Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

Το Κράτος στη Ρωσία, Παλιό και Νέο: η Φάρσα της Δυαδικής Εξουσίας


Το Κράτος στη Ρωσία, Παλιό και Νέο: η Φάρσα της Δυαδικής Εξουσίας
Τα περισσότερο γνωστά έργα του Τρότσκι είναι εκείνα μετά το 1924, γραμμένα στην περίοδο της αντιπαράθεσής του με τον Στάλιν. Ωστόσο, και στα 1917-24 έγραψε όχι λίγα σημαντικά κείμενα. Το παρόν άρθρο του δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “The Class Struggle”, τεύχ. 2, Μάρτιος-Απρίλιος 1918. Γράφτηκε στην περίοδο της δυαδικής εξουσίας, όταν η αστική Προσωρινή Κυβέρνηση συνυπήρχε με τα κυριαρχούμενα από τους συμφιλιωτές Σοβιέτ, αποτυπώνοντας τον επαναστατικό προσανατολισμό των Μπολσεβίκων για την κατάληψη της εξουσίας. Το άρθρο περιέχεται στη συλλογή Ο Οκτώβρης και η Εποχή μας, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2010, αφιερωμένη στην περίοδο από την Οκτωβριανή Επανάσταση ως τη διάλυση της ΕΣΣΔ (με εισαγωγή-επιμέλεια του Χρήστου Κεφαλή). Το πρώτο μέρος του έργου περιλαμβάνει αρκετά ακόμη κείμενα του Τρότσκι και των άλλων μπολσεβίκων ηγετών, Μπουχάριν, Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Ράντεκ, Λουνατσάρσκι, σχεδόν όλα αμετάφραστα ως σήμερα στα ελληνικά.
Χρήστος Κεφαλής* (Συνεργάτης του Πολιτικού Καφενείου)


Οι συνθήκες του πολέμου διαστρέφουν και συσκοτίζουν τη δράση των εσωτερικών δυνάμεων της επανάστασης. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, η πορεία της επανάστασης θα καθοριστεί από αυτές τις ίδιες εσωτερικές δυνάμεις, δηλαδή τις τάξεις.
Η επανάσταση, που συγκέντρωνε δυνάμεις από το 1912 και μετά, αρχικά ανακόπηκε από τον πόλεμο, και αργότερα, χάρη στην ηρωική παρέμβαση ενός εξοργισμένου στρατού, επιταχύνθηκε με μια χωρίς προηγούμενο ορμητικότητα. Η ικανότητα αντίστασης του παλιού καθεστώτος είχε υπονομευθεί οριστικά από την πρόοδο του πολέμου. Τα πολιτικά κόμματα που θα μπορούσε να είχαν αναλάβει τη λειτουργία των μεσολαβητών ανάμεσα στη μοναρχία και το λαό, ξαφνικά βρέθηκαν να κρέμονται στον αέρα, χάρη στα ισχυρά πλήγματα από τα κάτω, και υποχρεώθηκαν την τελευταία στιγμή να εκπληρώσουν το επικίνδυνο άλμα στις ασφαλείς όχθες της επανάστασης. Αυτό έδωσε στην επανάσταση για ένα καιρό την εξωτερική εμφάνιση της ολοκληρωτικής εθνικής αρμονίας. Για πρώτη φορά σε ολόκληρη την ιστορία του, ο αστικός φιλελευθερισμός αισθάνθηκε “δεμένος” με τις μάζες – και αυτό είναι που πρέπει να τους έδωσε την ιδέα να αξιοποιήσουν το “καθολικό” επαναστατικό πνεύμα στην υπηρεσία του πολέμου.
Οι συνθήκες, οι σκοποί, οι συμμέτοχοι του πολέμου δεν άλλαξαν. Οι Γκουτσκόφ και Μιλιουκόφ, οι πιο ωμοί από τους ιμπεριαλιστές στο πολιτικό προσωπικό του παλιού καθεστώτος, έγιναν τώρα οι διευθυντές των πεπρωμένων της επαναστατικής Ρωσίας. Φυσικά, ο πόλεμος, ο θεμελιώδης χαρακτήρας του οποίου παρέμεινε ο ίδιος όπως και κάτω από τον τσαρισμό – ενάντια στους ίδιους εχθρούς, με τους ίδιους συμμάχους και με τις ίδιες διεθνείς υποχρεώσεις – έπρεπε τώρα να μεταμορφωθεί σε ένα “πόλεμο για την επανάσταση”. Για τις καπιταλιστικές τάξεις, αυτό το καθήκον ισοδυναμούσε με μια κινητοποίηση της επανάστασης, και των δυνάμεων και των παθών που είχε υποκινήσει, για χάρη των συμφερόντων του ιμπεριαλισμού. Οι Μιλιουκόφ μεγαλόψυχα συμφώνησαν να αποκαλούν το “κόκκινο κουρέλι” ένα ιερό έμβλημα – αν μόνο οι εργαζόμενες μάζες έδειχναν την προθυμία τους να πεθάνουν με έκσταση κάτω από αυτό το κόκκινο κουρέλι για την Κωνσταντινούπολη και τα Στενά του Βοσπόρου.
Αλλά η ιμπεριαλιστική σχισμένη οπλή του Μιλιουκόφ προεξείχε πολύ ξεκάθαρα. Για να κερδηθούν οι αφυπνισμένες μάζες και να καθοδηγηθεί η επαναστατική ενέργειά τους στο κανάλι μιας επίθεσης στο εξωτερικό μέτωπο, απαιτούνταν πιο λεπτές μέθοδοι – αλλά κυρίως χρειάζονταν διαφορετικά πολιτικά κόμματα, με πλατφόρμες που δεν είχαν ακόμη υπονομευτεί και αναγνώριση που δεν είχε ακόμη φθαρεί.
Βρέθηκαν. Στα χρόνια της αντεπανάστασης, και ιδιαίτερα στην περίοδο της τελευταίας βιομηχανικής έκρηξης, το κεφάλαιο υπέταξε στον εαυτό του και προσάρμοσε διανοητικά πολλές χιλιάδες από τους επαναστάτες του 1905, χωρίς να το πειράζουν οι εργατικές ή μαρξιστικές τους “αντιλήψεις”. Και ανάμεσα στη “σοσιαλιστική” διανόηση υπήρχαν συνεπώς αναρίθμητες ομάδες που τους έτρωγε η χούφτα τους να συμμετάσχουν στον έλεγχο της ταξικής πάλης, και στην εκπαίδευση των μαζών για “πατριωτικούς” σκοπούς. Χέρι-χέρι με αυτή τη διανόηση, που είχε έρθει στο προσκήνιο στην αντεπαναστατική εποχή, πήγαιναν οι “εργάτες των συμβιβασμών” που είχαν τρομάξει οριστικά και τελεσίδικα από την αποτυχία της επανάστασης του 1905, και από τότε είχαν αναπτύξει εντός τους το μοναδικό ταλέντο να είναι ευχάριστοι με όλους.
Η αντίθεση των αστικών τάξεων στον τσαρισμό – αλλά πάνω σε μια ιμπεριαλιστική βάση – είχε, ακόμη και πριν την επανάσταση, προσφέρει την αναγκαία βάση για μια επαναπροσέγγιση ανάμεσα στους οπορτουνιστές σοσιαλιστές και τις κατέχουσες τάξεις. Στη Δούμα, οι Κερένσκι και Τσχέιτζε οικοδόμησαν την πολιτική τους σαν ένα παράρτημα στο Προοδευτικό Μπλοκ, και οι Γκβόζντεφ και οι Μπογκντάνοφ (1) συγχωνεύτηκαν με τους Γκουτσκόφ στις Επιτροπές της Πολεμικής Βιομηχανίας. Αλλά η ύπαρξη του τσαρισμού έκανε την ανοιχτή υποστήριξη του “κυβερνητικού πατριωτισμού” πολύ δύσκολη. Η επανάσταση απομάκρυνε όλα τα εμπόδια αυτής της φύσης. Η συνθηκολόγηση στα καπιταλιστικά κόμματα μπορούσε τώρα να αποκαλείται “δημοκρατική ενότητα”, και η πειθαρχία του αστικού κράτους ξαφνικά έγινε επαναστατική πειθαρχία, και, τελικά, η συμμετοχή σε έναν καπιταλιστικό πόλεμο παρουσιαζόταν σαν μια υπεράσπιση της επανάστασης από την εξωτερική ήττα.
Αυτή η εθνικιστική διανόηση, την οποία είχε προβλέψει, καλέσει και εκπαιδεύσει ο Στρούβε στο περιοδικό του Βέχι (2), ξαφνικά έτυχε μιας αναπάντεχα γενναιόδωρης υποστήριξης μέσα στην απελπισία των πιο καθυστερημένων μαζών του λαού, που είχαν με τη βία οργανωθεί σε ένα στρατό.
Είναι μόνο επειδή η επανάσταση ξέσπασε στην πορεία του πολέμου που τα μικροαστικά στοιχεία της πόλης και της υπαίθρου πήραν αυτόματα την εμφάνιση μιας οργανωμένης δύναμης, και άρχισαν να ασκούν επιρροή πάνω στο Σοβιέτ των Αντιπροσώπων των Εργατών και των Αγροτών, κερδίζοντας μια απήχηση που θα ήταν πάνω από τις δυνάμεις αυτών των διασκορπισμένων και καθυστερημένων τάξεων σε οποιουσδήποτε άλλους καιρούς εκτός από τους πολεμικούς. Η μενσεβίκικη-ποπουλιστική διανόηση βρήκε σε αυτό το μεγάλο αριθμό από απλοϊκούς, επαρχιώτες, για την ώρα ελάχιστα αφυπνισμένους ανθρώπους, μια υποστήριξη που ήταν αρχικά εντελώς φυσική. Οδηγώντας τις μικροαστικές τάξεις στο δρόμο μιας συμφωνίας με τον αστικό φιλελευθερισμό, ο οποίος είχε και πάλι αποδείξει μεγαλόπρεπα την ανικανότητά του να καθοδηγήσει ανεξάρτητα τις μάζες του λαού, η μενσεβίκικη-ποπουλιστική διανόηση, μέσα από την πίεση αυτών των μαζών, απέκτησε μια ορισμένη θέση ακόμη και ανάμεσα στα προλεταριακά τμήματα, τα οποία είχαν προσωρινά υποβιβαστεί σε μια δευτερεύουσα θέση από την αριθμητική επιβλητικότητα του στρατού.
Θα μπορούσε αρχικά να φανεί ότι όλες οι ταξικές αντιθέσεις είχαν καταστραφεί, ότι όλα τα κοινωνικά βάθρα είχαν μπαλωθεί με κομμάτια της μενσεβίκικης-ποπουλιστικής ιδεολογίας και ότι, χάρη στις εποικοδομητικές εργασίες των Κερένσκι, Τσχέιτζε και Νταν (3),
μια εθνική αστική ειρήνη είχε πραγματοποιηθεί. Από δω και η χωρίς προηγούμενο απορία όταν μια ανεξάρτητη προλεταριακή πολιτική επιβεβαιώθηκε ξανά, και από δω η βάρβαρη – αληθινά αηδιαστική – κατακραυγή ενάντια στους επαναστάτες σοσιαλιστές, τους καταστροφείς της καθολικής αρμονίας.
Η μικροαστική διανόηση, αφού είχε ανυψωθεί από τη δημιουργία του Σοβιέτ των Αντιπροσώπων των Εργατών και των Αγροτών σε ύψη για τα οποία η ίδια ήταν εντελώς ανέτοιμη, τρόμαζε περισσότερο από την ιδέα της υπευθυνότητας παρά από οτιδήποτε άλλο, και έτσι μεταβίβαζαν με σεβασμό την εξουσία τους στην καπιταλιστική-φεουδαλική κυβέρνηση που είχε ξεπηδήσει από τη μήτρα της Δούμας στις 3 Ιούνη. Ο οργανικός τρόμος των μικροαστών στην παρουσία της καθαγιασμένης κρατικής εξουσίας, ο οποίος ήταν εντελώς εμφανής στην περίπτωση των ποπουλιστών (εργατικών), ήταν συγκαλυμμένος στην περίπτωση των μενσεβίκων-πατριωτών με δογματικές έννοιες για το απαράδεκτο να επωμιστούν οι σοσιαλιστές το φορτίο της εξουσίας σε μια αστική επανάσταση.
Έτσι προέκυψε η “δυαδική εξουσία”, που θα μπορούσε με πολύ περισσότερη αλήθεια να αποκληθεί μια δυαδική αδυναμία. Η καπιταλιστική αστική τάξη ανέλαβε την εξουσία στο όνομα της τάξης και ενός πολέμου για τη νίκη• όμως χωρίς το Σοβιέτ των Αντιπροσώπων δεν μπορούσε να κυβερνήσει• η σχέση του τελευταίου προς την κυβέρνηση ήταν αυτή μιας σεβάσμιας μισο-νομιμότητας, συνδυασμένης με ένα φόβο μήπως το επαναστατικό προλεταριάτο, με κάποια απερίσκεπτη χειρονομία, χαλάσει την όλη υπόθεση.
Η κυνικά προκλητική εξωτερική πολιτική του Μιλιουκόφ προκάλεσε μια κρίση. Έχοντας πλήρη επίγνωση του πανικού στις γραμμές των μικροαστών ηγετών όταν αντιμετωπίζουν το ζήτημα της εξουσίας, το αστικό κόμμα άρχισε να επιδίδεται σε αυτό το πεδίο σε προκλητικό εκβιασμό. Απειλώντας μια κυβερνητική απεργία, δηλαδή, να παραιτηθούν από κάθε συμμετοχή στην εξουσία, απαίτησαν από το Σοβιέτ να τους προμηθεύσει έναν αριθμό σοσιαλιστών δολωμάτων, των οποίων η λειτουργία στην κυβέρνηση συνασπισμού θα ήταν η γενική ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση από η μεριά των μαζών, και, με αυτό τον τρόπο, η εξάλειψη της δυαδικής εξουσίας.
Μπροστά στο πιστόλι του τελεσίγραφου, οι μενσεβίκοι πατριώτες έσπευσαν να ξεφορτωθούν τα τελευταία κατάλοιπα μαρξιστικής προκατάληψης ενάντια στη συμμετοχή σε μια αστική κυβέρνηση και τράβηξαν στον ίδιο δρόμο τους “εργατικούς” ηγέτες του Σοβιέτ, οι οποίοι δεν ενοχλούνταν από οποιοδήποτε βαρύ φορτίο αρχών ή προκατάληψης. Αυτό ήταν πιο έκδηλο στο πρόσωπο του Τσερνόφ, που επέστρεψε από το Τσίμερβαλντ και το Κιένταλ (4), όπου είχε αφορίσει τους Βαντερβέλντε, Γκεσντ και Σεμπά από τις τάξεις του σοσιαλισμού – μόνο για να μπει στην κυβέρνηση του Πρίγκιπα Λβοφ και του Σίνγκαρεφ (5).
Φυσικά, οι ρώσοι μενσεβίκοι πατριώτες υπέδειξαν ότι ο ρωσικός μινιστεριαλισμός δεν είχε τίποτα κοινό με το γαλλικό και βελγικό μινιστεριαλισμό, όντας το προϊόν πολύ εξαιρετικών συνθηκών, όπως είχε προβλεφθεί στην απόφαση του Άμστερνταμ. Όμως απλά επαναλάμβαναν σαν παπαγάλοι την επιχειρηματολογία του γαλλικού και βελγικού μινιστεριαλισμού, ενώ συνέχιζαν διαρκώς να επικαλούνται την “εξαιρετική φύση των περιστάσεων”. Ο Κερένσκι, κάτω από τον κουραστικό θεατρινισμό του οποίου υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, κάποιο ίχνος πραγματικότητας, πολύ εύλογα κατέταξε το ρωσικό μινιστεριαλισμό στην ίδια κατηγορία με εκείνον της Δυτικής Ευρώπης, και δήλωσε, στο λόγο του στο Ελσίνκι, ότι χάρη κυρίως σε αυτόν, τον Κερένσκι, οι ρώσοι σοσιαλιστές είχαν μέσα σε δυο μήνες ταξιδέψει μια απόσταση που οι δυτικοί σοσιαλιστές είχαν χρειαστεί 10 χρόνια για να τη διανύσουν. Αληθινά, ο Μαρξ δεν είχε λάθος όταν αποκαλούσε την επανάσταση ατμομηχανή της ιστορίας!
Η κυβέρνηση συνασπισμού είχε καταδικαστεί από την ιστορία προτού εγκαθιδρυθεί. Αν είχε σχηματιστεί αμέσως μετά την πτώση του τσαρισμού, ως μια έκφραση της “επαναστατικής ενότητας του έθνους”, μπορεί ίσως να είχε κρατήσει κάτω από τον έλεγχό της για ένα διάστημα την εξωτερική πάλη των δυνάμεων της επανάστασης. Αλλά η πρώτη κυβέρνηση ήταν η κυβέρνηση των Γκουτσκόφ-Μιλιουκόφ. Της επιτράπηκε να υπάρξει μόνο όσο χρειαζόταν για να εκθέσει όλη την πλαστότητα της “εθνικής ενότητας” και να αφυπνίσει την επαναστατική αντίσταση του προλεταριάτου ενάντια στην αστική προπαγάνδα να εκπορνευθεί η επανάσταση προς το συμφέρον του ιμπεριαλισμού. Η ολοφάνερα αυτοσχέδια κυβέρνηση συνασπισμού δεν μπορούσε, κάτω από αυτές τις περιστάσεις, να αποτρέψει μια συμφορά, όντας η ίδια προορισμένη να γίνει ο κύριος λόγος της φιλονικίας, η κύρια πηγή σχισμάτων και παρεκκλίσεων στις γραμμές της “επαναστατικής δημοκρατίας”. Η πολιτική της ύπαρξη – γιατί για τις δραστηριότητές της δεν θα μιλήσουμε – είναι απλά μια μακριά αποσύνθεση, εύσχημα περιτυλιγμένη σε τεράστιες ποσότητες από λέξεις.
Για να καταπολεμήσει μια ολοκληρωτική κατάρρευση στην οικονομία και ιδιαίτερα στο ζήτημα των τροφίμων, το Οικονομικό Τμήμα της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ των Αντιπροσώπων των Εργατών και των Αγροτών επεξεργάστηκε ένα σχέδιο για εκτεταμένο σύστημα κρατικής διεύθυνσης στους πιο σημαντικούς κλάδους της βιομηχανίας. Τα μέλη του Οικονομικού Τμήματος διαφέρουν από τους πολιτικούς διευθυντές του Σοβιέτ όχι τόσο στις πολιτικές τάσεις τους όσο για τη σοβαρή γνωριμία τους με την οικονομική κατάσταση της χώρας. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο οδηγήθηκαν σε συμπεράσματα ενός βαθιά επαναστατικού χαρακτήρα. Το μόνο πράγμα που λείπει από τη δομή τους είναι η καθοδηγητική δύναμη για μια επαναστατική πολιτική. Η κυβέρνηση, στο μεγαλύτερο μέρος καπιταλιστική, δεν μπορούσε προφανώς να δώσει γένεση σε ένα σύστημα διαμετρικά αντίθετο με τα εγωιστικά συμφέροντα των κατεχουσών τάξεων. Αν ο Σκόμπελεφ, ο Υπουργός Εργασίας, δεν το καταλάβαινε αυτό, με την τώρα παροιμιώδη του 100% ομιλία, κατανοούνταν πλήρως από το σοβαρό και επαρκή Κονοβάλοφ (6).
Η παραίτησή του ήταν ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα στην κυβέρνηση συνασπισμού. Όλος ο αστικός Τύπος έδωσε μια αλάθευτη έκφραση σε αυτό το γεγονός. Και ξανά άρχισε η εκμετάλλευση του πανικόβλητου τρόμου των τωρινών ηγετών των Σοβιέτ: η αστική τάξη απείλησε να βάλει το μωρό της εξουσίας στην πόρτα τους. Οι “ηγέτες” απάντησαν κάνοντας να φανεί πως τίποτα ιδιαίτερο δεν είχε συμβεί. Αν ο υπεύθυνος εκπρόσωπος του κεφαλαίου μας εγκατέλειψε, ας προσκαλέσουμε τον κ. Μπουρίσκιν. Αλλά ο Μπουρίσκιν αρνήθηκε πεισματικά να έχει οποιαδήποτε ανάμειξη σε χειρουργικές επεμβάσεις πάνω στην ατομική ιδιοκτησία. Και μετά άρχισε το ψάξιμο για έναν “ανεξάρτητο” υπουργό εμπορίου και βιομηχανίας, έναν άνθρωπο πίσω από τον οποίο δεν θα στεκόταν τίποτα και κανείς, και ο οποίος θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ένα ευρύχωρο κουτί παραπόνων στο οποίο θα συναντιόνταν τα αντίθετα αιτήματα της εργασίας και του κεφαλαίου. Στο μεταξύ, οι οικονομικές δαπάνες συνέχισαν την πορεία τους και η κυβερνητική δραστηριότητα πήρε τη μορφή, κύρια, της έκδοσης ομολόγων.
Έχοντας ως κύριους συνεργάτες του τους κ.κ. Λβοφ και Σίνγκαρεφ, ο Τσερνόφ αποδείχτηκε ότι εμποδίστηκε να επιδείξει, στο πεδίο των αγροτικών ζητημάτων, ακόμη και το φραστικό ριζοσπαστισμό που είναι τόσο χαρακτηριστικός των τυπικών εκπροσώπων της μικροαστικής τάξης. Έχοντας πλήρη επίγνωση του ρόλου που του είχε ανατεθεί, ο Τσερνόφ σύστησε τον εαυτό του στην κοινωνία ως τον αντιπρόσωπο όχι της αγροτικής επανάστασης αλλά των αγροτικών στατιστικών! Σύμφωνα με την αστικοφιλελεύθερη ερμηνεία, την οποία επίσης ασπάστηκαν οι σοσιαλιστές υπουργοί, η επανάσταση πρέπει να αναβληθεί ανάμεσα στις μάζες σε μια παθητική αναμονή για τη σύγκλιση της Συντακτικής Συνέλευσης (7), και μόλις οι Εσέροι μπουν στο υπουργείο των γαιοκτημόνων και των βιομηχάνων, οι επιθέσεις των αγροτών στο φεουδαρχικό σύστημα της γεωργίας χαρακτηρίζονται με τον όρο αναρχία.
Στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής, η κατάρρευση των “προγραμμάτων ειρήνης” που διακήρυξε η κυβέρνηση συνασπισμού επήλθε πιο απότομα και πιο καταστροφικά από ό,τι θα μπορούσε ίσως να αναμένεται. Ο κ. Ριμπό (8), ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, όχι μόνο απέρριψε κατηγορηματικά και απερίφραστα τη ρωσική φόρμουλα ειρήνης, επαναβεβαιώνοντας πομπωδώς την απόλυτη αναγκαιότητα συνέχισης του πολέμου ως την επίτευξη μιας “ολοκληρωτικής νίκης”, αλλά επίσης αρνήθηκε στους πατριώτες γάλλους σοσιαλιστές τα διαβατήρια για να μετάσχουν στη συνδιάσκεψη της Στοκχόλμης (9), η οποία είχε κανονιστεί με τη συνεργασία των συναδέλφων και συμμάχων του κ. Ριμπό, των ρώσων σοσιαλιστών υπουργών.
Η ιταλική κυβέρνηση, της οποίας η πολιτική αποικιακής κατάκτησης διακρινόταν πάντα από σπάνια ξεδιαντροπιά, από έναν “Άγιο Εγωισμό”, απάντησε στη φόρμουλα μιας “ειρήνης χωρίς προσαρτήσεις” με τη χωριστή προσάρτηση της Αλβανίας. Η κυβέρνησή μας, και αυτό περιλαμβάνει τους σοσιαλιστές υπουργούς, καθυστέρησε δυο εβδομάδες τη δημοσίευση των απαντήσεων των συμμάχων της, προφανώς εμπιστευόμενη την αποτελεσματικότητα τέτοιων μηχανορραφιών στο να συγκαλύψει τη χρεοκοπία της πολιτικής της. Κοντολογής, το ερώτημα για τη διεθνή θέση της Ρωσίας, δηλαδή, το ερώτημα για ποιο πράγμα θα έπρεπε να είναι έτοιμος να πολεμήσει και να πεθάνει ο ρώσος στρατιώτης, είναι ακόμη εξίσου οξύ όπως τη μέρα που το Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων αφαιρέθηκε από τον Μιλιουκόφ.
Στο Υπουργείο Στρατού και Ναυτικού, το οποίο ακόμη καταβροχθίζει τη μερίδα του λέοντος των εθνικών δυνάμεων και των εθνικών πόρων, η πολιτική της πρόζας και της ρητορικής κυριαρχεί πλήρως. Οι υλικές και ψυχολογικές αιτίες για την προφανή αποσύνθεση του στρατού είναι πολύ βαθιές για να μετακινηθούν από την υπουργική ποίηση και πρόζα. Η αντικατάσταση του στρατηγού Αλεξέγιεφ (10) με το στρατηγό Μπρουσίλοφ σήμαινε μια αλλαγή αυτών των δυο υπαλλήλων, ασφαλώς, αλλά καμιά αλλαγή στο στρατό. Η προπαρασκευή της κοινής γνώμης, και του στρατού για μια “επίθεση”, και μετά η ξαφνική εγκατάλειψη αυτού του συνθήματος για χάρη του λιγότερου συγκεκριμένου συνθήματος της “προετοιμασίας για μια επίθεση”, δείχνουν ότι το Υπουργείο Στρατού και Ναυτικού είναι τόσο ικανό να οδηγήσει το έθνος στη νίκη, όσο το υπουργείο του κ. Τερεσένκο (11) ήταν ικανό να οδηγήσει το έθνος στην ειρήνη.
Η εικόνα της αδυναμίας της Προσωρινής Κυβέρνησης φτάνει στο αποκορύφωμά της στις εργασίες του Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων, το οποίο, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια των πιο νομιμοφρόνων αντιπροσώπων των αγροτών, “με μεροληψία” γέμισε τα γραφεία των τοπικών διοικήσεων με γαιοκτήμονες φεουδάρχες. Οι προσπάθειες του ενεργού μέρους του πληθυσμού να κερδίσει για τον εαυτό του τις τοπικές αυτοδιοικήσεις, με το δίκαιο της κατάληψης και χωρίς να περιμένει τη Συντακτική Συνέλευση, αποκαλούνται αμέσως στην αστυνομική-κρατική γλώσσα των Νταν με τον όρο αναρχία, και καλωσορίζονται με την ενεργή αντίθεση της κυβέρνησης, η οποία, από την ίδια τη σύνθεσή της, προστατεύεται πλήρως ενάντια σε κάθε ενεργητική δράση όταν έχει πραγματικά δημιουργικό χαρακτήρα.
Στην πορεία των τελευταίων ημερών, αυτή η γενική χρεοκοπία βρήκε την πιο αποκρουστική έκφρασή της στο περιστατικό της Κροστάνδης (12). Η αισχρή και εντελώς διεφθαρμένη εκστρατεία του αστικού Τύπου ενάντια στην Κροστάνδη, που είναι γι’ αυτούς το σύμβολο του επαναστατικού διεθνισμού και της δυσπιστίας στον κυβερνητικό συνασπισμό, και τα δυο από τα οποία είναι εμβλήματα της ανεξάρτητης πολιτικής των μεγάλων μαζών του λαού, όχι μόνο έγινε έμμονη ιδέα στην κυβέρνηση και τους σοσιαλιστές ηγέτες, αλλά μετέτρεψε τον Τσερετέλι (13) και τον Σκόμπελεφ σε αρχηγίσκους στις αηδιαστικές διώξεις ενάντια στους ναύτες, τους στρατιώτες και τους εργάτες της Κροστάνδης.
Σε μια στιγμή που ο επαναστατικός διεθνισμός παραμέριζε τον πατριωτικό σοσιαλισμό στα εργοστάσια, τα εργαστήρια και ανάμεσα στους στρατιώτες στο μέτωπο, οι σοσιαλιστές στην κυβέρνηση, υποτακτικοί στα αφεντικά τους, διακινδύνευαν το τυχοδιωκτικό παιγνίδι να ανατρέψουν την επαναστατική προλεταριακή πρωτοπορία με ένα μόνο χτύπημα, προετοιμάζοντας έτσι την “ψυχολογική στιγμή” για τη σύνοδο του Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ. Να συγκεντρώσουν τη μικροαστική αγροτική δημοκρατία γύρω από τη σημαία του αστικού φιλελευθερισμού, αυτού του συμμάχου και δέσμιου του αγγλογαλλικού και αμερικάνικου κεφαλαίου, να απομονώσουν πολιτικά και να “πειθαρχήσουν” το προλεταριάτο, αυτό είναι τώρα το κύριο καθήκον, στην πραγματοποίηση του οποίου το μπλοκ των Μενσεβίκων και των Εσέρων ξοδεύει όλες τις δυνάμεις του. Ένα ουσιώδες μέρος αυτής της πολιτικής βρίσκεται στις ξεδιάντροπες απειλές αιματηρών διώξεων και τις προβοκάτσιες ανοιχτής βίας.
Ο αγώνας θανάτου της κυβέρνησης συνασπισμού άρχισε από τη μέρα της γέννησής της. Ο επαναστατικός σοσιαλισμός πρέπει να κάνει κάθε τι δυνατό για να εμποδίσει να καταλήξει αυτός ο αγώνας θανάτου σε έναν εμφύλιο πόλεμο. Ο μόνος τρόπος να γίνει αυτό είναι όχι με μια πολιτική υποταγής και υπεκφυγών, η οποία απλά μεγαλώνει την όρεξη των νέων εξουσιαστών, αλλά μάλλον με μια πολιτική επιθετικής δράσης σε όλα τα μέτωπα. Δεν πρέπει να τους αφήσουμε να απομονωθούν μόνοι τους, πρέπει εμείς να τους απομονώσουμε. Πρέπει να απαντήσουμε στις άθλιες και αξιοπεριφρόνητες ενέργειες της κυβέρνησης συνασπισμού κάνοντας ξεκάθαρη ακόμη και στα πιο καθυστερημένα στοιχεία των εργαζόμενων μαζών την πλήρη σημασία αυτής της εχθρικής συμμαχίας που μασκαρεύεται δημόσια στο όνομα της επανάστασης.
Στις μεθόδους των κατεχουσών τάξεων και των μενσεβίκικων και εσέρικων παραρτημάτων τους για την αντιμετώπιση των ζητημάτων των τροφίμων, της βιομηχανίας, της γεωργίας, του πολέμου, πρέπει να αντιπαραθέσουμε τις μεθόδους του προλεταριάτου. Μόνο έτσι μπορεί να απομονωθεί ο φιλελευθερισμός και να εξασφαλιστεί μια ηγετική επιρροή του προλεταριάτου πάνω στις αστικές και αγροτικές μάζες. Μαζί με την αναπόφευκτη κατάρρευση της σημερινής κυβέρνησης θα έλθει και η κατάρρευση των τωρινών ηγετών των Σοβιέτ των Αντιπροσώπων των Εργατών και των Στρατιωτών. Το να διατηρηθεί η εξουσία των Σοβιέτ ως αντιπροσωπευτικών οργάνων της επανάστασης, και να εξασφαλιστεί γι’ αυτήν η συνέχιση των λειτουργιών της ως διευθυντικής δύναμης, είναι πια κάτι που εναπόκειται στην τωρινή μειοψηφία των Σοβιέτ. Αυτό θα γίνεται πιο ξεκάθαρο κάθε μέρα. Η εποχή της Δυαδικής Αδυναμίας, με την κυβέρνηση να μην είναι ικανή και τα Σοβιέτ να μην τολμούν, αναπόφευκτα καταλήγει σε μια κρίση πρωτοφανούς οξύτητας. Είναι δικό μας καθήκον να συγκεντρώσουμε τις ενέργειές μας γι’ αυτή τη στιγμή, ώστε το ζήτημα της εξουσίας να μπορεί να αντιμετωπιστεί σε όλο του το μέγεθος.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο Κ. Γκβόζντεφ (1873-1937) ήταν Υπουργός Εργασίας στην Προσωρινή Κυβέρνηση. Ο Μπ. Μπογκντάνοφ (Ολέινιτς, 1884-1919), αρχικά μπολσεβίκος, προσχώρησε αργότερα στους Μενσεβίκους και ήταν από τους ηγέτες της Εκτελεστικής Επιτροπής στο Πρώτο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ.
2. Περιοδικό που εξέδιδαν το 1909 οι Στρούβε, Μπερντιάεφ, Μπουλγκάκοφ και άλλοι ρώσοι φιλελεύθεροι, γνωστοί ως “νόμιμοι μαρξιστές”. Ο Λένιν ξεσκέπασε το ρόλο του ως εκφραστή των αντεπαναστατικών διαθέσεων του ρωσικού φιλελευθερισμού μετά την ήττα της πρώτης ρωσικής επανάστασης του 1905.
3. Οι Μενσεβίκοι και οι Εσέροι (ποπουλιστές, ναρόντνικοι) αποτελούσαν τις δυο πτέρυγες του μικροαστικού, οπορτουνιστικού σοσιαλισμού στη Ρωσία, εκπροσωπώντας αντίστοιχα τη διανόηση και την αγροτιά. Ο εσέρος Α. Κερένσκι (1881-1970) ήταν ο τελευταίος πρωθυπουργός της Προσωρινής Κυβέρνησης που ανατράπηκε από τους Μπολσεβίκους. Οι Φ. Νταν (Γκούρβιτς, 1871-1947) και Ν. Τσχέιτζε (1864-1926) ήταν ηγέτες των Μενσεβίκων.
4. Τσίμερβαλντ, Κιένταλ: αντιπολεμικές συνδιασκέψεις των διεθνιστών σοσιαλιστών, διεξάχθηκαν το Σεπτέμβριο του 1915 και τον Απρίλιο του 1916. Ο Β. Τσερνόφ (1873-1952), ηγέτης του αγροτικού κόμματος των Εσέρων, συμμετείχε σε αυτές και υπέγραψε τα μανιφέστα τους, αργότερα όμως έγινε σοβινιστής.
5. Ο Γκ. Λβοφ (1861-1925) σχημάτισε την πρώτη Προσωρινή Κυβέρνηση στις 2 (15) Μαρτίου 1917, μετά την απομάκρυνση του τσάρου, για να αντικατασταθεί στις 8 (21) Ιουλίου από τον Κερένσκι. Ο καντέτος Α. Σίνγκαρεφ (1869-1918) ήταν Υπουργός Γεωργίας υπό τον Λβοφ και Υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Κερένσκι. Ο μινιστεριαλισμός (από το αγγλικό minister, υπουργός) αναφέρεται στην επιδίωξη των οπορτουνιστών σοσιαλιστών ηγετών να αποκτήσουν υπουργικές θέσεις στις αστικές κυβερνήσεις. Οι Ε. Βαντερβέλντε (1866-1938), Ζ. Γκεσντ (1845-1922) και Μ. Σεμπά (1862-1922) ήταν οπορτουνιστές ευρωπαίοι σοσιαλιστές.
6. Ο μενσεβίκος Μ. Σκόμπελεφ (1885-1938) πρότεινε την κατά 100% φορολόγηση των κερδών των καπιταλιστών, κάτι που δεν μπορούσε φυσικά να υλοποιηθεί από μια αστική κυβέρνηση. Ο καντέτος Α. Κονοβάλοφ (1875-1948) ήταν Υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας στην Προσωρινή Κυβέρνηση του Λβοφ.
7. Η σύγκληση της Συντακτικής Συνέλευσης, που θα έλυνε κοινοβουλευτικά τα θέματα της ειρήνης και της διανομής της γης, αναβαλλόταν διαρκώς από τα αστικά κόμματα σε όλη την περίοδο ανάμεσα στο Φεβρουάριο και τον Οκτώβριο του 1917. Τελικά οι εκλογές έγιναν το Νοέμβριο του 1917 και το σώμα διαλύθηκε από τους Μπολσεβίκους τον Ιανουάριο του 1918.
8. Ο Α.-Φ. Ριμπό (1842-1923) ήταν πρωθυπουργός της Γαλλίας.
9. Συνδιάσκεψη που επρόκειτο να διεξαχθεί το Μάιο του 1917 ως συνέχεια εκείνων του Τσίμερβαλντ και του Κιένταλ. Τελικά ματαιώθηκε.
10. Ο στρατηγός Μ. Αλεξέγιεφ (1857-1918) ήταν διοικητής του μετώπου το Φεβρουάριο-Μάιο του 1917. Το Μάιο αντικαταστάθηκε από το στρατηγό Α. Μπρουσίλοφ (1853-1926), διοικητή επίσης του τσαρικού στρατού, ο οποίος το 1920 προσχώρησε στον Κόκκινο Στρατό.
11. Ο Μ. Τερεσένκο (1886-1956) ήταν Υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Κερένσκι και ηγετικός παράγοντας της ρωσικής αστικής τάξης, γαιοκτήμονας, βιομήχανος και χρηματιστής. Από το 1918 Λευκός εμιγκρές στο εξωτερικό.
12. Στις 27 Μαΐου του 1917 το Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης ψήφισε με επιμονή του Τσερετέλι μια απόφαση που καταδίκαζε το Σοβιέτ της Κροστάνδης για αναρχία.
13. Ο Ι. Τσερετέλι (1881-1959) ήταν μενσεβίκος ηγέτης, μέλος της Προσωρινής Κυβέρνησης του Κερένσκι.