- Σατιρικοί στίχοι για την 4η Αυγούστου
- Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν τυχερό, με την έννοια ότι δεν είχε το συνηθισμένο κακό τέλος των δικτατοριών, αλλά έπεσε μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα. Δεν πέρασε έτσι από φάση ανοιχτής παρακμής, ενώ τα κοσμοϊστορικά γεγονότα που ακολούθησαν, ο πόλεμος και η Κατοχή, το μεγαλείο της Εθνικής Αντίστασης, ο Εμφύλιος Πόλεμος, βοήθησαν στο να ξεχαστεί η δικτατορία, όσο κι αν η γύμνια του καθεστώτος ήταν φανερή (δείτε, ας πούμε, τι λέει ο Σεφέρης στο Πολιτικό Ημερολόγιο για την ποιότητα των τεταρταυγουστιανών που είχαν τοποθετηθεί σε καίριες κρατικές θέσεις). Για τον ίδιο λόγο, δεν είναι πολλοί οι σατιρικοί στίχοι για την 4η Αυγούστου. Σατιρικά έντυπα κυκλοφορούσαν βέβαια, αλλά η λογοκρισία δεν άφηνε καμιά χαραμάδα για κριτική. Να πούμε παρεμπιπτόντως ότι σε ένα από αυτά τα έντυπα, τον Διαδοσία, δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το τραγούδι της 4ης Αυγούστου, το γνωστό «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά πατέρα», που αποδίδεται στον θεατρικό συγγραφέα και ευθυμογράφο Τίμο Μωραϊτίνη. Ο γιος του πάντως, ο δημοσιογράφος Γιώργος Μωραϊτίνης, υποστηρίζει, με πειστικά επιχειρήματα, ότι πρόκειται για παλιούς επιθεωρησιακούς στίχους γραμμένους για την 25η Μαρτίου, που το καθεστώς τούς οικειοποιήθηκε χωρίς να ρωτήσει τον στιχουργό (και πράγματι οι εικόνες του τραγουδιού είναι ανοιξιάτικες, όχι αυγουστιάτικες).
- του Νίκου Σαραντάκου
Πάντως,
όπως θυμόμαστε και από την πιο πρόσφατη χούντα του 1967, σε συνθήκες δικτατορίας
ακόμα και ο παραμικρός υπαινιγμός παίρνει διαστάσεις. Η Βαρβάρα, το ρεμπέτικο
του Παναγ. Τούντα, μπορεί να ήταν απλώς ένα από τα πολλά ρεμπέτικα με πονηρούς
στίχους:
«Η
Βαρβάρα κάθε βράδυ στη Γλυφάδα ξενυχτάει
και
ψαρεύει τα λαβράκια, κεφαλόπουλα, μαυράκια
[…]
Ένας
κέφαλος βαρβάτος, όμορφος και κοτσονάτος
της
Βαρβάρας το τσιμπάει, το καλάμι της κουνάει
Μα η
Βαρβάρα δεν τα χάνει, τον αγκίστρωσε, τον πιάνει
τον
κρατά στα δυο της χέρια και λιγώνεται στα γέλια».
Θεωρήθηκε όμως ότι περιείχε υπαινιγμό για τη ζωηρή κόρη του δικτάτορα, και γι’
αυτό γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία — πριν απαγορευτεί. Ο Πέτρος Κυριακός
είχε πει πάνω στο θεατρικό σανίδι «Θα το πω κι ας το πιω» (το ρετσινόλαδο) – -
και το ήπιε.
Ο
σατιρικός ποιητής και επιθεωρησιογράφος Πωλ Νορ, δηλαδή ο Νίκος Νικολαΐδης (ή
Νίκος Λαΐδης) προτίμησε κάτι άλλο: έγραφε στη Βραδυνή γλυκανάλατα
ποιήματα που όμως έκρυβαν ένα μυστικό. Ένα παράδειγμα, οι «Λυρικοί λήροι»,
δημοσιευμένοι το 1937 στη Βραδυνή:
Χαρά
απ’ άκρη σ’ άκρη!
Εστέρεψε το δάκρυ.
Σ’ όλα
τα μάτια λάμπει
ελπίδας
άγιο φως!
Μέρα με
την ημέρα
εδώ σ’
αυτή τη σφαίρα
σε κάθε
καρδιά θάμπει
ανασασμός κρυφός.
Σ’
όνειρα πλάνα
τώρα θα
ζήσω!
Όλα τα
πλάνα
φευ,
παρατώ!
Άστα κι
ας πάνε!
Σαν θα
ψοφήσω,
ίσως
γυρίσω
στον
κόσμο αυτό
μα με
άλλη μούρη
όρθιο
γαϊδούρι.
Σαν
ποίημα είναι μάλλον φρικαλέο, αλλά βέβαια το γούστο είναι στην ακροστιχίδα, που
απαρτίζεται από το πρώτο γράμμα του κάθε στίχου, και που διαβάζεται: ΧΕΣΕ ΜΕΣΑ
ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ. Σε άλλο ποίημα το κρυφό μήνυμα ήταν ΖΗΤΩ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, και ούτω
καθεξής. Με τον καιρό το μυστικό το έμαθαν πολλοί και κάποιος καλοθελητής το
σφύριξε στον Μανιαδάκη. Ειδοποιημένος τελευταία στιγμή, ο Πωλ Νορ πρόλαβε να
φύγει στο εξωτερικό.
Ο καλός
ποιητής Μάρκος Τσιριμώκος, τεχνίτης της αθηναϊκής σχολής, έγραψε πολλές παρωδίες
και σάτιρες για το καθεστώς, που διαβάζονταν σε συναντήσεις μεταξύ φίλων (και
δημοσιεύτηκαν το 1945 στο αριστερό λογοτεχνικό περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα).
Ξεσηκώνω ένα ποίημα:
ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ
Ποτέ
σου να μην πεις τη σκάφη σκάφη
κι ούτε
πως βρίσκεις την Ελλάδα σάπια.
Στείλαν
πολλούς ως τώρα στην Ανάφη
κι ήρθε
ο καιρός να κάνουμε την πάπια.
Κι αν
βάλθηκε να υμνεί του Πινκ τα χάπια,
κι αν
μας περνάει το μπρούτζο για χρυσάφι,
ο τύπος
τα που γράφει άλλος τα γράφει!
Στ’
αυγά σου κάτσε, κάνοντας την πάπια.
Τα
χάπια του Πινκ ήταν ένα καταπότιο «διά πάσαν νόσον» που είχε μεγάλη πέραση στις
πρώτες δεκαετίες του αιώνα. Κι άλλο ένα ποίημα του Τσιριμώκου, για την
υποχρεωτική «χαρά και εργασία» που προωθούσε το καθεστώς Μεταξά στο πλαίσιο του
δικού του σαξές στόρι:
ΧΑΡΑ
ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ
Σα χτες
και σα προχτές την πάσα μέρα
να
’χουμε πανηγύρια και γιορτές,
στο
κάθε παραθύρι και παντιέρα,
και
προβολείς τη νύχτα και φωτιές.
Να
καίγεται παντού το πελεκούδι,
να
βγάλει ο τόπος όνομα γλεντζέ,
σα θα
χορέβει νηστικό τ’ αρκούδι
και βάλ’
η Ζαφειρίτσα φερετζέ.
Κι οι
λέρες οι χαφιέδες κι όσοι βλάκες
στην
Αθήνα τη νέα και παλιά
θα
βάζουν στα μεγάφωνα τις πλάκες
ύμνων —
για τη χαρά και τη δουλιά.
Με τον
θάνατο του δικτάτορα στις 29 Ιανουαρίου 1941, ο Γιώργος Κοτζιούλας έγραψε ένα
ποίημα στο οποίο δεν μασάει τα λόγια του. Καθώς είναι πολύ μεγάλο, παραθέτω μόνο
τα τέσσερα πρώτα τετράστιχα που δίνουν μια καλή ιδέα για το υπόλοιπο:
29
Γενάρη – ετούτη, ετούτη δω
τη μέρα
ξεφαντώνω εγώ, κι όχι την άλλη
πού
’θελε εκείνος ο φριχτός, ο Οξαποδώ,
το
πενταπίθαμο ανθρωπόμοιαστο βουβάλι.
Πάει το
βαρύ σκοτάδι τέσσερω χρονώ,
πάει ο
βραχνάς που μας επλάκωνε τα στήθη.
Σωριάστηκε όμοια με τσουβάλι από σανό
κι όπως
πατάς σκορπιόν έτσι κι αυτός διαλύθη.
Δεν
έπεσε όμως από χέρι εκδικητή,
τον
ζούληξε μονάχα η φτέρνα του θανάτου.
γιατί
στην κλούβα όπου είχε ο τύραννος κλειστεί
μόνο
τους δήμιους κάποτε άφηνε κοντά του.
Σιγουρεμένος όπως φρούριο κινητό,
μα
έντρομος πάντα κάτου απ’ τα ματογυάλια
κρυφάκουε των μαρτύρων, αχ, το βογγητό,
χοροπηδώντας όλο απάνθρωπη αναγάλλια.
Όσο κι
αν αγαπώ τον ποιητή και άνθρωπο Κοτζιούλα, βρίσκω ότι ένας ομότεχνός του έθαψε
τον δικτάτορα πολύ πιο αποτελεσματικά. Εννοώ τον Ασημάκη Πανσέληνο (που έχει
γράψει και πολλά γουστόζικα για τον Μεταξά στο αυτοβιογραφικό του αριστούργημα
«Τότε που ζούσαμε»). Ο Πανσέληνος έγραψε το εξής θαυμάσιο τετράστιχο για τον
θάνατο του δικτάτορα:
Στα
χέρια επάνω οι φίλοι μου οι πιστοί
με
φέρανε στο σπίτι το στερνό μου,
δι’
εγκυκλίου με κλάψαν όλοι οι Έλληνες
που με
είχαν αγαπήσει δια νόμου.
Αυτό
λέγεται, θαρρώ, σφάξιμο με το μπαμπάκι.
Ο
Νίκος Σαραντάκος είναι συγγραφέας, μεταφραστής και κατοικοεδρεύει στα
sarantakos.wordpress.com και στo
http://www.wordpress.com