Jacques
Sapir
Μια οικονομική
αποτυχία
Το ζήτημα του
προϋπολογισμού της ΕΕ, από οικονομική άποψη, είναι σημαντικό. Όχι τόσο για τα
ποσά που περιλαμβάνει. Η συνεισφορά στον προϋπολογισμό της ΕΕ έχει φτάσει το
1,26% του ΑΕΠ των χωρών. Έτσι, για το 2013 προβλέπονται € 138 δισεκατομμύρια.
Αλλά το μικρό μέγεθος αυτού του χρηματικού ποσού δημιουργεί προβλήματα. Σε μια
εποχή που η ευρωζώνη, ένα υποσύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), βρίσκεται σε
ύφεση, και η κατάσταση αυτή θα συνεχιστεί σίγουρα το 2013 και το 2014, η κοινή
λογική υπαγορεύει ότι θα έπρεπε να υπάρξει κάποια συμφωνία για ένα προϋπολογισμό
οικονομική ανάκαμψης, που θα προωθούσε τη ζήτηση και πολιτικές προσφοράς και
ανταγωνιστικότητας σε ορισμένες χώρες. Τώρα, βλέπουμε να γίνεται ακριβώς το
αντίθετο.
Είναι σαφές ότι κάθε χώρα έχει
την τάση να κινείται άτακτα, αν και είναι υποχρεωμένη να τηρεί τους κανόνες της
δημοσιονομικής λιτότητας, που θεσμοθετήθηκαν στην τελευταία Συνθήκη της ΕΕ, και
αυτό δεν είναι το λιγότερο παράδοξο! Ο καθένας προσπαθεί να περάσει το δικό του,
και σε συναντήσεις όπως αυτή που πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Πέμπτης 22 και
Παρασκευή 23 Νοεμβρίου, στις Βρυξέλλες, βρίσκουν τον ιδανικό κλειστό χώρο για
διαφωνίες και αντιπαραθέσεις.
Στις παρούσες συνθήκες, είναι σαφές ότι η ύφεση
δεν μπορεί να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά παρά μόνο με ένα συνδυασμό πολιτικών
τόνωσης της ζήτησης και της προσφοράς. Αυτές οι πολιτικές έχουν ποσοτικοποιηθεί.
Μόνο για να ανακτηθεί η ανταγωνιστικότητα των τεσσάρων χωρών της Νότιας
Ευρώπης (Ισπανία, Ελλάδα, Ιταλία και Πορτογαλία), χρειάζονται γύρω στα € 257
δισεκατομμύρια το χρόνο, όπως έχει γραφτεί σε προηγούμενο σημείωμα (1)
.
Στην πραγματικότητα, αν θέλουμε να είμαστε
συνεπείς, θα πρέπει να προσθέσουμε τουλάχιστον άλλα € 100 δισεκατομμύρια σε αυτό
το ποσό για τη χρηματοδότηση μεγάλων έργων, ώστε να εναρμονιστεί ο ανταγωνισμός
μεταξύ όλων των χωρών. Η πρόσθετη αυτή δαπάνη 357 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με ένα
προϋπολογισμό 138 δισ. ευρώ περίπου, είναι σημαντική. Αυτό σημαίνει ότι ο
προϋπολογισμός θα πρέπει να αυξηθεί από 1, 26% σε 4,5%.
Στην πραγματικότητα, το
πρόβλημα είναι πολύ πιο περίπλοκο.
Τα 138 δισεκατομμύρια που προβλέπονται στον
προϋπολογισμό του 2013 θα οδηγήσουν σε αναθεωρήσεις προϋπολογισμών, περισσότερο
ή λιγότερο σημαντικές σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τα επιπλέον
357 δισεκατομμύρια που χρειάζονται, τα 257 δισεκατομμύρια θα είναι καθαρές
μεταφορές προς τις τέσσερις χώρες της Νότιας Ευρώπης που έχουν ήδη αναφερθεί,
αλλά που όμως, αυτά τα δισεκατομμύρια θα πρέπει να τα δώσουν άλλα κράτη, τα
οποία στην ουσία δεν μπορεί παρά να είναι η Γερμανία, η Αυστρία, η Φινλανδία και
η Ολλανδία. Αυτό μας κάνει να συμπεράνουμε ότι από μόνη της η Γερμανία θα έπρεπε
να συμβάλλει με το 85% -90% του ποσού αυτού, το οποίο σε καθαρές μεταφορές είναι
το 8, 5% - 9% του ετήσιου ΑΕΠ της και για μια περίοδο πάνω από δέκα έτη θα
έφτανε τα € 3570 δισεκατομμύρια του συνολικού προϋπολογισμού της.
Όταν μιλάμε, με τρεμάμενη φωνή και δάκρυα στα
μάτια για "ευρωπαϊκό φεντεραλισμό", στην πραγματικότητα μιλάμε για αυτό, αφού
χωρίς σημαντικές μεταφορές χρημάτων φεντεραλισμός δεν μπορεί να υπάρξει
!
Ως προς αυτό, θα πρέπει να
τονιστεί ότι οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για ένα ποσό 978
δισ. ευρώ που θα πρέπει να δοθεί σε μια επταετία (2014-2020), όταν για την ίδια
περίοδο θα έπρεπε να δώσουν 2499 δισεκατομμύρια περισσότερα. Υπολογίστε λοιπόν
το μέγεθος της υποχρέωσης και την αδυναμία υλοποίηση της, υπό τις παρούσες
συνθήκες.
Εάν οι 27 χώρες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης καταβάλλουν τόση μεγάλη προσπάθεια για να συμφωνήσουν σε ένα
όχι και μεγάλο ποσό, δεν βλέπω πώς θα μπορούσαν να αποφασίσουν για ποσά 2,5
φορές πιο μεγάλα. Με λίγα λόγια, η πραγματικότητα είναι ότι δεν υπάρχει
αλληλεγγύη στο εσωτερικό της ΕΕ, ακόμη και όταν αυτή η αλληλεγγύη είναι προς το
συμφέρον όλων.
Αυτό που αποκαλύπτεται από
αυτή την κατάσταση είναι ότι στην ΕΕ δεν υπάρχει η έννοια του "κοινού αγαθού"
(res publica). Αυτό αντανακλάται και στον τρόπο που (κακο) μεταχειρίστηκαν την
Ελλάδα. Είναι απολύτως σαφές ότι το βάρος του χρέους δημιουργεί χρέος. Στην
περίπτωση της Ελλάδα, η μόνη λύση θα ήταν μια αθέτηση πληρωμών (μια
"αναδιάρθρωση") που θα αφορά το μισό του χρέους που κατέχουν οι δημόσιοι
οργανισμοί, έτσι όπως επιβλήθηκε μια αντίστοιχη αθέτηση πληρωμών στους ιδιώτες
πιστωτές. (2)
Αλλά οι χώρες της Ευρωζώνης δεν είναι σε θέση
να αντιμετωπίσουν αυτή την πραγματικότητα. Έτσι θα ξαναδώσουν χρήματα. Αυτό όμως
δεν θα λύσει τίποτα, και οι περισσότεροι ειδικοί το γνωρίζουν. Ωστόσο, πέρα από
αυτό το οποίο δεν αποτελεί παρά μόνο μια προσωρινή λύση, οι ίδιες χώρες δεν
συμφωνούν ούτε και στο πόσα χρήματα θα πρέπει να δανείσουν βραχυπρόθεσμα στην
Ελλάδα. Αυτό το είδαμε στις αρχές της εβδομάδας της 19ης Νοεμβρίου. Οι χώρες
αυτές προτιμούν να μεταφέρουν την ευθύνη στο Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο.
Ο συγγραφέας αυτού του κειμένου στο παρελθόν
ήταν ιδιαίτερα επικριτικός και ασκούσε σκληρή κριτική εναντίον αυτού του
οργανισμού. (3) Ωστόσο, είναι σαφές ότι ο κανονισμός λειτουργίας του ΔΝΤ δεν του
επιτρέπει να δανείζει μια χώρα που είναι αναμφισβήτητα αφερέγγυα Από την άποψη
αυτή, το ΔΝΤ κάνει ακριβώς αυτό που θα έπρεπε να κάνει, όταν ζητά από τις χώρες
της ευρωζώνης, να αποφασίσουν μια μακροπρόθεσμη λύση για την Ελλάδα και αυτή η
λύση δεν μπορεί παρά να είναι μια μερική στάση πληρωμών.
Επιπλέον, απορρίπτονται όλες οι λογικές λύσεις,
προς όφελος εκείνων που εξυπηρετούν τα άμεσα συμφέροντα του τάδε ή του δείνα.
Αυτή η ασυνέπεια είναι το προϊόν μιας βασικής ασυνέπειας: θέλει να αποφύγει τη
χρεοκοπία, αλλά αρνείται να πληρώσει το τίμημα! Έτσι, δεν εκπλήσσει που οι
ευρωπαϊκές χώρες δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε κάποια συμφωνία, όποια κι αν
είναι, για τον προγραμματισμό των προϋπολογισμών με χρονικό ορίζοντα το 2020, ή
ένα ρεαλιστικό σχέδιο σωτηρίας της Ελλάδας.
Η διπλή αυτή αποτυχία μας δείχνει ότι η "ιδέα
της Ευρώπης" εξαντλήθηκε. Γι αυτό θα ζήσουμε με "μπαλώματα" , και θα συνεχίσουμε
ολοένα και χειρότερα μέχρι τη στιγμή που θα αναγκαστούμε να αντιμετωπίσουμε την
πραγματικότητα.
Μια πολιτική
αποτυχία
Το πρόβλημα είναι και
πολιτικό, και είχε αναδειχθεί με την ευκαιρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το
βράδυ της 22 προς 23 Νοεμβρίου. Ας παραβλέψουμε εντελώς τη "συμμαχία" μεταξύ
της γερμανίδας καγκελαρίου, κυρίας Άνγκελα Μέρκελ και του Βρετανού πρωθυπουργού
Ντέιβιντ Κάμερον, μια συμμαχία που θα μπορούσε να οδηγήσει στην απομόνωση της
Γαλλίας. Ωστόσο, η "συμμαχία" αυτή είναι στην πραγματικότητα καθαρά συγκυριακή.
Η Βρετανία επιδιώκει τον παλιό στόχο της να υποβαθμίσει την ΕΕ σε ζώνη ελεύθερων
συναλλαγών και ένα ρυθμιστικό πλαίσιο όσο το δυνατόν λιγότερο
δεσμευτικό.
Η Γερμανία, από την πλευρά της, και μ’ αυτήν
συνδέονται ως προς αυτό το σημείο χώρες, όπως η Φινλανδία, η Ολλανδία και η
Αυστρία, είναι σαφώς αντίθετη οι μεταφορές πόρων να είναι περισσότερο
δεσμευτικές. Είναι γνωστή η απόλυτη αντίθεση των ηγεσίας όλων των κομμάτων της
Γερμανίας, σε μαζικές μεταφορές, ειδικά στην Ευρωζώνη.
Η αντίθεση σε μια Ένωσης Μεταβίβασης
χρηματικών πόρων αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της γερμανικής πολιτικής, και
αυτό εξηγείται όχι μόνο λόγω της επίδρασης που οι μεταβιβάσεις αυτές θα έχουν
στη γερμανική οικονομία (4), αλλά και στα δημογραφικά στοιχεία αυτής της χώρας,
που δείχνουν μια σταδιακή μείωση του πληθυσμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Γερμανία
συμμερίζεται την άποψη της Μεγάλης Βρετανίας σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι
Γερμανοί ηγέτες συνειδητοποιούν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να είναι κάτι
διαφορετικό από μια απλή ζώνη ελεύθερων συναλλαγών. Ωστόσο, τα συμφέροντά τους
συμπίπτουν με αυτά των βρετανών στη μη δέσμευση για παροχή πρόσθετης
χρηματοδότησης στο βαθμό που γνωρίζουν πολύ καλά ότι, λόγω ανωτέρας βίας, αυτοί
θα είναι που θα συνεισφέρουν τα περισσότερα. Από αυτή τη συμμαχία οι γαλλικές
θέσεις συνάντησαν μεγάλη αντίδραση.Εδώ θα πρέπει να διαλύσουμε τις τόσο
διαδεδομένες στη γαλλική πολιτική ελίτ, ψευδαισθήσεις . Οι γάλλοι ηγέτες έχουν
την εντύπωση ότι μπορούν με ορισμένες παραχωρήσεις σε κάποια σημεία, να
καταφέρουν τους γερμανούς ηγέτες να συμβάλουν περισσότερο χρηματικά, βλέποντας
τη (σχετικά) λιγότερο άκαμπτη στάσης τους στο ζήτημα της κρίσης χρέους στην
Ευρωζώνη.
Να θυμηθούμε ότι στις πρώτες συναντήσεις για
την κρίση στις αρχές του 2010, η Γερμανία ήταν τελείως αντίθετη με τη διάσωση
της Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, οι γάλλοι ηγέτες κάνουν όχι ένα, αλλά δύο λάθη
εκτιμώντας τη γερμανική θέση. Το πρώτο λάθος είναι ότι συγχέουν την κρίση χρέους
με την κρίση ανταγωνιστικότητας. Αυτές οι δύο κρίσεις είναι διακριτές, αν και η
δεύτερη ανατροφοδοτεί συνεχώς την πρώτη. Η γερμανική θέση ήταν να κάνει
παραχωρήσεις για την κρίση χρέους, προκειμένου να αποφευχθεί μια οικονομική
καταιγίδα που θα χτυπούσε την Ευρωζώνη, αλλά να αρνηθεί να κάνει οποιαδήποτε
παραχώρηση για την κρίση ρευστότητας. Οι Γερμανοί ηγέτες κάνουν σαφή διάκριση
μεταξύ των δύο αυτών κρίσεων. Θεωρούν ότι η κρίση χρέους είναι πρόβλημα
συλλογικό, ενώ η κρίση ανταγωνιστικότητας αφορά το κάθε κράτος μέλος
ξεχωριστά!
Ετσι,από την αλλαγή της στάσης τους ως προς την
κρίση χρέους δεν μπορεί κανείς να διακρίνει, την όποια διαφοροποίηση τους ως
προς τη δομική κρίση, την ανταγωνιστικότητα.
Το δεύτερο λάθος είναι ότι αδυνατούν να
κατανοήσουν ότι η επιλογή για τη Γερμανία δεν μπορεί να είναι η πάση θυσία
διάσωση της Ευρωζώνης. Η Γερμανία πάνω απ 'όλα επιθυμεί να μην αλλάξει το
στάτους κβο (το οποίο της επιτρέπει να πραγματοποιεί τεράστια εμπορικά
πλεονάσματα του ισοζυγίου πληρωμών σε βάρος των άλλων χωρών της ευρωζώνης) . Για
να διατηρηθεί αυτό το στάτους κβο έχει ήδη συμφωνήσει ότι θα βοηθήσει, και έχει
επιτρέψει μια αμοιβαιοποίηση του χρέους – παράτο ό, τι λένε - με τη μορφή
αγοράς στη δευτερογενή αγορά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, του χρέους των
χωρών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Στην πραγματικότητα, η Γερμανία είναι
συνυπεύθυνη για τον προϋπολογισμό της ΕΚΤ από την αρχική συμβολή της σε αυτό το
όργανο. Αλλά δεν είναι έτοιμη να προχωρήσει πέρα από μια ετήσια εισφορά της
τάξης του 2% του ΑΕΠ της (50 δισ. ευρώ).
Αν ζητηθεί από τη Γερμανία να καταβάλει τα ποσά
που αναφέρθηκαν πιο πάνω, και που αντιστοιχούν στο 8% με 9% του ΑΕΠ της, για να
συνεχίσει να υπάρχει η Ευρωζώνη,η Γερμανία θα προτιμήσει να βάλει ένα τέλος στη
ζώνη του ευρώ. Εκεί που οι Γάλλοι πολιτικοί ηγέτες βλέπουν την αρχή μιας
διαδικασίας, η οποία θα μπορούσε να επεκταθεί, πρακτικά μπορεί να βρεθούν
μπροστά σε μια πολύ περιορισμένη δέσμευση της Γερμανίας.
Επομένως, η σημερινή κρίση δεν είναι μόνο
οικονομική, αν και από μόνη της αυτή η διάσταση αρκεί για να οδηγηθούμε στη
καταστροφή.
Είναι και πολιτική. Η ιδέα
μιας συμμαχίας μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας, που τόσο την υπερασπίστηκε
η προηγούμενη κυβέρνηση, βασίστηκε στην ψευδαίσθηση, που τροφοδοτείται από την
άγνοια ή τη σκοπιμότητα, ότι η κρίση της ευρωζώνης ήταν μόνο μια κρίση
χρέους.
Αν έτσι ήταν, είναι πιθανό ότι θα μπορούσε να
βρεθεί το έδαφος για μια σταθερή συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών. Αλλά η κρίση του
ευρώ είναι πρωτίστως μια κρίση που προκύπτει από την ετερογένεια των οικονομιών,
μια ετερογένεια η οποία αυξάνει φυσικά σε ένα σύστημα με ενιαίο νόμισμα και
ενιαία νομισματική πολιτική, ακόμη και εν απουσία μαζικής μεταφοράς χρημάτων,
και που οδηγεί σε μια πιο σοβαρή κρίση ανταγωνιστικότητας, η οποία με τη σειρά
της οδηγεί σε αύξηση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού.
Σε αυτό το σημείο, οι αντίστοιχες θέσεις της
Γαλλίας και της Γερμανίας αποκλίνουν αυθόρμητα, και αυτό η νέα κυβέρνηση της
Γαλλίας το σημείωσε.Οταν όμως προσπάθησε να συγκεντρώσει γύρω της τις χώρες που
αντιμετωπίζουν προβλήματα, αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη συμμαχία, προσωρινή μεν,
αλλά επίφοβη,Γερμανίας και Βρετανίας.
Στην πραγματικότητα, εντός της ευρωζώνης η
Γερμανία μπορεί πάντα να βρει συμμάχους και να χαράξει μια στρατηγική εξόδου,
τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Η Γαλλία είναι αυτή που σε τελευταία ανάλυση, όπως
λένε οι πιλότοι των μαχητικών είναι "out of power, out of altitude and out
of idea »" (το οποίο σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει "ανίσχυρη, στάσιμη, και
άνευ ιδεών") . Ο Φρανσουά Ολάντ πρέπει να καταλάβει ότι υπό τις παρούσες
συνθήκες, η μόνη δυνατότητα που έχει η Γαλλία είναι να θέσει τη Γερμανία μπροστά
στην επιλογή να προχωρήσει προς μια ομαλή διάλυση της Ευρωζώνης στην οποία
αναμφίβολα θα χάσει σίγουρα κάποια από τα οφέλη της, ή σε μια άτακτη έκρηξη στην
οποία η Γερμανία θα έχει πολύ περισσότερα να χάσει.
Μια συμβολική
αποτυχία
Οι αποτυχίες, τόσο οι
οικονομικές όσο και οι πολιτικές της περασμένης εβδομάδας, αποκαλύπτουν,
προφανώς, μια μεγαλύτερη συμβολική αποτυχία. Σήμερα, υπάρχει κανείς που
εξακολουθεί να πιστεύει στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Η ανάλυση των τελευταίων δημοσκοπήσεων που
δημοσιεύτηκαν τον Ιούνιο και το Νοέμβριο μας οδηγούν σε ένα αδιαμφισβήτητο
συμπέρασμα. Η απώλεια εμπιστοσύνης στην ικανότητα της ΕΕ να παράγει κάτι θετικό
για τους λαούς είναι τεράστια. Ποτέ ο Ευρωσκεπτικισμός δεν ήταν τόσο ισχυρός,
όχι μόνο στη Βρετανία αλλά και στη Γαλλία και στην ίδια τη Γερμανία. Σύμφωνα με
το Ευρωβαρόμετρο, μια δημοσκόπηση που πραγματοποιείτε σε τακτική βάση σε όλες
τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (5), το ποσοστό εμπιστοσύνης για την Ευρωπαϊκή
Ένωση έχει μειωθεί στο 31%. Το 28% των ερωτηθέντων εκφράστηκε "πολύ αρνητικά"
για την ΕΕ, και το 39% δεν εξέφρασε καμία άποψη. Το πιο εντυπωσιακό ήταν η
εξέλιξη των αποτελεσμάτων χρονικά. Οι αρνητικές γνώμες από 15% το φθινόπωρο του
2009 αυξήθηκαν στο 28% την άνοιξη του 2012, ενώ την ίδια περίοδο οι ευνοϊκές,
από το 48% πήγαν στο 31%.
Υπάρχουν όμως και χειρότερα :
το 51% των ερωτηθέντων δεν αισθάνονται αλληλέγγυοι με τις άλλες χώρες που
περνάνε κρίση.
(Σε γενικές γραμμές, η
γνώμη σας για την ΕΕ είναι πολύ θετική, αρκετά θετική, ουδέτερη, αρκετά αρνητική
ή πολύ αρνητική;)
Με άλλα λόγια, η πολιτική της
ΕΕ έχει αύξηση την αμοιβαία δυσπιστία, κάτι το οποίο θα έπρεπε κανονικά να
πολεμήσει. Και είναι προφανές ότι η απώλεια εμπιστοσύνης στην ΕΕ και τα θεσμικά
της όργανα τείνει να γενικευτεί. Τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από
αυτό;
Επομένως, αυτό που τίθεται σε αμφισβήτηση είναι
η συνολική αξιοπιστία της ΕΕ , οπότε, οι στρατηγικές των ευρωπαϊστών γίνονται
λιγότερο αποτελεσματική.
Οι στρατηγικές αυτές στηρίζονται στα εξής: α)
σε μια απονομιμοποίηση των αρνητικών κριτικών, καθώς τις συνδέουν με την
κατηγορία των "ανίδεων" που υποτίθεται ότι αδυνατούν να κατανοήσουν τη θετική
συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης β) στην αιτιολογία ότι αυτά τα όχι και τόσο
ενθαρρυντικά αποτελέσματα οφείλονται πολύ απλά στις αντικειμενικές δυσκολίες που
προκάλεσε η κρίση.
Όσον αφορά το πρώτο, μπορούμε να πούμε πολλά.
Μπορούμε να διακρίνουμε αμέσως τις ομοιότητες μεταξύ του επιχειρήματος αυτού και
τα επιχειρήματα του δέκατου ένατου αιώνα που συνηγορούσαν υπέρ του δικαιώματος
ψήφου με εισοδηματικά κριτίρια αφού τα άτομα με πολύ μικρά εισοδήματα, γενικά,
δεν διέθεταν ανώτερη παιδεία και θεωρούνταν εγγενώς ακατάλληλα να κρίνουν ένα
πρόγραμμα που είναι κάτι το "σύνθετο". Στην πραγματικότητα, το επιχείρημα αυτό
δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από ένα εξορθολογισμό της αντιδημοκρατικης
πορείας στην οικοδόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2005.
Το δεύτερο επιχείρημα έχει μια δόση αλήθειας.
Είναι σαφές ότι ο αντίκτυπος της κρίσης έχει αλλάξει τις προτιμήσεις των ατόμων.
Αλλά η εξήγηση αυτή στρέφεται εναντίον αυτών των Ευρωπαϊστών αφού η Ευρωπαϊκή
Ένωση απέτυχε να προστατεύσει τους ανθρώπους από τις συνέπειες της κρίσης; Στην
πραγματικότητα, η κρίση λειτουργησε ως δείκτης ανάδειξης των αδυναμίιών και των
ελλείψεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Υπάρχει και ένα τρίτο επιχείρημα, το οποίο
χρησιμοποιείται ανά διαστήματα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να εμποδίσει την
επιστροφή στις ενδοευρωπαϊκές συγκρούσεις των προηγούμενων αιώνων. Αυτό όμως
είναι λάθος, και από τεχνική και από ιστορική πλευρά.
Από τεχνική άποψη, η ΕΕ δεν κατάφερε να
αποτρέψει τις συγκρούσεις στα Βαλκάνια, και η επίλυσή τους οφείλεται πολύ
περισσότερο στο ΝΑΤΟ παρά στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ιστορικά, τα δύο πιο σημαντικά
γεγονότα η γαλλο-γερμανική συμφιλίωση και η πτώση του Τείχους του Βερολίνου δεν
είναι σε καμία περίπτωση προϊόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έτσι, όπως βλέπουμε, με τη
σημερινή της πολιτική, η ΕΕ τροφοδοτεί την επιστροφή μισητών αντιθέσεων, τόσο
μεταξύ χωρών (Ελλάδα και Γερμανία, αλλά και Πορτογαλία ή Ισπανία και Γερμανία)
όσο και στο εσωτερικό τους (Ισπανία με Χώρα των Βάσκων και την Καταλονία και
στο Βέλγιο). Αυτή η συμβολική αποτυχία βραχυπρόθεσμα είναι σίγουρα το πιο
σοβαρό, δεδομένου ότι επηρεάζει την αντιπροσώπευση των λαών. Αν η πολιτική
αποτυχία και η οικονομική αποτυχία δείχνουν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δυσκολεύεται
να προχωρήσει, η συμβολική αποτυχία, η οποία αναδεικνύεται από τις πρόσφατες
δημοσκοπήσεις, ανοίγει το δρόμο στον ριζοσπαστισμό της κοινής γνώμης σε ένα
σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.
Να αντλήσουμε διδάγματα
από την εξάντληση ενός ευρωπαϊκού σχεδίου
Τώρα καθίσταται αναγκαίο
να εργαστούμε χωρίς παραχωρήσεις για ένα απολογισμό του έργου του έργου που
παράγεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και το οποίο μέχρι σήμερα έχει σαφώς
αποτύχει. Αυτό δεν σημαίνει ότι ολόκληρο το ευρωπαϊκό εγχείρημα είναι
καταδικασμένο σε αποτυχία. Αλλά για μία ακόμα φορά, δεν θα πρέπει να ταυτίσουμε
την Ευρώπη με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι σαφές ότι ορισμένες χώρες εκτός ΕΕ
ενδιαφέρονται να υπάρχει μια ισχυρή και ευημερούσα Ευρώπη. Οι περιπτώσεις της
Ρωσίας και της Κίνας βγάζουν μάτια. Επιπλέον, η Ρωσία είναι και αυτή μια
ευρωπαϊκή χώρα, αν και δεν είναι αποκλειστικά ευρωπαϊκή.
Μπορούμε λοιπόν να σκεφτούμε ένα ευρωπαϊκό
σχέδιο που να περιλαμβάνει όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των χωρών που
σήμερα δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ούτε φιλοδοξούν να γίνουν.Το
σχέδιο αυτό πρέπει να βασίζεται σε πρωτοβουλίες Βιομηχανικές, Επιστημονικές και
Πολιτιστικές, ο αρχικός πυρήνας του οποίου μπορεί να μεταβάλεται, αλλά για να
προχωρήσει θα πρέπει να αναθεωρηθούν μια σειρά από κανόνες και κανονισμοί της
Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, θα
πρέπει να πάψει να υπάρχει το ευρώ.Η διάλυση του ευρώ, αν γίνει συντονισμένα στις χώρες
μέλη της Ευρωζώνης, θα αποτελέσει από μόνη της ένα εργαλείο ευρωπαϊκό, και θα
μπορούσαν άμεσα να οικοδομηθούν μηχανισμοί διαβούλευσης και συντονισμού που θα
διασφαλίζουν ότι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες των εθνικών νομισμάτων δεν θα
αυξομειώνονται ακανόνιστα, αλλά με βάση τις βασικές παραμέτρους της
οικονομίας.
Η διαδρομή απαιτεί θάρρος, μιας και οι
σημερινοί ηγέτες ορισμένων χωρών είναι οι άμεσοι κληρονόμοι των "ιδρυτών" της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά όλη αυτή η κληρονομιά θα πρέπει δια μιας να
εκκαθαριστεί! Αν αρνηθούν να το πράξουν σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές χώρες θα
μπουν σε μια νέα ιστορική φάση βίαιων αντιπαραθέσεων, τόσο εσωτερικών όσο και
εξωτερικών, μια φάση που προετοιμάζεται.
Αν αληθεύει ότι "η ιδέα της Ευρώπης" είναι
κομιστής ειρήνης,τότε η συνέχιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη σημερινή της μορφή
δεν μπορεί παρά να είναι μια πηγή συγκρούσεων όλοένα και πιο βίαιων.
Σημειώσεις
(1) Jacques Sapir,
“Le coût du fédéralisme dans la zone Euro“ – Το κόστος του
φεντεραλισμού στην Ευρωζώνη”, άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα
“Russeurope”, στις 10/11/2012, URL: http://russeurope.hypotheses.org/453
(2) Jacques Sapir,
“Grèce: seule l’annulation de la dette peut apporter un début de
solution“ – Ελλάδα: μόνο η διαγραφή του χρέους μπορεί να
αποτελέσει την αρχή για μια λύση", άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα
"Russeurope", στις 20/11 / 2012 URL: http://russeurope.hypotheses.org/522
(3)
Jacques Sapir, Le Krach Russe, La découverte, Paris,
1998. Idem, Les Économistes contre la Démocratie, Albin Michel, Paris,
2002. Idem, “Le FMI et la Russie: conditionnalité
sous influences”, in Critique Internationale, n°6,
Hiver 2000, pp. 12-19.
(4) Ο Patrick
Artus, La solidarité avec les autres pays de la zone euro est-elle
incompatible avec la stratégie fondamentale de l’Allemagne : rester compétitive
au niveau mondial ? La réponse est
oui, Flash Économie, NATIXIS, n° 508,
17 juillet 2012. –Η αλληλεγγύη με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης είναι
ασυμβίβαστη με τη βασική στρατηγική της Γερμανίας να παραμείνει ανταγωνιστική σε
παγκόσμιο επίπεδο; Η απάντηση
είναι
ναι! "Flash Économie, Natixis, n ° 508, 17 Ιουλίου2012.
(5) Eurobaromètre
Standard 77, L’opinion publique dans l’union européenne, Commission
européenne, Direction générale Communication, Ιούλιος
2012, URL : http://ec.europa.eu/public_opinion/archives/eb/eb77/eb77_first_fr.pdf