Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Η κρίση και η αριστερά



Η κρίση και η αριστερά


Διαβάζοντας κανείς, πριν ελάχιστα μόλις χρόνια, το βιβλίο της Naomi Klein «Το δόγμα του σοκ», για το παγκόσμια πείραμα του καπιταλισμού της καταστροφής, ασφαλώς διακατεχόταν από την αίσθηση ότι τα «έχει δει όλα». Κι όμως, ελάχιστα μόλις χρόνια μετά, η Ελλάδα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, έρχεται να προσθέσει ένα νέο – από πολλές πλευρές ανεξερεύνητο - κεφάλαιο, πτυχές του οποίου θ’ αποτελέσουν ασφαλώς πεδία για να εντρυφήσουν οι δημοσιολόγοι και ιστορικοί των επόμενων χρόνων. Ζούμε λοιπόν μέσα στον πυρήνα της ζώσας-ζέουσας σύγχρονης ιστορίας κι αυτό, στο βαθμό που έχουμε αυτή την αυτοσυνείδηση, μας θέτει εξ αντικειμένου μπροστά στο καθήκον να επιδράσουμε στη διαμόρφωση της «ιστορικότητας» της εποχής μας. Οι «τελικές απαντήσεις» (εφόσον υπάρχουν τέτοιες, καθώς η ιστορία συχνά ή σχεδόν πάντα αφήνει πολλά κεφάλαια ανοιχτά), η κατεύθυνση, η ροπή των πραγμάτων, θα προκύψει ως συνισταμένη των επιμέρους εμπλεκόμενων συνιστωσών, θα ενσωματώνεται στην έκβαση μιας σκληρής ταξικής, πολιτικής και ιδεολογικής διαπάλης που θα διεξάγεται στις μέρες μας, στη χώρα μας, με εμάς (και μ’ εμάς) ως συντελεστές της.

Μέσα στο πεδίο αυτών των συγκρούσεων που έχουμε μπροστά μας, θα διαμορφωθεί και η αριστερά της εποχής μας. Η αριστερά, που δεν έκανε σχεδόν τίποτε για να οδηγήσει αυτή τα πράγματα στην οριακή φάση που βρίσκονται σήμερα, αναγκασμένη όμως εκ των πραγμάτων να εμπλακεί, μέσα στο έδαφος της σφοδρής – ίσως της σφοδρότερης - καπιταλιστικής κρίσης, είτε θα υποστεί στρατηγική ήττα είτε θα επανασυνδεθεί με το κοινωνικό υποκείμενο, ανακτώντας παράλληλα τα ιδεολογικά-πολιτικά χαρακτηριστικά της πρωτοπορίας και θα συμβάλει στη νικηφόρα έκβαση της μάχης, υπέρ των συμφερόντων της πληβειακής πλειοψηφίας και της προοπτικής της κοινωνικής της χειραφέτησης.

Η «υπαρκτή» αριστερά σήμερα, είναι αλήθεια, κουβαλάει στις αποσκευές της τις αναπηρίες της ιστορικής ήττας, παραδέρνει ανάμεσα στο συστημισμό, τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό, τον κινηματισμό, το σεχταρισμό, τις λογικές των μηχανισμών. Και ταυτόχρονα είναι «αντιμέτωπη» με μια άνευ προηγουμένου «ζήτηση» από λαϊκές μάζες, που εκδηλώνουν μια απίστευτη κινητικότητα και διαθεσιμότητα ψηλάφησης «μιας άλλης» ταυτότητας και τοποθέτησης, με πρόσημο σαφώς ριζοσπαστικό. Αυτή η αριστερά δεν μπορεί να διαχειριστεί αυτή τη ζήτηση, πέραν από το να υποδεχτεί στις κάλπες κάποια αυξημένα ποσοστά διαμαρτυρίας. Κι αυτό όμως, χωρίς να ξέρει μετά τι να τα κάνει.

Ας εξερευνήσουμε όμως λίγο το γιατί. Οι δύο κύριες συνιστώσες της «υπαρκτής» αριστεράς, το Κ.Κ.Ε. και ο ΣΥΝ, αντιμετωπίζουν δομικά προβλήματα ταυτότητας και στρατηγικής. Οι βασικές τους αφηγήσεις για την κοινωνία που «οραματίζονται» και προτείνουν έχουν προ πολλού πεθάνει. Ο επίσημος ενταφιασμός τους αναβάλλεται από τους ηγετικούς τους μηχανισμούς μόνο και μόνο για να μην φανεί ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός.

- Το μοντέλο του «υπαρκτού» δεν συγκινεί πια κανέναν, εκτός ίσως ορισμένους από τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, αναδεικνύοντας όλο και πιο πολύ τα πεπερασμένα όρια της κοινωνικής επιρροής του ΚΚΕ. Για να κρυφτεί αυτό, η ηγετική του ομάδα καταφεύγει όλο και συχνότερα σε σεχταριστικές λογικές και πρακτικές, σε επαγγελματικό ακτιβισμό, σε υπερεπαναστατική φρασεολογία, ενώ είναι βέβαιο ότι θα βρίσκει μπροστά της όλο και πιο πολλές πατάτες…

- Στον αντίποδα βρίσκεται η άλλη αφήγηση, του ευρωπαϊκού μεταρρυθμισμού, λίγο πιο θελκτική σε ορισμένα τμήματα της κοινωνίας, αφού σε πλευρές του προσομοιάζει και με τα κυρίαρχα προπαγανδιστικά στερεότυπα του «κοσμοπολιτισμού», πλην όμως επίσης, αν όχι τεθνεώτος ήδη, τουλάχιστον πνέοντος τα λοίσθια και μάλιστα με ραγδαία ροπή απονομιμοποίησης στις συνειδήσεις των πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων. Κι εδώ η κρίση στρατηγικής δεν είναι άσχετη με την προσπάθεια κάθε τόσο να σηκώνονται οι τόνοι και οι αντιπολιτευτικές κορώνες.

- Ο ρόλος αυτών των ηγετικών μηχανισμών είναι εξ αντικειμένου αρνητικός και ανασχετικός. Καθώς, το ΚΚΕ αφενός έχει παραδοσιακή κοινωνική αγκύρωση σε λαϊκά στρώματα και διαθέτει αξιόλογες οργανωμένες δυνάμεις, που η ηγετική ομάδα με την πολιτική της τις καταδικάζει μονίμως να χάνουν το ραντεβού τους με το μαχόμενο κόσμο (βλ. στην τελευταία μεγάλη διαδήλωση στο Σύνταγμα). Και αφετέρου ο ΣΥΝ – η πλειοψηφία της ηγεσίας του – επικαθορίζει ηγεμονικά το ΣΥΡΙΖΑ, ένα σημαντικό, το σημαντικότερο εδώ και πολλά χρόνια, συμμαχικό εγχείρημα δυνάμεων της αριστεράς, ακυρώνοντας μονίμως την επείγουσα ανάγκη της «αριστερής του στροφής» και φαλκιδεύοντας το ριζοσπαστισμό του.

Στις πιο πάνω διαπιστώσεις συμπυκνώνεται και η απάντηση γιατί μέχρι τώρα δεν έχει γίνει εφικτό το «μέτωπο», η συμπαράταξη της αριστεράς κλπ. Ταυτόχρονα υπονοείται και η απάντηση στο αδιέξοδο αυτό, που δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνο μέσα από την υπέρβαση αυτών των μηχανισμών, κάτω από την αφόρητη πίεση του κόσμου και της αριστεράς και του κινήματος. Πίεση, που πρέπει να ασκηθεί σε αμφότερους τους σχηματισμούς «απ’ τ’ αριστερά» και όχι στη λογική του «συμβιβασμού» και του μέσου όρου των εκφωνούμενων απ’ αυτούς πολιτικών προγραμμάτων. Για το απλό μέλος και τον οπαδό του ΚΚΕ, ο ευρωπαϊσμός του ΣΥΝ είναι απωθητικός (και φαντάζει γι αυτό «νομιμοποιημένη» η ηγεσία του, που απορρίπτει τη συνεργασία μαζί του). Ο ίδιος όμως ταυτόχρονα ξενίζεται που το ΚΚΕ αποφεύγει να συναντηθεί με το μαχόμενο λαϊκό κίνημα. Αντίστοιχα, ο συριζίτης, που συμμετέχει στα κινήματα, ενοχλείται κυρίως από το σεχταρισμό του ΚΚΕ κι όχι τόσο από τον αντι-ευρωπαϊσμό του. Αυτό, αν είναι σωστό σαν διαπίστωση, σημαίνει ότι μεγάλο κομμάτι του κόσμου της αριστεράς έχει σωστό ένστικτο, μπορεί εν δυνάμει να συναντηθεί, υπερβαίνοντας ταυτόχρονα τις αναπηρίες των ηγεσιών. Κι αυτό μπορεί να επιταχυνθεί μόνο μέσα στο προνομιακό πεδίο της ανάπτυξης των κινημάτων, που όσο περισσότερο θα εντείνεται, θα κλιμακώνεται και θα πολιτικοποιείται, τόσο πιο πολύ θα αίρει τις περιχαρακώσεις και θα προωθεί την ώσμωση.

Να γιατί είναι κρίσιμο να υπάρξει ένα πολιτικό ρεύμα τέτοιο που να πυροδοτήσει και να επιταχύνει μέσα στο κίνημα και τον κόσμο της αριστεράς διαδικασίες ριζοσπαστικής, προωθητικής υπέρβασης αγκυλώσεων και μηχανισμών και ανασυνθέσεων. Τέτοιο που δεν θα στηρίζεται σε παρωχημένου τύπου εκφώνηση ενωτικών δεκάρικων. Αλλά στην ανάδειξη των κρίσιμων ζητημάτων-αιχμών που θα θέτουν τον κόσμο και την αριστερά σε πολιτική κατεύθυνση σύγκρουσης και διεξόδου. Γιατί η αλήθεια είναι ότι οι ηγεσίες της «υπαρκτής» αριστεράς μπορεί να φλυαρούν αντιπολιτευτικά, μπορεί να ενσωματώνουν στα προγράμματά τους αιτήματα κοινωνικής διαμαρτυρίας, μπορεί να υπερθεματίζουν και σε κινηματισμό, αλλά με τον πυρήνα της αστικής κυριαρχίας δεν θέλουν να συγκρουστούν ούτε να προβάλλουν το δικό τους «εθνικό» σχέδιο που θα βρίσκεται σε ρήξη με το μπλοκ εξουσίας.

Το κύριο καθήκον της αριστεράς είναι η επεξεργασία και προβολή προγράμματος σωτηρίας της χώρας και του λαού

Η εμπειρία των τελευταίων 30 ετών του καπιταλισμού της καταστροφής ορίζει κάποιες συντεταγμένες και σταθερές κι αυτές πρέπει να μελετηθούν καλύτερα και συστηματικότερα απ’ όλους μας. Όμως η κρίση και η σφοδρότητα της εκδήλωσής της στο έδαφος της πιο προωθημένης καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, η νεο-αποικιοποίηση χωρών που βρίσκονται στον πυρήνα της Ευρώπης, είναι νέα δεδομένα χωρίς προηγούμενο. Όπως επίσης και το διεθνές περιβάλλον και η πολυπολικότητα που το χαρακτηρίζει. Η κατάσταση αυτή και η αντιφατικότητά της θέτει σε δοκιμασία ασφαλώς και τους σχεδιασμούς των ιμπεριαλιστικών κέντρων εξουσίας. Γνωρίζουν ότι η αναμέτρηση στο κοινωνικό πεδίο – έστω και τοπικά - θα είναι σφοδρή και υποτάσσουν έτσι τους σχεδιασμούς τους κάτω από την επικυριαρχία των πιο επιθετικών τμημάτων του ιμπεριαλιστικού κορπορατισμού, με προκεχωρημένο φυλάκιο της επίθεσης την ΟΝΕ. Αυτά τα δεδομένα μας βάζουν μπροστά σε νέες προκλήσεις. Από πολλές απόψεις είμαστε υποχρεωμένοι να πλεύσουμε σε ανεξερεύνητα νερά, με θολό ορίζοντα. Οι βεβαιότητες είναι λίγες, οι ασάφειες πολλές. Εμείς πρέπει να γίνουμε λοιπόν οι εξερευνητές του νέου τοπίου.

Οι εξελίξεις αυτές, στο έδαφος της κρίσης, συντρίβουν ταυτόχρονα και «αριστερές» αυταπάτες που θεωρούσαν ως ιστορικά ξεπερασμένο το «εθνικό κράτος», που θεωρούσαν ότι στις ιμπεριαλιστικές ολοκληρώσεις διαμορφωνόταν το νέο πεδίο ταξικής πάλης, με επίδικο τον παγκόσμιο σοσιαλισμό. Συντρίβουν οπωσδήποτε φεντεραλιστικές χίμαιρες των συντρόφων της ευρωκομμουνιστικής αριστεράς, αφού ο ευρωπαϊκός φεντεραλισμός σήμερα πραγματώνεται – με τρόπο απόλυτα σύμφυτο βέβαια με τα γενετικά του ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά - μέσα από τα αποκρουστικά σύμφωνα της Μέρκελ και των ευρωκρατών.

Αν υπάρχει μια σταθερά επιβεβαιωμένη μέσα από την εμπειρία των τελευταίων 30 ετών είναι ότι η «αντεπανάσταση» του νεοφιλελευθερισμού προωθήθηκε σχεδόν παντού μέσα από τους «θεσμούς» του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού (στις χώρες του νότιου κώνου της Λατινικής Αμερικής, στις χώρες του πρώην υπαρκτού, στις χώρες της Ν.Α. Ασίας κ.α.). Και άλλη μία ότι όσες χώρες κατάφεραν να βγουν από τη μέγγενη, όλες ανεξαίρετα, επέλεξαν το δρόμο της όρθωσης φραγμών στην ιμπεριαλιστική λεηλασία, το δρόμο μιας εθνικά αυτοδύναμης ανάπτυξης, στηριγμένης κατά βάση στις ακριβώς αντίθετες συνταγές της «αγίας τριάδας» του κορπορατισμού (λιτότητα, απελευθέρωση, ιδιωτικοποιήσεις) και στη συνέχεια του διεθνούς αναπροσδιορισμού τους μέσω της προώθησης υπερεθνικών-περιφερειακών συνεργασιών, στηριγμένων στις αρχές της αμοιβαίας ωφέλειας και της αλληλεγγύης. Για να μην επεκταθώ περαιτέρω, παραπέμπω στις προσυνεδριακές θέσεις των συντρόφων μας της ΚΟΕ, τα αντίστοιχα κεφάλαια των οποίων προσωπικά με βρίσκουν σε γενικές γραμμές σύμφωνο (ιδιαιτέρως δε εκείνα στα οποία ενοχοποιείται η πρόσδεση στο άρμα του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού και του μηχανισμού του ευρώ για την παραγωγική αποδιάρθρωση της χώρας μας και τη λειτουργία της χρεομηχανής). Με βρίσκουν επίσης σε γενικές γραμμές σύμφωνο οι θέσεις για τη σχέση εθνικού με το ταξικό, οι σκέψεις για μια «αναβίωση» της αντι-εξουσίας του εθνικού κράτους, οι απόψεις τέλος για το χαρακτήρα της εθνικής παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας μας. Κι ενώ όντως γίνονται ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες επεξεργασίες μέσα από τα προσυνεδριακά κείμενα της Κ.Ο.Ε. αναφορικά με τα κορυφαία αυτά ζητήματα, μέσα από ένα παράξενο νοητικό άλμα, το πολιτικό «διά ταύτα», παρουσιάζεται εντελώς αφυδατωμένο από όλο αυτό τον πλούτο των απόψεων και προτάσεων. Σ’ αυτό όμως θα επανέλθω και πιο κάτω.

Με όλα τούτα θέλω να καταδείξω ότι το κύριο καθήκον της αριστεράς, στις σημερινές συνθήκες της κρίσης και του κοινωνικού εκβαρβαρισμού, είναι ένα: να επεξεργαστεί και να προβάλει ένα σχέδιο που να δημιουργεί τις δυνατότητες να σταθεί η χώρα στα πόδια της, να ανακόψει την περιδίνηση της ύφεσης, ο αγωνιζόμενος λαός να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και στηριγμένος στις δικές του δυνάμεις να προχωρήσει στην παραγωγική ανασυγκρότηση.

Αντιγράφω από τις προσυνεδριακές θέσεις της ΚΟΕ ορισμένα ενδιαφέροντα αποσπάσματα: «Το μοντέλο του εκσυγχρονισμένου μεταπρατισμού που ακολούθησε ο μεγαλοαστισμός της Ελλάδας από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά υπήρξε μια σημαντική αλλά και καταστροφική αλλαγή. Οδήγησε στην παραγωγική αποδιάρθρωση της χώρας. Ήταν παράλληλα σοβαρή ανεπάρκεια της Αριστεράς, και παραμένει, το γεγονός ότι δεν αντιπαρατέθηκε με αυτό το μοντέλο συνολικά, παρά μόνο με επιμέρους πλευρές του, π.χ. περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Το επιχείρημα ότι είναι επιλογή του μεγαλοαστισμού το ποιο μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης θα ακολουθήσει και αυτό δεν αφορά την Αριστερά, είναι προσχηματικό και απόλυτα λαθεμένο. Τη στιγμή που γινόταν περίτρανα φανερό ότι ο αστισμός της Ελλάδας, με το οικονομικό μοντέλο που υιοθετούσε, δεν μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα στην παραγωγική ανασυγκρότηση και την αυτοδύναμη ανάπτυξη, που ξεπουλούσε το δημόσιο πλούτο για να πληρώσει τα χρέη, που βύθιζε οικονομικά τη χώρα, την ίδια στιγμή η Αριστερά εγκατέλειπε αυτό το πεδίο αντιπαράθεσης. Η εγκατάλειψη από την Αριστερά της διεκδίκησης της παραγωγικής ανασυγκρότησης και της αυτοδύναμης ανάπτυξης, στο όνομα είτε ενός ευρωπαϊστικού κοσμοπολιτισμού είτε ενός γενικόλογου αντικαπιταλισμού, υπήρξε μια μεγάλη οπισθοχώρηση, ιδεολογική και πολιτική. […] Καμιά αντιμετώπιση του χρέους δεν μπορεί να γίνει χωρίς να προωθηθεί η παραγωγική ανασυγκρότηση, χωρίς να υπάρξει ένας κατ’ ελάχιστον σχεδιασμός και υλοποίηση μέτρων στην κατεύθυνση αυτή. Μια χώρα με διαλυμένη την πρωτογενή και τη δευτερογενή παραγωγή, δεν μπορεί, στηριγμένη μόνο σε υπηρεσίες, να σταθεί στα πόδια της. Μια τέτοια χώρα δεν μπορεί να ξεφύγει από τη χρεομηχανή. Με δυο λόγια, σήμερα είναι αναγκαίο να προβληθεί η ανάγκη ενός νέου οικονομικού μοντέλου που: Δεν μπορεί να είναι κεϋνσιανό […] Δεν μπορεί να είναι κρατικιστικό. Θα στηρίζεται σε μια νέα σχέση γύρω από το Δημόσιο. Δεν μπορεί να είναι αντιγραφή του «υπαρκτού» σοσιαλισμού που γνωρίσαμε. Αυτό δεν σημαίνει κλείσιμο της ελληνικής οικονομίας σε μια εσωτερική αυτάρκεια και περιχαράκωση από το διεθνή περίγυρο. Δεν μιλάμε για μια εθνική αναδίπλωση […] Η αυτοδύναμη ανάπτυξη είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Είναι ταυτόχρονα ένα ανοικτό και κλειστό οικονομικό μοντέλο. Ένα κλειστό σύστημα οικονομίας χρησιμοποιεί ανασχετικούς φραγμούς μονάχα. Ένα ταυτόχρονα κλειστό και ανοιχτό σύστημα δεν χρησιμοποιεί μονάχα τέτοιους φραγμούς, αλλά εσωτερικά δημιουργεί δικά του πρότυπα και ο ρόλος των φραγμών είναι να προστατεύουν την ανάδειξή τους. Κλειστό στην ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση, στην εισαγωγή προτύπων οργάνωσης της παραγωγής με εξευτελιστική εργασία. Ανοιχτό σε κάθε επίτευγμα της επιστήμης και του πολιτισμού, ανοιχτό σε ισότιμες και αλληλοεπωφελείς εμπορικές σχέσεις και μάλιστα με περισσότερες απ’ όσες «επιτρέπει» η ΕΕ. Βασικές κατευθυντήριες πολιτικές, μέσα και στόχοι της παραγωγικής ανασυγκρότησης, που θα κατακτηθούν σε μια πορεία, όχι «με μιας», είναι: Η πλήρης ανάταξη της ζωντανής εργασίας. Η επανεθνικοποίηση εργαλείων και δυνατοτήτων εξάσκησης οικονομικής και νομισματικής πολιτικής. Η υποκατάσταση των εισαγωγών από ντόπια παραγωγή, ειδικά στη βιομηχανία και στις τεχνολογίες της μικροηλεκτρονικής. Η αξιοποίηση του ντόπιου πλουτοπαραγωγικού δυναμικού. Ο νέος ρόλος του δημόσιου τομέα. Ο δημοκρατικός κοινωνικός σχεδιασμός και ο πλατύς κοινωνικός έλεγχος με βάση τα σύγχρονα εργαλεία προγραμματισμού και ελέγχου…».

Πλησιάζοντας προς τις εκλογές, το μπλοκ του αστισμού, σε απόλυτη αλληλεξάρτηση με τους ευρωκράτες επικυρίαρχους, θα σπεκουλάρουν ασύστολα γύρω από τη νέα μεγάλη ιδέα της ανάπτυξης. Τι εννοούν: Την απορρόφηση κονδυλίων του ΕΣΠΑ και πιθανόν της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, το ξεμπλοκάρισμα της (τραπεζικής) χρηματοδότησης για επανεκκίνηση ορισμένων «μεγάλων έργων», τις ΕΟΖ και την εισροή ξένων «επενδύσεων» τύπου fast track που θα αφορούν κυρίως real estate (ήδη δείχνουν μακέτες στα ΜΜΕ μονάδων-εξαμβλωμάτων για τουριστική «αξιοποίηση» σε νησιά και άλλες περιοχές που διαφημίζονται προς εκποίηση), αφού βέβαια πρώτα επιταχυνθούν οι «μεταρρυθμίσεις» (βλ. άρση κάθε περιβαλλοντικού, αρχαιολογικού, πολεοδομικού περιορισμού) και αφού μεγιστοποιηθεί ακόμη περισσότερο η εσωτερική υποτίμηση (βλ. κατάργηση κάθε ίχνους εργατικού δικαίου, απαξίωση επενδεδυμένου παγίου κεφαλαίου, αξίες ακινήτων, γης, εκμηδένιση του εσωτερικού ανταγωνισμού από τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα κλπ.). Η αριστερά δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί απέναντι στο μπλοκ εξουσίας μόνο με θέσεις για βελτιώσεις στα εισοδήματα και στη δημοσιονομική κατανομή βαρών. Πρέπει να αντιπαρατάξει το δικό της «αναπτυξιακό πρόταγμα», το δικό της εθνικό σχέδιο σωτηρίας, με έμφαση στα εξής:

Παύση πληρωμών και μη αναγνώριση των δανειστικών συμβάσεων που συνάφθηκαν υπό καθεστώς συνταγματικής εκτροπής.

Εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση τραπεζών και έλεγχο στη ροή κεφαλαίων. Αξιοποίηση των λαϊκών αποταμιεύσεων για στήριξη της ανάπτυξης.

Επανάκτηση από το δημόσιο ιδιωτικοποιημένων ΔΕΚΟ και επέκτασή τους σε στρατηγικούς τομείς.

Ανάπτυξη νέων συνεταιρισμών και άλλων συλλογικών παραγωγικών πρωτοβουλιών.

Πρόγραμμα ανόρθωσης της γεωργίας, βιομηχανίας, ενέργειας, υποδομών. Με κλαδικές πολιτικές, οριζόντιες και κάθετες δράσεις. Με ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχείρησης, στην κατεύθυνση αύξησης της απασχόλησης.

Στήριξη αγοραστικής δύναμης μισθών και συντάξεων.

Αποφασιστική αύξηση δημόσιων κοινωνικών και αναπτυξιακών δαπανών.

Καταπολέμηση των καρτέλ, των ολιγοπωλιακών δομών, της δράσης πολυεθνικών εταιριών.

Προστατευτισμός της εγχώριας παραγωγής στην κατεύθυνση πρώτιστα να ανακτήσει την εγχώρια αγορά (πρέπει να διαχωρίσουμε τις έννοιες αυτοδύναμη ανάπτυξη και αυτάρκεια, δεν μιλάμε για αυτάρκεια).

Σχεδιασμένη βιομηχανική πολιτική (με επενδύσεις σε έρευνα-τεχνολογία) για ανάπτυξη προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Σχεδιασμένη πολιτική αξιοποίησης εθνικού ορυκτού (και όχι μόνο) πλούτου.

Ανάπτυξη ισότιμων, αμοιβαία επωφελών διεθνών και περιφερειακών σχέσεων, στα πλαίσια πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, έξω από τα πλαίσια της Ε.Ε.

Άμεση αποδέσμευση από τις περιοριστικές συνθήκες (Δουβλίνο ΙΙ) ώστε να εφοδιαστούν όσοι οικονομικοί μετανάστες το επιθυμούν με ταξιδιωτικά έγγραφα.

Γνήσια δημοκρατική μεταρρύθμιση του κράτους.

Χτύπημα της γραφειοκρατικοποίησης στο συνδικαλισμό, στο συνεταιριστικό κίνημα, σε κάθε μορφή κοινωνικής οργάνωσης του λαού. Ορμητική είσοδος των κινημάτων «από τα κάτω» σε όλες τις δομές που αφορούν δημόσια-κοινωνικά αγαθά (αυτοδιοίκηση, ΜΜΕ, παιδεία, υγεία, πολιτισμός).

Η αριστερά πρώτα κι ο λαός πρέπει να πιστέψουν ότι μπορεί η χώρα να σταθεί στα πόδια της (μέσα σε λίγους μήνες), να ανακτήσει ρυθμούς ανάπτυξης σταθερά άνω του 5%, να μειωθεί δραστικά η ανεργία μέσα σε 2 το πολύ χρόνια, να κατοχυρωθεί ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα αξιοπρεπούς διαβίωσης για όλους, να αναστηθούν οι κοινωνικές δομές, να αποκτήσει η χώρα μια νέα διεθνή θέση για την οποία κανένας συμπατριώτης μας να μην νιώθει ντροπή αλλά υπερηφάνεια. Από αδύναμος κρίκος η Ελλάδα να μεταβληθεί σε πόλο ανάδειξης νέων δυνατοτήτων για το εργατικό κίνημα και την αποδέσμευση κι άλλων χωρών από τη μέγγενη του ιμπεριαλισμού. Όλα αυτά προϋποθέτουν όχι απλά την ενεργό στήριξη του λαϊκού παράγοντα αλλά και μια βαθιά μεταστροφή της νοοτροπίας με έμφαση στο συλλογικό, το δημόσιο, το κοινωνικό, μια νέα σχέση στη συνείδηση εθνισμού/διεθνισμού.

Προϋποθέτουν όμως πρώτα και κύρια την ανάκτηση από τη χώρα εργαλείων οικονομικής πολιτικής και πριν απ’ όλα: νόμισμα και έλεγχος του πιστωτικού συστήματος (κι αυτό σύντροφοι της ΚΟΕ «με μιας», όχι «σε μια πορεία»). Χωρίς αυτά, όλα τα υπόλοιπα είναι κενό γράμμα, κούφια λόγια, που εφόσον η αριστερά εξακολουθεί να τα διακηρύσσει, χωρίς ταυτόχρονα να δηλώνει ξεκάθαρα ότι προϋποθέτουν σκληρή σύγκρουση με τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό και έξοδο από την ευρωζώνη και την Ε.Ε., οδηγεί το λαό και το κίνημα σε τραγικές διαψεύσεις. Η αριστερά δεν πρέπει να διαβάζει μηχανιστικά τις δημοσκοπήσεις. Πρέπει ν’ ανιχνεύει τις πραγματικές διαθέσεις ειδικά του μαχόμενου κόσμου, να συναντιέται μ’ αυτές και να τις γονιμοποιεί σε ακόμη πιο προωθημένο επίπεδο.

Γιατί η «συμμαχία κατά του ευρώ» είναι το κρίσιμο ζήτημα

Παίρνοντας πάλι αφορμή από το βιβλίο της Naomi Klein «Το δόγμα του σοκ», για το παγκόσμια πείραμα του καπιταλισμού της καταστροφής, προτείνω να ξαναδιαβαστεί το κεφάλαιο για τη Νότια Αφρική. Τότε που όλη η δημοκρατική ανθρωπότητα πανηγύριζε για την κατάργηση του «ειδικού καθεστώτος» του απαρτχάιντ, που η μαύρη πλειοψηφία ξεχυνόταν στους δρόμους και γιόρταζε, βιώνοντας μια άνευ προηγουμένου «λαϊκή μεταπολίτευση» και την ίδια στιγμή οι διαπραγματευτές του Α.Ε.Κ. συνομολογούσαν με τους εκπροσώπους των μπόερς την παράδοση των κλειδιών της κεντρικής τράπεζας της χώρας στη λευκή οικονομική ελίτ και επομένως την αυτοακύρωση των δυνατοτήτων μιας πραγματικά επαναστατικής αλλαγής. Δεν το έκαναν από προδοτική πρόθεση, το έκαναν από άγνοια κινδύνου και τραγική έλλειψη οικονομικής και τεχνοκρατικής υποδομής. Εμείς δεν δικαιούμαστε αυτό το ελαφρυντικό.

Στο ρευστό πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται, με υπερπληθώρα «αντι-μνημονιακών» σχηματισμών (που βεβαίως όλοι τους ανεξαιρέτως ορκίζονται πίστη στην «ευρωπαϊκή προοπτική» της χώρας), μ’ ένα κλίμα που διαμορφώνει το σύστημα για να οδηγήσει σε «εκλογές εν τάφω», όπου θα τίθενται με νέους όρους τα χιλιοπαιγμένα (και δοκιμασμένα βεβαίως-βεβαίως) διλήμματα του τύπου «εκσυγχρονισμός-λαϊκισμός», «ευρωπαϊσμός-εθνικισμός», «οπαδοί της ανάπτυξης – θιασώτες της καθυστέρησης και της σοβιετίας», εμείς τουλάχιστον οφείλουμε να μην κρυφτούμε, να μην αποφύγουμε τα διλήμματα. Να αναδείξουμε τον προδοτικό ρόλο του αστισμού να πούμε καθαρά ότι αυτοί δεν θέλουν την ανάπτυξη, αυτοί θέλουν τη χώρα νεκροζώντανη αποικία. Με αποφασιστικότητα και εμπιστοσύνη στο κριτήριο του μαχόμενου κόσμου των κινημάτων να συμβάλλουμε στη διαμόρφωση του πολιτικού ρεύματος ενάντια στο «κόμμα του ευρώ». Όχι μόνο για να σώσουμε την τιμή της αριστεράς, οι εκπρόσωποι της οποίας στις τηλεοράσεις θα ψελίζουν ασημαντότητες για να τους ξεσκίζουν οι πρετεντέρηδες εγκαλώντας τους ότι δεν έχουν εναλλακτική πρόταση (και μεταξύ μας δεν έχουν), αλλά για να εγγράψουμε υποθήκες στη λαϊκή συνείδηση, που στις επερχόμενες συγκρούσεις θα εμφανίσει ακόμη μεγαλύτερη διαθεσιμότητα για ριζοσπαστικότερες μετατοπίσεις.

Αυτή είναι λοιπόν η πρόκληση για το ΜΑΑ σύντροφοι της ΚΟΕ και σας καλώ να συμμετάσχετε, αναδεικνύοντας (και) τις δικές σας επεξεργασίες και νοηματοδοτώντας έτσι ουσιαστικά το περιεχόμενο της λαϊκής μεταπολίτευσης που προτάσσετε.

Αυτή πρέπει να είναι η απάντηση σ. Δ. Οικονομίδη στο σενάριο των διαφόρων εκλογικών προσκλήσεων. Ευγενική απόρριψη (στο ύφος του κειμένου που διάβασε ο σ. Τάσος Σταυρόπουλος στο κάλεσμα του Μίκη) και δήλωση ότι δεν προτιθέμεθα, εφόσον τελικά συμμετάσχουμε σε εκλογικό σχήμα, να αντιπαρατεθούμε μετωπικά με άλλα αριστερά σχήματα (δεν εννοώ φυσικά τον Κουβέλη). Η τοποθέτησή μας θα κινείται πάντα στο πλαίσιο της συναγωνιστικής και συντροφικής κριτικής.

Κι επειδή, σ. Δημήτρη, επικαλείσαι το άρθρο του σ. Πέτρου Παπακωνσταντίνου για τον κίνδυνο εκτροπής και την αριστερά της πυτζάμας, παραθέτω από το ίδιο άρθρο τι λέει ο ίδιος (με τα οποία συμφωνώ και προσυπογράφω): «Η μετατόπιση του καπιταλισμού από τη «δημιουργική καταστροφή» στην «καταστροφική ανάπτυξη» υπονομεύει τα θεμέλια της παραδοσιακής, ρεφορμιστικής πολιτικής, δηλαδή το δίπολο: «Το κόμμα κάνει κοινοβουλευτική πολιτική και το συνδικάτο οικονομικό αγώνα για το μέρισμα της ανάπτυξης». Θέτει επί τάπητος την ανάγκη για μια άλλου τύπου αριστερή πολιτική, εστιασμένη στον πολιτικό - πανεθνικό αγώνα για τα κοινωνικά προβλήματα – όχι με την έννοια ενός κινηματικού αντάρτικου με τις απαραίτητες τζούρες στα λουλουδάδικα, αλλά με την έννοια ενός ηγεμονικού σχεδίου εξουσίας, για τη λαϊκή, δημοκρατική αναγέννηση της χώρας. Ανεξάρτητα από άλλες, στρατηγικού χαρακτήρα διαφωνίες, οι δυνάμεις της Αριστεράς οφείλουν να δημιουργήσουν ένα ευρύ μέτωπο έμπρακτης υπεράσπισης των λαϊκών, δημοκρατικών ελευθεριών, δημιουργώντας τους αναγκαίους θεσμούς και τους μηχανισμούς (στα επίπεδα της αντι-πληροφόρησης, της οργάνωσης και περιφρούρησης των αγώνων, της παρακολούθησης του εχθρού, της λαϊκής αυτοάμυνας κλπ.) προς όφελος της μαχητικής ικανότητας, της αλληλεγγύης και της ηθικής ανάτασης των λαϊκών αγώνων. Σε διαφορετική περίπτωση, θα είμαστε όλοι άξιοι της τύχης μας.»

Κι απ’ αυτή τη σκοπιά πιστεύω ότι πρέπει να χαιρετίσουμε την απεύθυνση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προς όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις της αριστεράς. Και να απαντήσουμε θετικά.

Όπως πιστεύω ότι εμείς μπορούμε να πάρουμε πρωτοβουλίες συναντήσεων, διαλόγου και κινηματικής συνεύρεσης και με άλλους χώρους π.χ. ΕΠΑΜ, άσχετα με τις αυτονόητες διαφωνίες μας σε ζητήματα «εθνικο-πατριωτικής» γραμμής.

Όπως πιστεύω ότι ως ΜΑΑ οφείλουμε να αποτελέσουμε γόνιμο χώρο συνύπαρξης και μαχητικής συμπαράταξης των συντρόφων της ΚΟΕ μαζί με τους συντρόφους που αποχώρησαν απ’ αυτήν, με τους οποίους προσωπικά αισθάνομαι πιο κοντά πολιτικά.

Όπως τέλος πιστεύω ότι η καθημερινή μας δράση μέσα στα κινήματα πρέπει πάντα να έχει στραμμένη την απεύθυνσή της προς τους συντρόφους του ΚΚΕ, του Σύριζα, τους νεολαίους του αντιεξουσιαστικού χώρου. Μαζί μπορούμε να διαμορφώνουμε συνθήκες ώστε το κίνημα, οι από τα κάτω συσπειρώσεις, να υποδέχονται τον κόσμο που αποδεσμεύεται από το συστημισμό και αναζητά μια νέα ριζοσπαστική ταυτότητα, την οποία πρώτοι εμείς, σε διαλεκτική σχέση με τις πρωτόλειες διεργασίες που συντελούνται, οφείλουμε να συνδιαμορφώσουμε.

Τα παραπάνω μπορούν ν’ αποτελέσουν και την «πλατφόρμα», με αιχμή τη θέση του σ. Αλέκου Αλαβάνου «Συμμαχία για δουλειές – Συμμαχία κατά του ευρώ», για τη συμμετοχή μας μέσα από το πλέον πρόσφορο σχήμα, που πρέπει σύντομα να προκύψει μέσα από διεργασίες διαλόγου με παρόντα τον κόσμο μας και στις επερχόμενες εκλογές.

Βαγγέλης Αντωνίου, Τρίτη και 13 Μάρτη του δίσεκτου 2012.