Βραζιλία: Σπάζοντας στο δρόμο τους δεσμούς με το αποικιακό παρελθόν
- Βραζιλία: Σπάζοντας στο δρόμο
τους δεσμούς με το αποικιακό παρελθόν
- Βραζιλία: Μια διαμαρτυρία που ξεκίνησε από την
αύξηση της τιμής των εισιτηρίων στα δημόσια μέσα μεταφοράς και την αντίθεση στις
προκλητικές δαπάνες για το Μουντιάλ του 2014 και πολύ γρήγορα υπερέβη τα
αιτήματα αυτά. Σε μια προσπάθεια να καταλάβουμε τον χαρακτήρα της εξέγερσης (και
ενώ την Τετάρτη έγινε γνωστό ότι η αύξηση της τιμής των εισιτηρίων ακυρώνεται,
μετά τις διαμαρτυρίες), δημοσιεύουμε με μικρές περικοπές το άρθρο της
βραζιλιάνας Betty Martins (δημοσιεύθηκε στο www.opendemocracy.net, με
τίτλο «Confronting disorder in Brazil», 19.6).H συγγραφέας έχει κάνει σπουδές
τέχνης και πολιτισμικής διαχείρισης και ασχολείται με την καλλιτεχνική
εκπαίδευση κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων στη Βραζιλία. Έχει ιδρύσει τον
οργανισμό D-AEP.org. Γεννήθηκα στον Σάο Πάολο, την έβδομη μεγαλύτερη πόλη του
κόσμου. Το Λονδίνο, όπου μένω, μοιάζει ακόμα στα μάτια μου σαν χωριό, όπου μπορώ
να ζω όπως θέλω, να απολαμβάνω την ελευθερία μου (βέβαια, υπάρχουν σοβαρά
ζητήματα με την πολιτική της Μ. Βρετανίας, αλλά δεν θα σταθώ σ’ αυτά σε τούτο το
άρθρο). Πραγματικά νιώθω ελεύθερη στην καθημερινότητά μου εδώ.
- Της
Μπέττυ Μάρτινς
Η βραζιλιάνικη κουλτούρα είναι ποικιλοτρόπως
βουτηγμένη στη διαφθορά και τη βία. Η διαφθορά είναι ενσωματωμένη στη
συνείδησή μας: είναι παρούσα στην καθημερινότητα σε τέτοιο βαθμό ώστε καταντάει
μια κανονικότητα, μια επικίνδυνη κανονικότητα. Επιπλέον, ψηλαφώντας την
πολιτισμική μνήμη της χώρας, εύκολα διακρίνει κανείς τα ίχνη της αποικιοκρατίας,
τα οποία πολλές φορές βυθίζουν τον κόσμο σε αυτό που ο βραζιλιάνος παιδαγωγός
και φιλόσοφος Πάουλο Φρέιρε όρισε ως «κουλτούρα της σιωπής». Μια κουλτούρα
σιωπής δεν σκέφτεται, δεν παράγει. Μια κουλτούρα σιωπής καταναλώνει τα πάντα στο
πέρασμά της και αναπαράγει τα ίδια συμπτώματα ξανά και ξανά.
Νιώθω μεγάλη χαρά βλέποντας, έστω από απόσταση,
τους Βραζιλιάνους να βγαίνουν στον δρόμο μαζικά και να αγωνίζονται για έναν
κοινό σκοπό. Σίγουρα υπάρχουν παλιοί αγωνιστές που παλεύουν εδώ και χρόνια, και
νιώθω τυχερή που γνωρίζω κάποιους από αυτούς. Αλλά εκείνο που συμβαίνει τώρα
είναι κάτι διαφορετικό. Ίσως, τώρα, μια νέα γενιά σπάει επιτέλους τους δεσμούς
με το αποικιακό παρελθόν. Ίσως αυτή η γενιά είναι πιο ελεύθερη από τη δική μου.
Ίσως αυτό που έκανε τη διαφορά είναι τα κοινωνικά δίκτυα, τα αποκεντρωμένα
social media, τα οποία μέχρι τώρα τουλάχιστον ελέγχονται από τους ίδιους τους
πολίτες. Ναι, μπορεί μέσα από αυτά να γινόμαστε αντικείμενο παρακολούθησης, αλλά
μπορούμε και να παρεμβαίνουμε. Αυτό το οποίο πρέπει να μάθουμε να
διαχειριζόμαστε πλέον είναι ίσως το ζήτημα της εξουσίας. Απ’ ό,τι φαίνεται δεν
τα ’χουμε πάει άσχημα μέχρι τώρα. Ναι, υπάρχει το #NSA (το σκάνδαλο
παρακολούθησης τηλεφώνων από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ), αλλά έχουμε και
την Άνοιξη των λαών, την Αραβική, την Ευρωπαϊκή και την Τουρκική, στη Βόρεια και
τη Λατινική Αμερική, καθώς και τα συλλογικά κινήματα που οδηγούν σε μια
παγκόσμια κοινωνική αφύπνιση και αλλαγή.
Ωστόσο, βλέπω επίσης την Βραζιλία που θυμάμαι:
την παλιά Βραζιλία, με τις παραδοσιακές μιλιταριστικές της τακτικές. Και η παλιά
Βραζιλία δεν είναι μόνο αυτή της αστυνομίας· το πιο επικίνδυνο μιλιταριστικό
εργαλείο είναι τα παραδοσιακά της μέσα ενημέρωσης. Όπως και στην Τουρκία, η
κατηγορία που εμφανίζεται πιο συχνά στους τίτλους των ειδήσεων είναι «ο
βανδαλισμός». Τα μέσα ενημέρωσης, ως συνήθως, κάνουν πολύ επιτυχημένα αυτό που
ξέρουν να κάνουν καλύτερα: διαίρει και βασίλευε. Αρχίζουν έτσι να εμφανίζονται
κάποια οργισμένα σχόλια σχετικά με τους «βανδαλισμούς» στις διαδηλώσεις, που
επισκιάζουν βέβαια τα πραγματικά διακυβεύματα. Η μεσαία τάξη, λένε, της
Βραζιλίας, η οποία ζει σε ένα τελείως διαφορετικά σύμπαν, αγανακτεί με αυτούς
που διαμαρτύρονται ενάντια στην αύξηση του εισιτηρίου των δημοσίων συγκοινωνιών
κατά 0,20 λεπτά — στη Βραζιλία, η απόσταση μεταξύ των τάξεων είναι
τεράστια: ένας άνθρωπος της μεσαίας τάξης δεν θα καταδεχόταν ποτέ να
χρησιμοποιήσει τα δημόσια μέσα μεταφοράς.
Έχω μιλήσει με ανθρώπους που συμμετέχουν στις
διαδηλώσεις:
«Ήμασταν περίπου 15.000 και όχι 5.000, όπως
είπαν τα καθεστωτικά μέσα».
«Ήταν ξεκάθαρο ότι η αστυνομία σκόπευε να μας
διαλύσει ό,τι και να κάναμε. Όταν η πορεία πλησίασε στην πλατεία Ρούσβελτ άρχισε
να χτυπάει βίαια τον κόσμο, αδιακρίτως και τελείως απρόκλητα».
«Τα μήντια προσπαθούν να παρουσιάσουν τους
διαδηλωτές σαν εγκληματίες. Αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν λίγο δυσκολότερα
γι’ αυτούς, αφού μπορούσαμε μέσω του ίντερνετ και των κοινωνικών δικτύων να
πούμε τη δική μας εκδοχή της ιστορίας… Όλοι οι τηλεπαρουσιαστές, ταυτόχρονα,
επιτίθονταν στους διαδηλωτές μιλώντας για βανδάλους. Μόνο όταν ήταν πια απολύτως
αδύνατον να στηρίξουν αυτόν τον ισχυρισμό άρχισαν να μιλούν για την αγριότητα
της αστυνομίας».
Ας προσπαθήσουμε να ορίσουμε τη λέξη
«βανδαλισμός». Βανδαλισμός είναι η πράξη της καταστροφής ενός πράγματος
πολύτιμου για την κουλτούρα και την ιστορία ενός έθνους. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο
για μένα ότι εκείνος που πραγματικά προβαίνει σε βανδαλισμούς, σ’ αυτήν την
περίπτωση, είναι εκείνος που επιτίθεται στην πιο πολύτιμη κληρονομιά αυτού του
τόπου, θεματοφύλακες της οποίας είναι οι άνθρωποί του: στη
δημοκρατία.
«Παίρνουμε μαζί μας ξίδι για να προστατευθούμε
από τα χημικά. Στη διάρκεια των διαδηλώσεων συνέλαβαν ανθρώπους μόνο και μόνο
επειδή κουβαλούσαν ξίδι. Ποια λογική εξήγηση μπορεί να δοθεί γι’ αυτό; Το ξίδι
δεν είναι παράνομο ναρκωτικό. Τα social media είναι γεμάτα από αστεία σχετικά μ’
αυτόν τον παραλογισμό. Δεν είχαν κανέναν πραγματικό λόγο να συλλάβουν ανθρώπους,
οπότε δημιούργησαν έναν!»
Αυτό που κάνουν οι Βραζιλιάνοι ξεπερνάει την
πράξη της διαμαρτυρίας για την αύξηση του εισιτηρίου στις δημόσιες συγκοινωνίες
(αν και το γεγονός αυτό αποτελεί από μόνο του έναν θεμιτό και δικαιολογημένο
λόγο διαμαρτυρίας, στο μέτρο που η εικόνα μιας αναπτυσσόμενης οικονομίας στη
Βραζιλία σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχεί στις πραγματικότητες του φτωχού
πληθυσμού της). Είναι ένας ξεσηκωμός ενάντια στην κανονικότητα, ενάντια
στην κάλυψη των γεγονότων από τα ΜΜΕ και την πολιτισμική μνήμη των
Βραζιλιάνων. Και ελάχιστα έχουμε συνειδητοποιήσει αυτή την ανατροπή,
ότι βρισκόμαστε σε ένα συναρπαστικό νέο στάδιο.
Όπως έλεγα, τα social media έχουν
παίξει έναν ρόλο-κλειδί. Οι Βραζιλιάνοι αποδείχθηκαν εξαιρετικά
δραστήριοι στα ψηφιακά μέσα. Η ρητορική των «βανδαλισμών» δεν μπορούσε να
υποστηριχθεί, όσο οι Βραζιλιάνοι ήταν ενεργοί στα social media: οι απαντήσεις
στα ψέματα που ακούγονταν έρχονταν αμέσως, με αναρτήσεις για το τι πραγματικά
συνέβαινε σε κάθε μέρος, φωτογραφίες, βίντεο, live streams. Ο κόσμος συζητούσε
τα γεγονότα διεξοδικά, απορρίπτοντας τα παραδοσιακά μέσα και τους εκπροσώπους
τους. Οι ρεπόρτερ των mainstream μέσων πρέπει πια να κρύβονται από τους
διαδηλωτές, λόγω της παραπληροφόρησης στην οποία επιδόθηκαν στη διάρκεια των
κινητοποιήσεων.
Τώρα που οι κινητοποιήσεις έχουν επεκταθεί,
προκύπτει μια ανησυχία σχετικά με τη πολιτικές διαφορές των χώρων που
συμμετέχουν σε αυτές. Αν και οι διαμαρτυρίες ξεκίνησαν από την Αριστερά, τώρα
πια πολίτες και από τον χώρο της Δεξιάς υψώνουν τις σημαίες τους στις
διαδηλώσεις. Το γεγονός αυτό ασφαλώς προκαλεί κάποια σημαντικά ερωτήματα. Μπορεί
αυτό να μετατοπίσει το ενδιαφέρον από τον αρχικό σκοπό; To Avaaz ήδη κυκλοφορεί
μια διαμαρτυρία εναντίον της προέδρου Ρούτσεφ. Αυτός όμως είναι ο πραγματικός
στόχος;
Ένα ευρύτερο μέτωπο, πιο μαζικό, είναι
ισχυρότερο αλλά συγχρόνως μπορεί να χάσει την πολιτική του εστίαση. Γι’ αυτό θα
πρέπει να πραγματοποιηθεί ένας ανοιχτός διάλογος, με μεγάλη προσοχή ώστε να μην
«καπελώσει» ο ένας τον άλλο με το αφήγημά του. Κάθε διάσπαση ανάμεσα στους
διαδηλωτές θα αποτελέσει, κατά τη γνώμη μου, μεγάλο λάθος. Στέκομαι στο πλευρό
των ανθρώπων που βρίσκονται στο δρόμο, αγωνίζονται και εξεγείρονται. Είμαι στο
πλευρό εκείνων των ανθρώπων της Βραζιλίας, για τους οποίους μιλούσα πάντα με
υπερηφάνεια στη Μ. Βρετανία: εκείνους τους Βραζιλιάνους που
ενδιαφέρονται για την κοινότητά τους, που δρουν συλλογικά, που παλεύουν για έναν
καλό σκοπό, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές, θρησκευτικές ή πολιτισμικές τους
καταβολές.
Πηγή: Ενθέματα