Η τυφλή γοητεία του νεοναζισμού
- Η τυφλή γοητεία του
νεοναζισμού
- Η στάση της ελληνικής δικαιοσύνης απέναντι
στα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής. Δικηγόροι μιλούν για το αντιδραστικό πρόσωπο του
μηχανισμού απονομής δικαιοσύνης
- Φασίστες γρονθοκοπούν βουλευτές. Μηχανοκίνητα
τάγματα θανάτου ενός ορατού παρακράτους σπέρνουν το θάνατο σε γειτονιές. Γνωστά
μέλη νεο-ναζιστικών, εγκληματικών οργανώσεων προαναγγέλλουν με κάθε λεπτομέρεια
τις επιθέσεις τους. Περιστατικά, που θα θεωρούνταν δεδομένα μόνο σε ένα αμιγώς
φασιστικό καθεστώς, πραγματοποιούνται σε καθημερινή βάση στην Ελλάδα του 2012.
Πολύ λιγότερη προσοχή όμως έχει δοθεί στην «ασυλία» που φαίνεται να απολαμβάνουν
τα μέλη της Χρυσής Αυγής μέσα στις αίθουσες των ελληνικών δικαστηρίων. Δυστυχώς
μεγάλο μέρος της σχετικής συζήτησης αναλώθηκε πρόσφατα στις περίφημες αναβολές
που λαμβάνουν οι κατηγορούμενοι της Χ.Α με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την
περίπτωση Κασιδιάρη. Η εικόνα αυτή όμως, όπως επισημαίνουν στο Unfollow αρκετοί
δικηγόροι, είναι όχι μόνο στρεβλή αλλά και επικίνδυνη. «Οι καθυστερήσεις των
δικών» μας εξηγεί η δικηγόρος Κλειώ Παπαντολέων «είναι ένα χρόνιο και παγιωμένο
φαινόμενο στην ελληνική δικαιοσύνη για το οποίο άλλωστε η χώρα μας έχει πολλάκις
καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου… αλλά από αυτό
δεν προκύπτει κάποια σκοπιμότητα». Η σχετική συζήτηση, συμπληρώνει ο δικηγόρος
Κωστας Παπαδάκης, μπορεί να μετατραπεί σε μπούμερανγκ και να πλήξει το βασικό
δικαίωμα της αναβολής – ένα από τα ελάχιστα όπλα που έχει στη διάθεση του ένας
κατηγορούμενος απέναντι στην «ποινική δικαστική εξουσία» της έδρας. «Οι
δικαστές» συμπληρώνει και η δικηγόρος Αντωνία Λεγάκη «ανεβαίνουν στην έδρα με
την αντίληψη της τηλεόρασης» που μιλά για την απειλή των αδίωκτων κουκουλοφόρων
και των γνωστών αγνώστων. Σε αυτές τις περιπτώσεις λοιπόν η αναβολή μπορεί να
προστατεύσει τον κατηγορούμενο από την κυρίαρχη προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης
και των μηχανισμών καταστολής.
- Άρης
Χατζηστεφάνου
Το πρόβλημα λοιπόν δεν εντοπίζεται στην αναβολή
μιας δικαστικής διαδικασίας αλλά στην… πραγματοποίησή της. Η πρόσφατη περίπτωση της Βέροιας, όπου δικαστήριο αθώωσε επτά από τα
οκτώ μέλη της Χρυσής Αυγής για την επίθεση σε καφενείο ενώ καταδίκασε το θύμα
της επίθεσης έφερε στο προσκήνιο το μέγεθος του προβλήματος. Ύστερα από μια
μαραθώνια διαδικασία 11 ωρών το δικαστήριο θυμήθηκε ότι το θύμα δεν είχε
καταθέσει το σχετικό παράβολο (αφού η αστυνομία «ξέχασε» να του το ζητήσει) ενώ
αρνήθηκε να λάβει υπόψη του βίντεο από κάμερα παρακείμενης τράπεζας που θα
αποδείκνυε τα δολοφονικά χαρακτηριστικά της επίθεσης.
Η επιείκεια βέβαια της ελληνικής δικαιοσύνης
στα εγκλήματα νεοναζιστικών οργανώσεων είναι γνωστή εδώ και δεκαετίες, με
χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την περίπτωση
Κουσουρή. Όσοι βρέθηκαν τότε στην αίθουσα του δικαστηρίου θυμούνται τις
ομάδες των Χρυσαυγιτών να κυριαρχούν με φωνές και συνθήματα και τους δικαστές να
αποχωρούν με σκυμμένο το κεφάλι από την πλαϊνή πόρτα. Όταν έφτασε η ώρα της
έφεσης αυτό το σκύψιμο του κεφαλιού μετατράπηκε σε σημαντική μείωση των ποινών
που οδήγησε τελικά στην απελευθέρωση του Περίανδρου.
Έκτοτε η φαρέτρα της ελληνικής δικαιοσύνης
οπλίστηκε με σειρά ρυθμίσεων τις οποίες θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει εναντίον
των εγκλημάτων μίσους. Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων όμως η
«τυφλή» δικαιοσύνη βρίσκει το στόχο της μόνο όταν θέλει να χτυπήσει διαδηλωτές
και απεργούς.
Όπως φαίνεται η Χρυσή Αυγή αποτελεί τον
μοναδικό χώρο στον οποίο δεν ασκούνται αυτεπάγγελτες διώξεις όταν προαναγγέλλει
κάποια επίθεση. Έτσι ενώ εκατοντάδες νέοι άνθρωποι προσάγονται προληπτικά πριν
από κάθε μεγάλη διαδήλωση, πληρώνοντας ακριβά τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, τα
μέλη της Χ.Α κυκλοφορούν ελεύθερα ακόμη και όταν απειλούν ανοιχτά με οργανωμένες
δολοφονικές επιθέσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο υποψήφιος της Χ.Α, Γιάννης
Λαγός, είχε προαναγγείλει την επίθεση στους
Αιγύπτιους ψαράδες στο Πέραμα, με δηλώσεις που κυκλοφορούσαν στο
διαδίκτυο, αλλά ουδέποτε ασκήθηκε αυτεπάγγελτη δίωξη εναντίον του, όπως
προβλέπει ο νόμος. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για τις απειλές των χρυσαυγιτών
εναντίον των νόμιμων καταστηματαρχών της Νίκαιας και πολύ περισσότερο για τις
απειλές επιθέσεων σε νοσοκομεία και βρεφονηπιακούς σταθμούς.
Την ίδια περίοδο βέβαια ο Εισαγγελέας
πρωτοδικών Γιάννης Δραγάτσης κινήθηκε με αστραπιαία ταχύτητα εναντίον του
«Ιφικράτη», κατά κόσμον Απόστολου Αμυρά, ασκώντας ποινική δίωξη για πρόκληση σε
τέλεση κακουργήματος σχετικά με τις δηλώσεις του μέσω διαδικτύου με τις οποίες
καλούσε τους πολίτες σε αντάρτικο πόλεων. Όποια γνώμη και αν έχει κανείς για τη
σοβαρότητα των συγκεκριμένων απειλών (και πολύ περισσότερο του συγκεκριμένου
προσώπου) είναι τουλάχιστον προφανές ότι η δίωξη λειτούργησε προς όφελος της ΝΔ
που επιχειρούσε να συνδέσει, χωρίς κανένα στοιχείο, τον Αμυρά με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αντίθετα μια προληπτική δίωξη εναντίον της Χ.Α για ρατσιστικά εγκλήματα μίσους
ενδέχεται να έβλαπτε την προεκλογική εκστρατεία των πάλαι ποτέ «μεγάλων
κομμάτων» που χρησιμοποιούσαν κατά κόρον το χαρτί της ξενοφοβίας.
Πέρα από το να αγνοεί τις προαναγγελθείσες
επιθέσεις η ελληνική δικαιοσύνη έχει το δικό της τρόπο να κρίνει τα
χαρακτηριστικά της ίδιας της οργάνωσης, γεγονός που επηρεάζει και τις ποινές που
τελικά επιβάλλονται . Η Χρυσή Αυγή αποτελεί μια οργάνωση με συγκεκριμένη
ιεραρχία και δομή, διαρκή δράση και συνολικό σχεδιασμό. Σε συνδυασμό με τα
βεβαιωμένα περιστατικά δολοφονικών επιθέσεων αποτελεί τον ορισμό της
εγκληματικής οργάνωσης και συνεπώς οι πράξεις των μελών της έχουν κακουργηματικό
χαρακτήρα. Κανένα δικαστήριο όμως δεν έχει χαρακτηρίσει τη συγκεκριμένη οργάνωση
ως εγκληματική ενώ αντίθετα ο ίδιος χαρακτηρισμός δίνεται πολύ εύκολα σε άτομα
του αντιεξουσιαστικού χώρου που τυχαίνει να βρίσκονται σε… παρέα μεγαλύτερη των
τεσσάρων ατόμων. Φτάνουμε έτσι στην κωμικοτραγική κατάσταση, όπως επισημαίνει
στο Unfollow η δικηγόρος Αντωνία Λεγάκη, να κατηγορούνται σαν μέλη εγκληματικών
οργανώσεων άνθρωποι που απλώς καταλαμβάνουν ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο και όχι
τα μέλη της Χ.Α.
Αρκεί άλλωστε να διαβάσει κανείς το
κατηγορητήριο που σχηματίζεται για άτομα του αντιεξουσιαστικού χώρου και για
μέλη της Χ.Α και για να καταλάβει τις πολιτικές προκαταλήψεις που κυριαρχούν στο
χώρο της δικαιοσύνης. Ενώ στην πρώτη περίπτωση συναντάς χαρακτηρισμούς όπως
αναρχικοί, αντιεξουσιαστές κτλ κανένας χρυσαυγίτης δεν έχει χαρακτηριστεί
φασίστας ή νεοναζιστής. Πρόκειται και στις δυο περιπτώσεις για «φρονηματικές
καταγραφές» τις οποίες όμως οι εισαγγελείς και οι δικαστές κρατούν μόνο για τις
κινηματικές δράσεις και όχι για τα εγκλήματα του φασιστικού
παρακράτους.
Εκτός όμως ότι αγνοεί τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της Χ.Α ως οργάνωσης η ελληνική δικαιοσύνη φαίνεται να αγνοεί και
τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εγκλημάτων των μελών της. Όπως προκύπτει και από
πρόσφατη έκθεση της Human Right
Watch η Χ.Α και άλλα φασιστικά μορφώματα συνεχίζουν ανενόχλητα το
εγκληματικό τους έργο λόγω της αδυναμία της ελληνικής δικαιοσύνης να
προσδιορίσει τις επιθέσεις της ως ρατσιστικές. Η αντιρατσιστική νομοθεσία που
εισήχθη το 2008 δίνει τη δυνατότητα στους δικαστές να επιβάλλουν την ανώτατη
ποινή που αντιστοιχεί σε κάθε σχετικό έγκλημα. Μέχρι σήμερα όμως – προς μεγάλη
ικανοποίηση της Χρυσής Αυγής – η ρύθμιση αυτή δεν έχει χρησιμοποιηθεί ούτε μια
φορά. Να σημειωθεί ότι η εισαγγελία Αθηνών δήλωσε ότι ερευνούσε εννέα
περιστατικά εγκλημάτων μίσους για το 2011 τη στιγμή οι Γιατροί του Κόσμου και η
ΜΚΟ Πράξις είχαν περιθάλψει περίπου 500 θύματα ρατσιστικών επιθέσεων μόνο στο
πρώτο εξάμηνο του 2011. «Οι εισαγγελείς και τα δικαστήρια απέτυχαν να ασκήσουν
διώξεις απέναντι στην ρατσιστική και ξενοφοβική βία… παρά το γεγονός ότι είχαν
στη διάθεσή τους όλα τα νομικά εργαλεία» κατέληγε η έκθεσή της HRW χωρίς
προφανώς να ιδρώσουν πολλά δικαστικά και εισαγγελικά αυτιά.
Σε αυτή την πρωτοφανή ανοχή απέναντι στη
νεοναζιστική οργάνωση η ελληνική δικαιοσύνη μπορεί, όπως φαίνεται, να στηρίζεται
και στην αγαστή συνεργασία της ελληνικής αστυνομίας. Οι ανακοινώσεις της Γενικής
Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής για τις δολοφονικές επιθέσεις της Χ.Α εναντίον
μεταναστών συνήθως αποκρύπτουν σημαντικά στοιχεία με τα οποία αποδεικνύεται η
δράση μιας εγκληματικής οργάνωσης και όχι μιας απλής ομάδας «αγανακτισμένων
πολιτών». Ακόμη όμως και όταν όλα τα στοιχεία είναι μπροστά στα μάτια της
δικαιοσύνης αυτή θυμάται αίφνης ότι είναι… τυφλή. Χαρακτηριστικό ήταν το
παράδειγμα του δελτίου Τύπου που εξέδωσε η ΓΑΔΑ στις αρχές Ιουνίου
αναφέροντας ότι: «Την 21.30΄ ώρα περίπου χθες (1-6-2012) στη συμβολή των οδών
Πειραιώς και Θράκης στον Ταύρο, ομάδα ατόμων, που φορούσαν κράνη και συμμετείχαν
σε μηχανοκίνητη (δίκυκλη) πορεία, η οποία ξεκίνησε από τα γραφεία συγκεκριμένου
πολιτικού χώρου, επιτέθηκαν και τραυμάτισαν 31χρονο αλλοδαπό». Το γεγονός ότι η
ΕΛ.ΑΣ δεν κατονομάζει τον «πολιτικό χώρο» αποτελεί από μόνο του ένα θέμα (θα
μπορούσαν άραγε τα τάγματα θανάτου να εφορμούν από τα γραφεία των Οικολόγων
Πράσινων;). Η τραγωδία της υπόθεσης όμως είναι ότι η ελληνική δικαιοσύνη είχε
στα χέρια της μια ακριβή περιγραφή της δράσης σύγχρονων ταγμάτων θανάτου και
προτίμησε να αγνοήσει και αυτό το φασιστικό πογκρόμ.
Η υπόθεση λαμβάνει για αρκετούς δικηγόρους
εξοργιστικές διαστάσεις αν αναλογιστεί κανείς τα νομικά «υπερόπλα» που έχουν στη
διάθεσή τους οι εισαγγελικές και δικαστικές αρχές αλλά και την ευκολία με την
οποία τα χρησιμοποιούν εναντίον κάθε κινηματικής διαδικασίας. Όπως εξηγεί στο
Unfollow η δικηγόρος Κλειώ Παπαντολέων «αυτό που συζητάει όλος ο νομικός κόσμος
είναι ότι δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ η αντιτρομοκρατική νομοθεσία σε βάρος των
μελών αυτής της ομάδας που με συστηματικότητα, δομή, οργάνωση και στρατιωτική
πειθαρχία διαπράττει σοβαρά κακουργήματα, τα οποία μάλιστα τελούνται με
ιδιαίτερη σκληρότητα και πάντα με τον ίδιο τρόπο». Πρόκειται, όπως επισημαίνει η
ίδια για «αυτεπαγγέλτως διωκόμενες πράξεις για ορισμένες από τις οποίες υπάρχει
οπτικοακουστικό υλικό που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο (όπως στην περίπτωση του
περιστατικού στο μετρό)». Πρόκειται βέβαια για την ίδια ελληνική δικαιοσύνη η
οποία μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 κατέφυγε στην αντιτρομοκρατική
νομοθεσία εναντίον ανήλικων μαθητών στη Λάρισα.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν για τη στάση της
ελληνικής δικαιοσύνης απέναντι στο νεο-ναζισμό ξεπερνούν προφανώς τα όρια αυτού
του κειμένου. Έχουν μετατραπεί τα ελληνικά δικαστήρια σε παράμάγαζο ή έστω σε
πλυντήριο ενός παρακρατικού μηχανισμού; Το ανέκδοτο που κυκλοφορεί ότι αρκετοί
από τους σημερινούς δικαστές θα χαρακτήριζαν τη δολοφονία Λαμπράκη σαν τροχαίο
δυστύχημα είναι ίσως ενδεικτικό της απάντησης που δίνει ένα μεγάλο μέρος της
κοινωνίας. Το πρόβλημα όμως δεν λύνεται με απλούς αφορισμούς. Για την Α. Λεγάκη
η στάση της ελληνικής δικαιοσύνης είναι απότοκο ενός μηχανισμού ο οποίος είναι
πολύ πιο «αδιαφανής και αντιδραστικός ακόμη και από τους πολιτικούς
προϊσταμένους του». Για τον Κ.Παπαδάκη η συνολική εικόνα θα ήταν πολύ πιο σαφής
εάν αντικαθιστούσαμε τον όρο δικαιοσύνη με τον όρο «ποινική δικαστική εξουσία».
Πράγματι ίσως τότε να μπορούσαμε πολύ πιο εύκολα να διαβάσουμε ανάμεσα στις
γραμμές των δικαστικών αποφάσεων τις προθέσεις ενός ολόκληρου πολιτικού
συστήματος που επιθυμεί να διατηρεί την Χρυσή Αυγή στα όρια της νομιμότητας. Ένα
πολύτιμο εργαλείο που οικοδομείται εδώ και χρόνια από τις οικονομικές, πολιτικές
και μιντιακές ελίτ και κανένας δικαστήριο δεν φαίνεται μέχρι στιγμής
διατεθειμένο να αχρηστεύσει.
Άρης
Χατζηστεφάνου