Πέμπτη 28 Αυγούστου 2008

H ΕΝΩΜΕΝΗ ΕΥΡΩΠΗ: ΘΥΛΑΚΑΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ

H ΕΝΩΜΕΝΗ ΕΥΡΩΠΗ: ΘΥΛΑΚΑΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ
Παγκόσμια αγορά και εθνικά όρια
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Στο γενετικό κώδικα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής εντοπίζεται η τάση υπέρβασης των εθνικών κρατών και διεθνοποίησης της παραγωγής. Αυτή την αντιδραστική τάση, στο βαθμό που αντιστρατεύεται τα εργατικά συμφέροντα, έρχονται να υπηρετήσουν οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις και η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τις μεταμορφώσεις και τις προσωρινές καθυστερήσεις που παρατηρούνται.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΗΝΑΚΑΚΗΣ


http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=5703

Η καπιταλιστική διεθνοποίηση και ολοκλήρωση, ως εγγενής δυναμική του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, είναι τάση – διαδικασία βαθύτατα αντιδραστική και εκμεταλλευτική τόσο στην ουσία, το χαρακτήρα και τους θεμελιώδεις νόμους που τη διέπουν, όσο και στις ειδικές πλευρές με τις οποίες εκδηλώνεται.

Παγκόσμια αγορά και εθνικά όρια
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ


«Η ανάγκη να μεγαλώνει ολοένα την πούληση των προϊόντων της κυνηγά την αστική τάξη πάνω σ’ όλη τη γήινη σφαίρα. Είναι υποχρεωμένη να φωλιάζει παντού, να εγκαθίσταται παντού, να αποκαθιστά σχέσεις παντού…Οι αγορές όλο και μεγάλωναν, η ζήτηση όλο και αύξανε. Και η μανιφακτούρα δεν επαρκούσε πια. Τότε ο ατμός και η μηχανή επαναστάτησαν τη βιομηχανική παραγωγή. Στη θέση της μανιφακτούρας μπήκε η μεγάλη σύγχρονη βιομηχανία… Η μεγάλη βιομηχανία δημιούργησε την παγκόσμια αγορά, που είχε προετοιμαστεί από την ανακάλυψη της Αμερικής. Η παγκόσμια αγορά έδωσε μια απέραντη ανάπτυξη στο εμπόριο, στη ναυτιλία, στα μέσα συγκοινωνίας της ξηράς. Αυτή η ανάπτυξη με τη σειρά της επέδρασε στην επέκταση της βιομηχανίας… Με την εκμετάλλευση της παγκόσμιας αγοράς, η αστική τάξη διαμορφώνει κοσμοπολιτικά την παραγωγή και την κατανάλωση όλων των χωρών. Προς μεγάλη λύπη των αντιδραστικών, αφαίρεσε το εθνικό έδαφος κάτω από τα πόδια της βιομηχανίας. Εκμηδενίστηκαν κι εξακολουθούν καθημερινά να εκμηδενίζονται οι παμπάλαιες εθνικές βιομηχανίες. Εκτοπίζονται από νέες βιομηχανίες που η εισαγωγή τους γίνεται ζωτικό ζήτημα για όλα τα πολιτισμένα έθνη, από βιομηχανίες που δεν επεξεργάζονται ντόπιες πρώτες ύλες αλλά υλικά που βρίσκονται στις πιο απομακρυσμένες ζώνες και που τα προϊόντα τους δεν καταναλώνονται μόνο στην ίδια τη χώρα, αλλά ταυτόχρονα σε όλα τα μέρη του κόσμου. Στη θέση των παλιών αναγκών που ικανοποιούνταν από τα εθνικά προϊόντα, μπαίνουν καινούργιες ανάγκες που, για να ικανοποιηθούν, απαιτούν προϊόντα των πιο απομακρυσμένων χωρών και κλιμάτων. Στη θέση της παλιάς τοπικής και εθνικής αυτάρκειας και αποκλειστικότητας μπαίνει μια ολόπλευρη αλληλεξάρτηση των εθνών. Κι αυτό που γίνεται στην υλική παραγωγή γίνεται και στην πνευματική παραγωγή. Τα πνευματικά προϊόντα των ξεχωριστών εθνών γίνονται κοινό χτήμα. Η εθνική μονομέρεια και ο εθνικός περιορισμός γίνονται όλο και πιο αδύνατα και από τις πολλές εθνικές και τοπικές φιλολογίες διαμορφώνεται μια παγκόσμια φιλολογία».
Τούτο το εξαιρετικά επίκαιρο και συνάμα προφητικό κείμενο φέρει την υπογραφή των Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς, γράφτηκε πριν από 160 ακριβώς χρόνια και περιέχεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Δεν αρκεστήκαμε στην παράθεση μερικών αράδων, αλλά αναδημοσιεύουμε ένα σχετικά εκτεταμένο απόσπασμα, γιατί σε αυτό περιέχονται, νομίζουμε, όλα εκείνα του κριτήρια και τα στοιχεία στα οποία μπορεί να βασιστεί μια δημιουργική μαρξιστική προσέγγιση του φαινομένου της καπιταλιστικής διεθνοποίησης και ιδιαίτερα της καπιταλιστικής ενοποίησης – ολοκλήρωσης, τόσο στη Γηραιά Ήπειρο όσο και παγκόσμια, αλλά και εκείνα στα οποία μπορεί να βασιστεί η στάση του εργατικού και επαναστατικού κινήματος απέναντι στο φαινόμενο αυτό.

H ΕΝΩΜΕΝΗ ΕΥΡΩΠΗ: ΘΥΛΑΚΑΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ
Ο ταξικός χαρακτήρας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης βρίσκεται πρωτίστως στην οικονομική σφαίρα


Η καπιταλιστική διεθνοποίηση και μια καίρια πλευρά της – η ολοκλήρωση – αποτελούν βασική ιδιότητα – λειτουργία του κεφαλαίου ήδη από τα πρώτα βήματά του. Είναι εξίσου εγγενής και αναπόσπαστος νόμος με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, όπως εγγενής και αναπόσπαστη με αυτόν είναι και η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης.
Θεμέλια και κινητήρες της διεθνοποίησης – ολοκλήρωσης, είναι τρεις βασικοί για τις καπιταλιστικές σχέσεις παράγοντες: Πρώτον, η ακατανίκητη και ακατάπαυστη τάση του κεφαλαίου να επεκτείνει – μεγεθύνει διαρκώς (γεωγραφικά, αλλά και σε νέες σφαίρες οικονομικής δραστηριότητας) τα όρια της δράσης, της κερδοφορίας και πολιτικής κυριαρχίας του. Δεύτερον (συνυφασμένο στην ουσία με το πρώτο), η τάση ανώτερης συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της καπιταλιστικής παραγωγής και του κεφαλαίου, που δημιουργεί διαρκώς επιχειρήσεις – κεφαλαιοκράτες «ανώτερου επιπέδου», οι οποίοι – προκειμένου να διατηρήσουν τα ποσοστά κέρδους τους – πρέπει να αναζητήσουν γεωγραφικά ευρύτερες σφαίρες δράσης, καθώς και τις πολιτικές μορφές συγκρότησης που τους αντιστοιχούν. Και τρίτον, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των τεχνολογικών μέσων (με τον αντιφατικό τρόπο που πάντα αυτή γίνεται στον καπιταλισμό) ιδιαίτερα στους τομείς των επικοινωνιών και των μεταφορών, που είτε κινητοποιεί – επιταχύνει είτε διευκολύνει να πάρει υπόσταση η καπιταλιστική τάση για διεθνοποίηση – ολοκλήρωση.

Όμως όπως κάθε οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο στον καπιταλισμό (π.χ. η ίδια η βασική εκμεταλλευτική σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας), έτσι και η διεθνοποίηση – ολοκλήρωση έχει οικονομική και πολιτική διάσταση. Μπορεί τα θεμέλιά της να βρίσκονται στην παραγωγή και την οικονομία, όμως η διεθνοποίηση – ολοκλήρωση δεν μπορεί να εδραιωθεί και να αντέξει στο χρόνο αν δεν συνδυάζει το οικονομικό με το πολιτικό στοιχείο. Είναι προφανές ότι αυτές οι δύο πλευρές δεν βρίσκονται πάντα, κάθε χρονική στιγμή σε απόλυτη αρμονία, σε τέλειο συγχρονισμό: Συνήθως προηγείται η οικονομική πλευρά και έπεται η πολιτική, δεν είναι λίγες οι φορές, όμως, που συμβαίνει το αντίθετο: Προηγείται το πολιτικό στοιχείο (συνήθως με τη μορφή της εξωοικονομικής βίας και των ιμπεριαλιστικών – επεκτατικών πολέμων) και ακολουθεί το οικονομικό (ο οικονομικός επεκτατισμός, εμπορικός ή παραγωγικός). Παρότι, λοιπόν, δεν είναι παράξενη μια ορισμένη «ασυγχρονία» οικονομικής και πολιτικής πλευράς της ολοκλήρωσης (τη ζούμε και σήμερα στην ΕΕ) είναι παράξενη – για την ακρίβεια αδύνατη – η μακροπρόθεσμη αναντιστοιχία και απόσπασή τους. Επίσης αδύνατη είναι η «ασυγχρονία» ανάμεσα στο χαρακτήρα της οικονομικής πλευράς – μορφής της διεθνοποίησης – ολοκλήρωσης και στην πολιτική της πλευρά: Όπως η πρώτη, έτσι και η δεύτερη υπόκειται στους βασικούς νόμους των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, που είναι η μεγιστοποίηση της αποσπώμενης υπεραξίας και του κέρδους και η πολιτική ισχυροποίηση – θωράκιση της αστικής κυριαρχίας και των όρων αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων συνολικά. Έτσι, είναι αδύνατη μια κατάσταση όπου η οικονομική πλευρά είναι αντιδραστική, εκμεταλλευτική και η πολιτική μπορεί να είναι προοδευτική.
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται φανερό πως η καπιταλιστική διεθνοποίηση και ολοκλήρωση είναι τάση – διαδικασία βαθύτατα αντιδραστική και εκμεταλλευτική τόσο στην ουσία, το χαρακτήρα και τους θεμελιώδεις νόμους που τη διέπουν όσο και στις ειδικές πλευρές με τις οποίες εκδηλώνεται. Μάλιστα, τούτος ο βαθύτατα και εγγενώς αντιδραστικός χαρακτήρας της δεν σφραγίζει απλώς εξωτερικά την ολοκλήρωση, δεν σφραγίζει μόνο το περίβλημά της, αλλά την ουσία και τον πυρήνα της, το βηματοδότη που κινεί την καρδιά της, το νευρικό της σύστημα.

Συνεπώς, δεν έχουμε να κάνουμε με μια διαδικασία που είναι αντικειμενική και έχει το χαρακτήρα αδήριτου φυσικού νόμου – άρα, όπως λέγεται, δεν έχει νόημα να της αντισταθεί ένα κοινωνικό κίνημα ή ένα πολιτικό ρεύμα. Αντίθετα, τούτη η τάση έχει το χαρακτήρα ενός κοινωνικοπολιτικού νόμου και μάλιστα ενός νόμου αστικού, με τον οποίο μπορεί βεβαίως να συντάσσονται όσοι ταυτίζουν ή περιορίζουν τον ορίζοντά τους στο αστικό στάτους κβο, αλλά υποχρεωτικά πρέπει να συγκρούονται όσοι θέλουν να ταυτίζουν τις επιλογές και την πολιτική τους πρακτική με τα εργατικά συμφέροντα και την κομμουνιστική χειραφέτηση.
Πολύ περισσότερο δεν έχουμε να κάνουμε με μια τάση που είναι αντικειμενικά προοδευτική, που η βάση της είναι δήθεν προοδευτική, αλλά γίνεται αντιδραστική διότι τη διαχειρίζονται αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις και κυβερνήσεις (.χ. σήμερα οι νεοφιλελεύθερες και σοσιαλφιλελεύθερες) ή διότι δήθεν στο επίπεδο των πολιτικών μορφών της ολοκλήρωσης υπερέχει ο ρόλος των κλειστών διευθυντηρίων έναντι των αντιπροσωπευτικών θεσμών τύπου Ευρωκοινοβούλιου. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει από τούτον τον ισχυρισμό, ο οποίος είναι ευρύτατα διαδεδομένος στην ευρωκομμουνιστική Αριστερά, στην αριστερή σοσιαλδημοκρατία, στους οπαδούς του αντινεοφιλελεύθερου μετώπου: Ο αντιδραστικός χαρακτήρας βρίσκεται πρωτίστως στην οικονομική βάση της διαδικασίας αυτής – αλλά όχι μόνο εκεί. Και οι πολιτικές μορφές ή διαχειριστές της (με τη σχετική αυτοτέλεια που έχει πάντα η πολιτική και με τη σχετική «ασυγχρονία» που ήδη αναφέρθηκε) είναι ακριβώς αυτές που αντιστοιχούν στην υπάρχουσα οικονομική βάση.
Συνεπώς, ο αντιδραστικός χαρακτήρας της διεθνοποίησης – ολοκλήρωσης δεν μπορεί να αλλάξει αν η πολιτική διαχείριση της διαδικασίας αυτής περάσει από το νεοφιλελευθερισμό στις αντινεοφιλελεύθερες δυνάμεις, αν αυξηθούν οι αρμοδιότητες του Ευρωκοινοβουλίου σε βάρος εκείνων της Κομισιόν, αν ενισχυθούν οι «περιφέρειες» ή «καλυφθεί το έλλειμμα δημοκρατίας που υπάρχει στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης». Τούτος ο αντιδραστικός χαρακτήρας μπορεί να αλλάξει μόνο αν ανατραπούν – καταργηθούν τα αντιδραστικά εκμεταλλευτικά θεμέλια στα οποία εδράζεται η διαδικασία της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, τόσο εθνικά όσο και διεθνικά, τόσο σε επίπεδο οικονομίας όσο και σε επίπεδο πολιτικής και κράτους. Και αυτό είναι έργο όχι μιας
Μεταρρυθμιστικής ή αντινεοφιλελεύθερης, αλλά μιας επαναστατικής πολιτικής γραμμής και πρακτικής, είναι έργο της αντικαπιταλιστικής επανάστασης με διεθνιστικό περιεχόμενο και κομμουνιστικό ορίζοντα και όχι μιας απλής πολιτικής μεταβολής, στην οποία θα πρωταγωνιστούν οι αντινεοφιλελεύθερες δυνάμεις ή οι δυνάμεις της «λαϊκής οικονομίας – εξουσίας».
Έχοντας αυτό το χαρακτήρα, η καπιταλιστική διεθνοποίηση – ολοκλήρωση δεν είναι μια διαδικασία που μπορεί να μεταρρυθμιστεί ή να ελεγχθεί. Πολύ περισσότερο, αυτό είναι αδύνατον να γίνει από δυνάμεις και ρεύματα που την αντιμετωπίζουν ως αντικειμενική ή αντικειμενικά προοδευτική διαδικασία, που περιορίζονται σε μια επιμέρους αντιπαράθεση με πλευρές ή επιπτώσεις της (χωρίς να την αμφισβητούν συνολικά και στον πυρήνα της) ή ρίχνουν το βάρος τους κυρίως στις μορφές της πολιτικής διαχείρισης ή – ακόμα χειρότερα – στις κυβερνητικές μορφές.

Προφανώς η διαδικασία και οι μορφές της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης επηρεάζονται από την ταξική πάλη και το συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Επίσης, προφανώς, η μαζική εργατική και επαναστατική πάλη (αυτή και όχι η ρεφορμιστική ή η αντινεοφιλελεύθερη) μπορεί να βάλει αναχώματα και να έχει λιγότερο ή περισσότερο σημαντικές κατακτήσεις (και το εργατικό και επαναστατικό κίνημα επιβάλλεται να αγωνίζεται για κάτι τέτοιο) απέναντι στην τάση της ολοκλήρωσης, στη μορφή και τις οικονομικές – πολιτικές δυνάμεις που την προωθούν. Ωστόσο – και παρά την αναμφισβήτητη επίδραση που θα έχουν ενδεχόμενες τέτοιες κατακτήσεις – τα όριά τους θα είναι πάντα πολύ συγκεκριμένα, πάντα διακυβευόμενα και εξαιρετικά ασταθή (καθώς το κεφάλαιο θα πιέζει να ακυρωθούν). Και πάντως, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι κάποιες απλές ή και σημαντικότερες πολιτικές ή κυβερνητικές μεταβολές είτε κάποιες απλές ή σημαντικότερες οικονομικές μεταβολές μπορούν να μεταβάλουν το χαρακτήρα της ολοκλήρωσης, αν η εξουσία σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο παραμένει αστική, η ιδιοκτησία ατομική και η εργασιακή σχέση εκμεταλλευτική.

Κατά συνέπεια, η υπάρχουσα (ή και όποια άλλη αντίστοιχή της) μορφή της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης στην ευρωπαϊκή ήπειρο (ΕΕ) δεν μπορεί να γίνει όχημα, βατήρας για μια Ευρώπη των λαών, των εργαζομένων ή του σοσιαλισμού. Αντίθετα, η πάλη για τα συμφέροντα των εργαζομένων, για μια διεθνοποίηση στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο έξω από τα αστικά πλαίσια, περνάει υποχρεωτικά και απόλυτα δεσμευτικά μέσα από την αντικαπιταλιστική και διεθνιστική αντιπαράθεση με την ΕΕ, από τη σύγκρουση με το πλαίσιο και τις δεσμεύσεις της, από το συνδυασμό της πάλης για την ανατροπή των αστικών σχέσεων σε εθνικά και διεθνικά πλαίσια, της πάλης για την αποδέσμευση της χώρας από την ΕΕ με την πάλη για κατάργηση του συστήματος της μισθωτής σκλαβιάς, της ειδικής «εθνικής» συμβολής στην επαναστατική πάλη (μιας και παραμένει η προτεραιότητα της πάλης σε εθνικό επίπεδο) με τη διεθνική συμβολή.
Ενοποίηση και ανταγωνισμός
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΑΔΙΑΤΑΡΑΚΤΟ ΠΕΡΙΠΑΤΟ
Η προώθηση της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης – ιδιαίτερα στη σημερινή της φάση – είναι μια τάση με σαφές πρόσημο και κατεύθυνση, αλλά και με ιδιαίτερα αντιφατικό χαρακτήρα. Στη μια πλευρά «στέκεται» η τάση προς την καπιταλιστική ενοποίηση, που λειτουργεί ως πανίσχυρη καπιταλιστική αναγκαιότητα. «Απέναντί» της «στέκεται» ο ταξικός ανταγωνισμός κεφαλαίου – εργασίας και βεβαίως, ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός (με βασικά του υποκείμενα τα πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια και τα εθνικά αστικά κράτη) στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης αλλά και από την ολοκλήρωση με τους άλλους ανταγωνιστές της (τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα), ο οποίος οξύνεται στο έπακρο και μεταφέρεται σε ένα πλήθος τομέων.

Έτσι, η πορεία της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης δεν είναι ένας αδιατάρακτος περίπατος, αλλά μια πορεία συνύπαρξης και παράλληλης λειτουργίας τόσο της τάσης ενοποίησης όσο και της τάσης σύγκρουσης, ανταγωνισμού. Μάλιστα, όποιος προσπαθήσει να ανιχνεύσει αυτή την πορεία απομονώνοντας τον ένα ή τον άλλο παράγοντα, θα πέσει σε ολέθρια πολιτικά σφάλματα. Αν, για παράδειγμα, υποτιμήσει την τάση για ενοποίηση, δεν θα μπορέσει να αντιληφθεί αυτό που συντελείται μπροστά στα μάτια μας με την εξέλιξη της ΕΕ ή με τον ενδεχόμενο δημιουργίας μορφών κρατικής συγκρότησης ευρύτερων από τα εθνικά κράτη (που όμως ως τώρα δεν υπάρχουν ακόμη) και άρα, να προσανατολίσει ανάλογα τη δράση του. Από την άλλη, αν υποτιμήσει την τάση για ανταγωνισμό, θα οδηγηθεί στις λανθασμένες μπερνσταϊκές απόψεις περί «υπεριμπεριαλισμού» (κάτι που είναι αδύνατο να γίνει) ή περί «παγκοσμιοποίησης» και θα αγνοήσει ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού και της ολοκλήρωσης, την ανισόμετρη ανάπτυξη, αδυνατώντας και πάλι να προσανατολίσει ανάλογα τη δράση του.
Μαρξιστική στάση είναι, συνεπώς, αυτή που βλέπει την παράλληλη λειτουργία αυτών των δύο τάσεων (ενοποίηση – ανταγωνισμός), που διακρίνει εκείνη από τις δύο που κάθε φορά αποκτά σχετικό προβάδισμα (χωρίς, ασφαλώς, να καταργεί την άλλη), που κατανοεί ότι η τάση για ολοκλήρωση μπορεί να δημιουργήσει ευρύτερες μορφές συγκρότησης της αστικής εξουσίας, μπορεί όμως, παράλληλα, να οδηγήσει σε διασπάσεις των ίδιων των εθνικών αστικών κρατών ή ακόμη και της συγκεκριμένης μορφής της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, για να στραφεί το πολυεθνικό κεφάλαιο ευθύς αμέσως σε κάποια άλλη που θα την αντικαταστήσει.

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ
Αντιστάθμιση της πτώσης του κέρδους
ΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΑΘΜΟΙ


Η καπιταλιστική ολοκλήρωση είναι μια διαδικασία με ιστορικό χαρακτήρα. Δηλαδή, είναι μεν μια τάση που λειτουργεί διαρκώς, έχοντας ως θεμέλια τους παράγοντες που προαναφέρθηκαν, ωστόσο η έκταση, η ποιότητα και οι μορφές της εξελίσσονται ιστορικά, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά που παίρνουν οι παράγοντες αυτοί, με τα χαρακτηριστικά της ταξικής πάλης (σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο) και του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού, με το τι διεθνοποιείται σε κάθε ιστορική περίοδο (εμπορεύματα, κεφάλαια, εργατικό δυναμικό κλπ.).

Στο πλαίσιο αυτό, μπορούμε να διακρίνουμε γοργότερες και πιο αργόσυρτες φάσεις της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, φάσεις ποιοτικών τομών και φάσεις αλλαγών μικρότερης εμβέλειας. Μάλιστα, οι φάσεις των μεγάλων ποιοτικών τομών στις διαδικασίες της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης συμπίπτουν λίγο – πολύ χρονικά με τις φάσεις των μεγάλων ποιοτικών μετασχηματισμών στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και μ’ εκείνες τις «ρωγμές του χρόνου» που σηματοδοτούν το πέρασμα από ένα στάδιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε ένα άλλο (και αρκετά συχνά συνοδεύονται και από πολέμους). Μια τέτοια εμβρυική φάση της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, με ποιοτικά χαρακτηριστικά όμως, ήταν η μετάβαση από τις πόλεις – κράτος στο έθνος – κράτος. Μια μετάβαση που αντιστοιχούσε στην εδραίωση των δυναμικά ανερχόμενων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, στην ανάδυση της μεγάλης βιομηχανίας, στο απόγειο του καπιταλισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού και που, για να εδραιωθεί και να δώσει υπόσταση στα εθνικά αστικά κράτη, χρειάστηκε παράλληλα να κατασκευάσει και την αντίστοιχη κοινή πολιτισμική κληρονομιά, εθνική συνείδηση και παράδοση, γλωσσική και θρησκευτική υπόσταση. Η δημιουργία των ΗΠΑ, της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Αγγλίας κ. ά., είναι πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της τάσης.
Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός – ιμπεριαλισμός με τη σειρά του, μέσα και από τα συνολικά του χαρακτηριστικά ως στάδιο, από τους δύο παγκόσμιους πολέμους αλλά και από την αντιπαράθεση με το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο», συνοδεύτηκε από μια νέα ποιότητα στις διαδικασίες της ολοκλήρωσης, με κορυφαίο παράδειγμα τη δημιουργία της ΕΟΚ (σήμερα ΕΕ) από μερικές καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης, αλλά και με τη δημιουργία της ΚΟΜΕΚΟΝ (από ορισμένες χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού»).

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός της εποχής μας «αναζητά» και τείνει να διαμορφώσει τις μορφές καπιταλιστικής ολοκλήρωσης που αντιστοιχούν στα ευρύτερα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα του και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά που παίρνουν στο πλαίσιό του η συγκέντρωση – συγκεντροποίηση της παραγωγής (πολυεθνικά μονοπώλια), η βαθμίδα διεθνοποίησης και κοινωνικοποίησης της παραγωγής, ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός, η ταξική πάλη και οι «καταρρεύσεις», οι ραγδαίες τεχνολογικές αλλαγές κλπ. Μάλιστα, βασικό ποιοτικό χαρακτηριστικό του ολοκληρωτικού καπιταλισμού είναι η αναβαθμισμένη σημασία που κατέχουν οι διαδικασίες της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης στο πλαίσιο των συνολικότερων διεργασιών που μπαίνουν σε κίνηση, προκειμένου να αντιρροπηθεί η τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους και να θωρακιστεί η πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης. Έκφραση αυτών των τάσεων του ολοκληρωτικού καπιταλισμού – είναι η μετάβαση από την ΕΟΚ των 10 στην ΕΕ των 27, της ΟΝΕ και του ευρώ, της Ευρωσυνθήκης και του ευρωστρατού, της Λισσαβόνας και της Πράσινης Βίβλου, του Μπόλκεστάϊν και της ΚΑΠ. Επίσης είναι η πρόσφατη πρωτοβουλία Σαρκοζί για μεσογειακή μορφή ενοποίησης, αλλά και οι ανάλογες προσπάθειες στην αμερικανική ήπειρο (NAFTA κ. ά)., και στην Άπω Ανατολή.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την ταξική πάλη; Ποιες νέες μορφές θα δημιουργηθούν; Πώς όλα αυτά επιδρούν στη συνείδηση των εργαζόμενων και στη σύνδεση εθνικού – διεθνικού στην επαναστατική πάλη; Δύσκολο να απαντήσουμε σε όλο αυτό στο πλαίσιο του παρόντος. Εξίσου δύσκολο, όμως, είναι να φανταστούμε τις επαναστατικές απόπειρες του μέλλοντος έξω από την προσπάθεια να καταπιαστούν με αυτά τα ερωτήματα.