Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Για τη σημασία των βουλευτικών εκλογών της 6ης Μαΐου



FREE photo hosting by Fih.grΓια τη σημασία των βουλευτικών εκλογών της 6ης Μαΐου, το στρατηγικό ερώτημα και την αμηχανία της Αριστεράς
Από πολιτική άποψη βρισκόμαστε σε μια οριακή στιγμή. Όλη η ενέργεια που απελευθερωνόταν από τις σημαντικότατες λαϊκές και εργατικές κινητοποιήσεις του προηγούμενου διαστήματος, μοιάζει να συμπιέζεται πλέον εκρηκτικά μέσα στη βουβή προετοιμασία της αστικής κοινοβουλευτικής εκλογικής διαδικασίας. Μοιάζει αυτή η πολιτική μουγκαμάρα της δημοκρατίας fast food που επιβάλλεται στη χώρα, σαν την προσωρινή σιωπή που κάνει η χύτρα ταχύτητος, όταν της έχουν αφαιρέσει την βαλβίδα εκτόνωσης.
Κανελλής Δημήτρης, Στόμη Παγώνα, Χήτας Λάμπρος
(Υποψήφιοι Βουλευτές & Συνεργαζόμενοι με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Μέλη της ΑΡιστερής ΑΝασύνθεσης)

Είναι σαφές πως η συνεχιζόμενη αθλιότητα των συνεχών εκβιαστικών διλημμάτων που θέτει στον ελληνικό λαό το ΔΝΤ, η ΕΕ και η ντόπια ολιγαρχία των τραπεζών του πολιτικού κατεστημένου και των media, φάνει σε ένα ποσοτικό όριο πέραν του οποίου, η ταχύτητα των πολιτικών εξελίξεων θα είναι ραγδαία και εκρηκτική.
Δύο ανοιχτά ενδεχόμενα υπάρχουν πέρα από αυτό το πολιτικό όριο που ζούμε σήμερα:
Α) Είτε η αστική κοινοβουλευτική διαδικασία θα αποκαταστήσει την πολιτική νομιμοποίηση της νεοφιλελεύθερης επέλασης: της εσωτερικής υποτίμησης, της ολοκληρωτικής αποπτώχευσης του ελληνικού λαού, της συντριβής των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθερίων των εργαζομένων, του γενικευμένου εθνικού κοινωνικού και πολιτισμικού αποπληθωρισμού.
Β) Είτε το μεγάλο νεοφιλελεύθερο πείραμα της «αυτόβουλης» υποδούλωσης και της απελπισμένης αυτοχειρίας ενός ολοκλήρου λαού στο ναό του ΕΥΡΩ και των τραπεζικών κερδών, θα έχει αποτύχει. Μαζί θα έχει δεχτεί συντριπτική ήττα και το γαλλογερμανικό σχέδιο οικονομικής κατίσχυσης όλων των λαών της Ευρώπης. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο εάν συμβεί, αναγκαστικά θα ελευθερώσει σημαντικές πολιτικές δυναμικές τόσο για την ελληνική κοινωνία όσο και για το σύνολο των λαών της Ευρώπης αμφισβητώντας ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα του καπιταλιστικού χρήματος και του νεοφιλελευθερισμού.
2. Συνεπώς αυτή η εκλογική αναμέτρηση ενέχει σήμερα μια τεράστια πολιτική σημασία. Σε πείσμα εκείνων των αριστερών αναλυτών που περιφρονούν την σημασία της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η ιστορία πάντα πρωτότυπη, επιλέγει σε αυτήν τη χρονική στιγμή, η πορεία ενός ολόκληρου λαού να καθορίζεται από μια εκλογική διαδικασία με πανευρωπαϊκή πολιτική διάσταση και σημασία. (Σχετικά δείτε και την συνέντευξη του Παναγιώτη Λαφαζάνη στην ΙΣΚΡΑ: «Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΗΣ 6ης ΜΑΗ»).Αν το σκεφτούμε καλύτερα θα διακρίνουμε ότι δεν υπήρχε και άλλος τρόπος. Η εκλογική διαδικασία σταδιακά αναδεικνυόταν ως το πεδίο μιας συνολικής ταξικής αναμέτρησης με καθοριστική πολιτική σημασία και συνεπώς ως μια αναπόφευκτη πρόκληση για τις δυνάμεις της αριστεράς.
Άλλωστε η αυταρχική θωράκιση του κράτους απέναντι στα λαϊκά κινήματα, η συνεχής διαφυγή των κυβερνήσεων των μνημονίων στην ωμή αστυνομική βία ως πρακτική επίλυσης όλων των πολιτικών προβλημάτων, αποτέλεσαν πολιτικές επιλογές οι οποίες βάθαιναν συνεχώς το έλλειμμα πολιτικής νομιμοποίησης τους. Συνεπακόλουθα η εκλογική διαδικασία σταδιακά αναδεικνυόταν ως η μοναδική επιλογή για τον αστικό συνασπισμό προκειμένου να διατηρήσει μια δυναμική ηγεμονίας. Αυτή η επιλογή του κράτους, το να μετατρέπει σε κόλαση αστυνομικής βίας, κάθε αυθόρμητη αγωνιστική εκδήλωση του λαού και η ταυτόχρονη επιλογή της συντριβής της εργατικής τάξης με ποσοστά ανεργίας που θυμίζουν τις προπολεμικές κρίσεις των δύο παγκοσμίων πολέμων, αναγκαστικά ανέδειξε και μια τάση για συνεχή αναβάθμιση των πολιτικών διλημμάτων και εκβιασμών. Το εκβιαστικό δίλλημα «ευρώ ή χάος» σταδιακά εγκαταστάθηκε μέσα από την ρητορεία του αστικού πολιτικού προσωπικού ως το σύγχρονο πολιτικό ανάλογο του «Καραμανλής η Τανκς». Πρόκειται για ανοιχτό εκβιασμό και απροκάλυπτη απειλή για τις λαϊκές μάζες. Από την άποψη αυτή το πολιτικό σύστημα επιλέγει τη συνεχή αναβάθμιση των πολιτικών επίδικων και διλημμάτων που θέτει. Η επιβολή ενός καθεστώτος αστυνομικής και κοινωνικής βίας από τη μια, σημαίνει και την ανάγκη για γενική πολιτική επικράτηση και την αναγκαστική επένδυση στο στοίχημα της στρατηγικής αμηχανίας των αντιπάλων του.
Ήδη σε πολύ σύντομο χρόνο και ομολογουμένως με μεγάλο δείκτη ελαστικότητας και αποτελεσματικότητας, το πολιτικό σύστημα μπόρεσε να δημιουργήσει το νέο «κόμμα» (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και τραπεζιτών), ως την ναυαρχίδα του στόλου του και ταυτόχρονα να προετοιμάσει ένα σύνολο εφεδρικών-γεννόσημων κομμάτων προκειμένου να συμπληρώσει την πολιτική του αρμάδα και να ελέγξει εκλογικά τη λαϊκή δυσαρέσκεια (ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ ΠΡΑΣΙΝΟΙ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ κ.λ.π.)
Στη γενική κατεύθυνση της εκλογικής προετοιμασίας του πολιτικού συστήματος, δεν πρέπει να αγνοήσουμε την αλλαγή βάρδιας που γίνεται και στο χώρο της ακροδεξιάς με την ενίσχυση της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, ως μια δύναμης που να μπορεί να δοκιμάζει να αναχαιτίζει το λαϊκό κίνημα με όρους ξενοφοβικού «ανορθόδοξου πολέμου» όπως επίσης κα την πειθάρχηση του ΛΑΟΣ σε ελάχιστα ποσοστά και με τον ταυτόχρονο μνημονιακό εξορθολογισμό του οικονομικού πολιτικού του προγράμματος (υπό την πολιτική επιτροπεία του Κύρτσου).
Σε αυτό το κλίμα δεν είναι τυχαία και η συστηματική επίθεση στην αριστερά, η προσπάθεια ανακοπής της επιρροής της, οι συνεχείς εμφυλιοπολεμικές αναφορές. Αστυνομική βία απέναντι σε κάθε ριζοσπαστικό σκίρτημα και συνεχής αναβάθμιση του στρατηγικού χαρακτήρα των πολιτικών διλημμάτων. Αυτή είναι η πολιτική επιλογή των αστικών επιτελείων. Δεν χωρεί πλέον καμία αμφιβολία πως η επαύριο των εκλογών θα είναι κόλαφος για τις λαϊκές μάζες, εφόσον αυτές ηττηθούν πολιτικά.
3. Σε αυτό το τοπίο και προχωρώντας προς τις εκλογές της 6ης Μαΐου είναι πλέον φανερό πως το μεγάλο μέρος των δυνάμεων της αριστεράς (όλων των ιστορικών ρευμάτων) δεν μπορούμε να υπερβούμε την στρατηγική μας αμηχανία. Παρ΄ όλη την δυναμική που αναδείχτηκε από το λαϊκό κίνημα, παρόλη τη συντριβή της κυβέρνησης Παπανδρέου στις πλατείες και τις παρελάσεις και την αναπάντεχη φθορά της κυβερνητικής εφεδρείας της ΝΔ, εντούτοις κανένας από τους βασικούς πόλους της αριστεράς δεν μπόρεσε να το τροφοδοτήσει και να τροφοδοτηθεί με τρόπο ικανό ώστε να αντιπαρατεθεί στην αστική επίθεση. Η όποια δημοσκοπική ανάπτυξη της εκλογικής επιρροής της αριστεράς δε σημαίνει σε καμία περίπτωση και απάντηση των στρατηγικών ερωτημάτων της περιόδου. Γι’ αυτό άλλωστε και αυτή η δημοσκοπική ανάπτυξη παραμένει περιορισμένη σε σχέση με τις πραγματικές δυνατότητες που επιτρέπει η συνολική, η «οργανική» κρίση των σχέσεων εκπροσώπησης του αστικού πολιτικού συστήματος.
Από την πλευρά του ΚΚΕ, η αύξηση του πολιτικού πήχη από τον αντίπαλο συνεχίζει να απαντιέται με ένα ιδιότυπο στρουθοκαμηλισμό που βλέπει τον αποδεκατισμό των δικαιωμάτων τη εργατικής τάξης ως μια ειδικού τύπου αυτοαναφορική δικαίωση και ως μια ευκαιρία για την διάλυση όλων των άλλων εκδόχων της αριστεράς, σε μια διαδικασία υπερμελλοντικής οργάνωσης της «Λαϊκής Εξουσίας». Η πολιτική του «Πέντε κόμματα δυο Πολιτικές» στις σημερινές συνθήκες μεταφράζεται σε αδυναμία ανάληψης κάθε πολιτικής πρωτοβουλίας και την εμπέδωση μιας φοβικής στάσης απέναντι στα κινήματα.
Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι η ταλάντευση και η στρατηγική αμηχανία της προηγούμενης περιόδου και η αδυναμία ιεράρχησης ενός συνεκτικού αριστερού πολιτικού λόγου, σταδιακά αντικαθίσταται (για την πλειοψηφική ομάδα) από μια κατεύθυνση όπου αναμένει την αστική τάξη να επαναπροσδιορίσει τη στάση της σε προοδευτικότερη κατεύθυνση. Μοιάζει ως να αναμένει την όποια προοδευτική κοινωνική εξέλιξη όχι από την ριζοσπαστική δράση του λαού και της αριστεράς, αλλά μέσα από την ενδυνάμωση των αντιφάσεων της αστικής κίνησης. Κατ’ ελάχιστον είναι ανεδαφικό, το να θεώρει κάποιος ότι σε αυτήν την συγκυρία μπορεί να προστατευτεί το λαϊκό εισόδημα και η απασχόληση, να γίνει στάση πληρωμών στο ληστρικό χρέος, να ανοίξει ένας κύκλος παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας και να παραμένουμε ταυτόχρονα και στο ευρώ, δηλαδή σε συμφιλίωση με την κυρίαρχη αστική επιλογή. Συνεπώς η όποια επίκληση ενότητας και πρόταση συνεργασίας που γίνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ προς την αριστερά, φέρει ταυτόχρονα και μια συντηρητική στόχευση που μοιάζει να απευθύνεται στην αντίθετη εντελώς κατεύθυνση, εφόσον αυτή δεν περιλαμβάνει ως βασικό της στοιχείο την ανάγκη της πολιτικής και κινηματικής προετοιμασίας του λαού σε μια διαδικασία πολιτικών τομών και ρήξεων εντός της ελληνική κοινωνίας, διαδικασία αναγκαστική, εφόσον αναγκαστική είναι και σύγκρουση με την ευρωζώνη.
Στα πλαίσια αυτά, καμία αξία δεν μπορεί να έχει η όποια κυβερνητική στρατηγική της αριστεράς όσο ριζοσπαστικά και αν εκφέρεται, εφόσον δεν μπορεί να στηρίζεται σε ένα ρωμαλέο λαϊκό κίνημα ιδεολογικά προετοιμασμένο για τις αντιφάσεις που ενέχει μια αλλαγή κατεύθυνσης για τη χώρα. Συνεπώς η άρνηση (της πλειοψηφικής ομάδας) του ΣΥΡΙΖΑ να αναφερθεί στην ανάγκη της ρήξης με το ευρώ και της ΕΕ, καθώς και η άρνηση της ρητής απαίτησης για διαγραφή του χρέους, εν τέλει σημαίνει άρνηση της σύγκρουσης με τους βασικούς πυλώνες της αστικής ιδεολογικής επέλασης. Είναι αφελές το να πιστεύει κάποιος πως το στοιχειό αυτό δεν γίνεται αντιληπτό από τα λαϊκά στρώματα και πως αυτή η πολιτική φυγομαχία δεν συμβάλει τελικά στη νομιμοποίηση της αστικής ρητορείας και την εξουδετέρωση της αριστερής δυναμικής. Το γεγονός αυτό τελικά συμβάλει στην μείωση εν τέλη της αξιοπιστίας κάθε εναλλακτικής αριστερής και ριζοσπαστικής στρατηγικής.
Από την άλλη μεριά, μέσα σε αυτό το τοπίο και η πολιτική πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπόρεσε να αλλάξει τα δεδομένα. Χωρίς παλμό, χωρίς βηματισμό, χωρίς πρωτοβουλίες άμεσων αποφασιστικών και ειλικρινών πολιτικών κινήσεων που να προσπαθούν να συσπειρώσουν τις πολιτικές και κοινωνικές δυναμικές της αντίστασης. Σε αυτήν τη συγκυρία η ΑΝΤΑΡΣΥΑ φαίνεται να σκορπά την ευκαιρία που αντικειμενικά είχε, να αποτελέσει τον πολιτικό καταλύτη μιας ανατρεπτικής ριζοσπαστικής και ενωτικής διαδικασίας εντός της αριστεράς. Η συνεχής ταλάντευση ανάμεσα στην ανάγκη να βαθύνει το προγραμματικό περιεχόμενο μιας αναγκαίας ριζοσπαστικής πολιτικής πρότασης με γειωμένες χωροχρονικές συντεταγμένες και στην έμφυτη ενόρμηση για αποφυγή των δύσκολων ερωτημάτων διαμέσου της ευκολίας του επαναστατικού βερμπαλισμού, τελικά την οδηγεί στο να παραμένει στα όρια της πολιτικής καταγραφής των ιστορικών οργανώσεων που την απαρτίζουν.
Αντικειμενικά τα όποια θετικά στοιχεία προκύπτουν, από την πολιτική διακήρυξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με άξονες τη στάση πληρωμών προς τους δανειστές, τη διαγραφή του χρέους, την εθνικοποίηση των τραπεζών και του νομίσματος, την προστασία του λαϊκού εισοδήματος, της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, αυτά εξανεμίζονται ακριβώς τη στιγμή που αδυνατεί να τα μετουσιώσει σε προγραμματικό πλαίσιο με το οποίο να μπορεί να συγκροτεί πολιτικές συμμαχίες και συνεργασίες.
4. Ειδικότερα για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αναγκαίο να επισημάνουμε πως όλη αυτή η αμηχανία που διαφάνηκε στην θετική απάντηση του ΜΕΤΩΠΟΥ Α&Α και την τελική άρνηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πρόταση εκλογικής και πολιτικής συνεργασίας (την οποία υποτίθεται πως η ίδια είχε αρχικά κάνει), τελικά δείχνει ακριβώς τα πολύ στενά πολιτικά όρια αυτού του πολιτικού χώρου.
Όλος αυτός ο τρόπος της «ιεροεξεταστικής» αξιολόγησης της ιστορικής διαδρομής των προσώπων και γενικότερα η εχθρική συμπεριφορά απέναντι στο πρόσωπο του Αλέκου Αλαβάνου, όσο όμως στο σύνολο των συντρόφων και αγωνιστών του ΜΕΤΩΠΟΥ Α&Α και κυρίως όλη η συμβολική σημασία που έχει η άρνηση συνεργασίας με εκείνες τις δυνάμεις που έδωσαν ανοιχτή πολιτική σύγκρουση με τα ίδια τα δικά τους πολιτικά σχήματα και παραδόσεις, εκφράζοντας την ανάγκη ριζοσπαστικού επανακαθορισμού της ελληνικής κοινωνίας και του εαυτού τους μέσα σε αυτή, αναγκαστικά σημαίνει και την πλήρη αντιστροφή της αναγκαίας ιεράρχησης των πολιτικών στόχων και προτεραιοτήτων της περιόδου.
Σε τελευταία ανάλυση, με ποιο κριτήριο το ΚΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έκρινε πως ο Αλέκος Αλαβάνος περισσεύει από την εκλογική μάχη της 6ης Μάιου; Ποιος είναι αυτός ο Αλαβάνος και τι κακό έχει κάνει στο λαϊκό κίνημα; Δεν είναι αυτός που αρνήθηκε να παραμένει αρχηγός ενός αριστερού πολιτικού κόμματος που η πλειοψηφία του αρνούνταν επίμονα την ριζοσπαστικοποίηση του πολιτικού του λόγου; Ποιος άλλος αρχηγός κόμματος της αριστεράς στην Ελλάδα έχει συγκρουστεί από τα αριστερά με την κοινωνική βάση του κόμματος του και εξ αυτού έχει αρνηθεί τη βουλευτική του έδρα, προκειμένου να συναντηθεί με τις δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς; Δεν είναι αυτός που έδωσε τον κοινοβουλευτικό αγώνα για την πολιτική στήριξη του φοιτητικού κινήματος το 2006-2007 στη μάχη για την υπεράσπιση του άρθρου 16 του συντάγματος; Δεν είναι αυτός που στην εξέγερση που ακολούθησε την δολοφονία του Γρηγορόπουλου το Δεκέμβρη του 2008, αρνήθηκε να καταγγείλει την νεολαιίστικη αυθόρμητη αντιβία, σε πείσμα ολόκληρου του αστικού πολιτικού συστήματος (συμπεριλαμβανομένου του ΚΚΕ); Τελικά ποιος είναι αυτός ο Αλέκος Αλαβάνος που περισσεύει από τη σημερινή αναμέτρηση; Έχει πολλούς Αλαβάνους η ελληνική αριστερά; Και αν τελικά αυτός ο άνθρωπος περισσεύει, τότε σε ποιον απευθύνεται η πρόταση για συγκρότηση πολιτικού «μετώπου ρήξης και ανατροπής» που έκανε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ;
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε αυτή την κορυφαία πολιτική μάχη των εκλογών, ακριβώς σε εκείνη την χρονική περίοδο που επιχειρείται η εκλογική νομιμοποίηση μιας πολιτικής που σκοπεύσει στην ολοκληρωτική συντριβή των εργαζομένων, δυστυχώς δεν μπαίνει στον εκλογικό πολιτικό αγώνα αξιοποιώντας το σύνολο του διαθέσιμου αριστερού πολιτικού δυναμικού, ώστε να συμβάλει αποφασιστικά στο στόχο της εκλογικής συντριβής του ΠΑΣΟΚ&ΝΔ, και την ενίσχυση της ριζοσπαστικής αριστεράς πάνω από το αναγκαίο αναγνωρίσιμο όριο του 3%, δηλαδή πάνω από το όριο της έμπρακτης αποδυνάμωσης της κοινοβουλευτικής ισχύος του αντιδραστικού συνασπισμού, δηλαδή για την νίκη της αριστεράς στις εκλογές και την ενίσχυση των δυνάμεων που παλεύουν για την αποδέσμευση της χώρας από την μέγγενη του ΔΝΤ και του ΕΥΡΩ. Αντίθετα επιλέγει τη μειοψηφική εκλογική καταγραφή ενός καθαρού (υποτιθέμενου) πολιτικού ρεύματος αναδιπλασιάζοντας ως μικρογραφία την πολιτική του ΚΚΕ (και συνεπώς νομιμοποιώντας την κιόλας).
Η κίνηση αυτή βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα των αναγκαιοτήτων της περιόδου, αφού μεταφέρει το κέντρο βάρος της αντιπαράθεσης εντός του ενδοαριστερού εμφύλιου (χωρίς μάλιστα προφανή αιτία) ακριβώς την στιγμή που απαιτείται η μέγιστη κρουστική δύναμη από την πλευρά της αριστεράς για την αναχαίτιση της αστικής επίθεσης.
5. Αυτή η στρατηγική αμηχανία της αριστεράς στην συγκυρία αποκτάει μια ειδικότερη (αρνητική βαρύτητα) εάν εξεταστεί υπό το πρίσμα της ίδια της κίνησης των λαϊκών μαζών και του τεράστιου μεγέθους και ιστορικής σημασίας λαϊκών κινητοποιήσεων που εξελίχθηκαν σε όλη την προηγούμενη περίοδο. Σε αυτό το φόντο η αναζήτηση των στοιχείων ενός αριστερού πολιτικού προγράμματος δεν μπορεί να γίνεται με όρους ιδεοληπτικούς, αλλά ως εκείνη η κοινωνική αναγκαιότητα και συνάμα εκείνη η πραγματική πολιτική δυνατότητα που αναδύεται μέσα από την ίδια την μαχητική διεκδίκηση και πάλη του λαού.
Από την άποψη αυτή είμαστε αναγκασμένοι να θεωρήσουμε πως, ανεξάρτητα από τις επιμέρους προσεγγίσεις και ιδιολέκτους, είναι αναγκαία η συγκρότηση ενός Λαϊκού μετώπου με κέντρο την αριστερά, που να μπορεί να προωθήσει άμεσα τους αναγκαίους μεταρρυθμιστικούς στόχους, της στάσης πληρωμής του χρέους, της μονομερούς διαγραφής του, (ή τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους του), της αποδέσμευσης της χώρας από την ευρωζώνη και το ΔΝΤ, την εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, την προστασία του λαϊκού εισοδήματος και της απασχόλησης, την προστασία των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Σήμερα είναι φανερό πλέον πως αυτό το περιεχόμενο δεν έχει μονοσήμαντα αριστερό πρόσημο, ούτε η επίτευξή του θα αποτελούσε την εγγυημένη απαρχή του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Αποτελεί όμως την αναγκαία συνθήκη για την αλλαγή του πολιτικού συσχετισμού δύναμης, την αναγκαία διαδικασία για το ξεδίπλωμα όλης της δυναμικής του λαϊκού κινήματος, την αναγκαία κοινωνική και πολιτική συνθήκη για τη ρεαλιστική ωρίμανση των προϋποθέσεων της αριστερής ηγεμονίας και της αναζήτησης μια νέας σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής.
Προφανώς αυτή η προοπτική του Λαϊκού μετώπου με κέντρο την αριστερά είναι διαφορετική από μια γενική επίκληση της ανάγκης ενός αριστερού μετώπου, ή της ανάγκης για ενότητα της αριστεράς. Η προοπτική του Λαϊκού μετώπου, συγκροτείται μέσα από την στοχοπροσήλωση της αριστεράς στην υπεράσπιση των αναγκών των λαϊκών μαζών. Αυτή η ισχυρή διασύνδεση της αριστεράς με τις λαϊκές μάζες είναι και η μοναδική συνθήκη, που μπορεί να επιτρέψει την ενδυνάμωση και ενίσχυσή της, αλλά και την ενδυνάμωση και ενίσχυση και των λαϊκών αγώνων.,
Αυτή η προοπτική δεν είναι η αφηρημένη προβολή και η αυτοαναφορική πραγμάτωση των αριστερών στρατηγικών (πχ. η ενίσχυση του αντικαπιταλιστικού αριστερού μετώπου ή η ενίσχυση του κομμουνιστικού κόμματος ή η αποδυνάμωση του ΚΚΕ και η ίδρυση ενός νέου κομμουνιστικού φορέα). Η επιμονή της τοποθέτησης αυτών των στρατηγικών αναζητήσεων ως προαπαιτούμενων και όχι ως ενδεχομένων κάθε μετωπικής πολιτικής προσπάθειας και συνεργασίας, αντικειμενικά αναπαράγει τη διάσπαση εφόσον αναπαράγει διαχωρισμούς ορισμένους με ιδεοληπτικούς όρους. Αντίθετα η υπαγωγή όλων των προτεραιοτήτων των αριστερών μετώπων στις ανάγκες και τους αγώνες των λαϊκών μαζών μπορεί να δώσει την δυναμική του επαναστατικού προσδιορισμού στην αριστερά.
Επαναστατικού με την έννοια εκείνης της αριστεράς που ανατρέπει τους όρους κατίσχυσης των λαϊκών μαζών από τον συνασπισμό εξουσίας, δηλαδή επαναστατική με όρους πολιτικής διαδικασίας και όχι αυτοαναγόρευσης. Μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε άλλωστε να διεκδικεί στο δικό της στρατόπεδο δυνάμεις, όπως το ΕΠΑΜ και όχι να τις παραδίδει εν τέλει στην πολιορκία του πατριωτικού συντηρητικού χώρου. Επίσης μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε να ενισχύσει τη συζήτηση για την ανάγκη ανασύνταξης του κομμουνιστικού κινήματος με μαζικούς και λαϊκούς όρους και όχι με όρους ακαδημαϊκούς και εργαστηριακούς.
Αυτή η αντίφαση στο φόντο των εκλογών της 6ης Μαϊου γίνεται μέγιστη. Σε αυτό το φόντο η στρατηγική αμηχανία της αριστεράς από τη μία μεριά και το μέγεθος της αστικής επίθεσης από την άλλη oξύνουν όλες τις αντιφάσεις μας και αναδεικνύουν ότι στον πυρήνα της κρίσης του αστικού πολιτικού συστήματος βρίσκεται και η αριστερά. Η ανατροπή του πολιτικού συστήματος και της συνθήκης κοινωνικής καταστροφής που επιβάλλεται σήμερα, περνάει μέσα από την ίδια την ανατροπή που πρέπει να γίνει στην αριστερά και την ανάγκη επαναστατικοποίησης των όρων ύπαρξης της.
Αυτή είναι και η μεγάλη πολιτική παρακαταθήκη του κινήματος των πλατειών και των λαϊκών συνελεύσεων. Η πλατιά συνειδητοποίηση ότι στο μεγάλο κάδρο της πολιτικής κρίσης του πολιτικού συστήματος της χώρας, η αριστερά κατέχει τη δική της θέση. Τελικά το αίτημα των πλατειών, του «να γκρεμιστεί η κοινοβουλευτική χούντα», σταδιακά μετασχηματίζεται σε δήλωση καταγγελίας και της αριστεράς, εφόσον αυτή δεν οργανώνεται πολιτικά προκειμένου να αναλάβει την ευθύνη να υλοποιήσει αυτήν την ανατροπή.
Εάν τελικά αυτό δεν γίνει, εάν τελικά η αριστερά δεν ριζοσπαστικοποιηθεί, τότε αυτή η επίθεση που διεξάγει ο ταξικός αντίπαλος τελικά θα επιτύχει παράγοντας μη αντιστρεπτά αποτελέσματα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο εάν τελικά συμβεί, θα οφείλεται και στην αριστερά. Και το στοιχείο αυτό οι λαϊκές μάζες και θα το αξιολογήσουν και θα το αποδώσουν.
6. Συνεπώς από αυτήν την άποψη η «πρόταση» του αριστερού και λαϊκού μετώπου παρ΄ όλη την σχετική της αποδοχή από ένα μεγάλο αριθμό πολιτικών στελεχών της αριστεράς σε όλες τις οργανώσεις και τα ιστορικά της ρεύματα, εντούτοις φαίνεται ότι αποτελεί μια μειοψηφική εκδοχή η οποία δεν καταφέρνει να δώσει τον ηγεμονικό τόνο, να ανασημασιοδοτήσει τις πολιτικές προτεραιότητες των οργανώσεων και των κομμάτων της αριστεράς, να ανοίξει γέφυρες επικοινωνίας και πολιτικής συνεργασίας, να συμβάλει καθοριστικά σε αλλαγή πορείας και στον αναγκαίο πολιτικό εξοπλισμό του λαϊκού κινήματος.
Παρά τις επιμέρους μάχες που δίνονται μέσα στις οργανώσεις και τα κόμματα της αριστεράς, παρά τις επιμέρους νίκες στα σημεία, σε γενικές γραμμές δεν έχει γίνει κατορθωτό να αλλάξει η συνολική πολιτική κατεύθυνση στην αριστερά, να είναι δηλαδή αυτή η κυρίαρχη εκδοχή της αναγκαίας και νικηφόρας αριστερής προοπτικής.
Το ερώτημα αυτό αναγκαστικά πρέπει να απαντηθεί αυτοκριτικά από το σύνολο αυτών των πολιτικών στελεχών της αριστεράς και να απαντηθεί αποφασιστικά εντός των χωροχρονικών αναγκαιοτήτων της εποχής. Είναι πλέον φανερό πως όσες επιμέρους μάχες και αν κερδηθούν μέσα σε κάθε πολιτικό χώρο της αριστεράς το τελικό αποτέλεσμα θα παραμένει αρνητικό, εφόσον και οι προτεραιότητες είναι αντεστραμμένες. Γιατί σε τελευταία ανάλυση το ερώτημα δεν είναι το τί πρέπει να κάνει η κάθε οργάνωση, ή πόλος της αριστεράς, αλλά τι θα πρέπει να γίνει με το λαϊκό κίνημα, το ερώτημα είναι το πού πάει μια ολόκληρη χώρα.
Συνεπώς η ίδια η επιλογή του πεδίου της μάχης, δηλαδή η επιλογή του να παραμένει αυτή η υπόθεση, εσωτερικό ζήτημα για κάθε οργάνωση ξεχωριστά, καθιστά τελικά περιορισμένης αξιοπιστίας το ίδιο το αίτημα της μετωπικής πολιτικής συγκρότησης της αριστεράς.
Όσο η γραμμή του Λαϊκού και αριστερού μετώπου θα δίνεται εντός των οργανώσεων με όλο το φορτίο των ιστορικών συμβολισμών, διαμεσολαβήσεων και αγκυλώσεων, τόσο αυτή η μάχη θα χάνεται. Αντίθετα θα πρέπει να υπάρξει μια καθαρή και αναγνωρίσιμη δύναμη στην ελληνική κοινωνία που να δοκιμάσει αυτήν την πολιτική πρόταση και να συμβάλει με τρόπο δημόσιο και αναγνωρίσιμο σε αυτήν την κατεύθυνση. Αυτή η πολιτική δύναμη αναγκαστικά θα φέρει τα χαρακτηριστικά ενός δικτύου προσωπικοτήτων που θα πρέπει να επιταχύνουν μια πορεία υπέρβασης του σημερινού τοπίου στρατηγικής αμηχανίας και κατακερματισμού των δυνάμεων της αριστεράς. Αυτή η πρωτοβουλία προσωπικοτήτων θα πρέπει να μπει κατ’ ευθείαν στα κύριο ζήτημα χωρίς υπεκφυγές και ταλαντεύσεις (κάτι που δεν έχει κάνει μέχρι σήμερα το Αριστερό Βήμα).
7. Από τη σκοπιά αυτή είμαστε και εμείς υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε στη δική μας ιδιαίτερη αυτοκριτική. Σε όλη αυτήν τη διαδρομή δώσαμε τη μάχη ως μέλη της ΑΡΑΝ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με όσες δυνάμεις διαθέταμε, για να ενισχυθεί η δυναμική της πολιτικής πρότασης του Αριστερού και Λαϊκού μετώπου, εντός της ΑΡΑΝ και εντός του ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αυτήν την κατεύθυνση την παλέψαμε στα σχήματα γειτονιών και συμμετείχαμε με όλες μας τις δυνάμεις, στην προσπάθεια να ενισχυθεί ο πολιτικός χαρακτήρας των κινημάτων των πλατειών, να ανδρωθούν οι λαϊκές συνελεύσεις, να ενισχυθούν τα κινήματα ανυπακοής, να ενισχυθούν οι πρακτικές λαϊκής αυτοοργάνωσης.
Σήμερα συνειδητοποιούμε πως αυτή η προσπάθεια δεν ήταν αρκετή. Σε ένα ορισμένο βαθμό επιτρέψαμε να διαμεσολαβείται η διάθεση μας για αγώνα και για ριζοσπαστική υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών στην αριστερά, από τα πολιτικά επιτελεία οργανώσεων και μετώπων που γεννήθηκαν όμως για να εξυπηρετήσουν μια άλλη συγκυρία αντιθέσεων.
Σήμερα η άρνηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να προχωρήσει σε συνεργασία με το ΜΕΤΩΠΟ Α&Α, αυτή η αλλαγή προτεραιοτήτων στην επιλογή της καταγραφής ενός μειοψηφικού πολιτικού ρεύματος και όχι στην υλοποίηση της απόφασης της συνδιάσκεψής της, δηλαδή στην οικοδόμηση ενός πολιτικού «Μετώπου Ρήξης και Ανατροπής» ουσιαστικά μας αναγκάζει να επαναπροσδιορίσουμε τη στάση μας. Ουσιαστικά αυτή η πολιτική επιλογή, μας καθιστά de facto συνεργαζόμενους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και όχι μέλη με την πλήρη έννοια του όρου. Εφόσον η συμμετοχή μας σε αυτό το μέτωπο αφορά την προώθηση μέρους των διατεινόμενων στόχων και όχι του συνόλου των στόχων που τίθενται.
Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε πως τα μέλη της ΑΡΑΝ αλλά και όλων των οργανώσεων που συμμετέχουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όλα τα μέλη όλων των τοπικών επιτροπών, οφείλουν να εγκαλέσουν τους εκπροσώπους τους, και να απαιτήσουν εξηγήσεις γιατί δε ζητήθηκε αποφασιστικά οι αποφάσεις να παρθούν στο 80μελες δημοκρατικά εκλεγμένο όργανο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με σκοπό να απαιτηθεί μια άλλη ριζικά διαφορετική απόφαση.
Από την άποψη αυτή σε ότι μας αφορά, θεωρούμε για το επόμενο διάστημα όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά στο επίπεδο της πολιτικής μας στράτευσης, προκειμένου στην εξυπηρέτηση του στόχου του Αριστερού και Λαϊκού μετώπου, στο βαθμό που ένα τέτοιο ενδεχόμενο προωθηθεί από ένα ικανό σύνολο συντρόφων από όλους τους πολιτικούς χώρους της αριστεράς με τρόπο άμεσο, απτό και αποφασιστικό.
8. Σε αυτές τις εκλογές κατανοώντας τον λυσιτελή χαρακτήρα του συνόλου των διαθέσιμων αριστερών προτάσεων, θεωρούμε πως πρέπει να στηρίξουμε τα εκλογικά ψηφοδέλτια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σε αυτή τη συγκυρία δεν υπάρχει χώρος για αμηχανία. Απαιτείται με κάθε τρόπο η ενίσχυση των ψηφοδελτίων της αριστεράς και η πολιτική ήττα του αστικού συνασπισμού. Ειδικότερα η στήριξη των ψηφοδελτίων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρά τις αντιφάσεις που όλοι μας διαπιστώνουμε, συμβάλλει στην ενδυνάμωση ενός πολιτικού ρεύματος που κινείται στη ρητή καταγγελία του χρέους, στην πολιτική δήλωση ανυπακοής προς τις τράπεζες και την στάση πληρωμών, την ανάγκη ρήξης με την ΕΕ και το ΕΥΡΩ. Τα στοιχεία αυτά θεωρούμε ότι είναι καθοριστικά στην ανάγκη συγκρότησης του αριστερού και λαϊκού μετώπου.
Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε πως σε αυτές τις εκλογές το μεγάλο πολιτικό ζητούμενο είναι η νίκη της αριστεράς, και η πολιτική ήττα του αστικού συνασπισμού. Από την σκοπιά αυτή θεωρούμε πως δεν θα έχει κανένα πρακτικό και πολιτικό νόημα η οποιαδήποτε εκλογική ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στο βαθμό που συνολικά σε αυτές τις εκλογές θα ηττόταν η αριστερά.
Με αυτήν την οπτική είμαστε υποχρεωμένοι να σεβόμαστε όλους εκείνους τους συντρόφους και αγωνιστές που δεν αρκούνται στην απλή εκλογική καταγραφή μιας πολιτικής διαμαρτυρίας, αλλά επιθυμούν με το δικαίωμα της ψήφου τους να συμβάλουν στην έμπρακτη κοινοβουλευτική αποδυνάμωση του αστικού συνασπισμού και στην ενδυνάμωση της αριστεράς. Συνεπώς σεβόμαστε όλους εκείνους του αγωνιστές που φέρουν αντίστοιχες αγωνίες και δίνουν τη μάχη σε αυτήν την κατεύθυνση μέσα από τα εκλογικά ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε θετικό ενδεχόμενο το να ενισχυθούν εκείνες οι συμμετοχές που στρατεύονται στην υπόθεση του Λαϊκού μετώπου με κέντρο την Αριστερά.
Προφανώς όσο υπάρχουν άνθρωποι που αγωνίζονται, τόσο ο σπόρος της ελπίδας θα τινάζει ρίζες και το ενδεχόμενο μιας άλλης πορείας θα ξαναγεννιέται. Αυτό όμως δε σημαίνει πως η παρέμβαση της αριστεράς μπορεί να στερείται χωροχρονικών προσδιορισμών. Από την 7η Μαΐου είναι αναγκαίο να παρθούν όλες εκείνες οι πολιτικές πρωτοβουλίες που θα αλλάξουν το σημερινό τοπίο στην αριστερά. Σε άλλη περίπτωση τα αποτελέσματα θα είναι δραματικά.
(23-04-2012)