- «Κατηγορώ» Αλέκου Χαλβατζή:
«Λαθρεπιβάτες» στο τιμόνι του ΚΚΕ - Διαπιστώνει εκτροπή και βαθιά
κρίση στον Περισσό, αποδίδοντας την κύρια ευθύνη στη γραμματέα του κόμματος,
Αλέκα Παπαρήγα - Δημοσιεύουμε ολόκληρο το
κείμενο – μέρος του οποίου δημοσιεύθηκε στο ΕΘΝΟΣ -
ΕΔΩ
Δριμύ «κατηγορώ» στην ηγεσία του ΚΚΕ, με χαρακτηρισμούς όπως «λαθρεπιβάτες» που τα τελευταία χρόνια με δόλια μέσα αναρριχήθηκαν στην κορυφή της πυραμίδας, απηύθυνε ο Αλέκος Χαλβατζής, γιος του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΚΚΕ Σπύρου Χαλβατζή? πρώην πλέον στέλεχος του κόμματος. Μέσα από το προσωπικό του blog και μετά από 14 μήνες, ο Αλέκος Χαλβατζής, οποίος διετέλεσε μέλος του Γραφείου του Κεντρικού Συμβουλίου της ΚΝΕ και στη συνέχεια στο Τμήμα Διαφώτισης της ΚΕ του ΚΚΕ, δημοσίευσε το γράμμα που είχε στείλει στην Κεντρική Επιτροπή. Ο κ. Χαλβατζής για να αιτιολογήσει τη δημοσιοποίηση των διαφωνιών του αναφέρει ότι πολλές φορές σκέφτηκε να καταθέσει δημόσια και ολοκληρωμένα την άποψή του για αυτό που εννοεί «σοβαρή εκτροπή και βαθιά κρίση στο ΚΚΕ».
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟ
Εδώ και 14 μήνες (από το Δεκέμβρη του 2010) έχω δημοσιεύσει στο blog μου alekosch.wordpress.com ότι πριν 21 μήνες, το Μάιο του 2010 έστειλα ένα γράμμα στην Κεντρική Επιτροπή (ΚΕ) και στην Επιτροπή Κομματικού Ελέγχου (ΕΚΕ) του ΚΚΕ με τίτλο «Για την ανησυχητική κατάσταση και πορεία του Κόμματος, για την κυριολεκτικά τρομακτική προοπτική του, όπως προδιαγράφεται».
Περίπου 4 μήνες μετά την κατάθεση της επιστολής μου, το Σεπτέμβρη του 2010, ενημερώθηκα για τις σχετικές αποφάσεις-απαντήσεις της ΚΕ και της ΕΚΕ, τις οποίες θεώρησα και θεωρώ τουλάχιστον ατεκμηρίωτες και συκοφαντικές. Ζήτησα εξηγήσεις, όσες μου δόθηκαν ήταν τραγελαφικές. Η κατάληξη όπως έχω ξαναγράψει ήταν να αποχωρήσω από το ΚΚΕ στις 21 Σεπτέμβρη 2010.
Όλο το διάστημα παρακολουθώ αυτή την «τρομακτική προοπτική» να υλοποιείται. Πολλές φορές σκέφτηκα ότι πρέπει να καταθέσω δημόσια, ολοκληρωμένα και αναλυτικά την άποψη μου για αυτό που εννοώ σοβαρή εκτροπή και βαθιά κρίση του ΚΚΕ, για όποιον ενδιαφέρεται να την διαβάσει. Έως τώρα δεν το είχα κάνει.
Θεώρησα επίσης ανούσιο, ακόμα και αποπροσανατολιστικό, και γι’ αυτό το απέφυγα, να καταφύγω σε μια –ίσως πιο ανώδυνη– επιμέρους, περιφερειακή και επιφανειακή κριτική πλευρών της δράσης του ΚΚΕ ή σε γενικό σχολιασμό της τρέχουσας επικαιρότητας με υπαινιγμούς και μισόλογα, χωρίς όμως να θίξω άμεσα και ξεκάθαρα την ουσία, το βασικό πρόβλημα που γεννά και τα υπόλοιπα, το κομματικό πρόβλημα, την σοβαρή εκτροπή του ΚΚΕ.
Για εμένα είναι –και ήταν από καιρό– ξεκάθαρο ότι αν και όσο, σε μια χώρα, υπάρχει Κομμουνιστικό Κόμμα που διατηρεί στοιχειωδώς τα επαναστατικά χαρακτηριστικά του, το σωστό για κάθε κομμουνιστή είναι να δίνει τη μάχη για την υπεράσπιση και προώθηση της υπόθεσης της εργατικής τάξης μέσα από τις γραμμές αυτού του Κόμματος ή ακόμα και αν –για κάποιο λόγο– βρεθεί εκτός, να συνεχίσει να θεωρεί και να αναγνωρίζει το ΚΚ ως τον φορέα που θα οργανώσει τη σχετική συζήτηση και δράση. Ξεκαθαρίζοντας βέβαια ότι με αυτή τη διατύπωση σε καμία περίπτωση δεν εννοώ πως ο κομμουνιστής οφείλει ή έστω δικαιούται να απεμπολήσει την προσωπική του ευθύνη και συμβολή αλλά ότι το παραγωγικότερο είναι να την κατευθύνει καταρχήν και με επιμονή προς το ΚΚ και μέσω του ΚΚ.
Θεωρώ ότι το ΚΚΕ, πλέον ξεκάθαρα και κραυγαλέα,
δεν πληροί αυτές τις προϋποθέσεις.
Όχι μόνο παλιότερες και σοβαρές αποφάσεις και αναλύσεις έχουν τεχνηέντως παραγκωνιστεί και αντικατασταθεί από άλλες, αλλά και το ίδιο Πρόγραμμα και το Καταστατικό τα οποία τυπικά δεν έχουν αλλάξει, καθημερινά ακυρώνονται έργω και λόγω. Υπάρχει απομάκρυνση από την θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού και τις παραδόσεις του ΚΚΕ και του διεθνούς κομουνιστικού κινήματος.
Αποδεικνύεται κάθε μέρα και περισσότερο οτι η λειτουργία του ΚΚΕ καμία σχέση δεν έχει με το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, τη συλλογικότητα, τη συντροφικότητα, την ουσιαστική τακτική και έκτακτη λογοδοσία της καθοδήγησης προς τη βάση.
Τα τελευταία χρόνια με δόλια μέσα, με αυτό που –εξ’ ιδίων κρίνοντας– αφειδώς προσάπτουν σε όποιον τους αντιστέκεται, δηλαδή με τον πιο βρώμικο φραξιονισμό άνθρωποι που ιδεολογικά, πολιτικά και ηθικά ήταν (ή εξελίχθηκαν σε) λαθρεπιβάτες στο ΚΚΕ έχουν μετατραπεί σε τιμονιέρηδες και κουμανταδόρους.
Ό,τι θετικό διασώζεται από την 90χρονη ιστορία του ΚΚΕ είναι δυστυχώς εγκλωβισμένο σε ατομικό επίπεδο μέσα στη συνείδηση χιλιάδων μελών, στελεχών και οπαδών, κυκλωμένο και απειλούμενο από την σημερινή λειτουργία και δράση του ΚΚΕ.
Επομένως θεωρώ ότι δεν υπάρχει άλλη λύση, για εμένα αλλά και για κάθε άλλο κομμουνιστή που έχει βρεθεί σε αντίστοιχη θέση με εμένα, δηλαδή έξω από τις γραμμές του ΚΚΕ, από το να ανοίξει τον προβληματισμό του και τη συζήτηση για την υπεράσπιση και διάσωση της υπόθεσης της εργατικής τάξης, όχι μόνο με κάθε κομμουνιστή και συνεπή αγωνιστή, αλλά και μπροστά σε όλη την εργατική τάξη και το λαό, τους οποίους άμεσα και καταρχήν αυτή η υπόθεση αφορά, και των οποίων τα συμφέροντα το Κομμουνιστικό Κόμμα οφείλει να υπηρετεί.
Παρακάτω θα δώσω συνοπτικά το πώς εγώ βίωσα και συνειδητοποίησα την εκτροπή του Κόμματος τα τελευταία χρόνια. Όσα γράφω κάτω από τον αντίστοιχο τίτλο που ακολουθεί είναι σε γενικές γραμμές η πολιτική ουσία του μεγαλύτερου μέρους του τελευταίου γράμματος μου προς την ΚΕ και την ΕΚΕ (Μάης 2010), που ανέφερα παραπάνω. Δεν θεωρώ απαραίτητο ή προτιμότερο να δημοσιεύω αυτούσιο το κείμενο γιατί αυτό γράφτηκε πριν 21 μήνες για να απευθυνθεί σε κομματικά όργανα και είχε τις ανάλογες διατυπώσεις. Η δημοσίευση του πρωτοτύπου θα είχε μόνο εγκυκλοπαιδική αξία «για τα πρακτικά» και τελικά επιλογή της δημοσίευσης του παραμένει πάντα στην ευχέρεια του συγγραφέα ή/και του αποδέκτη.
Στην παρούσα δημοσίευση δε θα επεκταθώ στα πολλά και σημαντικά γεγονότα των 21 μηνών (Μάης 2010 – Φλεβάρης 2012) που μεσολάβησαν. Θα πω μόνο ξανά ότι κατά τη γνώμη μου όχι απλώς επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις για εκτροπή του ΚΚΕ, αλλά ξεπερνούν κάθε παλιότερη πρόβλεψη μου για τους ραγδαίους ρυθμούς επιδείνωσης της.
Με βάση όσα αναπτύσσω δημόσια σήμερα για το κεντρικό αυτό θέμα υπάρχει πλέον η δυνατότητα στο μέλλον για διατύπωση της άποψης μου σχετικά με επιμέρους πτυχές ή νέες εξελίξεις.
“Για την ανησυχητική κατάσταση και πορεία του Κόμματος,
για την κυριολεκτικά τρομακτική προοπτική του, όπως προδιαγράφεται”
Γράμμα προς την Κεντρική Επιτροπή και την Επιτροπή Κομματικού Ελέγχου του ΚΚΕ (Μάης 2010)
Θέλω να τονίσω ότι ποτέ μου δεν υπήρξα καχύποπτος, και πολύ περισσότερο μέσα στην ΚΝΕ και στο Κόμμα. Πάντα έλεγα τη γνώμη μου καλοπροαίρετα και ανοιχτά. Χρειάστηκε τα γεγονότα να με τραβήξουν αρκετές φορές από το μανίκι, η πραγματικότητα να μου δώσει αρκετές σφαλιάρες, για να καταλήξω τα τελευταία χρόνια στο συμπέρασμα ότι γεγονότα και εξελίξεις μέσα στο ΚΚΕ που με ανησυχούσαν και με ενοχλούσαν δεν ήταν πλέον μεμονωμένες αδυναμίες αλλά ότι υπήρχε ένα κεντρικότερο, σοβαρό πρόβλημα.
Στην πορεία τον πραγμάτων και εκ των υστέρων καταλάβαινα και προγενέστερες εξελίξεις και περιστατικά πιο βαθιά, ώριμα, ολοκληρωμένα και εύστοχα από ότι όταν είχαν συμβεί.
Σίγουρα, το γεγονός ότι συμμετείχα από το Μάη του 1997 έως και το Μάη του 2006 στο Κεντρικό Συμβούλιο (ΚΣ) της ΚΝΕ (και από το τέλος του 2001 και στο Γραφείο του ΚΣ) καθώς και στη συνέχεια στο Τμήμα Μαζικής Διαφώτισης της ΚΕ του ΚΚΕ μέχρι και τον Ιούνη του 2009, μου έδωσε τη δυνατότητα να δω και να γνωρίζω πράγματα, πρόσωπα και καταστάσεις, νωρίτερα και πληρέστερα απ’ ότι άλλα μέλη και φίλοι του ΚΚΕ και της ΚΝΕ. Παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια, την ουσία της εκτροπής μπορεί πλέον να την δει κανείς ξεκάθαρα συμμετέχοντας στο ΚΚΕ ως απλό μέλος του, δρώντας στο πλάι του ως οπαδός ή ακόμα και από τη δημόσια εικόνα του Κόμματος τα ντοκουμέντα του, τη δράση, τις παρεμβάσεις και αναλύσεις του.
Κάποιος μπορεί να πει ότι αδυναμίες και προβλήματα υπήρχαν πάντα στο ΚΚΕ και άρα ότι και στη σημερινή κατάσταση απλώς συμβαίνει το ίδιο.
Η παραπάνω εκτίμηση ισχύει όμως μόνο στο πρώτο μέρος της: προφανώς το ΚΚΕ όπως και κάθε ΚΚ ποτέ δεν υπήρξε τέλειο, όμως σήμερα βιώνουμε μια κατάσταση έξω από τα συνηθισμένα, έξω από τα ανεκτά όρια, βιώνουμε μια κατάσταση βαθιάς, αν και σχετικά “αθόρυβης”, ΕΣΩΚΟΜΜΑΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ, με την έννοια της σοβαρής αλλοίωσης των κομμουνιστικών-επαναστατικών χαρακτηριστικών του.
Από την αρχή της οργανωμένης ζωή μου (το 1993) παρά τη δύσκολη κατάσταση για το Κόμμα και την ΚΝΕ (αμέσως μετά τις ανατροπές-διασπάσεις) αυτό που είχα ζήσει και με είχε διαμορφώσει ήταν ένα κλίμα συντροφικότητας, η διορθωτική παρέμβαση του συλλογικού παράγοντα στο άτομο, η διαρκής προσπάθεια πρώτα από όλα “από τα πάνω”, από την καθοδήγηση ώστε: να βαθαίνει ο προβληματισμός και το ιδεολογικο-πολιτικό κριτήριο, η εμπέδωση των αρχών λειτουργίας, να οξύνεται το κριτικό πνεύμα, να ενθαρρύνεται η υπεύθυνη προσπάθεια για διαμόρφωση και έκφραση γνώμης, ως προϋποθέσεις για να ωριμάζει το Κόμμα (και η ΚΝΕ), να βαθαίνει η εσωκομματική δημοκρατία, να εξασφαλίζεται η συνειδητή κομμουνιστική πειθαρχία. Προσπάθεια που είχε αποτελέσματα.
Δεν έχω καμία αφελώς ρομαντική εικόνα για το τι σημαίνει ΚΚ. Εννοώ ότι και τότε βεβαίως υπήρχαν περιστατικά ή και σύντροφοι που αποτελούσαν εξαιρέσεις, αλλά παρέμεναν εξαιρέσεις. Πιο ολοκληρωμένα θα έλεγα: όλοι είχαμε αδυναμίες ή και στραβές πλευρές αλλά το καθοριστικό ήταν ότι η συλλογική διαδικασία και η παρέμβαση της καθοδήγησης γενικά δρούσε διορθωτικά.
Είμαι σίγουρος ότι αυτή η εκτίμηση μου δεν ήταν αποτέλεσμα ούτε απειρίας, ούτε εφηβικού ρομαντισμού, ούτε κάποια περίεργης σύμπτωσης που με τοποθετούσε πάντα σε “ιδανικές” –άρα μη αντιπροσωπευτικές– οργανώσεις.
Τα τελευταία χρόνια, από κάποια στιγμή και μετά, συνέβαιναν πράγματα που αποτελούσαν ξάφνιασμα για εμένα. Στην αρχή αντιμετώπιζα κάθε ένα από αυτά ως σοβαρό μεν αλλά μεμονωμένο περιστατικό. Με απόλυτη εμπιστοσύνη στο Κόμμα, έθετα τα ερωτήματα, τους προβληματισμούς και τις ενστάσεις μου στα όργανα και στην καθοδήγηση. Έπαιρνα απαντήσεις που παρότι γενικά μου έδιναν δίκιο, ήταν καθησυχαστικές. Τις δεχόμουν ακριβώς στη βάση της εμπιστοσύνης μου στο Κόμμα, ότι θα λάβει μέτρα για να τις αντιμετωπίσει. Τα προβλήματα όμως εξακολούθησαν, πλήθυναν και σοβάρεψαν. Συνέχισα να τα θέτω με απόλυτα κομματικό, συντροφικό και καλοπροαίρετο τρόπο, χωρίς καμία καχυποψία, αντιμετωπίζοντας τότε ακόμα καθένα από τα θέματα ως επιμέρους. Από ένα σημείο και μετά τα ανησυχητικά φαινόμενα συνεχώς πλήθαιναν και στη σύνθεση τους αποκάλυπταν μια ενιαία άσχημη κατάσταση, προδιέγραφαν μια ανησυχητική πορεία.
Οι απαντήσεις της καθοδήγησης από καθησυχαστικές και απλώς γενικόλογες, πέρασαν στην ωραιοποίηση, μετά στην υπεκφυγή, αργότερα στη συγκάλυψη, τελικά πιο πρόσφατα έως και στην απροκάλυπτη παραπληροφόρηση ή και διαστρέβλωση της ερώτησης ή θέσης μου, συνιστούσαν συχνά ξεκάθαρη κοροϊδία.
Αυτά δεν γίνονταν μόνο με τυχαία στελέχη, έφτασαν να συμβαίνουν σε όργανα και συνεργασίες με τους τότε καθοδηγητές μου, μέλη της ΚΕ, του Πολιτικού Γραφείου (ΠΓ), μέχρι και στο ανώτατο επίπεδο με την ίδια τη Γενική Γραμματέα (ΓΓ) της ΚΕ, Α. Παπαρήγα.
Κάποια στιγμή βεβαιώθηκα ότι αυτές οι αρνητικές εξελίξεις στο Κόμμα δεν είναι τυχαίες. Όχι μόνο γιατί μια “σύμπτωση” που συμβαίνει συστηματικά δεν μπορεί να εξετάζεται πλέον ως σύμπτωση, όχι μόνο γιατί η σκοπιμότητα επιβεβαιώνεται και από την σχετική εκστρατεία συγκάλυψης που εξελίσσεται, αλλά και γιατί περιστατικά που είχαν να κάνουν με στάσεις, συμπεριφορές, εκπτώσεις ή και παραβιάσεις στη λειτουργία “έδεναν” πλέον εντυπωσιακά με εκτροπές στην καθημερινή δράση του Κόμματος, με εκτροπές σε αναλύσεις και ντοκουμέντα.
Δημιουργούσαν ήδη μια επικίνδυνη κατάσταση για το ΚΚΕ, για την προοπτική του ακόμα και για την ύπαρξη του ως Κομμουνιστικού Κόμματος.
Αυτά που παρουσιάζω παρακάτω είναι απλώς ενδεικτικά, υπάρχουν άπειρα επιπλέον παραδείγματα στην ίδια κατεύθυνση.
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ στο ΚΙΝΗΜΑ και στις ΜΑΖΕΣ
Εδώ και κάποια χρόνια στην καθημερινή δράση του ΚΚΕ σε όλα τα επίπεδα της ταξική πάλης (ιδεολογικό-πολιτικό-οικονομικό) τόσο αυτοτελώς ως Κόμμα όσο και στη δράση μέσα από συσπειρώσεις, μαζικούς φορείς και συνδικάτα υπάρχει απομάκρυνση από το Πρόγραμμα, τους Κλασσικούς του Μαρξισμού Λενινισμού, τις παραδόσεις του ελληνικού και διεθνούς κομουνιστικού και εργατικού κινήματος.
Εργατικό-λαϊκό κίνημα
(αναφέρομαι εδώ έως και τις απεργίες και κινητοποιήσεις του Μάη 2010, αλλά και την Πανελλαδική Κομματική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ «για τη δουλειά στην εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό της κίνημα» που έγινε το Μάρτη 2010)
Αμέσως μετά το ξεπέρασμα της κρίσης με το ΣΥΝ το 1992 και σε όλη τη δεκαετία του ’90 δώσαμε σκληρές μάχες και είχαμε σοβαρά αποτελέσματα σε συνθήκες ανασυγκρότησης και με λιγοστές (αλλά αυξανόμενες δυνάμεις –ειδικά στη νεολαία και στις νεότερες ηλικίες) προκειμένου να μη σαρωθεί ολοκληρωτικά το κίνημα όπως έγινε σε άλλες χώρες μετά τις ανατροπές του ‘89-’91.
Είχαμε διαμορφώσει –βασιζόμενοι στο Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου (1996)– ένα πλαίσιο πάλης που (παρότι προφανώς είχε περιθώρια βελτίωσης) από την αρχή δεν περιοριζόταν απλά στην παράθεση αιτημάτων αλλά αποτελούσε εργαλείο: α) για να συσπειρώνουμε πλατύτερες μάζες στη δράση β) για να ανοίγει και να βαθαίνει η αντιπαράθεση με την κυρίαρχη ιδεολογία, το μοντέλο ανάπτυξης κλπ.
Από την αρχή –και πριν την ίδρυση του ΠΑΜΕ– ανοίγαμε σκληρό και επίμονο μέτωπο στο εργοδοτικό-κυβερνητικό συνδικαλισμό, στον κοινωνικό εταιρισμό, στη μοιρολατρία. Και μάλιστα, όχι μόνο με αντιπαράθεση μέσα στα όργανα του συνδικαλιστικού κινήματος (σ.κ.), αλλά και προσπαθώντας να οργανώνουμε άμεσα την πάλη.
Από την αρχή –και πριν τη συγκρότηση του ΠΑΜΕ– ξεκαθαρίσαμε ότι δεν μας δεσμεύουν οι συμβιβασμένες πλειοψηφίες, ότι μπροστά στα οξυμένα προβλήματα, στην αντιλαϊκή λαίλαπα θα προσπαθούμε να οργανώσουμε με πληθώρα τρόπων της εργατική-λαϊκή άμυνα και αντεπίθεση. Τα μέλη του Κόμματος και πλατύτερα οι δυνάμεις της ΕΣΑΚ προώθησαν το συντονισμό ανάμεσα σε ομοσπονδίες, Εργατικά Κέντρα., σωματεία, επιτροπές αγώνα, με υπογραφές, ανεξάρτητα και σε κόντρα με τις αναλύσεις, το πλαίσιο πάλης και το πρόγραμμα δράσης (ή αδράνειας) συμβιβασμένων-ξεπουλημένων πλειοψηφιών.
Έτσι, με πυρήνα τις κομματικές δυνάμεις αλλά και την ΕΣΑΚ (Ενιαία Συνδικαλιστική Αγωνιστική Κίνηση) γνωρίζαμε και κινητοποιούσαμε, όλο και πλατύτερες μάζες που συσπειρώνονταν είτε πιο μόνιμα (ΕΣΑΚ, συνεπή σωματεία κλπ) είτε πιο ευκαιριακά, μάζες οι οποίες αποκτούσαν έτσι αγωνιστικές εμπειρίες. Έτσι σε αυτό τον κόσμο ανεβάζαμε το κύρος μας, χτίζαμε δεσμούς εμπιστοσύνης και επικοινωνίας, ώστε σε συνδυασμό και με την αυτοτελή ιδεολογική και πολιτική δουλειά μας, να βοηθάμε να πάνε ένα βήμα πιο πέρα την πείρα τους από την πάλη ακόμα και για το πιο απλό θέμα, να αμφισβητήσουν κυρίαρχα ιδεολογήματα, να βγάζουν πολιτικά-ιδεολογικά συμπεράσματα.
Αντίστοιχα, είχαμε καθοριστική συμβολή στην ανάπτυξη των αγώνων, και δίναμε σε μεγάλο βαθμό το στίγμα σε άλλα μέτωπα πάλης όπως για την ειρήνη, ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και την εμπλοκή της χώρας σε αυτές, για τα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες. Πετύχαμε να κινητοποιήσουμε και να εκφράσουμε κάτω από τα πανό και με τα συνθήματα μας πλατιές μάζες σε κρίσιμες στιγμές (ενδεικτικά: πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, Ιράκ, “τρομοκρατία” κλπ), να δίνουμε τον τόνο συνολικά στο κίνημα.
Παράλληλα, ως Κόμμα και ΚΝΕ υπερασπίζαμε, προβάλλαμε, προπαγανδίζαμε και ζυμώναμε, όλα τα χρόνια, με κάθε τρόπο, συνεχώς και παντού το σύνολο της πολιτικής μας, τους δύο δρόμους ανάπτυξης, την πρόταση διεξόδου, τη δυνατότητα-αναγκαιότητα και προοπτική του Αντιμονοπωλιακού, Αντιμπεριαλιστικού, Δημοκρατικού Μετώπου, της Λαϊκής Εξουσίας-Οικονομίας, του Σοσιαλισμού.
Αυτή η εμπειρία δεν μπορεί ούτε να ξεχνιέται, ούτε να υποβαθμίζεται.
Το ΠΑΜΕ πριν 12 περίπου χρόνια ιδρύθηκε υποτίθεται με σκοπό να πάει την προσπάθεια αυτή στον εργατικό κίνημα ένα βήμα παραπέρα. Με βάση τη σχετική Κομματική Συνδιάσκεψη του 2002 «είναι μια ιδιότυπη μορφή συσπείρωσης, ανώτερη μορφή συντονισμού». Άσχετα με το αν η ίδρυση του ήταν μονόδρομος ή όχι, θα περίμενε κανείς ότι, αφού ιδρύθηκε με τον παραπάνω σκοπό, αυτονόητα θα έπρεπε τουλάχιστον:
α) να συντονίσει πιο αποτελεσματικά όποιο συνδικαλιστικό φορέα ελέγχουμε ή επηρεάζουμε σοβαρά, σταθερά να προσπαθεί να συσπειρώσει φορείς στους όποιους είμαστε αδύναμοι αλλά που έστω και συγκυριακά υπάρχουν διαθέσεις
β) να επιδιώξει να καλύψει με νέα σωματεία χώρους όπου υπάρχουν πραγματικά κενά στη συνδικαλιστική οργάνωση (πχ άνεργοι, “ευέλικτοι”, συμβασιούχοι, νέοι κλάδοι)
γ) να συμβάλει με τη γενική δράση του ώστε να υποστηρίζεται η παρέμβαση των ριζοσπαστικών, συνεπών δυνάμεων (κομμουνιστές, ΕΣΑΚ κλπ) σε χώρους όπου κυριαρχούν οι συμβιβασμένες δυνάμεις ώστε να απαγκιστρώνονται οι εργαζόμενοι και να ανατρέπεται ο αρνητικός συσχετισμός.
Με βάση όλα αυτά, γίνεται σαφές ότι το ΠΑΜΕ δεν μπορεί να είναι κομματικό παράρτημα. Από τη φύση του, πέρα από την ενότητα και την κοινή δράση, με βάση το ιδρυτικό («προγραμματικό» ας πούμε) πλαίσιο του, ενέχει και τη διαπάλη των κομμουνιστών αλλά και πλατύτερα όσων σταθερά συσπειρώνονταν στην ΕΣΑΚ με άλλες δυνάμεις που συμμετέχουν:
α) είτε εργαζόμενοι σε ατομικό επίπεδο: προφανώς πρώτα και κύρια οπαδοί και συμπαθούντες του Κόμματος, εργαζόμενοι ανένταχτοι ή ψηφοφόροι/οπαδοί/μέλη άλλων κομμάτων, συνδικαλιστές-μετατοπίσεις από άλλες παρατάξεις οι οποίες συνολικά και επίσημα δε στηρίζουν το ΠΑΜΕ ή και συγκροτημένα οπαδοί άλλων χώρων (όπως στην αρχή ΔΗΚΚΙ, Κομ. Ανανέωση κλπ).
β) σε επίπεδο συνδ. οργανώσεων σωματεία όπου έχουμε ή δεν έχουμε αυτοδυναμία, όπου έχουμε ή δεν έχουμε ισχυρή παρέμβαση αλλά συσπειρώνονται έστω ευκαιριακά στο ΠΑΜΕ
Προκύπτουν επομένως πολλά ερωτήματα:
Πώς αλληλεπιδρούμε εμείς, τα μέλη του ΚΚΕ με όλους αυτούς?
Πώς εκφράζονται όλοι αυτοί?
Πώς διαμορφώνεται ο συσχετισμός?
Πώς όλοι μαζί αποφασίζουμε?
Πώς οργανώνεται πρωτόβουλα και συλλογικά η δράση σε όλα τα επίπεδα?
Το ΠΑΜΕ μετά από 12 χρόνια δεν έχει καμία ζωντανή λειτουργία και μάλιστα όχι μόνο για τις πλατύτερες μάζες στις οποίες υποτίθεται ότι απευθύνεται αλλά ούτε καν για την κομματική βάση. Μερικούς μήνες πριν στείλω την επιστολή (το χειμώνα 2009-2010) έγιναν «συνδιασκέψεις του ΠΑΜΕ» σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και αλλού για τις οποίες (τουλάχιστον εγώ και η τότε ΚΟΒ μου) μάθαμε εκ των υστέρων από το «Ριζοσπάστη» και τον 902. Και απ’ ότι αποδείχτηκε δεν ήμασταν εμείς η εξαίρεση αφού όταν ρώτησα σχετικά την καθοδήγηση σε συνεργασία μου είπαν: «δεν ξέρουμε αν και σε ποιους κλάδους έγιναν διαδικασίες στη βάση…» (πάντως γενικά) «…το Κόμμα διατάσει τα στελέχη του και οι συνδιασκέψεις του ΠΑΜΕ επικυρώνουν δια βοής» (!!!).
Ποιος όρισε τους αντιπροσώπους σε αυτές τις συνδιασκέψεις?
Σε ποιον δίνουν λόγο?
Αυτό το σχήμα αποδεικνύεται, τελικά, σοβαρά προβληματικό. Ακόμα και με την πρώτη ματιά φαίνεται ότι προϋποθέτει είτε επιβολή της κομματικής γραμμής και άρα τελικά αποκλεισμό όποιου δεν είναι ΚΚΕ, είτε “κομπρεμί” σε επίπεδο κορυφών με άλλες ομάδες δηλαδή και πάλι αποκλεισμό του απλού εργαζομένου.
Το βασικότερο όμως είναι ότι δεν προηγείται, ούτε ενθαρρύνεται η “από τα κάτω” συσπείρωση, συζήτηση, προβληματισμός, συλλογική λειτουργία. Δεν υπάρχει χώρος, δομή, διαδικασία –τελικά επειδή προφανώς δεν υπάρχει πρόθεση– για συσπείρωση και ενεργητική, πρωτόβουλη δραστηριοποίηση, όχι μόνο πλατύτερων δυνάμεων αλλά ούτε καν των Κομματικών Μελών.
Καταλήγει τελικά σε τραγελαφικές καταστάσεις όπου το ΠΑΜΕ που υποτίθεται ότι συσπειρώνει, συντονίζει και εκφράζει δυνάμεις πολύ πλατύτερες από την ΕΣΑΚ (ακόμα και σωματεία-ομοσπονδίες όπου συμμετέχουν ως μειοψηφία άλλες δυνάμεις) να καλεί στις εκλογικές αναμετρήσεις να υπερψηφιστεί το ψηφοδέλτιο της ΕΣΑΚ (!!!).
Στην τότε συνεργασία μου (που προανέφερα) με το Γραφείο της ΚΟΒ και το Αχτιδικό Γραφείο όπου ανάμεσα στα άλλα ρωτούσα αν είναι το σωματείο του χώρου (ΣΜΤ) κλαδικό ή ομοιοεπαγγελματικό, τοπικό ή πανελλαδικό, ποια είναι η απαρτία και γιατί αποδεχόμαστε να παραβιάζεται, αν το ΔΣ μπορεί να αποφασίσει για απεργία ή χρειάζεται απόφαση ΓΣ, γιατί δε μαζεύεται ποτέ να συζητήσει η ΕΣΑΚ, το ΠΑΜΕ ή έστω οποιαδήποτε συσπείρωση μας στο χώρο, μου απάντησαν «τι ασχολείσαι με τα τυπικά;» και «μη σε απασχολεί το Σωματείο, μην κολλάς στο Σωματείο, άλλωστε εμείς δε συσπειρώνουμε στο σωματείο, στο ΠΑΜΕ συσπειρώνουμε με την πολιτική μας». Αυτά είναι πράγματα απαράδεκτα. Και στα περισσότερα σωματεία που ελέγχει το ΠΑΜΕ με βάση τις κατά καιρούς ενημερώσεις τα πράγματα δεν είναι καλύτερα.
Βεβαίως το παραπάνω σχήμα είναι αρκετά βολικό για του ιθύνοντες προκειμένου να διαχειρίζονται και να ωραιοποιούν την κατάσταση: Αποφασίζει η Κομματική καθοδήγηση, επικυρώνει “από τα πάνω” η Εκτελεστική Γραμματεία (ΕΓ) του ΠΑΜΕ και τα σκυλιά δεμένα. Έφτασε η κατάσταση (το 2010) να καλεί το ΠΑΜΕ σε απεργία όχι μόνο χωρίς αποφάσεις σωματείων αλλά και χωρίς να μπει στον κόπο να απευθυνθεί, να πείσει και να οργανώσει τις μάζες. Απλώς τις καλεί (τις μάζες) από τον 902, το Ριζοσπάστη και το site του και ανάλογα με την αντίδραση τους τις χαιρετίζει ή (τις περισσότερες μάζες) τις καταγγέλλει ως απεργοσπάστες και «αντικειμενικά συμμάχους της αστικής τάξης».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα: σε μέρες του υποτιθέμενου «ξεσηκωμού» και «κλιμάκωσης» (που κατά το ΚΚΕ ακόμα κλιμακώνεται), η οργάνωση της δράσης για την κινητοποίηση του ΠΑΜΕ έμπαινε στην ΚΟΒ μου και μάλιστα σε γραπτή εισήγηση τεσσάρων (4) σελίδων (γιατί προφορικά ήταν ήδη συνηθισμένο να μπαίνει έτσι) σε ένα “bullet”, στο τέλος με την εξής διατύπωση: «να φέρουμε τους οπαδούς μας στην εκδήλωση για το Μπελογιάννη και στο συλλαλητήριο του ΠΑΜΕ». Αυτή είναι λοιπόν η φιλοδοξία στον «εργατικό ξεσηκωμό», να φέρουμε τους οπαδούς.
Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη (Μάρτης 2010) «για την εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό της κίνημα» σε όλα αυτά δεν έδωσε λύσεις αντίθετα σε πολλά θέματα κατοχύρωσε παρεκκλίσεις. Καθόλου τυχαίος δεν είναι και ο τρόπος με τον οποίο έγινε η συνδιάσκεψη. Δηλαδή:
■«με τη διαδικασία του κατεπείγοντος»,
■χωρίς προσωπικό αντίτυπο της εισήγησης για κάθε Κομματικό Μέλος (έστω περιφρουρημένο) κάτι που δε βοηθά ούτε τη μελέτη, ούτε τη συζήτηση,
■χωρίς να δημοσιευτεί κείμενο θέσεων,
■χωρίς να γίνει δημόσιος διάλογος.
■και –τελευταίο αλλά σημαντικό– με βάση την επίσημη ενημέρωση χωρίς να συζητήσουν και να τοποθετηθούν όλες οι ΚΟΒ του ΚΚΕ παρά μόνο οι εργατικές-κλαδικές. Λες και οι κομμουνιστές οι οποίοι βρίσκονται στις εδαφικές ΚΟΒ (που επιπλέον έτσι και αλλιώς πολύ μεγάλο κομμάτι τους είναι εργάτες) είναι β’ κατηγορίας και δεν έχουν λόγο για το κεντρικότατο ζήτημα της δουλειάς του Κόμματος στην εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό της κίνημα.
Θα πει κανείς ότι το Καταστατικό δεν επιβάλει ρητά δημοσίευση Θέσεων και Δημόσιο Διάλογο για τις Πανελλαδικές Συνδιασκέψεις, αλλά από την άλλη ούτε για το Συνέδριο επιβάλει ρητά κάτι τέτοιο, όμως ξέρουμε ότι όχι μόνο στα Συνέδρια αλλά και σε άλλες Πανελλαδικές Συνδιασκέψεις (πχ για το Σοσιαλισμό το ’95, για τη νεολαία το 2005) δημοσιεύτηκαν Θέσεις, έγινε Δημόσιος Διάλογος και με βάση αυτά διαμορφώθηκε η εισήγηση της ΚΕ προς τη Συνδιάσκεψη.
Τι είχε να φοβηθεί το Κόμμα από μια τέτοια διαδικασία;
Δεν θα ήταν πιο πλούσια;
Μήπως περιείχε η εισήγηση κάποιες πολύ ευαίσθητες εσωκομματικές πληροφορίες ;
Και αν τελικά περιείχε δε μπορούσαν, όπως άλλες φορές, αυτές και μόνο να δοθούν σε ένα εσωκομματικό παράρτημα και όλα τα πολιτικά ζητήματα να εκτεθούν πλατιά και δημόσια στην εργατική τάξη ;
Το ότι η Απόφαση που δημοσιεύτηκε δεν ήταν ολόκληρη αλλά υπήρχαν και κάποια απόρρητα κομμάτια «που μπορεί να τα ζητήσει και να τα διαβάσει κανείς όποτε θέλει» το μάθαμε πάνω από ένα (1) μήνα μετά τη δημοσίευση της Απόφασης, ενώ είχαν προηγηθεί συνεδριάσεις της ΚΟΒ (εν μέσω «εργατικού ξεσηκωμού») όπου ήδη κάποιοι είχαμε ακούσει “τα σκολιανά μας” γιατί «δεν είχαμε αφομοιώσει την απόφαση» ενώ δεν είχε γίνει (ούτε τελικά έγινε) κάποια ανάλυση-συζήτηση της.
Θεωρώ ότι τα παραπάνω δεν ήταν τυχαία και είχαν να κάνουν με το φόβο αντιδράσεων από σημαντικό μέρος του κομματικού δυναμικού.
Όπως είχα πει τότε και στην ΚΟΒ μου τα κείμενα τις Συνδιάσκεψης χαρακτηρίζονταν σε πολλά σημεία από ασάφεια και περιλάμβαναν διάφορες εκδοχές, έτσι που να ερμηνεύονται όπως βόλευε κατά περίπτωση. Αντί να αναδείξει τα προβλήματα και τις παρεκκλίσεις τα συγκάλυψε και ήρθε εν ολίγοις να μας πει (ή καλύτερα η εισήγηση να υπονοήσει-υποβάλει και η απόφαση να επιβάλει) ότι:
■από παλιά (έτσι γενικά και αόριστα) υπάρχει στις γραμμές μας μια κακή παράδοση οικονομισμού με την οποία πρέπει να ξεμπερδεύουμε,
■ότι τα συνδικάτα (ας είναι και σφραγίδες) πρέπει να έχουν οπωσδήποτε και εξαρχής πλαίσιο πάλης το σοσιαλισμό άσχετα αν το αποδέχεται ο κόσμος και άσχετα αν προσπαθούμε να τον πείσουμε
■ότι το βάρος της δουλειάς μας πρέπει να πέσει στην ιδεολογική διαφώτιση ως προϋπόθεση για τη δράση στη λογική, δηλαδή: πρώτα θα τους πείσουμε για το σοσιαλισμό και μετά θα κατεβούν στην απεργία.
Πράγματα που είναι ενσωματωμένα στην εμπειρία και πρακτική του Κόμματος και του Κομμουνιστικού Κινήματος εδώ και δεκαετίες, πράγματα διατυπωμένα, τεκμηριωμένα, δοκιμασμένη από την εποχή της Κομμουνιστικής Διεθνούς ή και του Λένιν εδώ και 100 χρόνια, “επαναδιατυπώνονται” (πχ το τι είναι ταξική πάλη, ότι συνίσταται από την οικονομική, πολιτική, ιδεολογική και τι στραβό συμβαίνει όταν κάποιος ξεχνά ή αντίστροφα κάνει φετίχ κάποιο από τα τρία).
Και εδώ δεν υπάρχει κανένα δογματισμός – κάθε άλλο. Αν κάποιος νομίζει ότι βασικά χαρακτηριστικά του ΚΚ πρέπει να αλλάξουν ή ότι μπορεί να τα διατυπώσει καλύτερα οφείλει: α) να το πει ξεκάθαρα β) αν μπορεί να το τεκμηριώσει. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ όμως να πάει να το επιβάλλει “στα μουλωχτά”.
Σε πολλά σημεία των κειμένων (εισήγηση και απόφαση) αναφερόταν, συνήθως γενικά και αόριστα, ότι υπάρχουν πρακτικές και αντιλήψεις που είναι λανθασμένες με αποτέλεσμα να καλλιεργείται η εντύπωση ότι επί δεκαετίες ήμασταν και “ολίγον οπορτουνιστές”. Σε καμία περίπτωση δεν λέω πώς ότι έχουμε πει και κάνει κατά καιρούς είναι σωστό, αλλά η γενικότητα, η ασάφεια και η αλαζονεία στην παραπάνω εκτίμηση ανοίγει το δρόμο ώστε εκ των υστέρων να εκκαθαριστούν και να ανανεωθούν εν λευκώ και συλλήβδειν πρακτικά τα πάντα: στελέχη, θέσεις και λοιπά «βαρίδια».
Μια ακραία και εκχυδαϊσμένη εκδοχή των παραπάνω απόψεων πριν καν ακόμα εγκριθούν από τη Συνδιάσκεψη εξέφραζε το μέλος της ΚΕ, Μάκης Παπαδόπουλος τόσο στην ΚΟΒ όσο και δημόσια (πχ στη Γ. Συνέλευση του Σωματείου Μισθωτών Τεχνικών 5/2/10 όπου είπε ανάμεσα στα άλλα):
«Το πόσοι θα βγούμε εξόρμηση και το σε πόσους θα απευθυνθούμε είναι πρόβλημα τεχνικό, οργανωτίστικο, το πρόβλημα του σωματείου και του κινήματος δεν είναι οργανωτικό.
Δηλαδή αν πάμε σε περισσότερους εργαζόμενους θα έχουμε καμιά φοβερή ανάπτυξη του κινήματος;
Για να απεργήσει ο εργαζόμενος δε φτάνει να τον βρούμε, αυτό είναι το λιγότερο, φταίει η εργοδοτική τρομοκρατία και η κυβερνητική προπαγάνδα.
Τα προβλήματα δεν απαντιούνται με μεγαλύτερη δραστηριότητα, το θέμα είναι η γραμμή.»
Αυτή η αντίληψη είναι βαθειά λαθεμένη. Και η γραμμή και η επαφή με τον εργαζόμενο και η δράση μαζί του (έστω και για το πιο απλό) κάθε μια από μόνη της είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την ανάπτυξη της πάλης και της συνείδησης στην προοπτική που επιδιώκουμε.
Γραμμή και Πρόγραμμα το Κόμμα έχει εδώ και χρόνια άμα όμως μένουν κλεισμένα στο συρτάρι, άμα δεν γίνουν υλική δύναμη κατακτώντας τις μάζες δε πρόκειται να ανησυχήσουν κανέναν. Και προφανώς δε θα σπάσουν ούτε «την εργοδοτική τρομοκρατία και την κυβερνητική προπαγάνδα» με κάποιο μαγικό-μεταφυσικό τρόπο
Υποχώρηση στη δράση μελών-οργανώσεων και Ακτιβισμός
Με ευθύνη των ιθυνόντων του ΚΚΕ και της εκτροπής στον τρόπο λειτουργίας και δράσης του, υπάρχει τα τελευταία χρόνια υποχώρηση στη δράση του Κόμματος συνολικά (ως επαναστατικού κόμματος νέου τύπου) αλλά και του μέσου Κομματικού Μέλους. Αυτό είναι εμφανές στην πορεία των συσχετισμών και της συμμετοχής στο μαζικό-συνδικαλιστικό κίνημα, στη συμμετοχή σε κινητοποιήσεις-εκδηλώσεις, στη δραστηριότητα ΚΟΒ-ΟΒ, στην επαφή και κινητοποίηση οπαδών και ακόμα περισσότερο πλατύτερων μαζών, στην ανάπτυξη, στη διακίνηση του «Ριζοσπάστη» κλπ. Υπάρχει διεκπεραίωση καθηκόντων εξαντλώντας τους συνεπείς, γενικά ανοχή στους πιο χαλαρούς και κυνήγι σε όποιον έχει ενστάσεις και διαφωνίες ακόμα και αν είναι συνεπής.
Είναι αλήθεια ότι από κάποια στιγμή και μετά, κατά διαστήματα λέγονται μεγάλα λόγια σε συγκεντρώσεις και από τα κομματικά ΜΜΕ για «επιμονή στο χώρο δουλειάς» και «το ρόλο του κομμουνιστή ως οργανωτή» αλλά τελικά είναι απλά λόγια.
Στη συμβολή μου στο Δημόσιο Διάλογο για το 18ο Συνέδριο το Δεκέμβρη του 2008 εξέφραζα μια ανησυχία ότι η υιοθέτηση ενός στυλ δουλειάς με επίκεντρο καμπανιακές-ακτιβιστικές ενέργειες υποκαθιστά τη δράση όχι μόνο πλατύτερου κόσμου, συσπειρώσεων και μαζικών φορέων αλλά ακόμα και των κομματικών μελών και οργανώσεων. Όταν έγραψα το παρόν (Μάης 2010) δεν ήταν πια απλώς ανησυχία αλλά βεβαιότητα, που τεκμηριώνεται και με τα παραπάνω. Η υποχώρηση στη συνολική δράση επιχειρούνταν να συγκαλυφθεί (πέρα από την ωραιοποίηση-παραπληροφόρηση και) με Ακτιβισμούς, που είχαν ήδη γίνει κύρια μορφή εμφάνισης και που υλοποιούνται πχ στο λεκανοπέδιο από 200-300, το πολύ, ανθρώπους που ήταν:
α) επαγγελματικά στελέχη
β) συνδικαλιστές αποσπασμένοι από την παραγωγή
γ) ένας μικρός σκληρός πυρήνας φοιτητών (από όσους παραμένουν δραστήριοι από το συνολικό αριθμό που φθίνει τραγικά) οι οποίοι έχουν ακούσια μετατραπεί σε μόνιμους κομπάρσους, σε ρόλο εργάτη.
Ο ακτιβισμός ομολογούνταν απροκάλυπτα. Δήλωνε στα ΜΜΕ μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και της Εκτελεστική Γραμματείας (ΕΓ) του ΠΑΜΕ σε μια κατάληψη του Υπουργείου Εργασίας: «λες και πρέπει να ξέρει ο κοσμάκης τι είναι τα spread», «κάνουμε αυτή την κινητοποίηση για να ευαισθητοποιήσουμε την κοινή γνώμη», προσέξτε νόημα και ορολογία («ο κοσμάκης» που δε χρειάζεται να ξέρει, «να ευαισθητοποιήσουμε την κοινή γνώμη»). Και «μας φοβούνται», «το μήνυμα έφτασε στους αποδέκτες του» (δηλώσεις εκπροσώπου επιτροπής ανέργων ΠΑΜΕ) όπου το μήνυμα ήταν τα 100-150 άτομα που συγκεντρώθηκαν έξω από την κατάληψη του υπουργείου εργασίας.
Μέσα στο 2010 στα πλαίσια και των απεργιών, κάπως περισσότερες κομματικές δυνάμεις (σε καμιά περίπτωση το σύνολο ή έστω η πλειοψηφία) πήγαιναν μια στο τόσο σε κάποια περιφρούρηση της απεργίας αλλά για το τι κάνει ο καθένας στο χώρο εργασίας του, πώς κινητοποιεί-συσπειρώνει πλατύτερα εργαζόμενους κανείς δεν ασχολείται.
Η υποχώρηση αυτή γίνεται προσπάθεια να συγκαλυφθεί και με την επίκληση κάποιων ασαφών και απροσδιόριστων «ποιοτικών» (υποτίθεται) κριτηρίων και δεικτών ενάντια στην «πεζή αριθμητική» και μάλιστα στο όνομα της διαλεκτικής. Όσο όμως αντιδιαλεκτικό είναι να θεοποιείται η ποσότητα άλλο τόσο είναι και να αγνοείται. (βλέπε και παρακάτω για τη λειτουργία)
Βασική μέθοδος επικοινωνίας με τις μάζες έχει καταλήξει να είναι η κάθε 3-4 μέρες συνέντευξη τύπου της ΓΓ της ΚΕ επί παντός επιστητού.
Ενώ γενικά κατέληξαν (μέχρι την εξαφάνιση τους η ΕΣΑΚ, η ΠΚΣ και πλέον μόνο) οι ΠΑΜΕ, ΜΑΣ, ΟΓΕ, ΠΑΣΕΒΕ, ΠΑΣΥ να ασχολούνται με τη λαϊκή εξουσία και το σοσιαλισμό, ενώ το ΚΚΕ και η ΚΝΕ να κάνουν αραιά και που καμιά συναυλία, καμιά πικετοφορία για να ενημερώσουν για την απεργία, αποκλεισμούς στα διόδια και έκτακτες αντιπολεμικές κινητοποιήσεις για τα μάτια του κόσμου.
Το τελευταίο διάστημα βέβαια ακόμα και οι ακτιβισμοί έχουν περιοριστεί σημαντικά.
ΚΝΕ
Η ΚΝΕ από την Ανασυγκρότηση της το ’93 άρχισε να βάζει ξανά σφραγίδα στους νεανικούς αγώνες:
■Από νωρίς στους μαθητές πετυχαίνοντας σοβαρή ανάπτυξη, ζύμωση, αυξανόμενη κινητοποίηση και σοβαρές κορυφώσεις (πχ το ‘98-’99, αργότερα στα αντιπολεμικά κλπ).
■Στους φοιτητές-σπουδαστές με σοβαρή οικοδόμηση σχεδόν από το μηδέν, οπότε από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 χωρίς να έχουμε ανατρέψει την κατάσταση στο φοιτητικό-σπουδαστικό κίνημα (φ/σ-κ) πάψαμε να είμαστε στη γωνία, καταφέραμε να ζυμώνουμε πλατύτερα και σοβαρά την θέση μας, να αυξήσουμε τα ποσοστά μας, τους συλλόγους όπου οι Γενικές Συνελεύσεις (ΓΣ) υιοθετούσαν το πλαίσιο μας και να προκαλούμε κινητοποιήσεις. Καταλήξαμε μετά το 2000 να υπάρχουν τα συντονιστικά αγώνα σε ΑΕΙ και ΤΕΙ που παρά το εμβρυακό στάδιο και τις αδυναμίες τους ήταν μια σημαντική κατάκτηση σε συνθήκες που ήμασταν, η μόνη δύναμη η οποία ουσιαστικά επιδίωκε και προκαλούσε συζήτηση, ζύμωση και κινητοποίηση σε ΑΕΙ-ΤΕΙ.
■Στους νέους εργαζόμενους υπήρχε από νωρίς προσπάθεια για ανάπτυξη της δουλειάς, η οποία αντικειμενικά άρχισε να δίνει πιο εμφανώς καρπούς όταν από τις πολλές χιλιάδες μέλη της ΚΝΕ που είχαν στρατολογηθεί και διαπαιδαγωγηθεί στους χώρους της εκπαίδευσης πολλά πέρασαν στην παραγωγή και αρκετά παρέμειναν δραστήρια.
■Υπήρξε σημαντική συμβολή της νεολαίας στα πλαίσια των μετώπων του μαζικού κινήματος (πχ αντιπολεμικό-αντιμπεριαλιστικό, Γιουγκοσλαβία, Ιράκ κλπ)
Αυτή η πορεία της ΚΝΕ ανακόπηκε, ξεκίνησε η οπισθοδρόμηση που καταλήγει στη διάλυση. Κυρίαρχη αιτία είναι η (ανεπίσημη στην αρχή, επίσημη αργότερα) αλλαγή της κατεύθυνσης από πλευράς του Κόμματος για το ρόλο της ΚΝΕ και το πώς παρεμβαίνει στο κίνημα. Αυτή η αλλαγή εκφράστηκε-υπηρετήθηκε και με την αποδυνάμωση του ΚΣ της ΚΝΕ με το μαζικό και σπασμωδικό πέρασμα στελεχών της στο Κόμμα που δεν άφηνε περιθώρια ωρίμανσης τους. Ενώ σοβαρή ζημιά έκανε ο εφησυχασμός που –παρά τις αντίθετες διακηρύξεις– στην πράξη καλλιεργήθηκε και που αποτυπώνεται (χωρίς να διατυπώνεται) στο ότι «η ΚΝΕ απλώς εκτελεί, χωρίς ιδιαίτερα να προβληματίζεται για το πώς δημιουργικά θα εφαρμόσει αλλά και θα συμβάλει στον εμπλουτισμό της πολιτικής του Κόμματος στο χώρο ευθύνης της, δηλαδή στη νεολαία». Η ΚΝΕ στην ουσία έχει χάσει σχεδόν κάθε νεολαιίστικο χαρακτηριστικό και έχει μετατραπεί σε μια συρρικνούμενη εκτελεστική ομάδα για το χαμαλίκι.
Αυτά συνέβαλαν στο να χάσουμε την πρωτοβουλία στο κίνημα με πρώτο χτυπητό παράδειγμα τις φοιτητικές-σπουδαστικές κινητοποιήσεις το Μάη-Ιούνη 2006. Πλέον είναι ξεκάθαρο ότι η πρώτη ευθύνη τότε ανήκε στους υπευθύνους από το Κόμμα (καθοδήγηση ΚΟΑ αλλά και ΓΓ της ΚΕ Α. Παπαρήγα η οποία τότε ήδη από ένα χρόνο είχε απευθείας την ευθύνη για την καθοδήγηση της ΚΝΕ από το ΠΓ). Και μάλιστα η αιτία ήταν συνειδητές επιλογές τους και όχι απλά αδυναμία ή ανικανότητα. Απόδειξη για το τελευταίο είναι ότι ενώ τότε “διαχειρίζονταν” ερωτήματα και παρατηρήσεις στη λογική: «σωστές είναι οι παρατηρήσεις, υπάρχουν αδυναμίες, γίνανε και λάθη, καλά κάνετε και τα λέτε για να τα διορθώσουμε» στην πορεία αυτά που χαρακτηρίζονταν υποκριτικά τότε ως αδυναμίες κατοχυρώθηκαν ως πρότυπος τρόπος δουλειάς.
Οι απαράδεκτες αυτές αντιλήψεις και πρακτικές εμπεδώθηκαν πλήρως κατά τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008 (δολοφονία Α. Γρηγορόπουλου και τις ακόλουθες κινητοποιήσεις). Συνοπτικά:
■Αδράνεια, φόβος για τις μάζες και απομάκρυνση από αυτές,
■εγκατάλειψη (και διακηρυγμένη πλέον) των Γενικών Συνελεύσεων αφού «οι μάζες μας ακολουθούν έτσι και αλλιώς από μόνες τους», ενώ «οι σύλλογοι είναι εκφυλισμένοι» (δηλαδή η δουλειά “από τα κάτω”, η Γενική Συνέλευση είναι εκφυλισμένη, δηλαδή οι φοιτητές γενικά είναι εκφυλισμένοι),
■εγκατάλειψη της Πανσπουδαστικής,
■παραπληροφόρηση για τα αποτελέσματα της δουλειάς μας,
■κάθε λογής τυχοδιωκτισμός και τερτίπι για να φανεί (μέσα και έξω από την οργάνωση) ότι είμαστε “από πάνω”, κυρίαρχοι.
■Εύκολη λύση οι δήθεν “Επιτροπές Αγώνα” όπου στην καλύτερη περίπτωση μαζεύεται η μισή οργάνωση της ΚΝΕ και κάποιες στενές επιρροές (λιγότεροι απ’ ότι παλιά στην Πανσπουδαστική) και αποφασίζουν στο όνομα των φοιτητών. Δηλαδή καραμπινάτη υποκατάσταση, ανάθεση και ελιτισμός για τα οποία καταγγέλλαμε όλα τα προηγούμενα χρόνια διάφορους “υπερεπαναστάτες”.
■αυθαιρεσίες στο όνομα των φοιτητών,
■Ως επιστέγασμα η δημιουργία του ΜΑΣ ως εξαμβλωματικό κακέκτυπο του ΠΑΜΕ (με όλα τα αρνητικά στοιχεία του ΠΑΜΕ που αναφέρονται παραπάνω).
Οργανωτική αποδυνάμωση της ΚΝΕ. Παρά τα παχιά λόγια για ιδεολογική-πολιτική και οργανωτική ισχυροποίηση της ΚΝΕ, υπάρχει τρομερή συρρίκνωση της ΚΝΕ. Στους μαθητές η ανυπαρξία ομολογείται εδώ και καιρό ακόμα και σε επίσημες κομματικές ενημερώσεις. Στους φοιτητές-σπουδαστές φαίνεται: η παρουσία των φοιτητών-σπουδαστών (μιλάω ενδεικτικά για την Αθήνα που έχω προσωπική πείρα) στις κινητοποίησης είναι κραυγαλέα μικρότερη από τα προηγούμενα χρόνια (υποπολλαπλάσια και από τις οργανωμένες δυνάμεις που υπήρχαν παλιότερα), που σημαίνει είτε ότι: α) υπάρχει πολύ σημαντική οργανωτική μείωση β) είτε ότι τα μέλη δεν κινητοποιούνται ή γ) και ακόμα χειρότερα συνδυασμός και των δυο. Στις τελευταίες φοιτητικές σπουδαστικές εκλογές (εδώ αναφερόμουν στο 2010, το 2011 τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα) το φάντασμα της ΠΚΣ, πανελλαδικά συγκέντρωσε σε ΑΕΙ-ΤΕΙ 15.000 ψήφους ενώ το 2008 πάνω από 12.500 ήταν μόνο οι υποψήφιοι της και πάνω από 23.000 οι ψήφοι (στοιχεία από το Ριζοσπάστη) ενώ κατρακύλα υπάρχει και στα ποσοστά.
Δεν είναι τυχαίο ότι δεν υπήρξε στο 10ο Συνέδριο της ΚΝΕ εκτίμηση στα ντοκουμέντα ή έστω εσωκομματική ενημέρωση για το αν υπάρχει αύξηση ή μείωση των μελών της ΚΝΕ και σε τι ποσοστό από το προηγούμενο Συνέδριο (στοιχείο που δινόταν παλιότερα και πρέπει να δίνεται).
Μια μικρή αύξηση που σημειώθηκε τα τελευταία προηγούμενα χρόνια σε σχέση με πριν 10-15 χρόνια στις δυνάμεις σε νέους εργαζόμενους (και που μάλλον ήδη έχει εξανεμιστεί) εξηγείται κατά βάση όχι με στρατολογία εργαζομένων αλλά κυρίως από το μέρος του δυναμικού που είχε οργανωθεί παλιότερα στα σχολεία και σε ΑΕΙ-ΤΕΙ και το οποίο παρέμεινε ενεργό βγαίνοντας στην παράγωγη. Και φυσικά σε καμιά περίπτωση δεν αντισταθμίζει τις απώλειες από μαθητές-φοιτητές.
ΔΙΟΛΙΣΘΗΣΗ ΣΕ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ
Γενικά υπάρχει μια διαρκής εξύμνηση της «στρατηγικής», της «γραμμής», της «ιστορίας», του Κόμματος και όρκοι για την υπεράσπιση τους, την ίδια ώρα που στα λόγια, στην καθημερινή πρακτική ή πλέον και σε ντοκουμέντα υπάρχει σταδιακά όχι μόνο απομάκρυνση αλλά και υπονόμευση που φτάνει να ανατρέπει στρατηγική, γραμμή και ιστορία. Υπάρχει στις ιδεολογικές και πολιτικές αναλύσεις του ΚΚΕ διολίσθηση από το Πρόγραμμα, από βασικά Συνεδριακά Ντοκουμέντα, από τους Κλασσικούς, από τις παραδόσεις του ελληνικού και διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο το περιεχόμενο αλλά και ο τρόπος με το οποίο αυτή η διολίσθηση μεθοδεύεται.
Προφανώς υπάρχει όχι μόνο δυνατότητα αλλά και αναγκαιότητα συνεχούς εμβάθυνσης της πολιτικής αλλά αυτό είναι εντελώς διαφορετικό από την αλλαγή κατεύθυνσης ή και την πλήρη ανατροπή.
Τελικά το Κόμμα μπορεί να αλλάξει ακόμα και το Πρόγραμμα του, αλλά αυτό οφείλει να γίνει με ξεκάθαρο τρόπο: Όποιος πιστεύει ότι το Πρόγραμμα είναι παρωχημένο, ανεπαρκές ακόμα και λάθος οφείλει να το πει, να το τεκμηριώσει και να προτείνει συγκεκριμένη αλλαγή σε Συνέδριο. Είναι απαράδεκτη όμως η κοροϊδία που από τη μια λέει «μα αυτό λέγαμε πάντα» και επιβάλει την αναθεώρηση στην πράξη με βάση το κύρος της θέσης-ιδιότητας του καθοδηγητή και την εμπιστοσύνη του κομματικού δυναμικού, ενώ από την άλλη κυνηγάει όποιον επιμένει να επισημαίνει αυτή την απομάκρυνση ως παρεκκλίνοντα, παρασυρμένο από την αστική προπαγάνδα, ακόμα και ως οπορτουνιστή.
Δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Α) Για τη θέση της Ελλάδας στο Ιμπεριαλιστικό Σύστημα. Το θέμα δε με είχε απασχολήσει ιδιαίτερα μέχρι που διάβασα στον προσυνεδριακό διάλογο του 17ου Συνεδρίου (2005) τις ενστάσεις που έθεταν διάφοροι σύντροφοι με αφορμή τη «Θέση 9». Ήταν σαφές ότι η προσέγγιση και ανάλυση καθενός σε μεγάλο βαθμό ήταν διαφορετική από των υπολοίπων, ενώ δεν υπήρξε κάποια που να με καλύπτει απόλυτα, παρόλα αυτά έγινε επίσης σαφές ότι έπρεπε όντως να δοθούν εξηγήσεις και απαντήσεις από την ΚΕ. Αντίθετα όμως και σε απάντηση των ενστάσεων, δημιουργήθηκε στο δημόσιο διάλογο, πολύ περισσότερο στην Συνδιάσκεψη της Κομματικής Οργάνωσης της Αθήνας (ΚΟΑ) αλλά και στο ίδιο το Συνέδριο, ένα πολύ άσχημο κλίμα και μάλιστα με ευθύνη στελεχών και μελών της ΚΕ.
Εκεί οι ενστάσεις των συντρόφων που είχαν τεθεί με κομματικό τρόπο (τουλάχιστον κανείς τότε δεν τόλμησε να τους κατηγορήσει για το αντίθετο) αντιμετωπίστηκαν με κραυγές, αστήρικτους χαρακτηρισμούς, υπονοούμενα, αυθαίρετες ερμηνείες και καταδίκη των υποτιθέμενων ανομολόγητων προθέσεων τους. Με μια επίθεση που ούτε έπειθε ούτε βοηθούσε κανέναν να βγάλει συμπεράσματα. Παρά τον ιδεολογικό τραμπουκισμό που για πρώτη φορά έβλεπα στα 12 (τότε) χρόνια της οργανωμένης μου ζωής, θεώρησα ότι όλα αυτά αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά, και με απόλυτη εμπιστοσύνη απευθύνθηκα στο Κόμμα για να μάθω και να πειστώ (το είχα θέσει στον καθοδηγητή μου, μέλος τότε του ΠΓ, ο οποίος απέφυγε να απαντήσει).
Η τακτική της υποβάθμισης του ζητήματος, των υπεκφυγών ή και των υπονοούμενων συνεχίστηκε και μετά το 17ο Συνέδριο, όποτε κάποιος τύχαινε να θέσει σχετικό ερώτημα ή προβληματισμό με αφορμή σχετικό θέμα (πχ σε αχτίφ, στην Κομματική Σχολή, στην προσυνεδριακή διαδικασία του 18ου κλπ). Τελικά στο 18ο Συνέδριο η ανάλυση πήγε άλλο ένα βήμα μακρύτερα από αυτή του Προγράμματος.
Αποκαλύπτεται τελικά, ότι πρόκειται για χαρακτηριστική διαδικασία μεθόδευσης, σχεδιασμένης διολίσθησης σύμφωνα με το παρακάτω σχήμα:
1. Χωρίς να αλλάζει το Πρόγραμμα παρουσιάζεται σε κάποιο (συνεδριακό πιθανώς) ντοκουμέντο μια άλλη διατύπωση που όμως αλλάζει την ουσία ή μπορεί να ερμηνευτεί διαφορετικάμε τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, στη βάση της εμπιστοσύνης του κομματικού δυναμικού, κατοχυρώνεται η νέα διατύπωση που δίνει πάτημα για περαιτέρω ζύμωση (με αρθρογραφία, σημειώματα Τμημάτων, κομματική σχολή) ώστε να πάει η ανάλυση ένα βήμα παραπέρα. A.αν κάποιος απλά εκφράσει απορία, η αλλαγή υποβαθμίζεται ως φραστική
B.αν κάποιος επιμείνει, κατηγορείται αυτός ότι «αλλοιώνει τη στρατηγική του Κόμματος» ή ότι είναι «προσκολλημένος σε παρωχημένες αντιλήψεις» (θεωρία βαριδίων) ή ότι «θέλει κάπου αλλού να το πάει και δεν το ομολογεί» ανάλογα με το τι βολεύει κατά περίπτωση (δηλαδή “φωνάζει ο κλέφτης να φοβηθεί ο νοικοκύρης”)
2.με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, στη βάση της εμπιστοσύνης του κομματικού δυναμικού, κατοχυρώνεται η νέα διατύπωση που δίνει πάτημα για περαιτέρω ζύμωση (με αρθρογραφία, σημειώματα Τμημάτων, κομματική σχολή) ώστε να πάει η ανάλυση ένα βήμα παραπέρα.
3.αυτή η ζύμωση και το επόμενο βήμα κατοχυρώνονται σε ένα ενδιάμεσο ντοκουμέντο (απόφαση-διακήρυξη ΚΕ κλπ) πιθανότατα “στα ψιλά γράμματα” και παρεμπιπτόντως αφού πιθανότητα δεν είναι καν το κύριο θέμα του.
4.στη βάση αυτών, η ζύμωση προχωράει κι άλλο, στη λογική των «φραστικών βελτιώσεων», «εναλλακτικών διατυπώσεων», «εμβάθυνσης» και τελικά προκύπτουν αναλύσεις ασυμβίβαστες με το Πρόγραμμα.
Η μέθοδος αυτή έχει πατενταριστεί πλέον επίσημα υπό τον ευρηματικό-ευφημιστικό όρο «εμπλουτισμός της προγραμματικής αντίληψης».
Β) παράδειγμα πιο πρόσφατο και κραυγαλέο: στις Θέσεις του ΚΣ της ΚΝΕ για το 10ο Συνέδριο που κυκλοφόρησαν λίγους μήνες πριν την επιστολή μου, ανάμεσα στα πολλά κατά τη γνώμη μου στραβά και απαράδεκτα, υπάρχει και το εξής σοβαρότατο και εξόφθαλμο: πανηγυρικά με χοντρά γράμματα στον τίτλο κεφαλαίου του τρίτου μέρους παρουσιάζεται «η συσπείρωση σε αντιμονοπωλιακή-αντικαπιταλιστική γραμμή». Η οποία αναλύεται ακόμα παραπέρα και ως «η γραμμή συσπείρωσης και πάλης σε αντιμονοπωλιακή-αντικαπιταλιστική κατεύθυνση» (“άρθρο γραμμής” Γκιόκα μέλους Γραφείου ΚΣ σελ 4 στον Οδηγητή Φλεβάρη 2010) ή και μόνο «σε αντικαπιταλιστική γραμμή» (Β. Μαρούπας Μέλος Γρ. ΚΣ «Ρ» 2/5/2010) αλλά και στην Εισήγηση του ΚΣ προς το Συνέδριο. Όλα αυτά σε αντικατάσταση της Αντιμπεριαλιστικής, Αντιμονοπωλιακής, Δημοκρατικής Γραμμής Πάλης του Προγράμματος.
Πέρα από το γεγονός ότι αυτά αποτελούν σοβαρή διαταραχή της σχέσης Κόμματος-ΚΝΕ (Αρθρο 44 καταστατικού ΚΚΕ και άρθρο 1 Καταστατικού ΚΝΕ: «η ΚΝΕ δέχεται το Πρόγραμμα του ΚΚΕ και προωθεί την πολιτική του») το βασικότερο είναι ότι τα παραπάνω αποτελούν άλμα ακόμα και σε σχέση με τον λεγόμενο “εμπλουτισμό της προγραμματικής αντίληψης” που παρουσιάζεται παραπάνω, συνιστούν ξεκάθαρη αλλοίωση του Προγράμματος του Κόμματος. Είναι πρόκληση να πει κανείς ότι «αυτή η ανάλυση είναι στο πνεύμα του Προγράμματος το οποίο δεν έχεις καταλάβει» (όπως προκλητικά απάντησε σε σχετική ερώτηση μου ο Μάκης Παπαδόπουλος μέλος της ΚΕ και της τότε ΚΟΒ μου σε συνεδρίαση της). Και μάλιστα είναι αποκαλυπτικό ότι η παραπάνω μεθόδευση έγινε μόλις ένα χρόνο μετά το τελευταίο Συνέδριο του ΚΚΕ όπου αν κάποιος είχε εντοπίσει ανάγκη αλλαγής του Προγράμματος μπορούσε και όφειλε να θέσει θέμα. Αλλά κανείς δεν τόλμησε (τότε).
Το ότι αυτή η μεθόδευση έγινε με όχημα την ΚΝΕ και το Συνέδριο της, και σίγουρα με τις πλάτες των κουμανταδόρων του Κόμματος (είναι αστείο να ισχυριστεί κανείς ότι οι Θέσεις του ΚΣ δεν απασχόλησαν την ηγεσία του Κόμματος) απλώς επιβεβαιώνει το πόσο αδίστακτοι είναι οι τελευταίοι.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ – ΑΡΧΕΣ
Όλα τα παραπάνω, προφανώς, δεν προέκυψαν σαν κεραυνός εν αιθρία, πάνε χέρι-χερι με γενικότερες παραβιάσεις της κομματικής λειτουργίας που έχουν παγιωθεί πλέον σε αλλοίωση της.
Ολοένα και περισσότερο περιορίζεται δραστικά η ουσιαστική ενημέρωση των Κομματικών Μελών (ΚΜ) συνήθως στο όνομα της περιφρούρησης. (πχ βλέπε πριν για Συνδιάσκεψη για την εργατικό τάξη και το κίνημα της).
Οι ενοχλητικές ερωτήσεις αποφεύγονται.
Υπάρχει “ξεπέταγμα” σοβαρών εξελίξεων και ντοκουμέντων: «τώρα δεν προλαβαίνουμε θα το δούμε αργότερα…» και όταν έρθει το αργότερα «…α, τώρα πέρασε, έχουμε άλλα».
“Ενοχλητικές” απόψεις συντρόφων διαστρεβλώνονται, τσουβαλιάζονται και επιχειρείται να ταυτιστούν με αντικομματικές, οπορτουνιστικές κλπ.
Δημιουργούνται τετελεσμένα που διαμορφώνουν κλίμα και ζυμώνουν αντιλήψεις, τις εμπεδώνουν στην πράξη και στη συνέχεια απλά επικυρώνονται ως αυτονόητα με αποφάσεις. (Υπάρχουν αμέτρητα παραδείγματα αναφέρω μόνο κάποια παλιότερα που είχα συμπεριλάβει και στην επιστολή):
1) εκτενής συνέντευξη που αναπαράχθηκε και στο Ριζοσπάστη (Τετάρτη 10 Ιούνη 2009 σελ 8) του μέλους του ΠΓ, Δ. Κουτσούμπα μια μέρα μετά την Ανακοίνωση της ΚΕ για τις ευρωεκλογές όπου ο Δ. Κουτσούμπας έβαζε σοβαρά ζητήματα όχι μόνο κατά τη γνώμη μου λάθος αλλά και αντικειμενικά πέρα από τους άξονες τις Ανακοίνωσης που είχε προηγηθεί (και μάλιστα όχι στη λογική προσωπικού προβληματισμού αλλά “δίνοντας γραμμή”, ερμηνεύοντας την απόφαση και χωρίς φυσικά να έχει ανοίξει κανένας δημόσιος διάλογος όπου θα μπορούσε κάποιος να του απαντήσει).
2) εκτενές άρθρο του «Στέφανου Κρητικού» στο «Ρ» μετά τις Βουλευτικές 2009 (Δευτέρα 5 Οκτώβρη 2009 – 2η έκδοση σελίδα 9) και πριν τη σχετική Ανακοίνωση της ΚΕ, το οποίο πέρα από το ότι έκανε εκτιμήσεις κατά τη γνώμη μου αστήρικτες και λάθος, αντικειμενικά προκαταλάμβανε την Ανακοίνωση της ΚΕ. Περισσότερα ερωτηματικά προκαλεί το γεγονός ότι δεν υπογράφει ανοιχτά ως «Στέφανος Λουκάς μέλος του ΠΓ» έστω στη λογική ότι εκφράζει κάποιες πρώτες εκτιμήσεις του ΠΓ αλλά ως «Στέφανος Κρητικός» που όλοι όσοι παρακολουθούν τον «Ρ» ξέρουν ΑΛΛΑ το ξέρουν μόνο ανεπίσημα ότι πρόκειται για αυτόν.
3) άρθρο της Ε. Μπέλλου, μέλους του ΠΓ στο «Ρ» της Κυριακής 7/2/10 όπου κάτω από έναν άσχετο τίτλο υπάρχουν καινοφανείς και απαράδεκτες αναλύσεις για πολύ σοβαρά θέματα: «υπεράριθμοι υπαλληλία», «δημόσιοι υπάλληλοι…» που βρέθηκαν «…αντικειμενικά σύμμαχοι της αστική τάξης» και αντίστοιχες εκτιμήσεις για αγρότες και μεσαία στρώματα κλπ που δεν υπήρχαν σε κανένα ντοκουμέντο ως τότε.
Όταν έθεσα τα παραπάνω στην ΚΟΒ μου, όχι μόνο δεν πήρα απαντήσεις αλλά μου έγινε συνεργασία για τις «προβληματικές απόψεις» μου.
“Σκιάχτρα”: Οι υπαρκτές δυσκολίες της ταξικής πάλης, η επίθεση του ταξικού εχθρού ή πολιτικών αντιπάλων, αξιοποιούνται έντεχνα για τη χειραγώγηση του Κομματικού δυναμικού. Οι όροι «αντικομμουνισμός», «οπορτουνισμός», «προβοκάτσια», «φραξιονισμός» ακούγονται διαρκώς για να περιγράψουν περιστατικά που μάλιστα εντελώς αστήρικτα παρουσιάζονται ως πρωτοφανή στην ιστορία. Συχνά-πυκνά χρησιμοποιούνται οι παραπάνω όροι με το παραμικρό και καταχρηστικά, με αποτέλεσμα να ευτελίζονται (κατά τη γνωστή ιστορία «λύκοι στα αρνιά») και όταν έρθει η ώρα να τους χρησιμοποιήσουμε στα αλήθεια ο κόσμος λέει «καλά μας τα ξανάπατε». Ακόμα και όταν χρησιμοποιούνται εύλογα, δεν τεκμηριώνονται ούτε εξηγούνται επαρκώς. Τελικά συνειδητά χρησιμοποιούνται ως σκιάχτρα: οποιαδήποτε άποψη δεν είναι αρεστή, επιχειρείται να ταυτιστεί με μια “κραγμένη” για το ΚΚΕ άποψη και τους πομπούς της,
■διαφωνείς με κάποια εκτίμηση για το σοσιαλισμό – «αυτά τα λέει η Ελευθεροτυπία και ο Ρούσσης»,
■έχεις παρατηρήσεις για το ΠΑΜΕ – «αυτά τα λέει ο Παναγόπουλος, η εργοδοσία και ο ΣΥΝ»,
Παράλληλα ως απόλυτο κριτήριο της ορθότητας της γραμμής παρουσιάζεται η επίθεση από τα αστικά ΜΜΕ. Πράγμα που δεν είναι πάντα σωστό γιατί δεν είναι όλα τα ΜΜΕ χαζά, οι πιο ικανοί προπαγανδιστές πιάνονται και από υπαρκτές αδυναμίες-λάθη για να στηρίξουν την συνολική, ισοπεδωτική, αντικομμουνιστική επίθεση τους που φυσικά δεν μπορεί να σταθεί αλλιώς.
Ενώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι πλέον δεν είναι σπάνιες κατά καιρούς και κατά περίπτωση οι “επιθέσεις φιλίας” από τον Αστικό Τύπο στο ΚΚΕ και στο ΠΑΜΕ με προβολή και εκθειαστικά σχόλια.
Οι παραβιάσεις στη λειτουργία διαμορφώνουν ένα νοσηρό κλίμα. Υπάρχει νέα αντίληψη για την επαγρύπνηση:«είμαστε όλοι ύποπτοι» και ιδεολογικός τραμπουκισμός με βάση το σχήμα:
■όποιος ρωτάει πολλά είναι περίεργος
■όποιος είναι περίεργος μάλλον διαφωνεί
■όποιος διαφωνεί μάλλον επηρεάζεται
■όποιος επηρεάζεται είναι τελικά οπορτουνιστής
■αν είσαι οπορτουνιστής “προφανώς” θα γίνεις και φραξιονιστής
■και “όλοι ξέρουμε” ότι από φραξιονιστής λίγο θες για να γίνεις πράκτορας (αν δεν είσαι ήδη).
Στελέχη από θέση ισχύος “ενημερώνουν” για συντρόφους, ποινές κλπ κατά το δοκούν πέρα από αποφάσεις με βάση υποψίες, προσωπικές απόψεις, καταγγελίες.
Με χαρακτηριστική ευκολία και με ασαφείς διατυπώσεις τσουβαλιάζονται άνθρωποι, απόψεις, κατηγορίες.
Παραπληροφόρηση – Ωραιοποίηση – Συγκάλυψη. Όταν τα νούμερα δεν μπορούν να αγνοηθούν-αποκρυφτούν εντελώς (πχ αποτέλεσμα εκλογών) αποκρύπτονται μερικώς και βασικά υπάρχει επίκληση των “ποιοτικών κριτηρίων”, των «ιδιαίτερων», «πρωτοφανών», «νέων» δυσκολιών που δεν προσδιορίζονται (από πότε; σε σχέση με πότε;).
Όπου τα νούμερα μπορούν να αμφισβητηθούν (πχ συμμετοχή σε μια κινητοποίηση) υπάρχει πλέον όχι απλώς ωραιοποίηση αλλά ανοιχτή παραπληροφόρηση (από το Ριζοσπάστη, τον 902, την εσωκομματική ενημέρωση).
Εδώ χρειάζεται να επισημανθεί ότι το να φουσκώσει κανείς λίγο μια κινητοποίηση στην αρχή ενός αγώνα για να δώσει μια αισιοδοξία θα μπορούσε ίσως να γίνει ανεκτό. Η επί ενάμιση χρόνο καραμέλα για «ξεσηκωμό», «μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις», «σεισμό» «βούλιαξε η Αθήνα» είναι ανεπίτρεπτη και επιζήμια. Συγκεκριμένα, με εξαίρεση την κινητοποίηση της 5/5/2010 και σε ένα βαθμό την 1ΜΑΗ 2010 όπου καταγράφηκε ένα ξέσπασμα στη συμμετοχή, οι κινητοποιήσεις του ΠΑΜΕ στην Αθήνα κυμαίνονται γύρω στα επίπεδα που φαντάζομαι κινούνται (ή τουλάχιστον κινούνταν πριν τη σταδιακή διάλυση τους) οι αντίστοιχες οργανωμένες δυνάμεις Κόμματος και ΚΝΕ (τα στοιχεία αφορούν τις κινητοποιήσεις μέχρι τη συγγραφή της επιστολής 11 Μάη 2010 – και η συνέχεια όμως δεν είναι ποιοτικά διαφορετική). Εδώ το θέμα δεν είναι αριθμητικό αλλά πολιτικό: δεν μπορείς να μιλάς για «ορόσημα», «πρωτόγνωρες κινητοποιήσεις» κλπ όταν απλά παρατάσεις την πλειοψηφία των μελών σου και τους στενούς οπαδούς σου. Δεν μπορεί επιτόπου οι ντουντούκες, και την επόμενη ο Ριζοσπάστης, ο 902 να λένε ότι «η πορεία έχει διπλώσει από την Ομόνοια, στο Σύνταγμα και πάλι στην Ομόνοια» την ώρα που οποιοσδήποτε, στρίβοντας το κεφάλι του από την Πανεπιστημίου στη Σταδίου, έβλεπε ότι αυτό δεν ισχύει με αποτέλεσμα να προκαλούνται τουλάχιστον απορία και ειρωνικά χαμόγελα ακόμα και σε ανυποψίαστους συντρόφους. Με αυτά η καθοδήγηση βλογάει τα γένια της, χαϊδεύει τα αυτιά των μελών (για να μην ασχολούνται με τις αδυναμίες) και απογοητεύει ή εφησυχάζει τον έξω κόσμο που λογικά σκέφτεται: «αφού κάνεις κινητοποιήσεις μεγαλειώδεις και μάλιστα με τη σωστή, όπως λες, γραμμή γιατί περνάνε τα μέτρα ρολόι;» άρα απογοήτευση ή «αφού κάνεις ήδη κινητοποιήσεις μεγαλειώδεις και μάλιστα με τη σωστή, όπως λες, γραμμή άρα εμένα δε με χρειάζεστε» επομένως εφησυχασμός και ανάθεση.
Τέλος μην ξεχνάμε ότι το ΚΚΕ δεν μπορούσε κανείς να το αμφισβητήσει για την ειλικρίνεια του, το να την ευτελίζει ο οποιοσδήποτε για φτηνό εντυπωσιασμό είναι εγκληματικό.
Πολιτική στελεχών. “Βαρίδια”–αποκλεισμοί–παροπλισμένοι. Πολλοί σύντροφοι έμπειροι, με κριτήριο και ικανότητες, με δράση και ηθικό ανάστημα, με κύρος στο Κόμμα και στις μάζες, δοκιμασμένοι σε δύσκολους καιρούς (παρανομία, διασπάσεις, ανατροπές) περιθωριοποιούνται ή και στιγματίζονται.
Κυκλοφορούν “από τα πάνω” απαράδεκτα υπονοούμενα και μάλιστα χωρίς κανένα στοιχείο στο μοτίβο «όποιος διαφωνεί δεν μπορεί να εφαρμόζει, άρα υπονομεύει». Στην ουσία αμφισβητείται η ακεραιότητα αμέτρητων κομματικών μελών αλλά τελικά και ο ίδιος ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός αφού αντιμετωπίζεται ως κάτι πρακτικά ανεφάρμοστο. Προφανώς οι διάφοροι ιντριγκαδόροι κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια.
Αλλοιώνεται η σύνθεση των οργάνων του Κόμματος. Υπάρχουν μαζικές αναδείξεις και επαγγελματοποιήσεις, συχνά με εκπτώσεις σε κριτήρια και αρχές, χωρίς να δίνεται λόγος και στοιχεία στα αντίστοιχα σώματα και οργανώσεις. Εκλέγονται πολλοί σύντροφοι νεότατοι σε φυσική και κομματική ηλικία, ανώριμοι ή και αδοκίμαστοι. Με βασικό κριτήριο ότι αποδέχονται (πρώτα απ’ όλα από έλλειψη πείρας) ό,τι τους πει η καθοδήγηση.
Αλαζονεία. Η αλαζονεία, η οποία βέβαια πάντα μπορεί να αναπτύσσεται αυθόρμητα και από ανωριμότητα, και η οποία μέχρι πριν μερικά χρόνια καταπολεμιόταν από την καθοδήγηση, πλέον καλλιεργείται.
Αλαζονεία απέναντι στην εργατική τάξη, το λαό ακόμα και την κομματική βάση που «δεν καταλαβαίνει». Σημαντικό στοιχείο αυτού είναι η απουσία αυτοκριτικής προς την εργατική τάξη στο όνομα της περιφρούρησης και η απουσίας λογοδοσίας στο όνομα της ανωριμότητας της (της εργατικής τάξης).
Αλαζονεία απέναντι στο Κόμμα σε περασμένες περιόδους σε σχέση με τώρα που είμαστε «πιο ώριμοι, ικανοί, σωστοί από ποτέ».
Αλαζονεία απέναντι σε άλλα κόμματα, κινήματα ή και χώρες που οικοδομούν σοσιαλισμό ή μάχονται ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Το ΚΚΕ με ευκολία έχει απομακρυνθεί από σειρά Κομμάτων με ιστορία και δεσμούς με τους λαούς τους (άσχετα από πιθανές σοβαρές διαφωνίες που σωστά μπορεί να έχει κανείς μαζί τους) και άνοιξε προνομιακές/αποκλειστικές συναναστροφές με ολιγάριθμες ομάδες-σφραγίδες ή ακόμα και με γκρουπούσκουλα αμφιβόλου παρελθόντος και παρόντος που επί χρόνια κρατούσε σε απόσταση παρά τις επιθέσεις φιλίας τους.
Αφού παρουσίασα όλα αυτά τα στοιχεία και παραδείγματα κατέληξα, στην επιστολή μου προς την ΚΕ και την ΕΚΕ, σε κάποια συμπεράσματα:
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
.• Ο κόμπος έχει φτάσει από καιρό στο χτένι.
Αφενός το Κόμμα υφίσταται μεγάλη και πιθανόν ανεπανόρθωτη ζημιά αφού:
■αλλοιώνονται επεξεργασίες,
■φθείρεται το κύρος του,
■διαστρεβλώνεται η αντίληψη μελών και στελεχών, ιδιαίτερα των νέων σε φυσική και κομματική ηλικία,
■χάνονται δεσμοί με εργατικές, λαϊκές, νεολαιίστικες μάζες
■πολύτιμοι σύντροφοι οδηγούνται σε απαξίωση, περιθωριοποίηση και αποστράτευση
■τελικά αλλοιώνεται η σύνθεση του Κόμματος
Αφετέρου αντίστοιχη ζημιά παθαίνει αυτοτελώς και η ίδια η υπόθεση του σοσιαλισμού, της κατάργησης της εκμετάλλευσης, της αταξικής κομμουνιστικής κοινωνίας. Η υπόθεση δηλαδή για την υλοποίηση της οποίας όργανο είναι το Κόμμα. Ζημιά τόσο στο επίπεδο της ανάλυσης, εμπειρίας, αλλά και κύρους, αίγλης στη συνείδηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών.
• Η εκτροπή δεν είναι απλώς μια αυθόρμητη ιδεολογική πολιτική-παρέκκλιση με κύρια (πλέον) αίτια κάποια ανωριμότητα του Κόμματος ή την πίεση της ταξικής πάλης και του αντιπάλου ή των δυσκολιών του αγώνα, ενδεχόμενη πίεση του περίγυρου ή και της βάσης του Κόμματος για συμβιβασμούς ή αντίθετα τυχοδιωκτισμούς.
Είναι πλέον βέβαιο ότι κινητήρια δύναμη της εκτροπής είναι η σχεδιασμένη και από χρόνια υλοποιούμενη μεθόδευση από κομμάτι της καθοδήγησης του Κόμματος που αξιοποιεί αριστοτεχνικά και ανωριμότητες του Κόμματος και την πίεση από τον αντίπαλο. Κομμάτι της καθοδήγησης που από μειοψηφία κάποτε εξασφάλισε πλέον την πλειοψηφία. Προφανώς πρέπει να αναζητηθούν επιστημονικά-μαρξιστικά οι βαθύτερες αιτίες αυτής της εξέλιξης: στην πορεία του Κόμματος, της ελληνικής κοινωνίας και του Διεθνούς ΚΚ τουλάχιστον τις τελευταίες δεκαετίες.
Τελικά όμως η εκτροπή προωθείται εδώ και καιρό “από μέσα” και “από τα πάνω”.
Είναι πλέον προφανές ότι υπήρχε ανεπίσημη γραμμή και σχέδιο παράλληλα με το επίσημο σχέδιο που προέκυπτε από τα Συνέδρια, την ΚΕ και το ΠΓ. Με βάση αυτό ζυμώθηκαν αντιλήψεις και εμπεδώθηκαν σε πρακτικές, με πρακτικές δημιουργήθηκαν τετελεσμένα, ανατράπηκαν συσχετισμοί σε όργανα, απομακρύνθηκαν χρήσιμοι, ικανοί, συνεπείς και τίμιοι σύντροφοι. Αντικαταστάθηκαν σε λίγες επιλεγμένες περιπτώσεις από ημέτερους ή καιροσκόπους και στη μεγάλη πλειοψηφία από ανθρώπους άπειρους, με κριτήριο υπό διαμόρφωση, νεαρούς που διαμορφώθηκαν εκ του μηδενός σε αυτό που ήταν βολικό για τους ενορχηστρωτές της ανατροπής.
Φυσικά δεν μπορώ να προσδιορίσω με απόλυτη ακρίβεια, βεβαιότητα και συνολικά το ποιοί αποτελούν αυτό το κομμάτι της καθοδήγησης και τον ακριβή ρόλο του καθενός.
Αυτό έχει να κάνει με το ότι, ως γνωστό, στο ΚΚΕ ο καθένας οφείλει να λέει τη γνώμη του στα όργανα που συμμετέχει και από εκεί και πέρα να υπερασπίζεται και να υλοποιεί της αποφάσεις τους. Επομένως εγώ που, για παράδειγμα, ποτέ δεν συμμετείχα στην ΚΕ του ΚΚΕ δεν μπορώ να γνωρίζω τι στάση κράτησε μέσα στην ΚΕ κάθε μέλος της σε κάθε επιλογή.
Παρόλα αυτά μέσα από την, για πάνω από μια δεκαετία, συνεργασία με πολλά μέλη της ΚΕ και του ΠΓ, τη συμμετοχή μου σε πανελλαδικές συσκέψεις, σώματα, συνδιασκέψεις και συνέδρια είχα και έχω (όχι πλήρη γνώση αλλά τουλάχιστον) μια άποψη για τις θέσεις-αντιλήψεις αλλά και για το ποιόν (ορισμένων μεν αλλά) αρκετών στελεχών.
Επίσης κατά την υλοποίηση της «νέας γραμμής» τα τελευταία χρόνια μπορούσε κανείς να δει σε όλα τα επίπεδα περιπτώσεις στελεχών που επέδειχναν “υπερβάλλοντα ζήλο”, ιδιαίτερο φανατισμό, πολλές φορές προηγούνταν των αποφάσεων (λες και τις μάντευαν) ή και ξεπερνούσαν τις αποφάσεις πλειοδοτώντας σε “επαναστατικότητα”, γαρνίροντας τις αποφάσεις με προσωπικές πινελιές κλπ.
Γενικά φαίνεται ότι αυτοί που στηρίζουν (έστω και δια της ανοχής-συνενοχής τους) και εδώ αναφέρομαι στα στελέχη την πορεία εκτροπής έχουν ποικιλία ρόλων και κινήτρων:
■Κάποιοι έχουν από παλιά ενεργό ρόλο στο σχεδιασμό και υλοποίηση της μεθόδευσης
■άλλοι «πήγαν με τους νικητές» (όποτε ο καθένας θεώρησε ότι η κατάσταση κρίθηκε) στηρίζουν και συμμετέχουν από φιλοδοξία
■άλλοι πιθανόν ανέχτηκαν και πλέον στηρίζουν από εξαγορά ή από φόβο, πιο απλά για να έχουν την ησυχία τους.
Προφανώς δεν ταυτίζονται με τους παραπάνω άνθρωποι που βρέθηκαν εγκλωβισμένοι σε αυτή την κατάσταση πέφτοντας θύματα της συστηματικής και από τα πάνω ωραιοποίησης, συγκάλυψης, παραπληροφόρησης, που εγκλωβίστηκαν από τα “σκιάχτρα”, το φόβο που διαχέεται, από τον ιδεολογικό τραμπουκισμό, που κατέληξαν όμηροι ιδεολογικού εκβιασμού, τετελεσμένων και μεθοδεύσεων. Έχουν όμως χρέος έστω και τώρα να αντιδράσουν. Είναι σαφές ότι από ένα επίπεδο εμπειρίας και στελεχικής θέσης και πάνω, τα προηγούμενα δεν μπορούν να αποτελούν δικαιολογία.
Καμία σχέση και σε καμία περίπτωση δεν έχουν όσοι (και σίγουρα υπάρχουν ακόμα) διαφωνούν και εκφράζουν τη διαφωνία τους στα όργανα που ανήκουν αλλά πλέον –και αφού η ανεπίσημη γραμμή έγινε επίσημη– αναγκαστικά “προς τα κάτω” και “προς τα έξω” υπερασπίζονται και εφαρμόζουν τις αποφάσεις, ακριβώς από κομματική τιμιότητα και συνέπεια.
Γίνεται σαφές και με τα παραπάνω, ότι δεν μπορώ να κατονομάσω αναλυτικά όλους τους ενορχηστρωτές (άλλωστε δεν είναι αυτό το βασικότερο) μπορώ, όμως, και χρειάζεται να τονίσω με βάση την γενική πορεία των πραγμάτων αλλά και την προσωπική συνεργασία που είχα μαζί της (στο Γραφείο του ΚΣ της ΚΝΕ και αργότερα στο Τμήμα Μαζικής Διαφώτισης) ότι σίγουρα υπάρχει όχι μόνο ευθύνη αλλά και πρωταγωνιστική εμπλοκή στην εκτροπή της ΓΓ της ΚΕ, Αλέκας Παπαρήγα την οποία δυστυχώς και εγώ (όπως φαντάζομαι και πολλοί άλλοι σύντροφοι) θεωρούσα παλιότερα ως ένα βασικό εγγυητή της κομματικής λειτουργίας.
• Μεταξύ των πρωταγωνιστών της εκτροπής, παρά την φαινομενική ομοθυμία τους, υπάρχει εμφανής ιδεολογικο-πολιτική ανομοιογένεια, επιπλέον χαρακτηρίζονται και από ικανότητα για σημαντικές ιδεολογικοπολιτικές κωλοτούμπες.
Παρόλα αυτά βασικό ενοποιητικό στοιχείο τους είναι οτι παρά την διαρκή εξύμνηση της εργατικής τάξης, στην πραγματικότητα, τους χαρακτηρίζει απόλυτη δυσπιστία και υποτίμηση για την κομματική βάση, την εργατική τάξη, τις λαϊκές μάζες, τις δυνατότητες τους και το ρόλο τους. Για αυτό ακριβώς χωρίς δισταγμό ενεργούν στο όνομα και για λογαριασμό της βάσης-τάξης-λαού χωρίς αυτούς, προχωρούν στους μεγαλύτερους τυχοδιωκτισμούς, σε παραπληροφόρηση και τερτίπια εναντίον τους.
Αυτό όμως είναι εξαρχής, γενικά και απόλυτα ανεπίτρεπτο αφού προϋπόθεση για την προώθηση των στόχων του Κόμματος αλλά και αυτοτελής στόχος του είναι η ωρίμανση της συνείδησης και η χειραφέτηση της εργατικής τάξης και του λαού, η νηφάλια και αντικειμενική ανάλυση της πραγματικότητας. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί με εξωραϊσμούς, ψέματα και τεχνάσματα.
• Όπως είπα ήδη η παρέκκλιση στο Κόμμα δεν έχει να κάνει πλέον μόνο με την καθημερινή πρακτική ή τις ιδεολογικό-πολιτικές αναλύσεις αλλά και με τη λειτουργία του ακόμα και τη σύνθεση του, γι’ αυτό γίνεται εξαιρετικά επικίνδυνη, ολοένα και πιο δύσκολα αναστρέψιμη. Παρόλα αυτά ακόμα παραμένουν στο Κόμμα πολλά υγιή στοιχεία και δυνάμεις (ενδεικτικά):
■τυπικά δεν έχει αλλάξει το Πρόγραμμα και το Καταστατικό του,
■σε ένα βαθμό επιβιώνουν ακόμα οι υγιείς παραδόσεις του (έστω ατομικά στις συνειδήσεις μελών και οπαδών του),
■παρά την απώλεια συντρόφων και την ανώμαλη λειτουργία, χιλιάδες μέλη και στελέχη σε όλα τα επίπεδα, η πλειοψηφία του Κόμματος εξακολουθεί να αποτελείται από καλοπροαίρετους κομμουνιστές
■παραμένουν σε σημαντικό βαθμό οι δεκάδες χιλιάδες οπαδοί του, οι ιστορικοί δεσμοί με την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα.
■Κάποιες φορές εκπρόσωποι της καθοδήγησης για να αποστομώσουν τις ερωτήσεις, ενστάσεις, διαφωνίες επικαλούνται την ομοφωνία ή τη συντριπτική πλειοψηφία στην έγκριση των μέχρι τώρα πεπραγμένων. Δεν είναι όμως τόσο απλοϊκά τα πράγματα. Όπως είπα και παραπάνω, παρακολουθώντας τα τελευταία χρόνια τις κομματικές διαδικασίες (ΚΟΒ όπου ανήκα, αχτίφ στελεχών όσο ήμουν στο Τμήμα Διαφώτισης, το 18οΣυνέδριο ως παρατηρητής, αλλά και τον προσβάσιμο σε όλους δημόσιο προσυνεδριακό διάλογο) καταλαβαίνω ότι υπάρχουν πολλοί σύντροφοι, μέλη αλλά και στελέχη σε όλα τα επίπεδα που ανησυχούν για παρόμοια με τα παραπάνω θέματα. Προφανώς είναι φυσικό καθένας να ερμηνεύει με το δικό του προσωπικό κριτήριο και με διαφορές: το ποια ακριβώς είναι η κατάσταση, που οφείλεται και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί.
Ένα σημαντικό και ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι παρότι η κατάσταση επιδεινώνεται τραγικά, αρκετοί από όσους ανησυχούν φαίνεται να τηρούν σε μεγάλο βαθμό στάση αναμονής πχ κρίνοντας από τα λίγα –με βάση τις επίσημες ενημερώσεις– «κατά» και «λευκά» σε πρόσφατα ντοκουμέντα. Αυτό δεν είναι παράλογο ούτε συνιστά απαραίτητα από πλευράς τους συμβιβασμό, υποκρισία ή (με την κακή έννοια) “συνδικαλισμό”. (εδώ αναφέρομαι σε όσα γνωρίζω μέχρι το Μάη 2010)
Αυτή η στάση έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει με το πώς νοιώθαμε όλοι μας, λίγο-πολύ, όλα τα προηγούμενα χρόνια: εμπιστοσύνη και σιγουριά στο Κόμμα και την καθοδήγηση, πιθανά ακόμα και φόβος ότι τυχόν όξυνση της εσωκομματικής αντιπαράθεσης ειδικά σε κρίσιμες περιόδους θα πλήξει την ενότητα και την εικόνα του Κόμματος κλπ.
Όμως η τραγική εμπειρία του παρελθόντος και ειδικά του πρόσφατου (διασπάσεις, ανατροπές) έχει δείξει ότι η μόνη λύση σε κρίσιμες περιόδους είναι να ανοίγονται ολοκληρωτικά, αποφασιστικά και υπεύθυνα τα ζητήματα σε όλη την κλίμακα του Κόμματος. Συμπέρασμα που είχε καταγραφεί και σε ντοκουμέντα της ανασυγκρότησης, την δεκαετία του ’90 αλλά όπως φαίνεται σε μεγάλο βαθμό ξεχάστηκε.
• Πιστεύω ότι πλέον η κατάσταση είναι τόσο κρίσιμη για το Κόμμα που άλλος δρόμος δεν υπάρχει παρά καθένας που συμφωνεί έστω με μέρος από τις παραπάνω εκτιμήσεις να αντιδράσει ψύχραιμα, τεκμηριωμένα, μέσα στα όργανα και με βάση τις αρχές λειτουργίας ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ όμως ανοιχτά, αποφασιστικά και ανυποχώρητα ενάντια σε αυτή την κατάσταση η οποία έχει ήδη υπονομεύσει το κύρος και βασικά χαρακτηριστικά του Κομμουνιστικού Κόμματος, το έχει βάλει σε κατάσταση σήψης και θέτει σε σοβαρότατο κίνδυνο την ίδια την προοπτική και ύπαρξη του ως τέτοιο.
Ακόμα και όποιος απλά έχει ερωτηματικά που με βάση την τρέχουσα πρακτική μένουν αναπάντητα οφείλει να πει: «ως εδώ, εξηγείστε τουλάχιστον τι συμβαίνει»
• Έστειλα αυτό το κείμενο στην ΚΕ προκειμένου να πάρει θέση συνολικά. Άλλα περιθώρια δεν υπάρχουν ούτε η κατάσταση στο Κόμμα θα αλλάξει με τρόπο μαγικό, έξοδος από αυτή την πορεία μπορεί να υπάρχει μόνο με αποκάλυψη της και αταλάντευτο αντιπάλεμα της όσο και αν αυτό μπορεί να φαντάζει σε κάποιον επικίνδυνο ή και απέλπιδο.
Τα τελευταία χρόνια είχα ακούσει πολλές προφορικές, γενικόλογες και μεταλλασόμενες δικαιολογίες στο –βολικό για τον κακοπροαίρετο καθοδηγητή– περιβάλλον της συνεργασίας (αφού εκεί δεν υπάρχουν πρακτικά και μάρτυρες). Έτσι με αυτή την επιστολή μου απαίτησα σε κάθε ένα από τα ζητήματα που θέτω μια συγκεκριμένη, σαφή, γραπτή απάντηση. Ακόμα και αν ήταν μια λακωνική απόρριψη.
Γι αυτό το λόγο απεύθυνα την επιστολή στην ΚΕ και στην ΕΚΕ μιας και το Καταστατικό (άρθρο 20) προβλέπει ότι η ΕΚΕ «συντάσσει σχετικό πόρισμα με προτάσεις της προς την Κεντρική Επιτροπή, για τελικές αποφάσεις» http://www.kke.gr/taytothta/
>>>Ο<<<
Εδώ τελειώνει αυτό που περιέγραψα στην αρχή ως παράθεση της ουσία της επιστολής μου προς την ΚΕ και την ΕΚΕ του ΚΚΕ στις 11/5/2011.
Σε απάντηση της επιστολής μου η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ πέρα από το να επικυρώσει το τηλεγραφικό, απορριπτικό και τελικά απαράδεκτό Πόρισμα της ΕΚΕ συνέταξε και δική της ξεχωριστή απόφαση: φλύαρη (7 σελίδες), αστήρικτη και συκοφαντική. Γι’ αυτή την απόφαση που φέρει ημερομηνία 21/8/2010 ενημερώθηκα στις 01/9/2010.
Παρά την επιμονή μου, δεν μου δόθηκε αντίγραφο της απάντησης αλλά με βάση τις εκτενείς σημειώσεις μου τα κύρια σημεία ήταν τα εξής:
«Η ΚΕ του ΚΚΕ συζήτησε στις 21/8/2010 τα θέματα που θέτει ο σ. Α. Χαλβατζής με την επιστολή του και κατέληξε στην εκτίμηση που ακολουθεί:
Η ΚΕ του ΚΚΕ απορρίπτει τα ζητήματα που θέτει στην επιστολή του ο σύντροφος.
Δεν υπάρχει παρέκκλιση, απομάκρυνση από το Πρόγραμμα του Κόμματος, την ιδεολογία μας και τους κλασικούς, όπως ισχυρίζεται ο σύντροφος…
Απορρίπτεται ως ανυπόστατη και απαράδεκτη η κατηγορία που εξαπολύει ο σ. ότι «κινητήρια δύναμη της εκτροπής είναι η σχεδιασμένη και από χρόνια υλοποιούμενη μεθόδευση από κομμάτι της καθοδήγησης του Κόμματος»…
…Αυτές οι κατηγορίες για στελέχη και τη Γ.Γ. είναι ανυπόστατες αλλά και επικίνδυνες. Καλλιεργούν συγχύσεις, δυσπιστία, το διαχωρισμό στελεχών. Για αυτό δεν έχουν καμία σχέση με τις κομμουνιστικές αξίες της συντροφικής κριτικής. Δεν είναι μέσα στις αρχές που διέπουν το κ.μ. (κομματικό μέλος)…
…Αποτελεί στην πράξη συκοφαντία…
…αμφισβητεί ο σ. την πολιτική μας, τη στρατηγική μας επικαλούμενος ανυπόστατα γεγονότα που ο ίδιος οικοδομεί για να δικαιολογήσει τις απόψεις του…
…Επαναφέρει επιχειρήματα της φραξιονιστικής ομάδας που εμφανίστηκε πριν 2 χρόνια με επίκεντρο τη Σπουδάζουσα. Επίσης επιχειρήματα που γράφονται στον αστικό τύπο από τους πολιτικούς μας αντιπάλους και τον ταξικό αντίπαλο…
…Η τοποθέτηση του ότι ανακόπηκε η πορεία της ΚΝΕ, … συνιστά διαφωνία με τη γραμμή που καθόρισε η συνδιάσκεψη για τη νεολαία του κόμματος, η ΚΕ και το ΚΣ της ΚΝΕ για το 10ο Συνέδριο…
…Δεν ισχύουν οι κατηγορίες για στελέχη του Π.Γ. της Κ.Ε. και της ΚΟΑ που αναφέρει….
…Το Κόμμα, το Π.Γ. και η ΓΓ της ΚΕ έκαναν προσπάθειες να βοηθηθεί ο σ. κατά τη διάρκεια που δούλευε κομματικά στο γραφείο του ΚΣ της ΚΝΕ και στο γραφείο τύπου της Κ.Ε. αργότερα. Ο σ. όχι μόνο δεν εκτιμάει αυτή την προσπάθεια αλλά αντίθετα θεωρεί αρνητική κάθε προσπάθεια που έγινε…
…Οι θέσεις που διατυπώνει προσπαθώντας να αποδείξει την «εκτροπή» συνιστούν διαφωνία με τη στρατηγική μας…
…εκφράζει στην πράξη οπορτουνιστικές απόψεις…
…Αρνείται τη στρατηγική του κόμματος…
…Διατυπώνει με δήθεν αποκαλυπτικά στοιχεία θέσεις που έχουν απορριφθεί τις οποίες έκφραζε πριν 2 χρόνια ο φραξιονισμός στην ΚΝΕ, που ισχυριζόταν ότι μια ομάδα στελεχών στο Π.Γ. και στην Κ.Ε. παραβιάζει τις αποφάσεις και οδηγεί το Κόμμα στο σεχταρισμό…
…σπέρνει καχυποψίες αποδίδοντας στο ΠΓ και την ΓΓ της ΚΕ ανύπαρκτες μεθόδους και τρόπους που αναφέρει…
…Η τοποθέτηση αυτή αντικειμενικά αποτελεί κάλεσμα για δράση εναντίον των συλλογικών αποφάσεων του Κόμματος, κατοχυρωμένων και από το πρόσφατο 18ο Συνέδριο…»
Απαίτησα επίμονα διευκρινήσεις και τεκμηρίωση για μια σειρά αστήρικτες εκτιμήσεις και κατηγορίες, με αποκορύφωμα την τελευταία για το δήθεν «κάλεσμα…» μου (στα κομματικά μέλη) «…για δράση ενάντια στις αποφάσεις», διατύπωση που περιφραστικά αλλά ξεκάθαρα με κατηγορεί ότι είμαι αντικομματικός και φραξιονιστής και –χωρίς να το λέει– προετοιμάζει το έδαφος για “τα περαιτέρω”. Η απάντηση του μέλους του ΠΓ ήταν ξερά:
«Έτσι έκρινε η Κεντρική Επιτροπή»
Μετά από επίμονα ερωτήματα μου και ύστερα από διαβουλεύσεις στο ΠΓ ενημερώθηκα σε δεύτερη συνάντηση ότι το κείμενο υπερψηφίστηκε από όλα πλην ενός τα παρόντα στη Σύνοδο μέλη της ΚΕ.
Αυτή η σχεδόν παντελής απουσία ενστάσεων μέσα στην ΚΕ για την απαράδεκτη –όχι μόνο προσωπικά αλλά και πολιτικά– απάντηση, ήταν μια ακόμα επιβεβαίωση ότι δε μου έμενε παρά να αποχωρήσω από το ΚΚΕ, όπως και έκανα στο τέλος της συνεδρίασης της ΚΟΒ (Κομματικής Οργάνωσης Βάσης) μου στην οποία έγινε ενημέρωση και συζήτηση για τα παραπάνω κείμενα στις 21/9/2010.
Τα παραπάνω τα δημοσιεύω γιατί τα θεωρώ αντιπροσωπευτικά της κατάστασης και πορείας του ΚΚΕ. Νομίζω ότι βοηθούν να βγουν συμπεράσματα.
Η εκτροπή του ΚΚΕ παίρνει διαστάσεις και ρυθμούς κατρακύλας, χιονοστιβάδας. Και μάλιστα σε διεθνείς και εσωτερικές συνθήκες μπερδεμένες και εκρηκτικές.
Η κατάσταση στην Ελλάδα τα τελευταία δυο χρόνια είναι για την πρόσφατη ιστορία της πρωτοφανής, οι αντιφάσεις ασύλληπτες και χαοτικές. Δεν είναι μόνο η κρίση, το νέο στοιχείο είναι ότι λείπει ο παράγοντας που ως τώρα ξεκαθάριζε τα πράγματα, που φώτιζε με την ανάλυση και τη δράση του την προοπτική διεξόδου για την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα τη νεολαία.
Υπάρχει μονομερής και πρωτοφανής σαρωτική επίθεση της αστικής τάξης σε κατακτήσεις και δικαιώματα. Οι αντιδράσεις παραμένουν γενικά συμβολικές, με εξαίρεση 2-3 ξεσπάσματα, τα οποία το ΚΚΕ κάθε άλλο παρά κατάφερε να σφραγίσει με την παρουσία του ή να συμβάλει ώστε να αποτελέσουν βήμα ωρίμανσης, μονιμοποίησης της συσπείρωσης και δράσης πλατύτερων μαζών.
Και φτάνουμε στα φαινόμενα του τελευταίου εξαμήνου. Η εξαθλίωση πλαταίνει και βαθαίνει εκρηκτικά. Ο εθνικισμός και ρατσισμός είναι σε έξαρση φτάνοντας ακόμα και σε δολοφονικά πογκρόμ από φασίστες. Την περασμένη Κυριακή (12/2) για λίγες ώρες, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι με την ανομοιογένεια, τις αυταπάτες, την απειρία και τις αντιφάσεις τους, βγήκαν στους δρόμους και βρέθηκαν στη μεγάλη τους πλειοψηφία έξω από μπλοκ οποιασδήποτε δομής του κινήματος (επαναστατικής, ριζοσπαστικής, ρεφορμιστικής ή και συμβιβασμένης – πολιτικής ή συνδικαλιστικής) ανοργάνωτοι, στο έλεος της κρατική καταστολής και της προβοκάτσιας που φτάνει πλέον και στη δολοφονία.
Τι άλλο από πλήρη αδυναμία ή και ανυπαρξία πολιτικής πρωτοπορίας αναδεικνύουν όλα αυτά?
Όπως είπα αρκετές φορές και προηγούμενα μέσα στο ΚΚΕ παραμένουν χιλιάδες κομμουνιστές τίμιοι και καλοπροαίρετοι και μάλιστα ακόμα και στα ανώτερα όργανα του – εκεί πλέον δυστυχώς μάλλον μόνο για δείγμα. Με ορισμένους έχω συνεργαστεί και τους έχω γνωρίσει προσωπικά, ενώ δικαιούμαι επιπλέον να συμπεράνω ότι υπάρχουν και πολλοί περισσότεροι που δεν τους ξέρω. Ανάμεσα τους υπάρχουν Άνθρωποι με ιστορική προσφορά, τους οποίους σέβομαι και εκτιμώ απεριόριστα. Άνθρωποι για τα κίνητρα των οποίων βάζω το χέρι μου στη φωτιά πιστεύοντας απόλυτα ότι η στάση αναμονής που φαίνεται να κρατάνε δεν προκύπτει από ιδιοτέλεια αλλά επειδή ειλικρινά –αλλά εσφαλμένα κατά τη γνώμη μου– πιστεύουν ότι με αυτό τον τρόπο υπερασπίζονται καλύτερα το Κομμουνιστικό Κόμμα, υπηρετούν τη συλλογική υπόθεση.
Ανεξάρτητα από τα αγνά τους κίνητρα, το να κρατούν τέτοιοι άνθρωποι, σε αυτές τις συνθήκες που περιγράφω παραπάνω, στάση αναμονής, να μην εκφράζουν κάθετα και ολοκληρωμένα –με την τοποθέτηση και με την ψήφο τους– σε όποιο όργανο και σώμα συμμετέχουν τη γνώμη και τη διαφωνία τους, το να μην ανοίγουν ανειρήνευτο μέτωπο συνολικά με την κατρακύλα –όσο και όπως την καταλαβαίνει ο καθένας– αποτελεί πλέον σοβαρό, ασυγχώρητο θα έλεγα, πολιτικό σφάλμα.
Πολλοί (και καλοπροαίρετοι) θα πουν ότι ανοίγοντας πλατιά η παραπάνω συζήτηση –ειδικά σε συνθήκες οξυμένης επίθεσης της αστικής τάξης όπως οι σημερινές– μπορεί να μπορεί να κλονίσει το κύρος, την ενότητα του ΚΚΕ, εκθέτει γενικότερα το ΚΚΕ και την υπόθεση της εργατικής τάξης στην πολεμική, τους μηχανισμούς και τα σχέδια των αστών.
Δυστυχώς η αλήθεια είναι ότι το ΚΚΕ και η ίδια η υπόθεση της εργατικής τάξης στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων έχει πληγεί και πλήττεται ολοένα και περισσότερο από τους τυχοδιωκτισμούς των όψιμων κουμανταδόρων του ΚΚΕ, διασύρεται από τα ωμά ψέματα και την παραπληροφόρηση τους προς το λαό, την εργατική τάξη και την ίδια του την κομματική βάση.
Η υπόθεση της εργατικής τάξης έχει ήδη δεχτεί σοβαρά πλήγματα από τις επιλογές των όψιμων τιμονιέρηδων του ΚΚΕ και όσο η κατάσταση δεν αλλάζει, θα δεχτεί ακόμα χειρότερα πλήγματα ακριβώς λόγω της περιόδου (μονομερής επίθεση των αστών, ομφαλοσκόπηση και απραξία του ΚΚΕ, αυθόρμητα σκιρτήματα μαζών και προσπάθεια του συστήματος να τα εγκλωβίσει και άλλων πολιτικών δυνάμεων να “τρυγήσουν” ό,τι μπορούν).
Πιστεύοντας αυτά και όντας πλέον, για λόγους που έχω ήδη εξηγήσει, εκτός των γραμμών και διαδικασιών του ΚΚΕ η μόνη διέξοδος που μου μένει είναι να καταθέσω ανοιχτά δημόσια, επώνυμα και υπεύθυνα την άποψη μου και να δράσω ανοιχτά στο κίνημα για να την προωθήσω.
Η δημόσια τοποθέτηση μου θα γίνει προσπάθεια να αξιοποιηθεί από τους ιθύνοντες του ΚΚΕ –όπως έχει ήδη γίνει με το γεγονός της αποχώρησης μου– προκειμένου, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, να μου προσάψουν διάφορες κατηγορίες. Ακόμα χειρότερα, θα προσπαθήσουν να ταυτίσουν εμένα με ανθρώπους με τους οποίους είχα ή έχω ακόμα προσωπικές σχέσεις, και οι οποίοι πιθανόν παραμένουν στο ΚΚΕ ή να “τσουβαλιάσουν” απόψεις άλλων με τις δικές μου για να μας “συνδέσουν”, ώστε να ανακυκλώσουν χιλιοειπωμένα –τα τελευταία– χρόνια σενάρια περί «εσωκομματικής αντιπολίτευσης», «ομάδων», «φραξιονισμού» κλπ, κατηγορίες που κυκλοφορούσαν και απευθύνθηκαν και σε εμένα (έστω ημιεπίσημα) ακόμα και αρκετά πριν την αποχώρηση μου.
Πιθανά αυτή η προσπάθεια δε θα γίνει παντού φανερή με τον ίδιο τρόπο, μιας και θα γίνει –όπως γενικά, συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια– με τρόπο επιλεκτικό, διαφοροποιημένα και στοχευμένα ανάλογα με το τι επιδιώκεται σε κάθε οργάνωση/χώρο και τι αντιδράσεις αναμένονται.
Αυτός ο κίνδυνος, μου είναι φυσικά γνωστός,
αλλά δεν μπορώ να επιτρέψω να με οδηγήσει σε αδράνεια.
Είναι δεδομένο ότι το κόστος και το πισωγύρισμα αυτής της εκτροπής του ΚΚΕ, όχι μόνο για το κίνημα, αλλά και για τα δικαιώματα και κατακτήσεις του λαού είναι ήδη μεγάλο και δυστυχώς θα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο μέχρι ακριβώς να μπει φρένο και να αναστραφεί αυτή η πορεία.
Όσο μεγάλο όμως και αν είναι το στραπάτσο, η θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού, η ιστορική και διεθνής εμπειρία παρέχει τη βεβαιότητα ότι –αργά ή γρήγορα, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, σίγουρα όμως με κόπο, πόνο και θυσίες– το κενό θα καλυφθεί και η πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης της Ελλάδας θα βρεθεί οργανωμένη σε Κομμουνιστικό Κόμμα, που παρά τις όποιες αδυναμίες του, θα έχει –και πάλι– αρχές και χαρακτηριστικά τέτοια που να επιβεβαιώνουν το όνομα του.
Το ζητούμενο είναι αυτό να επιτευχθεί όσο πιο γρήγορα γίνεται και με το λιγότερο δυνατό κόστος και πόνο για το λαό, την εργατική τάξη και τα παιδιά τους.
Σε αυτή την προσπάθεια κανενός η συμβολή δεν περισσεύει, κανενός η συμβολή δεν είναι ασήμαντη.
Και είναι ξεκάθαρο ότι τον πρώτο και καθοριστικό ρόλο σε αυτό το στόχο, με όποιο τρόπο και αν εξελιχθούν τα πράγματα, καλούνται να τον παίξουν οι υγιείς δυνάμεις, οι χιλιάδες τίμιοι κομμουνιστές που γαλουχήθηκαν και βρίσκονται μέσα στο ΚΚΕ ή στο πλάι του.