Γράφει ο kokkiniotis
-Συνετέλεσε οπωσδήποτε στη
διάσωση της ιστορικής μνήμης και η εξαιρετική ταινία του Άδωνι Κύρου «Το
Μπλόκο» που, ως γνωστόν, περιγράφει πιστά τα γεγονότα του
μπλόκου της Κοκκινιάς (όποιος δεν την έχει δει, πρέπει να τη δει το
συντομότερο…)
Όλα τα παραπάνω, εξηγούν σε
ένα βαθμό το γιατί η λέξη ‘μπλόκο’ φέρνει στη μνήμη αμέσως την ηρωική Κοκκινιά.
Μπλόκα έγιναν ωστόσο και σε μια σειρά άλλες λαϊκές γειτονιές-προπύργια της
αριστεράς.
Ένα από αυτά, έγινε
στο Δουργούτι χωρίς να είναι
όμως ιδιαίτερα γνωστό. Προσθέτουμε μερικές ακόμη, κατά τη γνώμη μας, αιτίες για
αυτή την ‘επισκίαση’:
-Η Κοκκινιά, η Καισαριανή, ο Βύρωνας κλπ, ήταν
ξεχωριστοί –‘κόκκινοι’- Δήμοι (σε προηγούμενο στάδιο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης
βέβαια), κι έτσι διασώθηκαν κάποια υλικά και μαζί μ’ αυτά και η ιστορική μνήμη
(το γεγονός ότι η Κοκκινιά αργότερα εν μέρει μόνο ανήκε στο Δήμο Νίκαιας δεν
αλλάζει την εικόνα). Αντίθετα το Δουργούτι ήταν πάντα κομμάτι του Δήμου
Αθηναίων.
-Ακόμη και σαν όνομα, το
Δουργούτι τείνει να εξαφανιστεί και αντίθετα από τις χιλιοτραγουδισμένες
Καισαριανή, Κοκκινιά κλπ επιβιώνει μόνο σε διηγήσεις παλαιοτέρων κατοίκων
του.
Ας κάνουμε μια μικρή
παρέκβαση: Αρχικό όνομα της περιοχής ήταν «Νομούζ Ντάμε», «σπίτι των χοίρων», από
ένα χοιροστάσιο που υπήρχε εκεί. Εκεί κατέφυγαν οι πρώτοι Αρμένιοι πρόσφυγες, που ήρθαν
πριν από το 1922.
Μετά το ’22, έχτισαν εκεί
παράγκες Έλληνες και Αρμένιοι πρόσφυγες. Χτίστηκαν αργότερα και κάποια σπιτάκια,
τα λεγόμενα «Ιταλικά», με
δαπάνες του ιταλικού κράτους σαν αποζημίωση για τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας το
1928, στη σημερινή οδό Λαγουμιτζή.
Αργότερα, το 1936, χτίστηκαν
οι χαρακτηριστικές ‘κίτρινες’ προσφυγικές πολυκατοικίες.
Πέρα από την τουρκική του προέλευση, το όνομα
‘Δουργούτι’ (πιθανώς από
κάποιον επί τουρκοκρατίας τοπάρχη της περιοχής) είχε και συγκεκριμένο
ταξικό πρόσημο. Εύλογα
λοιπόν, δεν έλειψαν οι αλλεπάλληλες προσπάθειες μετονομασίας του συνοικισμού από
το κράτος. Όσο βέβαια διατηρούνταν η κοινωνική και ιστορική ενότητα της
περιοχής, αυτές έπεφταν στο κενό. Το όνομα Δουργούτι, δίπλα στην Καισαριανή, την
Κοκκινιά και τις άλλες περιοχές, συμβόλιζε μέσα σε όλα και την ηρωική ιστορία
του.
Με την ‘εξυγίανση’ όμως του
οικισμού την περίοδο 1968-’71, όπου γκρεμίστηκαν οι παράγκες και χτίστηκαν οι
καινούργιες προσφυγικές πολυκατοικίες, τα πράγματα άλλαξαν:
Οι κάτοικοι των παραπηγμάτων
του Δουργουτίου, διασκορπίστηκαν σε άλλες
περιοχές ενώ στεγάστηκαν εκεί πρόσφυγες από του Κουντουριώτη, τη
Δραπετσώνα και αλλού. (Είναι χαρακτηριστικό ότι στις δημοτικές εκλογές το
Δουργούτι γέμιζε με αφίσες υποψηφίων δημάρχων της Δραπετσώνας!)
Συνετέλεσε λοιπόν εν μέρει και
το σπάσιμο της κοινωνικής ενότητας που επέφερε η κρεατομηχανή του εκσυγχρονισμού
της χούντας στην απώλεια της ιστορικής μνήμης.
-Εκτός από αυτά, ένας άλλος
παράγοντας ήταν και ο εξής: Πολύ δραστήριο κομμάτι της αριστεράς στο Δουργούτι
ήταν οι Αρμένιοι της περιοχής. Γραμματέας της ΚΟΒ της περιοχής διετέλεσε και ο
Μουράτ Γκεντελεκιάν που, αν
δεν μας απατά η μνήμη, εκτελέστηκε αργότερα στο Περιβολάκι του Κουκακίου. Στο
μπλόκο του Δουργουτιού γλίτωσε κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες που θα δούμε
στην επόμενη ανάρτηση.
Εκτελεσθέντες στο μπλόκο του
Δουργουτίου ήταν μεταξύ άλλων και οι Κεβόρκ Γουγκασιάν, Σαρκίς Βεκιάν του Λεβόν,
26 ετών κάτοικος Δουργουτίου, Λουχίν Σετρικιάν, Χατζίκ Κιουλιάν, 32 ετών
κάτοικος Φωτομάρα 65, Σαγιάν Μπαρουτιάν του Σετράκ, 19 ετών, Αμπαρτσούν
Μπερμεριάν, Καραμπέτ Σετιάν, Βαχράμ Σακαγιάν.
Ένα μέρος των Αρμενίων
κατοίκων της περιοχής, κατά τεκμήριο οι πιο δραστήριοι πολιτικά, μετανάστευσαν
αργότερα για Αργεντινή αλλά και Σοβιετική
Ένωση.
Ήταν η περίοδος που ο
Αναστάς Μικογιάν,
αντιπρόεδρος τότε της σοβιετικής κυβέρνησης, έκανε διεθνή καμπάνια για τον
επαναπατρισμό Αρμενίων στη Σοβιετική Αρμενία.
Είχε έρθει και στην
Ελλάδα, το 1947, στο πλαίσιο
αυτής της καμπάνιας. Πολλοί Αρμένιοι λοιπόν, κυνηγημένοι από το καθεστώς των
ταγματασφαλιτών και των δωσιλόγων λόγω της αντιστασιακής τους δράσης, ‘πήραν
των ομματιών τους’ και έφυγαν, παίρνοντας βέβαια μαζί τους και ένα μέρος της
ιστορικής μνήμης της περιοχής.
Ίσως τα παραπάνω δίνουν ένα
πλαίσιο ερμηνείας του γιατί το μπλόκο του Δουργουτιού παραμένει σχετικά στην
αφάνεια.
Ας αρχίσουμε όμως παραθέτοντας
το κείμενο του Σταύρου Κατσιλιέρη «Η λύσσα του
καταχτητή στο Δουργούτι». Το αντιγράφουμε από την ιστορική
έκδοση της μπροσούρας «ΕΑΜ –Ανατολικές
Συνοικίες Αθήνας 1941-1945».
Η ΛΥΣΣΑ
ΤΟΥ ΚΑΤΑΧΤΗΤΗ ΣΤΟ ΔΟΥΡΓΟΥΤΙ
Ό Αύγουστος του 1944 είναι ο
πιο τραγικός μήνας πού γνώρισαν οι Αθηναίοι στα χρόνια της σκλαβιάς. Οι Γερμανοί
καταχτητές με τα όργανά τους, τους Ταγματαλήτες, τους Παπαγεωργίου, Πανολιάσκους
κτλ. έχουν αναπτύξει μια πρωτοφανή σε μπλόκα, εκτελέσεις, εμπρησμούς και
λεηλασίες δραστηριότητα πού κατέληξαν στην εξόντωση χιλιάδων αγωνιστών της
υπόθεσης της Λευτεριάς. Ολοι οι Αθηναίοι ζούσαν το μήνα αυτό τις πιο δραματικές
μέρες!
Δεν ξέραν τί τους πρόσμενε από
στιγμή σε στιγμή. Η επί τόπου εκτέλεση, η φάλαγγα, τα βασανιστήρια της οδού
Μέρλιν, ο Γολγοθάς του Χαϊδαρίου ή τα Γερμανικά κάτεργα και
κρεματόρια.
Μια μετά την άλλη οι τραγικές,
κυρίως, συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά γίνονται στόχος της φασιστικής
λύσσας των Ούννων καταχτητών, με συμπαραστάτες και πρωτοπαλληκάρια «Ελληνες» στο
όνομα, αά άτιμους και προδότες στην υφή και τη σύνθεσή τους.
Ετσι στις 9 Αύγουστου τού 1944
οι κάτοικοι των συνοικισμών Δουργούτι, Κατσιπόδι και Φάρος βρίσκονται κυκλωμένοι
πριν σκάσει το λυκόφως, από ορδές Γερμανών και των ταγματαλητών συνεργατών τους.
Έντρομοι οι κάτοικοι ξυπνούν από τα ουρλιαχτά τους και τα χωνιά. Καλούσαν τούς
άρρενες από 16 χρονών μέχρι εξήντα να μαζευθούνε σε τρία σημεία:
1) Έξω από το εργοστάσιο
Καίσαρη (Λεωφόρος Συγγρού),
2) έξω από την Αρμένικη
εκκλησία Αγιος Γρηγόριος και
3) στην πλατεία
Φάρος.
Πάνω από 1200 πατριώτες
συγκεντρώθηκαν στα σημεία αυτά. Στο Φάρο ο Ανθυπασπιστής Γεώργιος Ζαχαρόπουλος
είχε τό γενικό πρόσταγμα. Αυτός και οι ταγματαλήτες του έδιναν εξετάσεις μπροστά
στον καταχτητή και διεκδικούσαν το βραβείο της ατιμίας και της προδοσίας… Αξιος
ο μισθός τους. Και μα την αλήθεια αποδείχθηκαν στα μάτια των καταχτητών ανώτεροι
από τις προσδοκίες τους!
Ο μασκοφόρος—ζέν-πρεμιέ στις
περιπτώσεις των μπλόκων, υποδεικνύει— αλλοίμονο!— με πρωτόφαντο κυνισμό, έλληνες
πατριώτες, που σε λίγο το αίμα τους θα ποτίσει το χώμα στους αδούλωτους
συνοικισμούς. Ενα – ένα τους αρπάζουν από τα μαλλιά και κτυπώντας τους με μανία
τους φέρνουν στον Κρανίου τόπο. Τους ζητούν επίμονα να καταδώσουν συναγωνιστές
τους, έντιμους πατριώτες. Τους χτυπούν με τούς υποκοπάνους, τούς φτύνουν, τούς
βρίζουν με τα χυδαιότερα λόγια. Μα κανένας—απολύτως κανένας—δέν βγάζει
τσιμουδιά. Στέκουν περήφανοι, με το κεφάλι ψηλά και περιμένουν τις ριπές των
πολυβόλων που θα τους φέρουν στην αθανασία και την αιωνιότητα.
Ογδόντα παλληκάρια, γνήσια
παιδιά της αθάνατης Ελλάδας, αγωνιστές της Εθνικής απελευθέρωσης πέφτουν κάτω
από δολοφόνα βόλια των Ούννων στο Φάρο. Άλλα σαράντα στο εργοστάσιο του Καίσαρη.
Ανάμεσά τους οι: Σπύρος Δεμησιάνος, Δημήτρης Μόνος, Τάσος Βασιλόπουλος, Νίκος
Κόλλιας.
ΣΤΑΥΡΟΣ
ΚΑΤΣΙΛΙΕΡΗΣ
Θα συνεχίσουμε με τη μαρτυρία
του αγωνιστή του κομμουνιστικού κινήματος Κλεάνθη Τοσουνίδη που έμενε στο Δουργούτι και
έχαιρε εκτίμησης για την αγωνιστική του δράση όχι μόνο ανάμεσα στους συντρόφους
του του ΚΚΕ αλλά και ευρύτερα σε όλη την αριστερά. Η διήγησή του περιέχεται στο
βιβλίο του Γιάννη Κυριακίδη «Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας Νέα Σμύρνη – Φάληρο,
1941-1945», Νέα Σμύρνη, 1983.
Ο Κλεάνθης Τοσουνίδης
γεννήθηκε το 1920 και πέθανε το Νοέμβρη του 2002.
Το 1943 εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ.
Στο Δουργούτι ήταν καπετάνιος του τοπικού εφεδρικού ΕΛΑΣ. Κατόρθωσε να ξεφύγει
από το μπλόκο κινούμενος με το λόχο του μέσα από τις στοές του υπονόμου. Στη
συνέχεια χτύπησαν τους Γερμανούς κατακτητές και τους συνεργάτες τους στο
εργοστάσιο της ΕΘΕΛ (στο χώρο που σήμερα βρίσκεται το Ξενοδοχείο
Ιντερκοντινένταλ). Έτσι σώθηκαν πολλοί από τους αγωνιστές που είχαν συλλάβει οι
κατακτητές.
Μακρονησιώτης στη διάρκεια του
δεύτερου αντάρτικου, δραπέτευσε κολυμπώντας μέχρι το Σούνιο και κρύφτηκε επί
τρία χρόνια σε υπόγεια κρύπτη κάτω από την παράγκα του.
Να αναφέρουμε ότι είχε
αποπειραθεί να αποδράσει και άλλη φορά από τη Μακρόνησο μαζί με δύο συναγωνιστές
του. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, όπως μας έχουν διηγηθεί, ο ένας κουράστηκε
και δεν μπορούσε να συνεχίσει. Ήταν τόσα τα βασανιστήρια στη Μακρόνησο, που
ζήτησε από τους άλλους δύο να συνεχίσουν προς το Σούνιο εγκαταλείποντάς τον για
να γλιτώσουν τουλάχιστον αυτοί. Αυτοί όμως δεν τον άκουσαν, τον μετέφεραν πίσω
στη Μακρόνησο και είχαν βεβαίως τις ανάλογες συνέπειες.
Διήγηση
Κλεάνθη Τοσουνίδη
Το βράδυ του μπλόκου ήμουνα
υπεύθυνος στο φρουραρχείο (Δουργουτιού). Οταν ο Αη Μουράτ μας ειδοποίησε,
κινηθήκαμε για να βγούμε απτόν κλοιό διασχίζοντας την Λεωφόρο Συγγρού από του
Φορντ. Σύμφωνα με σχετική διαταγή που υπήρχε, να προσπαθούμε να βγαίνουμε απτά
μπλόκα και να χτυπάμε απ” έξω.
Σύντομα καταλάβαμε πως απτή
Λεωφόρο δεν μπορούσαμε να περάσουμε. Προχωρήσαμε πίσω απτίς φυλακές και κάτω
απτήν μάντρα Γαβαλά. Περάσαμε το ρέμα με πρόθεση να ανεβούμε προς Φάρο, για να
βγούμε πέρα απτό Μπραχάμι. Σταματήσαμε γιατί απεκεί ακούγονταν πυροβολισμοί.
Κατηφορίσαμε προς Αλσος Νέας Σμύρνης. Ολο και περισότερο αντιλαμβανόμαστε το
Μπλόκο μέσα στο οποίο βρισκόμαστε. Οταν πια δεν βρίσκαμε διέξοδο είδαμε το
φρεάτιο του υπόνομου, που λόγω της κατοχής είχε μείνει μισοτελειωμένος και
αχρησιμοποίητος.
Κατεβαίνουμε και προχωρούμε
αργά και προσεχτικά. Κάποτε από πάνω ακούμε δυνατό θόρυβο από μεγάλη κίνηση.
Σκεφτήκαμε πως θα είμαστε κάτω απτή Συγγρού. Και πράγματι έτσι ήταν. Βγήκαμε
απάνω, στην Καλλιθέα. Συναντήσαμε τους Καλλιθεάτες ΕΛΑΣίτες που ετοιμάζονταν να
χτυπήσουν τους ταγματασφαλήτες του Μπλόκου. Ενωθήκαμε μαζί τους και το
μεσημεράκι χτυπήσαμε από τον Ιλισσό, από την περιοχή του εργοστασίου «Ιρις» και
του Φόρου.
Αυτό το χτύπημα, όπως και άλλα
που έγιναν από ΕΛΑΣίτες άλλων περιοχών, έκανε τους Γερμανούς να επισπεύσουν και
να μην ολοκληρώσουν την καταστροφή. Φοβόντουσαν πως αν νύχτωνε ο ΕΛΑΣ θα χτύπαγε
στο δρόμο τη φάλαγγα. Επίσης πολλοί απτούς πιασμένους βρήκαν την ευκαιρία, πάνω
στην σύγχυση και τόσκασαν.
Θα συνεχίσουμε σε επόμενη
ανάρτηση με συγκλονιστικές διηγήσεις άλλων αγωνιστών.
Το χαρακτικό που αποδίδει το
κάψιμο του συνοικισμού μετά το μπλόκο του Δουργουτιού, είναι έργο του
Κώστα Πλακωτάρη.