Δημήτρης
Γρηγορόπουλος
Αλλά και στους δήμους, με
πόρους των ΕΣΠΑ, ξεφυτρώνουν όλο και περισσότερα κοινωνικά παντοπωλεία. Σόου
αλληλεγγύης στήνουν σούπερ μάρκετ σε συνεργασία με τηλεοπτικούς σταθμούς (ιδίως
Μέγκα και Σκάι, που δεν πληρώνουν ασφαλώς δεκάρα τσακιστή, αφού ο λαός αγοράζει
πάλι τα είδη), ενώ ταυτόχρονα κάνουν και μια χαρά μάρκετινγκ αυτοπροβολής. Οι
Ευρωπαίοι επικυρίαρχοι και οι ιθαγενείς πραίτορες προτιμούν το λαό άφωνο και
παθητικό στην κατάθλιψη των συσσιτίων και όχι στους χώρους δουλειάς και στους
δρόμους των αγώνων.
Παράλληλα με τη μιντιακή μορφή
φιλανθρωπίας, αναπτύσσονται δίκτυα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Σε αυτή τη
μορφή πρωταγωνιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ, αθόρυβα, αλλά αποτελεσματικά μάλλον.
Διανομή αντικειμένων και
προσφορά αίματος έχει πραγματοποιήσει η Χρυσή Αυγή σε μια παρωδία ασύμβατη με
την οποιαδήποτε έννοια φιλανθρωπίας.
Σοβαρό είναι το εγχείρημα των
εργατικών λεσχών, που εμπλουτίζουν το περιεχόμενο της αλληλεγγύης εντάσσοντας σε
αυτό και σύγχρονες μορφές όπως η διδασκαλία ξένων γλωσσών, οι χρηστικές
διαλέξεις κ.ά.
Στα δίκτυα οικονομικής
αλληλεγγύης που συγκροτούν οι οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ οργανώνονται τοπικές αγορές,
στις οποίες έρχονται σε επαφή πωλητές και αγοραστές, στήνονται δίκτυα ανταλλαγής
αγαθών και υπηρεσιών, αλλά πραγματοποιείται και δωρεάν διανομή ειδών ή και
παροχή υπηρεσιών. Αυτοί οι χώροι, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, λειτουργούν
ανταλλακτικά και διανεμητικά, χωρίς στοιχειωδώς να αντιλαμβάνονται την έννοια
του «δώρου» και με την ανάπτυξη μαζικών δράσεων και διεκδικήσεων, με
προτεραιότητα στην ιδεολογική παρέμβαση, που πρέπει να διδάσκει το λήπτη ότι το
«δώρο» που λαμβάνει, δεν είναι χάρισμα. Το δικαιούται και πρέπει να το διεκδικεί
με πιέσεις και αγώνες. Καλή η φιλανθρωπία και η αλληλεγγύη. Καλύτερος όμως ο
αγώνας.
Ο Έλληνας πρέπει να διεκδικήσει
με αγώνες και ξεσηκωμούς αυτά που του ανήκουν. Και πρώτα απ' όλα την αξιοπρέπεια
και τη λευτεριά. Σύμφωνοι. Το ΕΑΜ μας έσωσε από την πείνα, αλλά με το αυτόματο
στο χέρι...
Με αγώνες
διεκδικούμε
Παράλληλα με την ανανεωμένη
φιλανθρωπία εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια, ιδίως σας χώρες της πιο έντονης
κρίσης, όπως η δική μας, ένα ευρύ ρεύμα αλληλεγγύης, συνεταιριστικής
οικονομίας, τοπικών αγορών, εθελοντικών ομάδων προσφοράς υπηρεσιών (ιατρικών,
νομικών, διδακτικών κ.ά.) ανταλλαγών ειδών και υπηρεσιών, τραπεζών χρόνου και
έκδοσης «νομίσματος».
Αυτές οι πρωτοβουλίες
φιλοδοξούν σ' ένα πρώτο επίπεδο, να απαντήσουν στα προβλήματα επιβίωσης, που
δημιουργεί η αστική επίθεση για την υπέρβαση της κρίσης. Σε αυτό
περιλαμβάνονται και ομάδες αλληλεγγύης αυθόρμητες και συχνά χωρίς συγκεκριμένη
πολιτική αναφορά.
Σ' ένα δεύτερο επίπεδο,
δραστηριοποιούνται οι οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, με διάφορες μορφές αλληλέγγυας
συνεταιριστικής δράσης. Στόχος είναι η αντιμετώπιση των άμεσων προβλημάτων με
εξασφάλιση «οικονομικού χώρου» σε μια «κοινωνία που ασφυκτιά» αλλά και «ο
μετασχηματισμός των παραγωγικών σχέσεων» για την έξοδο από την
κρίση.
Τρίτο, τέτοιου είδους
πρωτοβουλίες και παρεμφερείς αναλαμβάνονται εδώ και αρκετά χρόνια από
αναρχοαυτόνομες συλλογικότητες. Παράλληλα, αποτελούν μέσο «κατάργησης» στην
πράξη των βασικών αστικών θεσμών (αγορά - κράτος). Είναι το παραδοσιακό αφήγημα
της αναρχικής σκέψης, που οραματίζεται μια νέα και συμπαγή «ήπειρο» να
σχηματίζεται από τις αυτόνομες νησίδες και να αναδύεται κυρίαρχη στη θέση της
αγοράς και του κράτους, που θα έχουν καταρρεύσει.
Τα αλληλέγγυα εγχειρήματα, αλλά
ακόμη και η απεχθής αστική πρωτοβουλία καλύπτουν σ' ένα βαθμό υπαρκτές και
οξυμένες στη δίνη της κρίσης ανάγκες. Πρόκειται για πραγματικότητα, που
αυτονόητα πρέπει κάποιος να την αναγνωρίζει, για να επικοινωνεί με την κοινή
λογική και τη λαϊκή συνείδηση. Διαφορετικά, θα φτάνει στην απολυτότητα του ΚΚΕ,
που αδιακρίτως καταδικάζει τις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης. Τα εγχειρήματα όμως δεν
πρέπει να αξιολογούνται με μεμονωμένα ανθρωπιστικά κριτήρια. Με την αφηρημένη
ανθρωπιστική έννοια, «ανθρωπιστικές» λειτουργίες θα μπορούσαν να αναγνωριστούν
στα συντρίμμια του κράτους πρόνοιας.
Αυτές λοιπόν οι δράσεις πρέπει
να κρίνονται με πολιτικό - ταξικό κριτήριο. Εντάσσεται η αλληλέγγυα οικονομία,
από το χαρακτήρα και τον τρόπο άσκησης της, σ' ένα πλαίσιο ρήξης με τον
καπιταλισμό και ανατροπής του ή μήπως αντικειμενικά (ανεξάρτητα από τις
προθέσεις ενός μέρους των ακτιβιστών αυτών των εγχειρημάτων) αξιοποιείται από το
νεοφιλελεύθερο ολοκληρωτικό καπιταλισμό, για να κλείσει στο βαθμό του δυνατού,
τα κενά ιδίως στην κοινωνική πολιτική του και να αναχαιτίζει την εξεγερσιακή
διάθεση των μαζών;
Το ότι αυτά τα εγχειρήματα
είναι έξω από τη θεσμοποιημένη οικονομία δεν συνιστά επαρκή παράγοντα, για να
χαρακτηριστεί η αλληλέγγυα οικονομία ‘’δυαδική’’ που σε μια αβίαστη εξελικτική
πορεία θα αλλάξει τις παραγωγικές σχέσεις. Για παράδειγμα, η ‘’μαύρη οικονομία»
αν και παράνομη, μια χαρά είναι ενσωματωμένη στον καπιταλισμό. Χαρακτηριστική,
εξάλλου, ηπιότητα και ευελιξία έδειξε το σύστημα πέρσι στο «κίνημα» της
πατάτας. Γενικά, το κράτος και η αγορά δεν αντιμετωπίζουν ανταγωνιστικά κάθε μη
θεσμοποιημένη οικονομική δραστηριότητα. Κριτήριο της στάσης τους αποτελεί η
συμβατότητά της με τα συμφέροντα τους ή η δυνατότητα ενσωμάτωσης και
εκσυγχρονισμού των λειτουργιών τους. Εξάλλου, η επεκτατική αγοροποίηση των
πάντων από το νεοφιλελευθερισμό είναι από τη φύση της αδύνατο (όπως και κάθε
εκμεταλλευτικό σύστημα) να ανεχτεί την απειλητική ανάπτυξη των εναλλακτικών
μορφών. Γι' αυτό, το αστικό κράτος ενεργοποιείται δραστήρια σε αυτόν το χώρο,
αναπτύσσοντας την αστική «κοινωνική οικονομία» για να καλύψει το τεράστιο κενό
στον τομέα των κοινωνικών αναγκών που δημιουργεί η κατεδάφιση του κράτους
πρόνοιας. Συντελείται με τις περιώνυμες ΜΚΟ στη χώρα μας, που
δραστηριοποιούνται σε ευρύ φάσμα τομέων, ιδίως όμως στους ΟΤΑ και σε τομείς
υγείας, με πολύ μικρότερο κόστος από το κράτος και υπό τον έλεγχο του κράτους
για τη δημιουργία και νέων θεσμών πελατείας. Εξάλλου, η νεοφιλελεύθερη
«αποκέντρωση» (ΟΤΑ επιτροπές παιδείας για μέση εκπαίδευση, διοίκηση
πανεπιστημίου κ.ά.) απλώς εξωραΐζουν την περικοπή κοινωνικών δαπανών, αποσπούν
θεσμοθετημένες αρμοδιότητες από δημόσιες υπηρεσίες, ανοίγουν το δρόμο για
ανεξέλεγκτη δράση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
Κριτήριο της προοδευτικότητας
της αλληλέγγυας οικονομίας είναι ο σχεδιασμός και η λειτουργία της, ώστε να μην
είναι συμβατή με το σύστημα. Αυτό προϋποθέτει: Πρώτο, ότι οι δομές λειτουργούν
ανταγωνιστικά προς το κράτος - αγορά και όχι συμπληρωματικά προς αυτά,
λειαίνοντας τις αιχμές τους. Αυτό προϋποθέτει: Πρώτο, ότι οι δομές λειτουργούν
ανταγωνιστικά προς το κράτος - αγορά και όχι συμπληρωματικά προς αυτά,
λειαίνοντας τις αιχμές τους. Γι' αυτό, στις δράσεις δεν πρέπει να
απολυτοποιείται το στοιχείο της ωφέλειας, αλλά να αξιοποιείται η δύναμη του,
για να αναδεικνύεται το αντισυστημικό στοιχείο και η αγωνιστική συνείδηση.
Δεύτερο, αυτές οι δράσεις, αντίστοιχα, πρέπει να είναι δράσεις όχι απλής
ανταλλαγής και στήριξης, αλλά όργανα κινηματικής δράσης με τις ιδιαιτερότητες
τους. Έτσι, δεν θα υπάρχει ο κίνδυνος να απενεργοποιούνται από το κίνημα όσοι
ικανοποιούν κάποιες ανάγκες τους, ούτε όσοι δραστηριοποιούνται εθελοντικά,
θεωρώντας ότι έτσι εκπληρώνουν το καθήκον τους. Απεναντίας, πρέπει να
εντάσσονται και να συναποτελούν ένα μαζικό αγωνιστικό κίνημα, που με τους
αγώνες τους, τις διεκδικήσεις, τους θεσμούς που θα δημιουργεί, θα
αναδεικνύεται σε κίνημα ανταγωνιστικό προς το κράτος. Τρίτο, η σταδιακή και
αβίαστη εγκαθίδρυση αυτών των θεσμών στα περιθώρια του καπιταλιστικού
συστήματος είναι αναντίστοιχη προς τη στρατηγική ρήξης και ανατροπής του
καπιταλισμού, αλλά αντίστοιχη με μια αντίληψη βαθμιαίας, αλλαγής των παραγωγικών
σχέσεων. Η ρεφορμιστική αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ περί αλλαγής του τρόπου παραγωγής
είναι αντιφατική και αυτοαναιρείται. Έχει εναλλακτική μορφή (αλλαγή των
παραγωγικών σχέσεων) αλλά συστημικό περιεχόμενο (άρνηση της αντικαπιταλιστικής
επανάστασης και της κατάκτησης της εξουσίας). Και στην καλύτερη λοιπόν
περίπτωση, αν συγκροτηθεί αριστερή κυβέρνηση και προωθηθούν ορισμένες
οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές (το ευνοϊκότερο σενάριο), σύντομα στον
αντιδραστικό ολοκληρωτικό καπιταλισμό, θα κληθεί αυτή η κυβέρνηση, εκούσα
άκουσα, να δώσει την αποφασιστική μάχη με το αστικό κράτος και τους
κατασταλτικούς μηχανισμούς, στους οποίους κατά βάση συγκεντρώνεται η
εξουσία.
Οι παραδοσιακές και
ριζοσπαστικές αντιλήψεις της αναρχοαυτονομίας, σήμερα φαίνονται πιο επίκαιρες
και ικανές να δώσουν απαντήσεις στη βαρβαρότητα της νεοφιλελεύθερης επίθεσης,
αναιρώντας μάλιστα (στο βαθμό που εφαρμόζονται) βασικά στοιχεία της
καπιταλιστικής δομής (χρήμα, εγχρήματες σχέσεις, ανταλλακτική αξία,
εκμετάλλευση, ατομικισμός κ.ά.) και αντικαθιστώντας τες με κομμουνιστικά εν
σπέρματι στοιχεία. Όμως, ίσως φανεί παράδοξο, οι προοπτικές της
αναρχοαυτονομίας μάλλον είναι πιο περιορισμένες (παρά τις αγαθές προσδοκίες)
κι απ' αυτές του ΣΥΡΙΖΑ. Διότι, αυτό το ρεύμα είναι καθηλωμένο στη λογική των
νησίδων. Δεν έχει πολιτικό σχέδιο (έστω αυτό της αριστερής κυβέρνησης) και τη
δυνατότητα, μέσω αυτής και αυτού, θεωρητικά έστω, να επηρεάσει την ευρύτερη
οικονομία με την αλληλέγγυα συνεταιριστική οικονομία.
Μήπως η νέα ήπειρος των νησίδων
και η εναλλακτική αλληλέγγυα οικονομία αποτελούν όντως αναπόφευκτα φυσικά
φαινόμενα, αφού τα οικονομικά και πολιτικά μέσα δεν διαθέτουν αποδεικτικό έρμα;
Η δυνατότητα κυριαρχίας εναλλακτικών μη καπιταλιστικών οικονομιών στους
κόλπους του αντίπαλου καπιταλισμού, αποκλείεται για λόγους οικονομικούς και
πολιτικούς δομικούς στο σύστημα. Πρώτο, τα αγαθά της αλληλέγγυας οικονομίας
είναι αγροτικά προϊόντα κυρίως και υπηρεσίες. Τα αγαθά όμως που κυρίως έχει
ανάγκη ένας άνθρωπος σήμερα είναι προϊόντα βιομηχανικής παραγωγής, την οποία
ελέγχουν μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις ή τα κοινά αγαθά που τα διαχειρίζονται
κρατικο-μονοπωλιακές και μεγάλες πολυεθνικές. Παρά τα κάποια βήματα
συνεταιριστικών τραπεζών, ο πανίσχυρος τραπεζικός τομέας ελέγχεται από την πιο
αντιδραστική μερίδα του κεφαλαίου, για την οποία είναι αδιανόητη μια
περιορισμένη έστω απορρύθμιση των καπιταλιστικών σχέσεων, που δίνουν
πρωταρχική σημασία στην κερδοφορία των τραπεζών. Αλλά και βασικοί τομείς
υπηρεσιών δεν είναι μεμονωμένες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως στο παρελθόν,
αλλά μεγάλες μονοπωλημένες και σε σημαντικό βαθμό βιομηχανοποιημένες
επιχειρήσεις (τράπεζες, υγεία, τουρισμός, μεγάλα εκπαιδευτήρια κ.ά.). Αυτές οι
επιχειρήσεις στηρίζονται στη δύναμη τους για την εξασφάλιση των μονοπωλιακών
προνομίων τους και, εννοείται, δεν είναι διατεθειμένες να εγκαταλείψουν τα
προνόμια τους, στο βωμό της άγνωστης και οπωσδήποτε περιοριστικής εναλλακτικής
συνεταιριστικής οικονομίας. Αλλά και στον αγροτικό τομέα, ιδιαίτερα με τη
μικρομεσαία παραγωγή και τη μεγάλη δύναμη των μεσαζόντων και άλλες αγκυλώσεις,
αν και ευνοείται η μικροσυνεταιριστική παραγωγή και διανομή, δεν μπορεί να
υπάρξει σταθεροποίηση και ανάπτυξη τέτοιων παραγωγικών σχέσεων, χωρίς να
υπάρχει ένα δυναμικό υποστηρικτικό και οργανωτικό πολιτικό και κοινωνικό
έρεισμα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αυθόρμητα συγκροτημένες πέρσι ομάδες
παραγωγών, που διέθεσαν τα προϊόντα τους στους καταναλωτές παραγκωνίζοντας τους
μεσάζοντες, φέτος που οι τιμές των αγροτικών προϊόντων ανέβηκαν σημαντικά σε
παγκόσμιο επίπεδο, προτίμησαν τις παραδοσιακές αγορές. Το ίδιο φαινόμενο
παρατηρείται και στον πιο προωθημένο πειραματισμό της αυτοδιαχείρισης
εγκαταλελειμμένων επιχειρήσεων (ήδη εμφανίστηκε μια και στη χώρα μας, η
ΒΙΟΜΕΤ).
Είναι χαρακτηριστικό αυτό που
συνέβη στην Αργεντινή. Ενώ στη δίνη της κρίσης και της λαϊκής εξέγερσης,
χιλιάδες επιχειρήσεις μετατράπηκαν σε αυτοδιαχειριζόμενες, η σταδιακή
αποκατάσταση της αστικής εξουσίας και οικονομίας (παρά τη σχετικά προοδευτική
διακυβέρνηση των Κίρχνερ), η λειτουργία τους με τα δεδομένα του καπιταλιστικού
τρόπου παραγωγής, οι αντικειμενικές δυσκολίες αλλά και η υπονόμευση από το
εγχώριο και ξένο κατεστημένο, οδήγησε τις περισσότερες απ' αυτές τις
επιχειρήσεις στο κλείσιμο ή στην επανακαπιταλιστικοποίηση. Είναι θετικό το
γεγονός ότι ικανός αριθμός αυτών (περίπου 1.000) διατηρούν το καθεστώς της
αυτοδιαχείρισης, με καλή σχετική πορεία.
Φαινόμενο παλιό, όπως κι ο
καπιταλισμός
Αυτοί οι κοινωνικοί
πειραματισμοί γενικά ανάγουν τις ρίζες τους στους συνεταιρισμούς που ιδρύθηκαν
για να ικανοποιούν ανάγκες ενός χώρου και στη συνέχεια, ευρύτερα κοινωνικές
(ιδίως η αλληλέγγυα οικονομία). Από τις αρχές του 19συ αιώνα, δημιουργούνται
μορφές κοινωνικής οικονομίας με τη μορφή συνεργατικών ενώσεων από κοινού
παραγωγής. Ο Μαρξ με βάση αυτή την εξέλιξη, στο Α' Συνέδριο της Διεθνούς
(1866) θα κάνει λόγο για την «οικονομία της εργατικής τάξης». Φαίνεται ότι ο
Μαρξ δεν απέκλεισε τη δυνατότητα κυριαρχίας, μέσα από επανάσταση βέβαια, ενός
συστήματος «συνεταιρισμένων παραγωγών». Υπό την επήρεια όμως της κυριαρχίας
της μεγάλης καπιταλιστικής παραγωγής, μετασχηματίζονται και οι ενώσεις
συνεργατικής παραγωγής των εργατών, λόγω του μετασχηματισμού της ταξικής
διάρθρωσης στο εσωτερικό τους, αφού ένα μέρος των συνεργατών διαφοροποιούνται
από τους εργάτες και μετεξελίσσονται σε μικρούς επιχειρηματίες. Ο Μαρξ με
επιστημονική ακρίβεια και τόλμη όχι μόνο θα αναγνωρίσει αυτό το μετασχηματισμό,
αλλά και θα καταδικάσει σθεναρά τις συνεταιριστικές ενώσεις εργατών ως εργαλεία
διάσπασης των εργατών, αφού επιτρέπουν ή και ευνοούν την ταξική διαφοροποίηση
ενός μέρους τους και τη μετατροπή τους σε μικροεπιχειρηματίες.
Οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί
επεκτείνονται και στο χώρο των επαγγελματοβιοτεχνών και των αγροτών,
επεκτεινόμενοι σε συνεταιρισμούς καταναλωτικούς, σε αλληλοβοηθητικά και
ασφαλιστικά ταμεία. Αυτοί οι συνεταιρισμοί, ιδίως οι αγροτικοί, προσέλαβαν
μεγάλη ανάπτυξη στη χώρα μας, και μετατράπηκαν σε άντρα μεγαλοαγροτών, που
εκμεταλλευόμενοι τις διασυνδέσεις με τα κυβερνώντα κόμματα κυριαρχούν στους
συνεταιρισμούς και νέμονται τις παχυλές επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν
φταίει ασφαλώς η συνεταιριστική μορφή παραγωγής, διανομής και αλληλοβοήθειας,
αλλά η αστική και μικροαστική κυριαρχία στους συνεταιρισμούς, που τους υπέταξε
στα συμφέροντα της και διέστρεψε τον αλληλέγγυο και αμεσοδημοκρατικό χαρακτήρα
τους.
Από την ευρεία μήτρα της
συνεταιριστικής δράσης, έλκει την καταγωγή της η κυρίαρχη σήμερα οικονομία της
αλληλεγγύης ως υβρίδιο ήπιας οικονομικής δράσης και φιλανθρωπίας. Ενδιαφέρουσα
άποψη για την προοπτική της αν δεν υποταχτεί βέβαια (όπως συνέβη πολλές φορές με
ιδέες, αξίες, μορφώματα, που προκύπτουν αυθόρμητα από την κοινωνία και τον
κόσμο της εργασίας) στην αστική πολιτική στις διάφορες μορφές της,
νεοφιλελεύθερη, ακροδεξιά, ρεφορμιστική, παραθέτει ο Τζέρεμι Ρίφκιν στο βιβλίο
τον Η τρίτη βιομηχανική επανάσταση. Ο Ρίφκιν εντοπίζοντας τις οξύτατες
αντιφάσεις του καπιταλισμού, προβλέπει ότι η έξυπνη τεχνολογία και η άκρως
κερδοσκοπική χρήση της, θα έχει μειώσει μέσα σε 30-40 χρόνια τις περισσότερες
θέσεις εργασίας. Λύση για το θέμα της εργασίας θεωρεί την αναδυόμενη κοινωνική
οικονομία.
Σύγχρονες περιφράξεις-
εντεινόμενος αυταρχισμός
Η κρίση του καπιταλισμού
οξύνεται. Είναι επιδερμική η ανάγνωση ότι ο καπιταλισμός θα υπερβεί πι σημερινή
κρίση, όπως την κρίση του 1929.0 καπιταλισμός υποφέρει από ανίατες γεροντικές
ασθένειες, τις οποίες αδυνατεί να θεραπεύσει: Αύξηση και εκσυγχρονισμός του
πάγιου κεφαλαίου, αλλά και πτώση του ποσοστού κέρδους, αναζήτηση αντιρρόπησης
στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, το οποίο όμως αναπόφευκτα δημιουργεί φούσκες,
αύξηση της παραγωγικότητας, χωρίς όμως αύξηση της ζήτησης και της εργασίας. Οι
κεφαλαιοκράτες αδιαφορώντας για την κοινωνία και το αύριο, νοιάζονται μόνο για
το κέρδος και το αναζητούν με κάθε τρόπο. Ακόμη και στις φτωχότερες χώρες οι
φτηνοί εργαζόμενοι δεν είναι τόσο φτηνοί, όσο η τεχνολογία που τους
αντικαθιστά. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ρίφκιν, η προβλεπόμενη υιοθέτηση
όλο και πιο έξυπνων τεχνολογιών θα μειώσει την απασχόληση στην παγκόσμια
μεταποίηση από εκατόν εξήντα τρία εκατομμύρια εργαζόμενους σε μερικά εκατομμύρια
μέχρι το 2040, με συνέπεια την κατάργηση των περισσότερων εργοστασιακών θέσεων
εργασίας σε όλο τον κόσμο. Το ίδιο όμως θα συμβεί με τη χρήση έξυπνης
τεχνολογίας στο δημόσιο τομέα, στις υπηρεσίες, στον πιστωτικό τομέα, έστω με
πιο αργούς ρυθμούς. Η κραυγή κινδύνου των αστών οικονομολόγων νια «ανάκαμψη
χωρίς θέσεις εργασίας» δεν είναι πρόβλεψη απλώς για τον ατελή χαρακτήρα της
ανάκαμψης, αλλά και νια τον εφιαλτικό περιορισμό των θέσεων εργασίας, σε
επίπεδο συστήματος σε τριάντα περίπου χρόνια! Αναπτυσσόμενο χώρο προσφοράς
εργασίας θεωρεί ο Ρίφκιν την κοινωνική οικονομία (την προσδιορίζει και με τους
όρους τρίτος τομέας, κοινωνία πολιτών, αλληλέγγυα οικονομία).
Οι μη κερδοσκοπικές αυτές
οργανώσεις απασχολούν σήμερα περίπου πενήντα έξι εκατομμύρια εργαζόμενους
πλήρους απασχόλησης, δηλαδή κατά μέσο όρο το 5,6% του οικονομικά ενεργού
πληθυσμού σε σαράντα δύο χώρες στις οποίες διεξήχθη σχετική έρευνα. Κοινωνίες
οργανωμένες με επιχειρήσεις μη κερδοσκοπικές, υβρίδια εθελοντών αλλά και
εργαζομένων με μισθούς κάλυψης των στοιχειωδών αναγκών και με αυτοδιοίκηση θα
μπορούσαν να αποτελέσουν σπέρματα κομμουνιστικής κοινωνίας. Όμως παρά την
ανάπτυξη αυτού του τομέα, οι μεγάλες επιχειρήσεις που παράγουν το βασικό πλούτο
θα παραμένουν ιδιωτικές, ενώ κυρίαρχος πολιτικός θεσμός του συστήματος θα
παραμένει το κράτος, που λόγω της υπερόξυνσης των κοινωνικών και οικονομικών
αντιθέσεων, θα είναι υπερ-αντιδραστικό και υπερ-αυταρχικό. Σε αυτές τις
αντιλήψεις παρακάμπτονται συνήθως οι παραγωγικές σχέσεις και το πολιτικό
εποικοδόμημα, ενώ απολυτοποιείται το στοιχείο του τεχνοκρατικού και αυτόματου.
Ποιος εγγυάται ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και το κράτος τους θα παραμείνουν
απαθείς, στην ανάδειξη των μη κερδοσκοπικών δομών που θα αποτελούν τη ζωντανή
απόδειξη της χρεοκοπίας και σήψης του καπιταλισμού;
Είναι βέβαιο ότι ενάντια σε
κάθε λογική θα δώσουν την απεγνωσμένη μάχη των ζόμπι, για να διατηρήσουν τα
προνόμια και την κυριαρχία τους. Και αντίστροφα. Το καπιταλιστικό περίβλημα,
παρά την αχρηστία και τη σήψη του, αφού σχεδόν θα έχει εκτοπίσει την κοινωνία
από την εργασία, θα επιδιώκει να αποτρέψει με περιφράξεις την ποιοτική τους
μετεξέλιξη σε κομμουνιστικές κολεκτίβες και την ποσοτική τους επέκταση σε όλη
την κοινωνία. Και στο σήμερα πάλι.
Είναι λοιπόν υπερφίαλη η
προοπτική και η προσδοκία ότι η αλληλέγγυα οικονομία, τα εθελοντικά δίκτυα, οι
κολεκτίβες μπορούν να δώσουν απαντήσεις στα προβλήματα των εργαζομένων σε
συνθήκες κρίσης, αλλά και να αλλάξουν τις σχέσεις παραγωγής; Είναι γεγονός ότι
όσο οξύνεται η αντίθεση διαρκώς κοινωνικοποιούμενων παραγωγικών δυνάμεων και της
ιδιωτικής ιδιοκτησίας τους, χωρίς όμως να λύνεται, τόσο θα αυξάνονται τα
υποπροϊόντα και σπέρματα αυτής της αντίθεσης. Όμως αυτά τα σπέρματα δεν
οδηγούνται αυτόματα και με φυσικούς κανόνες στην ολοκλήρωση τους. Χρειάζεται
σκληρή ταξική πάλη μακρόχρονης διάρκειας. Με τεχνάσματα και καθησυχασμούς δεν
νικιέται η αστική τάξη.
Δημοσιεύτηκε στο ΠΡΙΝ στις 10/3/13