Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

ΣΧΕΔΙΟ Β’ Ευρώ ή Δραχμή; Όλες οι Ερωτήσεις και οι απαντήσεις από το Φυλλάδιο του Μετώπου

ΣΧΕΔΙΟ Β’ Ευρώ ή Δραχμή; Όλες οι Ερωτήσεις και οι απαντήσεις από το Φυλλάδιο του Μετώπου
{ Άρθρο του ΚΚΕ που δημοσιεύθηκε στον 902.gr. Μ' ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια}
FREE photo hosting by Fih.gr«Σχέδιο Β. Ευρώ ή Δραχμη» είναι ο τίτλος του φυλλάδιου που κυκλοφόρησε το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής και απαντά σε σαράντα επιλεγμένες ερωτήσεις που σχετίζονται με το θέμα. Το www.tometopo.gr θα προβάλλει το φυλλάδιο και θα συμβαλει στη συζήτηση που θα ακολουθήσει. Καλείστε να το διαδώσετε και όσοι θέλετε να συμμετάσχετε στη καμπάνια για το Σχεδιο Β, να θέσετε ερωτήσεις ή και να υποβάλετε ενστασεις, να μη διστάσετε: να τηλεφωνήσετε στα 6980163814, 6930344759 και 6949131018 , 11.00 -15.00 ή να επικοινωνήσετε στο tometopo@gmail.com ή να γράψετε στη δ/ση : Σχεδιο Β, Πόρου 22-24, 11256, Αθήνα. Ακολουθούν οι 5 πρωτες ερωτήσεις-απαντήσεις:
Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής

ΣΧΕΔΙΟ Β’ Ευρώ ή Δραχμή; Ερωτήσεις και Απαντήσεις
Τι είναι το Σχέδιο Α και το Σχέδιο Β. Τι διαχωρίζει το ένα από το άλλο;
Οι δύο αυτοί όροι διαμορφώθηκαν σε διεθνές επίπεδο με βάση τις δύο διαφορετικές επιλογές για την πορεία της Ελλάδας. Σχέδιο Α’ σημαίνει συνέχιση του εγχειρήματος για την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Όσο όμως το σχέδιο αυτό αποτυγχάνει παταγωδώς, προκαλώντας ύφεση και ανεργία, διευρύνοντας αντί να μειώνει το χρέος, τόσο αναπτύσσεται ο προβληματισμός για την αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ. Η συντεταγμένη αποχώρηση από τη ζώνη του ευρώ μπορεί να οδηγήσει όχι μόνο σε έξοδο από την κρίση και απαλλαγή από τα δεσμά των δανειστών, αλλά μπορεί να είναι και η αρχή για να δημιουργήσουμε μια νέα Ελλάδα.
Ποιοι έχουν μελετήσει και καταρτίσει Σχέδιο Β’ για την αποχώρηση της Ελλάδας από την Ευρωζώνη;
Όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης. Οι μεγάλες τράπεζες και οι μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Πολλά από τα σχέδια αυτά έχουν δοθεί στη δημοσιότητα και έχουν συζητηθεί πολύ. Όπως της γερμανικής Bundesbank, της μεγάλης σκανδιναβικής τράπεζας Nordea Bank AB, του γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας IFO, θεσμικού συμβούλου της Μέρκελ. Στη Γαλλία, επίσης, το Σχέδιο Β για την αποχώρηση της Ελλάδας, συντάχθηκε με την εποπτεία του ίδιου του τότε προέδρου Σαρκοζί και με την ευθύνη του υπουργού οικονομικών και συνεχίζεται τώρα με τον νέο πρόεδρο Ολάντ.
Η Ελλάδα, που είναι η άμεσα ενδιαφερόμενη, έχει καταρτίσει Σχέδιο Β’ και από πότε;
Είναι απίστευτο. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρωζώνης που δεν έχει Σχέδιο Β. Είναι σαν να έχει κάποιος βαριά πνευμονία, και, ενώ όλοι οι συγγενείς του απ’ το φόβο μην κολλήσουν παίρνουν ισχυρή αντιβίωση, ο ίδιος ο άρρωστος δεν παίρνει τίποτε. Ακόμα, αυτοί που είναι φανατικά υπέρ του ευρώ, μοιάζουν με αυτούς που, ενώ το μετεωρολογικό δελτίο προβλέπει την πιθανότητα μπόρας, δεν παίρνουν μαζί τους ομπρέλα. Καμία κυβέρνηση δεν έκανε τίποτε. Κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν το ζήτησε. Η Ελλάδα προχωράει γυμνή στα αγκάθια, ασύλληπτα ανεύθυνα. Ακόμη κι αν, μπροστά στο αδιέξοδο, η κυβέρνηση καταρτίσει εναλλακτικό σχέδιο, αυτό θα αποβλέπει στην αποπληρωμή των δανειστών, σε μια ισοτιμία που θα εξυπηρετεί την Ευρωζώνη και το οικονομικό κατεστημένο. Οι κοινωνικές επιπτώσεις μιας εξόδου υπό την επιτήρηση της Μέρκελ θα είναι πιο οδυνηρές κι από την παραμονή στο ευρώ. Ένα Σχέδιο Β για το λαό είναι εντελώς διαφορετικό. Περιλαμβάνει παύση πληρωμών στους δανειστές, έλεγχο στην κίνηση κεφαλαίων, εθνικοποίηση τραπεζών, παραγωγική ανασυγκρότηση, όρους απαραίτητους για την έξοδο από την ύφεση και τη μαζική ανεργία.
Χρειάζεται δημοψήφισμα για το ευρώ;
Είναι επιτακτικό και κατεπείγον. Πριν ο δρόμος της καταστροφής γίνει οικονομικά και πολιτικά χωρίς επιστροφή. Αφορά την κεντρική επιλογή που επέβαλε το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο στον ελληνικό λαό μεταπολιτευτικά. Τη συνέχιση ή την ανατροπή αυτής της επιλογής μόνο ο λαός μπορεί να την αποφασίσει.
Υπάρχει διαφορά μεταξύ μιας οργανωμένης, με τη βούληση του λαού, και μιας ανοργάνωτης εξόδου από το ευρώ, που θα μας επιβάλουν οι δανειστές και η Ευρωζώνη;
Όσο η μέρα με τη νύχτα. Μια επιβολή της εξόδου μέσα στις ευρω-αυταπάτες που δημιουργούν κυβέρνηση και αντιπολίτευση θα βρει το λαό ανέτοιμο, αιφνιδιασμένο, σε πανικό έξω από τράπεζες και μέσα σε σουπερμάρκετ, χωρίς ηθικό και χωρίς σχέδιο. Αντίθετα, ο λαός θα εναποθέσει τις ελπίδες και θα στηρίξει με τη συμμετοχή του ένα Σχέδιο Β που προβλέπει την έγκαιρη αντιμετώπιση των σοβαρών πρακτικών προβλημάτων που εμφανίζονται σε κάθε μεταβατική εποχή, έχει κοινωνικό πρόταγμα τις ανάγκες του κόσμου της εργασίας και δίνει τη δυνατότητα για την αφετηρία μιας συγκροτημένης και νικηφόρας πορείας.
Το Σχέδιο Β’ είναι λύση ανάγκης ή θεωρείται σημαντικό για τη σωτηρία της χώρας και την προοπτική της;
Και τα δύο. Η έξοδός μας από το ευρώ μπορεί να προκύψει από δεκάδες σημαντικές ή ασήμαντες αιτίες και αφορμές. Είτε δεν πιάνουμε τους στόχους της τρόικας και μας κόβουν τη δανειακή δόση, είτε ένα κοινοβούλιο της Ευρωζώνης καταψηφίζει τη στήριξη στην Ελλάδα, είτε διαφωνούν ΔΝΤ και Ευρωζώνη. Γι’ αυτό και οι δυνάμεις που τάσσονται υπέρ του ευρώ – ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, ΣΥΡΙΖΑ, Ανεξάρτητοι Έλληνες – θα έπρεπε να είχαν συμβάλει στη μελέτη αυτού του ενδεχόμενου, κι ας μη είναι μέσα στους στόχους τους. Απλούστατα, μπορεί να συμβεί από στιγμή σε στιγμή. Το Σχέδιο Β είναι κυριολεκτικά σωτηρία για τον τόπο μας.
Ακούμε όμως ότι είναι δυνατό και να καταργήσουμε το μνημόνιο και να μείνουμε στην Ευρωζώνη, ή αυτό είναι αδύνατο;
Αυτή η άποψη είναι 100% έξω από την πραγματικότητα. Πρώτο, γιατί η Ευρωζώνη γίνεται η ίδια πια ένα θεσμικό μνημόνιο, με το δημοσιονομικό σύμφωνο για μόνιμη λιτότητα, την τραπεζική ενοποίηση, την αναθεώρηση των συνθηκών, τους επιτηρητές, τις χρηματικές ποινές. Έτσι, η ζώνη του ευρώ, δεν θα χρειάζεται σε λίγο καν τα εθνικά μνημόνια τύπου Ελλάδας, Πορτογαλίας, Ιρλανδίας. Δεύτερο, γιατί άρνηση εφαρμογής των μνημονιακών όρων της τρόικα οδηγεί στην άρνηση των δόσεων εκ μέρους της και στην υποχρεωτική, εκ μέρους μας, έκδοση εθνικού νομίσματος, για να κινηθεί η οικονομία. Τρίτο, γιατί το μνημόνιο δεν είναι πια ένα χαρτί με στόχους, αλλά μια πραγματικότητα με ανεργία και ύφεση που χρειάζεται τομές για να ξεπεραστεί. Και μηδενικό χρέος να είχαμε, είναι απαραίτητο να φύγουμε από τη ζώνη με το ακριβό ευρώ, για να κερδίσουμε τη μάχη με την ανεργία και να κατακτήσουμε την ευημερία.
Δηλαδή άρνηση του μνημονίου σημαίνει άρνηση του ευρώ;
Ακριβώς. Άρνηση του μνημονίου σημαίνει άρνηση του ευρώ.
Μας φοβίζει αυτή η αλλαγή. Έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο στη διεθνή οικονομική ιστορία;
Ναι. Στη Μεγάλη Κρίση του 1929. Το ρόλο του ευρώ είχε τότε παγκοσμίως ο χρυσός. Υπήρχαν τα εθνικά νομίσματα, αλλά ήταν ανταλλάξιμα σε σταθερή αξία με τον χρυσό. Αυτό τα έκανε «σκληρά» νομίσματα, όπως τώρα το ευρώ. Η μια μετά την άλλη, όλες ανεξαίρετα οι χώρες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον κανόνα του χρυσού, να απελευθερώσουν την ισοτιμία τους, να ανακτήσουν τη νομισματική τους πολιτική, να αναζωογονήσουν την παραγωγή τους. Αυτό συνέβαλε ώστε η Αμερική να βγει από τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία της. Στο βαθμό που στην Ελλάδα, σε μια τέτοια αλλαγή, πρωταγωνιστήσουν και εδραιωθούν οι δυνάμεις της εργασίας, τα πράγματα μπορούν να πάρουν κι εδώ καλύτερη τροπή όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη και το κοινωνικό κράτος και, γιατί όχι, να δημιουργηθεί ένα νέο υπόδειγμα κοινωνικού συστήματος.
Μας φοβίζει, επίσης, το υποτιμημένο εθνικό νόμισμα. Υποτιμημένο νόμισμα δεν ισούται με εξασθενημένη, μη αναπτυσσόμενη, ετοιμοθά¬νατη οικονομία;
Ας πάρουμε το πιο τρανταχτό σύγχρονο παράδειγμα. Τη διαμάχη Αμερικής - Κίνας για το κινέζικο νόμισμα, που είναι υποτιμημένο. Οι Αμερικάνοι απειλούν με ποινές τους Κινέζους ώστε να ανατιμήσουν το νόμισμά τους, για να γίνει πιο ανταγωνιστικό το δολάριο. Οι Κινέζοι ανθίστανται πεισματικά. Θέλουν με κάθε τρόπο τη διατήρηση ενός υποτιμημένου νομίσματος, για να μπορούν οι εξαγωγές τους να είναι ανταγωνιστικές και οι εισαγωγές τους από τις άλλες χώρες να μένουν ακριβές και μη ανταγωνιστικές. Έτσι, για χώρες που από την πιο βαθιά ύφεση, όπως η Ελλάδα, θέλουν να περάσουν στην ανάπτυξη πάλι, χρειάζεται ένα νόμισμα που δεν είναι σκληρό, αλλά διεισδυτικό στις αγορές. Χρειάζεται άμεση έξοδος από το σκληρό ευρώ.
Πόση θα είναι η υποτίμηση του νέου εθνικού νομίσματος σε σχέση με το ευρώ;
Κριτήριο για την αξία του εθνικού νομίσματος είναι ένα και μόνο: «Πώς να μει¬ώσω ταχύτατα και αποτελεσματικά την ανεργία, να αποψύξω την αγορά και να σταθεροποιήσω συγχρόνως την οικονομία», δηλαδή, ένα νόμισμα εργαλείο για δουλειές και παραγωγή. Μια απάντηση σε αυτό θα μπορούσε να είναι ότι τη στιγμή της αλλαγής, για λόγους τεχνικής διευκόλυνσης, η ισοτιμία θα είναι 1 ευρώ = 1 δραχμή. Μπορεί να ακολουθήσει η προγραμματισμένη υποτίμηση της δραχμής, για να σταθεροποιηθεί σε μια ισοτιμία περίπου 1 ευρώ – 1,5 δραχμές. Αυτή είναι μια γενική σκιαγράφηση. Χρειάζεται επειγόντως ένα Σχέδιο Β, για να ερευνηθεί εμπεριστατωμένα όλο το θέμα. Κι ας μη ξεχνάμε την ιστορία της ίδιας της χώρας μας. Αρχές της δεκαετίας του 1950 η Ελλάδα προχώρησε σε υποτίμηση της τάξης του 100%, το δολάριο πήγε από τις 15 στις 30 δραχμές. Η Ελλάδα πήρε το δρόμο προς την ανά¬πτυξη – τότε όμως ήταν σε όφελος των ισχυρών κι όχι των εργαζομένων.
Η υποτίμηση αυτή δεν θα πλήξει τα ήδη εξοντωμένα λαϊκά εισοδήματα; Μετά το μνημόνιο και η υποτίμηση από πάνω;
Μετά την εισαγωγή της δραχμής, τη ρευστότητα της Ελλάδας, τη νομισματική πο¬λιτική, τις πιστώσεις και τα επιτόκια για τις επιχειρήσεις, τη φορολογική πολιτική δεν θα τα καθορίζει πια η Ευρωζώνη, αλλά η ίδια η χώρα, συνδυάζοντας την ανάπτυξη με τον έλεγχο του πληθωρισμού. Έτσι οι επιπτώσεις από την υποτίμηση, στη δύσκολη πρώτη φάση, μπορούν να εξισορροπηθούν μέσω των αυξήσεων σε μισθούς και ημερομίσθια, συντάξεις, επιδόματα ανεργίας, μέσω της διατίμησης σε βασικά είδη, μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων για τα λαϊκά εισοδήματα. Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν θα ισχύσει το ίδιο για τους πλούσιους. Οι επιπτώσεις θα διαφοροποιούνται για τα κοινω¬νικά στρώματα. Η ανάκτηση της νομισματικής πολιτικής εκ των πραγμάτων θα γίνει αφετηρία για μια μεγάλη και αναγκαία πολιτική αναδιανομής εισοδήματος.
Θα υπάρξει μεγάλος πληθωρισμός; Η «κατοχική δραχμή» που μας λένε;
Το θέμα είναι πώς θα φύγουμε από την «κατοχική» πείνα του ευρώ. Έχει υπολο¬γιστεί ότι μια υποτίμηση της τάξης του 50% θα φέρει έναν εισαγόμενο πληθωρι¬σμό κοντά στο 10%, που από χρονιά σε χρονιά θα μειώνεται σημαντικά. Είναι εφικτό να καλυφθεί ένα μικρό έλλειμμα του προϋπολογισμού «κόβοντας χρήμα», σε συνθήκες της σημερινής βαθιάς ύφεσης, χωρίς να υπάρξουν σημαντικές πληθωριστικές πιέσεις. Αντίθετα, η ανάκτηση της εθνικής οικονομικής πολιτικής θα συμβάλει στην αύξηση της ζήτησης, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, το άνοιγμα των μαγαζιών, την επαναλειτουργία των σκουριασμένων μηχανών.
Τι θα γίνει με τις καταθέσεις των πολιτών;
To κράτος οφείλει να τηρήσει με κάθε μέσο την υπάρχουσα δέσμευσή του για εγγύηση της αξίας των καταθέσεων ως 100.000 ευρώ, εκφρασμένα πια και εγγυημένα στο νέο εθνικό νόμισμα. Μια σοβαρή σκέψη είναι η μετατροπή να γίνει όχι με βάση την ισοτιμία της πρώτης στιγμής, 1 ευρώ = 1 δραχμή, αλλά με την ισοτιμία της υποτίμησης που θα ακολουθήσει αμέσως, π.χ. 1 ευρώ = 1,5 δραχμή. Κέντρο βάρους να είναι η μεγαλύτερη προστασία των μικρών και μεσαίων καταθετών. Μετά τη μεταβατική φάση και τη σταθεροποίηση στη νέα κατάσταση αναμένεται τα επιτόκια να είναι μεγαλύτερα από τον πληθωρισμό, οπότε ο πληθωρισμός δεν θα απασχολεί τόσο τους καταθέτες.
Θα επιβραβευτούν αυτοί που έβγαλαν τα λεφτά τους σε ξένες τράπεζες;
Οι καταθέσεις ελλήνων πολιτών στο εξωτερικό θα φορολογηθούν με τρόπο αυστηρό και κοινωνικά δίκαιο. Έτσι δεν θα μεγαλώσουν ανάλογα με την υποτίμηση. Το ίδιο πρέπει να γίνει και για τις μετοχές ή ομόλογα εξωτερικού. Στόχος, όχι εύκολος, είναι η εισαγωγή συναλλάγματος, η επιστροφή των καταθέσεων, σε συνδυασμό με την αύξηση των φορολογικών εσόδων και την κοινωνική δικαιοσύνη. Εννοείται ότι σε όλες τις καταθέσεις και τα άλλα περιουσιακά στοιχεία εξωτερικού, θα υπάρξει άμεσα αυστηρός έλεγχος νομιμότητας για το «πόθεν έσχες», ώστε να επιβληθεί η δικαιοσύνη και το κράτος να ανακτήσει απολεσθέντα έσοδα.
Τι θα γίνει με τα δάνεια των πολιτών που είναι σε ευρώ;
Η λύση είναι τα λαϊκά δάνεια να μετατραπούν σε εθνικό νόμισμα στην αρχική ισοτιμία 1 προς 1, με νόμο του κράτους που διατηρεί το δικαίωμα να παρεμβαίνει στις ιδιωτικές συναλλαγές, για να προστατεύσει τα συμφέροντα των πολιτών, ενώ οι τράπεζες θα εθνικοποιηθούν. Με αυτή την έννοια η νομισματική αλλαγή θα λειτουργήσει σε όφελος των δανειοληπτών. Πρέπει να υπάρξει «σεισάχθεια» για όσους βρίσκονται σε επώδυνη εργασιακή και εισοδηματική κατάσταση.
Τι θα γίνει με τους φοιτητές που σπουδάζουν στο εξωτερικό;
Οι σπουδές στο εξωτερικό αρχικά όντως θα γίνουν πιο δύσκολες. Ο καθολικός προσανατολισμός της ελληνικής οικογένειας στην εκπαίδευση των παι¬διών, αντί να γεννάει άνεργους με διδακτορικά, μπορεί να καρποφορήσει την πιο πολύτιμη δύναμή για τη νέα Ελλάδα, ένα νεανικό υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό. Απάντηση μπορεί να δοθεί με μια ταχεία και σε βάθος αναδιάρθρωση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Ειδικά για το μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο, αξίζει οι νέοι μας να σπουδάζουν σε κέντρα υψηλής μορφωτικής και ερευνητικής ποιότητας και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο. Θα χρειαστούμε ένα πρόγραμμα οικονομικής και τεχνικής στήριξης των νέων για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό ανάλογο με το πρόγραμμα της Βραζιλίας «Γνώση χωρίς σύνορα».
Με την υποτίμηση, δεν θα φτηνύνει η χώρα, δεν θα μας αγοράσουν οι ξένοι;
Η Ελλάδα, με το εθνικό νόμισμα, μετά μάλιστα τη σταθεροποίησή του, γίνεται ευνοϊκό μέρος για την τοποθέτηση επενδύσεων. Όχι όμως ληστρικών, όχι αποικια¬κών, όχι επικυριαρχικών, αλλά επιλεκτικών, αμοιβαία επωφελών, με πλήρη σεβασμό στο ελληνικό κράτος και την περιουσία του. Θα ακυρωθεί κάθε πρόγραμμα εκποίησης της δημόσιας περιουσίας που έχει συμφωνηθεί με την τρόικα. Ο δημόσιος πλούτος που εκποιείται θα ανακτηθεί με όρους που θα επιβάλει το κράτος, όπως γίνεται σε άλλες χώρες. Στα πλαίσια ενός δημοκρατικού σχεδιασμού θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για την είσοδο ξένων κεφαλαίων στον τουρισμό, στη μεταποίηση, στις υπηρεσίες. Σε κάθε περίπτωση, η Τράπεζα της Ελλάδας θα έχει αποφασιστικό λόγο να εγκρίνει την εισαγωγή μεγάλων κεφαλαίων, κρίνοντας αν οδεύουν σε παραγωγικές επενδύσεις ή μη. Όχι, δεν θα ξεπουλήσουμε την πατρίδα μας, ούτε σε ξένους, ούτε σε ντόπιους, όπως γίνεται σήμερα.
Δεν υπάρχει όμως ο κίνδυνος της μαζικής διαρροής κεφαλαίων από την Ελλάδα στο εξωτερικό;
Χώρες σε ανοδική πορεία σήμερα, όπως η Κίνα, η Βραζιλία, κ.ά. εφαρμόζουν ελέγχους και κριτήρια στη διασυνοριακή κίνηση κεφαλαίων. Με την απαλλαγή από τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαλλασσόμαστε και από την απαγό¬ρευση ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων και σταματάει η χωρίς έλεγχο κίνησή τους, που έχει ήδη προκαλέσει τεράστια διαρροή στο εξωτερικό. Η γενική αναπτυξιακή πολιτική θα βοηθηθεί σημαντικά με τους ελέγχους κεφαλαίων: για να κρατηθεί η ισοτιμία της δραχμής στο στοχευμένο επίπεδο, για να μην μπορούν να πουλούν οι χρηματαγορές επιθετικά και κερδοσκοπικά δραχμές, για να μην υπάρξει άλλη διαρροή, αλλά σταθεροποίηση. Οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων είναι άλλωστε και ο βασικός τρόπος για να μπουν επιτέλους φόροι στις πολυεθνικές, στο μεγάλο κεφάλαιο, στους πάμπλουτους.
Λένε ότι είναι δύσκολη τεχνικά ή έξοδος από το ευρώ, πρέπει να τυπωθεί χρήμα, να εκσυγχρονιστούν τα συστήματα των τραπεζών κλπ…
Τα νέα χαρτονομίσματα μπορεί να τυπωθούν γρήγορα, εκτός από το νομισματοκοπείο στο Χολαργό, που παραμένει σε επιχειρησιακή ετοιμότητα, αλλά και σε ειδικές εταιρίες του εξωτερικού, όπως γίνεται από πολλά κράτη. Για τις λίγες εβδομάδες της νομισματικής αναστάτωσης, αν μάλιστα δεν έχει ετοιμασθεί Σχέδιο Β, θα χρησιμοποιηθούν και επιταγές, κάρτες και ειδικά χρεωστικά σημειώματα (IOU) που θα εκδίδουν κατόπιν αδείας μεγάλες μονάδες του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα με πολλούς εργαζόμενους και ημερομηνία λήξης την ημερομηνία ολοκλήρωσης εκτύ¬πωσης του εθνικού νομίσματος, ενώ σταδιακά θα εισέρχεται και στην κυκλοφορία το νέο εθνικό νόμισμα. Τα ευρώ θα λειτουργήσουν στην κυκλοφορία από την πρώτη μέρα, ως ξένο συνάλλαγμα. Όλες οι τιμές θα εκφραστούν στο νέο εθνικό νόμισμα. Η μετάβαση από ένα ακριβό σε ένα πιο φθηνό νόμισμα είναι η αντίστροφη από αυτή που έγινε με την μετάβαση από τη δραχμή στο ευρώ. Με την κατάλληλη προετοιμασία, μπορεί να λειτουργήσει επίσης αντίστροφα, δηλαδή αυτή τη φορά ενάντια στην ακρίβεια.
Θα υπάρξει μαύρη αγορά;
Ποτέ στις μεγάλες τομές δεν λείπουν οι κερδοσκόποι. Η νέα κυβέρνηση πρέπει να επιβάλει την παρουσία και τη γρήγορη κυριαρχία του νέου νομίσματος παντού. Με εθνικό νόμισμα θα αγοράζεις από πατάτες μέχρι ένα ακίνητο. Όλες, ανεξαιρέτως, οι ανταλλαγές με το εξωτερικό θα γίνονται ανταλλάσσοντας ξένα νομίσματα με το δικό μας. Εκ των πραγμάτων όμως, σε χώρες με εθνικά νομίσματα, και με δυναμικό τουρισμό, συνυπάρχει πάντα μια παράλληλη μικρή κυκλοφορία των διεθνών νομισμάτων, όπως το δολάριο και το ευρώ. Πολύ περισσότερο για την Ελλάδα, όπου οι κάτοικοί της συναλλάσσονταν την προηγούμενη μέρα με ευρώ. Στο βαθμό που υπάρχουν εγγυήσεις στους μικροκαταθέτες, που η δραχμή επισημοποιείται, επιβάλλεται και σταθεροποιείται δεν υπάρχουν περιθώρια για τους κομπιναδόρους της μαύρης αγοράς.
Θα συνεχίσουν να λειτουργούν τα καταστήματα με τους κίτρινους τοίχους για την «αγορά χρυσού»;
Θα κλείσουν, όχι την επόμενη, αλλά την ίδια μέρα με την εισαγωγή της δραχμής, όλα τα καταστήματα «αγοράς χρυσού», που κερδοσκοπούν ασύστολα σε βάρος του πλήθους των νεόπτωχων. Οι κρατικές τράπεζες θα αναλάβουν την έκδοση των μικροδανείων για τις ανάγκες της επιβίωσης, χωρίς να βάζουν στο χέρι ούτε τη βέρα του νεκρού πατέρα, ούτε την καρφίτσα της προγιαγιάς από τη Μικρασία.
Τι γίνεται με το χρέος, με τη δραχμή δεν θα μεγαλώσει το χρέος, πώς θα το ξεπληρώσουμε;
Το εξωτερικό χρέος της χώρας δεν μπορεί να πληρωθεί ούτε κατά το μισό, εκτός αν πουλήσουμε όλη τη χώρα και τους κατοίκους της για δούλους. Άλλωστε το συνολικό δημόσιο χρέος πλησιάζει το 200% του ΑΕΠ! Η διαγραφή χρέους πρέπει να είναι συντριπτική. Αποδοχή του εξωτερικού χρέους σημαίνει, φτώχεια, υποτέλεια, αθλιότητα, κατάργηση κάθε εργατικού δικαίου, δικτατορία των δανειστών. Δεν επιβιώνουν οι λαοί που εξαθλιώνονται, αλλά αυτοί που εξεγείρονται και πετάνε το Δ.Ν.Τ. στη θάλασσα. Σήμερα, τίθεται καθαρά θέμα εθνικής κυριαρχίας, δημοκρατίας και ανεξαρτησίας. Πρέπει να κηρύξουμε άμεσα, μαζί με τη νομισματική αλλαγή, στάση πληρωμών έναντι του εξωτερικού χρέους. Παύση πληρωμών, στο παρελθόν, στην Ευρώπη, έχουν κάνει η Γαλλία, Γερμανία, η Σουηδία, η Ολλανδία, η Πορτογαλία, η Ρωσία, η Ισπανία. Θα αξιοποιήσουμε όλες τις ιστορικές εμπειρίες.
Τι θα γίνει όμως με τις τελευταίες δανειακές συμβάσεις που περιλαμβάνουν ρήτρες για την κατάσχεση της δημόσιας περιουσίας;
Οι ευθύνες των κυβερνήσεων της τρόικα είναι ιστορικές, γιατί πήραν νέα δάνεια, γιατί τα πήραν από κράτη φέρνοντάς μας σε σύγκρουση με τους πολίτες τους, γιατί είναι δικαιοδοσίας Λονδίνου κι όχι Αθήνας, γιατί έβαλαν ενέχυρο τη δημόσια περιουσία. Εντός της χώρας πάντως δεν μπορούν να μας κατασχέσουν τίποτε, εκτός κι αν στείλουν κανονιοφόρους, εφόσον το εκτελεστικό δίκαιο εξακολουθεί να είναι εθνικό. Υπάρχει η νομική πλευρά, υπάρχει όμως και η ουσιαστική, δηλαδή με ποιο τρόπο ο πιστωτής θα περιορίσει τη ζημιά. Μέχρι τώρα το πάνω χέρι έχουν οι δανειστές που απειλούν ότι θα διακόψουν τη ροή ευρώ, τις «δόσεις» προς την Ελλάδα. Με την παύση πληρωμών, το πάνω χέρι στη διαπραγμάτευση το παίρνει η Ελλάδα. Αυτοί θα αναγκαστούν να συμβιβασθούν με τα λίγα, για να μη τα χάσουν όλα.
Θα έχουμε ενεργειακό πρόβλημα;
Οι κάτοικοι στη Β. Ελλάδα, «ταξιδεύουν» σε γειτονικές χώρες, που δεν είναι στο ευρώ, και ψωνίζουν φτηνά είδη, ανάμεσά τους και καύσιμα. Οι αρχικές δυσκολίες λόγω συναλλαγματικής στενότητας μπορούν να λυθούν με νέες διακρατικές συμφωνίες, για εισαγωγή με πίστωση, όπως γίνεται και σήμερα. Εξάλλου με το Ιράν ή τη Ρωσία μπορούν να γίνουν και συμφωνίες για ανταλλαγή αγροτικών προϊόντων με πετρέλαιο. Το Ιράν αναζητά με αγωνία, λόγω του ευρωαμερικανικού αποκλεισμού, εμπορικούς εταίρους. Η Ρωσία ενδιαφέρεται να αναβαθμίσει τις πολιτικές της σχέσεις με μεσογειακές χώρες, γιατί κινδυνεύει να χάσει τη μόνη σύμμαχό της, και τη μόνη ναυτική της βάση στην περιοχή, τη Συρία.
Τα καύσιμα όμως δεν θα γίνουν πανάκριβα;
Η Ελλάδα σήμερα είναι η τρίτη πιο ακριβή χώρα σε βενζίνη στον κόσμο. Σήμερα η βενζίνη έχει φτάσει περίπου τα 2 ευρώ το λίτρο. Το μισό ευρώ πάνω-κάτω είναι η πραγματική τιμή και το 1,5 ευρώ φόροι. Αν η νέα ισοτιμία είναι 1 ευρώ = 1,5 δραχμή, τότε η πραγματική τιμή θα είναι 0,75 της δραχμής. Ακόμα και αν επιβληθούν φόροι 100% τότε θα κοστίζει 1,5 δραχμή το λίτρο, δηλαδή 1 σημερινό ευρώ. Η τελική τιμή των καυσίμων θα είναι αποτέλεσμα μιας υνολικής οικονομικής πολιτικής που θα περιλαμβάνει μέτρα για τον πληθωρισμό, την ανταγωνιστικότητα, τις ανάγκες των πολιτών, τη φορολογία, την κοινωνική δικαιοσύνη και τα δημόσια έσοδα.
Στα φάρμακα πρόκειται να παρουσιαστούν ελλείψεις σε περίπτωση αποχώρησης από το ευρώ;
Αν είμαστε προετοιμασμένοι με το Σχέδιο Β, τότε τα προβλήματα ακόμα και τις πρώτες μέρες μπορεί να είναι μικρά μέχρι ελάχιστα. Από την πρώτη στιγμή πρέπει να κινητοποιήσουμε την Εθνική Φαρμακοβιομηχανία, που σήμερα βρίσκεται υπό κατάρρευση. Ακόμα να κινηθούμε και προς άλλες πηγές φαρμάκων - πέρα από τις πέντε φαρμακευτικές πολυεθνικές και τα χαράτσια τους - πάντα όμως με την πλήρη πιστοποίηση από τον ΕΟΦ.
Δεν θα έχουμε πια εμπορικές συναλλαγές με το εξωτερικό;
Κατ’ αρχάς πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, ότι η Ελλάδα, αλλάζοντας νόμισμα, αλλάζει μέσο συναλλαγής με το εξωτερικό, δεν αποφασίζει να αποκλειστεί από το διεθνές εμπόριο. Αντίθετα, τροποποιεί τους κανόνες του προς όφελός της. Με την αύξηση των εξαγωγών, με τον τουρισμό, τη ναυτιλία, θα έχει συνάλλαγμα για να αγοράζει εμπορεύματα από το εξωτερικό. Μπορεί ακόμα να βάλει περιορισμούς και ποσοστώσεις στην εισαγωγή ειδών πολυτελείας, αν το θεωρήσει αναγκαίο, για να ελέγχει καλύτερα τις διεθνείς της συναλλαγές
Τι θα γίνει με τα τρόφιμα;
ε μεταβατικές καταστάσεις τα προβλήματα τα πολλαπλασιάζει, αν δεν τα δημιουργεί κιόλας, ο πανικός ενός αιφνιδιασμένου λαού. Να, ξανά η ανάγκη για το Σχέδιο Β. Σε μεσοπρόθεσμη προοπτική ανοίγουν ορίζοντες, για να ξαναγίνει η εύφο¬ρη Ελλάδα χώρα αγροτικής παραγωγής. Οι εισαγωγές λεμονιών, σταφυλιών, λαδιού και τόσων άλλων προϊόντων θα γίνουν ασύμφορες. Ο Έλληνας αγρότης θα ανακτήσει την εσωτερική αγορά και θα μπορεί να εξάγει κιόλας, χωρίς το βάρος ενός μη ανταγωνιστικού νομίσματος, όπως το ευρώ. Η αποδέσμευση από τις υποχρεωτικές εισαγωγές, την έλλειψη δασμολογίου, τους ασφυκτικούς περιορισμούς που επιβάλλει η Κοινή Αγροτική Πολιτική θα δώσει φτερά στη γεωργία και στην κτηνοτροφία. Η ταχύτατη και δυναμική πρόοδος που μπορεί να υπάρξει, σε συνδυασμό με τη δημιουργία βιομηχανίας επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων, θα συμβάλει στη δημιουργία πολλών θέσεων εργασίας. Τα κινήματα αποκλεισμού των μεσαζόντων, νέων συνεταιρισμών, αξιοποίησης δημοσίων εκτάσεων θα αποβούν εξαιρετικά χρήσιμα.
Μήπως ακριβύνουν τα εισαγόμενα αγαθά, όταν μάλιστα είμαστε μια χώρα που δεν παράγουμε και δεν εξάγουμε τίποτε;
Οι εξαγωγές μας θα είναι πιο φθηνές κι έτσι πιο διεισδυτικές και ανταγωνιστικές. Οι εισαγωγές μας θα είναι πιο ακριβές, αυτό όμως θα αλλάξει το καλάθι της κατανάλωσης και θα στραφούμε στα εγχώρια αγαθά. Η εγχώρια παραγωγή θα αντικαταστήσει τμήμα των εισαγομένων, θα δημιουργηθούν δουλειές. Χρειάζεται παραγωγικό σχέδιο, δημόσιες επενδύσεις, συγκεκριμένη κατεύθυνση. Μπορούμε να ξαναφτιάξουμε βιομηχανίες ηλεκτρικών ειδών, αλλά και να αναπτύξουμε νέες τεχνολογίες. Μπορούμε σε μια φάση να ζήσουμε με ένα αυτοκίνητο ανά οικογένεια, μπορούμε να αγοράσουμε και μεταχειρισμένο, όπως πριν, αρκεί να έχουμε εργασία και αξιοπρέπεια. Θα αναστηθεί η παραγωγή που έχει υποστεί καθίζηση λόγω σκληρού ευρώ. Ακόμα και στα μηχανήματα και τα είδη που δεν μπορούμε να υποκαταστήσουμε και που αναμένεται να ακριβύνουν, ο έλεγχος των μονοπωλιακών τιμών, η διαφοροποίηση των εισαγωγών και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι συμφωνίες διακανονισμού μπορούν να ελαχιστοποιήσουν το πρόβλημα.
Αυτά όλα σημαίνουν ότι επιτέλους θα αρχίσει να αντιμετωπίζεται η φοβερή πληγή της ανεργίας;
Ένας από τους βασικούς λόγους της νομισματικής αλλαγής είναι η αναζωογόνηση της παραγωγής και η μαζική δημιουργία θέσεων εργασίας. Η ιστορική εμπειρία από τις χώρες που είχαν ύφεση, κι όχι κατ’ ανάγκην τόσο καταστροφική όσο της Ελλάδας σήμερα, είναι ότι η χρησιμοποίηση της υποτίμησης του νομίσματος και η επακόλουθη ρευστότητα μπορούν να τονώσουν την εγχώρια ζήτηση, για να ξανανοίξουν τα μαγαζιά, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, να ξυπνήσει η οικοδομή. Έτσι δημιουργείται η απασχόληση. Σε πολλές περιπτώσεις τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά και γρήγορα.
Έτσι θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε στην κατάσταση που ήμα¬σταν πριν από τέσσερα χρόνια;
Δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής. Δεν μπορεί πάλι σε ένα οικοδομικό τετράγωνο να φυτοζωούν 15 μαγαζιά. Σε ένα οικοδομικό τετράγωνο τώρα θα συμβιώνουν και μαγαζιά και μη ρυπαίνουσες βιοτεχνίες και εργαστήρια και σχολικές αίθουσες και στέκια νέας τεχνολογίας και κήποι με σιντριβάνια και παιδικές χαρές. Χρειάζεται σχεδιασμός. Το παλιό μοντέλο της πλουτοκρατίας, του παρασιτισμού, της επιβίωσης με δανεικά, του χωρίς όρια καταναλωτισμού, της κοινωνικής αδικίας πρέπει να κλείσει οριστικά. Να ανοίξουμε το δρόμο για μια κοινωνία ισότητας, οικονομικής δημιουργικότητας, καινοτομίας, πολιτισμού. Όχι λοιπόν προς το χθες, αλλά προς το αύριο. Είναι το δικό μας πείραμα, με το λαό κι όχι ενάντιά του.
Η αλλαγή νομίσματος θα επηρεάσει το πρόβλημα της μετανάστευσης προς την Ελλάδα και πώς;
Ναι. Γιατί ένας οικονομικός μετανάστης από την Ανατολική Ασία περνάει δέκα χώ¬ρες και σταματάει στην Ελλάδα; Γιατί δεν μένει στην Τουρκία, που έχει σημαντική ανάπτυξη αντί για τη δική μας ύφεση; Γιατί εδώ είναι το ευρώ, ένα σκληρό διεθνές νόμισμα, που στη χώρα του αποκτά πολλαπλάσια αξία. Με τη νομισματική αλλαγή αυτό το κίνητρο εξαλείφεται. Άλλοι πια θα είναι οι προορισμοί. Έτσι η Ελλάδα θα ακυρώσει στην πράξη τις ρυθμίσεις του Δουβλίνου ΙΙ που την έχουν κάνει αποθήκη εξαθλιωμένων μεταναστών δίπλα σε εξαθλιωμένους Έλληνες. Και να γίνει αυτό που είναι δίκαιο, είναι σε όφελος των ίδιων των μεταναστών, να γίνει διασπορά τους και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και να δοθεί τέλος στο ρατσισμό, την εγκληματικότητα, την κτηνωδία, το ναζισμό.
Το νέο φαινόμενο, όμως, της μετανάστευσης της ελληνικής νεολαίας;
Για να σταματήσει η άλλη μετανάστευση, των ελλήνων επιστημόνων και της νεολαίας που ξαναπαίρνουν το δρόμο των παππούδων τους προς την ξενιτιά, χρειάζεται άλλη πολιτική. Αυτό, το πιο σημαντικό κεφάλαιο της χώρας, μόνο με τη δημιουργία εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας υψηλής ειδίκευσης, μπορεί να συγκρατηθεί. Μπορούν να επιστρέψουν και αυτοί που έφυγαν, και αυτοί που εργάζονται χρόνια στο εξωτερικό, ως δύναμη παραγωγικής ανανέωσης. Η παραμονή δυστυχώς στο ευρώ και στις ανάλογες πολιτικές οδηγεί στην οριστική αποψίλωση της χώρας από το καλύτερο ανθρώπινο δυναμικό της, οδηγεί στην καθυστέρηση.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι αρχίζουμε τον πόλεμο με έναν τόσο ισχυρό αντίπαλο, όπως η Ευρωζώνη;
Εμείς αναζητούμε φίλους, δεν θέλουμε εχθρούς. Το υπέρτατο συμφέρον του λαού επιτάσσει τη νομισματική αλλαγή και τη μη πληρωμή των δανείων. Έχουμε κάθε λόγο να επιδιώξουμε ένα συναινετικό διαζύγιο που θα ακολουθήσουν φυσιολογικές κι όχι βίαιες σχέσεις. Κι ας το ξέρουμε: τα προβλήματα της Ευρωζώνης είναι τόσο δομικά, μέχρι τα ίδια της τα θεμέλια, ώστε θα το σκεφτούν πολύ να κρατήσουν ανοικτή την κρίση, να τραβούν το σκοινί και να τροφοδοτούν έτσι συνεχώς την επίθεση των χρηματαγορών ενάντια στο ευρώ. Σε μια περιοχή μάλιστα γεωστρατηγικά ασταθή και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως και για τις ΗΠΑ.
Και θα απομονωθούμε από την Ευρώπη, θα γίνουμε από ευρωπαϊκή χώρα μια βαλκανική επαρχία;
Το αντίθετο. Τώρα είμαστε οι φτωχοί συγγενείς, οι ζητιάνοι που μας παρουσιάζουν τεμπέληδες και αναξιοπρεπείς. Το ευρώ δεν είναι διαβατήριο για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη, είναι απαγορευτική μπάρα. Χώρες με συγκριτικά ψηλό επίπεδο ανάπτυξης και κοινωνικών παροχών είναι εκτός ευρώ με τη θέλησή τους, όπως η Σουηδία και η Δανία. Η «ευρωπαϊκότητα» μετριέται με το επίπεδο ανάπτυξης, τεχνολογίας, απασχόλησης κι όχι με ποιο νόμισμα έχει ο καθένας στις – τρύπιες πολλές φορές – τσέπες του. Η αποχώρηση από το ευρώ αντίθετα θα μας δώσει τη δυνατότητα να συμμετέχουμε πιο ενεργά, πιο ισότιμα, πιο επωφελώς στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, χωρίς τους περιορισμούς της Ευρωζώνης, που μας κατάντησαν χρεωμένο και χρεοκοπημένο πελάτη για τις γερμανικές εξαγωγές. Σε μια άλλη ισό¬τιμη, αμοιβαία επωφελή βάση μπορούμε να διερευνήσουμε και να οικοδομήσουμε μορφές οικονομικής συνεργασίας με άλλες οικονομίες της περιοχής – Ν. Ευρώπη, Μεσόγειος – όπου το επίπεδο παραγωγικότητας είναι συγκρίσιμο και το ζητούμενο είναι η αλληλοβοήθεια κι όχι η εκμετάλλευση.
Με αυτά που υποστηρίζετε δεν θα φύγουμε και από την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Η σύγκρουση για το χρέος, η επιβολή ελέγχων στην κυκλοφορία κεφαλαίων, η εθνικοποίηση των τραπεζών, η απαλλαγή από τους περιορισμούς της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής μας φέρνουν σε σύγκρουση με την Ε.Ε. Σε κάθε τέτοια σύγκρουση είναι η επιβίωση και η προοπτική του λαού που υπερτερεί και είναι ο λαός που αποφασίζει για την πορεία του.
Με την αποχώρηση μας από την Ευρωζώνη δεν θα απομονωθούμε πολιτικά, με εθνικούς κινδύνους, π.χ. από την Τουρκία;
Μήπως εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έγιναν τα Ίμια; Μήπως με το ευρώ είχαμε τέτοια εθνική ασφάλεια, ώστε να μη έχουμε τους πιο ακριβούς εξοπλισμούς σε όλη την ήπειρο και τις μίζες υπουργών με μεγάλες γερμανικές εταιρίες; Μήπως με το ευρώ κάναμε έρευνες για πετρέλαιο στο Αιγαίο; Για την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της χώρας, ένας πρώτος παράγοντας είναι η οικονομική της ευρωστία που μπορούμε να κερδίσουμε μόνο βγαίνοντας από το ευρώ.
Τελικά η έξοδος από την κρίση είναι απλά θέμα νομίσματος και χρέους ή συνδυάζεται και με άλλες σοβαρές προϋποθέσεις;
Η έξοδος από το ευρώ και η απαλλαγή από τη θηλιά του χρέους είναι η αφετηρία. Πρέπει να συνδυαστεί και με άλλες τομές, όπως είναι: •Η εθνικοποίηση των τραπεζών, ώστε το πιστωτικό σύστημα, μέσω διαφορικών επιτοκίων να στηρίζει τους παραγωγικούς κλάδους. •Τα εθνικά εργαλεία για την ανάπτυξη - οι εγκαταστάσεις και το δίκτυο της ΔΕΗ, οι υποδομές, οι δρόμοι, τα λιμάνια και τα αεροδρόμια, οι τηλεπικοινωνίες, το νερό, ώστε να αποτελέσουν «κλειδιά» για την πρόοδο. •Ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος, ώστε να σταματήσει η δημόσια οικονομία να είναι χώρος ιδιωτικής κερδοσκοπίας και διαφθοράς των στελεχών. •Ο δημοκρατικός οικονομικός σχεδιασμός για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας, που είναι αδύνατη με τη σημερινή παράδοση στις χρηματαγορές. •Το κράτος κοινωνικής προστασίας, ώστε να έχει και να νιώσει ο πολίτης πάλι ασφάλεια.
Σημαντικά όλα αυτά, αλλά ποιος θα τα κάνει;
Όλα αυτά, τα απολύτως αναγκαία, σημαίνουν ότι αμφισβητείται η εδώ και δεκαετίες κεντρική στρατηγική του κατεστημένου που πυρήνας της είναι η παραμονή στην Ευρωζώνη. Πρόκειται για επαναστατικού χαρακτήρα αλλαγή που απαιτεί την υιοθέτησή της από τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Ο λαός μας πρέπει και μπορεί να ανακτήσει την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθησή του, να συνειδητοποιήσει ότι αυτός «είναι» η δύναμη. Δεν θα μας «σώσουν» οι άλλοι, θα πάρουμε την τύχη μας στα χέρια μας. Όπως σε άλλες ιστορικές στιγμές, ο λαός μας θα γράψει ιστορία. Θα δώσει ένα νέο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό παράδειγμα σε όλη τη Μεσόγειο. Η ανάδειξη ενός ισχυρού λαϊκού ρεύματος θα συμβάλει να καλύψουμε το χαμένο χρόνο. Να πετύχουμε την ανάδειξη μιας ανατρεπτικής πολιτικής δύναμης για το Σχέδιο Β, δημοκρατικά οργανωμένης, όπου πολλές συνεργαζόμενες, μαχητικές συλ¬λογικότητες θα μπορούν να έχουν ένα γόνιμο ρόλο.
Τελικά πέστε μας, είναι ακριβείς οι απαντήσεις σας;
Είναι κατ' αρχάς ειλικρινείς. Και προέρχονται και από πολίτες που εξαρχής είχαν αντιρρήσεις για το ευρώ, αλλά και από πολίτες που πριν την κρίση θεωρούσαν ότι η Ελλάδα είναι δυνατό να πορευθεί μέσα στην Ευρωζώνη. Έχουμε πλήρη συναίσθηση ότι σε ένα τόσο πολύπλοκο θέμα που διασυνδέεται με την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες. Γι' αυτό και πιστεύουμε ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να ρίξει όλες τις δυνάμεις της στην ετοιμασία και τεκμηρίωση του Σχεδίου Β. Στη θέση της τρομοκρατίας για την αποχώρηση από το ευρώ, της πλύσης εγκεφάλου, της σιωπής, εμείς ξεκινάμε ένα μεγάλο λαϊκό διάλογο. Όσοι θέλετε να συμμετάσχετε στην καμπάνια για το Σχέδιο Β, να θέσετε ερωτήσεις, να υποβάλετε ενστάσεις, μη διστάσετε:
• να τηλεφωνήσετε στο 6980163814 (Cosmote), 6930344759 (Wind), 6949131018 (Vodafone), 11.00 με 15.00
• να επικοινωνήσετε ηλεκτρονικά με το tometopo@gmail.com
• να γράψετε στη διεύθυνση: Σχέδιο Β, Πόρου 22-24, 11256, Αθήνα
ΣΧΕΔΙΟ Β: Έκθεση ΔΝΤ. Περίπτωση Πρώτη, Μεγάλη Βρετανία 1918
«Η κρίση χρέους μπορεί να παραταθεί επί δεκαετίες – Η μείωση χρέους λόγω πρωτογενούς πλεονάσματος ξεπερνιέται από την αύξησή του λόγω ύφεσης».
Στα πλαίσια της τεκμηρίωσης για το Σχέδιο Β και μετά την έκθεση της σκανδιναβικής τράπεζας Nordea Bank AB, η ιστοσελίδα μας προχωρά στην δημοσίευση τμημάτων της έκθεσης του ΔΝΤ για τις Διεθνείς Οικονομικές Προβλέψεις – 2012 που εκδόθηκε τον Οκτώβριο.
Είναι εντυπωσιακό ότι το ερευνητικό τμήμα της έκθεσης έρχεται σε σημαντική σύγκρουση και αποδομεί το πολιτικό. Η επιστημονική ομάδα του ΔΝΤ αμφισβητεί σε μεγάλο βαθμό την οικονομική ορθοδοξία, όπως έχει εκφραστεί από την Τρόικα σε Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία. Γενικά στηρίζει τη θέση ότι η δημοσιονομική λιτότητα, το ακριβό νόμισμα, μέσω της ύφεσης αντί να επιλύσουν, περιπλέκουν και επαυξάνουν το πρόβλημα της υπερχρέωσης.
Δημοσιεύουμε το πολύ ενδιαφέρον τμήμα, έξι Παραδειγματικών Περιπτώσεων. Παρά τη διαφορά στο χώρο και στο χρόνο σε ορισμένες από αυτές τις περιπτώσεις, οι ομοιότητες με την ελληνική περίπτωση είναι εντυπωσιακές. Σε κάποιες είναι σα να κοιτάζει η Ελλάδα το πρόσωπο της στο καθρέπτη της ιστορίας του χρέους. Η πρώτη περίπτωση αφορά στην Ύφεση της Μεγάλης Βρετανίας το 1918. Η δεύτερη αφορά στη οικονομική πτώση και τον πληθωρισμό στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1946. Η τρίτη αφορά στην ύφεση της Ιαπωνίας το 1947 που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Η τέταρτη στην κρίση της Ιταλίας με την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση το 1992. Η Πέμπτη τη δεκαετία σταθεροποίησης του Βελγίου από το1983. Η έκτη την διαδοχή της αποτυχίας σε επιτυχία στην κρίση του 1995.
Στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου που παρουσιάζουμε σήμερα δεν βγαίνει μόνο το συμπέρασμα ότι οι σκληρές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές επιδεινώνουν το χρέος. Υπάρχουν άλλα δύο συμπεράσματα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα για την Ελλάδα. Πρώτο, η κρίση χρέους μπορεί να γίνει ασύλληπτα παρατεταμένη. Στη Μεγάλη Βρετανία κράτησε επτά δεκαετίες περίπου από το 1918 έως το 1990. Δεύτερο ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν είναι το μαγικό φάρμακο. Η μείωση του χρέους λόγω πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων μπορεί να υπερκερασθεί κατά πολύ μάλιστα από την αύξησή του λόγω ύφεσης.
Το Ηνωμένο Βασίλειο το 1918 : Ύφεση
Δείτε το Σχεδιάγραμμα
Την επομένη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το χρέος του Ηνωμένου Βασιλείου είχε φουσκώσει στο 140% του ΑΕΠ περίπου και οι τιμές ήταν σχεδόν διπλάσιες από τα προπολεμικά επίπεδα. Οι προτεραιότητες των πολιτικών ήταν δύο. Πρώτο, η επιστροφή στο χρυσό κανόνα στην προπολεμική ισοτιμία για να αποκαταστήσουν το βρετανικό εμπόριο, ευημερία και κύρος. Δεύτερο, να αποπληρώσουν το χρέος για να διατηρήσουνε την παρομοιώδη πιστοληπτική ικανότητα της Βρετανίας. Βέβαια, με το να γυρίσει στην προπολεμική ισοτιμία το Ηνωμένο Βασίλειο είχε την πρόθεση να αποδείξει τη δέσμευση του, να ξεπληρώσει το χρέος σε πραγματικούς όρους αντί να το κάνει με υποτιμημένο νόμισμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο David Lloyd George, πρωθυπουργός από 1916 έως το 1922 έλεγε ότι «ένας Βρετανός έχει ένα ακατάλυτο έθιμο να πληρώνει αυτά που χρωστάει».
Για να πετύχει τους στόχους της η βρετανική κυβέρνηση εφάρμοσε ένα πολιτικό μείγμα αυστηρής δημοσιονομικής λιτότητας και σφιχτής νομισματικής πολιτικής. Το πρωτογενές πλεόνασμα έμεινε κοντά στο 7% του ΑΕΠ σε όλη τη δεκαετία του ’20. Αυτό έγινε εφικτό μέσα από μεγάλες μειώσεις των δαπανών χάρη στον «πέλεκυ» του Geddes (πρόεδρο της επιτροπής δαπανών) και από μια συνέχιση των ψηλών επιπέδων φορολόγησης που είχαν εισαχθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στο νομισματικό επίπεδο η τράπεζα της Αγγλίας ύψωσε τα επιτόκια στο 7% το 1920 για να επιστρέψει στην προπολεμική ισοτιμία η οποία, μαζί με τον προκαλούμενο πληθωρισμό, κατέληγε σε εξαιρετικά ψηλά επιτόκια.
Το αποτέλεσμα αυτών ήταν μια οικονομική απόδοση του Ηνωμένου Βασιλείου πάρα πολύ χαμηλή. Η οικονομική ανάπτυξη ήταν αδύναμη και σημαντικά κάτω από το μέσο όρο των αναπτυγμένων οικονομιών. Η ανεργία ήταν υψηλή. Η ύφεση ήταν το θέμα της ημέρας. Το πραγματικό ΑΕΠ το 1938 ήταν ελάχιστο υψηλότερο από το επίπεδο του1918. Η ανάπτυξη είχε μέσο όρο 0,5 % ετησίως. Αυτό δεν οφείλονταν μόνο στη Μεγάλη Ύφεση του 1929 – το πραγματικό ΑΕΠ το 1928 ήταν επίσης κάτω από το 1918. Ο εξαγωγικός τομέας ήταν ιδιαίτερα αδύναμος ως αποτέλεσμα της ανατίμησης του νομίσματος – η πραγματική ισοτιμία συμπαρασύρθηκε αρχικά καθώς οι μειώσεις τιμών και μισθών απέτυχαν να συμβαδίσουν με την ονομαστική υπερτίμηση. Η ανεργία έφτασε στο 11% το 1921. Όντως, η αδυναμία της αγοράς εργασίας ήταν αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής να επιφέρουν μεγάλες μειώσεις στις τιμές και με εξαναγκασμό στους μισθούς. Μία σύγκριση με τις άλλες ηπειρωτικές δυνάμεις, ιδιαίτερα την Γαλλία αλλά και την Γερμανία, δείχνει ότι το κόστος αυτού του μείγματος σκληρών δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών ήταν υψηλό. Αυτά τα αποτελέσματα οδήγησαν στην κυνική παρατήρηση του Keynes : « Είναι βέβαιο ότι δεν αποδίδει να είσαι καλός».
Εάν οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν είχαν επιτυχώς μειώσει το χρέος και αποκαταστήσει την βρετανική ανάπτυξη και ευημερία, το βραχυπρόθεσμο κόστος ίσως θα είχε γίνει αποδεκτό. Δυστυχώς, δεν μπόρεσαν. Στην πράξη οι πολιτικές είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα : Η βρετανική ευημερία παρεμποδίζονταν από τη διπλή επιδίωξη για προπολεμική ισοτιμία και δημοσιονομική λιτότητα. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αύξησαν την ανταγωνιστικότητα μέσω υποτίμησης του νομίσματος και έτσι οι βρετανικές εξαγωγικές βιομηχανίες πλήρωσαν το ανάλογο τίμημα. Παραπέρα η διαχείριση της ισοτιμίας ανάγκασε την Τράπεζα της Αγγλίας να διατηρεί υψηλά επιτόκια, τα οποία αύξησαν το βάρος του εθνικού χρέους και γενικά περιόρισαν την οικονομική δραστηριότητα – υπονομεύοντας περαιτέρω τα φορολογικά έσοδα.
Η πολιτική της δημοσιονομικής λιτότητας, που εφαρμόζονταν για να μειωθεί το χρέος, μείωσε παραπέρα την ανάπτυξη. Το χρέος συνέχισε να ανεβαίνει και ήταν 170% του ΑΕΠ το 1930 και περισσότερο από 190% του ΑΕΠ το 1933. Δεν ήταν παρά το 1990 που το χρέος προσέγγισε το προπολεμικό του επίπεδο. Ο Lloyd George παρατήρησε για την Βρετανία ότι : « Η σημερινή ζωτικότητά της και η δύναμη κερδοφορίας της έχουν θυσιαστεί σε μεγάλο βαθμό για χάρη της διατήρησης της ακεραιότητας και της καλής πίστης σε όλους τους πιστωτές εγχώριους και ξένους».
Τα πρωτογενή πλεονάσματα συνέβαλαν κατά μέσο όρο στο 7% μείωση του χρέους ετησίως, αλλά πολύ εύκολα υπερεξουδετερώνονταν από την ύφεση και τα υψηλά επιτόκια, που πρόσθεταν 12% αύξηση του χρέους ετησίως ( δηλαδή αθροιστικά αύξηση 5% του χρέους ετησίως παρά το πρωτογενές πλεόνασμα). Παραπέρα υπήρχε μικρή ή καθόλου συμβολή στο χρέος από την οικονομική ανάπτυξη. Μόνο κατά τη διάρκεια του 1924 -28, όταν το Ηνωμένο Βασίλειο είχε την εμπειρία μιας μέτριας ανάπτυξης, το επίπεδο χρέους πραγματικά μειωθεί.
Το επεισόδιο αυτό του Ηνωμένου Βασιλείου στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων είναι μια σπουδαία υπενθύμιση για τις προκλήσεις από ένα μείγμα σκληρής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, ιδιαίτερα όταν ο εξαγωγικός τομέας περιορίζεται από μια υψηλή ισοτιμία.
ΣΧΕΔΙΟ Β: Έκθεση ΔΝΤ. Περίπτωση Δεύτερη, ΗΠΑ
«Παράγοντες μείωσης του χρέους: Πληθωρισμός, Ανάπτυξη και Δημοσιονομικό περίσσευμα, χρηματοπιστωτικοί έλεγχοι»
Η δεύτερη από τις περιπτώσεις διεθνούς χρέους που εξετάζει η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι οι μεταπολεμικές ΗΠΑ. Στην μεγάλη μείωση του δημόσιου χρέους μέσα σε μια πενταετία από 120 % σε 75% συνέβαλαν κυρίως τρεις παράγοντες.
Πρώτο, ο πληθωρισμός που απαξίωνε το χρέος που ήταν στο εθνικό νόμισμα των ΗΠΑ. Δεύτερο, η ανάπτυξη που είχε ένα σταθερά θετικό ρυθμό. Τρίτο, η ταχύτατη εξέλιξη του δημοσιονομικού ελλείμματος σε περίσσευμα που ευνοήθηκε από την μεταπολεμική ζήτηση. Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτό το περιβάλλον χαρακτηρίζονταν από την εμμονή των ΗΠΑ σε χρηματοπιστωτικούς ελέγχους που είχαν επιβληθεί στη διάρκεια της πολεμικής περιόδου.
«Με το τέλος του Β Παγκόσμιου Πολέμου το μέγεθος του χρέους των ΗΠΑ είχε διογκωθεί δέκα φορές περισσότερο από ότι ήταν πριν το πόλεμο, περίπου 120% του ΑΕΠ. Η οικονομία των ΗΠΑ ήταν αντιμέτωπη επίσης με μία γρήγορα αύξηση του πληθωρισμού που συνδεόταν με την κατάργηση των ελέγχων στις τιμές που υπήρχαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και την απελευθέρωση μιας καταπιεσμένης ζήτησης. Από αυτήν την άποψη τουλάχιστον η κατάσταση στις ΗΠΑ ήταν παρόμοια με αυτή της Μεγάλης Βρετανίας μετά τον Α Παγκόσμιο πόλεμο. Όλοι φοβούνταν ένα παρόμοιο αποτέλεσμα. Η επιτυχία όμως της επανάστασης του Keynes στην οικονομική σκέψη και ο φόβος της επανάληψης των λαθών της μεσοπολεμικής περιόδου οδήγησε σε μια πολύ διαφορετική οικονομική προσέγγιση και σε καλύτερα οικονομικά αποτελέσματα.
Μεταξύ του 1946 και του 1948 τα δημόσια οικονομικά των ΗΠΑ πέρασαν γρήγορα από το έλλειμμα στο πλεόνασμα, όπως γίνεται συνήθως στις μεταπολεμικές περιόδους. Η πρωτογενής ισορροπία πήγε από ένα έλλειμμα 5% του ΑΕΠ το 1946 σε ένα πλεόνασμα 6,5% του ΑΕΠ το 1948 πριν σταθεροποιηθεί στο 2% καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του ’50. Από αυτήν την άποψη η επίδοση των ΗΠΑ ήταν ποιοτικά αν όχι, ποσοτικά παρόμοια με αυτήν που είχαν οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Α Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η νομισματική πολιτική κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική. Στην πραγματικότητα, διαφορετικά από αυτό που έγινε μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, τα έκτακτα μέτρα που είχαν χρησιμοποιηθεί για να στηρίξουν τα ελλείμματα του πολέμου απομακρύνθηκαν μόνο μερικώς ή με αργούς ρυθμούς. Ειδικότερα το πρόγραμμα στήριξης των ομολόγων, που έβαζε ένα κατώφλι κάτω από τις τιμές των κυβερνητικών ομολόγων κατά τη διάρκεια του πολέμου συνεχίσθηκε. Αυτό απέτρεψε την ομοσπονδιακή τράπεζα από το να ανεβάσει τα επιτόκια για να ελέγξει τον πληθωρισμό. Παρά τις προτάσεις να απομακρυνθεί αυτός ο περιορισμός στη λειτουργία της νομισματικής πολιτικής, ο φόβος μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος και προκαλέσουν μια επανάληψη του κύκλου ανόδου – καθόδου που είχαμε μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο έπεισαν τους πολιτικούς να επιμείνουν σε αυτούς τους περιορισμούς.
Η απομάκρυνση των ελέγχων των τιμών μέσα στο 1946 οδήγησε σε μια έκρηξη του πληθωρισμού στα τέλη του 1946 και του 1947 που έληξε με την πτώση του 1949 και την επακόλουθη ήπια ύφεση. Παρά την έκρηξη του πληθωρισμού, ανάμεσα στο 1946 και το 1948 υπήρχε μια πλατιά διαδεδομένη άποψη ότι οι τιμές ήταν προορισμένες να πέσουν γρήγορα. Αυτή η άποψη μαζί με το μεγάλο δημοσιονομικό περίσσευμα και το φόβο μιας μεγαλύτερης κάμψης έκανε την ομοσπονδιακή τράπεζα να μη παρέμβει για να στηρίξει τις τιμές των κυβερνητικών ομολόγων. Παρόλα αυτά υπήρχε σοβαρή πληθωριστική πίεση που εκδηλώθηκε κατά την έναρξη του κορεάτικου πολέμου το 1950. Για να μετριάσουν την άνοδο του πληθωρισμού χωρίς να παρενοχλήσουν την αγορά ομολόγων επανεισάχθηκαν πιστωτικά όρια για τους καταναλωτές και υπήρχε μια έκκληση για εθελοντική αυτοσυγκράτηση στις τραπεζικές πιστώσεις. Όμως μεταξύ 1950- 1951 ο πληθωρισμός αυξήθηκε ξανά. Αυτή η δεύτερη έκρηξη πληθωρισμού μαζί με την προηγούμενη το 1946-47 συνέβαλε ουσιαστικά στη μείωση του δημοσίου χρέους των ΗΠΑ που το 1951 είχε πέσει πια το 75% του ΑΕΠ.
Ο πόλεμος της Κορέας έδειξε τελικά ότι οι κυβερνητικές πολιτικές έκαναν τον πληθωρισμό μάλλον παρά την ύφεση πραγματικό κίνδυνο. Αυτή η συνειδητοποίηση διευκόλυνε την ομοσπονδιακή τράπεζα να επανακατακτησει κάποια ανεξαρτησία στον προσδιορισμό των επιτοκίων. Η ομοσπονδιακή τράπεζα ήταν τυπικά απελευθερωμένη από την υποχρέωση να στηρίζει την αγορά των δημοσίων ομολόγων το 1951, παρότι αυτό ήταν μόνο το πρώτο βήμα για να εγκαταλειφθεί το πρόγραμμα στήριξης των ομολόγων. Ακόμα η ιδέα για οροφή στα ονομαστικά επιτόκια μαζί με τον περιορισμό των πιστώσεων (πιστωτικοί έλεγχοι) διαπέρασαν την τότε αμερικάνικη οικονομική πολιτική και επέμειναν τουλάχιστο μέχρι το 1980.
Δείτε το σχεδιάγραμμα
Το σχεδιάγραμμα 3.8 δείχνει το ρόλο των διαφόρων παραγόντων στις αλλαγές στο δημόσιο χρέος των ΗΠΑ και τις δύο ξεχωριστές φάσεις της μείωσης του χρέους. Στην πρώτη οι υψηλοί ρυθμοί αιφνιδιαστικού πληθωρισμού συνδυασμένοι με χαμηλά ονομαστικά επιτόκια μείωσαν το χρέος κατά σχεδόν 35%. Στη δεύτερη η υπόλοιπη μείωση του χρέους αποδίδεται στη σταθερή ανάπτυξη που συνέβαλλε κατά 2% κάθε χρόνο. Τα πρωτογενή πλεονάσματα συνέβαλαν σε ένα επιπρόσθετο 2%.
Συμπερασματικά οι χρηματοπιστωτικοί περιορισμοί στις ΗΠΑ εξελίχθηκαν συνετά και βαθμιαία από την πραγματικότητα του υψηλού δημόσιου χρέους και το φόβο για το τι θα μπορούσε να συμβεί αν ανέβαιναν τα επιτόκια για να αποκρούσουν το μεταπολεμικό πληθωρισμό. Όμως, καθώς ο ποσοτικός έλεγχος αντικατέστησε τον μηχανισμό των τιμών έπρεπε να τεθούν σε κίνηση έλεγχοι σε ένα πλατύ εύρος δραστηριοτήτων. Πιστωτικοί έλεγχοι και ψηλότερες υποχρεώσεις διαθεσίμων επεβλήθησαν στις τράπεζες. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις τράπεζες περιορίστηκε με διάφορους κανόνες, όπως ο «Regulation Q», που έθετε ανώτατα επιτόκια στις τραπεζικές καταθέσεις, και οι περιορισμοί στη δημιουργία υποκαταστημάτων. Μερικοί από αυτούς τους περιορισμούς, όπως οι οροφές επιτοκίων στις καταθέσεις πρακτικά παρακάμφθηκαν με τις χρηματοπιστωτικές καινοτομίες. Και αυτό οδήγησε σε επιπρόσθετα μέτρα τα κατοπινά χρόνια, για παράδειγμα την επέκταση των ελέγχων στις πιστώσεις με την Consumer Credit Protection Act το 1969. Πιο γενικά αυτοί οι περιορισμοί μόνο σε μικρό βαθμό σταθεροποίησαν τον πληθωρισμό. Η πάγια ισοτιμία του δολαρίου με τον χρυσό στα 35$ η ουγγιά δεν αποσταθεροποιούσε τις τιμές. Στην πράξη όμως ο πληθωρισμός είχε μεγάλη διακύμανση κατά τη διάρκεια αυτού του επεισοδίου και μετά.»
ΣΧΕΔΙΟ Β: Έκθεση ΔΝΤ, Περίπτωση Τρίτη, Ιαπωνία 1997
Το τρίτο από τα περιστατικά κρίσης διεθνούς χρέους που εξετάζει η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι η Ιαπωνία των δύο τελευταίων δεκαετιών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τέσσερα χαρακτηριστικά αυτής της μακρόχρονης ιαπωνικής κρίσης :
Πρώτο, ο ρόλος του εξωτερικού περιβάλλοντος δεδομένου ότι η υποτίμηση των νομισμάτων των χωρών της ανατολικής Ασίας σε σχέση με το ισχυρό γιεν τις έκανε πολύ πιο ανταγωνιστικές απέναντι στην Ιαπωνία.
Δεύτερο, ο πολύ σημαντικός ρόλος στην κρίση χρέους από ένα ανατιμημένο νόμισμα.
Τρίτο, η αδυναμία της Ιαπωνίας από αυτό το μακρόχρονο τέλμα λόγω των χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης.
Τέταρτο, το μεγάλο βάρος στην αφετηρία και τη συνέχιση της κρίσης από τα κερδοσκοπικά ανοίγματα των ιδιωτικών τραπεζών.
«Το Ακαθάριστο Δημόσιο Χρέος της Ιαπωνίας ανέβηκε πάνω από το 100% του ΑΕΠ το 1997, στα μέσα της «χαμένης δεκαετίας» της Ιαπωνίας – μιας παρατεταμένης περιόδου ήπιας ύφεσης και σχεδόν μηδενικής αύξησης του ΑΕΠ, ένα επίπεδο σημαντικά πιο κάτω από των άλλων ανεπτυγμένων οικονομιών και από τα ίδια τα ιστορικά επίπεδα της Ιαπωνίας. Η πρώτη αίτια του ανερχόμενου χρέους ήταν μια έκρηξη του χρηματιστηρίου καθώς και της φούσκας των ακινήτων το 1989-90 και η επακόλουθη αδυναμία στο χρηματοπιστωτικό τομέα της οικονομίας και στον τομέα ακινήτων. Η αρχική πολιτική απάντηση αφορούσε σε δημοσιονομική ώθηση με μία απότομη όμως επιδείνωση της δημοσιονομικής ισορροπίας και περικοπές στα επιτόκια. Η απότομη μείωση των πληθωριστικών προσδοκιών όμως ήταν μεγαλύτερη από την μείωση των επιτοκίων οδηγώντας έτσι σε ανατίμηση του νομίσματος. Ακόμη αυτή η πολιτική απάντηση δεν αντιμετώπισε ευθέως τις δομικές αδυναμίες του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ιαπωνίας. Υπήρχε μια μέτρια ανάκαμψη που έληξε το 1997 όταν μια σωρεία γεγονότων αποδυνάμωσε την οικονομία. Παρά το γεγονός ότι υπήρχε ένας περιορισμός της δημοσιονομικής πολιτικής μέσω της αύξησης των φόρων στην κατανάλωση και στους μισθούς, ο οποίος προκλήθηκε από το αυξανόμενο δημόσιο χρέος και τις ανερχόμενες δαπάνες κοινωνικής ασφάλειας, οι κύριες αιτίες της οικονομικής κάμψης ήταν οι εξής :
Δείτε το Σχεδιάγραμμα
Πρώτο, συνέβηκε η ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση και το νόμισμα ανατιμήθηκε σημαντικά. Παραπέρα, οι διαρθρωτικές αδυναμίες στον τραπεζικό τομέα μεγεθύνθηκαν από τη χαμηλή οικονομική επίδοση, έχοντας ως αποτέλεσμα την πρόκληση σοβαρής τραπεζικής κρίσης. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μια άγρια ύφεση που εξανάγκασε την κυβέρνηση να εγκαταλείψει το σχέδιο δημοσιονομικής σταθερότητας και οδήγησε σε συνεχείς αυξήσεις στα επίπεδα του δημοσίου χρέους.
Η νομισματική πολιτική αυτή τη περίοδο είχε περιορισμένο αποτέλεσμα στη σταθεροποίηση της οικονομικής δραστηριότητας. Παρότι τα επιτόκια είχαν φτάσει κοντά στο μηδέν δεν εφαρμόστηκε καμία πολιτική για τις πιστώσεις ή για την νομισματική επέκταση. Παραπέρα και ακόμη πιο σοβαρά τα δομικά προβλήματα στον τραπεζικό τομέα παρέμειναν και αυτό υπονόμευσε την εφαρμογή μιας πολιτικής που να ενισχύει τον τραπεζικό δανεισμό. Τέλος, μία πρόωρη αύξηση στα επιτόκια το 2000 και οι κυματισμοί που ήρθαν από την έκρηξη της φούσκας των εταιρειών πληροφορικής στις ΗΠΑ επιδείνωσαν την κατάσταση. Η οικονομία έπεσε πάλι σε ύφεση το 2001.
Υπήρχε μία δεύτερη και αποτελεσματική φάση πολιτικών δράσεων από το 2001. Η κυβέρνηση έστρεψε την προσοχή της στην αντιμετώπιση των θεμελιακών δομικών προβλημάτων στην οικονομία. Οι αρχές έκαναν σημαντικά πιο αποφασιστικά βήματα για να λύσουν τα προβλήματα στον χρηματοπιστωτικό τομέα και για να επιβάλουν τη διαγραφή των κακών δανείων και την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με ιδιωτικά και δημόσια κεφάλαια. Η Τράπεζα της Ιαπωνίας επίσης ξεκίνησε ένα πρόγραμμα νομισματικής επέκτασης και το 2002 δημόσια δεσμεύτηκε να κρατήσει τα επιτόκια χαμηλά μέχρι την επιστροφή ενός σταθερού χαμηλού πληθωρισμού. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα και ένα πιο φιλόξενο περιβάλλον νομισματικής πολιτικής ανέτρεψαν την καθοδική τάση στον πληθωρισμό και οδήγησαν σε μια σχετική ισχυρή φάση ανάκαμψης που τελικά επέτρεψε μια ήπια ρύθμιση της δημοσιονομικής ισορροπίας. Μία εξασθένιση της ισοτιμίας του νομίσματος και πολύ ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον επίσης συνέβαλαν στα θετικά αποτελέσματα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ σταθεροποιήθηκε περίπου στο 185%. Από τότε, η μεγάλη ύφεση του 2007 έσπρωξε την Ιαπωνία πίσω στην ύφεση οδηγώντας σε άλλη μία μεγάλη επιδείνωση της δημοσιονομικής ισορροπίας.
Οι διάφορες φάσεις αυτού του επεισοδίου αναπτύσσονται περιληπτικά στο σχεδιάγραμμα 3.9 τμήμα 3 που δείχνει την αποσύνθεση της δυναμικής του χρέους της Ιαπωνίας. Η ανάπτυξη και ο πληθωρισμός ουσιαστικά δεν είχαν άμεση συμβολή στη δυναμική του χρέους – παρότι η αύξηση του χρέους αποδυναμώθηκε μεταξύ 2000 και 2007, όταν η πολιτική έδινε έμφαση στα νομισματικά μέτρα και η ανάπτυξη ήταν ισχυρότερη. Η μεγαλύτερη όμως συμβολή στη δυναμική του χρέους έρχεται από το πρωτογενές έλλειμμα.
Το επεισόδιο αυτό της Ιαπωνίας υπογραμμίζει την ανάγκη να αντιμετωπίζεται η αδυναμία του τραπεζικού τομέα και να διασφαλίζεται ένα υποστηριχτικό νομισματικό περιβάλλον ώστε να μπορεί η δημοσιονομική σταθεροποίηση να πετύχει. Υπογραμμίζει επίσης τις δυσκολίες που μπορεί να δημιουργηθούν από αντίξοες εξελίξεις στο εξωτερικό όταν μάλιστα οι εσωτερικές συνθήκες είναι ήδη τεταμένες. Όταν οι δομικές αδυναμίες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτρέπουν την κανονική λειτουργία της νομισματικής στήριξης και όταν η πολιτική επιτοκίων κινείται κοντά στο μηδέν ο κίνδυνος αναιμικής και εύθραυστης μεγέθυνσης είναι μεγάλος άσχετα από τα δημοσιονομικά δεδομένα. Ένα τέτοιο μακροοικονομικό περιβάλλον σαφώς απέκλεισε μια επιτυχή δημοσιονομική σταθεροποίηση: Όταν λαμβάνονταν τέτοια μέτρα, η οικονομία βυθίζονταν στην ύφεση.»
ΣΧΕΔΙΟ Β: ΕΚΘΕΣΗ ΔΝΤ, Περίπτωση Τέταρτη, η Ιταλία του Μάαστριχτ
Το τέταρτο από τα περιστατικά διεθνούς χρέους που εξετάζει η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι η Ιταλία της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της προετοιμασίας ένταξης στην υπό ίδρυση τότε ευρωζώνη. Οι συντάχτες αυτής της ανάλυσης στηρίζουν τη γνωστή νεοφιλελεύθερη συνταγή για το χρέος που κεντρικό της στοιχείο έχει την αποδόμηση των εργατικών κατακτήσεων.
Παρόλα αυτά ακόμη και σε αυτήν την ανάλυση γίνονται σαφή : Πρώτο, η σημασία της αξίας του νομίσματος. Δεύτερο, ο αρνητικός ρόλος της μειωμένης ανάπτυξης για την αντιμετώπιση του χρέους. Τρίτο, ο υφεσιακός χαρακτήρας των πολιτικών ενάντια στα εισοδήματα των εργαζομένων ( πράγμα που δε λέγεται αλλά συνάγεται πάρα πολύ εύκολα).
Ο λόγος του δημοσίου χρέους της Ιταλίας προς το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 70% στην 25ετία που ακολούθησε το Β παγκόσμιο πόλεμο, μια περίοδο που υπογραμμίστηκε από το σχετικά υψηλό πληθωρισμό και την υποταγή της νομισματικής πολιτικής στην επιθυμία της κυβέρνησης για χαμηλό δημοσιονομικό κόστος. Το 1992 το χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ ανέβηκε γρήγορα πάνω από 100% και κορυφώθηκε περίπου στο 120% μεταξύ του 1994-1996. Ακολούθως μειώθηκε λίγο προς το 104% το 2004 ως αποτέλεσμα της ισχυρής πολιτικής επιθυμίας της Ιταλίας να είναι ιδρυτικό μέλος της ζώνης του ευρώ.
Τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ του 1992, που καθόρισαν τις συνθήκες για τη συμμετοχή στην ευρωζώνη, όμως, ήταν μια σοβαρή πρόκληση στις ιταλικές φιλοδοξίες γιατί απαιτούσαν μια πολύ ισχυρή νομισματική και δημοσιονομική προσπάθεια. Δυστυχώς, η κρίση του ευρωπαϊκού μηχανισμού ισοτιμιών (ERM) το Σεπτέμβρη του 1992 και η αποδόμηση των καθιερωμένων ιταλικών πολιτικών κομμάτων που ακολούθησε τα σκάνδαλα για εκτεταμένη διαφθορά φάνηκε να περιπλέκουν τις ιταλικές ελπίδες για συμμετοχή στην ευρωζώνη. Πρακτικά όμως η πολιτική αστάθεια ενδυνάμωσε ένα φιλοευρωπαϊκό αίσθημα σε πολλά επίπεδα της κοινωνίας και άνοιξε τη πόρτα σε τρεις τεχνοκρατικές κυβερνήσεις (Amato, Ciampi, Dini) που μπόρεσαν να εφαρμόσουν μια ουσιαστική δημοσιονομική προσαρμογή και να αρχίσουν αντιδημοφιλείς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Σε δημοσιονομικό επίπεδο η προσπάθεια σταθεροποίησης περιλάμβανε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που επηρέαζαν τις συντάξεις, τις υπηρεσίες υγείας, τη χρηματοδότηση της τοπικής αυτοδιοίκησης, τον καθορισμό των μισθών και την απασχόληση στο δημόσιο. Ένα σημαντικό βήμα ήταν το σπάσιμο της αλληλοτροφοδότησης μισθών – τιμών που πραγματοποιήθηκε με την κατάργηση και την απομάκρυνση της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (scala mobile) τον Δεκέμβρη 1991 και τον Ιούνιος 1993. Αυτό άνοιξε το δρόμο για την μετάβαση σε μια χαμηλού πληθωρισμού νομισματική πολιτική σύμφωνη με τα κριτήρια του Μάαστριχ. Το 1993 η κυβέρνηση απόκτησε ειδική εξουσία να περικόπτει την πρωτογενή δαπάνη και έτσι εγκατέλειψε την πρακτική για τη συνεχή έγκριση του κάθε μέτρου που μέχρι τότε που ήταν το κύριο εργαλείο για την μείωση του ελλείμματος. Επίσης περιορίστηκε η εξουσία του κοινοβουλίου να αποφασίζει νέες δαπάνες. Η μεταρρύθμιση των συντάξεων ήταν ιδιαίτερα σημαντική με δεδομένα την αύξηση του προσδόκιμου ζωής και την παραχώρηση γενναιόδωρων συντάξεων που έκανε την Ιταλία να έχει τον μεγαλύτερο λόγο συνταξιοδοτικών δαπανών σε σχέση με το ΑΕΠ στον κόσμο – 14% το 1994. Η μεταρρύθμιση ήταν ένα βήμα στην σωστή κατεύθυνση αλλά υπήρχαν δύο μειονεκτήματα : Πρώτον, δεν ήταν επαρκής παίρνοντας υπόψη τη δημογραφική εξέλιξη και δεύτερο η μεταβατική φάση ήταν εξαιρετικά μακρόχρονη. Έτσι, παρότι αναγκαία τα οφέλη της μεταρρύθμισης χρειάστηκαν πολύ καιρό για να επηρεάσουν άμεσα τα δημοσία οικονομικά. Παρά αυτές τις ελπιδοφόρες εξελίξεις και ως αποτέλεσμα της καθυστέρησης στα πρακτικά αποτελέσματα μερικών από αυτές περισσότερο από το μισό σταθεροποιητικό πρόγραμμα επιτεύχθηκε μέσα από τις φορολογικές αυξήσεις.
Σε νομισματικό επίπεδο, το 1992 ήταν μια χρονιά αναταραχών στις αγορές και με την έξοδο της Ιταλίας από το ευρωπαϊκό σύστημα σταθερών ισοτιμιών (ERM) και την επακόλουθη υποτίμηση της λίρας. Η νομισματική κρίση είχε δύο διακρινόμενες συνέπειες για τα δημόσια οικονομικά. Από τη μια έφερε κέρδη στην ανταγωνιστικότητα που χρειαζόταν πάρα πολύ στις εξαγωγικές βιομηχανίες, στηρίζοντας έτσι την οικονομική μεγέθυνση. Από την άλλη η απότομη υποτίμηση τροφοδότησε τον πληθωρισμό και ιδιαίτερα τις πληθωριστικές προσδοκίες που οδήγησαν της Τράπεζα της Ιταλίας να ανεβάσει σημαντικά τα επιτόκια. Το βάρος των πληρωμών για τόκους έφτασε πάνω από το 11% του ΑΕΠ ανάμεσα στο 1993 και το 1995 και αυτό απέτρεψε μια σημαντική μείωση στο έλλειμμα που κόλλησε πάνω από το 7%.
Δείτε το Σχεδιάγραμμα
Το 1996 αμέσως μόλις έλαβε καθήκοντα η κυβέρνηση του Romano Prodi δήλωσε ως πρώτο στόχο της την είσοδο της Ιταλίας στην ευρωζώνη ως ιδρυτικό μέλος. Ο σκοπός του Prodi ήταν να σπάσει το φαύλο κύκλο : « προσδοκία υψηλού πληθωρισμού - υψηλά επιτόκια – υψηλά ελλείμματα – πάλι προσδοκία υψηλού πληθωρισμού», πράγμα που θα έκανε την είσοδο στην ευρωζώνη αδύνατη. Κέρδισε στήριξη από τα συνδικάτα και από το κοινό να ξεκινήσει την παραπέρα δημοσιονομική σταθεροποίηση. Αυτό οδήγησε στην εφαρμογή επιπρόσθετων μέτρων που τελικά οδήγησαν το συνολικό έλλειμμα στο 2,7% και σε ένα πρωτογενές περίσσευμα 6,1% του ΑΕΠ το 1997. Αυτή η σταθεροποίηση αποτέλεσε την κορυφή σε μια δεκαετή περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας η Ιταλία βελτίωσε την πρωτογενή ισορροπία πάνω από το 10% - μια εξαιρετική απόδοση στα ιστορικά χρονικά.
Παραπέρα, η αξιοπιστία της ιταλικής δέσμευσης για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η ικανότητα για ανταπόκριση στα κριτήρια του Μάαστριχτ, όπως τα αντιλήφθηκαν οι αγορές, οδήγησαν σε μια δραματική μείωση στα επιτόκια το 1996. Αυτό στην πράξη έσπασε τον προηγούμενο φαύλο κύκλο και τον αντικατέστησε με το αντίθετό του. Δεδομένου όμως του στενού χρονοδιαγράμματος πολλές από τις μειώσεις του ελλείμματος αποτελούσαν ειδικά μέτρα και όχι μακρόχρονες πολιτικές. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο «φόρος για την Ευρώπη» που έφτανε το 0,6% του ΑΕΠ. Επίσης η ουσιαστική προώθηση στις ιδιωτικοποιήσεις.
Η συμμετοχή στην ευρωζώνη χαμήλωσε το κόστος δανεισμού για το ιταλικό Υπουργείο Οικονομικών και έκανε δυνατή την παράταση της εξόφλησης του χρέους, που βοήθησε να μειωθεί το δημόσιο χρέος τα επόμενα επτά χρόνια. Παρόλα αυτά μετά το 1998 ο ζήλος για μεταρρυθμίσεις βαθμιαία ξεθώριασε και δεν λήφθηκαν ουσιαστικά, επιπρόσθετα, διακριτά μέτρα σταθεροποίησης. Ακόμα, καθώς μερικά από τα δημοσιονομικά μέτρα ήταν προσωρινά, το πρωτογενές πλεόνασμα άρχισε να παρακμάζει μετά την αποκορύφωση του 1997. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ταχύτητα της μείωσης του χρέους να είναι μικρή και να καθρεφτίζει μια στιγμιαία και όχι μια συνεχιζόμενη προσπάθεια.
Αυτές οι εξελίξεις σχετικά με τη δυναμική του χρέους, παρουσιάζονται στο σχεδιάγραμμα 3.10 τμήμα 3. Μία κίνηση προς το πρωτογενές πλεόνασμα μεταξύ του 1993 και του1997 ακυρώθηκε από τη σκληρή πολιτική επιτοκίων. Με την χαλάρωση αυτής της πολιτικής από το 1998 μέχρι το 2002 το χρέος έπεσε πιο σημαντικά – τουλάχιστον μέχρις ότου το πρωτογενές πλεόνασμα πάλι ξεθώριασε πάλι κατά τη διάρκεια του 2003 -2007. Επίσης αξιοσημείωτο είναι ότι η αύξηση του ΑΕΠ συνέβαλε πολύ λίγο στην μείωση του χρέους όλη αυτή τη περίοδο. Στην πραγματικότητα ο ρυθμός ανάπτυξης έμενε χαμηλός, πολύ πιο κάτω από το μέσο όρο των αναπτυγμένων οικονομιών.»
Οι ερευνητές του ΔΝΤ κλείνουν το μάτι στην Ελλάδα να αποχωρήσει από το ευρώ… ΣΧΕΔΙΟ Β, Έκθεση ΔΝΤ, Θέμα Πέμπτο, η Νομισματική Πολιτική πρώτος παράγοντας για τη μείωση του Χρέους
Συνεχίζουμε τη δημοσίευση αποσπασμάτων από την Έκθεση του Διεθνούς Οικονομίας – 2012 του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Μετά την περίπτωση της Ιταλίας εξετάζονται οι κρίσεις χρέους στο Βέλγιο το 1983 και στον Καναδά το 1995. Αυτές έχουν το ίδιο λειτουργικό και θεραπευτικό μοντέλο με την Ιταλία. Μετά ακολουθεί ανάλυση και των έξι παρελθόντων περιστατικών κρίσης χρέους που εξέτασε η Έκθεση.
Δύο εκτιμήσεις είναι εντυπωσιακές, και ιδιαίτερα χρήσιμες για την Ελλάδα, από την ανάλυση αυτή:
Δείτε το Σχεδιάγραμμα
Πρώτο, η σαφέστατη επισήμανση ότι η νομισματική πολιτική ισοιτιμιών και επιτοκίων αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα παράγοντα για την αντιμετώπιση του χρέους, με ιδιαίτερη θετική έμφαση στη σημασία του υποτιμημένου νομίσματος. Τόσο αυτόνομα όσο και με την ευεργετική επίδρασή της στην ανάπτυξη.
Δεύτερο, η επίσης σαφέστατη διαπίστωση ότι είναι εντελώς αδύνατο μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να καλυφθεί μια τεράστια απόσταση από το πρωτογενές έλλειμμα σε περίσσευμα, όπως ζητείται και επιβάλλεται στην Ελλάδα, χωρίς θεαματική καταστροφή.
Επειδή η μελέτη του παρελθόντος γίνεται για να βγάλουμε διδάγματα για το παρόν και το μέλλον, είναι σαφές ότι οι επιστήμονες του ΔΝΤ – εν αγνοία της Λαγκάρντ – κλείνουν το μάτι στην Ελλάδα, με την πρώτη επισήμανση να αποχωρήσει από το ευρώ, με τη δεύτερηνα κάνει παύση πληρωμών…
Δημοσιεύουμε τα κεντρικά σημεία από την ανάλυση αυτή του ΔΝΤ:
«Σε αυτή την ανάλυση συγκεντρώνονται οι εμπειρίες από τις χώρες τις οποίες μελετήσαμε στα προηγούμενα περιστατικά συγκρίνοντας τους πολιτικούς στόχους, τα χρησιμοποιηθέντα εργαλεία (όπως επιτόκια, συναλλαγματικές ισοτιμίες, πρωτογενή πλεονάσματα και θεσμικά πλαίσια) και τα αποτελέσματα που είχαν.
Το πρώτο δίδαγμα – κλειδί είναι ότι ένα υποστηρικτικό νομισματικό περιβάλλον είναι μια αναγκαία προϋπόθεση για μια επιτυχή δημοσιονομική σταθεροποίηση. Αυτό είναι φανερό από τις περιπτώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου, των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο παρά τις ουσιαστικές δημοσιονομικές προσπάθειες που πέτυχαν και συγκράτησαν μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, τα επίπεδο του δημοσίου χρέους δεν μειώθηκαν. Ο λόγος είναι η ταυτόχρονη επιδίωξη μιας επιστροφής στο χρυσό κανόνα στην προπολεμική (πάρα πολύ υψηλή) ισοτιμία που απαιτούσε μια πάρα πολύ σκληρή νομισματική στάση και εξαιρετικά υψηλά επιτόκια, τα οποία εξουδετέρωσαν τη συμβολή των δημοσιονομικών πλεονασμάτων στη μείωση του χρέους. Την ίδια στιγμή οι εσωτερικές τιμές δεν έπεσαν αρκετά ώστε να παράγουν μια πραγματική υποτίμηση του νομίσματος εξαιτίας της συνεπαγόμενης ανατίμησης της λίρας. Παραπέρα αυτός ο συνδυασμός σκληρής και δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής απόδωσε αρνητική ανάπτυξη μεγεθύνοντας το δημόσιο χρέος.
Με δεδομένες και τη δημοσιονομική και τη νομισματική πολιτική που ήταν σφιχτές στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι αντιληπτό θα πρέπει είτε στη μία από τις δύο είτε και στις δύο μαζί να υπάρχει η ευθύνη για τα φτωχά αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά οι περιπτώσεις της Ιαπωνίας που είχε σφιχτές νομισματικές συνθήκες και χαλαρές δημοσιονομικές, και των ΗΠΑ που είχαν χαλαρές νομισματικές και σφιχτές δημοσιονομικές συνθήκες μας επιτρέπουν να αποδώσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια τα αρνητικά αποτελέσματα στην νομισματική πολιτική.
Με χαμηλή ανάπτυξη και ύφεση οι ιαπωνικές αρχές ήταν σε δύσκολη θέση σε σχέση με την δημοσιονομική σταθεροποίηση. Προσπάθειες να σφίξουν οι δημοσιονομικές πολιτικές είτε γρήγορα εγκαταλείφθηκαν μετά την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών είτε δεν εφαρμόστηκαν με σοβαρότητα. Εάν η Ιαπωνία είχε επιμείνει στη σφιχτή δημοσιονομική πολιτική, φαίνεται πιθανό ότι θα είχε δοκιμάσει ακόμη ισχυρότερη ύφεση και χαμηλότερη ανάπτυξη ακριβώς όπως το Ηνωμένο Βασίλειο.
Στις ΗΠΑ μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο οι ζωντανές αναμνήσεις της μεγάλης ύφεσης οδήγησαν το λαό να φοβάται περισσότερο την ύφεση παρά τον πληθωρισμό. Το ψηλό επίπεδο του πολεμικού χρέους και του συνδεόμενου με αυτό εμποδίου με τα υψηλά επιτόκια ήταν επίσης μια πηγή ανησυχίας. Οι αρχές εφάρμοσαν ένα πολιτικό μείγμα που είχε αποτέλεσμα ένα εξαιρετικά υποστηρικτικό νομισματικό περιβάλλον συνδεόμενο με σφιχτή δημοσιονομική πολιτική. Βασισμένο στην ανάπτυξη και τη δημοσιονομική απόδοση αυτό το μείγμα πολιτικής ήταν αναμφίβολα πετυχημένο – παρότι η αστάθεια του πληθωρισμού παρέμεινε σχετικά υψηλή. Έτσι συμπεραίνουμε ότι μια στάση υποστηρικτικής νομισματικής πολιτικής είναι ένα συστατικό – κλειδί στην επιτυχή μείωση του χρέους
Αφήνοντας απέξω τις πιθανότητες των εκπλήξεων του μεγάλου πληθωρισμού και της χρηματοπιστωτικής πίεσης, οι πιο ρεαλιστικές πολιτικές επιλογές σήμερα φαίνεται ότι είναι αυτές που ακολουθήθηκαν από το Βέλγιο, τον Καναδά και την Ιταλία. Και οι τρεις αυτές χώρες εφάρμοσαν μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή μέσα σε ένα περιβάλλον όπου ο στόχος του χαμηλού πληθωρισμού θεωρούνταν αναγκαίος για την οικονομική σταθερότητα. Όμως οι βαθμοί επιτυχίας στη μείωση του χρέους διαφοροποιούνταν. Αυτή η διαφοροποίηση μας οδηγεί σε τρία επιπρόσθετα συμπεράσματα και ενισχύει το πρώτο μας συμπέρασμα για την σπουδαιότητα της νομισματικής πολιτικής για μια επιτυχή μείωση του χρέους.
Πρώτο, ακόμα και σε ένα περιβάλλον όπου ο πληθωρισμός είναι χαμηλός, ένα υποστηρικτικό νομισματικό περιβάλλον με πραγματικά χαμηλά επιτόκια είναι σημαντικό για να διευκολύνει μια μείωση στο δημόσιο χρέος. Το νομισματικό περιβάλλον ήταν σφιχτό τη δεκαετία του 80 (και στην Ιταλία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 90) εξαιτίας αντιπληθωριστικών προσπαθειών των κεντρικών τραπεζών. Ως αποτέλεσμα το χρέος συνέχισε να αυξάνεται και στις τρεις χώρες. Ήταν μόνο όταν τα πραγματικά επιτόκια έπεσαν, μετά από την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και ένα αξιόπιστο πλαίσιο νομισματικής πολιτικής, που όλες οι χώρες μπόρεσαν να μειώσουν το χρέος.
Δεύτερο, η μείωση του χρέους είναι μεγαλύτερη όταν τα δημοσιονομικά μέτρα είναι μόνιμα ή διαρθρωτικά και ενισχύονται από ένα δημοσιονομικό πλαίσιο που στηρίζει την εφαρμογή αυτών των μέτρων.
Δείτε το Σχεδιάγραμμα
Τρίτο, οι σχετικά επιτυχείς εμπειρίες του Βελγίου και του Καναδά τη δεκαετία του 90 διευκολύνθηκαν από μια ώθηση από ισχυρή εξωτερική ζήτηση. Ενώ η εξωτερική ζήτηση επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, η υποτίμηση του νομίσματος συνέβαλε και στις δύο περιπτώσεις – για τον Καναδά την πρώτη πενταετία της δεκαετίας του 90, για το Βέλγιο τη δεύτερη πενταετία. Η Ιταλική οικονομία ωφελήθηκε από την απότομη υποτίμηση μετά την κρίση του 1992 στον ERM (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Ισοτιμιών), αλλά σε ένα βαθμό εξαιτίας της πιο κλειστής της οικονομίας η συμβολή των εξαγωγών στην ανάπτυξη του ΑΕΠ ήταν μικρότερη και σχετικά προσωρινή. Ως εκ τούτου, (παρότι ακριβές συμπέρασμα είναι δύσκολο εδώ), ένα υποστηρικτικό εξωτερικό περιβάλλον σαφώς συνέβαλε σε σχετικά καλύτερη αναπτυξιακή απόδοση και σε σχετικά καλύτερη μείωση του χρέους στον Καναδά και το Βέλγιο παρά στην Ιταλία.
Τέταρτο, χρειάζεται χρόνος να αντιστραφούν τα πρωτογενή ελλείμματα. Εμβληματική είναι η περίπτωση του Βελγίου το οποίο παρότι πέτυχε την μεγαλύτερη βελτίωση στο πρωτογενές ισοζύγιο στην ειρηνική περίοδο μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανάμεσα στο 1981 -1991 παρόλα αυτά χρειάστηκε δέκα χρόνια προκειμένου να κινηθεί από ένα έλλειμμα περίπου 7% σε ένα πλεόνασμα 4%. Η παρατήρηση ότι χρειάζεται χρόνος για να αντιστραφούν τα πρωτογενή ισοζύγια επιβεβαιώνεται βλέποντας το πλήρες δείγμα των χωρών. Στις αναπτυγμένες οικονομίες από το 1980 μέχρι σήμερα βελτιώσεις μεγαλύτερες από 10% σε μια δεκαετή περίοδο είναι εξαιρετικά σπάνιες. Του Καναδά η καλύτερη απόδοση ήταν 6,7% την περίοδο από 1990 μέχρι 2000 και της Ιταλίας 10,2% ανάμεσα στο 1987-1997 – και οι δύο από τις καλύτερες από το 1980 μέχρι σήμερα στις αναπτυγμένες οικονομίες. Εν συντομία, βιώσιμες βελτιώσεις περισσότερο από 1% ετησίως είναι σπάνιες και αυτό σημαίνει ότι όταν ξεκινάμε με ένα πρωτογενές έλλειμμα η μείωση του χρέους απαιτεί ένα εξαιρετικά μακρό χρόνο.
Συμπερασματικά, οι ιστορικές εμπειρίες δείχνουν ότι οι χώρες που έχουν εμπόδια από υψηλό χρέος είναι απίθανο να βιώσουν μεγάλες βελτιώσεις στα ποσοστά του χρέους τους όταν τα πραγματικά επιτόκια είναι υψηλά και νομισματικές συνθήκες παραμένουν σφιχτές. Υποθέτοντας ότι επαρκώς υποστηρικτικές νομισματικές συνθήκες έχουν επιτευχθεί, τότε η δημοσιονομική πολιτική που εστιάζει σε μόνιμες ή διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις παρά οι πολιτικές που βασίζονται σε πιο προσωρινά μέτρα.
Άρθρο του ΚΚΕ που δημοσιεύθηκε στον 902.gr
Μ' ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια
Μία ακόμα συνέντευξη παραχώρησε ο Αλ. Αλαβάνος στον «ΣΚΑΪ». Κάποιο λάκκο
έχει η φάβα της σχετικής προβολής που απολαμβάνει τελευταία. Κι αυτό
γιατί είναι γνωστό ότι τα αστικά μέσα ενημέρωσης δεν έχουν ευαισθησίες
«πλουραλισμού» και «αντικειμενικής» προβολής όλων των απόψεων. Αν λες
κάτι που δεν συμφέρει τους ιδιοκτήτες τους είτε σε «θάβουν», είτε
διαστρεβλώνουν αυτό που λες, ενώ στη χάση και στη φέξη αν είσαι
κοινοβουλευτικό κόμμα σε καλούν για «ξεκάρφωμα»... Σε προβάλλουν βεβαίως
πολύ αν αυτά που λες συμφέρει τους ιδιοκτήτες τους να ακούγονται ή αν
αυτά που λες έχουν συμφέρον να ζυμώνονται ως προοπτική.

Τι λέει ο Αλ. Αλαβάνος; Μιλάει για την ανάγκη να υπάρξει ένα «σχέδιο Β»
για την περίπτωση εξόδου της χώρας απ' την ευρωζώνη και επιστροφής της
στη δραχμή (όχι απ' την ΕΕ και προς Θεού ούτε συζήτηση για το σε ποιας
τάξης τα χέρια θα παραμείνει η εξουσία). Έχουμε γράψει πολλές φορές ότι
μ' ένα τέτοιο ενδεχόμενο φλερτάρουν μερίδες της πλουτοκρατίας ακριβώς
γιατί κρίνουν ότι θα ωφεληθούν. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο Αλ. Αλαβάνος
κάθε που του δίνεται βήμα να διατυπώσει αυτές του τις απόψεις τροφοδοτεί
τον δικομματικό καυγά, έτσι έγινε και σήμερα, ενισχύει το νέο δίπολο, ΝΔ
- ΣΥΡΙΖΑ, εξέλιξη φυσικά συμφέρουσα για όλα τα τμήματα της πλουτοκρατίας
και αυτά που θέλουν ευρώ και αυτά που θέλουν κάτι άλλο. Αμφότερα εξάλλου
συμπίπτουν στο τι δεν θέλουν. Και δεν θέλουν να απεγκλωβιστεί ο λαός απ'
την κυβερνητική εναλλαγή, την αυταπάτη ότι μια κυβέρνηση της αστικής
διαχείρισης μπορεί να του λύσει τα προβλήματα, δεν θέλουν να γίνει ο
λαός ο σκαπανέας διάνοιξης ενός άλλου δρόμου ανάπτυξης, όπου ο ίδιος θα
έχει στα χέρια του την οικονομία και την εξουσία.

Κι επειδή δεν το θέλουν, δεν τους αρέσει καθόλου το ΚΚΕ που προτείνει
στον λαό αυτόν το δρόμο. Συνεπώς δεν τους «χαλάει» καθόλου, απεναντίας, η
παρατήρηση του Αλ. Αλαβάνου ότι ναι μεν το ΚΚΕ είναι το μόνο κόμμα που
έχει δικαιωθεί σε σχέση με την κριτική του για την ευρωζώνη - και όχι
μόνο λέμε εμείς, αλλά τέλος πάντων... - αλλά «κλείστηκε στον εαυτό του
και αρνείται να κάνει συνεργασία». Άποψη που μεταφράζεται περίπου έτσι
«καλά τα λέει, αλλά τι το θες, πάνε στο βρόντο, αφού δεν τα βρίσκει με
κανένα για να εφαρμόσει όσα λέει»...

Με ποιον; Και για ποιο σκοπό; Μ' αυτούς που όχι μόνο δεν δικαιώθηκαν,
αλλά παρότι η ζωή «φτύνει» τις θέσεις τους αυτοί επιμένουν να καμώνονται
ότι βρέχει; Είναι κλεισμένος στον εαυτό του αυτός που είναι με τον λαό
και είναι εξωστρεφής αυτός που είναι με τους αστούς; Συνεργασία με
όποιον να 'ναι και ό,τι να 'ναι για να ξελασπώσουμε όλοι παρέα τους
αστούς, ζεύοντας το κάρο στον λαό; Ευχαριστούμε, αλλά δεν θα πάρουμε.
Κατ' αλλού τραβάει το ΚΚΕ και δεν είναι καθόλου μόνο του.