Τρίτη 26 Απριλίου 2011

Πιαζέ και Βιγκότσκυ για την παιδική σκέψη και ανάπτυξη


Ο Ζαν Πιαζέ και o Λεβ Βιγκότσκι για την παιδική σκέψη και ανάπτυξη

Ο άνθρωπος αισθάνεται και σκέπτεται μέσα από την πράξη του




FREE photo hosting by Fih.gr





FREE photo hosting by Fih.gr

Μελετώντας τη μετάβαση από τις νοητικές
λειτουργίες των ζώων στις νοητικές λειτουργίες του ανθρώπου, όλη η ερευνητική
εργασία των Πιαζέ, Βιγκότσκι, Λούρια, αναπτύσσει παραπέρα την βασική αρχή του
διαλεκτικού υλισμού που αρνούνταν οι γραφειοκράτες κρατικοκαπιταλιστές του
Κρεμλίνου, για την ποιοτική διαφορά του ανθρώπου από το ζώο. Αυτό που
διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα είναι ότι ο άνθρωπος μετατρέπει τη Φύση και η
Φύση τον μετατρέπει μέσα στην κοινωνική παραγωγή και αναπαραγωγή της
υλικής του ζωής. Χωρίς αμφιβολία οι μαρξιστές μπορούν να θεωρούν τον Πιαζέ σαν
ένα από τους λίγους γίγαντες της σκέψης του 20ου αιώνα, ιδιαίτερα
στον τομέα της επιστήμης της ψυχολογίας. Παράλληλα με τον Πιαζέ, και σε ένα
άλλο επίπεδο, ο σοβιετικός Βιγκότσκι, οπλισμένος με το

διαλεκτικό υλισμό, έφτασε στο ίδιο βασικό συμπέρασμα: η ανθρώπινη συνείδηση
καθορίζεται όχι από έμφυτους παράγοντες, ούτε μονόπλευρα από τα πράγματα και
τα φαινόμενα του περιβάλλοντος, αλλά από το είναι, δηλαδή από το προτσές της
υλικής ζωής, της ανθρώπινης δραστηριότητας που μέσα σε ένα σύστημα κοινωνικών
σχέσεων αλλάζει τη Φύση σαν μέρος αυτής της Φύσης.

Βήχος Παναγιώτης



Ο Ζαν Πιαζέ και ο Λεβ Βιγκότσκι για την παιδική σκέψη και ανάπτυξη – Διαβάστε
το



Διαβάστε το βιβλίο: Μ. Δαφέρμος – Η πολιτισμική
ιστορική θεωρία του Βιγκότσκυ

και

ΕΔΩ

{Επίκαιρες παιδοψυχολογικές αντιλήψεις του σοβιετικού παιδαγωγικού συστήματος*

Ανάπτυξη και μόρφωση

Οι αστοί ψυχολόγοι και παιδαγωγοί λένε επίσης πως προηγείται η ωρίμανση. Δηλαδή το παιδί πρέπει να ωριμάσει, να αναπτυχθεί κι έπεται η όποια μόρφωσή του. Μετά, συνεχίζοντας το συλλογισμό τους λένε πως αυτή η πορεία ανάπτυξης εξαρτάται όχι μόνο από τις γενικότερες ιδιαιτερότητες του ανθρώπου, ως εκπροσώπου του είδους, αλλά και από τις ατομικές ιδιαιτερότητες του παιδιού, από τα χαρίσματά του, που του δόθηκαν από τη φύση. Στην πράξη, λοιπόν, θεωρούν ότι όλη η διαδικασία της ανάπτυξης προσεγγίζεται ως μια διαδικασία ωρίμανσης αυτού που ήδη υπάρχει στον άνθρωπο. Η σοβιετική αντίληψη διέφερε ριζικά από τον παραπάνω συλλογισμό. Για να γίνει πιο κατανοητή η σοβιετική προσέγγιση θα αναφέρω λίγα πράγματα για την αντιπαράθεση των απόψεων του Λεφ Βιγκότσκι με τον Ζαν Πιαζέ. Θα το κάνω και για έναν ακόμη λόγο. Γιατί ορισμένοι συγγραφείς στη χώρα μας προσπαθούν, ούτε λίγο ούτε πολύ, να παρουσιάσουν τις απόψεις του Βιγκότσκι ως «τσόντα» στις θεωρίες του Πιαζέ.

Ο Λ. Σ. Βιγκότσκι αντιπαρέθετε συχνά τη θεωρία του για την ανάπτυξη των ανώτατων ψυχικών λειτουργιών στην αντίληψη του Πιαζέ. Εξέταζε τις εργασίες του Πιαζέ σαν μια μεγάλη συνεισφορά στην ανάπτυξη της επιστήμης της ψυχολογίας, επειδή καταπιάστηκε με την έρευνα των ανώτατων μορφών συμπεριφοράς. Την ίδια ώρα, όμως, ο Βιγκότσκι σημείωνε πως ο Πιαζέ δεν ξέφυγε από την «παλιά» προσέγγιση της παιδικής ανάπτυξης, μέσα δηλαδή από το πρίσμα των βιολογικών διαδικασιών, γι' αυτό και δεν είχε την αντικειμενική δυνατότητα μιας σωστής κατανόησης της παιδικής ανάπτυξης. Ετσι, ο Βιγκότσκι παρατηρούσε πως ο Πιαζέ εξέταζε και περιέγραφε την ψυχική ανάπτυξη του παιδιού έξω από την ιστορική ανάπτυξη, δηλαδή ως μια διαδικασία που καθορίζεται από εσωτερικές δυνάμεις. Ο Πιαζέ, κατά τη γνώμη του, εξέταζε τις ψυχικές λειτουργίες σαν «αποστραγγισμένες» από το κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον, έξω από τη συγκεκριμένη κατάσταση την οποία βιώνει το παιδί.

Κατά τη γνώμη της σοβιετικής ψυχολογίας, η συγκεκριμένη αντίληψη είναι βαθιά λαθεμένη, μιας και βλέπει στην όποια πορεία ανάπτυξης μόνο ποσοτικές αλλαγές εκείνων των συστατικών που έχουν δοθεί στον άνθρωπο από τη φύση, από τη γέννησή του, κάτω από την επίδραση των περιβαλλοντικών συνθηκών. Έτσι λαθεμένα συμπεραίνεται πως η μόρφωση το μόνο που μπορεί να κάνει είναι ή να βοηθήσει ή να καταστείλει, να καθυστερήσει την όποια ανάπτυξη. Στις σχετικές αντιλήψεις, ο ρόλος του κοινωνικού περιβάλλοντος στην ανάπτυξη του παιδιού εξομοιώνεται με το ρόλο του περιβάλλοντος στην ανάπτυξη των άλλων ζωντανών οργανισμών. Πρόκειται για μια θέση ιδιαίτερα διαδεδομένη σε πολλές κατευθύνσεις της σύγχρονης αστικής παιδαγωγικής και παιδαγωγικής ψυχολογίας.

του Ελισαίου Βαγενά

Ο Ελισσαίος Βαγενάς είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και μέλος του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚΕ.}.

http://www2.rizospastis.gr/columnPage.do?publDate=6/8/2006&columnId=743

Ο άνθρωπος αισθάνεται και σκέπτεται μέσα από την πράξη του

Τότε, στη δύσκολη δεκαετία του ’30 και για πολλά χρόνια το έργο του Βιγκότσκι, ο οποίος πέθανε το 1938, σε ηλικία μόλις 38 χρόνων, ήταν ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟ από τον Στάλιν! Σήμερα οι «θεωρητικοί» του Περισσού τον διαστρεβλώνουν!

(Ο Ζαν Πιαζέ, ο πρώτος ενήλικος που πήρε στα σοβαρά τα παιδιά, μεγάλωσε κοντά στη λίμνη Νεσατέλ, σε ένα από εκείνα εξεχόντως όμορφα και αποστειρωμένα κομμάτια γης της γαλλόφωνης Ελβετίας που είναι ξακουστά για τα κρασιά και τα ρολόγια τους. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής Μεσαιωνικών Σπουδών και η μητέρα του μια σκληροπυρηνική καλβινίστρια. Από πολύ νωρίς ο μικρός Ζαν εξεδήλωσε το ενδιαφέρον του για τη φύση και την αποκωδικοποίηση των μυστικών της. Όταν έγινε 10 ετών οι απορίες του μπορούσαν πλέον να απαντηθούν μόνο με ένα γερό ξεσκόνισμα της πλησιέστερης πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης. Σε αυτή την ηλικία πρόλαβε να δημοσιεύσει σε τοπικό περιοδικό της γενέτειράς του το παρθενικό άρθρο του για το σπουργίτι «αλμπίνο»· αυτό ήταν και το «πάσο» του για τον καχύποπτο με τους ανηλίκους εν γένει βιβλιοθηκάριο του Πανεπιστημίου του Νεσατέλ. Η ζωολογία θα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του για τα επόμενα χρόνια. Στα 15 του έχει δημοσιεύσει πλείστες μελέτες για τα μαλάκια, ενώ τρία χρόνια αργότερα ξεκινά επισήμως τις σπουδές του στη Βιολογία που θα ολοκληρωθούν με τη διατριβή του με θέμα «Εισαγωγή στην οστρακολογία του Βαλέ».

Μετά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο το ενδιαφέρον του μετατοπίζεται στην ψυχολογία. Μετακομίζει στη Ζυρίχη, όπου παρακολουθεί μαθήματα στο Εργαστήριο Ψυχολογίας του Καρλ Γιουνγκ και διατελεί μαθητής του Όιγκεν Μπλόιλερ, παρατηρώντας με το ζήλο νεοφώτιστου τη διεξαγωγή των συνεντεύξεων με τους ψυχικά ασθενείς. Το 1919 βρίσκεται στο Παρίσι προκειμένου να παρακολουθήσει μαθήματα Λογικής και Φιλοσοφίας της Επιστήμης στη Σορβόννη και Ψυχοπαθολογίας στο νοσοκομείο Σαλπετριέ. Την εποχή αυτή έρχεται σε επαφή με το έργο του Αμερικανού Τζέιμς Μπάλντουιν (James Mark Baldwin), από τους πρωτεργάτες της Πειραματικής Ψυχολογίας, ενώ αρχίζει να συνεργάζεται με τον Τεοντόρ Σιμόν (Théodore Simon) στο εργαστήριο Παιδοψυχολογίας του Αλφρέντ Μπινέ (Alfred Binet). Είναι η πρώτη φορά που ο Πιαζέ καλείται να ανιχνεύσει αυτό που θα μονοπωλήσει αργότερα την επιστημονική του σκέψη: το παιδικό και εφηβικό μυαλό (παρ’ ότι ηρνείτο πεισματικά να αποκαλέσει εαυτόν παιδοψυχολόγο). Κατ’ αρχήν το ενδιαφέρον του στράφηκε στις εσφαλμένες απαντήσεις που έδιναν παιδιά της ιδίας ηλικίας σε διάφορα ερωτήματα ευφυΐας στα πλαίσια των τεστ συλλογισμού του Σιρίλ Μπαρτ (Cyril Burt). Αυτές οι «λάθος» – για τα δεδομένα του ορθολογιστή ενήλικου – απαντήσεις μάγεψαν τον νεαρό επιστήμονα που άρχισε πλέον να παρακολουθεί στενά τα λόγια και τις πράξεις αυτών των λιλιπούτειων, ημιτελών πλασμάτων, διερευνώντας τους βασικούς μηχανισμούς της διανοητικής ανάπτυξής τους. Ο Ζαν Πιαζέ προέβη σε μια ανακάλυψη που ήταν, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Αλβέρτο Αϊνστάιν (Albert Einstein), «τόσο απλή που μόνο μια ιδιοφυΐα θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει». Πολύ απλά διαπίστωσε ότι τα παιδιά σκέφτονται διαφορετικά από τους μεγάλους. Οι «παράλογες» απαντήσεις που μοιάζουν τις περισσότερες φορές να δίνουν στα πιο απλοϊκά ερωτήματα εντάσσονται σε μια εσώτερη λογική διεργασία με τον δικό της πολύπλοκο κώδικα.

Σε ένα από τα πλέον περίφημα πειράματά του με δεκάδες ανυποψίαστα πιτσιρίκια, ο Πιαζέ έθεσε το ερώτημα:

«Τι είναι αυτό που δημιουργεί τον αέρα;»

και άρχισε να περισυλλέγει απαντήσεις.

Όταν η πεντάχρονη Τζούλια τού απάντησε:

«Τα δέντρα», εκείνος συνέχισε τον αλλόκοτο αυτό διάλογο με ένα ακόμη ερώτημα:

«Πώς το ξέρεις;».

«Τα είδα να κουνούν τα χέρια τους».

«Και πώς αυτό δημιουργεί τον αέρα;».

Στο σημείο αυτό η μικρή Τζούλια άρχισε να κουνά το χέρι της μπροστά από το πρόσωπό της αποφαινόμενη με άκρως σοβαρό ύφος:

«Να, έτσι. Μόνο που είναι μεγαλύτερα. Και υπάρχουν πολλά δέντρα».

Ο παιδικός υπερρεαλισμός είχε βρει επιτέλους έναν καλών προθέσεων ενήλικο συνομιλητή. Που δεν προσπαθεί να τον διορθώσει, προτιμά να τον επεξεργαστεί και να τον ερμηνεύσει.

«Τα παιδιά» λέει ο Πιαζέ «κατανοούν μόνο αυτά που επινοούν τα ίδια, γι’ αυτό κάθε φορά που προσπαθούμε να τα διδάξουμε κάτι υπερβολικά γρήγορα, τα εμποδίζουμε να επανεφεύρουν τον εαυτό τους».

Το 1921 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Ινστιτούτου Ζαν Ζακ Ρουσό(Jean Jacques Rousseau)της Γενεύης και το 1930 του Διεθνούς Γραφείου Εκπαίδευσης (International Bureau of Education) που υπήρξε πρόδρομος της UNESCO.

Με τη γέννηση του πρώτου του παιδιού το ενδιαφέρον του στρέφεται σχεδόν αναπόφευκτα στη βρεφική ηλικία. Τα τρία παιδιά του θα αποτελέσουν τα ιδανικά «πειραματόζωα» για τις μεταγενέστερες μελέτες του, στις οποίες θα συμβάλει με τη σειρά της ως ψυχολόγος και μητέρα τους, η σύζυγός του Βαλεντίν Σαντενέ (Valentine Châtenay). Την περίοδο αυτή θα περιγράψει τα στάδια της γνωστικής ανάπτυξης του παιδιού. Ανάμεσά τους:

α) το στάδιο της αισθησιοκινητικής ανάπτυξης που διαρκεί ως τα 2 χρόνια και χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή κατάκτηση του κινητικού συντονισμού και της σταθερότητας των αντικειμένων,

β) το προσυλλογιστικό στάδιο (από 2 ως 7 χρόνων), κατά την οποία αναπτύσσεται η συμβολική λειτουργία και η προεννοιολογική σκέψη,

γ) το στάδιο της συγκεκριμένης σκέψης (από 7 ως 11 χρόνων), κατά το οποίο το παιδί αποκτά την ικανότητα των νοητικών πράξεων που όμως γίνονται πάνω σε συγκεκριμένα αντικείμενα και στο άμεσο παρόν.

Οι θεωρίες του, παρά την έντονη κριτική που δέχθηκαν κυρίως για τον υπερτονισμό του ρόλου της γνωστικής ανάπτυξης (σε βάρος της συναισθηματικής και της κοινωνικής), είχαν τεράστιο αντίκτυπο στην παιδαγωγική και στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε σήμερα αυτά τα τέλεια ημιτελή πλάσματα που υπήρξαμε κάποτε όλοι.

Πηγή το ΒΗΜΑ).

Ο Πιαζέ και η παιδική σκέψη

Του Παναγιώτη Βήχου

Η σκέψη του παιδιού έχει πάντα τη ρίζα της σε μια πράξη που προηγείται, λέει ο Πιαζέ. Η περίοδος όπου το παιδί αρχίζει να κάνει αφαιρέσεις από τον κόσμο που το περιβάλλει, ακολουθεί μια προηγούμενη περίοδο μη συνειδητής πράξης, μιας δραστηριότητας στοιχειώδους προσαρμογής στο περιβάλλον.

Όταν γεννιέται το παιδί δεν έχει συνείδηση του εαυτού του ή του εξωτερικού κόσμου. Δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε τόπο και χρόνο. Έχει μόνο μερικά αισθησιοκινητικά συστήματα (λειτουργίες), που μπορούν να δεχτούν ερεθίσματα από το σώμα ή το άμεσο περιβάλλον, και στα οποία μπορεί να παρουσιάσει μερικές περιορισμένες αποκρίσεις. Με βάση αυτές τις αντιδράσεις αντανακλαστικού τύπου (όπως το να πιπιλάει, να αρπάζει το χέρι, να κουνάει το σώμα του), αναπτύσσεται η συμπεριφορά του.

Η τάση του παιδιού για πιπίλισμα, παραδείγματος χάρη, εμφανίζεται όταν το στόμα έρθει σε επαφή με κάποιο αντικείμενο. Μέσα απ’ αυτή την εμπειρία το παιδί συνειδητοποιεί βαθμιαία ότι όλα τα αντικείμενα δεν έχουν τις ίδιες ιδιότητες. Τα χείλη και το στόμα του έχουν καταγράψει το σχήμα, το μέγεθος, τη σκληρότητα, τη ζεστασιά των αντικειμένων, τη δυνατότητά τους να παρέχουν τροφή κλπ. Έχει καταγράψει έτσι το παιδί τις διαφορές των αντικειμένων. Οπότε, η τάση για πιπίλισμα παύει να είναι γενικευμένη και εντοπίζεται σε συγκεκριμένα είδη.

Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τις άλλες αισθησιοκινητικές λειτουργίες, όπως είναι η όραση. Αρχικά, η όραση είναι μια αντανακλαστική απάντηση στην ένταση του φωτός. Βαθμιαία τα μάτια αρχίζουν να επικεντρώνονται σε συγκεκριμένα αντικείμενα και να τα παρακολουθούν καθώς κινούνται. Αυτό συνοδεύεται και από την προσπάθεια του παιδιού να τα πιάσει.

Όλες αυτές οι αισθησιοκινητικές πράξεις συντονίζονται βαθμιαία, με σκοπό την ικανοποίηση των εσωτερικών αναγκών και έτσι την προσαρμογή στο περιβάλλον. Ταυτόχρονα, στη βάση αυτών αναπτύσσονται νέοι τρόποι συμπεριφοράς, μέσα από δραστηριότητες πολύ πιο γενικές από τις αρχικές. Με την επανάληψη αυτών των δραστηριοτήτων, το παιδί φτάνει στην αναγνώριση των αντικειμένων που χρησιμοποιεί, προχωρώντας μάλιστα και σε κινητική εκδήλωση αυτής της αναγνώρισης (π.χ. ελαφριά κίνηση του χεριού στη θέα ενός γνωστού αντικειμένου.

Στο τέλος του πρώτου χρόνου της ζωής του, το παιδί έχει ερευνήσει και ανακαλύψει όλα τα μέρη του μικρού κόσμου του μέσα από στοιχειώδης πράξεις που το ίδιο αναλαμβάνει.

Ο Πιαζέ περιγράφει χαρακτηριστικά τη συμπεριφορά ενός κοριτσιού 16 μηνών, που προσπαθεί να βγάλει ένα στολίδι από ένα σπιρτόκουτο. Το άνοιγμα του κουτιού είναι πολύ μικρό για να μπουν τα δάχτυλά της. Πασχίζει μα δεν τα καταφέρνει. Μετά κοιτάζει από πολύ κοντά το άνοιγμα και ανοίγει το στόμα της όλο και περισσότερο, σαν να αναπαριστά το άνοιγμα του κουτιού και την ανάγκη να το κάνει μεγαλύτερο. Μετά απ’ αυτό, το παιδί τραβάει προς τα έξω το συρτάρι του κουτιού και πιάνει το στολίδι. Σύμφωνα με τον Πιαζέ, το παιδί δημιούργησε στο μυαλό του μια αισθησιοκινητική παράσταση των σχέσεων που συνιστούσαν το πρόβλημα, ανακαλύπτοντας έτσι νοητικά και τη λύση του προβλήματος, μια διαδικασία που αναλαμβάνει από εκεί και πέρα το ίδιο να πραγματοποιήσει.

Έτσι γίνεται σαφές ότι, τη στιγμή που το παιδί εκτελεί μια πράξη στο περιβάλλον, αρχίζουν να εργάζονται οι νοητικές αισθησιοκινητικές του παραστάσεις προηγούμενων πράξεων που του θυμίζουν την τωρινή. Ανακαλύπτει μ’ αυτό τον τρόπο ένα νέο τύπο συμπεριφοράς μέσα από το έργο που εκτελεί.

Η σκέψη που αναπτύσσεται στα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού ονομάζεται αισθησιοκινητική σκέψη. Αυτή η σκέψη, που μπορεί να συσχετίσει την αιτία με το αποτέλεσμα, δεν επηρεάζεται από την πείρα των άλλων, που οικοδομείται στη βάση των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων που αναλαμβάνει το παιδί από την πρώτη στιγμή της ζωής του. Εκείνο που λείπει ακόμα είναι η κοινή σ’ όλους τους ανθρώπους γνώση που μεταδίδεται μέσω της γλώσσας. Σ’ αυτή την ηλικία δεν έχει αναπτυχθεί ακόμα η γλωσσική ικανότητα.

Σ’ αυτή τη χρονική περίοδο που αναπτύσσεται η αισθησιοκινητική σκέψη, το παιδί οικοδομεί εσωτερικά μοντέλα (εσωτερικές μιμήσεις) της εξωτερικής του δραστηριότητας. Προοδευτικά αποκτά την ικανότητα να αναδημιουργεί αυτά τα μοντέλα στο μυαλό του, με τη μορφή νοητικών εικόνων, ακόμα κι όταν δεν είναι παρούσες οι πράξεις που τα δημιούργησαν. Αναπτύσσονται δηλαδή νοητικά σύμβολα με την ανάκληση στο παρόν της περασμένης δραστηριότητας. Έτσι δημιουργούνται οι προ-έννοιες. Στην Προέννοια κυριαρχεί «… η έλλειψη συνθετικής σχέσης των στοιχείων ενός συνόλου και η αδυναμία άμεσης συσχέτισης των επιμέρους στοιχείων μεταξύ τους». (I. Piaget:Play, Dreams and Imitation). Οι Προέννοιες είναι παραστάσεις που δεν πετυχαίνουν ούτε πραγματική γενίκευση, ούτε πραγματική εξατομίκευση, αλλά αιωρούνται ανάμεσα στα δύο. Είναι εικόνες που αποτελούν σύμβολα πράξεων, αντικειμένων και γεγονότων που συνδέονται μεταξύ τους με ιδιαίτερο και αποκλειστικό τρόπο. Σ’ αυτή τη φάση είναι αδύνατο η σύνθεση των επιμέρους στοιχείων μιας εικόνας.

Η περίοδος του σχηματισμού προ-εννοιών είναι η περίοδος της προεννοιακής ή συμβολικής σκέψης (Διαρκεί από 2 έως 4 ετών). Η σκέψη αυτή βοηθάει στην ανάπτυξη της γλώσσας, γιατί και οι ίδιες οι λέξεις αποτελούν σύμβολα. Σ’ αυτή την περίοδο η γλώσσα απλά και μόνο συνοδεύει τη δραστηριότητα που βασίζεται στις εικόνες (σύμβολα). Η γλώσσα, σαν σύστημα εννοιολογικών συμβόλων, δεν είναι ακόμα προσιτή στο παιδί. Στη συμβολική σκέψη, η νοητική εικόνα κατευθύνει μια εξωτερική δραστηριότητα, ενώ στην αισθησιοκινητική σκέψη η δραστηριότητα προηγείται της εσωτερικής μίμησής της.

Στη φάση της συμβολικής σκέψης αρχίζουν οι στοιχειώδεις αφαιρέσεις, που με τη σειρά τους γίνονται οδηγοί σε μια νέα σειρά πράξεων, ανώτερων από τις προηγούμενες. Έτσι γίνεται η μετάβαση από την προεννοιακή στην εννοιακή σκέψη (ηλικία 4 έως 8 ετών), στη διαρθρωμένη δηλαδή αναπαράσταση του εξωτερικού κόσμου. Η γλώσσα αρχίζει πια να λειτουργεί σαν φορέας της σκέψης. Τα σύμβολα συσχετίζονται μεταξύ τους, οι λέξεις συσχετίζονται σε συντακτικές δομές. Σ’ αυτή την περίοδο, η συμμετοχή του παιδιού στο κοινωνικό σύνολο δίνει ώθηση στην ανάπτυξη των διανοητικών διαδικασιών.

Καθοριστικός παράγοντας της συμπεριφοράς γίνεται η ανάγκη επικοινωνίας με το κοινωνικό περιβάλλον. Αυτή η ανάγκη υπήρχε βέβαια και στο προηγούμενο στάδιο, αλλά τώρα αποκτά τις πραγματικές της διαστάσεις, μέσα από την ανάπτυξη της γλώσσας. Έτσι αρχίζει μια αμοιβαία εξελικτική διαδικασία, όπου η γλώσσα βοηθάει στην ανάπτυξη των νοητικών ενεργειών, ενώ από την άλλη η ίδια η ανάπτυξη της σκέψης επιτρέπει τη χρησιμοποίηση της γλώσσας σαν μια ενεργητική διανοητική δραστηριότητα.

Μ’ αυτό τον τρόπο πραγματοποιείται το πέρασμα από την προενεργητική σκέψη στην ενεργητική σκέψη. Μέσα από την κατάκτηση της γλώσσας, η προσωπική εικόνα (σύμβολο) του αντικειμένου δίνει τη θέση της στο κοινό λεκτικό σημείο που εκφράζει αυτό το αντικείμενο. Όταν εμφανίζεται η ενεργητική σκέψη, στα 7 ή 8 περίπου χρόνια, το «σημαίνον» στη σκέψη είναι περισσότερο το λεκτικό σημείο παρά η εικόνα. Η εικόνα τώρα δρα σαν προσωπικό σύμβολο που υποστηρίζει το λεκτικό σημείο. «Στο στάδιο της ενεργητικής σκέψης, η εικόνα υποβιβάζεται σε ένα απλό σύμβολο, ανεπαρκές, μολονότι μερικές φορές χρήσιμο, που παίζει το ρόλο απλού βοηθού του λεκτικού “σημαντικού” σημείου», (I. Plaget: Play, dreams and imitation).

Για τον Πιαζέ, η νοητική δραστηριότητα είναι μια σειρά πράξεων που σχηματίζουν ένα ολοκληρωμένο σύνολο. Μια νοητική δραστηριότητα έχει μια σειρά αλληλοσυσχετισμένων ιδιοτήτων που δημιουργήθηκαν εξελικτικά από την εσωτερίκευση των φυσικών πράξεων που εκτελέστηκαν στο περιβάλλον.

«… Το γεγονός ότι η γλώσσα των ενήλικων αποκρυσταλλώνει ένα ενεργητικό σχήμα, δεν σημαίνει ότι η ενέργεια έχει αφομοιώσει τις γλωσσικές μορφές. Πριν τα παιδιά μπορέσουν να κατανοήσουν την υπονοούμενη ενέργεια και την εξασκήσουν, πρέπει να φέρουν σε πέρας μια διαρθρωμένη πράξη ή ακόμα έναν ορισμένο αριθμό τέτοιων διαδοχικών πράξεων. Αυτές εξαρτώνται από τους λογικούς μηχανισμούς, δεν μεταδίδονται παθητικά από τη γλώσσα. Απαιτούν ενεργητική οικοδόμηση από την πλευρά του υποκειμένου», (I. Piaget: Early growth of logic).

Στην προσπάθεια όχι απλά να επικοινωνήσει αλλά να ενταχθεί στο κοινωνικό του περιβάλλον και έχοντας πια στη φάση της ενεργητικής σκέψης τη δυνατότητα να αποσπά ένα τεράστιο αριθμό πληροφοριών από το περιβάλλον με βασικό του εργαλείο τη γλώσσα, το άτομο οδηγείται σε συγκεκριμένες, ακριβείς ενέργειες μέσα από τη συστηματική παρατήρηση και τον πειραματισμό. Μετά τα 12 περίπου χρόνια το άτομο έχει τη δυνατότητα να σκέφτεται με αφηρημένες έννοιες και να βάζει στόχους (συγκεκριμένους σκοπούς) σαν βάση των ώριμων ενεργειών του.

«Η συμφωνία της σκέψης με τα πράγματα» και “η συμφωνία της σκέψης με τον εαυτό της” εκφράζει αυτή τη δυαδική μη μεταβλητή της προσαρμογής και της οργάνωσης. Οι δύο αυτές όψεις της σκέψης είναι αδιαχώριστες: με την προσαρμογή στα πράγματα η σκέψη οργανώνεται και με την οργάνωσή της δομεί τα πράγματα», (I. Plaget: Thw origin of intelligence).

Ο ΒΙΓΚΟΤΣΚΙ ΚΑΙ Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

{Ο Λεβ Σεμιόνοβιτς Βιγκότσκι (Лев Семенович Выготский, 12 Νοεμβρίου 1896 – 11 Ιουνίου 1934) ήταν σοβιετικός ψυχολόγος που ανακαλύφτηκε από το δυτικό κόσμο τη δεκαετία του 1960. Σύμφωνα με το Βιγκότσκι, η πνευματική ανάπτυξη των παιδιών είναι λειτουργία των ανθρώπινων κοινοτήτων, παρά μεμονωμένων ατόμων. Η συνεισφορά του είναι ευρέως σεβαστή και ασκεί επιρροή στους τομείς της αναπτυξιακής ψυχολογίας, της εκπαίδευσης, της ανάπτυξης του παιδιού και της μελέτης της γλώσσας. Το γνωστότερο βιβλίο του είναι το «Σκέψη και Γλώσσα» που εκδόθηκε το 1934.

Έργα: Λεβ Βιγκότσκι, «Σκέψη και Γλώσσα», μετάφραση Αντζελίνα Ρόδη, Αθήνα, Γνώση 1993 (β. εκδ) = α εκδ. 1987-88)}

Από ένα εντελώς διαφορετικό δρόμο απ’ αυτόν του Πιαζέ που άρχισε την έρευνα της παιδικής σκέψης μελετώντας τα τρία του παιδιά (ενώ μέχρι τότε το κύριο αντικείμενο της επιστήμης του ήταν η γενετική), ένας άλλος επιστήμονας, ο σοβιετικός Βιγκότσκι, έκανε ανάλογες μελέτες στη Σοβιετική Ένωση στη δύσκολη δεκαετία του 1930. Ο Βιγκότσκι πέθανε το 1938, σε ηλικία 38 χρόνων! Το πρωτοποριακό έργο του, μολονότι δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει ήταν για πολλά χρόνια απαγορευμένο από τον Στάλιν. Τις έρευνές του συνέχισε και ανέπτυξε ο μαθητής του Λούρια.

Για τον Βιγκότσκι ο σχηματισμός εννοιών στον εγκέφαλο του παιδιού είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας (ενός προτσέσου) αφομοίωσης ορισμένων ιστορικά καθορισμένων νοημάτων. Η διαδικασία αυτή πραγματοποιείται μέσα στη δραστηριότητα του παιδιού στο περιβάλλον του. Μαθαίνοντας να κάνει ορισμένες πράξεις, το παιδί κυριαρχεί πάνω στις αντίστοιχες λειτουργίες και αφομοιώνει τις έννοιες. Στη συνέχεια σχηματίζει αφηρημένες έννοιες, που η κίνησή τους συνιστά αυτό που ονομάζουμε εσωτερική, πνευματική δραστηριότητα.

Η αντανάκλαση του αντικειμενικού κόσμου στον εγκέφαλο του παιδιού δεν είναι απλά αποτέλεσμα εξωτερικών επιδράσεων αλλά ξεκινά από την ίδια την αισθητηριακή, πρακτική του δραστηριότητα στην επαφή του με τον αντικειμενικό κόσμο. Αρχικά το παιδί για να προσαρμοστεί στο κοινωνικό περιβάλλον του αναλαμβάνει διάφορες δραστηριότητες όλο και πιο πολύπλοκες. Ήδη μέσα στον πρώτο χρόνο της ζωής του πρέπει να μάθει την καθαριότητα, να μάθει να τρώει, κλπ. Η σκέψη του αναπτύσσεται στην προσπάθειά του να πραγματοποιήσει με επιτυχία αυτές τις πράξεις στις οποίες δεν μπορεί να ανταπεξέλθει αν περιοριστεί στις μέχρι τότε ενστικτώδεις ενέργειες και μόνο. Ο κόσμος των ενήλικων στον οποίο βρέθηκε είχε απαιτήσεις από το παιδί και αυτό αναπτύσσεται πνευματικά για να μπορέσει να ανταποκριθεί.

Αρχικά η συνείδηση υπάρχει μόνο με τη μορφή της νοητικής εικόνας που αποκαλύπτει το γύρω κόσμο στο υποκείμενο που τον αντιμετωπίζει μέσα από τη δράση του. Αυτή η δράση παραμένει ακόμα εξωτερική. Αργότερα, σ’ ένα επόμενο στάδιο, η δραστηριότητα γίνεται επίσης αντικείμενο της συνείδησης. Το άτομο συνειδητοποιεί τις πράξεις των άλλων και μέσω αυτών τις δικές του.

Σ’ αυτή τη διαδικασία αναπτύσσεται και η γλώσσα και πραγματοποιείται η επικοινωνία με το κοινωνικό σύνολο. Αυτή είναι η προϋπόθεση για τη γέννηση εσωτερικών πράξεων και λειτουργιών. Έτσι, η εικόνα-συνείδηση (συνείδηση που έχει σαν βάση τις εικόνες του αντικειμενικού κόσμου αντανακλασμένες στο προτσές στοιχειωδών δραστηριοτήτων) μετατρέπεται σε δράση-συνείδηση (συνείδηση που έχει απελευθερωθεί από την εξωτερική, πρακτική, αισθητηριακή δραστηριότητα και μπορεί να την ελέγχει κατευθύνοντας τώρα μια νέα, ανώτερη πράξη).

Η σκέψη είναι το διαλεκτικό αντίθετο της πράξης. Είναι ζωντανή αντανάκλαση της πάλης του ανθρώπου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που περιλαμβάνονται και υπαγορεύονται από καθορισμένες κοινωνικές σχέσεις που μέρος τους είναι και αυτός ο ίδιος. Αποφασιστικός παράγοντας (κοινωνικός) για την ανάπτυξη της σκέψης του παιδιού είναι η γλώσσα, από την οποία εξαρτώνται όλες οι πνευματικές λειτουργίες (μνήμη, αντίληψη, κλπ.).

Όπως ανέλυσε στο σημαντικότατο βιβλίο του «Σκέψη και γλώσσα», ο Βιγκότσκι, το να δίνουν τα παιδιά στα αντικείμενα ονόματα, το να σχηματίζουν έννοιες με λέξεις, τα βοηθάνε να αντιληφθούν αλλά και να θυμούνται τα αντικείμενα. Οι λέξεις είναι τα κύρια εργαλεία του σχηματισμού των ιδεών. Η γλώσσα διαχωρίζει την ειδικά ανθρώπινη σκέψη από τη σκέψη των ζώων. Με την ανακάλυψη του εργαλείου, (και το πέρασμα από τον πίθηκο στον άνθρωπο), ο άνθρωπος έχει πια να διεξάγει την πάλη του με τη Φύση μέσω της κοινωνικής συνεργασίας. Αυτό έκανε αναγκαία την ανάπτυξη της γλώσσας και της ειδικά ανθρώπινης σκέψης.

Μ’ άλλα λόγια, η σκέψη αναπτύσσεται μόνο όταν το υποκείμενο έχει ένα ιδιαίτερο κίνητρο (αρχικά είναι η ανάγκη προσαρμογής στο κοινωνικό περιβάλλον και επιβίωσης), που κάνει αναγκαία την πράξη. Όπως πολύ χαρακτηριστικά έλεγε ο Λούρια, ο μαθητής του Βιγκότσκι: «η ρίζα της σκέψης βρίσκεται πάντα στην παρουσία ενός καθήκοντος που πρέπει να εκτελεστεί», (Luria: The working brain).

Αντίθετα από την επίσημη ψυχολογία της αστικής διανόησης που θεωρεί έμφυτους τους βασικούς συντελεστές της πνευματικής ανάπτυξης του παιδιού, αντίθετα επίσης και από τους Watson, Skinner, κλπ, που θεωρούν τη σκέψη και τη συμπεριφορά σαν απλή απάντηση, καθορισμένη από τις παλιές και μόνο εμπειρίες του ατόμου, στις περιβαλλοντικές πιέσεις, ο Πιαζέ λέει: «η γνώση δεν πρέπει να θεωρείται προκαθορισμένη ούτε από τις εσωτερικές δομές του ατόμου, αφού αυτές είναι αποτέλεσμα μιας συνεχούς και αποτελεσματικής οικοδόμησης, ούτε από τους προϋπάρχοντες χαρακτήρες του αντικειμένου, αφού αυτοί γίνονται γνωστοί μόνο χάρη στην αναγκαία διαμεσοποίηση των δομών…», (I. Piaget, I’ epistemologie genetique).

Σ’ αυτό το σημείο η σκέψη του Πιαζέ βρίσκεται πολύ κοντά στο διαλεκτικό υλισμό. Χωρίς αμφιβολία οι μαρξιστές μπορούν να θεωρούν τον Πιαζέ σαν ένα από τους λίγους γίγαντες της σκέψης του 20ου αιώνα, ιδιαίτερα στον τομέα της επιστήμης της ψυχολογίας. Παράλληλα με τον Πιαζέ, και σε ένα άλλο επίπεδο, ο σοβιετικός Βιγκότσκι, οπλισμένος με το διαλεκτικό υλισμό, έφτασε στο ίδιο βασικό συμπέρασμα: η ανθρώπινη συνείδηση καθορίζεται όχι από έμφυτους παράγοντες, ούτε μονόπλευρα από τα πράγματα και τα φαινόμενα του περιβάλλοντος, αλλά από το είναι, δηλαδή από το προτσές της υλικής ζωής, της ανθρώπινης δραστηριότητας που μέσα σε ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων αλλάζει τη Φύση σαν μέρος αυτής της Φύσης.

Η ανθρώπινη συνείδηση στην αμεσότητά της είναι η εικόνα του κόσμου που ξεδιπλώνεται μπροστά στον άνθρωπο και αντανακλάται στον εγκέφαλό του. Αυτή η εικόνα περικλείνει και τον ίδιο τον άνθρωπο με τις πράξεις του και τις ψυχικές του καταστάσεις. Οι βιολογικοί προκάτοχοι της συνείδησης βρίσκονται στα ζώα. Ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζώα υπάρχει μια ορισμένη συνεχότητα της πνευματικής τους εξέλιξης. Τα ζώα έχουν την ικανότητα της σκέψης που εκφράζεται στη δυνατότητα που έχουν να φτάνουν στο στόχο τους ανακαλύπτοντας δύσκολους και δαιδαλώδεις δρόμους και φτάνοντας ακόμα και στη χρησιμοποίηση διάφορων εργαλείων! Η ποιοτική διαφορά της σκέψης των ζώων από τη σκέψη των ανθρώπων βρίσκεται στη δυνατότητα των ανθρώπων να σχηματίζουν έννοιες, να τις συνδυάζουν και να συνειδητοποιούν τη στάση τους προς το περιβάλλον.

Αρχικά, αυτή η συνειδητοποίηση περιορίζεται στις αισθητηριακές εικόνες, το συνδυασμό τους, την πρωτόγονη γενίκευσή τους. Όσο όμως οι μορφές της εργασίας και των κοινωνικών σχέσεων γίνονται πιο πολύπλοκες, τόσο ο άνθρωπος αναπτύσσει περισσότερο την ικανότητα της σκέψης του να λειτουργεί με αφαιρέσεις, με τις πιο λεπτές έννοιες, κρίσεις και συσχετίσεις. Αυτό αντανακλά τις ακόμα πιο στενές σχέσεις του με τα αντικείμενα και τα φαινόμενα της πραγματικότητας.

«Έχουμε κοινό με τα ζώα όλη τη δραστηριότητα της κατανόησης: την επαγωγή, την απαγωγή, και έτσι την αφαίρεση επίσης… ανάλυση άγνωστων αντικειμένων (ακόμα και το σπάσιμο ενός καρυδιού είναι αρχή της ανάλυσης) σύνθεση (στην πονηριά του ζώου) και, σαν ένωση και των δύο, πείραμα (στην περίπτωση καινούργιων εμποδίων και καταστάσεων που αντιμετωπίζονται για πρώτη φορά). Στη φύση τους όλοι αυτοί οι τρόποι διαδικασίας – επομένως όλα τα μέσα επιστημονικής έρευνας που η κοινή λογική αναγνωρίζει – είναι απολύτως τα ίδια στους ανθρώπους και στα πιο αναπτυγμένα ζώα… Διαφέρουν μονάχα στο βαθμό (ανάπτυξης της μεθόδου σε κάθε περίπτωση). Τα βασικά χαρακτηριστικά της μεθόδου είναι τα ίδια και οδηγούν στα ίδια αποτελέσματα τον άνθρωπο και τα ζώα, αφού και τα δύο λειτουργούν και κινούνται μ’ αυτές τις στοιχειώδεις μεθόδους.

Από την άλλη, η διαλεκτική σκέψη – ακριβώς επειδή προϋποθέτει την έρευνα της φύσης των ίδιων των εννοιών – είναι δυνατή μόνο για τον άνθρωπο, και γι’ αυτόν μονάχα σ’ ένα συγκριτικά ψηλό στάδιο ανάπτυξης…», (Ένγκελς: Διαλεκτική της Φύσης).

Η ανάπτυξη της ανθρώπινης συνείδησης συνδέεται άμεσα με την ανάπτυξη της γλώσσας, του διαρθρωμένου λόγου, μέσα στο προτσές της εργασίας, όπου οι άνθρωποι συνεργάζονται και αναγκαία επικοινωνούν μεταξύ τους. Η επικοινωνία όμως αυτή παίρνει τη μορφή των κοινωνικών σχέσεων, ενώ αντίθετα στα ζώα παίρνει άλλη, ποιοτικά κατώτερη μορφή που δεν απαιτεί το λόγο.

«Η μικρή επικοινωνία που χρειάζονται ακόμα και τα πιο αναπτυγμένα ζώα μπορεί να γίνει και χωρίς διαρθρωμένο λόγο», (Ένγκελς, όππ.). Οι ηχητικές ή κινητικές αντιδράσεις των ζώων εκφράζουν μια ορισμένη συναισθηματική κατάσταση μετά από κάποιο ερέθισμα (π.χ. προσέγγιση του κινδύνου, παρουσία τροφής, κλπ), χωρίς όμως να υποδηλώνουν το αντικείμενο σαν τέτοιο ή το είδος του φαινομένου με το οποίο συνδέονται. Ο ανθρώπινος λόγος, αντίθετα, συνδέεται άμεσα και υποδηλώνει τα αντικείμενα, τις ιδιότητές τους, τις σχέσεις τους. Χρησιμεύει έτσι σαν ο πιο σπουδαίος τρόπος ανθρώπινης επικοινωνίας και σαν εργαλεία της σκέψης.

Η γλώσσα στηρίζεται στη σκέψη, και όχι το αντίστροφο που υποστηρίζει ο νεοθετικισμός. Όπως τόνιζε ο Πιαζέ: «η γλώσσα υπόκειται στη νόηση ή στη λογική της και όχι το αντίστροφο, όπως το πιστεύει ο σύγχρονος θετικισμός. Όσο σπουδαία και αν είναι για μας η ψυχογλωσσολογία, ιδίως στις ψυχογενετικές της διαστάσεις αποκλείεται η υπαγωγή της ψυχολογίας των γνωστικών λειτουργιών στη γλωσσολογία», (Ζαν Πιαζέ: Επιστημολογία των επιστημών του ανθρώπου). Η γλώσσα βοηθάει τη μετάβαση από τη ζωντανή ενατένιση, από την αισθητηριακή αντίληψη στη γενικευμένη, αφηρημένη σκέψη. «Κάθε λέξη (γλώσσα) γενικεύει, παγκοσμιοποιεί», (Λένιν τόμος 38).

Η συνείδηση και η γλώσσα αποτελούν μια εσωτερικά αντιφατική ενότητα διαφορετικών φαινομένων. Η συνείδηση αντανακλά την πραγματικότητα, ενώ η γλώσσα την υποσημαίνει, εκφράζοντας τις σκέψεις που αναπτύσσονται σ’ αυτή την υλική βάση. Υπάρχει μια στενή διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις δύο μορφές της συνείδησης, την ατομική και την κοινωνική. Η κοινωνική συνείδηση αντανακλά το κοινωνικό είναι, ενώ η ατομική εκφράζει τα μοναδικά χαρακτηριστικά, τις ιδιομορφίες της ανατροφής, τους συγκεκριμένους όρους της ζωής του ατόμου σε συνεχή αλληλεπίδραση με το κοινωνικό περιβάλλον. Περιεχόμενο της κοινωνικής συνείδησης είναι τα προϊόντα της κοινωνικό-ιστορικής πρακτικής που έχουν γίνει έννοιες, σαν μέρος της πνευματικής αντανάκλασης του κόσμου από το κοινωνικό άτομο.

Οι έννοιες αυτές παράγονται από την κοινωνία και εκφράζουν την ιστορία της κίνησης της επιστήμης και της ιδεολογίας. Αλλά οι έννοιες αυτές έχουν και μια άλλη κίνηση μέσα στο προτσές της δραστηριότητας και της συνείδησης ιδιαίτερων ατόμων. Η κίνηση αυτή, όπου οι έννοιες εξατομικεύονται και «υποκειμενοποιούνται» χωρίς όμως να χάνουν την κοινωνική και ιστορική τους φύση, αποτελεί το περιεχόμενο της ατομικής συνείδησης. Όπως ανέλυσε ο Βιγκότσκι, στα πρώτα στάδια της ζωής, τόσο η ατομική όσο και η κοινωνική συνείδηση, έχουν σαν περιεχόμενό τους κοινές έννοιες.

Όσο όμως αλλάζουν οι ανθρώπινες σχέσεις με την ανάπτυξη των παραγωγικών μέσων και την εμφάνιση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και της ατομικής ιδιοκτησίας, τόσο αλλάζει και η σχέση ατομικής και κοινωνικής συνείδησης. Οι έννοιες της ατομικής συνείδησης αποκτούν σιγά σιγά ένα προσωπικό νόημα, διαφορετικό για τα διάφορα άτομα. Έτσι δημιουργείται ένα χάσμα ανάμεσα στις προσωπικές και τις αντικειμενικές έννοιες.

Για παράδειγμα, για το μισθωτό εργάτη, η αντικειμενική έννοια του προϊόντος που παράγει εξαφανίζεται μέσα στην προσωπική έννοια αυτού του προϊόντος που ταυτίζεται με το μισθό του. Το ίδιο το προϊόν και το ενδιαφέρον να το παράγει εξαφανίζονται μέσα στο μισθό. Αυτό το φαινόμενο ο Βιγκότσκι το ονομάζει «κρυμμένη πλευρά της συνείδησης. Μετά την αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων σε σοσιαλιστικές, η προσωπική έννοια θα ενσωματωθεί στην αντικειμενική.

Ιστορικά, εκείνο που αλλάζει σε κάθε στάδιο ιστορικής ανάπτυξης είναι ο χαρακτήρας των σχέσεων που συνδέουν τους σκοπούς και τα κίνητρα της δράσης. Όπως αναλύει ο Λένιν στα «Φιλοσοφικά Τετράδια», ο άνθρωπος μέσα στην κοινωνία δεν βρίσκει μόνο τους εξωτερικούς όρους όπου πρέπει να προσαρμόσει τη δραστηριότητά του, αλλά οι ίδιοι οι κοινωνικοί όροι περιέχουν τα κίνητρα και τους σκοπούς της δραστηριότητάς του, τους τρόπους και τα μέσα της πραγματοποίησής τους. Δηλαδή, η κοινωνία παράγει την ανθρώπινη δραστηριότητα.

Αυτή ακριβώς η υπογράμμιση του ρόλου της πράξης του κοινωνικού ατόμου από την πρώτη στιγμή της ζωής του είναι η μεγάλη συμβολή τόσο του Πιαζέ, όσο και του Νιγκότσκι (καθώς και του μαθητή του Λούρια) στο χώρο της επιστημονικής ανάλυσης της σκέψης και της γλώσσας. Στο έργο και των δύο αυτών μεγάλων ερευνητών, αποδείχνεται επιστημονικά, ότι η ανθρώπινη συνείδηση δεν είναι μια επίπεδη επιφάνεια, ούτε μια απλή ικανότητα δημιουργίας εικόνων και συμβόλων, βάση της είναι η δράση του κοινωνικού ατόμου. Η ανάπτυξη της συνείδησης είναι η εσωτερική κίνηση της δραστηριότητας του ατόμου μέσα σε ένα δοσμένο σύστημα (παραγωγικών) κοινωνικών σχέσεων, όπου αναπτύσσει τους σκοπούς και τα κίνητρά του.

«Η πρακτική δραστηριότητα του ανθρώπου πρέπει να οδηγεί τη συνείδησή του στο να επαναλάβει χιλιάδες φορές τα διάφορα λογικά σχήματα μέχρις ότου μπορέσουν αυτά τα σχήματα να αποκτήσουν τη σημασία αξιωμάτων. Η κίνηση του Σκοπού έχει τώρα πετύχει αυτό το αποτέλεσμα: ότι η στιγμή της εξωτερικότητας δεν τοποθετείται μόνο στην Έννοια, και η Έννοια δεν είναι μόνο ένα καθήκον και μια επιθυμία αλλά, σαν συγκεκριμένη ολότητα, είναι ταυτόσημη με την άμεση αντικειμενικότητα», (Β. Ι. Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 90).




http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=9520