Απεργιακός ξεσηκωμός
Τεράστια ποτάμια εργαζομένων πλημμύρισαν τους δρόμους της Αθήνας και όλων των μεγάλων πόλεων της χώρας, την Τετάρτη 19 Μαρτίου, ημέρα της τρίτης στους τέσσερις τελευταίους μήνες γενικής απεργίας. Η απεργιακή συγκέντρωση στο κέντρο της Αθήνας, ξεπερνούσε σε μαζικότητα την αντίστοιχη της 12ης Δεκεμβρίου, και επίσης την συγκέντρωση ενάντια στις αντιασφαλιστικές ρυθμίσεις που είχε επιχειρήσει το ΠΑΣΟΚ το 2001 με τα μέτρα Γιαννίτση. Σε 200 έως 300 χιλιάδες υπολογίζονται τα πλήθη διαδηλωτών στην Αθήνα, ενώ η απεργία σημείωσε απόλυτη επιτυχία.
Θόδωρος Kουτσουμπός
Όλη η Ελλάδα νέκρωσε, σε εργασιακή και επιχειρηματική δραστηριότητα, ζωντανεύοντας τις πιο επαναστατικές παραδόσεις του εργατικού κινήματος.
Εργαζόμενοι στη ΔΕΗ, Τράπεζες, Ηλεκτρικό, ΜΕΤΡΟ, Λεωφορεία,
Λιμάνια, ΟΤΕ, Ταχυδρομεία, ναυπηγεία και εργοστάσια του ιδιωτικού τομέα απήργησαν. Τα σχολεία υπολειτούργησαν, και τα πανεπιστήμια έκλεισαν από τις καταλήψεις των φοιτητών σε συμπαράσταση στους εργάτες, και λόγω της απεργίας των πανεπιστημιακών.
«Κάτω τα χέρια από τα ασφαλιστικά ταμεία», «Κάτω τα χέρια απ' την Κοινωνική Ασφάλιση», ήταν η μυριόστομη κραυγή των απεργών.
Μαζί με τους εργάτες και υπάλληλους απεργούσαν επίσης στρώματα αυτοαπασχολούμενων, μηχανικοί μισθωτοί καιαυτοαπασχολούμενοι, φαρμακοποιοί, επαγγελματοβιοτέχνες, δικηγόροι, δημοσιογράφοι.
Στην Αθήνα, οι δυο χωριστές απεργιακές συγκεντρώσεις, του ΠΑΜΕ (στην Ομόνοια) και της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ (στο Πεδίο του Άρεως) εξ αντικειμένου ενοποιήθηκαν από τα πλήθη που κατέλαβαν όλο το ενδιάμεσο τμήμα της οδού Πατησίων. Η πορεία υπό τα πανό του ΠΑΜΕ ήταν μαζικότερη από του περασμένου Δεκέμβρη, όμως κατά πολύ κατώτερη από τη συγκέντρωση της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.
Οι ομιλίες της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ κυμάνθηκαν στα χιλιοειπωμένα μαχητικά λόγια, ενώ ο εκ των ομιλητών γνωστός Πάνος Σόμπολος, πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, αναγκάστηκε να κατέβει άρον άρον από το γιουγάισμα των διαδηλωτών.
Η γενική απεργία της 19ης Μαρτίου ήταν η κορύφωση μιας εβδομάδας απεργιακού ξεσηκωμού, έντασης και αναμέτρησης των απεργών με τις δυνάμεις καταστολής, την αστυνομία και τις εισαγγελικές απειλές και τις δικαστικές απαγορεύσεις. ΠΟΕ-ΟΤΑ, η ομοσπονδία των εργαζομένων στους δήμους, ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, ΟΤΟΕ με πρωτοπορία τους εργαζόμενους στην Τράπεζα Ελλάδας, ήταν στην αιχμή της πάλης.
Η σύγκρουση ήταν οξεία στις χωματερές όπου τα ΜΑΤ και ο εισαγγελέας στάλθηκαν κατά των απεργών. Στις απειλές κατά των απεργών και στη δημιουργία απεργοσπαστικού μηχανισμού πρωτοστάτησε ο δήμαρχος Αθήνας Κακλαμάνης, χρησιμοποιώντας τη διασπαστική ομοσπονδία της ΠΟΠ-ΟΤΑ, ορισμένων σωματείων του δήμου Αθήνας, κυρίως συμβασιούχων. Ο ίδιος δήμαρχος δεν δίστασε να μετατρέψει την περιοχή του Ελαιώνα σε χωματερή, εναποθέτοντας εκεί τα σκουπίδια.
Και άλλοι δήμαρχοι της δεξιάς τον μιμήθηκαν, αλλά και ο Πασόκος δήμαρχος του Πειραιά Φασούλας δεν δίστασε να συμπαραταχθεί στη δημιουργία αντιαπεργιακού κλίματος. (Ο ίδιος, μάλιστα, θέλησε να πάρει μέρος σε εκπομπή του απεργοσπαστικού σταθμού ΣΚΑΪ, το βράδυ της Τετάρτης 19/3, αλλά εμποδίστηκε από απεργούς που διαδήλωναν απ' έξω).
Mεγάλες διαδηλώσεις σε όλες τις πόλεις
Πάνω από 20.000 κόσμου συμμετείχαν στις απεργιακές συγκεντρώσεις και πορείες στη Θεσσαλονίκη. Yπήρξαν δυο απεργιακές συγκεντρώσεις και πορείες, μια του ΠΑΜΕ και μια δεύτερη του Εργατικού Κέντρου. Η απεργία σημείωσε επίσης μεγάλη επιτυχία.
Στο Ηράκλειο Kρήτης υπολογίζεται ότι συμμετείχανε γύρω στα 3.500-4.000 διαδηλωτές. Από νωρίς το πρωΐ, ομάδες απεργών υποχρέωσαν μερικά μεγάλα πολυκαταστήματα να κλείσουν. Mερικές κάμερες έξω από τράπεζες έσπασαν, ενώ απόπειρα αναρχικών/αντιεξουσιαστών να εισβάλουν στην περιφέρεια Kρήτης εμποδίστηκε. Στο Pέθυμνο σημειώθηκε μια από τις μεγαλύτερες απεργιακές διαδηλώσεις.
Εμπόδιο οι γραφειοκρατίες
Eπί μια εβδομάδα, από τις 12/3 (και για μερικούς κλάδους πιο πριν) είχε διαμορφωθεί μια κατάσταση ακήρυκτης γενικής απεργίας. ΓENOΠ - ΔEH, ΠOE-OTA, και Tράπεζες, με πρωτοπορία τους εργαζόμενους της Tράπεζας Eλλάδας, αλλά και άλλους κλάδους, όπως οι μηχανικοί και οι δικηγόροι, είχαν δημιουργήσει μια απεργιακή ατμόσφαιρα.
Oι γραφειοκρατικές δυνάμεις φρόντισαν να μην επεκταθεί η απεργιακή δράση. Πρώτα πρώτα οι ηγεσίες της ΓΣEE και AΔEΔY έρριξαν πάγο στις απόπειρες κλιμάκωσης της απεργίας. H διάθεσή τους φάνηκε ήδη την Tετάρτη 12/3 που φρόντισαν να κηρύξουν τρίωρη στάση και όχι 24ωρη γενική απεργία. Ήλπιζαν ότι οι δικαστικές αποφάσεις θα ανάγκαζαν την ΠOE-OTA και τη ΓENOΠ να σταματήσουν την απεργία. Παρά την τεράστια συμμετοχή στην απεργία της 19/3 αρνήθηκαν επιμελώς να κηρύξουν έστω και παράταση της απεργίας για την επόμενη και μεθεπόμενη μέρα που στη βουλή συζητούνταν το αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο. H γενική απεργία διαρκείας είναι ό,τι τρομάζει περισσότερο τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, ιδίως όταν απειλεί να εξελιχθεί σε γενική πολιτική απεργία θέτοντας το ζήτημα της εξουσίας.
Aλλά και τα λεγόμενα ταξικά συνδικάτα, υπό την επιρροή του ΠAME, φρόντισαν να μην πάρουν ούτε μια απόφαση για κλιμάκωση της απεργίας έστω και μια (1) ώρα πέρα από την 24ωρη απεργία. Παρότι το KKE ελέγχει δεκάδες ομοσπονδίες, καμμιά δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση δεν πήρε απόφαση για απεργία πέραν της 24ωρης που κήρυξε η ΓΣΕΕ.
Aπόπειρες αριστερών μαχητικών συνδικαλιστών να υπάρξει συντονισμός των συνδικάτων, ιδίως των τριών μαχόμενων ομοσπονδιών (ΓENOΠ, ΠOE-OTA, OTOE) μποϋκοταρίστηκε. Έτσι, την Τετάρτη 19/3 έληξαν οι απεργίες της ΓΕΝΟΠ και ΠΟΕ-ΟΤΑ, ενώ η απεργία στην Τράπεζα Ελλάδας παρατάθηκε μέχρι την Παρασκευή υπό την κάλυψη της ΟΤΟΕ. Σημειωτέον, για την ένταξη του ταμείου της Τ.τ.Ε. στο ΙΚΑ, διαφωνεί και η? Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα.
Δημοσκόπηση για το Ασφαλιστικό
Σύμφωνα με δημοσκόπηση της VPRC για λογαριασμό της OTOE το 71% του κόσμου διαφωνεί με τα μέτρα της κυβέρνησης για το ασφαλιστικό και μόνο το 23% συμφωνεί.
Σύμφωνα με την έρευνα το Ασφαλιστικό θεωρείται το σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας με ποσοστό 27%, η ακρίβεια με ποσοστό 20%, η ανεργία με ποσοστό 17% και η Φτώχεια (χαμηλοί μισθοί και συντάξεις) με ποσοστό 13%.
Σύμφωνα με την έρευνα, από το ασφαλιστικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης ωφελούνται το κράτος με ποσοστό 42%, οι εργοδότες κατά 31%, οι εργαζόμενοι κατά 7% και οι συνταξιούχοι με ποσοστό 3%. Σε ό,τι αφορά στην ενοποίηση των Ασφαλιστικών Ταμείων, η πλειοψηφία (63%) όσων απάντησαν, θεωρεί ότι τα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων εξισώνονται προς τα κάτω.
Για τις απεργίες των εργαζομένων, το 69% τις θεωρεί δικαιολογημένες έναντι ποσοστού 29% που τις θεωρεί αδικαιολόγητες. Το 74% θεωρεί ότι το ασφαλιστικό νομοσχέδιο πρέπει να αποσυρθεί και να αναζητηθούν κοινά αποδεκτές λύσεις με τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα και το 18% θεωρεί ότι η κυβέρνηση πρέπει να επιμείνει στη ψήφισή του.
Θόδωρος Kουτσουμπός
Τετάρτη 26 Μαρτίου 2008
Τρίτη 25 Μαρτίου 2008
25 Μαρτίου επέτειος της «παλιγγενεσίας του ελληνικού έθνους»
25 Μαρτίου επέτειος της «παλιγγενεσίας του ελληνικού έθνους»
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ "ΜΑΥΡΙΛΑ" ΚΑΙ ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟΣ
Η επίσημη ιστορική αφήγηση για την επανάσταση του 1821 είναι από τα βασικά στηρίγματα της αστικής ιδεολογίας. Η Άποψη για το διαχρονικό και αναλλοίωτο του ελληνικού έθνους, της κοινότητας των ελληνικών συμφερόντων σε βάρος της ταξικής ανάλυσης και πάλης. Το άρθρο του Σίμου Μποζίκη, εκπαιδευτικού από την Κέρκυρα, φωτίζει τη διαπάλη αυτή καθώς και τις σημερινές προσπάθειες διαμόρφωσης αστικών ταυτοτήτων, και του Παναγιώτη Βήχου τις δολοπλοκίες της Εκκλησίας την εποχή εκείνη…
ΣΙΜΟΣ ΜΠΟΖΙΚΗΣ – ΒΗΧΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=4997
Στις 25 Μαρτίου είναι η επέτειος της «παλιγγενεσίας του ελληνικού έθνους». Με άλλα λόγια, είναι η επέτειος της αναγέννησης του ελληνικού έθνους που προϋπήρχε του 1821. Κατά την εθνικιστική ιδεολογία τα έθνη δεν είναι φαινόμενα που προέκυψαν ως δυνατότητα της ιστορικής εξέλιξης. Το ελληνικό έθνος υπήρχε ανέκαθεν, άλλοτε ενεργό και άλλοτε εν υπνώσει. Μέχρι που σταδιακά αφυπνίστηκε, ωρίμασε και απέκτησε πλήρη συνείδηση στη νεότερη εποχή. Το έθνος παρουσιάζεται δηλαδή ως κάτι διαχρονικό. Πού στηρίζεται αυτή η διαχρονικότητα; Σε μεταφυσικές παραδοχές, όπως η ταύτιση του έθνους με τη γη του, που είναι πλημμυρισμένη ελληνικότητα! Τα βουνά, τα δάση, τα ποτάμια, οι αρχαίες κολόνες είναι προικισμένα με την αθάνατη ελληνική ψυχή!
Ποιος και γιατί έχει ανάγκη αυτή τη διαχρονικότητα; Η αστική τάξη από τη στιγμή που επιδιώκει να γίνει κυρίαρχη τάξη διαμορφώνει ανάγκες ιστορικότητας και γι’ αυτό επιδιώκει να οργανώσει το παρελθόν με βάση τη δική της αντίληψη για τον κόσμο. Γι’ αυτό και η ιστορία που γράφει είναι διαμεσολαβημένη από τους στόχους της. Επιδιώκει έτσι να δώσει στα συμφέροντά της διαχρονικό νόημα. Ο τρόπος για να το κάνει αυτό είναι να χρωματίσει όλη την ιστορία με τα εθνικά χρώματα, εξαφανίζοντας την ταξική πάλη.
Δημιουργεί έτσι μια συλλογική ταυτότητα σε σχέση με την προέλευση των ανθρώπων. Με αυτόν τον τρόπο τα αστικά – εθνικά κινήματα, επιδίωξαν να ενσωματώσουν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και να δώσουν διαχρονικό και πανκοινωνικό χαρακτήρα στους στόχους τους. Οι στόχοι αυτοί έπρεπε να έχουν ρίζα στο παρελθόν και να αντλούν από κάπου τα «δίκαιά» τους. Στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν, αφού το ελληνικό έθνος θεωρείται ότι υπήρχε διαχρονικά, είχε το δικαίωμα της δημιουργίας ανεξάρτητου εθνικού κράτους.
Κάθε κράτος όμως συμπυκνώνει τα συμφέροντα μιας κυρίαρχης κοινωνικής τάξης. Στην προκειμένη περίπτωση, το ελληνικό κράτος εξέφραζε τα συμφέροντα των ανερχόμενων αστικών στρωμάτων που επεδίωκαν εδραίωση και επέκταση. Κατά τον Γκράμσι, το έθνος δεν ήταν μια κοινότητα που σχηματίστηκε αυθόρμητα, αλλά μια κοινότητα που χτίστηκε συνειδητά πάνω στην ικανότητα της αστικής τάξης να ηγεμονεύσει και να μετασχηματίσει σε εθνικά τα διάσπαρτα λαϊκά στοιχεία. Έτσι σε κάθε φάση τα συμφέροντα της αστικής τάξης (π.χ. η Μεγάλη Ιδέα) έπρεπε να φαίνονται ως συμφέροντα και δίκαια του εθνικού λαού.
Πριν από την επανάσταση του 1821, η αγορά στον ελλαδικό χώρο, παρά τις ιδιαιτερότητές της, λειτουργούσε με καπιταλιστικούς όρους. Από τα μέσα του 18ου αιώνα οι αστικές ελίτ (έμποροι, καραβοκύρηδες) αρχίζουν να εδραιώνουν τη θέση τους. Το θαλάσσιο εμπόριο ήταν αρκετά προσοδοφόρο: Τα εμπορικά πλοία είχαν εταιρική υπόσταση και διενεργούσαν εμπορικές πράξεις. Το αποτέλεσμα ήταν η συσσώρευση κεφαλαίου και η ναυπηγήθηση πολλών πλοίων. Στη στεριά κυριαρχεί η εμπορευματική παραγωγή και το δίκτυο των εμπορικών σχέσεων ήταν ανθηρό, έχοντας αντιπροσωπείες σε όλες τις πόλεις της Ευρώπης.
Η οικονομική δράση των αστικών στρωμάτων επιδρούσε στη συνείδησή τους. Το έδαφος της εποχής ήταν γόνιμο για να φυτρώσουν τα σχέδια της επανάστασης και τροφοδοτούσε εκρήξεις: Από το 1800 έως το 1819 οι τιμές αυξήθηκαν κατά 600% και η αμοιβή της εργασίας αυξήθηκε κατά 25%. Αυτές οι εξελίξεις καθήλωσαν την αγοραστική δύναμη του πληθυσμού και επηρέασαν την ανακατανομή πλούτου. Επίσης, λόγω της απουσίας προστατευτικής πολιτικής στην οθωμανική αυτοκρατορία, μια οικονομική κρίση το 1818 έπληξε τη ναυτιλία. Αυτά τα γεγονότα διαμόρφωναν σιγά – σιγά την πεποίθηση στα αστικά στρώματα ότι το οθωμανικό κράτος ήταν ένα βαρίδι που θα έπρεπε να το αφήσουν πίσω.
Απ’ την άλλη, οι τοπικές ελίτ (προεστοί, αρματολοί) επωφελούνταν από τη συμμετοχή τους στο φορολογικό και διοικητικό μηχανισμό του οθωμανικού κράτους, που υπεξαιρούσε το κοινωνικό πλεόνασμα από την αγροτική παραγωγή μέσω της φορολογίας: Ενοικίαζε τους φόρους σε πλούσιους ιδιώτες των πόλεων και αυτοί διαδοχικά τους υπενοικίαζαν στις τοπικές ελίτ. Συχνά γίνονταν μέχρι και οχτώ διαδοχικές υπενοικιάσεις, με αποτέλεσμα ο τελικός φόρος που βάρυνε τον καλλιεργητή να είναι πολλαπλάσιος.
Οι κοινωνικές ελίτ είχαν αποκτήσει οικονομική και πολιτική δύναμη. Αυτό δημιουργούσε προσδοκίες για την εδραίωση αυτής της ισχύος. Μέχρι όμως τα τέλη του 18ου αιώνα κινούνταν σε ένα μοτίβο υπακοής – ανταρσίας. Η υπακοή ήταν αναγκαία για την επιβίωσή τους και η ανταρσία ήταν συνέπεια των αυστηρών οριοθετήσεων που επέβαλε η κατάκτηση. Η ανταρσία έπαψε να εκτονώνεται εντός των οριοθετήσεων του οθωμανικού κράτους και πήρε τη μορφή εναλλακτικών σχεδίων εξουσίας στις αρχές του 19ου αιώνα, τπό την επιρροή των ιδεών του Διαφωτισμού και της αστικής τάξης.
Η επανάσταση του 1821 συνέβη από τη γενιά που ανδρώθηκε ιδεολογικά στο πνεύμα της αμερικανικής (1776) και της γαλλικής επανάστασης (1789). Αυτές δημιούργησαν την ιδέα που υπάρχει για το έθνος ως λαϊκή συλλογικότητα, ως ένα νέο είδος κοινότητας που οριζόταν με όρους πολιτικούς. Η ελληνική αστική τάξη ήρθε σ’ επαφή, στα κέντρα του ευρωπαϊκού εμπορίου, μ’ αυτές τις ιδεολογικές εξελίξεις και παρήγαγε πολιτικά μανιφέστα που καλούσαν σε μαζική στήριξη (Ρήγας, Ανώνυμος). Τέτοιο κείμενο είναι π.χ. η Ελληνική νομαρχία (1806) στην οποία γινόταν ταξική ανάλυση της κατάστασης, διατυπωνόταν το αίτημα της οργάνωσης της κοινωνίας σε αστική βάση και καλούνταν οι «υγιείς δυνάμεις του έθνους» να επαναστατήσουν. Σε αντίθεση με την προσδοκία της λύσης που θα έρθει απ’ το «ξανθό γένος» για να φέρει έναν δίκαιο και φωτισμένο ηγεμόνα, σχεδιάστηκε η οργάνωση κράτους που θα προέκυπτε μέσα από ένα μαζικό εθνικό κίνημα, υπό την ιδεολογική ηγεμονία αστικών ρευμάτων και στρωμάτων.
Πώς στάθηκε απέναντι σ’ αυτά τα σχέδια το προχουντικό στοιχείο, που είχε ενταχθεί στο μηχανισμό της κατάκτησης και μόνο μέσα σ’ αυτό το μηχανισμό θα μπορούσε να υπάρχει ως τέτοιο; Το πρωτότυπο του εγχειρήματος συγκρότησης νεωτερικού κράτους εγκυμονούσε κινδύνους, αλλά έδειχνε να καλύπτει την προσδοκία τους να είναι μοναδικές κεφαλές στον τόπο τους, να διοικούν και να κρατούν το οικονομικό πλεόνασμα για τον εαυτό τους.
ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΠΟΔΑ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ
Τοπικές και θρησκευτικές ιδιαιτερότητες ως μέσα ενσωμάτωσης
Στις αρχές του 19ου αιώνα ο «λαός» δεινοπαθούσε από τη βαριά φορολογία. Η προσδοκία για μια καλύτερη ζωή έβρισκε την ατελή έκφρασή της στις αστικές ιδέες που προέβαλαν ένα κράτος το οποίο θα στηριζόταν στο «δικαίωμα» και στην «ελευθερία». Η πίεση της επιβίωσης συναντιόταν με το «καρότο» των ιδεών. Υπήρχε όμως και το «μαστίγιο» των έμμεσων καταναγκασμών.
Προεπαναστατικά, τα δίκτυα εξουσίας συγκροτούνταν σε διαδοχικές αλληλεξαρτήσεις. Από πάνω προς τα κάτω: προστασία και δανεισμός. Από κάτω προς τα πάνω: φορολογικές πρόσοδοι και τόκοι. Έτσι ελέγχονταν ευρύτερες πληθυσμιακές ομάδες και εντάσσονταν στα σχέδια των ελίτ. Αυτά τα δίκτυα δεν έπαψαν να υπάρχουν και στο πλαίσιο της επανάστασης, πήραν όμως νέα μορφή που υπαγορεύονταν από την ισχύ των όπλων και την πολιτική ισχύ.
Η νίκη της αστικής τάξης και των διανοουμένων της ήταν η διατύπωση πολιτικών σχεδίων που ενσωμάτωσαν τις προσδοκίες των παραδοσιακών ομάδων και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων μέσα στο εθνικό κίνημα. Η μεγάλη μάζα του πληθυσμού στο πλαίσιο του εθνικού κινήματος προικίστηκε με την ταυτότητα του «κυρίαρχου λαού» και αποτέλεσε το νομιμοποιητικό σύνολο του κράτους. Αυτός ο κυρίαρχος εθνικός λαός μέσα από την εκπαίδευση, τις εφημερίδες και μια διαδικασία πολιτικής κοινωνικοποίησης αποτέλεσε μια «φαντασιακή» πολιτική κοινότητα. (Άντερσον).
Αν αυτό φωτίζει σε κάποιο βαθμό την πραγματικότητα, τότε σήμερα δημιουργούνται νέου τύπου φαντασιακές κοινότητες που ανασυγκροτούν την ηγεμονία της αστικής πολιτικής επί της εργατικής τάξης. Σήμερα η οικοδόμηση της αστικής κυριαρχίας πάει να στηριχθεί και σε μια νέα βάση. Βρισκόμαστε σε μια εποχή υψηλής διεθνοποίησης του κεφαλαίου, προώθησης καπιταλιστικών ολοκληρώσεων, αποκέντρωσης της παραγωγής και ανισόμετρης ανάπτυξης. Αυτή η διπλή τάση του κεφαλαίου επιβάλλει έναν αντιδραστικό συνδυασμό εθνικού – διεθνικού, τοπικισμού – κοσμοπολιτισμού. Παράλληλα με την παγκόσμια ομογενοποιημένη κουλτούρα, παράγονται πιο πολύπλοκες μορφές πολιτισμικής διαφοροποίησης που σχετίζονται με την τοπική κοινότητα και την περιφέρεια ή τη θρησκευτική και εθνοτική ταυτότητα και την πολυπολιτισμικότητα. Γίνεται προσπάθεια από τις δυναμικές πλευρές του κεφαλαίου και τη διανόηση που αναφέρεται σ’ αυτές να οικοδομηθούν νέες μορφές ταυτότητας των «κάτω» που να νομιμοποιούν επιλογές όπως π.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι ταυτότητες που οικοδομούνται σήμερα αναπτύσσονται σε βάρος της ταξικής συνείδησης. Η απάντηση των εργαζομένων δεν πρέπει είναι η επιστροφή στην εθνική ταυτότητα, ούτε βέβαια η εθνικότητα και ο κοσμοπολιτισμός. Οι δυνατότητες της εποχής δείχνουν ότι παράλληλα με τους αγώνες στο έδαφος των εθνικών κρατών υπάρχει περισσότερο από ποτέ η δυνατότητα διεθνιστικής εργατικής πάλης και πολιτικής. Το «προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε» αποκτάει ξανά επίκαιρο νόημα στο νέο περιβάλλον.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ "ΜΑΥΡΙΛΑ" ΚΑΙ ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟΣ
ΒΗΧΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Θυμάστε το ιερατείο του ορθόδοξου φονταμενταλισμού, που απειλούσε ανοιχτά Θεούς και δαίμονες, κραδάνοντας δια του μακαριστού αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου Χριστόδουλου το Λάβαρο της Αγίας Λαύρας πριν από μερικά χρόνια; Ο Αρχιεπίσκοπος μάλιστα την περίοδο εκείνη, μιλώντας στη "λαοσύναξη" της Αθήνας είχε κατηγορήσει τους "Αθεους" "για παντελή άγνοια" της ιστορίας του 18ου και 19ου αιώνα στον τόπο αυτό. Και όμως είναι ίσως η εκκλησία η μόνη που δεν δικαιούτε να μιλάει για "άγνοια" γιατί ο ρόλος που έπαιξε όλα αυτά τα χρόνια από το 1821 μέχρι τις μέρες μας, κάθε άλλο παρά καθαρός είναι.
Για να πάρουμε μια μικρή "γεύση" του πόσο "προοδευτικός" ήταν ο ρόλος της εκκλησίας όλα αυτά τα χρόνια ας θυμήσουμε στην ηγεσία της εκκλησίας ότι ακόμα και ο Σπύρος Τρικούπης το 1875 στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως έγραψε τα εξείς: "Ψευδής είναι η Εν Ελλάδι επικρατούσα ιδέα ότι εν τη Μονή της Αγίας Λαύρας ανυψώθη κατά πρώτον η σημαία της Επαναστάσεως". Κι επειδή κάποια στιγμή οι μύθοι πρέπει να αντικαθίστανται από τα πραγματικά γεγονότα και την Ιστορία ας κάνουμε μια μικρή "ξενάγηση" στα χρόνια αυτά από την Επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα για να δούμε το ρόλο της εκκλησίας σ΄ αυτά..
Ο απόηχος της Γαλλικής Επανάστασης το 1789 με τα μυνήματα περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ρουσώ, Βολταίρος), Ορθολογισμού (Καρτέσιος) και Αθεϊας (Εγκυκλοπαιδιστές), αγγίζει το πρόβλημα της κατεχόμενης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία Ελλάδας, και διαμορφώνει νέα κοινωνικοπολιτικά κριτήρια στον υπάρχοντα, εντός και εκτός συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Ελληνισμό. Μέσα στα επόμενα τριάντα χρόνια μεθοδεύεται η ιδέα της Απελευθέρωσης και της Επανάστασης.
Το σκιερό, όμως, ιερατικό μέγαρο απέτρεπε την εισροή του ανατέλλοντος δυτικού Διαφωτισμού και μεθόδευε την ασιατική αγραμματοσύνη, διακινώντας τη στατική και νοσηρή θεώρηση ότι πέραν της τυφλής υποταγής, καμία άλλη αρετή δεν είναι απαραίτητη για έναν καλό χριστιανό. Νοοτροπία και καθεστώς που εξυπηρετούσε απόλυτα τους Οθωμανούς, που δε θέλανε ανταρσίες στην αυτοκρατορία τους, ενώ παράλληλα κι η εκκλησία απολάμβανε στο ακέραιο όλα τα συμφωνημένα προνόμια.
Έτσι, λοιπόν, όταν ξεκίνησε η Επανάσταση του 1821 η εκκλησία μέσω του Πατριαρχείου ΤΗΝ ΑΦΟΡIΣΕ όπως αφόρισε και τους επαναστάτες, το Ρήγα Φεραίο, αλλά και τον Υψηλάντη. Νάτη λοιπόν η επαίσχυντη απόφαση Αφορισμού: "... Εκείνους δε τους ασεβείς πρωταιτίους και απονενοημένους φυγάδας και αποστάτας ολεθρίους να τους μισείτε και να τους αποστρέφεστε και διανοία και λόγω, καθότι και η εκκλησία τους έχει μεμισημένους, και επισωρεύει κατ΄ αυτών τας παλαμναιοτάτας και φρικωδεστάτας αράς: ως μέλη σεσηπότα, τους έχει αποκεκομμένους της καθαράς και υγιαινούσης χριστιανικής ολομελείας. Ως παραβάται δε των Θείων νόμων και κανονικών διατάξεων... ΑΦΟΡΙΣΜΕΝΟΙ υπάρχειεν και κατηραμένοι και αυγχώρητοι και μετά θάνατον (...)".
Ο αφορισμός, εκτός από την υπογραφή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, φέρει την υπογραφή του μητροπολίτη Ιεροσολύμων, καθώς και, μεταξύ άλλων, των μητροπολιτών Καισαρείας, Νικομήδειας, Δέρκων, Ανδριανουπόλεως, Βιζύης κλπ., κλπ. Έτσι λοιπόν θα λέγαμε, αν ζούσε, στον σύγχρονο "Παλαιών Πατρών Γερμανό", τον μακαριστό Χριστόδουλο ότι όταν το Γενάρη του 1821 ο Παπαφλέσσας έφθασε στη Βοστίτσα (Αίγιο) για να ξεσηκώσει τους προκρίτους και τους αρχιερείς ενανίων των τούρκων κατακτητών, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τον αποκάλεσε "εξωλέστατον" και "απατεώνα"! Ο ίδιος ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στις πρώτες σελίδες των απομνημονευμάτων του - που διάβασα ο ίδιος με τα μάτια μου - ομολογεί ότι όταν ξεκίνησε ο ξεσηκωμός δεν ήταν στην Αγία Λαύρα, ούτε ύψωσε εκεί λάβαρα, όπως του "καταλογίζουν" μεταγενέστεροι και σημερινοί θαυμαστές του, σαν τον Χριστόδουλο και όχι μόνο. Ο Παπαφλέσσας πάντως συνέχισε μετά τη Βοστίτσα το απελευθερωτικό του έργο ως το... Μανιάκι, μολονότι κεκοσμημένος με επίθετα όπως "απατεών" και "εξωλέστατος" από τον αρχιεπίσκοπο αλάβαρον...
Αυτά συνέβησαν τότε. Αλλά και αργότερα η εκκλησία - για να έρθουμε σε ποιο κοντινά μας χρόνια - αναθεμάτισε και το Βενιζέλο και συμμετείχε ενεργά στη δικτατορία του Μεταξά... Ας δούμε όμως τι συνέβη τον καιρό της Γερμανικής κατοχής στη χώρα μας. Κατ΄ αρχάς ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος της εποχής, ο Δαμασκηνός, ανέβηκε στο θρόνο του λόγω της εκλεκτικής του σχέσης με την κατοχική "κυβέρνηση" του Τσολάκογλου. Μάλιστα σε επιστολή του προς τον Τσολάκογλου (και αφού είχε με τη βοήθεια του τελευταίου καταλάβει την Αρχιεπισκοπή) ο Δαμασκηνός χαρακτήριζε τη συνθηκολόγηση με τους κατακτητές σαν "μέτρον ανάγκης"... Στα χρόνια του εμφυλίου, αλλά και κατοπινά, η εκκλησία δηλώνει πάντα πίστη στας "εθνικάς" δυνάμεις της πολιτικής ζωής του τόπου και επομένως οι εγκύκλιοι της Ιεράς Συνόδου που καταδικάζουν τον απελευθερωτικό αγώνα και τους αριστερούς, είναι στην ημερήσια διάταξη. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετά χρόνια αργότερα, το 1984, το ένα τρίτο των μελών της Ιεράς Συνόδου είχε προϋπηρεσία στο στρατό κατά την περίοδο του Εμφυλίου! Ορισμένοι μάλιστα από τους αρχιμανδρίτες εκείνης της εποχής, που αργότερα έγιναν ισχυροί μητροπολίτες, εκτός των άλλων υπηρέτησαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Μακρόνησο.Η επίσημη εκκλησία υπήρξε, όμως, ανέκαθεν και κήρυκας του σκοταδισμού και στον τομέα της σκέψης, πολύ δε περισσότερο της δράσης, όσον αφορά την κατοχύρωση προοδευτικών μέτρων στο χώρο της εκπαίδευσης (άλλωστε οι μαθητές το 1999 ήταν οι τελευταίοι που έμαθαν τι σημαίνει να "αποκηρύσσει" τον αγώνα τους η εκκλησία, όπως συνέβη με τις δηλώσεις του κυρίου Χριστόδουλου). Έτσι πνευματικοί άνθρωποι της χώρας μας βρέθηκαν κατά καιρούς στο στόχαστρο της εκκλησίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση με τους "μαλλιαρούς"-δημοτικιστές. Τότε με παρέμβαση της Ιεράς Συνόδου τον Ιούλη του 1925 για να αντιμετωπιστούν οι "άθεοι" δημοτικιστές το κράτος απομακρύνει το Γενάρη του 1926 από τις θέσεις τους τούς "επικίνδυνους" για την πνευματική υγεία των παιδιών μας τους εκπαιδευτικούς Γληνό, Ιορδανίδη, Δελμούζο, Ρόζα Ιμβριώτη, Παπαμαύρο και Κώστα Βάρναλη. Επιπλέον το κράτος καταργεί και την Παιδαγωγική Ακαδημία. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1954, στο στόχαστρο της Ιεράς Συνόδου μπαίνει και ο Καζαντζάκης. Τα έργα του "Καπετάν Μιχάλης" και "Ο τελευταίος Πειρασμός" προκαλούν τη μήνιν του ιερατείου. Η Ιερά Σύνοδος ζητά από το Πατριαρχείο να αφορίσει τα βιβλία, αλλά ο σάλος που προκαλείται αποσοβεί μια τέτοια εξέλιξη. Είναι προφανές ότι το νήμα που συνδέει εκείνους που αφόρισαν το Λασκαράτο, που κυνήγησαν το Γληνό, το Βάρναλη και τον Καζαντζάκη, είναι το ίδιο νήμα που ένωσε τον Χριστόδουλο με τους αφρίζοντες "χριστιανούς" της "λαοσύναξης" της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας πριν από μερικά χρόνια…
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ "ΜΑΥΡΙΛΑ" ΚΑΙ ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟΣ
Η επίσημη ιστορική αφήγηση για την επανάσταση του 1821 είναι από τα βασικά στηρίγματα της αστικής ιδεολογίας. Η Άποψη για το διαχρονικό και αναλλοίωτο του ελληνικού έθνους, της κοινότητας των ελληνικών συμφερόντων σε βάρος της ταξικής ανάλυσης και πάλης. Το άρθρο του Σίμου Μποζίκη, εκπαιδευτικού από την Κέρκυρα, φωτίζει τη διαπάλη αυτή καθώς και τις σημερινές προσπάθειες διαμόρφωσης αστικών ταυτοτήτων, και του Παναγιώτη Βήχου τις δολοπλοκίες της Εκκλησίας την εποχή εκείνη…
ΣΙΜΟΣ ΜΠΟΖΙΚΗΣ – ΒΗΧΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=4997
Στις 25 Μαρτίου είναι η επέτειος της «παλιγγενεσίας του ελληνικού έθνους». Με άλλα λόγια, είναι η επέτειος της αναγέννησης του ελληνικού έθνους που προϋπήρχε του 1821. Κατά την εθνικιστική ιδεολογία τα έθνη δεν είναι φαινόμενα που προέκυψαν ως δυνατότητα της ιστορικής εξέλιξης. Το ελληνικό έθνος υπήρχε ανέκαθεν, άλλοτε ενεργό και άλλοτε εν υπνώσει. Μέχρι που σταδιακά αφυπνίστηκε, ωρίμασε και απέκτησε πλήρη συνείδηση στη νεότερη εποχή. Το έθνος παρουσιάζεται δηλαδή ως κάτι διαχρονικό. Πού στηρίζεται αυτή η διαχρονικότητα; Σε μεταφυσικές παραδοχές, όπως η ταύτιση του έθνους με τη γη του, που είναι πλημμυρισμένη ελληνικότητα! Τα βουνά, τα δάση, τα ποτάμια, οι αρχαίες κολόνες είναι προικισμένα με την αθάνατη ελληνική ψυχή!
Ποιος και γιατί έχει ανάγκη αυτή τη διαχρονικότητα; Η αστική τάξη από τη στιγμή που επιδιώκει να γίνει κυρίαρχη τάξη διαμορφώνει ανάγκες ιστορικότητας και γι’ αυτό επιδιώκει να οργανώσει το παρελθόν με βάση τη δική της αντίληψη για τον κόσμο. Γι’ αυτό και η ιστορία που γράφει είναι διαμεσολαβημένη από τους στόχους της. Επιδιώκει έτσι να δώσει στα συμφέροντά της διαχρονικό νόημα. Ο τρόπος για να το κάνει αυτό είναι να χρωματίσει όλη την ιστορία με τα εθνικά χρώματα, εξαφανίζοντας την ταξική πάλη.
Δημιουργεί έτσι μια συλλογική ταυτότητα σε σχέση με την προέλευση των ανθρώπων. Με αυτόν τον τρόπο τα αστικά – εθνικά κινήματα, επιδίωξαν να ενσωματώσουν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και να δώσουν διαχρονικό και πανκοινωνικό χαρακτήρα στους στόχους τους. Οι στόχοι αυτοί έπρεπε να έχουν ρίζα στο παρελθόν και να αντλούν από κάπου τα «δίκαιά» τους. Στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν, αφού το ελληνικό έθνος θεωρείται ότι υπήρχε διαχρονικά, είχε το δικαίωμα της δημιουργίας ανεξάρτητου εθνικού κράτους.
Κάθε κράτος όμως συμπυκνώνει τα συμφέροντα μιας κυρίαρχης κοινωνικής τάξης. Στην προκειμένη περίπτωση, το ελληνικό κράτος εξέφραζε τα συμφέροντα των ανερχόμενων αστικών στρωμάτων που επεδίωκαν εδραίωση και επέκταση. Κατά τον Γκράμσι, το έθνος δεν ήταν μια κοινότητα που σχηματίστηκε αυθόρμητα, αλλά μια κοινότητα που χτίστηκε συνειδητά πάνω στην ικανότητα της αστικής τάξης να ηγεμονεύσει και να μετασχηματίσει σε εθνικά τα διάσπαρτα λαϊκά στοιχεία. Έτσι σε κάθε φάση τα συμφέροντα της αστικής τάξης (π.χ. η Μεγάλη Ιδέα) έπρεπε να φαίνονται ως συμφέροντα και δίκαια του εθνικού λαού.
Πριν από την επανάσταση του 1821, η αγορά στον ελλαδικό χώρο, παρά τις ιδιαιτερότητές της, λειτουργούσε με καπιταλιστικούς όρους. Από τα μέσα του 18ου αιώνα οι αστικές ελίτ (έμποροι, καραβοκύρηδες) αρχίζουν να εδραιώνουν τη θέση τους. Το θαλάσσιο εμπόριο ήταν αρκετά προσοδοφόρο: Τα εμπορικά πλοία είχαν εταιρική υπόσταση και διενεργούσαν εμπορικές πράξεις. Το αποτέλεσμα ήταν η συσσώρευση κεφαλαίου και η ναυπηγήθηση πολλών πλοίων. Στη στεριά κυριαρχεί η εμπορευματική παραγωγή και το δίκτυο των εμπορικών σχέσεων ήταν ανθηρό, έχοντας αντιπροσωπείες σε όλες τις πόλεις της Ευρώπης.
Η οικονομική δράση των αστικών στρωμάτων επιδρούσε στη συνείδησή τους. Το έδαφος της εποχής ήταν γόνιμο για να φυτρώσουν τα σχέδια της επανάστασης και τροφοδοτούσε εκρήξεις: Από το 1800 έως το 1819 οι τιμές αυξήθηκαν κατά 600% και η αμοιβή της εργασίας αυξήθηκε κατά 25%. Αυτές οι εξελίξεις καθήλωσαν την αγοραστική δύναμη του πληθυσμού και επηρέασαν την ανακατανομή πλούτου. Επίσης, λόγω της απουσίας προστατευτικής πολιτικής στην οθωμανική αυτοκρατορία, μια οικονομική κρίση το 1818 έπληξε τη ναυτιλία. Αυτά τα γεγονότα διαμόρφωναν σιγά – σιγά την πεποίθηση στα αστικά στρώματα ότι το οθωμανικό κράτος ήταν ένα βαρίδι που θα έπρεπε να το αφήσουν πίσω.
Απ’ την άλλη, οι τοπικές ελίτ (προεστοί, αρματολοί) επωφελούνταν από τη συμμετοχή τους στο φορολογικό και διοικητικό μηχανισμό του οθωμανικού κράτους, που υπεξαιρούσε το κοινωνικό πλεόνασμα από την αγροτική παραγωγή μέσω της φορολογίας: Ενοικίαζε τους φόρους σε πλούσιους ιδιώτες των πόλεων και αυτοί διαδοχικά τους υπενοικίαζαν στις τοπικές ελίτ. Συχνά γίνονταν μέχρι και οχτώ διαδοχικές υπενοικιάσεις, με αποτέλεσμα ο τελικός φόρος που βάρυνε τον καλλιεργητή να είναι πολλαπλάσιος.
Οι κοινωνικές ελίτ είχαν αποκτήσει οικονομική και πολιτική δύναμη. Αυτό δημιουργούσε προσδοκίες για την εδραίωση αυτής της ισχύος. Μέχρι όμως τα τέλη του 18ου αιώνα κινούνταν σε ένα μοτίβο υπακοής – ανταρσίας. Η υπακοή ήταν αναγκαία για την επιβίωσή τους και η ανταρσία ήταν συνέπεια των αυστηρών οριοθετήσεων που επέβαλε η κατάκτηση. Η ανταρσία έπαψε να εκτονώνεται εντός των οριοθετήσεων του οθωμανικού κράτους και πήρε τη μορφή εναλλακτικών σχεδίων εξουσίας στις αρχές του 19ου αιώνα, τπό την επιρροή των ιδεών του Διαφωτισμού και της αστικής τάξης.
Η επανάσταση του 1821 συνέβη από τη γενιά που ανδρώθηκε ιδεολογικά στο πνεύμα της αμερικανικής (1776) και της γαλλικής επανάστασης (1789). Αυτές δημιούργησαν την ιδέα που υπάρχει για το έθνος ως λαϊκή συλλογικότητα, ως ένα νέο είδος κοινότητας που οριζόταν με όρους πολιτικούς. Η ελληνική αστική τάξη ήρθε σ’ επαφή, στα κέντρα του ευρωπαϊκού εμπορίου, μ’ αυτές τις ιδεολογικές εξελίξεις και παρήγαγε πολιτικά μανιφέστα που καλούσαν σε μαζική στήριξη (Ρήγας, Ανώνυμος). Τέτοιο κείμενο είναι π.χ. η Ελληνική νομαρχία (1806) στην οποία γινόταν ταξική ανάλυση της κατάστασης, διατυπωνόταν το αίτημα της οργάνωσης της κοινωνίας σε αστική βάση και καλούνταν οι «υγιείς δυνάμεις του έθνους» να επαναστατήσουν. Σε αντίθεση με την προσδοκία της λύσης που θα έρθει απ’ το «ξανθό γένος» για να φέρει έναν δίκαιο και φωτισμένο ηγεμόνα, σχεδιάστηκε η οργάνωση κράτους που θα προέκυπτε μέσα από ένα μαζικό εθνικό κίνημα, υπό την ιδεολογική ηγεμονία αστικών ρευμάτων και στρωμάτων.
Πώς στάθηκε απέναντι σ’ αυτά τα σχέδια το προχουντικό στοιχείο, που είχε ενταχθεί στο μηχανισμό της κατάκτησης και μόνο μέσα σ’ αυτό το μηχανισμό θα μπορούσε να υπάρχει ως τέτοιο; Το πρωτότυπο του εγχειρήματος συγκρότησης νεωτερικού κράτους εγκυμονούσε κινδύνους, αλλά έδειχνε να καλύπτει την προσδοκία τους να είναι μοναδικές κεφαλές στον τόπο τους, να διοικούν και να κρατούν το οικονομικό πλεόνασμα για τον εαυτό τους.
ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΠΟΔΑ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ
Τοπικές και θρησκευτικές ιδιαιτερότητες ως μέσα ενσωμάτωσης
Στις αρχές του 19ου αιώνα ο «λαός» δεινοπαθούσε από τη βαριά φορολογία. Η προσδοκία για μια καλύτερη ζωή έβρισκε την ατελή έκφρασή της στις αστικές ιδέες που προέβαλαν ένα κράτος το οποίο θα στηριζόταν στο «δικαίωμα» και στην «ελευθερία». Η πίεση της επιβίωσης συναντιόταν με το «καρότο» των ιδεών. Υπήρχε όμως και το «μαστίγιο» των έμμεσων καταναγκασμών.
Προεπαναστατικά, τα δίκτυα εξουσίας συγκροτούνταν σε διαδοχικές αλληλεξαρτήσεις. Από πάνω προς τα κάτω: προστασία και δανεισμός. Από κάτω προς τα πάνω: φορολογικές πρόσοδοι και τόκοι. Έτσι ελέγχονταν ευρύτερες πληθυσμιακές ομάδες και εντάσσονταν στα σχέδια των ελίτ. Αυτά τα δίκτυα δεν έπαψαν να υπάρχουν και στο πλαίσιο της επανάστασης, πήραν όμως νέα μορφή που υπαγορεύονταν από την ισχύ των όπλων και την πολιτική ισχύ.
Η νίκη της αστικής τάξης και των διανοουμένων της ήταν η διατύπωση πολιτικών σχεδίων που ενσωμάτωσαν τις προσδοκίες των παραδοσιακών ομάδων και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων μέσα στο εθνικό κίνημα. Η μεγάλη μάζα του πληθυσμού στο πλαίσιο του εθνικού κινήματος προικίστηκε με την ταυτότητα του «κυρίαρχου λαού» και αποτέλεσε το νομιμοποιητικό σύνολο του κράτους. Αυτός ο κυρίαρχος εθνικός λαός μέσα από την εκπαίδευση, τις εφημερίδες και μια διαδικασία πολιτικής κοινωνικοποίησης αποτέλεσε μια «φαντασιακή» πολιτική κοινότητα. (Άντερσον).
Αν αυτό φωτίζει σε κάποιο βαθμό την πραγματικότητα, τότε σήμερα δημιουργούνται νέου τύπου φαντασιακές κοινότητες που ανασυγκροτούν την ηγεμονία της αστικής πολιτικής επί της εργατικής τάξης. Σήμερα η οικοδόμηση της αστικής κυριαρχίας πάει να στηριχθεί και σε μια νέα βάση. Βρισκόμαστε σε μια εποχή υψηλής διεθνοποίησης του κεφαλαίου, προώθησης καπιταλιστικών ολοκληρώσεων, αποκέντρωσης της παραγωγής και ανισόμετρης ανάπτυξης. Αυτή η διπλή τάση του κεφαλαίου επιβάλλει έναν αντιδραστικό συνδυασμό εθνικού – διεθνικού, τοπικισμού – κοσμοπολιτισμού. Παράλληλα με την παγκόσμια ομογενοποιημένη κουλτούρα, παράγονται πιο πολύπλοκες μορφές πολιτισμικής διαφοροποίησης που σχετίζονται με την τοπική κοινότητα και την περιφέρεια ή τη θρησκευτική και εθνοτική ταυτότητα και την πολυπολιτισμικότητα. Γίνεται προσπάθεια από τις δυναμικές πλευρές του κεφαλαίου και τη διανόηση που αναφέρεται σ’ αυτές να οικοδομηθούν νέες μορφές ταυτότητας των «κάτω» που να νομιμοποιούν επιλογές όπως π.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι ταυτότητες που οικοδομούνται σήμερα αναπτύσσονται σε βάρος της ταξικής συνείδησης. Η απάντηση των εργαζομένων δεν πρέπει είναι η επιστροφή στην εθνική ταυτότητα, ούτε βέβαια η εθνικότητα και ο κοσμοπολιτισμός. Οι δυνατότητες της εποχής δείχνουν ότι παράλληλα με τους αγώνες στο έδαφος των εθνικών κρατών υπάρχει περισσότερο από ποτέ η δυνατότητα διεθνιστικής εργατικής πάλης και πολιτικής. Το «προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε» αποκτάει ξανά επίκαιρο νόημα στο νέο περιβάλλον.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ "ΜΑΥΡΙΛΑ" ΚΑΙ ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟΣ
ΒΗΧΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Θυμάστε το ιερατείο του ορθόδοξου φονταμενταλισμού, που απειλούσε ανοιχτά Θεούς και δαίμονες, κραδάνοντας δια του μακαριστού αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου Χριστόδουλου το Λάβαρο της Αγίας Λαύρας πριν από μερικά χρόνια; Ο Αρχιεπίσκοπος μάλιστα την περίοδο εκείνη, μιλώντας στη "λαοσύναξη" της Αθήνας είχε κατηγορήσει τους "Αθεους" "για παντελή άγνοια" της ιστορίας του 18ου και 19ου αιώνα στον τόπο αυτό. Και όμως είναι ίσως η εκκλησία η μόνη που δεν δικαιούτε να μιλάει για "άγνοια" γιατί ο ρόλος που έπαιξε όλα αυτά τα χρόνια από το 1821 μέχρι τις μέρες μας, κάθε άλλο παρά καθαρός είναι.
Για να πάρουμε μια μικρή "γεύση" του πόσο "προοδευτικός" ήταν ο ρόλος της εκκλησίας όλα αυτά τα χρόνια ας θυμήσουμε στην ηγεσία της εκκλησίας ότι ακόμα και ο Σπύρος Τρικούπης το 1875 στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως έγραψε τα εξείς: "Ψευδής είναι η Εν Ελλάδι επικρατούσα ιδέα ότι εν τη Μονή της Αγίας Λαύρας ανυψώθη κατά πρώτον η σημαία της Επαναστάσεως". Κι επειδή κάποια στιγμή οι μύθοι πρέπει να αντικαθίστανται από τα πραγματικά γεγονότα και την Ιστορία ας κάνουμε μια μικρή "ξενάγηση" στα χρόνια αυτά από την Επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα για να δούμε το ρόλο της εκκλησίας σ΄ αυτά..
Ο απόηχος της Γαλλικής Επανάστασης το 1789 με τα μυνήματα περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ρουσώ, Βολταίρος), Ορθολογισμού (Καρτέσιος) και Αθεϊας (Εγκυκλοπαιδιστές), αγγίζει το πρόβλημα της κατεχόμενης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία Ελλάδας, και διαμορφώνει νέα κοινωνικοπολιτικά κριτήρια στον υπάρχοντα, εντός και εκτός συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Ελληνισμό. Μέσα στα επόμενα τριάντα χρόνια μεθοδεύεται η ιδέα της Απελευθέρωσης και της Επανάστασης.
Το σκιερό, όμως, ιερατικό μέγαρο απέτρεπε την εισροή του ανατέλλοντος δυτικού Διαφωτισμού και μεθόδευε την ασιατική αγραμματοσύνη, διακινώντας τη στατική και νοσηρή θεώρηση ότι πέραν της τυφλής υποταγής, καμία άλλη αρετή δεν είναι απαραίτητη για έναν καλό χριστιανό. Νοοτροπία και καθεστώς που εξυπηρετούσε απόλυτα τους Οθωμανούς, που δε θέλανε ανταρσίες στην αυτοκρατορία τους, ενώ παράλληλα κι η εκκλησία απολάμβανε στο ακέραιο όλα τα συμφωνημένα προνόμια.
Έτσι, λοιπόν, όταν ξεκίνησε η Επανάσταση του 1821 η εκκλησία μέσω του Πατριαρχείου ΤΗΝ ΑΦΟΡIΣΕ όπως αφόρισε και τους επαναστάτες, το Ρήγα Φεραίο, αλλά και τον Υψηλάντη. Νάτη λοιπόν η επαίσχυντη απόφαση Αφορισμού: "... Εκείνους δε τους ασεβείς πρωταιτίους και απονενοημένους φυγάδας και αποστάτας ολεθρίους να τους μισείτε και να τους αποστρέφεστε και διανοία και λόγω, καθότι και η εκκλησία τους έχει μεμισημένους, και επισωρεύει κατ΄ αυτών τας παλαμναιοτάτας και φρικωδεστάτας αράς: ως μέλη σεσηπότα, τους έχει αποκεκομμένους της καθαράς και υγιαινούσης χριστιανικής ολομελείας. Ως παραβάται δε των Θείων νόμων και κανονικών διατάξεων... ΑΦΟΡΙΣΜΕΝΟΙ υπάρχειεν και κατηραμένοι και αυγχώρητοι και μετά θάνατον (...)".
Ο αφορισμός, εκτός από την υπογραφή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, φέρει την υπογραφή του μητροπολίτη Ιεροσολύμων, καθώς και, μεταξύ άλλων, των μητροπολιτών Καισαρείας, Νικομήδειας, Δέρκων, Ανδριανουπόλεως, Βιζύης κλπ., κλπ. Έτσι λοιπόν θα λέγαμε, αν ζούσε, στον σύγχρονο "Παλαιών Πατρών Γερμανό", τον μακαριστό Χριστόδουλο ότι όταν το Γενάρη του 1821 ο Παπαφλέσσας έφθασε στη Βοστίτσα (Αίγιο) για να ξεσηκώσει τους προκρίτους και τους αρχιερείς ενανίων των τούρκων κατακτητών, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τον αποκάλεσε "εξωλέστατον" και "απατεώνα"! Ο ίδιος ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στις πρώτες σελίδες των απομνημονευμάτων του - που διάβασα ο ίδιος με τα μάτια μου - ομολογεί ότι όταν ξεκίνησε ο ξεσηκωμός δεν ήταν στην Αγία Λαύρα, ούτε ύψωσε εκεί λάβαρα, όπως του "καταλογίζουν" μεταγενέστεροι και σημερινοί θαυμαστές του, σαν τον Χριστόδουλο και όχι μόνο. Ο Παπαφλέσσας πάντως συνέχισε μετά τη Βοστίτσα το απελευθερωτικό του έργο ως το... Μανιάκι, μολονότι κεκοσμημένος με επίθετα όπως "απατεών" και "εξωλέστατος" από τον αρχιεπίσκοπο αλάβαρον...
Αυτά συνέβησαν τότε. Αλλά και αργότερα η εκκλησία - για να έρθουμε σε ποιο κοντινά μας χρόνια - αναθεμάτισε και το Βενιζέλο και συμμετείχε ενεργά στη δικτατορία του Μεταξά... Ας δούμε όμως τι συνέβη τον καιρό της Γερμανικής κατοχής στη χώρα μας. Κατ΄ αρχάς ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος της εποχής, ο Δαμασκηνός, ανέβηκε στο θρόνο του λόγω της εκλεκτικής του σχέσης με την κατοχική "κυβέρνηση" του Τσολάκογλου. Μάλιστα σε επιστολή του προς τον Τσολάκογλου (και αφού είχε με τη βοήθεια του τελευταίου καταλάβει την Αρχιεπισκοπή) ο Δαμασκηνός χαρακτήριζε τη συνθηκολόγηση με τους κατακτητές σαν "μέτρον ανάγκης"... Στα χρόνια του εμφυλίου, αλλά και κατοπινά, η εκκλησία δηλώνει πάντα πίστη στας "εθνικάς" δυνάμεις της πολιτικής ζωής του τόπου και επομένως οι εγκύκλιοι της Ιεράς Συνόδου που καταδικάζουν τον απελευθερωτικό αγώνα και τους αριστερούς, είναι στην ημερήσια διάταξη. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετά χρόνια αργότερα, το 1984, το ένα τρίτο των μελών της Ιεράς Συνόδου είχε προϋπηρεσία στο στρατό κατά την περίοδο του Εμφυλίου! Ορισμένοι μάλιστα από τους αρχιμανδρίτες εκείνης της εποχής, που αργότερα έγιναν ισχυροί μητροπολίτες, εκτός των άλλων υπηρέτησαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Μακρόνησο.Η επίσημη εκκλησία υπήρξε, όμως, ανέκαθεν και κήρυκας του σκοταδισμού και στον τομέα της σκέψης, πολύ δε περισσότερο της δράσης, όσον αφορά την κατοχύρωση προοδευτικών μέτρων στο χώρο της εκπαίδευσης (άλλωστε οι μαθητές το 1999 ήταν οι τελευταίοι που έμαθαν τι σημαίνει να "αποκηρύσσει" τον αγώνα τους η εκκλησία, όπως συνέβη με τις δηλώσεις του κυρίου Χριστόδουλου). Έτσι πνευματικοί άνθρωποι της χώρας μας βρέθηκαν κατά καιρούς στο στόχαστρο της εκκλησίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση με τους "μαλλιαρούς"-δημοτικιστές. Τότε με παρέμβαση της Ιεράς Συνόδου τον Ιούλη του 1925 για να αντιμετωπιστούν οι "άθεοι" δημοτικιστές το κράτος απομακρύνει το Γενάρη του 1926 από τις θέσεις τους τούς "επικίνδυνους" για την πνευματική υγεία των παιδιών μας τους εκπαιδευτικούς Γληνό, Ιορδανίδη, Δελμούζο, Ρόζα Ιμβριώτη, Παπαμαύρο και Κώστα Βάρναλη. Επιπλέον το κράτος καταργεί και την Παιδαγωγική Ακαδημία. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1954, στο στόχαστρο της Ιεράς Συνόδου μπαίνει και ο Καζαντζάκης. Τα έργα του "Καπετάν Μιχάλης" και "Ο τελευταίος Πειρασμός" προκαλούν τη μήνιν του ιερατείου. Η Ιερά Σύνοδος ζητά από το Πατριαρχείο να αφορίσει τα βιβλία, αλλά ο σάλος που προκαλείται αποσοβεί μια τέτοια εξέλιξη. Είναι προφανές ότι το νήμα που συνδέει εκείνους που αφόρισαν το Λασκαράτο, που κυνήγησαν το Γληνό, το Βάρναλη και τον Καζαντζάκη, είναι το ίδιο νήμα που ένωσε τον Χριστόδουλο με τους αφρίζοντες "χριστιανούς" της "λαοσύναξης" της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας πριν από μερικά χρόνια…
Το δημοψήφισμα έγινε στους δρόμους
Το δημοψήφισμα έγινε στους δρόμους
Αξιοποίηση από το κίνημα κάθε μέσου (και κοινοβουλευτικού) και όχι το αντίθετο
Για να νικήσουν οι αγώνες χρειάζεται νέο εργατικό κίνημα και άλλη Αριστερά
Για πρόωρη συνταξιοδότηση βαδίζει η κυβέρνηση Καραμανλή και μάλιστα με την ποινή της μεγάλης περικοπής ψήφων (ανάλογη με αυτή που θεσπίζει στο αντεργατικό της νομοσχέδιο). Ο λόχος αντιλαϊκών καταστροφών των 151 (και ένας Κούκο …δήμος) βουλευτών της ΝΔ ετοιμάζεται να ψηφίσει το νομοσχέδιο για το ασφαλιστικό την Τετάρτη, παρά τις τεράστιες εργατικές και λαϊκές αντιδράσεις, τις μεγαλύτερες σε έκταση και ένταση των τελευταίων 15-20 χρόνων. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τελείωσαν…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΛΑΦΡΟΣ
http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=4994
Η εργατική δυσαρέσκεια ξεχειλίζει, ορμητικό ποτάμι στους δρόμους, δεν ανακόπτεται στις διαβρωμένες όχθες του αστικά μεταλλαγμένου ΠΑΣΟΚ (που είναι σε παρακμή) και αναζητά αγωνιστική συνέχεια και πολιτική προοπτική.
Δεν μπορεί να τα βρει στις ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ. Πόσο απείχε το πάθος εκατοντάδων χιλιάδων διαδηλωτών στις απεργιακές πορείες της Τετάρτης, από την σεμνή τελετή λήξης, που διοργάνωσε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία την Πέμπτη έξω από τη Βουλή! Εξοργισμένο μεγάλο κομμάτι των συγκεντρωμένων, μαζί με το μπλοκ της Πρωτοβουλίας Σωματείων, διαχωρίστηκε με το σύνθημα «ο νόμος δεν πέφτει με συναυλία, την άλλη βδομάδα και πάλι απεργία» και συγκρούστηκε με τα ΜΑΤ. Από την άλλη, το ΠΑΜΕ «κλιμάκωνε» τον αγώνα με αντιπολεμική πορεία στην αμερικάνική πρεσβεία…
Στο κρίσιμο ερώτημα «τι κάνουμε τώρα;» η γραμμή των ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, αλλά και των μεγάλων ομοσπονδιών που ανέστειλαν τις απεργίες χωρίς έγκριση από τη βάση είναι το «δεν θα εφαρμοστεί ο νόμος», με κύριο όπλο τις προσφυγές στα ελληνικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια, τα ίδια που σέρνουν τους συνδικαλιστές στο εδώλιο ή περιφρουρούν την εφαρμογή του σφαγιαστικού ευρωπαϊκού και εθνικού νομικού οπλοστασίου. Βάζουν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα…
Η πρόταση του Α. Αλαβάνου, που στη συνέχεια υιοθετήθηκε από ολόκληρη την αντιπολίτευση, για διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το Ασφαλιστικό, ξεμπροστιάζει την κυβέρνηση, η οποία με την άρνησή της αποκαλύπτει ότι ο νόμος της δεν έχει την έγκριση της πλειοψηφίας του λαού. Ταυτόχρονα έδωσε μια διέξοδο στην αμηχανία της γραφειοκρατίας, η οποία τώρα «κινητοποιείται» για τη συλλογή υπογραφών για το δημοψήφισμα. Για τις ταξικές δυνάμεις, κάθε μέσο, ακόμα και κοινοβουλευτικό, για την αναχαίτιση της επίθεσης είναι χρήσιμο, αρκεί να υπηρετεί την ανάπτυξη των μαχητικών και ανεξάρτητων αγώνων και όχι το ανάποδο. «Τα συνδικάτα υποστηρίζουν τις πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ και της αντιπολίτευσης», έγραφε αποκαλυπτικά η ‘Αυγή’ της Παρασκευής. Το «σχέδιο» κλιμάκωσης του κοινοβουλευτικού αγώνα, αποκαλύπτει την τραγική απουσία πρότασης και σχεδίου συνέχισης και κλιμάκωσης του αγώνα, από το ΠΑΣΟΚ τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. Μόνο η αντικαπιταλιστική Αριστερά, με τις μικρές της δυνάμεις, έθεσε τέτοιο ζήτημα.
Παρόλα αυτά, σήμερα οι ταξικές δυνάμεις είναι σε θέση μάχης για να αξιοποιήσουν κάθε δυνατότητα συνέχισης και κλιμάκωσης του αγώνα. Με νέες κινητοποιήσεις την επόμενη βδομάδα (και απεργιακές), μετατρέποντας τη συλλογή υπογραφών στους τόπους δουλείας σε γενικές συνελεύσεις και συζητήσεις, προωθώντας μια γραμμή αγωνιστικής ταξικής ενότητας για την κατάργηση του νόμου, για την ανατροπή της επίθεσης. Ήδη μέτωπα παραμένουν ανοιχτά (Τράπεζα Ελλάδας, λιμενεργάτες) ή ανοίγουν νέα (ΟΤΕ).
Η σύγκρουση όμως πια γενικεύεται, πολιτικοποιείται. Όπως και τα ερωτήματα: Πώς μπορούν να νικούν οι αγώνες; Πώς μπορεί να ανατραπεί η επίθεση και η κυβέρνηση Καραμανλή; Πώς μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για τα εργατικά δικαιώματα και συμφέροντα σε ρήξη με το κεφάλαιο, την αγορά και την ΕΕ;
Σήμερα απαιτείται μια διαρκής κινηματική και πολιτική αναταραχή ενάντια στην κυβερνητική πολιτική, ένα διαρκές πολιτικό μπλακ άουτ ενάντια στην κυβέρνηση, έτσι ώστε να ακυρωθούν τα αντεργατικά μέτρα, να ανατραπούν όσα σχεδιάζουν (λιτότητα, ιδιωτικοποιήσεις, Καποδίστριας 2 κ.λπ.), να αποσπάσει το κίνημα και οι εργαζόμενοι νίκες, να γίνουν οι ρωγμές ρήγμα, οπλισμένοι όμως με μια γραμμή συνολικής ανατροπής. Όπως έγινε με το συγκλονιστικό φοιτητικό κίνημα πέρσι και την ήττα της συνταγματικής αναθεώρησης. Για να ηττηθεί η πολιτική ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΕΕ, για να πέσει η κυβέρνηση Καραμανλή από τα κάτω και από αριστερά.
Για να προωθηθούν όλα αυτά απαιτείται – μέσα στη μάχη – μια επείγουσα ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος, από τη σκοπιά του νέου εργατικού κινήματος. Φάνηκε ότι μόνο η λογική του μακρόχρονου αποφασιστικού αγώνα, που διεκδικεί το μπλοκάρισμα λειτουργιών, της οικονομικής δραστηριότητας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου μπορεί να ταρακουνήσει την κυβέρνηση. Αλλά αυτό δεν φτάνει. Χρειάζεται πολιτικός αγώνας, διακλαδικός συντονισμός, αιτήματα που ενώνουν και δεν διαχωρίζουν τους εργαζόμενους, όλη η εξουσία στις γενικές συνελεύσεις των σωματείων και άνοιγμα στη νέα εργατική βάρδια. Αυτή η λογική απαιτεί τον άμεσο διαχωρισμό από τον υποταγμένο συνδικαλισμό των ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ. Δεν δίνει διέξοδο το ΠΑΜΕ της διαμαρτυρίας και της παρακολούθησης των κινήσεων της ΓΣΕΕ.
Αλλά απαιτείται και μια άλλη Αριστερά, που δεν θα «σκίζει» στα γκάλοπ αλλά στους δρόμους του αγώνα. Οι πρώτες εμφανίσεις του ΣΥΡΙΖΑ με το «κυβερνητικό κουστούμι» είναι άκρως ανησυχητικές. Σύνταξη στα 35 χρόνια δουλειάς πρότεινε την Τρίτη, όταν ταξικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος παλεύουν για 30 χρόνια. Μάλιστα στην προκήρυξη που μοίραζε στην απεργία, ο ΣΥΡΙΖΑ μιλά για όριο ηλικίας τα 65(!) έτη για τους άνδρες και 60 για τις γυναίκες, ενώ ζητά την κατάργηση των αντιασφαλιστικών ρυθμίσεων των νόμων Σιούφα – Ρέππα και όχι ολόκληρων των νόμων!
«Θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα», «απείλησε» την κυβέρνηση ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Ν. Τσούκαλης. Να η Αριστερά της νομιμότητας, του θεσμικού ρόλου (που παίζει πολύ καλά, είναι αλήθεια, το ρόλο της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης) που υποτάσσει τη συμμετοχή της στο κίνημα στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Αυτή η Αριστερά δεν πάει μακριά.
Ούτε όμως το ΚΚΕ, που δεν συμβάλλει σε μια ενωτική και ανατρεπτική γραμμή μαχητικής εργατικής αντιπολίτευσης.
Η ανάγκη της άλλης, εργατικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς είναι επιτακτική. Το ΝΑΡ και το ΜΕΡΑ θα είναι εκεί.
Αξιοποίηση από το κίνημα κάθε μέσου (και κοινοβουλευτικού) και όχι το αντίθετο
Για να νικήσουν οι αγώνες χρειάζεται νέο εργατικό κίνημα και άλλη Αριστερά
Για πρόωρη συνταξιοδότηση βαδίζει η κυβέρνηση Καραμανλή και μάλιστα με την ποινή της μεγάλης περικοπής ψήφων (ανάλογη με αυτή που θεσπίζει στο αντεργατικό της νομοσχέδιο). Ο λόχος αντιλαϊκών καταστροφών των 151 (και ένας Κούκο …δήμος) βουλευτών της ΝΔ ετοιμάζεται να ψηφίσει το νομοσχέδιο για το ασφαλιστικό την Τετάρτη, παρά τις τεράστιες εργατικές και λαϊκές αντιδράσεις, τις μεγαλύτερες σε έκταση και ένταση των τελευταίων 15-20 χρόνων. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τελείωσαν…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΛΑΦΡΟΣ
http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=4994
Η εργατική δυσαρέσκεια ξεχειλίζει, ορμητικό ποτάμι στους δρόμους, δεν ανακόπτεται στις διαβρωμένες όχθες του αστικά μεταλλαγμένου ΠΑΣΟΚ (που είναι σε παρακμή) και αναζητά αγωνιστική συνέχεια και πολιτική προοπτική.
Δεν μπορεί να τα βρει στις ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ. Πόσο απείχε το πάθος εκατοντάδων χιλιάδων διαδηλωτών στις απεργιακές πορείες της Τετάρτης, από την σεμνή τελετή λήξης, που διοργάνωσε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία την Πέμπτη έξω από τη Βουλή! Εξοργισμένο μεγάλο κομμάτι των συγκεντρωμένων, μαζί με το μπλοκ της Πρωτοβουλίας Σωματείων, διαχωρίστηκε με το σύνθημα «ο νόμος δεν πέφτει με συναυλία, την άλλη βδομάδα και πάλι απεργία» και συγκρούστηκε με τα ΜΑΤ. Από την άλλη, το ΠΑΜΕ «κλιμάκωνε» τον αγώνα με αντιπολεμική πορεία στην αμερικάνική πρεσβεία…
Στο κρίσιμο ερώτημα «τι κάνουμε τώρα;» η γραμμή των ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, αλλά και των μεγάλων ομοσπονδιών που ανέστειλαν τις απεργίες χωρίς έγκριση από τη βάση είναι το «δεν θα εφαρμοστεί ο νόμος», με κύριο όπλο τις προσφυγές στα ελληνικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια, τα ίδια που σέρνουν τους συνδικαλιστές στο εδώλιο ή περιφρουρούν την εφαρμογή του σφαγιαστικού ευρωπαϊκού και εθνικού νομικού οπλοστασίου. Βάζουν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα…
Η πρόταση του Α. Αλαβάνου, που στη συνέχεια υιοθετήθηκε από ολόκληρη την αντιπολίτευση, για διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το Ασφαλιστικό, ξεμπροστιάζει την κυβέρνηση, η οποία με την άρνησή της αποκαλύπτει ότι ο νόμος της δεν έχει την έγκριση της πλειοψηφίας του λαού. Ταυτόχρονα έδωσε μια διέξοδο στην αμηχανία της γραφειοκρατίας, η οποία τώρα «κινητοποιείται» για τη συλλογή υπογραφών για το δημοψήφισμα. Για τις ταξικές δυνάμεις, κάθε μέσο, ακόμα και κοινοβουλευτικό, για την αναχαίτιση της επίθεσης είναι χρήσιμο, αρκεί να υπηρετεί την ανάπτυξη των μαχητικών και ανεξάρτητων αγώνων και όχι το ανάποδο. «Τα συνδικάτα υποστηρίζουν τις πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ και της αντιπολίτευσης», έγραφε αποκαλυπτικά η ‘Αυγή’ της Παρασκευής. Το «σχέδιο» κλιμάκωσης του κοινοβουλευτικού αγώνα, αποκαλύπτει την τραγική απουσία πρότασης και σχεδίου συνέχισης και κλιμάκωσης του αγώνα, από το ΠΑΣΟΚ τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. Μόνο η αντικαπιταλιστική Αριστερά, με τις μικρές της δυνάμεις, έθεσε τέτοιο ζήτημα.
Παρόλα αυτά, σήμερα οι ταξικές δυνάμεις είναι σε θέση μάχης για να αξιοποιήσουν κάθε δυνατότητα συνέχισης και κλιμάκωσης του αγώνα. Με νέες κινητοποιήσεις την επόμενη βδομάδα (και απεργιακές), μετατρέποντας τη συλλογή υπογραφών στους τόπους δουλείας σε γενικές συνελεύσεις και συζητήσεις, προωθώντας μια γραμμή αγωνιστικής ταξικής ενότητας για την κατάργηση του νόμου, για την ανατροπή της επίθεσης. Ήδη μέτωπα παραμένουν ανοιχτά (Τράπεζα Ελλάδας, λιμενεργάτες) ή ανοίγουν νέα (ΟΤΕ).
Η σύγκρουση όμως πια γενικεύεται, πολιτικοποιείται. Όπως και τα ερωτήματα: Πώς μπορούν να νικούν οι αγώνες; Πώς μπορεί να ανατραπεί η επίθεση και η κυβέρνηση Καραμανλή; Πώς μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για τα εργατικά δικαιώματα και συμφέροντα σε ρήξη με το κεφάλαιο, την αγορά και την ΕΕ;
Σήμερα απαιτείται μια διαρκής κινηματική και πολιτική αναταραχή ενάντια στην κυβερνητική πολιτική, ένα διαρκές πολιτικό μπλακ άουτ ενάντια στην κυβέρνηση, έτσι ώστε να ακυρωθούν τα αντεργατικά μέτρα, να ανατραπούν όσα σχεδιάζουν (λιτότητα, ιδιωτικοποιήσεις, Καποδίστριας 2 κ.λπ.), να αποσπάσει το κίνημα και οι εργαζόμενοι νίκες, να γίνουν οι ρωγμές ρήγμα, οπλισμένοι όμως με μια γραμμή συνολικής ανατροπής. Όπως έγινε με το συγκλονιστικό φοιτητικό κίνημα πέρσι και την ήττα της συνταγματικής αναθεώρησης. Για να ηττηθεί η πολιτική ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΕΕ, για να πέσει η κυβέρνηση Καραμανλή από τα κάτω και από αριστερά.
Για να προωθηθούν όλα αυτά απαιτείται – μέσα στη μάχη – μια επείγουσα ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος, από τη σκοπιά του νέου εργατικού κινήματος. Φάνηκε ότι μόνο η λογική του μακρόχρονου αποφασιστικού αγώνα, που διεκδικεί το μπλοκάρισμα λειτουργιών, της οικονομικής δραστηριότητας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου μπορεί να ταρακουνήσει την κυβέρνηση. Αλλά αυτό δεν φτάνει. Χρειάζεται πολιτικός αγώνας, διακλαδικός συντονισμός, αιτήματα που ενώνουν και δεν διαχωρίζουν τους εργαζόμενους, όλη η εξουσία στις γενικές συνελεύσεις των σωματείων και άνοιγμα στη νέα εργατική βάρδια. Αυτή η λογική απαιτεί τον άμεσο διαχωρισμό από τον υποταγμένο συνδικαλισμό των ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ. Δεν δίνει διέξοδο το ΠΑΜΕ της διαμαρτυρίας και της παρακολούθησης των κινήσεων της ΓΣΕΕ.
Αλλά απαιτείται και μια άλλη Αριστερά, που δεν θα «σκίζει» στα γκάλοπ αλλά στους δρόμους του αγώνα. Οι πρώτες εμφανίσεις του ΣΥΡΙΖΑ με το «κυβερνητικό κουστούμι» είναι άκρως ανησυχητικές. Σύνταξη στα 35 χρόνια δουλειάς πρότεινε την Τρίτη, όταν ταξικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος παλεύουν για 30 χρόνια. Μάλιστα στην προκήρυξη που μοίραζε στην απεργία, ο ΣΥΡΙΖΑ μιλά για όριο ηλικίας τα 65(!) έτη για τους άνδρες και 60 για τις γυναίκες, ενώ ζητά την κατάργηση των αντιασφαλιστικών ρυθμίσεων των νόμων Σιούφα – Ρέππα και όχι ολόκληρων των νόμων!
«Θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα», «απείλησε» την κυβέρνηση ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Ν. Τσούκαλης. Να η Αριστερά της νομιμότητας, του θεσμικού ρόλου (που παίζει πολύ καλά, είναι αλήθεια, το ρόλο της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης) που υποτάσσει τη συμμετοχή της στο κίνημα στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Αυτή η Αριστερά δεν πάει μακριά.
Ούτε όμως το ΚΚΕ, που δεν συμβάλλει σε μια ενωτική και ανατρεπτική γραμμή μαχητικής εργατικής αντιπολίτευσης.
Η ανάγκη της άλλης, εργατικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς είναι επιτακτική. Το ΝΑΡ και το ΜΕΡΑ θα είναι εκεί.
Πέμπτη 13 Μαρτίου 2008
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ: ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ: ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ
Ο καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να επιτεθεί στην εργατική τάξη, να καταργήσει τα δικαιώματα, τις κατακτήσεις και τα κεκτημένα της εργατικής τάξης ή να καταστραφεί ο ίδιος. Είναι αδύνατο στις σημερινές συνθήκες να υπάρξει μια επιστροφή στο κράτος πρόνοιας με δημόσια υγεία και παιδεία, με ασφάλιση κοινωνικού χαρακτήρα, στο κράτος με διευρυμένο δημόσιο τομέα με τις μεταφορές, την ενέργεια, τις επικοινωνίες να λειτουργούν σαν δημόσια αγαθά. Όπως είναι αδύνατη η επιστροφή στο καθεστώς του προ δεκαετιών ομαλού εργασιακού βίου που αγωνιωδώς αλλά επί ματαίω δυστυχώς υπερασπίζεται η μεγάλη πλειοψηφία των οργανώσεων της Αριστεράς κοινοβουλευτικής ή μη.
Βήχος Παναγιώτης
H κυβέρνηση επιχειρεί εκ νέου την κατεδάφιση της κοινωνικής ασφάλισης, το μεταρρυθμιστικό αντιασφαλιστικό της έργο που έμεινε στην μέση μετά την μεγαλειώδη απάντηση της εργατικής τάξης με την απεργία της 12 Δεκέμβρη. Το χαμηλών τόνων προφίλ της Πετραλιά εγγυάται υποτίθεται για τις ήπιες μεταρρυθμιστικές προθέσεις της κυβέρνησης.
Την ίδια στιγμή όμως οι δυνάμεις ασφαλείας του κράτους χτυπούν με την μεγαλύτερη λύσσα τους απεργούς εργάτες που αντιστέκονται στην ιδιωτικοποίηση των λιμανιών, τους εργαζόμενους της ΔΕΗ και άλλων κλάδων, ή την κατεδάφιση όλων των κεκτημένων των εργαζομένων. Κανένας δεν πιστεύει ότι η κυβέρνηση είναι σήμερα σε καλλίτερη θέση από χθες ώστε να πετύχει τις ανατροπές που επιδιώκει στο ασφαλιστικό.
Αντίθετα είναι βουτηγμένη στον βούρκο των σκανδάλων και της απάτης, διεφθαρμένη μέχρι το κόκαλο όπως καθημερινά αποκαλύπτεται, υπονομευμένη και αδύνατη χωρίς κανένα κοινωνικό και πολιτικό στήριγμα. Το ΠΑΣΟΚ στο οποίο αναζητείται απελπισμένα σανίδα σωτηρίας, βρίσκεται σε μια διαρκή οργανωτική και πολιτική κατάρρευση και είναι ανίκανο να προσφέρει την βοήθεια που περιμένει η Δεξιά και τα αναχώματα απέναντι στην επερχόμενη κοινωνική θύελλα.
Όμως ο Καραμανλής και οι υπουργοί του, όπως και η άρχουσα τάξη την οποία εκπροσωπούν, γνωρίζουν καλλίτερα από τον καθένα πως ίσα ίσα είναι εξαιτίας της άσχημης θέσης στην οποία βρίσκονται που υποχρεώνονται να προχωρήσουν τις ανατροπές στο ασφαλιστικό και στις εργασιακές σχέσεις. Η αιτία της λυσσαλέας αντεργατικής επίθεσης που έχουν εξαπολύσει είναι η βαθιά οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση που απειλεί με κατάρρευση ολόκληρο το πολιτικό τους σύστημα. Το αδιέξοδο του ασφαλιστικού συστήματος είναι μια εκδήλωση αυτής της κρίσης.
Ο καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να επιτεθεί στην εργατική τάξη, να καταργήσει τα δικαιώματα, τις κατακτήσεις και τα κεκτημένα της εργατικής τάξης ή να καταστραφεί ο ίδιος. Είναι αδύνατο στις σημερινές συνθήκες να υπάρξει μια επιστροφή στο κράτος πρόνοιας με δημόσια υγεία και παιδεία, με ασφάλιση κοινωνικού χαρακτήρα, στο κράτος με διευρυμένο δημόσιο τομέα με τις μεταφορές, την ενέργεια, τις επικοινωνίες να λειτουργούν σαν δημόσια αγαθά. Όπως είναι αδύνατη η επιστροφή στο καθεστώς του προ δεκαετιών ομαλού εργασιακού βίου που αγωνιωδώς αλλά επί ματαίω δυστυχώς υπερασπίζεται η μεγάλη πλειοψηφία των οργανώσεων της Αριστεράς κοινοβουλευτικής ή μη.
Η υπεράσπιση των σταθερών εργασιακών σχέσεων και του οκτάωρου είναι ασφαλώς όρος εκ των ων ουκ άνευ για το σημερινό εργατικό κίνημα. Πρώτα απ’ όλα είναι όρος για την υπεράσπιση του δημόσιου και κοινωνικού χαρακτήρα της ασφάλισης καθώς είναι αδύνατο να υπάρξει ασφαλιστικό σύστημα χωρίς την σταθερή εργασία. Αντιστρόφως, η εισαγωγή των ευέλικτων μορφών απασχόλησης στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό θέτει αυτομάτως ζήτημα ασφαλιστικής μεταρρύθμισης.
Όμως στις σημερινές συνθήκες, με το 1/3 των εργαζόμενων να απασχολούνται με ευέλικτες εργασιακές μορφές, με εκατοντάδες χιλιάδες άνεργους, με εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες να εργάζονται ανασφάλιστοι στις πιο άθλιες συνθήκες με ένα διαρκώς διευρυνόμενο στρατό απόκληρων και αποκλεισμένων αποτελούν σκάνδαλο όχι απλά οι νέες μορφές εκμετάλλευσης αλλά η παραμονή στην εξουσία της κυβέρνησης των σκανδάλων και η ίδια η συνέχεια της ύπαρξης του καπιταλισμού.
Με πρόσχημα την «επείγουσα ανάγκη» να «σωθεί» το ασφαλιστικό σύστημα για το οποίο υποτίθεται ότι κόπτονται, κυβέρνηση και εργοδότες, προσπαθούν να πετύχουν μια καθολική αναδιάταξη της υπάρχουσας κοινωνικής ισορροπίας υπέρ του κεφαλαίου και να φορτώσουν εκ νέου τα βάρη της οικονομικής κρίσης του συστήματός τους στην εργατική τάξη και στα φτωχά λαϊκά στρώματα. Η εργατική τάξη καλείται να πληρώσει το κόστος των «μεταρρυθμίσεων» όταν ήδη έχει υποστεί μια τεράστια αύξηση της εντατικοποίησης της εργασίας και της εκμετάλλευσης με την διαρκή επέκταση της μερικής απασχόλησης, των κάθε είδους ευελιξιών, της ενοικιαζόμενης εργασίας, της ανασφάλιστης και μαύρης εργασίας και προπάντων με την κατακόρυφη άνοδο της ανεργίας. Μία στις πέντε εργατικές οικογένειες βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας.
Ένας στους δύο συνταξιούχους ζει με λιγότερα από 500 ευρώ τον μήνα. Ένας στους τρεις εργάτες είναι μερικώς απασχολούμενος και εν δυνάμει άνεργος. Ο στρατός των ανέργων και αποκλεισμένων όχι μόνο από την κοινωνική ασφάλιση αλλά από κάθε κοινωνικό κεκτημένο αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς δίπλα σε εργαζόμενους που κι αυτοί βλέπουν τα εργασιακά τους δικαιώματα να συρρικνώνονται. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία λύση σε κανένα ασφαλιστικό ή εργασιακό ζήτημα χωρίς προηγουμένως να υπάρξει λύση για την ανεργία. Δεν είναι δυνατό να εκφραστεί και να πραγματοποιηθεί κανένα πρόγραμμα δράσης από την πλευρά της εργατικής τάξης και της επαναστατικής αριστεράς αν δεν συμπεριλαμβάνει προτάσεις για την αντιμετώπιση της ανεργίας.
Τα ασφαλιστικά ταμεία βρίσκονται στην σημερινή κατάσταση εξαιτίας της συστηματικής κλοπής των αποθεματικών τους. Εξαιτίας της συστηματικής εισφοροδιαφυγής του κράτους και των εργοδοτών που ανέρχεται σε πάνω από 5 δις τον χρόνο. Εξαιτίας της συστηματικής άρνησης εκ μέρους της κυβέρνησης και των εργοδοτών να ανταποκριθούν ακόμη και στοιχειωδώς στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους νόμους που οι ίδιοι πρότειναν και ψήφισαν.
Οι «μεταρρυθμίσεις» της δεξιάς μόνο στόχο έχουν να επεκτείνουν τα κέρδη των εκμεταλλευτών σε ακόμη πιο δυσθεώρητα ύψη. Κανένα άλλο αποτέλεσμα δεν πρόκειται να φέρει η μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης, δηλαδή του ύψους των συντάξεων, η αύξηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης και η ενοποίηση των ταμείων. Ιδιαίτερα για το μέτρο της ενοποίησης, ισχυρίζεται η κυβέρνηση που έκλεψε τα ταμεία με τα δομημένα ομόλογα την περασμένη Άνοιξη, ότι τάχα θα επιφέρει την άρση των αδικιών. Αυτό που προσπαθεί να κάνει είναι να χρηματοδοτηθούν τα ελλειμματικά ταμεία από τα εύρωστα για να οδηγηθούν στη συνέχεια όλα μαζί στην κατάρρευση. Να βάλουν στο χέρι τα αποθεματικά των ταμείων όπου υπάρχουν, για να απαλλαχθούν οι ίδιοι και να απαλλάξουν τους εργοδότες από την υποχρέωση να πληρώσουν.
Ο σημερινός καπιταλισμός δεν είναι ισχυρός ούτε ανίκητος. Αντίθετα στην Ελλάδα και παγκόσμια περνά ίσως την πιο βαθιά κοινωνική, πολιτική και οικονομική κρίση εδώ και δεκαετίες. Η κρίση των στεγαστικών δανείων στην Αμερική μεταφέρεται στην Ευρώπη και στον κόσμο και αντανακλάται στις αυξήσεις των τιμών των πρώτων υλών αλλά και στους χρηματιστηριακούς και οικονομικούς σεισμούς παγκόσμια.
Η ατμομηχανή της Ευρώπης, η Γερμανία και η Γαλλία ήδη συγκλονίζονται από τις μεγάλες απεργίες των σιδηροδρομικών και τις κινητοποιήσεις των φοιτητών. Η σημερινή παγκόσμια κρίση ανάγεται όλο και περισσότερο σε κρίση ηγεσίας της εργατικής τάξης. Το μεγάλο ζητούμενο είναι η ενοποίηση όλων των δυνάμεων και των συνιστωσών της εργατικής τάξης, της εξεγερμένης φοιτητικής νεολαίας, των ανέργων, των μεταναστών, των φτωχών και καταπιεσμένων στρωμάτων κάτω από ένα πρόγραμμα που να εξασφαλίζει την πολιτική και ιδεολογική τους ανεξαρτησία από το κράτος και την εργοδοσία, την κυβέρνησή τους και τις οργανώσεις τους πολιτικές και συνδικαλιστικές. Μια τέτοια ενοποίηση στη βάση ενός πραγματικά επαναστατικού προγράμματος μεταβατικών διεκδικήσεων, μπορεί να μας οδηγήσει στην νίκη, στην ανατροπή του καπιταλισμού και στην εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού.
Γι αυτό είναι περισσότερο σήμερα παρά ποτέ αναγκαίο, να συγκροτηθεί και να σφυρηλατηθεί το ενιαίο μέτωπο πάλης, η ενιαία δράση της εργατικής τάξης απέναντι στο κεφάλαιο και την κυβέρνησή του. Όμως το ενιαίο μέτωπο δεν μπορεί να συγκροτηθεί παρά μόνο στην βάση ενός προγράμματος ενοποίησης και υπεράσπισης των εργατικών κατακτήσεων και κεκτημένων και των αιτημάτων που βάζει η καθημερινή πάλη των εργατών με τον στρατηγικό στόχο της ανατροπής του καπιταλισμού και της εγκαθίδρυσης της εργατικής εξουσίας.
Απαιτείται να αποκρουστεί η στρατηγική του κεφαλαίου σήμερα, της υπονόμευσης των εργατικών αγώνων εκ των έσω με τις πολιτικές υποταγής και των «τίμιων συμβιβασμών» που εφαρμόζει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, η υποταγμένη αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ και η μετριόφρων Αριστερά. Όλοι τους υποτίθεται ότι θέλουν να εμποδίσουν την αντεργατική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού. Κανένας τους όμως δεν αμφισβητεί την κυβέρνηση και την εξουσία της και κανένας τους δεν είναι διατιθέμενος να παλέψει για την ανατροπή της. Κρύβουν από την εργατική τάξη την αλήθεια. Η πάλη για την υπεράσπιση της κοινωνικής ασφάλισης, η πάλη ενάντια στην ανατροπή των εργασιακών σχέσεων είναι αδύνατη χωρίς την πάλη ενάντια στην εκμετάλλευση, τον καπιταλισμό και τις κυβερνήσεις του.
Bλέπω τώρα που γράφω αυτό το σημείωμα, στις ειδήσεις του ALTER τον Κατσίνη πρόεδρο της Ενωσης Τεχνικών της ΔΕΗ και τον Σ. Παπασπύρου να απολογούνται στον Τράγκα και τον Χατζηνικολάου!!! Τέτοια ξεφτύλα. Είναι φανερό πώς η σημερινή ηγεσία των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ όχι μόνο είναι ανίκανοι να «αφουγκραστούν» τις διαθέσεις των μαζών και να κατανοήσουν τις ανάγκες τους αλλά όπως πάντα είναι πρόθυμοι να υπηρετήσουν τις ανάγκες της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Ανοιχτά και καθαρά έχουν τοποθετηθεί υπέρ της «εθνικής» ανάπτυξης της οικονομίας, της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των ντόπιων επιχειρήσεων σαν αντίδοτο στην φτώχεια και την ανεργία, που πρακτικά σημαίνει το θάψιμο των εργατικών διεκδικήσεων στο ασφαλιστικό αλλά και στις αυξήσεις των μισθών, στην αντιμετώπιση της φτώχειας και της ακρίβειας.
Ετοιμάζονται να διαπραγματευτούν και να υπογράψουν τη νέα σύμβαση εργασίας με γνώμονα την αντοχή της οικονομίας και των επιχειρήσεων και όχι με βάση τις ανάγκες των εργαζόμενων. Ετοιμάζονται για νέους «τίμιους συμβιβασμούς» με το κεφάλαιο, κατά τα πρότυπα Πολυζωγόπουλου, αδικώντας όμως κατάφωρα τους εργάτες, τους άνεργους και τους συνταξιούχους.
Επαναλαμβάνω λοιπόν πώς το μεγάλο ζητούμενο λοιπόν είναι η ενοποίηση όλων των δυνάμεων και των συνιστωσών της εργατικής τάξης, της εξεγερμένης φοιτητικής νεολαίας, των ανέργων, των φτωχών και καταπιεσμένων στρωμάτων κάτω από ένα πρόγραμμα που να εξασφαλίζει την πολιτική και ιδεολογική τους ανεξαρτησία από το κράτος και την εργοδοσία, την κυβέρνησή τους και τις οργανώσεις τους πολιτικές και συνδικαλιστικές. Μια τέτοια ενοποίηση στη βάση ενός πραγματικά επαναστατικού προγράμματος μεταβατικών διεκδικήσεων, μπορεί να μας οδηγήσει στην νίκη.
Τι προτείνουμε στην παρούσα στιγμή:
Απαγόρευση απολύσεων. Κατάληψη των εργοστασίων που κλείνουν και επαναλειτουργία τους κάτω από εργατικό έλεγχο και εργατική διαχείριση
Πραγματικές αυξήσεις στο ύψος των εργατικών αναγκών. Να παλέψουμε για την δραστική μείωση του χρόνου εργασίας και την απελευθέρωσή του από την καπιταλιστική εκμετάλλευση, χωρίς μείωση μισθών.
Ασφαλιστικό σύστημα βιώσιμο με χρηματοδότηση από την εργοδοσία και το κράτος. Καμιά εργατική εισφορά – κράτηση από τον μισθό των εργαζόμενων.
Ασφάλιση όλων των μεταναστών εργατών. Πλήρης ισότητα των ελλήνων και ξένων εργατών με ίσα νομικά, πολιτικά, ασφαλιστικά, οικονομικά δικαιώματα. Κατάργηση της διάκρισης παράνομης και νόμιμης εργασίας. Όχι στους εκβιασμούς για την έκδοση ¨πράσινης κάρτας¨.
Ελάττωση των χρόνων συνταξιοδότησης στα 30 χρόνια (20 για τα βαρέα) με ανώτατο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης τα 55 έτη (50 για τα βαρέα) με σκοπό να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας για την νέα γενιά.
Κατάργηση των αντι-ασφαλιστικών νόμων Σιούφα και Ρέππα.
Όλοι οι εργαζόμενοι ανεξάρτητα των σχέσεων εργασίας, (συμβασιούχοι , ωρομίσθιοι, όσοι δουλεύουν με το κομμάτι ή με δελτίο παροχής υπηρεσιών, stage και οποιαδήποτε άλλης μορφής) να είναι πλήρη μέλη των αντίστοιχων σωματείων.
Ο καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να επιτεθεί στην εργατική τάξη, να καταργήσει τα δικαιώματα, τις κατακτήσεις και τα κεκτημένα της εργατικής τάξης ή να καταστραφεί ο ίδιος. Είναι αδύνατο στις σημερινές συνθήκες να υπάρξει μια επιστροφή στο κράτος πρόνοιας με δημόσια υγεία και παιδεία, με ασφάλιση κοινωνικού χαρακτήρα, στο κράτος με διευρυμένο δημόσιο τομέα με τις μεταφορές, την ενέργεια, τις επικοινωνίες να λειτουργούν σαν δημόσια αγαθά. Όπως είναι αδύνατη η επιστροφή στο καθεστώς του προ δεκαετιών ομαλού εργασιακού βίου που αγωνιωδώς αλλά επί ματαίω δυστυχώς υπερασπίζεται η μεγάλη πλειοψηφία των οργανώσεων της Αριστεράς κοινοβουλευτικής ή μη.
Βήχος Παναγιώτης
H κυβέρνηση επιχειρεί εκ νέου την κατεδάφιση της κοινωνικής ασφάλισης, το μεταρρυθμιστικό αντιασφαλιστικό της έργο που έμεινε στην μέση μετά την μεγαλειώδη απάντηση της εργατικής τάξης με την απεργία της 12 Δεκέμβρη. Το χαμηλών τόνων προφίλ της Πετραλιά εγγυάται υποτίθεται για τις ήπιες μεταρρυθμιστικές προθέσεις της κυβέρνησης.
Την ίδια στιγμή όμως οι δυνάμεις ασφαλείας του κράτους χτυπούν με την μεγαλύτερη λύσσα τους απεργούς εργάτες που αντιστέκονται στην ιδιωτικοποίηση των λιμανιών, τους εργαζόμενους της ΔΕΗ και άλλων κλάδων, ή την κατεδάφιση όλων των κεκτημένων των εργαζομένων. Κανένας δεν πιστεύει ότι η κυβέρνηση είναι σήμερα σε καλλίτερη θέση από χθες ώστε να πετύχει τις ανατροπές που επιδιώκει στο ασφαλιστικό.
Αντίθετα είναι βουτηγμένη στον βούρκο των σκανδάλων και της απάτης, διεφθαρμένη μέχρι το κόκαλο όπως καθημερινά αποκαλύπτεται, υπονομευμένη και αδύνατη χωρίς κανένα κοινωνικό και πολιτικό στήριγμα. Το ΠΑΣΟΚ στο οποίο αναζητείται απελπισμένα σανίδα σωτηρίας, βρίσκεται σε μια διαρκή οργανωτική και πολιτική κατάρρευση και είναι ανίκανο να προσφέρει την βοήθεια που περιμένει η Δεξιά και τα αναχώματα απέναντι στην επερχόμενη κοινωνική θύελλα.
Όμως ο Καραμανλής και οι υπουργοί του, όπως και η άρχουσα τάξη την οποία εκπροσωπούν, γνωρίζουν καλλίτερα από τον καθένα πως ίσα ίσα είναι εξαιτίας της άσχημης θέσης στην οποία βρίσκονται που υποχρεώνονται να προχωρήσουν τις ανατροπές στο ασφαλιστικό και στις εργασιακές σχέσεις. Η αιτία της λυσσαλέας αντεργατικής επίθεσης που έχουν εξαπολύσει είναι η βαθιά οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση που απειλεί με κατάρρευση ολόκληρο το πολιτικό τους σύστημα. Το αδιέξοδο του ασφαλιστικού συστήματος είναι μια εκδήλωση αυτής της κρίσης.
Ο καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να επιτεθεί στην εργατική τάξη, να καταργήσει τα δικαιώματα, τις κατακτήσεις και τα κεκτημένα της εργατικής τάξης ή να καταστραφεί ο ίδιος. Είναι αδύνατο στις σημερινές συνθήκες να υπάρξει μια επιστροφή στο κράτος πρόνοιας με δημόσια υγεία και παιδεία, με ασφάλιση κοινωνικού χαρακτήρα, στο κράτος με διευρυμένο δημόσιο τομέα με τις μεταφορές, την ενέργεια, τις επικοινωνίες να λειτουργούν σαν δημόσια αγαθά. Όπως είναι αδύνατη η επιστροφή στο καθεστώς του προ δεκαετιών ομαλού εργασιακού βίου που αγωνιωδώς αλλά επί ματαίω δυστυχώς υπερασπίζεται η μεγάλη πλειοψηφία των οργανώσεων της Αριστεράς κοινοβουλευτικής ή μη.
Η υπεράσπιση των σταθερών εργασιακών σχέσεων και του οκτάωρου είναι ασφαλώς όρος εκ των ων ουκ άνευ για το σημερινό εργατικό κίνημα. Πρώτα απ’ όλα είναι όρος για την υπεράσπιση του δημόσιου και κοινωνικού χαρακτήρα της ασφάλισης καθώς είναι αδύνατο να υπάρξει ασφαλιστικό σύστημα χωρίς την σταθερή εργασία. Αντιστρόφως, η εισαγωγή των ευέλικτων μορφών απασχόλησης στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό θέτει αυτομάτως ζήτημα ασφαλιστικής μεταρρύθμισης.
Όμως στις σημερινές συνθήκες, με το 1/3 των εργαζόμενων να απασχολούνται με ευέλικτες εργασιακές μορφές, με εκατοντάδες χιλιάδες άνεργους, με εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες να εργάζονται ανασφάλιστοι στις πιο άθλιες συνθήκες με ένα διαρκώς διευρυνόμενο στρατό απόκληρων και αποκλεισμένων αποτελούν σκάνδαλο όχι απλά οι νέες μορφές εκμετάλλευσης αλλά η παραμονή στην εξουσία της κυβέρνησης των σκανδάλων και η ίδια η συνέχεια της ύπαρξης του καπιταλισμού.
Με πρόσχημα την «επείγουσα ανάγκη» να «σωθεί» το ασφαλιστικό σύστημα για το οποίο υποτίθεται ότι κόπτονται, κυβέρνηση και εργοδότες, προσπαθούν να πετύχουν μια καθολική αναδιάταξη της υπάρχουσας κοινωνικής ισορροπίας υπέρ του κεφαλαίου και να φορτώσουν εκ νέου τα βάρη της οικονομικής κρίσης του συστήματός τους στην εργατική τάξη και στα φτωχά λαϊκά στρώματα. Η εργατική τάξη καλείται να πληρώσει το κόστος των «μεταρρυθμίσεων» όταν ήδη έχει υποστεί μια τεράστια αύξηση της εντατικοποίησης της εργασίας και της εκμετάλλευσης με την διαρκή επέκταση της μερικής απασχόλησης, των κάθε είδους ευελιξιών, της ενοικιαζόμενης εργασίας, της ανασφάλιστης και μαύρης εργασίας και προπάντων με την κατακόρυφη άνοδο της ανεργίας. Μία στις πέντε εργατικές οικογένειες βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας.
Ένας στους δύο συνταξιούχους ζει με λιγότερα από 500 ευρώ τον μήνα. Ένας στους τρεις εργάτες είναι μερικώς απασχολούμενος και εν δυνάμει άνεργος. Ο στρατός των ανέργων και αποκλεισμένων όχι μόνο από την κοινωνική ασφάλιση αλλά από κάθε κοινωνικό κεκτημένο αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς δίπλα σε εργαζόμενους που κι αυτοί βλέπουν τα εργασιακά τους δικαιώματα να συρρικνώνονται. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία λύση σε κανένα ασφαλιστικό ή εργασιακό ζήτημα χωρίς προηγουμένως να υπάρξει λύση για την ανεργία. Δεν είναι δυνατό να εκφραστεί και να πραγματοποιηθεί κανένα πρόγραμμα δράσης από την πλευρά της εργατικής τάξης και της επαναστατικής αριστεράς αν δεν συμπεριλαμβάνει προτάσεις για την αντιμετώπιση της ανεργίας.
Τα ασφαλιστικά ταμεία βρίσκονται στην σημερινή κατάσταση εξαιτίας της συστηματικής κλοπής των αποθεματικών τους. Εξαιτίας της συστηματικής εισφοροδιαφυγής του κράτους και των εργοδοτών που ανέρχεται σε πάνω από 5 δις τον χρόνο. Εξαιτίας της συστηματικής άρνησης εκ μέρους της κυβέρνησης και των εργοδοτών να ανταποκριθούν ακόμη και στοιχειωδώς στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους νόμους που οι ίδιοι πρότειναν και ψήφισαν.
Οι «μεταρρυθμίσεις» της δεξιάς μόνο στόχο έχουν να επεκτείνουν τα κέρδη των εκμεταλλευτών σε ακόμη πιο δυσθεώρητα ύψη. Κανένα άλλο αποτέλεσμα δεν πρόκειται να φέρει η μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης, δηλαδή του ύψους των συντάξεων, η αύξηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης και η ενοποίηση των ταμείων. Ιδιαίτερα για το μέτρο της ενοποίησης, ισχυρίζεται η κυβέρνηση που έκλεψε τα ταμεία με τα δομημένα ομόλογα την περασμένη Άνοιξη, ότι τάχα θα επιφέρει την άρση των αδικιών. Αυτό που προσπαθεί να κάνει είναι να χρηματοδοτηθούν τα ελλειμματικά ταμεία από τα εύρωστα για να οδηγηθούν στη συνέχεια όλα μαζί στην κατάρρευση. Να βάλουν στο χέρι τα αποθεματικά των ταμείων όπου υπάρχουν, για να απαλλαχθούν οι ίδιοι και να απαλλάξουν τους εργοδότες από την υποχρέωση να πληρώσουν.
Ο σημερινός καπιταλισμός δεν είναι ισχυρός ούτε ανίκητος. Αντίθετα στην Ελλάδα και παγκόσμια περνά ίσως την πιο βαθιά κοινωνική, πολιτική και οικονομική κρίση εδώ και δεκαετίες. Η κρίση των στεγαστικών δανείων στην Αμερική μεταφέρεται στην Ευρώπη και στον κόσμο και αντανακλάται στις αυξήσεις των τιμών των πρώτων υλών αλλά και στους χρηματιστηριακούς και οικονομικούς σεισμούς παγκόσμια.
Η ατμομηχανή της Ευρώπης, η Γερμανία και η Γαλλία ήδη συγκλονίζονται από τις μεγάλες απεργίες των σιδηροδρομικών και τις κινητοποιήσεις των φοιτητών. Η σημερινή παγκόσμια κρίση ανάγεται όλο και περισσότερο σε κρίση ηγεσίας της εργατικής τάξης. Το μεγάλο ζητούμενο είναι η ενοποίηση όλων των δυνάμεων και των συνιστωσών της εργατικής τάξης, της εξεγερμένης φοιτητικής νεολαίας, των ανέργων, των μεταναστών, των φτωχών και καταπιεσμένων στρωμάτων κάτω από ένα πρόγραμμα που να εξασφαλίζει την πολιτική και ιδεολογική τους ανεξαρτησία από το κράτος και την εργοδοσία, την κυβέρνησή τους και τις οργανώσεις τους πολιτικές και συνδικαλιστικές. Μια τέτοια ενοποίηση στη βάση ενός πραγματικά επαναστατικού προγράμματος μεταβατικών διεκδικήσεων, μπορεί να μας οδηγήσει στην νίκη, στην ανατροπή του καπιταλισμού και στην εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού.
Γι αυτό είναι περισσότερο σήμερα παρά ποτέ αναγκαίο, να συγκροτηθεί και να σφυρηλατηθεί το ενιαίο μέτωπο πάλης, η ενιαία δράση της εργατικής τάξης απέναντι στο κεφάλαιο και την κυβέρνησή του. Όμως το ενιαίο μέτωπο δεν μπορεί να συγκροτηθεί παρά μόνο στην βάση ενός προγράμματος ενοποίησης και υπεράσπισης των εργατικών κατακτήσεων και κεκτημένων και των αιτημάτων που βάζει η καθημερινή πάλη των εργατών με τον στρατηγικό στόχο της ανατροπής του καπιταλισμού και της εγκαθίδρυσης της εργατικής εξουσίας.
Απαιτείται να αποκρουστεί η στρατηγική του κεφαλαίου σήμερα, της υπονόμευσης των εργατικών αγώνων εκ των έσω με τις πολιτικές υποταγής και των «τίμιων συμβιβασμών» που εφαρμόζει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, η υποταγμένη αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ και η μετριόφρων Αριστερά. Όλοι τους υποτίθεται ότι θέλουν να εμποδίσουν την αντεργατική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού. Κανένας τους όμως δεν αμφισβητεί την κυβέρνηση και την εξουσία της και κανένας τους δεν είναι διατιθέμενος να παλέψει για την ανατροπή της. Κρύβουν από την εργατική τάξη την αλήθεια. Η πάλη για την υπεράσπιση της κοινωνικής ασφάλισης, η πάλη ενάντια στην ανατροπή των εργασιακών σχέσεων είναι αδύνατη χωρίς την πάλη ενάντια στην εκμετάλλευση, τον καπιταλισμό και τις κυβερνήσεις του.
Bλέπω τώρα που γράφω αυτό το σημείωμα, στις ειδήσεις του ALTER τον Κατσίνη πρόεδρο της Ενωσης Τεχνικών της ΔΕΗ και τον Σ. Παπασπύρου να απολογούνται στον Τράγκα και τον Χατζηνικολάου!!! Τέτοια ξεφτύλα. Είναι φανερό πώς η σημερινή ηγεσία των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ όχι μόνο είναι ανίκανοι να «αφουγκραστούν» τις διαθέσεις των μαζών και να κατανοήσουν τις ανάγκες τους αλλά όπως πάντα είναι πρόθυμοι να υπηρετήσουν τις ανάγκες της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Ανοιχτά και καθαρά έχουν τοποθετηθεί υπέρ της «εθνικής» ανάπτυξης της οικονομίας, της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των ντόπιων επιχειρήσεων σαν αντίδοτο στην φτώχεια και την ανεργία, που πρακτικά σημαίνει το θάψιμο των εργατικών διεκδικήσεων στο ασφαλιστικό αλλά και στις αυξήσεις των μισθών, στην αντιμετώπιση της φτώχειας και της ακρίβειας.
Ετοιμάζονται να διαπραγματευτούν και να υπογράψουν τη νέα σύμβαση εργασίας με γνώμονα την αντοχή της οικονομίας και των επιχειρήσεων και όχι με βάση τις ανάγκες των εργαζόμενων. Ετοιμάζονται για νέους «τίμιους συμβιβασμούς» με το κεφάλαιο, κατά τα πρότυπα Πολυζωγόπουλου, αδικώντας όμως κατάφωρα τους εργάτες, τους άνεργους και τους συνταξιούχους.
Επαναλαμβάνω λοιπόν πώς το μεγάλο ζητούμενο λοιπόν είναι η ενοποίηση όλων των δυνάμεων και των συνιστωσών της εργατικής τάξης, της εξεγερμένης φοιτητικής νεολαίας, των ανέργων, των φτωχών και καταπιεσμένων στρωμάτων κάτω από ένα πρόγραμμα που να εξασφαλίζει την πολιτική και ιδεολογική τους ανεξαρτησία από το κράτος και την εργοδοσία, την κυβέρνησή τους και τις οργανώσεις τους πολιτικές και συνδικαλιστικές. Μια τέτοια ενοποίηση στη βάση ενός πραγματικά επαναστατικού προγράμματος μεταβατικών διεκδικήσεων, μπορεί να μας οδηγήσει στην νίκη.
Τι προτείνουμε στην παρούσα στιγμή:
Απαγόρευση απολύσεων. Κατάληψη των εργοστασίων που κλείνουν και επαναλειτουργία τους κάτω από εργατικό έλεγχο και εργατική διαχείριση
Πραγματικές αυξήσεις στο ύψος των εργατικών αναγκών. Να παλέψουμε για την δραστική μείωση του χρόνου εργασίας και την απελευθέρωσή του από την καπιταλιστική εκμετάλλευση, χωρίς μείωση μισθών.
Ασφαλιστικό σύστημα βιώσιμο με χρηματοδότηση από την εργοδοσία και το κράτος. Καμιά εργατική εισφορά – κράτηση από τον μισθό των εργαζόμενων.
Ασφάλιση όλων των μεταναστών εργατών. Πλήρης ισότητα των ελλήνων και ξένων εργατών με ίσα νομικά, πολιτικά, ασφαλιστικά, οικονομικά δικαιώματα. Κατάργηση της διάκρισης παράνομης και νόμιμης εργασίας. Όχι στους εκβιασμούς για την έκδοση ¨πράσινης κάρτας¨.
Ελάττωση των χρόνων συνταξιοδότησης στα 30 χρόνια (20 για τα βαρέα) με ανώτατο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης τα 55 έτη (50 για τα βαρέα) με σκοπό να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας για την νέα γενιά.
Κατάργηση των αντι-ασφαλιστικών νόμων Σιούφα και Ρέππα.
Όλοι οι εργαζόμενοι ανεξάρτητα των σχέσεων εργασίας, (συμβασιούχοι , ωρομίσθιοι, όσοι δουλεύουν με το κομμάτι ή με δελτίο παροχής υπηρεσιών, stage και οποιαδήποτε άλλης μορφής) να είναι πλήρη μέλη των αντίστοιχων σωματείων.
Εργατική εξέγερση κατά της κυβέρνησης
Εργατική εξέγερση κατά της κυβέρνησης
Άμεσος συντονισμός μαχόμενων κλάδων ενάντια στο νομοσχέδιο
Την πιο βαθιά και απόλυτη χειροτέρευση στην κοινωνική θέση της εργασίας στην Ελλάδα επιχειρεί η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με το υπεραντιδραστικό νομοσχέδιο που αποφάσισε ομόφωνα η Κυβερνητική Επιτροπή να καταθέσει στη Βουλή την ερχόμενη εβδομάδα. Μπροστά του είναι παιχνιδάκια οι νόμοι Σιούφα και Ρέππα, η «Ατζέντα» Σρέντερ, τα μέτρα Σαρκοζί, οι ανατροπές Μπερλουσκόνι και Πρόντι!
Το πλήρες κείμενο του σχεδίου νόμου για το Ασφαλιστικό
Αύξηση ορίων ηλικίας, μείωση συντάξεων, ενοποιήσεις προς τα κάτω των ταμείων, ληστεία των αποθεματικών τους, τζογάρισμα στα χρηματιστήρια, ισοπέδωση των γυναικείων δικαιωμάτων, απόλυτη χειροτέρευση της πρόσβασης σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, «κουμπαράς αλληλεγγύης» σε ιδιωτικοποιήσεις και αυξήσεις του ΦΠΑ, είναι μερικά μόνο από τα μέτρα που προβλέπουν τα 154 άρθρα του (που δημοσιεύει το ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ Το πλήρες κείμενο του σχεδίου νόμου για το Ασφαλιστικό ) Θίγονται καίρια όλες οι γενιές, όλα τα τμήματα των εργαζόμενων και του λαού, χωρίς εξαιρέσεις.
Για να τα περάσει, η κυβέρνηση εκβιάζει τον κοινωνικό αυτοματισμό χωρίς επιτυχία με συνεχείς πολύωρες διακοπές ρεύματος. Γι’ αυτό καταφεύγει στα δικαστήρια, αλλά και εκεί αποτυγχάνει να κάμψει τις απεργίες διαρκείας που έχουν ξεσπάσει. Θυμό και αγανάκτηση στους ηρωικούς απεργούς προκάλεσαν οι ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ που αποφάσισαν αποκλιμάκωση του αγώνα με… 3ωρη στάση εργασίας μεθαύριο Τετάρτη. Απόφαση που υιοθέτησε και η Αυτόνομη Παρέμβαση του ΣΥΝ και η οποία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη μαζική στροφή τμημάτων της ΠΑΣΚΕ προς την αγωνιστική σύγκρουση. Απαιτείται εργατική και λαϊκή αντικυβερνητική εξέγερση για να μην περάσει το νομοσχέδιο – έκτρωμα. Μονόδρομος ο ενιαίος συντονισμός των μαχόμενων ομοσπονδιών και σωματείων, η μαζική επέκταση του αγώνα σε νέους κλάδους και στη νεολαία.
Η στήριξη στα ειδικά οικονομικά αιτήματά τους ως βάση εκτίναξης προς έναν πολιτικοποιημένο, πολύμορφο και κλιμακούμενο αγώνα διαρκείας για την ανατροπή των μέτρων. Με αιτήματα επιθετικής διεκδίκησης για τα ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα στη βάση των σύγχρονων αναγκών των εργαζόμενων. Με απαίτηση έκτακτης φορολόγησης των τεράστιων κερδών του κεφαλαίου.
Αντικαπιταλιστές συνδικαλιστές και ταξικά συνδικάτα, σε αυτήν την κατεύθυνση, προτείνουν 24ωρη πανεργατική απεργία την Τετάρτη, 48ωρη την επόμενη εβδομάδα και πολύμορφη κλιμάκωση διαρκείας μετέπειτα. Καλούν σε σύμπραξη τις δυνάμεις και τα συνδικάτα του ΠΑΜΕ που αμήχανα παρακολουθούν τη ΓΣΕΕ, όπως και αυτά που επηρεάζονται από την Αυτόνομη Παρέμβαση.
Άμεσος συντονισμός μαχόμενων κλάδων ενάντια στο νομοσχέδιο
Την πιο βαθιά και απόλυτη χειροτέρευση στην κοινωνική θέση της εργασίας στην Ελλάδα επιχειρεί η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με το υπεραντιδραστικό νομοσχέδιο που αποφάσισε ομόφωνα η Κυβερνητική Επιτροπή να καταθέσει στη Βουλή την ερχόμενη εβδομάδα. Μπροστά του είναι παιχνιδάκια οι νόμοι Σιούφα και Ρέππα, η «Ατζέντα» Σρέντερ, τα μέτρα Σαρκοζί, οι ανατροπές Μπερλουσκόνι και Πρόντι!
Το πλήρες κείμενο του σχεδίου νόμου για το Ασφαλιστικό
Αύξηση ορίων ηλικίας, μείωση συντάξεων, ενοποιήσεις προς τα κάτω των ταμείων, ληστεία των αποθεματικών τους, τζογάρισμα στα χρηματιστήρια, ισοπέδωση των γυναικείων δικαιωμάτων, απόλυτη χειροτέρευση της πρόσβασης σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, «κουμπαράς αλληλεγγύης» σε ιδιωτικοποιήσεις και αυξήσεις του ΦΠΑ, είναι μερικά μόνο από τα μέτρα που προβλέπουν τα 154 άρθρα του (που δημοσιεύει το ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ Το πλήρες κείμενο του σχεδίου νόμου για το Ασφαλιστικό ) Θίγονται καίρια όλες οι γενιές, όλα τα τμήματα των εργαζόμενων και του λαού, χωρίς εξαιρέσεις.
Για να τα περάσει, η κυβέρνηση εκβιάζει τον κοινωνικό αυτοματισμό χωρίς επιτυχία με συνεχείς πολύωρες διακοπές ρεύματος. Γι’ αυτό καταφεύγει στα δικαστήρια, αλλά και εκεί αποτυγχάνει να κάμψει τις απεργίες διαρκείας που έχουν ξεσπάσει. Θυμό και αγανάκτηση στους ηρωικούς απεργούς προκάλεσαν οι ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ που αποφάσισαν αποκλιμάκωση του αγώνα με… 3ωρη στάση εργασίας μεθαύριο Τετάρτη. Απόφαση που υιοθέτησε και η Αυτόνομη Παρέμβαση του ΣΥΝ και η οποία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη μαζική στροφή τμημάτων της ΠΑΣΚΕ προς την αγωνιστική σύγκρουση. Απαιτείται εργατική και λαϊκή αντικυβερνητική εξέγερση για να μην περάσει το νομοσχέδιο – έκτρωμα. Μονόδρομος ο ενιαίος συντονισμός των μαχόμενων ομοσπονδιών και σωματείων, η μαζική επέκταση του αγώνα σε νέους κλάδους και στη νεολαία.
Η στήριξη στα ειδικά οικονομικά αιτήματά τους ως βάση εκτίναξης προς έναν πολιτικοποιημένο, πολύμορφο και κλιμακούμενο αγώνα διαρκείας για την ανατροπή των μέτρων. Με αιτήματα επιθετικής διεκδίκησης για τα ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα στη βάση των σύγχρονων αναγκών των εργαζόμενων. Με απαίτηση έκτακτης φορολόγησης των τεράστιων κερδών του κεφαλαίου.
Αντικαπιταλιστές συνδικαλιστές και ταξικά συνδικάτα, σε αυτήν την κατεύθυνση, προτείνουν 24ωρη πανεργατική απεργία την Τετάρτη, 48ωρη την επόμενη εβδομάδα και πολύμορφη κλιμάκωση διαρκείας μετέπειτα. Καλούν σε σύμπραξη τις δυνάμεις και τα συνδικάτα του ΠΑΜΕ που αμήχανα παρακολουθούν τη ΓΣΕΕ, όπως και αυτά που επηρεάζονται από την Αυτόνομη Παρέμβαση.
ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ
ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ
Σαράντα χρόνια από την 12η Ολομέλεια.
ΤΟ ΧΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΣΟΒΙΕΤΙΚΩΝ
Φλεβάρης 1968. Στη Βούδα της Βουδαπέστης για μια ολόκληρη εβδομάδα κατέφθαναν με όλους τους συνωμοτικούς κανόνες παλιοί αντάρτες, νέοι αγωνιστές και διανοούμενοι, για να πάρουν μέρος στην ιστορική πλέον «ευρεία δωδέκατη ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ» σε ένα μεγάλο κομματικό οίκημα, που χρησιμοποιούνταν για ανάπαυση και περισυλλογή των στελεχών. Οι καθεαυτό εργασίες της Ολομέλειας κράτησαν 10 ημέρες, από 5 μέχρι 15 Φεβρουαρίου. Πήραν δε μέρος, εκτός από τα 20 τακτικά και 14 αναπληρωματικά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, τα τρία της Εξελεγκτικής Επιτροπής και 42 στελέχη από οργανώσεις με δικαίωμα λόγου. Έλειπαν εννιά τακτικά μέλη που ήταν φυλακή ή εξορία από τη χούντα.
ΑΛΕΚΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
το τέλος της συνεδρίασης δώδεκα τακτικά μέλη και εφτά αναπληρωματικά τάχθηκαν με το μέρος της επίσημης καθοδήγησης του ΚΚΕ, ενώ οκτώ τακτικά και εφτά αναπληρωματικά καθώς και οι τρεις της εξελεγκτικής επιτροπής πέρασαν με τους διαφωνούντες.
Η βαθύτερη διάσπαση του ΚΚΕ βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη.
Δύο μόλις ημέρες μετά, ξημερώματα της 17ης Φεβρουαρίου του '68 και παρόλο που η αποχώρηση των συνέδρων για συνωμοτικούς λόγους είχε σχεδιασθεί να διαρκέσει τρεις ημέρες, ακούγεται από τη Φωνή της Αλήθειας -τον κομματικό ραδιοσταθμό με έδρα το Βουκουρέστι- το «ανοικτό γράμμα» των Παρτσαλίδη, Ζωγράφου και Δημητρίου, με το οποίο καταγγέλλουν τις αποφάσεις της 12ης Ολομέλειας.
Την επομένη κιόλας, το ΚΚΕ έθεσε σε λειτουργία έναν εφεδρικό ραδιοσταθμό κάπου στην Ανατολική Γερμανία. Κίνηση μάλλον περιττή, γιατί ο Ραδιοφωνικός Σταθμός της Μόσχας, οι σοβιετικοί και ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ είχαν κάνει την επιλογή τους. Γεγονός προδιαγεγραμμένο από τότε που και οι δύο μερίδες είχαν απευθυνθεί στο σοβιετικό κόμμα, με ό,τι σηματοδοτεί η κίνηση αυτή. Οι αλλαγές που δρομολογούσε η «Άνοιξη της Πράγας», η διευρυνόμενη αμφισβήτηση του ιταλικού ΚΚ και η αποστασιοποίηση της Ρουμανίας από τη Σοβιετική Ένωση είχαν διαμορφώσει ένα αρκετά επισφαλές τοπίο, ώστε να γίνουν ανεκτά και άλλα καινοφανή πειράματα.
Οι διαφωνούντες θα βρουν προσωρινά φιλόξενη στέγη στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου και στη συνέχεια, για όσο διαρκεί η «Άνοιξη της Πράγας», στην Τσεχοσλοβακία και αργότερα στην Ιταλία.
Στις αρχές του 1969 το ΚΚΕ συγκάλεσε τη 13η Ολομέλεια της ΚΕ του και τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου, με την «Έκτακτη Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ» που συγκάλεσαν οι διαφωνούντες στο Βουκουρέστι, στη Λιουμπλιάνα και τέλος στην Ιταλία, ιδρύουν το ΚΚΕ Εσωτερικού.
Άρχισε έτσι μια οξύτατη διαμάχη για τη διεκδίκηση της κομμουνιστικής κληρονομιάς, η οποία διατηρήθηκε αμείωτη επί 20 σχεδόν χρόνια. Tο 1987 το ΚΚΕ Εσωτερικού αυτοδιαλύεται και ιδρύεται η ΕΑΡ (Ελληνική Αριστερά) στο πρότυπο της ιταλικής Ελιάς, έχοντας εξ ορισμού εντός της την ιδεολογική και πολιτική ασάφεια, το τέλος.
Σαράντα χρόνια πέρασαν από την εμφάνιση του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος στην Ελλάδα. Το ρεύμα αυτό επωάστηκε μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα τις προηγούμενες δεκαετίες. Ο «ειρηνικός δρόμος» υπογράμμιζε με έμφαση τις εκλογές, τις μεταρρυθμίσεις, την ανοχή προς αστικές κυβερνήσεις και εντέλει τη συγκυβερνητική εκδοχή. Όσο κι αν το ΚΚΕ πολέμησε το ΚΚΕ Εσωτερικού, οι αντιλήψεις αυτές βρίσκονται στο DNA του.
Τα γεγονότα του κάθε σήμερα έχουν τις ρίζες τους στο χθες. Το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου θα βρει τα κομμουνιστικά κόμματα εξαιρετικά ενισχυμένα. Από τριακόσιες χιλιάδες μέλη το 1939, ένα εκατομμύριο στη Γαλλία, από πέντε χιλιάδες έφτασαν τα δύο εκατομμύρια στην Ιταλία, από δεκαοχτώ γίνονται πενήντα χιλιάδες στη Βρετανία. Όμως και παρά το ότι μια ορισμένη μίνιμουμ στρατηγική αντιφασιστικής ενότητας ήταν αναγκαία στη διάρκεια του πολέμου, τα ΚΚ λυγίζουν το ραβδί προς τα «δεξιά». Υποτιμούν τόσο την ταξική πάλη μέσα στα μπλοκ της αντίστασης όσο και τον ίδιο τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Διαλύουν την Κομμουνιστική Διεθνή και υποτάσσουν τις μεταπολεμικές προοπτικές και δυνατότητες εργατικής εξουσίας στις ανάγκες των συμμάχων και της ΕΣΣΔ. Το τότε ευρωπαϊκό κομμουνιστικό κίνημα με τη στρατηγική που έχει χαράξει από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 του αντιφασιστικού λαϊκού μετώπου για την απόκρουση του ναζισμού και την πολιτική των συμμαχιών από τη σοσιαλδημοκρατία ως τη δημοκρατική πτέρυγα της αστικής τάξης, την πολιτική του «εθνικού» του πλέον ρόλου, οδηγείται στην πράξη σε συμφωνίες με τις προοδευτικές αστικές δυνάμεις -που το ηγεμονεύουν- στην άσκηση φιλολαϊκότερης διαχείρισης του αστικού κράτους. Η στρατηγική αυτή συνοδεύεται ήδη από το 1945 με την ενίσχυση της εκδοχής του «ειρηνικού περάσματος» στο σοσιαλισμό που παγιώνεται στρατηγικά και θεωρητικά το 1956 με το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ και ενισχύεται έμμεσα με την πολιτική της «ειρηνικής συνύπαρξης» που απαιτεί απομάκρυνση από τις «επαναστατικές χίμαιρες» και μετατόπιση στον αγώνα για «ειρήνη και δημοκρατία». Η πολιτική αυτή αποθαρρύνει τα εγχειρήματα κατάληψης της εξουσίας μετά την αποχώρηση των ναζί από τις κατεχόμενες χώρες όπου οι κομμουνιστές είναι κοινωνικά ισχυροί και μαζικοί (Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Γαλλία, Ιταλία) εκτός από τις περιοχές όπου οι κομμουνιστές συγκροτούν αρκετά νωρίς μια διαφορετική ανεξάρτητη στρατηγική και επιτυγχάνουν (Γιουγκοσλαβία και Κίνα). Στην Ελλάδα, το ΚΚΕ ακολουθεί μια πολιτική παράδοσης της εξουσίας στους αστούς πολιτικούς και στη Βρετανία (Λίβανος, Καζέρτα, 1944) και όταν εξαναγκάζεται στη γεμάτη αυτοθυσία ένοπλη εξέγερση, βασικό στόχο έχει το πέρασμα σε ομαλές δημοκρατικές εξελίξεις. Στη μεταπολεμική Γαλλία και Ιταλία, σε μια περίοδο που το εργατικό κίνημα είναι πολύ ισχυρό (μεγάλες απεργίες σε Γαλλία και Ιταλία το 1945-48) και που υπάρχουν ακόμη δομές της αντίστασης και έμβρυα εργατικής εξουσίας, τα ΚΚ αποκηρύσσουν τα όργανα λαϊκής εξουσίας και την επαναστατική δυνατότητα για χάρη της ειρηνικής εξέλιξης, της «δημοκρατίας» και της «εθνικής συμφιλίωσης».
Αυτή η επιλογή σημαίνει την αρχή ενός στρατηγικού βαθέματος όχι μόνο προς τον ειρηνικό δρόμο, αλλά και τη στροφή προς ένα «νέου νέου τύπου» θεσμικό κομμουνιστικό κόμμα, με έμφαση στις εκλογές, στις κοινοβουλευτικές μάχες, στις μεταρρυθμίσεις, στην ανομολόγητη ανοχή προς αστικές κυβερνήσεις και εντέλει στη συγκυβερνητική εκδοχή. Αποτελεί δε την πολιτική βάση όχι μόνο της βαθμιαίας μετατόπισης - μεταμόρφωσης των κομμουνιστικών κομμάτων αλλά και τον όρο γένεσης του ευρωκομμουνισμού στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Ο ευρωκομμουνισμός και το ΚΚΕ Εσωτερικού δεν ήταν επομένως καρπός παράνομου δεσμού της Αριστεράς με το αναγεννημένο εργατικό κίνημα, αλλά γέννημα αιμομικτικής γονιμοποίησης εντός της εκφυλιζόμενης παλαιάς κομμουνιστικής οικογένειας. Εξ ου τα κοινά χαρακτηριστικά αλλά και οι διαφορές.
Συγκυβέρνηση ΚΚΕ με αστικά κόμματα το '44, εφεύρεση σύμμαχης «εθνικής αστικής τάξης» στο 8ο Συνέδριο το '58 για να αιτιολογήσουν την ανοιχτή στήριξη της Ένωσης Κέντρου το '63, ενίσχυση του «αθροίσματος των δημοκρατικών δυνάμεων» ( ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΚΚΕ Εσωτερικού) το '81 και κριτική στήριξη του ΠΑΣΟΚ από ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού ως το '83, συγκυβέρνηση με τη ΝΔ το '89 και οικουμενική το '90. Πρόκειται για επιλογές με κοινή στρατηγική βάση, παρά τις διαφορές.
Το ΚΚΕ Εσωτερικού προχωρά σε μια κριτική στάση και αναζήτηση μιας πιο ανεξάρτητης σχέσης με τη Μόσχα, σε καταδίκη της εισβολής των σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία το '68, σε υιοθέτηση βαθμιαία της εκτίμησης ότι η τότε Σοβιετική Ένωση είχε χάσει τον προωθητικό της ρόλο στην υπόθεση του σοσιαλισμού, ενώ ταυτόχρονα μετατοπίζεται σταθερά προς ένα πρόγραμμα γραμμικών διαρθρωτικών αλλαγών με κυβερνητισμό. Προς μια μορφή δημοκρατικού δρόμου που θα συνδέει την πάλη για την κοινοβουλευτική ανάληψη της διακυβέρνησης με μια σειρά αμεσοδημοκρατικών μορφών κινημάτων ρήξης χωρίς ρήξη. Για να εκχωρήσουν τελικά την πολιτική ισχύ τους σε μια σοσιαλδημοκρατία που η ίδια έπαυε σταδιακά να είναι σοσιαλδημοκρατική και να δρέψουν εντέλει την περιθωριοποίηση. Από τη μια κριτική, από τότε, στο κομματικό μοντέλο σοβιετικού τύπου που ανιστόρητα και «ετσιθελικά» το ταυτίζουν με την αντίληψη των μπολσεβίκων και από την άλλη πολιτική διάχυσης έως και εξαφάνισης του κομμουνιστικού κόμματος εντός των διαφόρων αστικοδημοκρατικών και αριστερών κομμάτων.
Το ΚΚΕ από την άλλη, κουβαλώντας την αίγλη της Οκτωβριανής Επανάστασης αλλά και τα όρια του ανολοκλήρωτου και της πρώιμης ήττας της, την αίγλη αλλά και τα όρια του ΕΑΜ και του Δημοκρατικού Στρατού, ήταν και είναι αναγκασμένο να επαγγέλλεται μια πολιτική μεταμορφούμενης προσαρμοστικής ρήξης. Που εμπεριέχει και τη θεωρία του αδύνατου κρίκου στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα για την Ελλάδα, το «όχι» στον κυβερνητισμό αλλά και τον υπολανθάνοντα κυβερνητισμό, τη ρήξη αλλά και τις παλινωδίες. Την αυτοτέλεια του κόμματος αλλά και το ακίνητο στη δομή, λειτουργία και κυρίως στους σκοπούς, παρά τις δραστικές αντιδραστικές τομές που συντελούνται στον καπιταλισμό.
Η γραμμή του Αντιμονοπωλιακού, Αντιιμπεριαλιστικού Δημοκρατικού Μετώπου του επιτρέπει, ανάλογο σε ποιο επίθετο ρίχνει κάθε φορά το βάρος, να παλινωδεί. Να συμπεριφέρεται πότε σαν κόμμα ανάδελφο και πότε σαν κόμμα που αναζητά συμμαχίες με κόμματα και προσωπικότητες αστικής αναφοράς ή και με ρετάλια της αστικής πολιτικής, χαράζοντας γραμμές περιχαράκωσης προς τα αριστερά του.
Το ΚΚΕ και γενικότερα το ρεύμα του μαχητικού ρεφορμισμού κομμουνιστικής αναφοράς, είχε σφυρηλατήσει, μέσα από μακρόχρονη ιστορική διαμόρφωση, τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του: Την πολιτική και στρατηγική συνεργασία με μη ευνοημένα, θιγόμενα τμήματα των μικροαστών και της αστικής τάξης ενάντια στον «κύριο εχθρό», την ηγεμονική πυραμίδα των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού. Με αποτέλεσμα να αποδεσμεύεται πλήρως η τακτική από το στρατηγικό στόχο της ανατροπής του καπιταλισμού που διακήρυσσε σε όλους τους τόνους και να ηγεμονεύεται τελικά από την αστική πολιτική την οποία μάταια περιορίζεται στο να διορθώσει.
Δεν είναι επομένως δυσεξήγητο που στο τέλος των δεκαετιών '60 και '70, που έσβηνε το οικονομικό θαύμα της Δυτικής Ευρώπης και άρχιζε η ανάπτυξη νέων αντιφατικών επαναστατικών δυνατοτήτων με το αναπτυσσόμενο εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα να αμφισβητεί τις παραγωγικές, ηθικές και κοινωνικές αξίες της αστικής κοινωνίας (εργατικός και φοιτητικός Μάης στη Γαλλία και Ιταλία, ιταλικό εργατικό φθινόπωρο, άνοδος των αντιαποικιακών κινημάτων και του κινήματος του Βιετνάμ, κίνημα των Μαύρων στις ΗΠΑ, ενίσχυση της επαναστατικής αναζήτησης, εργατικές εξάρσεις και εξέγερση του Πολυτεχνείου στην Ελλάδα) και τα δύο ρεύματα που συγκρούστηκαν στο ΚΚΕ, παρόλο που συνδέονται επιφυλακτικά έστω με το κίνημα, εντούτοις αδυνατούν να το μετατρέψουν σε ένα νικηφόρο εργατικό κίνημα, παρά τις επιμέρους νίκες.
Αιτία φυσικά δεν ήταν αυτή καθ' εαυτή η διάσπαση και η ύπαρξη μιας βεντάλιας ρευμάτων εντός της Αριστεράς. Αυτό συνέβαινε πάντα και είναι όχι η αδυναμία αλλά κυρίως η δύναμή της. Αφού από ό,τι θυμάται η ιστορία, όχι η τσούλα, αλλά η άλλη, αυτή των νικηφόρων αναμετρήσεων με τον καπιταλισμό, οι νίκες ήρθαν όταν οι επαναστάτες ηγεμόνευαν διά της πολιτικής και των ιδεών στο πάντα πολύμορφο και διαφορετικών ταχυτήτων εργατικό κίνημα, σε μια διαλεκτική σχέση δημόσιας κριτικής, πολεμικής, αντιπαράθεσης, σύνθεσης, αμφισβητούμενης και στην πράξη επαληθευόμενης ηγεμονίας.
Στις μέρες μας επομένως, μέρες κρίσιμες και ενδιαφέρουσες, δεν λείπουν οι πολιτικές γραμμές στην Αριστερά. Στην πράξη και παρά τις προσπάθειες του ΝΑΡ, δεν έχει γίνει υλική δύναμη, η μία. Αυτή που δικαιολογεί την ύπαρξη και «χρησιμότητα» της Αριστεράς στο νου και τη συνείδηση της εργατικής τάξης. Η πολιτική της μετατόπισης του εργατικού κινήματος από μια μακριά περίοδο κατά την οποία οι «επάνω» αποσπούν διαρκώς από τους «κάτω» χρήμα, χρόνο και ζωή, σε μια αντίστροφη περίοδο κατά την οποία οι «κάτω» θα αποσπούν από τους πάνω, έστω εύθραυστα και αντιφατικά, ό,τι τους κλέβουν, ό,τι τους ανήκει. Καθιστώντας έτσι το αόριστο αύριο, τη «δεύτερη παρουσία της επανάστασης» ορατή αναγκαιότητα της ίδιας της εργατικής τάξης, επαληθευόμενη και αποζητούμενη συνειδητή πολιτική επιδίωξη των μετασχηματιζόμενων πρωτοποριών της.
Επικίνδυνος και ο αριστερός κυβερνητισμός
ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΞΥΝΣΗ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ, ΜΕ ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Μόνο ακραίες οπορτουνιστικές «σαβούρες» και ανιστόρητα δογματικά απολιθώματα εξακολουθούν να αποπειρώνται την απόδειξη της ιστορικής δικαίωσης του ενός ή του άλλου ρεύματος που εμφανίστηκαν στη διάσπαση του ΚΚΕ, παρά τα όσα η πράξη και η ιστορία κατέγραψαν. Οι πλέον σοβαροί αναλυτές των δύο ιστορικών ρευμάτων της Αριστεράς θεωρούν ότι λάθη, παραλείψεις, ανεξερεύνητες περιοχές, σε συνδυασμό με τις συνταρακτικές εξελίξεις στην πολιτική και την οικονομία τα χρόνια που πέρασαν -κυρίως την τελευταία εικοσαετία- επιβάλλουν αναπροσαρμογές κρατώντας όμως τον πυρήνα της στρατηγικής και πολιτικής τους.
Έτσι στην πρόσφατη πολιτική απόφαση του Συνεδρίου του ΣΥΝ σημειώνεται πως «η προοδευτική εναλλακτική λύση της Αριστεράς θα είναι πρώτα απ' όλα αποτέλεσμα μιας ριζικής αλλαγής του πολιτικού συσχετισμού, μιας νέας ιδεολογικής και αξιακής τοποθέτησης της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, σκληρών κοινωνικών και ταξικών αναμετρήσεων, αναδιάταξης σε ριζοσπαστική βάση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, νικηφόρων αγώνων στο σήμερα που θα μετασχηματίζουν δημοκρατικά και σε βάθος το κράτος, τους θεσμούς, την οικονομία, την κοινωνία και τις σχέσεις τους με το περιβάλλον, θα φωτίζουν τις νέες προοπτικές του αύριο ... Αυτό που έχει ανάγκη η χώρα είναι όχι μια κυβέρνηση κεντροαριστερής συνεργασίας του ΠΑΣΟΚ με την Αριστερά, αλλά μια εναλλακτική προοδευτική λύση Αριστεράς για την εφαρμογή ενός σύγχρονου προοδευτικού προγράμματος, στον αντίποδα του νεοφιλελευθερισμού, με κατεύθυνση το σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία ... Όπως έχει δείξει και η ευρωπαϊκή εμπειρία, οι κυβερνήσεις της Κεντροαριστεράς με τα κατεστημένα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα -με συμμετοχή δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς- όπου δοκιμάστηκαν, απέτυχαν και περιορίστηκαν στη διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης».
Εδώ απορρίπτεται ο γραμμικός και άνευ ρήξεων κυβερνητισμός και αναζητάται μια μορφή δημοκρατικού δρόμου που θα συνδέει την πάλη για την κοινοβουλευτική ανάληψη της διακυβέρνησης με μια σειρά αμεσοδημοκρατικών μορφών και κινημάτων ρήξης που θα μεταρρυθμίζουν τις δομές του αστικού κράτους και θα μετατοπίζουν φιλολαϊκά την πολιτική του. Επιστρέφουν έτσι και παραμένουν σε ένα μείγμα ενός είδους ανάγνωσης και εφαρμογής αντιλήψεων του Πουλαντζά και του 12ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Βεβαίως, το κρίσιμο ζήτημα είναι ότι λείπει η επανάσταση, η ανατροπή και συντριβή της αστικής εξουσίας. Πάντως και αυτή η μετατόπιση του ΣΥΝ είναι επίδραση των εξελίξεων, κυρίως μετά το 2001-2003, της όξυνσης της ταξικής πάλης, της απονομιμοποίησης του νεοφιλελευθερισμού, της πρωτόγνωρης επίθεσης της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
ΚΚΕ ΚΑΙ ΣΥΝ
Διάσπαση τακτικής και στρατηγικής
ΑΝΑΓΚΗ ΑΛΛΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Το ΚΚΕ ισχυρίζεται πως δεν είχε και δεν έχει καμία πολιτική σχέση με το άλλο «ακατονόμαστο» ρεύμα ...εκτός όμως από την κοινή κάθοδο στις εκλογές του 1974 και του ανοικτά κυβερνητικού ενιαίου ΣΥΝ. Στην απόφαση δε του τελευταίου Συνεδρίου του ανάμεσα στα άλλα αναφέρεται: «Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς των αστικών κομμάτων, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών, αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, με βάση το κοινοβούλιο, χωρίς να έχουν διαμορφωθεί οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα. Η κυβέρνηση αυτή πρέπει να ανταποκριθεί σε οξυμένα αιτήματα και ζωτικές ανάγκες του λαού. Δρομολογώντας λύσεις για το λαό με βάση και τις δεσμεύσεις της, θα υποχρεωθεί να σπρώξει τα πράγματα προς τα εμπρός». Το ΚΚΕ σημειώνει επίσης πως ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο ανάπτυξης του και καθορίζει το χαρακτήρα της επανάστασης ως σοσιαλιστικής. Θεωρεί δε πως η «συγκρότηση του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου αποτελεί ζωτική ανάγκη για τους εργαζόμενους και κύριο καθήκον για το κόμμα. Το μέτωπο συγκροτείται από κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις ανομοιογενείς, που όμως συμφωνούν στην ανάγκη να διεκδικηθεί ένας άλλος δρόμος εξέλιξης (σ.σ. αδυναμία σαφήνειας ή ηθελημένη ασάφεια;) της ελληνικής κοινωνίας, σε αντίθεση με τα συμφέροντα των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών ενώσεων. Η ιδέα της λαϊκής εξουσίας και λαϊκής οικονομίας μπορεί να συστεγάσει τους μετέχοντες στο μέτωπο. Το μέτωπο πρέπει να έχει πρόταση προς το λαό και στο επίπεδο της εξουσίας. Το κόμμα έχει διατυπώσει μια γενική ιδέα για το θέμα της εξουσίας, η οποία μπορεί να λειτουργήσει ενοποιητικά, αφού περιέχει βασικές κατευθύνσεις που τη διαχωρίζουν από τη σημερινή εξουσία και τις διάφορες παραλλαγές διαχείρισης της». Όμως, συνεχίζει «το ΚΚΕ δεν θέτει όρο για τη διαμόρφωση κοινού πλαισίου δράσης τη συμφωνία για το σοσιαλισμό». Οι αυτονόητα κοινές προσεγγίσεις, οι ασάφειες αλλά και οι ουσιαστικές διαφορές αφήνονται στην κρίση του αναγνώστη.
Ωστόσο το ΚΚΕ επιστρέφει στη λογική συμμαχιών με τα θιγόμενα τμήματα της αστικής τάξης από το μονοπωλιακό τμήμα της. Διατηρείται επίσης ακίνητο στη λογική της διάσπασης τακτικής και στρατηγικής, πράγμα που αδυνατεί να πράξει ο ΣΥΝ αφού η στρατηγική λείπει από την πολιτική του και επομένως δεν μπορεί να διασπάσει το ανύπαρκτο. Ο χωρισμός αυτός τακτικής και στρατηγικής υψώνει αντικειμενικά ένα άνω φράγμα στην πολιτική και των δύο με σφοδρές επιδράσεις στο εργατικό κίνημα το οποίο περιορίζει τελικά στην καταγγελία, διαμαρτυρία, σε οριακούς αγώνες και στην εξαργύρωση εντέλει σε κοινοβουλευτικές ψήφους. Στην ουσία, μέσω σχετικά διαφορετικών δρόμων, αυτοπεριορίζονται αναγκαστικά σε ένα νέου τύπου σοσιαλδημοκρατικό ριζοσπαστισμό ο ΣΥΝ και μαχητικό κομμουνιστικό ρεφορμισμό το ΚΚΕ.
Τα κόμματα φυσικά δεν προσδιορίζονται από την ιδέα που έχουν τα ίδια για τον εαυτό τους ή μόνο από τις συνεδριακές τους αποφάσεις. Αλλά και από τη διαχείριση του ιστορικού τους φορτίου, τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους. Ο ΣΥΝ επομένως θα διολισθήσει επιταχυνόμενα στη λογική του «χρεοκοπημένου κυβερνητισμού» και το ΚΚΕ θα συνεχίσει να κινείται στα γνωστά αδιέξοδα όρια. Ωστόσο ακόμη και αυτή η σημερινή μετατόπισή τους, αντί προς το επαναστατικό παρόν και μέλλον στο αριστερό του παρελθόν τους, δημιουργεί σοβαρότερους όρους ενότητας δράσης και ανώτερης αντιπαράθεσης. Θα μπορούσε δε να συμβάλλει στη δημιουργία όρων νικηφόρας αναμέτρησης με την πολιτική της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Όρος και προϋπόθεση γι' αυτό είναι όχι η διάχυση εντός της παλιάς Αριστεράς, αλλά η αυτοτελής, σχετικά μαζική εμφάνιση, ενίσχυση και καταξίωση της Αριστεράς της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και κομμουνιστικής επανεκκίνησης.
Σαράντα χρόνια από την 12η Ολομέλεια.
ΤΟ ΧΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΣΟΒΙΕΤΙΚΩΝ
Φλεβάρης 1968. Στη Βούδα της Βουδαπέστης για μια ολόκληρη εβδομάδα κατέφθαναν με όλους τους συνωμοτικούς κανόνες παλιοί αντάρτες, νέοι αγωνιστές και διανοούμενοι, για να πάρουν μέρος στην ιστορική πλέον «ευρεία δωδέκατη ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ» σε ένα μεγάλο κομματικό οίκημα, που χρησιμοποιούνταν για ανάπαυση και περισυλλογή των στελεχών. Οι καθεαυτό εργασίες της Ολομέλειας κράτησαν 10 ημέρες, από 5 μέχρι 15 Φεβρουαρίου. Πήραν δε μέρος, εκτός από τα 20 τακτικά και 14 αναπληρωματικά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, τα τρία της Εξελεγκτικής Επιτροπής και 42 στελέχη από οργανώσεις με δικαίωμα λόγου. Έλειπαν εννιά τακτικά μέλη που ήταν φυλακή ή εξορία από τη χούντα.
ΑΛΕΚΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
το τέλος της συνεδρίασης δώδεκα τακτικά μέλη και εφτά αναπληρωματικά τάχθηκαν με το μέρος της επίσημης καθοδήγησης του ΚΚΕ, ενώ οκτώ τακτικά και εφτά αναπληρωματικά καθώς και οι τρεις της εξελεγκτικής επιτροπής πέρασαν με τους διαφωνούντες.
Η βαθύτερη διάσπαση του ΚΚΕ βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη.
Δύο μόλις ημέρες μετά, ξημερώματα της 17ης Φεβρουαρίου του '68 και παρόλο που η αποχώρηση των συνέδρων για συνωμοτικούς λόγους είχε σχεδιασθεί να διαρκέσει τρεις ημέρες, ακούγεται από τη Φωνή της Αλήθειας -τον κομματικό ραδιοσταθμό με έδρα το Βουκουρέστι- το «ανοικτό γράμμα» των Παρτσαλίδη, Ζωγράφου και Δημητρίου, με το οποίο καταγγέλλουν τις αποφάσεις της 12ης Ολομέλειας.
Την επομένη κιόλας, το ΚΚΕ έθεσε σε λειτουργία έναν εφεδρικό ραδιοσταθμό κάπου στην Ανατολική Γερμανία. Κίνηση μάλλον περιττή, γιατί ο Ραδιοφωνικός Σταθμός της Μόσχας, οι σοβιετικοί και ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ είχαν κάνει την επιλογή τους. Γεγονός προδιαγεγραμμένο από τότε που και οι δύο μερίδες είχαν απευθυνθεί στο σοβιετικό κόμμα, με ό,τι σηματοδοτεί η κίνηση αυτή. Οι αλλαγές που δρομολογούσε η «Άνοιξη της Πράγας», η διευρυνόμενη αμφισβήτηση του ιταλικού ΚΚ και η αποστασιοποίηση της Ρουμανίας από τη Σοβιετική Ένωση είχαν διαμορφώσει ένα αρκετά επισφαλές τοπίο, ώστε να γίνουν ανεκτά και άλλα καινοφανή πειράματα.
Οι διαφωνούντες θα βρουν προσωρινά φιλόξενη στέγη στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου και στη συνέχεια, για όσο διαρκεί η «Άνοιξη της Πράγας», στην Τσεχοσλοβακία και αργότερα στην Ιταλία.
Στις αρχές του 1969 το ΚΚΕ συγκάλεσε τη 13η Ολομέλεια της ΚΕ του και τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου, με την «Έκτακτη Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ» που συγκάλεσαν οι διαφωνούντες στο Βουκουρέστι, στη Λιουμπλιάνα και τέλος στην Ιταλία, ιδρύουν το ΚΚΕ Εσωτερικού.
Άρχισε έτσι μια οξύτατη διαμάχη για τη διεκδίκηση της κομμουνιστικής κληρονομιάς, η οποία διατηρήθηκε αμείωτη επί 20 σχεδόν χρόνια. Tο 1987 το ΚΚΕ Εσωτερικού αυτοδιαλύεται και ιδρύεται η ΕΑΡ (Ελληνική Αριστερά) στο πρότυπο της ιταλικής Ελιάς, έχοντας εξ ορισμού εντός της την ιδεολογική και πολιτική ασάφεια, το τέλος.
Σαράντα χρόνια πέρασαν από την εμφάνιση του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος στην Ελλάδα. Το ρεύμα αυτό επωάστηκε μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα τις προηγούμενες δεκαετίες. Ο «ειρηνικός δρόμος» υπογράμμιζε με έμφαση τις εκλογές, τις μεταρρυθμίσεις, την ανοχή προς αστικές κυβερνήσεις και εντέλει τη συγκυβερνητική εκδοχή. Όσο κι αν το ΚΚΕ πολέμησε το ΚΚΕ Εσωτερικού, οι αντιλήψεις αυτές βρίσκονται στο DNA του.
Τα γεγονότα του κάθε σήμερα έχουν τις ρίζες τους στο χθες. Το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου θα βρει τα κομμουνιστικά κόμματα εξαιρετικά ενισχυμένα. Από τριακόσιες χιλιάδες μέλη το 1939, ένα εκατομμύριο στη Γαλλία, από πέντε χιλιάδες έφτασαν τα δύο εκατομμύρια στην Ιταλία, από δεκαοχτώ γίνονται πενήντα χιλιάδες στη Βρετανία. Όμως και παρά το ότι μια ορισμένη μίνιμουμ στρατηγική αντιφασιστικής ενότητας ήταν αναγκαία στη διάρκεια του πολέμου, τα ΚΚ λυγίζουν το ραβδί προς τα «δεξιά». Υποτιμούν τόσο την ταξική πάλη μέσα στα μπλοκ της αντίστασης όσο και τον ίδιο τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Διαλύουν την Κομμουνιστική Διεθνή και υποτάσσουν τις μεταπολεμικές προοπτικές και δυνατότητες εργατικής εξουσίας στις ανάγκες των συμμάχων και της ΕΣΣΔ. Το τότε ευρωπαϊκό κομμουνιστικό κίνημα με τη στρατηγική που έχει χαράξει από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 του αντιφασιστικού λαϊκού μετώπου για την απόκρουση του ναζισμού και την πολιτική των συμμαχιών από τη σοσιαλδημοκρατία ως τη δημοκρατική πτέρυγα της αστικής τάξης, την πολιτική του «εθνικού» του πλέον ρόλου, οδηγείται στην πράξη σε συμφωνίες με τις προοδευτικές αστικές δυνάμεις -που το ηγεμονεύουν- στην άσκηση φιλολαϊκότερης διαχείρισης του αστικού κράτους. Η στρατηγική αυτή συνοδεύεται ήδη από το 1945 με την ενίσχυση της εκδοχής του «ειρηνικού περάσματος» στο σοσιαλισμό που παγιώνεται στρατηγικά και θεωρητικά το 1956 με το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ και ενισχύεται έμμεσα με την πολιτική της «ειρηνικής συνύπαρξης» που απαιτεί απομάκρυνση από τις «επαναστατικές χίμαιρες» και μετατόπιση στον αγώνα για «ειρήνη και δημοκρατία». Η πολιτική αυτή αποθαρρύνει τα εγχειρήματα κατάληψης της εξουσίας μετά την αποχώρηση των ναζί από τις κατεχόμενες χώρες όπου οι κομμουνιστές είναι κοινωνικά ισχυροί και μαζικοί (Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Γαλλία, Ιταλία) εκτός από τις περιοχές όπου οι κομμουνιστές συγκροτούν αρκετά νωρίς μια διαφορετική ανεξάρτητη στρατηγική και επιτυγχάνουν (Γιουγκοσλαβία και Κίνα). Στην Ελλάδα, το ΚΚΕ ακολουθεί μια πολιτική παράδοσης της εξουσίας στους αστούς πολιτικούς και στη Βρετανία (Λίβανος, Καζέρτα, 1944) και όταν εξαναγκάζεται στη γεμάτη αυτοθυσία ένοπλη εξέγερση, βασικό στόχο έχει το πέρασμα σε ομαλές δημοκρατικές εξελίξεις. Στη μεταπολεμική Γαλλία και Ιταλία, σε μια περίοδο που το εργατικό κίνημα είναι πολύ ισχυρό (μεγάλες απεργίες σε Γαλλία και Ιταλία το 1945-48) και που υπάρχουν ακόμη δομές της αντίστασης και έμβρυα εργατικής εξουσίας, τα ΚΚ αποκηρύσσουν τα όργανα λαϊκής εξουσίας και την επαναστατική δυνατότητα για χάρη της ειρηνικής εξέλιξης, της «δημοκρατίας» και της «εθνικής συμφιλίωσης».
Αυτή η επιλογή σημαίνει την αρχή ενός στρατηγικού βαθέματος όχι μόνο προς τον ειρηνικό δρόμο, αλλά και τη στροφή προς ένα «νέου νέου τύπου» θεσμικό κομμουνιστικό κόμμα, με έμφαση στις εκλογές, στις κοινοβουλευτικές μάχες, στις μεταρρυθμίσεις, στην ανομολόγητη ανοχή προς αστικές κυβερνήσεις και εντέλει στη συγκυβερνητική εκδοχή. Αποτελεί δε την πολιτική βάση όχι μόνο της βαθμιαίας μετατόπισης - μεταμόρφωσης των κομμουνιστικών κομμάτων αλλά και τον όρο γένεσης του ευρωκομμουνισμού στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Ο ευρωκομμουνισμός και το ΚΚΕ Εσωτερικού δεν ήταν επομένως καρπός παράνομου δεσμού της Αριστεράς με το αναγεννημένο εργατικό κίνημα, αλλά γέννημα αιμομικτικής γονιμοποίησης εντός της εκφυλιζόμενης παλαιάς κομμουνιστικής οικογένειας. Εξ ου τα κοινά χαρακτηριστικά αλλά και οι διαφορές.
Συγκυβέρνηση ΚΚΕ με αστικά κόμματα το '44, εφεύρεση σύμμαχης «εθνικής αστικής τάξης» στο 8ο Συνέδριο το '58 για να αιτιολογήσουν την ανοιχτή στήριξη της Ένωσης Κέντρου το '63, ενίσχυση του «αθροίσματος των δημοκρατικών δυνάμεων» ( ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΚΚΕ Εσωτερικού) το '81 και κριτική στήριξη του ΠΑΣΟΚ από ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού ως το '83, συγκυβέρνηση με τη ΝΔ το '89 και οικουμενική το '90. Πρόκειται για επιλογές με κοινή στρατηγική βάση, παρά τις διαφορές.
Το ΚΚΕ Εσωτερικού προχωρά σε μια κριτική στάση και αναζήτηση μιας πιο ανεξάρτητης σχέσης με τη Μόσχα, σε καταδίκη της εισβολής των σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία το '68, σε υιοθέτηση βαθμιαία της εκτίμησης ότι η τότε Σοβιετική Ένωση είχε χάσει τον προωθητικό της ρόλο στην υπόθεση του σοσιαλισμού, ενώ ταυτόχρονα μετατοπίζεται σταθερά προς ένα πρόγραμμα γραμμικών διαρθρωτικών αλλαγών με κυβερνητισμό. Προς μια μορφή δημοκρατικού δρόμου που θα συνδέει την πάλη για την κοινοβουλευτική ανάληψη της διακυβέρνησης με μια σειρά αμεσοδημοκρατικών μορφών κινημάτων ρήξης χωρίς ρήξη. Για να εκχωρήσουν τελικά την πολιτική ισχύ τους σε μια σοσιαλδημοκρατία που η ίδια έπαυε σταδιακά να είναι σοσιαλδημοκρατική και να δρέψουν εντέλει την περιθωριοποίηση. Από τη μια κριτική, από τότε, στο κομματικό μοντέλο σοβιετικού τύπου που ανιστόρητα και «ετσιθελικά» το ταυτίζουν με την αντίληψη των μπολσεβίκων και από την άλλη πολιτική διάχυσης έως και εξαφάνισης του κομμουνιστικού κόμματος εντός των διαφόρων αστικοδημοκρατικών και αριστερών κομμάτων.
Το ΚΚΕ από την άλλη, κουβαλώντας την αίγλη της Οκτωβριανής Επανάστασης αλλά και τα όρια του ανολοκλήρωτου και της πρώιμης ήττας της, την αίγλη αλλά και τα όρια του ΕΑΜ και του Δημοκρατικού Στρατού, ήταν και είναι αναγκασμένο να επαγγέλλεται μια πολιτική μεταμορφούμενης προσαρμοστικής ρήξης. Που εμπεριέχει και τη θεωρία του αδύνατου κρίκου στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα για την Ελλάδα, το «όχι» στον κυβερνητισμό αλλά και τον υπολανθάνοντα κυβερνητισμό, τη ρήξη αλλά και τις παλινωδίες. Την αυτοτέλεια του κόμματος αλλά και το ακίνητο στη δομή, λειτουργία και κυρίως στους σκοπούς, παρά τις δραστικές αντιδραστικές τομές που συντελούνται στον καπιταλισμό.
Η γραμμή του Αντιμονοπωλιακού, Αντιιμπεριαλιστικού Δημοκρατικού Μετώπου του επιτρέπει, ανάλογο σε ποιο επίθετο ρίχνει κάθε φορά το βάρος, να παλινωδεί. Να συμπεριφέρεται πότε σαν κόμμα ανάδελφο και πότε σαν κόμμα που αναζητά συμμαχίες με κόμματα και προσωπικότητες αστικής αναφοράς ή και με ρετάλια της αστικής πολιτικής, χαράζοντας γραμμές περιχαράκωσης προς τα αριστερά του.
Το ΚΚΕ και γενικότερα το ρεύμα του μαχητικού ρεφορμισμού κομμουνιστικής αναφοράς, είχε σφυρηλατήσει, μέσα από μακρόχρονη ιστορική διαμόρφωση, τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του: Την πολιτική και στρατηγική συνεργασία με μη ευνοημένα, θιγόμενα τμήματα των μικροαστών και της αστικής τάξης ενάντια στον «κύριο εχθρό», την ηγεμονική πυραμίδα των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού. Με αποτέλεσμα να αποδεσμεύεται πλήρως η τακτική από το στρατηγικό στόχο της ανατροπής του καπιταλισμού που διακήρυσσε σε όλους τους τόνους και να ηγεμονεύεται τελικά από την αστική πολιτική την οποία μάταια περιορίζεται στο να διορθώσει.
Δεν είναι επομένως δυσεξήγητο που στο τέλος των δεκαετιών '60 και '70, που έσβηνε το οικονομικό θαύμα της Δυτικής Ευρώπης και άρχιζε η ανάπτυξη νέων αντιφατικών επαναστατικών δυνατοτήτων με το αναπτυσσόμενο εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα να αμφισβητεί τις παραγωγικές, ηθικές και κοινωνικές αξίες της αστικής κοινωνίας (εργατικός και φοιτητικός Μάης στη Γαλλία και Ιταλία, ιταλικό εργατικό φθινόπωρο, άνοδος των αντιαποικιακών κινημάτων και του κινήματος του Βιετνάμ, κίνημα των Μαύρων στις ΗΠΑ, ενίσχυση της επαναστατικής αναζήτησης, εργατικές εξάρσεις και εξέγερση του Πολυτεχνείου στην Ελλάδα) και τα δύο ρεύματα που συγκρούστηκαν στο ΚΚΕ, παρόλο που συνδέονται επιφυλακτικά έστω με το κίνημα, εντούτοις αδυνατούν να το μετατρέψουν σε ένα νικηφόρο εργατικό κίνημα, παρά τις επιμέρους νίκες.
Αιτία φυσικά δεν ήταν αυτή καθ' εαυτή η διάσπαση και η ύπαρξη μιας βεντάλιας ρευμάτων εντός της Αριστεράς. Αυτό συνέβαινε πάντα και είναι όχι η αδυναμία αλλά κυρίως η δύναμή της. Αφού από ό,τι θυμάται η ιστορία, όχι η τσούλα, αλλά η άλλη, αυτή των νικηφόρων αναμετρήσεων με τον καπιταλισμό, οι νίκες ήρθαν όταν οι επαναστάτες ηγεμόνευαν διά της πολιτικής και των ιδεών στο πάντα πολύμορφο και διαφορετικών ταχυτήτων εργατικό κίνημα, σε μια διαλεκτική σχέση δημόσιας κριτικής, πολεμικής, αντιπαράθεσης, σύνθεσης, αμφισβητούμενης και στην πράξη επαληθευόμενης ηγεμονίας.
Στις μέρες μας επομένως, μέρες κρίσιμες και ενδιαφέρουσες, δεν λείπουν οι πολιτικές γραμμές στην Αριστερά. Στην πράξη και παρά τις προσπάθειες του ΝΑΡ, δεν έχει γίνει υλική δύναμη, η μία. Αυτή που δικαιολογεί την ύπαρξη και «χρησιμότητα» της Αριστεράς στο νου και τη συνείδηση της εργατικής τάξης. Η πολιτική της μετατόπισης του εργατικού κινήματος από μια μακριά περίοδο κατά την οποία οι «επάνω» αποσπούν διαρκώς από τους «κάτω» χρήμα, χρόνο και ζωή, σε μια αντίστροφη περίοδο κατά την οποία οι «κάτω» θα αποσπούν από τους πάνω, έστω εύθραυστα και αντιφατικά, ό,τι τους κλέβουν, ό,τι τους ανήκει. Καθιστώντας έτσι το αόριστο αύριο, τη «δεύτερη παρουσία της επανάστασης» ορατή αναγκαιότητα της ίδιας της εργατικής τάξης, επαληθευόμενη και αποζητούμενη συνειδητή πολιτική επιδίωξη των μετασχηματιζόμενων πρωτοποριών της.
Επικίνδυνος και ο αριστερός κυβερνητισμός
ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΞΥΝΣΗ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ, ΜΕ ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Μόνο ακραίες οπορτουνιστικές «σαβούρες» και ανιστόρητα δογματικά απολιθώματα εξακολουθούν να αποπειρώνται την απόδειξη της ιστορικής δικαίωσης του ενός ή του άλλου ρεύματος που εμφανίστηκαν στη διάσπαση του ΚΚΕ, παρά τα όσα η πράξη και η ιστορία κατέγραψαν. Οι πλέον σοβαροί αναλυτές των δύο ιστορικών ρευμάτων της Αριστεράς θεωρούν ότι λάθη, παραλείψεις, ανεξερεύνητες περιοχές, σε συνδυασμό με τις συνταρακτικές εξελίξεις στην πολιτική και την οικονομία τα χρόνια που πέρασαν -κυρίως την τελευταία εικοσαετία- επιβάλλουν αναπροσαρμογές κρατώντας όμως τον πυρήνα της στρατηγικής και πολιτικής τους.
Έτσι στην πρόσφατη πολιτική απόφαση του Συνεδρίου του ΣΥΝ σημειώνεται πως «η προοδευτική εναλλακτική λύση της Αριστεράς θα είναι πρώτα απ' όλα αποτέλεσμα μιας ριζικής αλλαγής του πολιτικού συσχετισμού, μιας νέας ιδεολογικής και αξιακής τοποθέτησης της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, σκληρών κοινωνικών και ταξικών αναμετρήσεων, αναδιάταξης σε ριζοσπαστική βάση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, νικηφόρων αγώνων στο σήμερα που θα μετασχηματίζουν δημοκρατικά και σε βάθος το κράτος, τους θεσμούς, την οικονομία, την κοινωνία και τις σχέσεις τους με το περιβάλλον, θα φωτίζουν τις νέες προοπτικές του αύριο ... Αυτό που έχει ανάγκη η χώρα είναι όχι μια κυβέρνηση κεντροαριστερής συνεργασίας του ΠΑΣΟΚ με την Αριστερά, αλλά μια εναλλακτική προοδευτική λύση Αριστεράς για την εφαρμογή ενός σύγχρονου προοδευτικού προγράμματος, στον αντίποδα του νεοφιλελευθερισμού, με κατεύθυνση το σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία ... Όπως έχει δείξει και η ευρωπαϊκή εμπειρία, οι κυβερνήσεις της Κεντροαριστεράς με τα κατεστημένα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα -με συμμετοχή δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς- όπου δοκιμάστηκαν, απέτυχαν και περιορίστηκαν στη διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης».
Εδώ απορρίπτεται ο γραμμικός και άνευ ρήξεων κυβερνητισμός και αναζητάται μια μορφή δημοκρατικού δρόμου που θα συνδέει την πάλη για την κοινοβουλευτική ανάληψη της διακυβέρνησης με μια σειρά αμεσοδημοκρατικών μορφών και κινημάτων ρήξης που θα μεταρρυθμίζουν τις δομές του αστικού κράτους και θα μετατοπίζουν φιλολαϊκά την πολιτική του. Επιστρέφουν έτσι και παραμένουν σε ένα μείγμα ενός είδους ανάγνωσης και εφαρμογής αντιλήψεων του Πουλαντζά και του 12ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Βεβαίως, το κρίσιμο ζήτημα είναι ότι λείπει η επανάσταση, η ανατροπή και συντριβή της αστικής εξουσίας. Πάντως και αυτή η μετατόπιση του ΣΥΝ είναι επίδραση των εξελίξεων, κυρίως μετά το 2001-2003, της όξυνσης της ταξικής πάλης, της απονομιμοποίησης του νεοφιλελευθερισμού, της πρωτόγνωρης επίθεσης της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
ΚΚΕ ΚΑΙ ΣΥΝ
Διάσπαση τακτικής και στρατηγικής
ΑΝΑΓΚΗ ΑΛΛΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Το ΚΚΕ ισχυρίζεται πως δεν είχε και δεν έχει καμία πολιτική σχέση με το άλλο «ακατονόμαστο» ρεύμα ...εκτός όμως από την κοινή κάθοδο στις εκλογές του 1974 και του ανοικτά κυβερνητικού ενιαίου ΣΥΝ. Στην απόφαση δε του τελευταίου Συνεδρίου του ανάμεσα στα άλλα αναφέρεται: «Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς των αστικών κομμάτων, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών, αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, με βάση το κοινοβούλιο, χωρίς να έχουν διαμορφωθεί οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα. Η κυβέρνηση αυτή πρέπει να ανταποκριθεί σε οξυμένα αιτήματα και ζωτικές ανάγκες του λαού. Δρομολογώντας λύσεις για το λαό με βάση και τις δεσμεύσεις της, θα υποχρεωθεί να σπρώξει τα πράγματα προς τα εμπρός». Το ΚΚΕ σημειώνει επίσης πως ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο ανάπτυξης του και καθορίζει το χαρακτήρα της επανάστασης ως σοσιαλιστικής. Θεωρεί δε πως η «συγκρότηση του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου αποτελεί ζωτική ανάγκη για τους εργαζόμενους και κύριο καθήκον για το κόμμα. Το μέτωπο συγκροτείται από κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις ανομοιογενείς, που όμως συμφωνούν στην ανάγκη να διεκδικηθεί ένας άλλος δρόμος εξέλιξης (σ.σ. αδυναμία σαφήνειας ή ηθελημένη ασάφεια;) της ελληνικής κοινωνίας, σε αντίθεση με τα συμφέροντα των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών ενώσεων. Η ιδέα της λαϊκής εξουσίας και λαϊκής οικονομίας μπορεί να συστεγάσει τους μετέχοντες στο μέτωπο. Το μέτωπο πρέπει να έχει πρόταση προς το λαό και στο επίπεδο της εξουσίας. Το κόμμα έχει διατυπώσει μια γενική ιδέα για το θέμα της εξουσίας, η οποία μπορεί να λειτουργήσει ενοποιητικά, αφού περιέχει βασικές κατευθύνσεις που τη διαχωρίζουν από τη σημερινή εξουσία και τις διάφορες παραλλαγές διαχείρισης της». Όμως, συνεχίζει «το ΚΚΕ δεν θέτει όρο για τη διαμόρφωση κοινού πλαισίου δράσης τη συμφωνία για το σοσιαλισμό». Οι αυτονόητα κοινές προσεγγίσεις, οι ασάφειες αλλά και οι ουσιαστικές διαφορές αφήνονται στην κρίση του αναγνώστη.
Ωστόσο το ΚΚΕ επιστρέφει στη λογική συμμαχιών με τα θιγόμενα τμήματα της αστικής τάξης από το μονοπωλιακό τμήμα της. Διατηρείται επίσης ακίνητο στη λογική της διάσπασης τακτικής και στρατηγικής, πράγμα που αδυνατεί να πράξει ο ΣΥΝ αφού η στρατηγική λείπει από την πολιτική του και επομένως δεν μπορεί να διασπάσει το ανύπαρκτο. Ο χωρισμός αυτός τακτικής και στρατηγικής υψώνει αντικειμενικά ένα άνω φράγμα στην πολιτική και των δύο με σφοδρές επιδράσεις στο εργατικό κίνημα το οποίο περιορίζει τελικά στην καταγγελία, διαμαρτυρία, σε οριακούς αγώνες και στην εξαργύρωση εντέλει σε κοινοβουλευτικές ψήφους. Στην ουσία, μέσω σχετικά διαφορετικών δρόμων, αυτοπεριορίζονται αναγκαστικά σε ένα νέου τύπου σοσιαλδημοκρατικό ριζοσπαστισμό ο ΣΥΝ και μαχητικό κομμουνιστικό ρεφορμισμό το ΚΚΕ.
Τα κόμματα φυσικά δεν προσδιορίζονται από την ιδέα που έχουν τα ίδια για τον εαυτό τους ή μόνο από τις συνεδριακές τους αποφάσεις. Αλλά και από τη διαχείριση του ιστορικού τους φορτίου, τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους. Ο ΣΥΝ επομένως θα διολισθήσει επιταχυνόμενα στη λογική του «χρεοκοπημένου κυβερνητισμού» και το ΚΚΕ θα συνεχίσει να κινείται στα γνωστά αδιέξοδα όρια. Ωστόσο ακόμη και αυτή η σημερινή μετατόπισή τους, αντί προς το επαναστατικό παρόν και μέλλον στο αριστερό του παρελθόν τους, δημιουργεί σοβαρότερους όρους ενότητας δράσης και ανώτερης αντιπαράθεσης. Θα μπορούσε δε να συμβάλλει στη δημιουργία όρων νικηφόρας αναμέτρησης με την πολιτική της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Όρος και προϋπόθεση γι' αυτό είναι όχι η διάχυση εντός της παλιάς Αριστεράς, αλλά η αυτοτελής, σχετικά μαζική εμφάνιση, ενίσχυση και καταξίωση της Αριστεράς της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και κομμουνιστικής επανεκκίνησης.
Πολιτικό μπλακ άουτ με εξέγερση της βάσης
Πολιτικό μπλακ άουτ με εξέγερση της βάσης
Μετά την κατάθεση του αντεργατικού ασφαληστρικού νόμου της ΝΔ, απαιτείται ξεσηκωμός όλων των εργαζομένων, απεργιακό μπλακ άουτ, συντονισμός και στήριξη των αγωνιζόμενων κλάδων, πολιτικοποίηση και αιχμηρά αιτήματα σύγχρονων αναγκών και δικαιωμάτων και στήριξη στη βάση των εργαζομένων, μέσα από διαδικασίες γενικών συνελεύσεων και συντονισμό των πρωτοβάθμιων σωματείων, τονίζει ο συνδικαλιστής της ΔΕΗ, Μιχάλης Ρίζος.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΡΙΖΟΣ, μέλος Γραφείου ΠΕ ΝΑΡ (Συνέντευξη στον Στράτο Βουραζέρη)
- Μια πρώτη εκτίμηση για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο;
- Το αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο σηματοδοτεί την ολοκληρωτική επίθεση απέναντι στα εργατικά δικαιώματα και όλες σχεδόν τις μεταπολεμικές κατακτήσεις του κινήματος. Αφορά το σύνολο της εργατικής τάξης όπως και τα περίφημα μέτρα Γιαννίτση, υπερβαίνει κατά πολύ και επί το αντιδραστικότερον τους νόμους Σιούφα και Ρέππα. Συνδέει οργανικά, μέσω του Ταμείου Κοινωνικής Αλληλεγγύης, τη λιτότητα και τις ιδιωτικοποιήσεις με τη μείωση των συντάξεων, την αύξηση των ορίων ηλικίας και τη λεηλασία των αποθεματικών των ταμείων. Πρόκειται για ντε φάκτο αύξηση της εργατικής εισφοράς μέσω της αναμενόμενης αύξησης του ΦΠΑ, αλλά και του ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου. Σφαγιάζει κυριολεκτικά τα δικαιώματα της νέας γενιάς στη σύνταξη και την περίθαλψη.
Η κυβέρνηση της ΝΔ προωθεί αποφασιστικά την αντιδραστική επίθεση του κεφαλαίου, με νόμους που πραγματοποιούν νέα βουτιά στην απόσπαση υπεραξίας, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια του συστήματος να υπερβεί τα κρισιακά φαινόμενα. Το ΠΑΣΟΚ μιλάει για «ντεμέκ μεταρρύθμιση» και «μέτρα μασκαράδων που δεν θα αποδώσουν», αποδεικνύοντας πόσο βαθιά ενσωματωμένο είναι στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις.
- Μετά τον απεργιακό σεισμό της 12ης Δεκέμβρη και τη μεγάλη απεργία στις 13 Φλεβάρη, κρίσιμες κλαδικές μάχες βρίσκονται σε εξέλιξη. Πού πηγαίνουν τα πράγματα;
- Όχι μόνο αναβαθμίζονται οι αγωνιστικές διαθέσεις, αλλά ωριμάζει και η ανάγκη του διακλαδικού συντονισμού (ΟΤΑ, ΔΕΗ, λιμενεργάτες, Τράπεζα της Ελλάδας, μηχανικοί). Η κατάσταση οδεύει προς αποφασιστική αναμέτρηση. Χρειάζεται άμεσος συναγερμός σε όλες τις ταξικές δυνάμεις του κινήματος για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις μιας μετωπικής αντιπαράθεσης. Οι συνέπειες στο εργατικό κίνημα και τους πολιτικούς συσχετισμούς, μετά από αυτή την αναμέτρηση, θα έχουν στρατηγικό αντίκτυπο. Αυτό έδειξε και η αντιπαράθεση στην παιδεία και για το άρθρο 16 πέρσι. Το σύστημα ανησυχεί. Οι επίσημες ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ συμμαχούν άμεσα όταν χρειάζεται να καταστείλουν ανεξέλεγκτες κινητοποιήσεις, π.χ. καταψήφισαν από κοινού σε δασκάλους, υγειονομικούς την πρόταση των Παρεμβάσεων για 48ωρη απεργία στις 12-13/3, με προοπτική κλιμάκωσης. Το κίνημα αρχίζει όμως να γίνεται πιο «σοφό».
- Τι πρέπει να γίνει τώρα για να αποκρουστεί η επίθεση της κυβέρνησης;
- Οι ταξικές δυνάμεις, μια ταξική αγωνιστική ενότητα των εργαζομένων, πιο τολμηρά πρέπει να προωθήσουν:
Πρώτο, τον πολιτικό στόχο ανατροπής της επίθεσης της κυβέρνησης και όσων πολιτικών δυνάμεων τη στηρίζουν. Με αυτή την κυβέρνηση, το κίνημα όχι μόνο δεν μπορεί να συζητήσει τίποτα, αλλά τώρα χρειάζεται να αποτρέψει οποιαδήποτε δυνατότητά της να ψηφίσει, να εφαρμόσει και να εμπεδώσει τα μέτρα στην κρατική διοίκηση και τα ασφαλιστικά ταμεία. Το κίνημα πρέπει να προκαλέσει συνεχές πολιτικό πρόβλημα στην κυβέρνηση, πριν και μετά τις 19 Μάρτη, με το καθολικό αίτημα της απόσυρσης του νόμου Καραμανλή – Πετραλιά και όλων των προηγούμενων αντιασφαλιστικών νόμων.
Δεύτερο, να προωθήσει αιτήματα πανεργατικά, για την ουσιαστική βελτίωση της θέσης του εργαζόμενου, που να μιλούν στη νέα εργατική βάρδια της ελαστικής και μαύρης εργασίας, όπως ενιαία εργασιακά – ασφαλιστικά δικαιώματα και σταθερή δουλειά, ανατροπή της λιτότητας και μισθό-σύνταξη 1.400 ευρώ, σύνταξη στα 58 και 55 χρόνια δουλειάς για άντρες και γυναίκες αντίστοιχα, όχι στη λεηλασία των αποθεματικών και την αντιδραστική ενοποίηση των ταμείων, μείωση του χρόνου εργασίας, δημόσια υγεία και παιδεία, όχι στις ιδιωτικοποιήσεις και την εμπορευματοποίηση. Τόσα χρόνια παίρνουν οι «πάνω» από τους «κάτω», τώρα ήρθε η ώρα οι «κάτω» να αντιστρέψουν την κατάσταση. Ο αμυντισμός και η περιχαράκωση στον κλάδο για να «σώσει» ο καθένας τα δικά του, όχι μόνο δεν οδηγεί πουθενά, αλλά είναι και εξαιρετικά ανεπίκαιρη. Η κυβέρνηση δεν εξαιρεί κανέναν.
Τρίτο, χρειάζεται αποφασιστική κλιμάκωση με 48ωρη πανελλαδική απεργία – μπλακ άουτ, απεργίες διαρκείας των πρωτοπόρων κλάδων, μπλοκάρισμα της παραγωγής και των οικονομικών μηχανισμών του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και του κράτους.
Τέλος, είναι απαραίτητη η κινητοποίηση των πρωτοβάθμιων σωματείων, συνελεύσεις βάσης, κλαδικές και διακλαδικές. Όλες οι αποφάσεις για κλιμάκωση από εδώ και πέρα να αποφασίζονται και να περιφρουρούνται από τη βάση. Στηριγμένοι σε αυτή τη δύναμη, απαιτείται πολιτικός εργατικός αγώνας διαρκείας.
- Ποιες δυνάμεις μπορούν να προωθήσουν ένα τέτοιο πρόγραμμα πάλης;
- Η απάντηση είναι ξεκάθαρη! Μόνο ο ανεξάρτητος ταξικός συντονισμός πρωτοβάθμιων σωματείων, επιτροπών αγώνα, γενικών συνελεύσεων, πάνω και έξω από τα όρια των χρεοκοπημένων ηγεσιών και του υποταγμένου συνδικαλισμού ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ μπορεί να νικήσει! Αυτοί που αποδέχονται το νόμο Ρέππα, τον «κουμπαρά» της κυβέρνησης (της έδωσαν άλλωστε και την ιδέα), τις ενοποιήσεις με αναλογιστικές μελέτες, τις συλλογικές συμβάσεις πείνας και εργασιακής ειρήνης, τις δικαιολογημένες απολύσεις και τη μερική απασχόληση, που ζητούν σύνταξη 20 ημερομισθίων του ανειδίκευτου εργάτη (δηλ. 400 ευρώ), το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι τυπικές κινητοποιήσεις για να μη χάσουν τον έλεγχο από τις ταξικές δυνάμεις και την εργατική αγανάκτηση. Εμείς προτείνουμε μια αγωνιστική ταξική ενότητα, η οποία απευθύνεται σε όλους τους εργαζόμενους, άσχετα με το τι ψήφισαν. Μια ενότητα στη βάση των συμφερόντων τους και ενός προγράμματος αναγκών και δικαιωμάτων του σήμερα. Η πρόταση αυτή δεν απευθύνεται στις υποταγμένες ηγεσίες, ούτε περιμένει πότε και τι θα αποφασίσουν, αλλά δημιουργεί αυτοτελείς πολιτικοσυνδικαλιστικούς όρους αγώνα στα χέρια των εργαζομένων. Έτσι μόνο μπορεί και να πιέζονται οι ομοσπονδίες για να συντονιστούν στοιχειωδώς με τις αναπτυσσόμενες διαθέσεις.
Η Πρωτοβουλία Πρωτοβάθμιων Σωματείων διευρύνεται ποσοτικά, αναπτύσσει ποιοτικά το περιεχόμενο και τις ενέργειές της, πρέπει να βάλει πιο αποφασιστικά τη σφραγίδα της στις εξελίξεις το επόμενο διάστημα.
- Βλέπετε τη δυνατότητα κοινής δράσης;
- Εμείς επιμένουμε, ειδικά σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, σε μια πρόταση κοινής δράσης για την απόκρουση της επίθεσης με όλες τις ταξικές δυνάμεις και ιδιαίτερα με την «Αριστερά» του κινήματος. Η πρόταση κοινής δράσης θέλουμε: Να συμβάλλει στην ανάπτυξη των αγώνων και όχι στη δημιουργία εντυπώσεων για κομματική αξιοποίηση. Να έχει το αναγκαίο περιεχόμενο πάλης, στα αιτήματα, τους πολιτικούς στόχους. Να εκφράζει την ανάγκη υπέρβασης του περιεχομένου και της πρακτικής του υπάρχοντος συνδικαλιστικού κινήματος. Να στηρίζεται στους εργαζόμενους, πριν απ’ όλα στις συνελεύσεις των εργασιακών χώρων, στα προγράμματα δράσης και τους κλαδικούς αγώνες, στο συντονισμό σωματείων και δραστηριοτήτων.
- Πώς εκτιμάτε τη στάση των δυνάμεων της ρεφορμιστικής Αριστεράς;
- Στην πολιτική ζύμωση, τα κανάλια, τις καταγγελτικές κορώνες και τα «καπέλα» στους αγώνες είναι «μανούλες». Όταν έρχεται όμως η ώρα της δράσης και της κλιμάκωσης: Ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να συγκυβερνά στη ΓΣΕΕ και να αποδέχεται τις επιλογές και τα ψηφίσματά της. Στην ΑΔΕΔΥ, στέκεται ειρωνικά στην απεργία διαρκείας των ΟΤΑ, και αρνείται γενικότερο συντονισμό και κλιμάκωση.
Το ΠΑΜΕ, που σωστά διατυπώνει την ανάγκη υπέρβασης του υποταγμένου συνδικαλισμού και μιλά για επιθετικά ταξικά αιτήματα, δεν μπορεί να κινητοποιήσει ούτε τις δυνάμεις του! Τι κάνει στα 70 εργατικά κέντρα και ομοσπονδίες που πλειοψηφεί; Γιατί δεν οργανώνει αγωνιστικά τη βάση; Και οι δύο θολωμένοι από τα γκάλοπ και τον ενδοαριστερό τους εμφύλιο, αρνούνται την κοινή δράση στο πλαίσιο μιας νέας αγωνιστικής ενότητας για την ανατροπή. Δεν προωθούν γενικές συνελεύσεις, δεν «ακούν» το ενωτικό αγωνιστικό κάλεσμα της Πρωτοβουλίας των σωματείων, την αγωνία της βάσης. Και οι δύο είτε ως συμπολίτευση, είτε ως αντιπολίτευση παρακολουθούν ΓΣΕΕ και τους αγώνες των κλάδων. Νομίζουν ότι ήρθε η «ώρα της Αριστεράς», του κοινοβουλίου και της διαχείρισης, ενώ ήρθε η ώρα του νέου εργατικού κινήματος ανατροπής και χειραφέτησης.
- Τι εννοείτε;
- Το εργατικό κίνημα αντιμετωπίζει τη βαθιά πρόκληση της αναγέννησης και επανίδρυσης. Αυτό είναι το μήνυμα των εμπειριών όλων των μαζικών αγώνων της τελευταίας δεκαετίας, αλλά και των νέων τάσεων για μια διεθνική εργατική πάλη ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση που σημαδεύουν την αυγή του νέου αιώνα.
Το επόμενο διάστημα θα έχουμε συνθήκες σφοδρότερης σύγκρουσης με το κράτος, την κυβέρνηση, την εργοδοσία, την ΕΕ. Το Νέο Εργατικό Κίνημα είναι το μέλλον του κινήματος, αλλά δεν είναι για το…μέλλον. Συγκροτείται από τώρα, στη συγκυρία της αντεργατικής επίθεσης, με βάση τη μαζική πολιτική γραμμή της νέας αγωνιστικής ταξικής ενότητας. Το Νέο Εργατικό Κίνημα είναι μια πρόταση δημιουργίας ενός πολιτικού ρεύματος ανεξάρτητης εργατικής δράσης και αντικαπιταλιστικής προοπτικής με μακρόπνοα χαρακτηριστικά. Στοχεύει ευθέως ενάντια στον αντιδραστικό συνασπισμό εξουσίας κεφαλαίου – ΕΕ – ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Το Νέο Εργατικό Κίνημα παλεύει για συνδικάτα που να ενώνουν τους εργαζόμενους και να τους «διασπούν» από την εργοδοσία. Με συστηματική πάλη για να βρίσκονται εντός του σωματείου όλοι οι μισθωτοί, συμβασιούχοι, μερικά απασχολούμενοι, άνεργοι, εργαζόμενοι με Δελτίο, ξένοι εργάτες. Όχι όπως κάνουν οι ΓΣΣΕ και ΑΔΕΔΥ, που απαγορεύουν «δια ροπάλου» την ένταξη της νέας βάρδιας στα συνδικάτα.
- Το επόμενο διάστημα το ΝΑΡ προχωρά σε εργατική συνδιάσκεψη. Τι επιδιώκετε;
- Θέλουμε να συζητήσουμε με όρους εργατικής δημοκρατίας για τις ξεχωριστές νέες δυνατότητες αλλά και τις μεγάλες δυσκολίες που συναντάμε όλα αυτά τα χρόνια. Δεν ξεχνάμε ότι η πρότασή μας δεν απευθύνεται στους «έτοιμους» αγωνιστές του Νέου Εργατικού Κινήματος, αλλά στοχεύει ακριβώς στη διαμόρφωση τέτοιου δυναμικού, μέσα από σκληρή διαπάλη, για τη δημιουργία τάσης με ηγεμονικά χαρακτηριστικά στο ευρύτερο ταξικό και αγωνιστικό ρεύμα. Ταυτόχρονα, θα επεξεργαστούμε καλύτερα την πολιτική παρέμβαση του ΝΑΡ στην ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία, για μια ενωτική αριστερή αντικαπιταλιστική πολιτική απάντηση.
Μετά την κατάθεση του αντεργατικού ασφαληστρικού νόμου της ΝΔ, απαιτείται ξεσηκωμός όλων των εργαζομένων, απεργιακό μπλακ άουτ, συντονισμός και στήριξη των αγωνιζόμενων κλάδων, πολιτικοποίηση και αιχμηρά αιτήματα σύγχρονων αναγκών και δικαιωμάτων και στήριξη στη βάση των εργαζομένων, μέσα από διαδικασίες γενικών συνελεύσεων και συντονισμό των πρωτοβάθμιων σωματείων, τονίζει ο συνδικαλιστής της ΔΕΗ, Μιχάλης Ρίζος.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΡΙΖΟΣ, μέλος Γραφείου ΠΕ ΝΑΡ (Συνέντευξη στον Στράτο Βουραζέρη)
- Μια πρώτη εκτίμηση για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο;
- Το αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο σηματοδοτεί την ολοκληρωτική επίθεση απέναντι στα εργατικά δικαιώματα και όλες σχεδόν τις μεταπολεμικές κατακτήσεις του κινήματος. Αφορά το σύνολο της εργατικής τάξης όπως και τα περίφημα μέτρα Γιαννίτση, υπερβαίνει κατά πολύ και επί το αντιδραστικότερον τους νόμους Σιούφα και Ρέππα. Συνδέει οργανικά, μέσω του Ταμείου Κοινωνικής Αλληλεγγύης, τη λιτότητα και τις ιδιωτικοποιήσεις με τη μείωση των συντάξεων, την αύξηση των ορίων ηλικίας και τη λεηλασία των αποθεματικών των ταμείων. Πρόκειται για ντε φάκτο αύξηση της εργατικής εισφοράς μέσω της αναμενόμενης αύξησης του ΦΠΑ, αλλά και του ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου. Σφαγιάζει κυριολεκτικά τα δικαιώματα της νέας γενιάς στη σύνταξη και την περίθαλψη.
Η κυβέρνηση της ΝΔ προωθεί αποφασιστικά την αντιδραστική επίθεση του κεφαλαίου, με νόμους που πραγματοποιούν νέα βουτιά στην απόσπαση υπεραξίας, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια του συστήματος να υπερβεί τα κρισιακά φαινόμενα. Το ΠΑΣΟΚ μιλάει για «ντεμέκ μεταρρύθμιση» και «μέτρα μασκαράδων που δεν θα αποδώσουν», αποδεικνύοντας πόσο βαθιά ενσωματωμένο είναι στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις.
- Μετά τον απεργιακό σεισμό της 12ης Δεκέμβρη και τη μεγάλη απεργία στις 13 Φλεβάρη, κρίσιμες κλαδικές μάχες βρίσκονται σε εξέλιξη. Πού πηγαίνουν τα πράγματα;
- Όχι μόνο αναβαθμίζονται οι αγωνιστικές διαθέσεις, αλλά ωριμάζει και η ανάγκη του διακλαδικού συντονισμού (ΟΤΑ, ΔΕΗ, λιμενεργάτες, Τράπεζα της Ελλάδας, μηχανικοί). Η κατάσταση οδεύει προς αποφασιστική αναμέτρηση. Χρειάζεται άμεσος συναγερμός σε όλες τις ταξικές δυνάμεις του κινήματος για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις μιας μετωπικής αντιπαράθεσης. Οι συνέπειες στο εργατικό κίνημα και τους πολιτικούς συσχετισμούς, μετά από αυτή την αναμέτρηση, θα έχουν στρατηγικό αντίκτυπο. Αυτό έδειξε και η αντιπαράθεση στην παιδεία και για το άρθρο 16 πέρσι. Το σύστημα ανησυχεί. Οι επίσημες ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ συμμαχούν άμεσα όταν χρειάζεται να καταστείλουν ανεξέλεγκτες κινητοποιήσεις, π.χ. καταψήφισαν από κοινού σε δασκάλους, υγειονομικούς την πρόταση των Παρεμβάσεων για 48ωρη απεργία στις 12-13/3, με προοπτική κλιμάκωσης. Το κίνημα αρχίζει όμως να γίνεται πιο «σοφό».
- Τι πρέπει να γίνει τώρα για να αποκρουστεί η επίθεση της κυβέρνησης;
- Οι ταξικές δυνάμεις, μια ταξική αγωνιστική ενότητα των εργαζομένων, πιο τολμηρά πρέπει να προωθήσουν:
Πρώτο, τον πολιτικό στόχο ανατροπής της επίθεσης της κυβέρνησης και όσων πολιτικών δυνάμεων τη στηρίζουν. Με αυτή την κυβέρνηση, το κίνημα όχι μόνο δεν μπορεί να συζητήσει τίποτα, αλλά τώρα χρειάζεται να αποτρέψει οποιαδήποτε δυνατότητά της να ψηφίσει, να εφαρμόσει και να εμπεδώσει τα μέτρα στην κρατική διοίκηση και τα ασφαλιστικά ταμεία. Το κίνημα πρέπει να προκαλέσει συνεχές πολιτικό πρόβλημα στην κυβέρνηση, πριν και μετά τις 19 Μάρτη, με το καθολικό αίτημα της απόσυρσης του νόμου Καραμανλή – Πετραλιά και όλων των προηγούμενων αντιασφαλιστικών νόμων.
Δεύτερο, να προωθήσει αιτήματα πανεργατικά, για την ουσιαστική βελτίωση της θέσης του εργαζόμενου, που να μιλούν στη νέα εργατική βάρδια της ελαστικής και μαύρης εργασίας, όπως ενιαία εργασιακά – ασφαλιστικά δικαιώματα και σταθερή δουλειά, ανατροπή της λιτότητας και μισθό-σύνταξη 1.400 ευρώ, σύνταξη στα 58 και 55 χρόνια δουλειάς για άντρες και γυναίκες αντίστοιχα, όχι στη λεηλασία των αποθεματικών και την αντιδραστική ενοποίηση των ταμείων, μείωση του χρόνου εργασίας, δημόσια υγεία και παιδεία, όχι στις ιδιωτικοποιήσεις και την εμπορευματοποίηση. Τόσα χρόνια παίρνουν οι «πάνω» από τους «κάτω», τώρα ήρθε η ώρα οι «κάτω» να αντιστρέψουν την κατάσταση. Ο αμυντισμός και η περιχαράκωση στον κλάδο για να «σώσει» ο καθένας τα δικά του, όχι μόνο δεν οδηγεί πουθενά, αλλά είναι και εξαιρετικά ανεπίκαιρη. Η κυβέρνηση δεν εξαιρεί κανέναν.
Τρίτο, χρειάζεται αποφασιστική κλιμάκωση με 48ωρη πανελλαδική απεργία – μπλακ άουτ, απεργίες διαρκείας των πρωτοπόρων κλάδων, μπλοκάρισμα της παραγωγής και των οικονομικών μηχανισμών του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και του κράτους.
Τέλος, είναι απαραίτητη η κινητοποίηση των πρωτοβάθμιων σωματείων, συνελεύσεις βάσης, κλαδικές και διακλαδικές. Όλες οι αποφάσεις για κλιμάκωση από εδώ και πέρα να αποφασίζονται και να περιφρουρούνται από τη βάση. Στηριγμένοι σε αυτή τη δύναμη, απαιτείται πολιτικός εργατικός αγώνας διαρκείας.
- Ποιες δυνάμεις μπορούν να προωθήσουν ένα τέτοιο πρόγραμμα πάλης;
- Η απάντηση είναι ξεκάθαρη! Μόνο ο ανεξάρτητος ταξικός συντονισμός πρωτοβάθμιων σωματείων, επιτροπών αγώνα, γενικών συνελεύσεων, πάνω και έξω από τα όρια των χρεοκοπημένων ηγεσιών και του υποταγμένου συνδικαλισμού ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ μπορεί να νικήσει! Αυτοί που αποδέχονται το νόμο Ρέππα, τον «κουμπαρά» της κυβέρνησης (της έδωσαν άλλωστε και την ιδέα), τις ενοποιήσεις με αναλογιστικές μελέτες, τις συλλογικές συμβάσεις πείνας και εργασιακής ειρήνης, τις δικαιολογημένες απολύσεις και τη μερική απασχόληση, που ζητούν σύνταξη 20 ημερομισθίων του ανειδίκευτου εργάτη (δηλ. 400 ευρώ), το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι τυπικές κινητοποιήσεις για να μη χάσουν τον έλεγχο από τις ταξικές δυνάμεις και την εργατική αγανάκτηση. Εμείς προτείνουμε μια αγωνιστική ταξική ενότητα, η οποία απευθύνεται σε όλους τους εργαζόμενους, άσχετα με το τι ψήφισαν. Μια ενότητα στη βάση των συμφερόντων τους και ενός προγράμματος αναγκών και δικαιωμάτων του σήμερα. Η πρόταση αυτή δεν απευθύνεται στις υποταγμένες ηγεσίες, ούτε περιμένει πότε και τι θα αποφασίσουν, αλλά δημιουργεί αυτοτελείς πολιτικοσυνδικαλιστικούς όρους αγώνα στα χέρια των εργαζομένων. Έτσι μόνο μπορεί και να πιέζονται οι ομοσπονδίες για να συντονιστούν στοιχειωδώς με τις αναπτυσσόμενες διαθέσεις.
Η Πρωτοβουλία Πρωτοβάθμιων Σωματείων διευρύνεται ποσοτικά, αναπτύσσει ποιοτικά το περιεχόμενο και τις ενέργειές της, πρέπει να βάλει πιο αποφασιστικά τη σφραγίδα της στις εξελίξεις το επόμενο διάστημα.
- Βλέπετε τη δυνατότητα κοινής δράσης;
- Εμείς επιμένουμε, ειδικά σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, σε μια πρόταση κοινής δράσης για την απόκρουση της επίθεσης με όλες τις ταξικές δυνάμεις και ιδιαίτερα με την «Αριστερά» του κινήματος. Η πρόταση κοινής δράσης θέλουμε: Να συμβάλλει στην ανάπτυξη των αγώνων και όχι στη δημιουργία εντυπώσεων για κομματική αξιοποίηση. Να έχει το αναγκαίο περιεχόμενο πάλης, στα αιτήματα, τους πολιτικούς στόχους. Να εκφράζει την ανάγκη υπέρβασης του περιεχομένου και της πρακτικής του υπάρχοντος συνδικαλιστικού κινήματος. Να στηρίζεται στους εργαζόμενους, πριν απ’ όλα στις συνελεύσεις των εργασιακών χώρων, στα προγράμματα δράσης και τους κλαδικούς αγώνες, στο συντονισμό σωματείων και δραστηριοτήτων.
- Πώς εκτιμάτε τη στάση των δυνάμεων της ρεφορμιστικής Αριστεράς;
- Στην πολιτική ζύμωση, τα κανάλια, τις καταγγελτικές κορώνες και τα «καπέλα» στους αγώνες είναι «μανούλες». Όταν έρχεται όμως η ώρα της δράσης και της κλιμάκωσης: Ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να συγκυβερνά στη ΓΣΕΕ και να αποδέχεται τις επιλογές και τα ψηφίσματά της. Στην ΑΔΕΔΥ, στέκεται ειρωνικά στην απεργία διαρκείας των ΟΤΑ, και αρνείται γενικότερο συντονισμό και κλιμάκωση.
Το ΠΑΜΕ, που σωστά διατυπώνει την ανάγκη υπέρβασης του υποταγμένου συνδικαλισμού και μιλά για επιθετικά ταξικά αιτήματα, δεν μπορεί να κινητοποιήσει ούτε τις δυνάμεις του! Τι κάνει στα 70 εργατικά κέντρα και ομοσπονδίες που πλειοψηφεί; Γιατί δεν οργανώνει αγωνιστικά τη βάση; Και οι δύο θολωμένοι από τα γκάλοπ και τον ενδοαριστερό τους εμφύλιο, αρνούνται την κοινή δράση στο πλαίσιο μιας νέας αγωνιστικής ενότητας για την ανατροπή. Δεν προωθούν γενικές συνελεύσεις, δεν «ακούν» το ενωτικό αγωνιστικό κάλεσμα της Πρωτοβουλίας των σωματείων, την αγωνία της βάσης. Και οι δύο είτε ως συμπολίτευση, είτε ως αντιπολίτευση παρακολουθούν ΓΣΕΕ και τους αγώνες των κλάδων. Νομίζουν ότι ήρθε η «ώρα της Αριστεράς», του κοινοβουλίου και της διαχείρισης, ενώ ήρθε η ώρα του νέου εργατικού κινήματος ανατροπής και χειραφέτησης.
- Τι εννοείτε;
- Το εργατικό κίνημα αντιμετωπίζει τη βαθιά πρόκληση της αναγέννησης και επανίδρυσης. Αυτό είναι το μήνυμα των εμπειριών όλων των μαζικών αγώνων της τελευταίας δεκαετίας, αλλά και των νέων τάσεων για μια διεθνική εργατική πάλη ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση που σημαδεύουν την αυγή του νέου αιώνα.
Το επόμενο διάστημα θα έχουμε συνθήκες σφοδρότερης σύγκρουσης με το κράτος, την κυβέρνηση, την εργοδοσία, την ΕΕ. Το Νέο Εργατικό Κίνημα είναι το μέλλον του κινήματος, αλλά δεν είναι για το…μέλλον. Συγκροτείται από τώρα, στη συγκυρία της αντεργατικής επίθεσης, με βάση τη μαζική πολιτική γραμμή της νέας αγωνιστικής ταξικής ενότητας. Το Νέο Εργατικό Κίνημα είναι μια πρόταση δημιουργίας ενός πολιτικού ρεύματος ανεξάρτητης εργατικής δράσης και αντικαπιταλιστικής προοπτικής με μακρόπνοα χαρακτηριστικά. Στοχεύει ευθέως ενάντια στον αντιδραστικό συνασπισμό εξουσίας κεφαλαίου – ΕΕ – ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Το Νέο Εργατικό Κίνημα παλεύει για συνδικάτα που να ενώνουν τους εργαζόμενους και να τους «διασπούν» από την εργοδοσία. Με συστηματική πάλη για να βρίσκονται εντός του σωματείου όλοι οι μισθωτοί, συμβασιούχοι, μερικά απασχολούμενοι, άνεργοι, εργαζόμενοι με Δελτίο, ξένοι εργάτες. Όχι όπως κάνουν οι ΓΣΣΕ και ΑΔΕΔΥ, που απαγορεύουν «δια ροπάλου» την ένταξη της νέας βάρδιας στα συνδικάτα.
- Το επόμενο διάστημα το ΝΑΡ προχωρά σε εργατική συνδιάσκεψη. Τι επιδιώκετε;
- Θέλουμε να συζητήσουμε με όρους εργατικής δημοκρατίας για τις ξεχωριστές νέες δυνατότητες αλλά και τις μεγάλες δυσκολίες που συναντάμε όλα αυτά τα χρόνια. Δεν ξεχνάμε ότι η πρότασή μας δεν απευθύνεται στους «έτοιμους» αγωνιστές του Νέου Εργατικού Κινήματος, αλλά στοχεύει ακριβώς στη διαμόρφωση τέτοιου δυναμικού, μέσα από σκληρή διαπάλη, για τη δημιουργία τάσης με ηγεμονικά χαρακτηριστικά στο ευρύτερο ταξικό και αγωνιστικό ρεύμα. Ταυτόχρονα, θα επεξεργαστούμε καλύτερα την πολιτική παρέμβαση του ΝΑΡ στην ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία, για μια ενωτική αριστερή αντικαπιταλιστική πολιτική απάντηση.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)