, αλλά και μη ανακτηθέν υλικό, μη ανακτηθέν διαγραμμένο υλικό,
τυχαίο σχίσιμο του χειρογράφου, ακόμη και σβησίματα... τον έχουν κάνει να μη
διαβάζεται»”. (18)
Ο Jacoby αναρωτιέται για τους
αριστερούς διανοούμενους: “Πως είναι δυνατόν αυτοί οι παλαίμαχοι των
κινημάτων, που συχνά επιτέθηκαν στο πανεπιστήμιο, χλεύασαν τους δασκάλους τους
και γελοιοποίησαν τους στοχαστές του παρελθόντος, να ωρίμασαν και να έγιναν τόσο
σοβαροί επαγγελματίες, πιο ήρεμοι από τους γηραιότερους διανοούμενους;”
(19). Ο Jacoby παραπέμπει στον Whyte στο “Organisation Man” “Πριν από όχι
πολύ καιρό, ο νεαρότερος κοινωνικός επιστήμονας ήταν ικανός να βλέπει τον κλάδο
γνώσης του ως όχημα για διαμαρτυρία ενάντια στην κοινωνία... Οι πρεσβύτεροι που
έθεσαν τη μόδα για αυτόν ήταν συχνά οργισμένοι άνθρωποι... και δεν έκρυβαν τις
ισχυρές απόψεις... Αλλά αυτό έχει τώρα παλιώσει: είναι η σχολή της “ματωμένης
καρδιάς” για τους νεαρότερους... οι οποίοι δεν θέλουν να διαμαρτυρηθούν, θέλουν
να συνεργαστούν” (20) “Συχνά χάνεται ή δεν δηλώνεται όσο πρέπει: η
επαγγελματοποίηση οδηγεί στην ιδιώτευση ή απολιτικοποίηση, περιορισμό της
πνευματικής ενεργητικότητας από έναν ευρύτερο χώρο σε έναν στενότερο κλάδο
γνώσης. Οι αριστεροί που μπήκαν στο πανεπιστήμιο δεν επινόησαν τη διαδικασία
αυτή, αλλά την αποδέχθηκαν, και μάλιστα την επιτάχυναν. Ο μαρξισμός δε είναι
απρόσβλητος σε αυτό, τα πρόσφατα χρόνια έχει γίνει ένα επαγγελματικό “χωράφι”
που το οργώνουν οι ίδιοι” (21). “Η ακαδημαϊκοποίηση της αριστερής
διανόησης δεν επιβλήθηκε μόνο, ήταν επιθυμητή. Για τους αριστερούς, ο διορισμός
στην κρατική ή στην ακαδημαϊκή γραφειοκρατία αποτέλεσε ένα μικρό βήμα στον δρόμο
προς την εξουσία - ή αυτό φαντάστηκαν. Καριερισμός και επανάσταση
συνέκλιναν” (22). “Οι ακαδημαϊκοί μαρξιστές έχουν τυπικά επιλέξει έναν
τρόπο υποχώρησης”, συμπέρανε ο Carl Boggs, “από τα ρητά πολιτικά φαινόμενα προς
όφελος των αφηρημένων χειρισμών των παραγωγικών δυνάμεων, των λειτουργιών του
κράτους και των ταξικών σχέσεων” (23). “Στα βάθη της ψυχής τους πολλοί
φιλόσοφοι υποπτεύονται ότι υπάρχει κάτι ασόβαρο σε αυτό που κάνουν: αφού ειπωθεί
ότι είναι να ειπωθεί, κάνει μικρή ή καθόλου διαφορά για τον κόσμο”
(24)
Σε ένα παρόμοιο κείμενο
διαβάζουμε “Ο νεοτερισμός στην σκέψη τους, όπως ο Russell Jacoby επισημαίνει,
ήταν «η στροφή της έμφασης του μαρξισμού από την πολιτική οικονομία και το
κράτος στον πολιτισμό, τη φιλοσοφία και την τέχνη." Ως εκ τούτου, η ανάλυση τους
είχε την τάση να επικεντρώνονται σε στοιχεία εποικοδομήματος, σε αντίθεση με τη
βάση" (25). “Οι κοινωνιολόγοι και οι πιο νηφάλιοι συντηρητικοί
παραδέχονται ότι οι αριστεροί καθηγητές είναι λιγότερο αριστεροί και περισσότερο
καθηγητές” (26). “Στην επιστημολογία του πανεπιστημίου, καμία αληθινή γνώση
δεν είναι γνώση, αν δεν έχει ελεγχθεί και εγκριθεί μέσω των καναλιών που έχουν
εγκαθιδρυθεί με την πάροδο του χρόνου” (27). Επισκοπόντας το περιοδικό American
Sociological Review “η Patricia Wilner περίμενε να βρει ότι οι κοινωνιολόγοι
προσέγγιζαν κρίσιμα πολιτικά και κοινωνικά συμβάντα: τον Ψυχρό πόλεμο, τον
μακαρθισμό, τα κινήματα διαμαρτυρίας, στην αρχή αναρωτήθηκε πως θα ταξινομούσε
όλα αυτά τα άρθρα. Αλλά βρήκε πολύ λίγα, γιατί λιγότερα από το 5,1% των 2559
άρθρων αναφερόταν σε τέτοια ζητήματα” (28).
Για να γίνει καλύτερα κατανοητή
η άποψη ότι η αλλαγή του τρόπου εργασίας μετατόπισε την ίδια την σκέψη, αξίζει
να δούμε τις διαφορές που εντοπίζει ο Jacoby στους στοχαστές των αρχών του 20ου
αιώνα και σε αυτούς του δεύτερου μισού του ίδιου αιώνα. Η μητρόπολη της
διανόησης της Αμερικής ήταν παραδοσιακά η Νέα Υόρκη. Σε μια γωνία αυτής της
μεγάλης πόλης, στο “χωριό”, μαζί με τους κατοίκους άνθιζε η σκέψη σε ένα
μποέμικο περιβάλλον. Αν και προσωπικά δεν βρίσκω ελκυστικό αυτό το τρόπο ζωής,
“από το 1900 και μετά, ο πιο περίβλεπτος χώρος των μποέμ των άστεων, το
Γκρήνουιτς Βίλατζ, έγνεφε στους διανοούμενους της Αμερικής με την υπόσχεση της
χειραφέτησης, της τέχνης, της σεξουαλικότητας και της ελευθεροφροσύνης - όλα
αυτά με μικρό νοίκι. Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ο John Reed, ο Floyd
Dell, ο Max Eastman, έζησαν την μποέμικη ζωή του Γκρήνουιτς Βίλατζ, την ύμνησαν
και μερικές φορές την ελεεινολόγησαν” (29). Το Γκρήνουιτς Βίλατζ λειτούργησε
σαν καταφύγιο από τις συμβατικές καριέρες, από ανθρώπους που ζούσαν απλή ζωή σε
μικρά δωμάτια και σύχναζαν στα διάφορα μπαρ της περιοχής μαζί με τους φίλους
τους διανοούμενους. Αυτό που χαρακτηρίζει τους εν λόγω στοχαστές είναι ότι
έγραφαν έναντι πληρωμής (βγάζοντας τα προς το ζην) σε δημόσια περιοδικά και
εφημερίδες. Στον ευρωπαϊκό χώρο φαίνεται πως ο Τρότσκι είχε μια αντίστοιχη
ζωή.
Στην μεταπολεμική περίοδο, λέει
ο Jacoby, αλλάζει άρδην η οργάνωση της ζωής τους. Δημιουργούνται και
αναπτύσσονται τα προάστια, κυριαρχεί το ιδιωτικό αυτοκίνητο, εμπορευματοποιείται
ο μποέμικος τρόπος ζωής στον “επαναστάτη χωρίς αιτία”, το Βίλατζ “πέθανε από
επιτυχία” (30). Οι διανοούμενοι έσπασαν τους δεσμούς μεταξύ τους και με τους
λαϊκούς ανθρώπους και διασκορπίστηκαν σε πολλές και διάφορες περιοχές.
Κυριάρχησε η μικροαστική ζωή στο προάστιο με το όμορφο και ήρεμο σπίτι, η
ρουτίνα της ακαδημαϊκής δουλειάς στο απομονωμένο γραφείο, “το “ζήσε τη στιγμή”,
κάποτε ριζοσπαστική ιδέα, προώθησε το “αγόρασε για να απολαύσεις”” (31).
Εμφανίζονται οι μεταμοντέρνες θεωρίες σε όλες τις πτυχές της ζωής και κυριαρχεί
το “pop art” που δεν λέει τίποτα άλλο από “κατανάλωσε, κατανάλωσε, κατανάλωσε”.
Όλα αυτά όχι με την αντίσταση των στοχαστών, αλλά με τον θαυμασμό και την
προσαρμογή τους. Μπορεί κάποιος που και που να διάλεγε μια διαφορετικού τύπου
ζωή, όμως είναι πολύ διαφορετικό να λειτουργείς σαν “δον Κιχότης” και
διαφορετικό το ευρύτερο “περιβάλλον” να είναι τέτοιο που να διαμορφώνει
δημόσιους στοχαστές.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι νεαροί
αριστεροί καθηγητές αποδέχθηκαν παθητικά την κατάσταση που βρήκαν στα
πανεπιστήμια. Τουναντίον την άλλαξαν αρκετά, επιτιθέμενοι στις κυρίαρχες
αντιλήψεις, εισάγοντας μαρξιστικές και ευρύτερα προοδευτικές έννοιες στην ζωή
του πανεπιστημίου. Σαφώς προτιμάμε αριστερούς καθηγητές από τους δεξιούς, που το
μόνο μέλημα τους είναι να φτιάξουν τον φοιτητή «μορφωμένο αμόρφωτο»
«μονοδιάστατο άνθρωπο» που ασχολείται μονάχα με τα μαθήματα του και τίποτα άλλο,
που καταλήγει σε πολλές κοινωνικές δυσλειτουργίες. Την ίδια στιγμή όμως, η
τεράστια αυτή αρθρογραφία είναι γραμμένη με τέτοιο τρόπο που δεν μπορεί να
διαβαστεί από το ευρύ κοινό, αλλά μονάχα από ειδικούς. “Εν τέλει δεν
εισέβαλαν οι διανοούμενοι της Νέας Αριστεράς στο πανεπιστήμιο, αλλά συνέβη το
αντίθετο: το ακαδημαϊκό γλωσσικό ιδίωμα, οι έννοιες και οι μέριμνες κατέλαβαν,
και εν τέλει απορρόφησαν, τους νεαρούς αριστερούς διανοούμενους” (32).
Αναφερόμενος σε ένα τέτοιο καθηγητή, ο Jacoby αναφέρει: “Οι διάλογοι του
είναι ακαδημαϊκοί και διεξάγονται σε επαγγελματικά έντυπα” (33). “Αυτό
οφείλεται όχι σε εκκεντρικότητα αλλά στην πορεία της ιστορίας. Οι ριζοσπάστες
κοινωνιολόγοι ενδέχεται να ονειρεύονται την επανάσταση, αλλά βασίζονται στο
επάγγελμα τους. Η επαγγελματοποίηση σημαίνει και ιδιώτευση, απομάκρυνση από το
ευρύτερο δημόσιο σύμπαν” (34). Η μελέτη της ιστορίας, δείχνει ότι για
διάφορους λόγους (κύρος, επιρροή, μη ενεργητική παρουσία στην παραγωγή κλπ.) οι
διανοούμενοι αποδεικνύονται οι πιο επιρρεπείς στην αφομοίωση από τους
υπολοίπους. Τα διάφορα μεταμοντέρνα ρεύματα είναι αποτέλεσμα αυτών των συνθηκών
όχι διαμορφωτής τους.
Ακόμα και οι μεγάλοι
αντι-καπιταλιστικοί λόγοι μέσα στα πανεπιστήμια είναι μικρής σημασίας. Οι
σημερινοί φοιτητές, ως το ποιο μορφωμένο κομμάτι της νεολαίας, μπορεί να είναι
πιο έξυπνοι από τις προηγούμενες γενεές, αλλά δεν έχουν κανένα πάθος για την
δική τους διανοητική εξέλιξη, και είναι ιδιαιτέρως εγωκεντρικοί. Οι ταξικές τους
σχέσεις έχουν να κάνουν περισσότερο με την κατάσταση των γονέων τους και όχι με
το μέλλον τους, άρα η ταξική τους σχέση είναι ιδιαιτέρως ασθενής.
Που είναι οι διανοούμενοι
λοιπόν; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν πλέον εκπαιδευτεί με
τέτοιο τρόπο, και έχουν δουλέψει με τέτοιο τρόπο, έχουν επιλέξει τέτοια
αποσπασματική θεματολογία, έτσι ώστε σήμερα που οξύνθηκαν οι κοινωνικές
αντιθέσεις, δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα διαφορετικό, από το να κλειστούν
στο ήσυχο γραφείο τους και να αντιμετωπίζουν τα πράγματα με ένα υπερβολικό
σκεπτικισμό. Να έχουν ενδεχομένως να μοιραστούν 2-3 ιδέες, αλλά να φοβούνται όχι
την ίδια την πάλη για αυτές, αλλά τον κακοχαρακτηρισμό από τους συναδέλφους και
ενδεχομένως ιεραρχικά ανώτερούς τους.
Δεν αμφισβητώ, σε καμία
περίπτωση, τις διανοητικές ικανότητες των ανθρώπων που η δραστηριότητα τους
μοιάζει με τα προαναφερμένα. Το πρόβλημα είναι η ίδια η δραστηριότητα, όχι ο
άνθρωπος καθαυτός. Υπό άλλες συνθήκες, οι ίδιοι άνθρωποι μπορεί να ήταν τόσο
καινοτόμοι που να μας οδηγούσαν δεκάδες βήματα μπροστά. Είναι επίσης σαφές, ότι
αρκετοί καθηγητές αποτελούν εξαίρεση και έχουν ακολουθήσει μια αντικομφορμιστική
στάση εντός του πανεπιστημίου, χωρίς όμως ποτέ να ανεξαρτητοποιηθούν πλήρως από
αυτό. Το ερώτημα είναι, όμως, ποιες συνθήκες διαμορφώνονται σε αυτό τον τρόπο
δουλειάς, όχι αν υπάρχουν μια ή δύο εξαιρέσεις. Το κακό, όμως, είναι πως στα
πλαίσια του μικροαστισμού, ιδιαιτέρως της ελληνικής κοινωνίας, οι περισσότεροι
ξεκινάνε με όνειρο να αποτελέσουν την εξαίρεση και τελικά αποδεικνύονται πολύ
πιο εύκολα αφομοιώσιμοι από όσο αρχικά φαντάζονταν.
Διανοούμενοι και ταξική
πάλη
Ο Jacoby, όμως, έχει τεράστια
δυσκολία να ορίσει τον δημόσιο διανοούμενο. Για αυτό το λόγο δεν μπορεί να πει
τίποτα άλλο, παρά να κάνει εκκλήσεις στους διανοούμενους “... να απαιτήσουν την
επιστροφή της καθομιλουμένης γλώσσας και να διεκδικήσουν πάλι τη θέση τους στη
δημόσια ζωή” (35). Προσπαθώντας να προσδιορίσω αυτόν τον όρο, θεωρώ πως δημόσιος
διανοούμενος είναι αυτός ο οποίος διαμέσου των ιδεών που προβάλει συμμετέχει
ενεργά στην ταξική πάλη (είτε εκπροσωπώντας την αστική τάξη, είτε τους
εργαζομένους, είτε τους μικροαστούς). Είναι αυτός, που διατηρώντας το ρόλο του
ως άνθρωπος των γραμμάτων, προσπαθεί να συγχωνευτεί με την τάξη που θέλει να
εκφράσει. Δεν είναι άλλος από τον “οργανικό διανοούμενο” του Γκράμσι (36). Είναι
αυτός που πχ. βοηθάει στην ερμηνεία των φαινομένων που ζούμε, αναδεικνύει τις
αντιφάσεις που τις διέπουν και αναζητάει λύσεις, βοηθάει στην αντιπαράθεση με τα
κυρίαρχα ρεύματα κλπ. Ας εξετάσουμε κάποια στοιχεία από την ιστορία.
Κανένα μεγάλο ρεύμα δεν
διαμορφώθηκε χωρίς απεύθυνση στο ευρύτερο κοινό. “Τα μεγαλύτερα μυαλά, από τον
Γαλιλέο έως τον Φρόυντ, δεν αρκέστηκαν στις ιδιωτικές ανακαλύψεις, έψαξαν και
βρήκαν ένα κοινό” (37). Πράγματι, ο Γαλιλαίος έδινε διαλέξεις σε 2000 ανθρώπους,
στα πλαίσια του διαφωτισμού και της πίστης, της νεαρής τότε αστικής τάξης, στις
δυνατότητες του ορθού λόγου. Ο Diderot δημιούργησε το ρεύμα των
εγκυκλοπαιδιστών, με σκοπό την διάδοση των ιδεών (Νεύτωνα, Γαλιλέου, φιλοσοφίας
κλπ.) στον λαό. Ο κλασικός Ρώσος φιλόσοφος Λομονόσοφ, μαζί με τον Muller,
εξέδιδαν το εκλαϊκευτικό περιοδικό “Ezhemesiachnye sochineniia” (monthly works).
Ο Βολταίρος είναι γνωστός, συν των άλλων, για την δουλειά του στην εκλαΐκευση
της επιστήμης.
Η πολύ πιο δύσκολη και πιο
αυστηρή, με τις έννοιες, κλασική γερμανική φιλοσοφία, είχε την ίδια λογική. Ο
Καντ, όταν δεν έγιναν κατανοητές οι σημαντικές φιλοσοφικές - μεθοδολογικές
ανακαλύψεις του, στο “Κριτική του Καθαρού λόγου”, έγραψε τα “προλεγόμενα σε
κάθε μελλοντική μεταφυσική”, και όταν δεν καταλάβαιναν την “Κριτική του
Πρακτικού λόγου” έγραψε τα “θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών”. Κατά την άποψή
μου, η προσπάθεια του είναι μάλλον αποτυχημένη, δεδομένου ότι τα δύο
“απλοποιημένα” βιβλία είναι σχεδόν εξίσου δυσνόητα με τις “κριτικές”. Όμως, δεν
ήταν ο μόνος. Ο Φίχτε, για την απλοποίηση της δικιάς του επιστημολογίας, έγραψε
τον “προορισμό του ανθρώπου” και τον “οδηγό για μια ευτυχισμένη ζωή” (για τους
αριστερούς του σήμερα μάλλον ο Φίχτε θα κρινόταν ως ξεπεσμένος διανοούμενους). Ο
Χέγκελ είχε γράψει ουκ ολίγα άρθρα σε περιοδικά, σαφώς πιο εύκολα κατανοητά, από
τα φιλοσοφικά του έργα.
Ο Μαρξ, πέραν των επιστημονικών
του κειμένων, έχει γράψει πλήθος από άρθρα σε εφημερίδες με δημόσιο λόγο, και
προσπάθησε αρκετές φορές να απλοποιήσει τα λεγόμενά του, δίνοντας διαλέξεις σε
εργαζομένους. Ας μην ξεχνάμε, ότι δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως ο Μαρξ,
μετατρέπεται από ιδεαλιστή ριζοσπάστη αστό, σε υλιστή επαναστάτη διαμέσου των
κειμένων του στην Εφημερίδα του Ρήνου, και ποιο ειδικά στο άρθρο “Η δικαίωση του ανταποκριτή του Μοζέλα” όπου, ο Μαρξ,
πραγματοποιεί την πρώτη του υλιστική ερμηνεία του κόσμου. Ακόμα και στο
δύσκολο “Κεφάλαιο” κανείς μπορεί να θαυμάσει τον φλογερό του λόγο, που καμία
σχέση δεν έχει με το ξερό ακαδημαϊκό πρότυπο. “Η αυτοσυγκράτηση στον
“πραγματικό κόσμο”, όπως ο ίδιος την καθορίζει ως ανάλυση των “μυστικοποιημένων”
στοιχείων του, δεν έχει καμία σχέση με τη “δογματική” πρόληψη του μέλλοντος -
μόνο η) αμείλικτη κριτική όσων υπάρχουν” μπορεί να αποσαφηνίσει το νόημα των
“πραγματικών αγώνων” και να οικοδομήσει την “κριτική φιλοσοφία” (38). Ο
Λένιν, ως γνωστόν, έχει περισσότερα πολιτικά κείμενα πάρα θεωρητικά. Το
προοδευτικό Avante Garde, (αν και καθόλου συμπαθές σε εμένα) της τσαρικής
Ρωσίας, διοργάνωνε εκστρατείες στα χωριά για να μάθει στον απλό (και αγράμματο)
λαό, τέχνη. Ο Σαρτρ, διακρίνεται για την μαζική πολιτική δουλειά του. “Ακόμη
και ο διαβόητα δυσνόητος Adorno δούλευε και ξαναδούλευε τις ραδιοφωνικές του
διαλέξεις, για να βεβαιωθεί ότι θα είναι σαφείς και κατανοητές” (39).
Μάλιστα, υπάρχουν απόψεις, που θεωρούν ότι επηρέασε πολύ περισσότερο ο φλογερός
του λόγος, παρά το περιεχόμενο του. Ο κλασικός παιδαγωγός Dewey, αν και θα
μπορούσε κάλλιστα να δουλέψει σε πανεπιστήμιο, ο ίδιος χλεύαζε τον ακαδημαϊσμό.
“Σε όλη του τη μακρά και παραγωγική ζωή, ο Ντιούι πάντα ασκούσε κριτική στην
ακαδημαϊκή φιλοσοφία. Παρουσίαζε τις ιδέες του στο κοινό και για το κοινό, ήταν
αρθρογράφος, που ελεεινολογούσε τον φιλοσοφικό σχολαστικισμό. “Το κελί του
μοναχού έχει γίνει μια επαγγελματική αίθουσα διαλέξεων, ένα ατελεύτητο πλήθος
“αυθεντιών” έχουν πάρει την θέση του Αριστοτέλη” έγραφε σε ένα πρώιμο δοκίμιο
του.” (40). Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά, και θα έπαιρνε πολλές σελίδες να
τα δούμε όλα.
Ο προσεκτικός αναγνώστης, θα
παρατηρήσει πως δεν αναφερόμαστε σε στοχαστές “δεύτερης κατηγορίας”, αλλά στους
πλέον κλασσικούς. Σε αυτούς, που υπήρξαν διαμορφωτές ισχυρών και μαζικών
ρευμάτων. Η δεύτερη παρατήρηση που έχουμε να κάνουμε, είναι ότι σε αντίθεση με
τις απόψεις του τυπικού πανεπιστημιακού, ουδόλως θίχτηκε το κύρος αυτών των
στοχαστών από τη δημόσιας απεύθυνσης δουλειά τους. Η τρίτη και πιο σημαντική
παρατήρηση είναι το γεγονός πως δεν μόρφωναν μονάχα το λαό. Αυτή είναι, σαφώς,
μια πάρα πολύ σημαντική πτυχή. Την ίδια στιγμή όμως, εκπαιδεύονταν και οι ίδιοι.
Ας σκεφτούμε, πόσο ξεκάθαρη γίνεται η σκέψη, όταν εργάζεσαι στην παρουσίαση στο
κοινό (και μάλιστα όχι δεδομένο κοινό) ευρύτερων και των πλέον ουσιωδών και
βαθιών ζητημάτων; Ποιος θα πρέπει να λειτουργεί ως πρότυπο, οι παραπάνω
στοχαστές ή η ακαδημαϊκή καριέρα;
Σύγχρονη συγκυρία
Η ανάπτυξη των τεχνολογιών και η
άνοδος του βιοτικού επιπέδου, (έστω και διαμέσου των δανείων των τραπεζών)
οδήγησαν στην αύξηση των πνευματικών αναγκών του λαού. Σε αντίθεση, όμως, με τις
αυταπάτες διαφόρων αριστερών ότι “πλέον τα πράγματα είναι πιο εύκολα για να
πείσουμε με τις ιδέες μας”, η πραγματικότητα αποδείχθηκε πιο πολύπλοκη. “Ακόμη
και η εμφανής πρόοδος, το γενικό ανέβασμα του βιοτικού επιπέδου με την ανάπτυξη
των υλικών παραγωγικών δυνάμεων, δεν είναι απόλυτη ευλογία για τις πνευματικές
δυνάμεις.” (41)
“«Μα η πνευματική παραγωγή τα
τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί εντυπωσιακά. Κάθε χρόνο εκδίδονται χιλιάδες
τίτλοι βιβλίων», αντιτείνουν οι εκπρόσωποι των εκδοτών. Η άποψη αυτή βέβαια
παραβλέπει σκοπίμως το γεγονός ότι το κριτήριο αυτό είναι ποσοτικό και όχι
ποιοτικό. Έχει ενδιαφέρον, όμως, να αναρωτηθούμε τι ακριβώς διαβάζουμε. Πόσοι
είναι αυτοί που διαβάζουν; Πόσα από όλα αυτά που εκδίδονται είναι ελληνικής
παραγωγής και πόσα μεταφράσεις; Πόσα είναι, απλώς, μεταφορά ξένων ιδεών ή
προϊόντα απλής αντιγραφής; Στο σημείο αυτό οι έρευνες του Εθνικού Κέντρου
Βιβλίου είναι μάλλον απογοητευτικές. Το μεγαλύτερο μέρος των «μπεστ–σέλερ» είναι
«ελαφρά» λογοτεχνία και σχολικά βοηθήματα. Αυτοί που διαβάζουν πάνω από 10
βιβλία το χρόνο είναι μια ισχνή μειοψηφία” (42). Ακόμα κυριαρχούν βιβλία -
λογοτεχνία που δεν έχουν καμία σχέση με την σημερινή πραγματικότητα (αστυνομικά
μυθιστορήματα, τρόμου, φαντασίας κλπ.). ¨Όποιος ξέρει ακόμα τι είναι ποίημα,
δύσκολα θα βρει μια καλοπληρωμένη θέση σαν κειμενογράφος διαφημίσεων”
(43).
Η πολιτισμική ζωή έγινε
εμπόρευμα. Τα πνευματικά προϊόντα φετιχοποιούνται. Με διάφορους τρόπους
(συμπεριλαμβανομένης της τηλεόρασης), αντί γνώσεων, επιβραβεύονται οι
πληροφορίες. Κυριαρχεί η αποσπασματική συγκομιδή γνώσεων για να ανεβαίνει το
status. Στις αντιπαραθέσεις κυριαρχεί το επικοινωνιακό τρικ, το προπαγανδιστικό
εφέ, τυχαία στοιχεία που μεγαλύτερο σκοπό έχουν να εντυπωσιάσουν παρά να
πείσουν. Εντός της κρίσης, το παλιό lifestyle πέθανε (οι υλικές συνθήκες που το
γεννάνε όμως δεν εξαφανίστηκαν καθόλου, άρα σε περιόδους ανάπτυξης μπορεί
κάλλιστα να επανεμφανιστεί έστω και με νέα μορφή), και αντικαταστάθηκε με το
πολιτικό lifestyle, το πολιτικό κουτσομπολιό και την κατάθεση στοιχείων“. Αυτή η
λεξιλογική πτώχευση, αυτή η αισθητική ένδεια είναι, δυστυχώς, σε μεγάλο βαθμό
θλιβερό προνόμιο της μεταπολιτευτικής γενιάς” (44). “Όταν δεν μπορούμε να
κατανοήσουμε την πραγματικότητα και να την αντιμετωπίσουμε ενεργητικά, να
ανιχνεύσουμε προοπτικές κοινωνικής εξέλιξης και να οικοδομήσουμε συνειδητά το
μέλλον, το μόνο που απομένει να κάνουμε είναι να παραδοθούμε στην “φυσική” ροή
των γεγονότων, παραιτούμενοι από αναζητήσεις νοήματος και σκοπού”
(45).
Εντός της κρίσης εμφανίστηκαν
άνθρωποι που απέκτησαν δημόσιο λόγο. Πρόκειται για τους διαφόρους οικονομολόγους
που κατέχουν διάφορες θέσεις είτε στα πανεπιστήμια, είτε εκτός αυτών. Ο
μοναδικός, όμως, από αυτούς με αναφορά στον κομμουνισμό είναι ο οικονομολόγος -
δημοσιογράφος Μπογιόπουλος, όλοι οι υπόλοιποι ανήκουν σε άλλα ρεύματα. Επίσης,
κυριαρχεί η παράθεση στοιχείων χωρίς ερμηνεία, γεγονός που δεν οδηγεί
αναγκαστικά σε ριζοσπαστικοποίηση συνειδήσεων, καθώς μπορεί κάθε άνθρωπος να
εντάξει αυτές τις πληροφορίες στις ήδη υπάρχοντες ιδέες του. Σήμερα, δεν
υπάρχουν απόψεις που να βασίζονται στα οικονομικά δεδομένα και ταυτόχρονα να τις
ξεπερνάνε.
Οι οργανώσεις της αριστεράς
προσπαθούν να έχουν δημόσιο λόγο. Τις βλέπουμε, όμως, να ταλαντεύονται μεταξύ
δογματισμού και αναθεωρητισμού. Οι μεν πρώτοι, επαναλαμβάνουν αφηρημένα γνώσεις
του παρελθόντος (που στην πλειοψηφία τους ισχύουν και σήμερα, μόνο που ως
αφηρημένες προτάσεις δεν οδηγούν σε οδηγό για δράση) και οι δεύτεροι σε ένα
ιδεολογικό συνονθύλευμα (“anything goes”) χωρίς να επεξεργάζονται τις γνώσεις σε
ένα αυστηρό μεθοδολογικό πλαίσιο. Λόγω των μεγάλων ανατροπών που συντελέστηκαν
πριν από 20 περίπου χρόνια στην ΕΣΣΔ και τις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες, η
δημόσια απεύθυνση ήταν περιορισμένη. Πώς θα μπορούσες να απευθυνθείς στον κόσμο
σε συνθήκες πλήρους κυριαρχίας της αντεπανάστασης; Σε αυτές τις συνθήκες, ο
αυτό- περιορισμός ήταν μια πολύ σωστή πολιτική επιλογή. Σήμερα, στο νέο σκηνικό
ένδειας που έχει διαμορφωθεί, υπάρχουν οι συνθήκες για μια τέτοια
αλλαγή.
Ακόμα, η τεχνολογία προσφέρει
δυνατότητες για μια τέτοια αλλαγή. Τα blog, διαθέσιμα σε όλους, έχουν την
δυνατότητα μαζικής απεύθυνσης. Δεν πρόκειται ποτέ να αντικαταστήσουν πλήρως τα
οργανωμένα έντυπα, άλλωστε σήμερα οι αναδημοσιεύσεις σε blog από αυτά είναι πάρα
πολύ συχνή. Ακόμη, στα blog σήμερα κυριαρχούν απλοϊκά κείμενα, σχολιασμός
γεγονότων, πολιτικά κουτσομπολιά, η νέα τηλεόραση (λέγε με youtube κ.α.) και
μικρά σχόλια. Όταν τα κείμενα είναι μεγάλα, και πόσο μάλλον θεωρητικά, η
αναγνωσιμότητα είναι πιο μικρή. Επίσης, υπάρχουν δυσκολίες όχι στην απεύθυνση
στον κόσμο, αλλά στην αντίθετη πορεία, δηλαδή στην επιρροή του κόσμου σε εσένα.
Η καθημερινή επαφή και η ζωντανή απεύθυνση είναι σαφώς πιο πρόσφορη για
αυτό.
Η σχέση των διανοούμενων και
του λαού έχει διαρρηχθεί. Από το σπάσιμο αυτής της σχέσης δεν χάνει μονάχα ο
λαός, αλλά και οι ίδιοι οι διανοούμενοι. Είναι απαραίτητη η επανασύνδεση αυτής
της σχέσης. Αυτή η προσπάθεια με την σειρά της έχει κάποιες
προβληματικές.
Καταρχήν, οι δυνατότητες γραφής
επί πληρωμής, σήμερα, είναι τρομερά περιορισμένες. Δεύτερον, δεδομένης της
κρίσης της αριστεράς, οι καιροί απαιτούν συστηματική και αυστηρή μελέτη και
ανάπτυξη των πιο κομβικών σημείων της επαναστατικής θεωρίας. Εδώ χρειάζεται η
αυστηρή εννοιολόγηση, προσεκτική δουλειά, “κλείσιμο στις βιβλιοθήκες”.
Προσπάθησα να δείξω παραπάνω, ότι μια τέτοια δουλειά ως αποκλειστική ενασχόληση
οδηγεί σε σημαντικές προβληματικές. Μάλιστα, εντός της κρίσης, αποδείχθηκαν οι
πολλές αυταπάτες μερικών για “νέα ζητήματα εντελώς διαφορετικά από τα παλιά”.
Ακόμα, η προσπάθεια απλοποίησης, ως αποκλειστική δουλειά, παρουσιάζει τις δικές
της δυσκολίες. Ο Λένιν συνάντησε αρκετούς τέτοιους διανοούμενους, και σε κάποιο
κείμενο παρατηρεί πως αυτοί οι άνθρωποι μπορεί, στο παρελθόν, να λειτουργούσαν
αρκετά αποτελεσματικά όσο προσπαθούσαν να κινητοποιήσουν τον κόσμο, αλλά στην
μετεπαναστατική Ρωσία ήταν άχρηστοι, καθώς δεν μπορούσαν να καταθέσουν ούτε μια
πρακτική πρόταση. Ο πολιτικός λόγος, ως αποκλειστικός λόγος, οδηγεί στα ίδια
προβλήματα καθώς, με απούσα τη θεωρητική κατανόηση, καταλήγει σε γενικολογίες
χωρίς πρακτικό αντίκρισμα. Για τον τρόπο ζωής η έννοια του Dave Hill “workerist”
ως διανοούμενου όπου ζει σε λαϊκές συνθήκες είναι αρκετά χρήσιμη.
Ούτε η λογική “πρώτα θα ασχοληθώ
με το ένα και μετά με το άλλο” αποτελεί εύκολο στόχο. Όταν κάποιος έχει
μεγαλώσει ηλικιακά είναι δύσκολο να αλλάξει συνήθειες και να αποκτήσει ένα
δημόσιο λόγο. Βεβαίως, υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως ο Bourdieu που μετά από ένα
μεγάλο χρονικό διάστημα στα γραφεία, συμμετείχε ενεργά στο κίνημα ενάντια στην
“παγκοσμιοποίηση” και έγινε μορφή αυτού του αγώνα (46).
Πώς μπορεί να λειτουργήσει
αποτελεσματικά ένας διανοούμενος; Εδώ προτείνεται μια διπλή εργασία, μια
πολιτική και μια ερευνητική. Όχι ως δύο διαδικασίες η μια δίπλα στην άλλη, αλλά
ως δύο αλληλοσυσχετιζόμενες πλευρές. Όπου τα πολιτικά άρθρα μπορούν να
λειτουργήσουν ως μια στιγμή της ερευνητικής διαδικασίας, αποκαλύπτοντας τα
“κρυφά συμφέροντα των κρατούντων της εξουσίας”, και τα θεωρητικά γίνονται
περισσότερο “γειωμένα” στην αντικειμενική πραγματικότητα. Ο πολιτικός λόγος να
διορθώνει την φόρμουλα του θεωρητικού και το ανάποδο. Ας μην ξεχνάμε ότι “για
τον Λένιν η δραστηριοποίηση μιας ριζοσπαστικής διανόησης - φορέα της
σοσιαλιστικής θεωρίας μέσα στους κόλπους του όποιου εργατικού κινήματος - είναι
για τον Λένιν προϋπόθεση “εκ των ουκ άνευ” για την ανάπτυξη μιας επαναστατικής
πρακτικής” (47). Ο λόγος μπορεί να γίνει πιο απλός με διάφορους τρόπους. Μπορούν
να “συνυπάρξουν κάλλιστα με την επιστημονική γλώσσα, αλλά με την προϋπόθεση ότι
δεν συσκοτίζουν, αλλά αντίθετα κάνουν πιο σαφείς και προσπελάσιμες τις έννοιες
της δεύτερης όχι μόνο στον ειδικό, αλλά και στον μέσο άνθρωπο” (48), καθώς και η
χρήση παραδειγμάτων με την χρησιμότητα που τους προσέδωσε ο Χέγκελ, δηλαδή ως
στοιχεία που δείχνουν τον τρόπο σκέψης. Σε ένα άλλο βιβλίο που ασχολείται με το
ίδιο θέμα, ο Bloom στο “The closing of the American Mind” θεωρεί πως η
πραγματικότητα έχει γίνει τόσο πολύπλοκη που ένας διανοούμενος δεν μπορεί να
εργάζεται απομωνομένα, και προτείνει νέες μορφές ερευνητικής εργασίας με τον
“συλλογικό διανοούμενο”.
Επίλογος
Στο παραπάνω κείμενο, δεν
μπορούσαν να αναφερθούν όλες οι πτυχές του θέματος. Για παράδειγμα, έγινε
αφαίρεση από την σχέση διανόησης και κομματικής ζωής, σχέση που έχει τις δικές
της προβληματικές. Θίχτηκαν μονάχα ορισμένες προβληματικές για τον τρόπο
συγκρότησης και δράσης της διανόησης. Σε όλες τις περιπτώσεις η ιδιώτευση και ο
αιώνιος σκεπτικισμός αποτελούν τον μεγαλύτερο κίνδυνο σε αυτές τις συνθήκες. Ας
μην ξεχνάμε ότι “η επανάσταση δεν είναι ένας δείπνος, δεν είναι μια γιορτή, δεν
είναι καρναβάλι. Είναι κάτι που απαιτεί μια πολυσύνθετη λειτουργία για να
παράγει μια γιορτή, ένα πραγματικό καρναβάλι” (49).
Κώστας Μπατής
Σημειώσεις
1 Theodor Adorno “Η θεωρία
της ημιμόρφωσης” εκδόσεις Αλεξάνδρεια εισαγωγή σελ 11
2 Russell Jacoby
“The last Intellectuals” εκδόσεις
Νισήδα σελ
9
3 στο ίδιο σελ 9
4 στο ίδιο σελ
9-10
5 στο ίδιο σελ 10
6 στο ίδιο σελ 15
7 στο ίδιο σελ 20
8 στο ίδιο σελ 24
9 στο ίδιο σελ 31
10 στο ίδιο σελ 22
11 στο ίδιο σελ 31
12 στο ίδιο σελ
31
13 στο ίδιο σελ 32
14 στο ίδιο σελ 70
15 στο ίδιο σελ 84
16 στο ίδιο σελ
140-141
17 Κ. Μαρξ & Φ. Ένγκελς
“Γερμανική ιδεολογία” εκδόσεις Gutenberg σελ 61
18 Russell Jacoby
“The last Intellectuals” εκδόσεις
Νισήδα σελ
189-190
19 στο ίδιο σελ 25
20 στο ίδιο σελ
73-74
21 στο ίδιο σελ
150
22 στο ίδιο σελ
181
23 στο ίδιο σελ
184
25 Heresy In The
University: The Black Athena Controversy and the Responsibilities of American
Intellectuals σελ 101
26 Russell Jacoby
“The last Intellectuals” εκδόσεις
Νισήδα σελ
143
28 Russell Jacoby
“The last Intellectuals” εκδόσεις
Νισήδα σελ
159
29 στο ίδιο σελ 36
30 στο ίδιο σελ 53
31 στο ίδιο σελ 53
32 στο ίδιο σελ
144
33 στο ίδιο σελ
141
34 στο ίδιο σελ
125
35 στο ίδιο σελ 19
36 “Οι διανοούμενοι” Αντόνιο
Γκράμσι εκδόσεις Στοχαστής
37 Russell Jacoby
“The last Intellectuals” εκδόσεις
Νισήδα σελ
23
38 “Μανιφέστο του
Κομμουνιστικού κόμματος - Οι “διανοούμενοι” ως “κομμουνιστές” Π. Νούτσος σελ
2
39 Russell Jacoby
“The last Intellectuals” εκδόσεις
Νισήδα σελ
20
40 στο ίδιο σελ
150-151
41 Theodor Adorno “Η θεωρία
της ημιμόρφωσης” εκδόσεις Αλεξάνδρεια σελ 60
43 Theodor Adorno “Η θεωρία
της ημιμόρφωσης” εκδόσεις Αλεξάνδρεια σελ 41
44 Λουκάς Αξέλος “Αριστεροί
διανοούμενοι και νεολαία στην μεταπολιτευτική Ελλάδα” σελ 8
45 Περικλής Παυλίδης “Η γνώση
στη διαλεκτική της κοινωνικής εξέλιξης” σελ 180
46 “From critical
sociology to public intellectual: Pierre Bourdieu and politics” David L.
Swartz
47 “Διανόηση και πολιτική
πρωτοπορία στη ρωσική επαναστατική παράδοση” Αλέξανδρος Χρύσης περιοδικό
Ουτοπία
48 “Δημήτρης Γρηγορόπουλος
“Στον απόηχο μιας συζήτησης για το ρόλο των διανοουμένων” σελ 2
49 “Πολιτιστικός
ιμπεριαλισμός, εθνικισμός και διανοούμενοι” Glauber Rocha σελ 12