Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Jean Améry: Μιλώντας για βασανιστήρια

«Κάπου, κάποιος ουρλιάζει από τα βασανιστήρια. Ίσως τούτη την ώρα, αυτήν εδώ τη στιγμή.»
FREE photo hosting by Fih.grJean Améry,
"Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση"FREE photo hosting by Fih.gr
Στην Εφημερίδα των Συντακτών του Σ/Κ 17-18/11/2012 διαβάσαμε την απομαγνητοφωνημένη συζήτηση του Περικλή Κοροβέση με μερικούς από τους συλληφθέντες της αντιφασιστικής μοτοπορείας που βασανίστηκαν στον 6ο όροφο της ΓΑΔΑ. Ο Περικλής Κοροβέσης βέβαια δεν είναι κάποιο τυχαίο πρόσωπο. Είναι ίσως ο κατεξοχήν αρμόδιος να μας μιλήσει για τα βασανιστήρια, έχοντας υπάρξει ο ίδιος θύμα βασανιστηρίων στην περίοδο της δικτατορίας. Η ιστορία του είναι γνωστή και την έχει καταγράψει ο ίδιος στο βιβλίο του "Ανθρωποφύλακες" που θεωρείται πια κλασικό στο είδος του (διατίθεται διαδικτυακά και μπορείτε να το διαβάσετε δωρεάν σε pdf). Στο βιβλίο του ο Κοροβέσης περιγράφει πώς συνελήφθη από την Ασφάλεια ως μέλος του Πατριωτικού Μετώπου, πώς υπέφερε στα χέρια των βασανιστών του (πέρασε φάλαγγα, ηλεκτροσόκ και εικονική εκτέλεση), πώς φυγαδεύτηκε από την Ελλάδα και κατέθεσε ως μάρτυρας ενώπιον της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η έκθεση της επιτροπής ήταν καταπέλτης τότε για την Ελλάδα των Απριλιανών.
Jean Améry

Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά, μια άλλη έκθεση, πάλι από την Εσπερία, έρχεται για να μας δείξει την απαίσια σκοτεινή όψη της χώρας μας. Αυτή τη φορά το ξεμπρόστιασμα έγινε από την αγγλική Guardian, με το περίφημο ντοκιμαντέρ για τις σχέσεις ΕΛ.ΑΣ.-Χρυσής Αυγής και τις επιπτώσεις αυτών των σχέσεων στην κοινωνία. Το ντοκιμαντέρ, που προκάλεσε την οργή του υφιστάμενου των ένστολων χρυσαυγιτών Νίκου Δένδια, συνταράσσει, αν μη τι άλλο, γιατί αποκαλύπτει τεκμηριωμένα την ποιοτική διαφοροποίηση του ελληνικού κατασταλτικού μηχανισμού: αν τη δεκαετία του '70 η αστυνομία ήταν μια αυταρχική προέκταση του μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς, μετά από 38 χρόνια μεταπολιτευτικού κοινοβουλευτικού βίου έχει μεταλλαχθεί σε νεοναζιστικό θύλακα!
Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε, αν λάβουμε υπόψη τις μαρτυρίες των ίδιων των βασανισθέντων για την εκδικητικότητα με την οποία τους αντιμετώπισαν τα όργανα, υποτίθεται, της τάξης:
"Μας χτυπάνε, ενώ φοράμε χειροπέδες… Μας πηγαίνουν στην Αλεξάνδρας κι ούρλιαζαν: “θα σας γαμήσουμε μαλακισμένα, σκοτώσατε μετανάστη, κάνατε τη δικιά μας δουλειά”. Μας οδηγούν στη ΓΑΔΑ στον 6ο όροφο, στο τμήμα Προστασίας του Πολιτεύματος. Μας βάζουν σε ένα διάδρομο αντικριστά, δεκατρείς άντρες και δυο κοπέλες. Ερχονται οι ομάδες Δέλτα να δώσουν κατάθεση. Μας βρίζουν, μας λένε ”αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, θα σας είχαμε καθαρίσει απόψε, θα πάθετε ό,τι πάθανε οι παππούδες σας στον Γράμμο και το Βίτσι”. Πολλοί από εμάς είναι χτυπημένοι, τρέχουν τα αίματα. Zητάμε τουαλέτα και μας πηγαίνουν μετά από ώρες, μας βάζουν τρικλοποδιές…. Μας φτύνουν, πλησιάζουν στα πρόσωπά μας αναπτήρες κι απειλούν να μας κάψουν. Λένε στα κορίτσια ”συντρόφισσα, είσαι εδώ τώρα κι ο σύντροφός σου γαμάει αλλού”. Κοπανάνε τις πόρτες. Όλο αυτό κράτησε μέχρι το ξημέρωμα."
Από όλα τα παραπάνω συγκρατήστε μια και μόνο φράση, ίσως την πιο ανατριχιαστική: "Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, θα σας είχαμε καθαρίσει απόψε". Η φράση αυτή είναι τόσο αφοπλιστικά ειλικρινής, που μας αποκαλύπτει τις πραγματικές προθέσεις των (παρα)κρατικών οργάνων πολύ ευκρινέστερα από τις παρλαπίπες του υπαλληλίσκου της ετοιμόρροπης κυβέρνησης Δένδια. Άραγε πώς αλλιώς αν ήταν τα πράγματα; Μήπως με μια υποθετική κυβέρνηση Μιχαλολιάκου και υπουργό Δημόσιας Τάξης τον Κασιδιάρη;
Ευτυχώς, μπροστά σε αυτή την πρωτοφανή επιχείρηση εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας, οι κινήσεις αντιφασιστικής και αντικατασταλτικής δράσης πυκνώνουν και οι πρωτοβουλίες αντίστασης των πολιτών ξεπετάγονται σαν μανιτάρια από γειτονιά σε γειτονιά. Η μαζική, πέρα από κάθε πρόβλεψη, συναυλία αλληλεγγύης για τους συλληφθέντες αντιφασίστες της 4/11/2012 έδειξε με τον πιο συγκινητικό τρόπο ότι κανείς δεν είναι μόνος του στη λαίλαπα που μας ετοιμάζουν.
* * *
Για να επιστρέψουμε όμως στο αρχικό μας θέμα, ο Περικλής Κοροβέσης και, σε μικρότερο βαθμό οι συλληφθέντες αντιφασίστες, δεν ήταν οι πρώτοι που υπέστησαν βασανιστήρια και δυστυχώς ούτε οι τελευταίοι. Τα βασανιστήρια αποτελούν δομικό στοιχείο της εξουσίας από καταβολής των πρώτων ανθρώπινων κοινωνιών και διαπερνούν κάθε πτυχή της παγκόσμιας ιστορίας μας. Εμφανίζονται δε ακριβώς εκεί όπου επικρατούν σχέσεις εκμετάλλευσης, εκεί όπου σπέρνονται θεωρίες ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων και ανθίζουν μορφές εξουσιαστικής επιβολής.
Πριν τον Περικλή Κοροβέση υπήρξαν κι άλλοι που έγραψαν για βασανιστήρια που υπέστησαν, όσοι βεβαίως κατάφεραν να επιζήσουν από αυτά. Πιο συγκλονιστική όμως όλων θεωρώ την καταγραφή του Ζαν Αμερύ, του Αυστροεβραίου συγγραφέα και στοχαστή, που μαζί με τον Πρίμο Λέβι μάς άφησαν μερικά από τα πιο σπαρακτικά αυτοβιογραφικά κείμενα για την ανείπωτη φρίκη του Ολοκαυτώματος.

Σε μια χρονική συγκυρία που ο νεοναζισμός έχει εξαπλωθεί σαν καρκίνος στο σώμα μιας πάσχουσας κοινωνίας και τα περιστατικά για βασανισμούς συνανθρώπων μας που βγαίνουν στο φως (είτε από αστυνομικά όργανα είτε από εργοδότες) έχουν αρχίσει να αποτελούν μάλλον τον κανόνα παρά την εξαίρεση, κρίνουμε επιτακτική την αναδημοσίευση του φιλοσοφικού δοκιμίου του Ζαν Αμερύ, ως μια κατεπείγουσα προειδοποίηση για το παρόν και το μέλλον.
Ο Jean Améry (ψευδώνυμο του Hans Maier) γεννήθηκε το 1912 στη Βιέννη από Εβραίο πατέρα και ρωμαιοκαθολική μητέρα. Πρώην φοιτητής φιλοσοφίας και λογοτεχνίας, ενεπλάκη από νωρίς στις πολιτικές αναταραχές, οι οποίες κορυφώθηκαν το 1938 με την προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία. Στη Βιέννη, ο αφομοιωμένος Αμερύ βίωσε τον άκρατο αντισημιτισμό και τη ναζιστική παράνοια, συνειδητοποιώντας σταδιακά το αβάσταχτο φορτίο της εβραϊκής του ταυτότητας.

Το 1940 ο Αμερύ εντάχθηκε στην οργανωμένη Αντίσταση κατά της ναζιστικής κατοχής του Βελγίου. Η συμμετοχή του αυτή οδήγησε στη σύλληψή του από τη Γκεστάπο και σε αρκετά χρόνια φυλάκισης σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης (Γκουρ, Άουσβιτς, Μπούχενβαλντ και Μπέργκεν-Μπέλζεν).

Μετά τη λήξη του πολέμου έζησε στο Βέλγιο με τη δεύτερη σύζυγό του. Εργάστηκε ως πολιτικός αρθρογράφος για λογαριασμό του ολλανδικού και του ελβετικού Τύπου. Δημοσίευσε επίσης κείμενα για τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γερμανική λογοτεχνία.
Το έναυσμα για να μιλήσει ανοιχτά για όσα είχε υποστεί από το Τρίτο Ράιχ δόθηκε με αφορμή τη διεξαγωγή της δίκης των εγκληματιών του Άουσβιτς στην Φρανκφούρτη το 1964. Από τότε ο Αμερύ συνεργάστηκε σχεδόν με όλους τους μεγάλους ραδιοφωνικούς σταθμούς αλλά και με εφημερίδες της δυτικής Γερμανίας. Έβαλε τέλος στη ζωή του στις 17 Οκτωβρίου 1978, στο Ζάλτσμπουργκ.

Το κείμενο που θα ακολουθήσει αποτελεί συρραφή εκτεταμένων αποσπασμάτων από το κεφάλαιο "Τα βασανιστήρια" που περιλαμβάνεται στην ελληνική έκδοση του βιβλίου Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση - Απόπειρα ενός εκμηδενισμένου να υπερβεί το ανυπέρβλητο (εκδόσεις Άγρα, μετάφραση Γιάννη Καλιφατίδη, Αθήνα 2009). Ο Αμερύ αναφέρεται στα βασανιστήρια που υπέστη στο στρατόπεδο του Φορτ Μπρέεντονκ, μετά τη σύλληψή του τον Ιούλιο του 1943 λόγω της συμμετοχής του σε μια μικρή γερμανόφωνη ομάδα στους κόλπους της βελγικής Αντίστασης, που επιδιδόταν σε αντιναζιστική προπαγάνδα ανάμεσα στα μέλη των γερμανικών δυνάμεων κατοχής.

Με μια απίστευτη γλαφυρότητα, συνοδευόμενη από έντονο φιλοσοφικό στοχασμό, ο Αμερύ μάς παραδίδει ένα πολύ δυνατό δοκίμιο που διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον. Αναλύει την διπλή -σωματική και ψυχική- οδύνη του θύματος των βασανιστηρίων, στοχάζεται πάνω στην τραγικότητα της ύπαρξης του επιζώντα του βασανισμού και κάνει τη διάκριση ανάμεσα στα καλούμενα "ολοκληρωτικά καθεστώτα", καταδεικνύοντας το μέσο των βασανιστηρίων ως την πεμπτουσία του εθνικοσοσιαλισμού. Τέλος, εντύπωση προκαλεί η προσπάθεια του συγγραφέα, αυτού του βαθιά τραυματισμένου ανθρώπου-διανοούμενου, να εξετάσει τα βασανιστήρια από τη σκοπιά του βασανιστή.

Λόγω του όγκου του κειμένου και για την καλύτερη ανάγνωσή του κρίθηκε σκόπιμη η διάκρισή του σε υποκεφάλαια. Ο χωρισμός των παραγράφων και οι υπογραμμίσεις είναι επίσης δικά μας.
Τα βασανιστήρια
του Jean Améry
Στο κολαστήριο του Φορτ Μπρέεντονκ
Αν τύχει να επισκεφτείτε το Βέλγιο για τουρισμό, ίσως ο δρόμος σας φέρει κατά τύχη στο Φορτ Μπρέεντονκ, στα μισά της διαδρομής ανάμεσα στις Βρυξέλλες και στην Αμβέρσα. Πρόκειται για ένα οχυρωματικό συγκρότημα από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, μολονότι δεν γνωρίζω ποιος ήταν ο αρχικός προορισμός του. Πάντως, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, στις δεκαοχτώ ημέρες που διήρκεσε η σύντομη αντίσταση του βελγικού στρατού, το Μπρέεντονκ φιλοξένησε την τελευταία έδρα του βασιλιά Λεοπόλδου. Κατόπιν, στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, αποτέλεσε ένα είδος στρατοπέδου συγκέντρωσης, ένα «στρατόπεδο υποδοχής», σύμφωνα πάντα με τη συνθηματική γλώσσα του Τρίτου Ράιχ. Σήμερα στεγάζει το εθνικό μουσείο της βελγικής Αντίστασης.
(...)
Διαβαίνοντας την κεντρική πύλη βρίσκεται κανείς σύντομα σε έναν χώρο που κατά μυστήριο τρόπο ονομαζόταν κάποτε "αίθουσα επιχειρήσεων". Στον τοίχο ένα πορτρέτο του Heinrich Himmler, μια σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό απλωμένη σαν τραπεζομάντιλο πάνω από το μακρύ γραφείο, δυο-τρεις γυμνές καρέκλες. Η αίθουσα επιχειρήσεων. Όλοι ασχολούνταν με τις επιχειρήσεις τους, μα η δική τους ήταν ο θάνατος. Κατόπιν, οι υγροί αψιδωτοί διάδρομοι, φωτισμένοι αμυδρά από τους ίδιους εκείνους λαμπτήρες με το μίζερο κοκκινωπό φως. Τα κελλιά των φυλακισμένων, γερά σφαλισμένα με ξύλινες πόρτες πάχους μιας ίντσας. Χρειάζεται να διασχίσεις ένα σωρό βαριές καγκελόπορτες προτού καταλήξεις σε μια θολωτή αίθουσα χωρίς παράθυρα, με κάθε λογής αλλόκοτα σιδερένια εργαλεία σκορπισμένα ολόγυρα. Από εκεί, οι κραυγές δεν πορούσαν να φτάσουν στον έξω κόσμο. Εκεί κλήθηκα να δοκιμάσω στο πετσί μου τα βασανιστήρια.
Ανεξίτηλα ψυχοσωματικά τραύματα
Όταν κανείς μιλά για βασανιστήρια καλό είναι να μην παρασύρεται σε υπερβολές. Όσα μου συνέβησαν στο ακατονόμαστο εκείνο θολωτό μπουντρούμι στο Μπρέεντονκ απείχαν παρασάγγας από την πιο σκληρή μορφή βασανιστηρίων. Διότι ούτε μου έμπηξαν πυρωμένες βελόνες κάτω από τα νύχια των χεριών ούτε μου έσβησαν αναμμένα τσιγάρα πάνω στο γυμνό μου στέρνο. Το μόνο που έμελλε να πάθω είναι αυτό στο οποίο θα αναφερθώ, αναπόφευκτα, στη συνέχεια. Εν συγκρίσει με άλλα βασανιστήρια θα έλεγα πως ήταν μάλλον αθώο, και αν μη τι άλλο δεν άφησε ορατά σημάδια στο σώμα μου. Και ωστόσο, εικοσιδύο ολόκληρα χρόνια αργότερα, δεδομένης μιας εμπειρίας με την οποία σε καμία περίπτωση δεν εξαντλείται το συνολικό εύρος της πιθανής φρίκης, τολμώ να διατυπώσω τον ισχυρισμό ότι ο βασανισμός είναι το πιο τρομακτικό βίωμα που φέρει μέσα του ένας άνθρωπος.
Παρόμοια βιώματα διατηρούν, όμως, μέσα τους αναρίθμητοι άνθρωποι. Άλλωστε η φρίκη δεν διεκδικεί κανενός είδους δικαίωμα στη μοναδικότητα. Στα περισσότερα κράτη της Δύσης ο βασανισμός καταργήθηκε τόσο ως θεσμός όσο και ως μέθοδος στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα. Και ωστόσο, στις μέρες μας, δύο αιώνες αργότερα, συναντά κανείς άνδρες και γυναίκες –ένας Θεός ξέρει πόσους και πόσες- που έρχονται να αποκαλύψουν τα φριχτά βασανιστήρια που υπέστησαν. (...)
Τα βασανιστήρια ως πεμπτουσία του ναζισμού
Τι μου δίνει όμως το έναυσμα να μιλήσω για τα βασανιστήρια ειδικά και μόνο σε συνδυασμό με το Τρίτο Ράιχ; Μα τι άλλο από το γεγονός ότι εγώ ο ίδιος τα υπέμεινα κάτω από τις απλωμένες φτερούγες των αρπακτικών του. Ωστόσο, όχι μόνο γι’ αυτό τον λόγο, αλλά και δεδομένου ότι, πέρα από κάθε προσωπική εμπειρία, είμαι πεπεισμένος ότι στην περίπτωση του Τρίτου Ράιχ ο βασανισμός δεν αποτελούσε συμβεβηκός αλλά πεμπτουσία του συστήματος. Ήδη ακούω να εγείρονται έντονες ενστάσεις, και έχω πλήρη επίγνωση ότι με τον εν λόγω ισχυρισμό εισέρχομαι σε επικίνδυνα νερά.

(...)

...Κρίνω απαραίτητο να τεκμηριώσω για ποιον λόγο πιστεύω ακράδαντα ότι ο θεσμός των βασανιστηρίων αποτελούσε την πεμπτουσία του εθνικοσοσιαλισμού, και πιο συγκεκριμένα: γιατί θεωρώ ότι ειδικά μέσα στα βασανιστήρια συμπυκνωνόταν όλη η υπόσταση του Τρίτου Ράιχ. Ανέφερα νωρίτερα ότι τα βασανιστήρια αποτελούσαν και εξακολουθούν να αποτελούν πάγια πρακτική και άλλων συστημάτων. Ούτε λόγος. Στο Βιετνάμ από το 1964. Στην Αλγερία από το 1957. Στη Ρωσία μάλλον από το 1919 έως το 1953. Σε βασανιστήρια επιδόθηκαν το 1919 στην Ουγγαρία τόσο οι Λευκοί όσο και οι Κόκκινοι, σε βασανιστήρια υπέβαλλαν τους κρατούμενους σε ισπανικές φυλακές τόσο οι Φρανκιστές όσο και οι Δημοκρατικοί. Βασανιστές βρίσκονταν επί το έργον στα ημιφασιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, στην Πολωνία, στη Ρουμανία, στη Γιουγκοσλαβία.

Τα βασανιστήρια δεν ήταν επινόηση του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού. Ήταν όμως η αποθέωσή του. Ο οπαδός του Χίτλερ δεν αρκούσε να είναι απλώς σβέλτος σαν νυφίτσα, τραχύς σαν δέρμα, σκληρός σαν ατσάλι της Krupp για να φτάσει στην απόλυτη ολοκλήρωσή του. Αν ήθελε να αναδειχτεί σε καθαρόαιμο εκπρόσωπο του Φύρερ και της ιδεολογίας του, δεν αρκούσε να φέρει τη χρυσή κονκάρδα του Κόμματος ούτε το Μετάλλιο της Τάξης του Αίματος ή τον Σιδηρού Σταυρό. Έπρεπε να βασανίσει, να θανατώσει, προκειμένου να νιώσει σπουδαίος μέσα από τα μαρτύρια των άλλων. Έπρεπε να παίζει στα δάχτυλα τα όργανα βασανισμού, αν ήθελε να εξασφαλίσει από τον Χίμμλερ το απολυτήριό του στην Ιστορία. Οι επόμενες γενιές θα τον θαύμαζαν για την εξάλειψη του ίδιου του οίκτου του.
Ακούω να εγείρονται και πάλι αγανακτισμένες ενστάσεις, ακούω να λέγεται ότι δεν ήταν ο Χίτλερ εκείνος που ενσάρκωνε τα βασανιστήρια, αλλά κάτι αόριστο, ο «ολοκληρωτισμός». Ακούω συγκεκριμένα να μου υπενθυμίζουν το παράδειγμα του κομμουνισμού. Άλλωστε, τώρα μόλις δεν ανέφερα ο ίδιος ότι βασανιστήρια υπήρχαν επί τριαντατέσσερα ολόκληρα χρόνια στη Σοβιετική Ένωση; Εξάλλου, ο Arthur Kostler δεν είχε κάνει λόγο για…; Ω, ναι. Ξέρω, ξέρω. Θεωρώ, όμως, αδύνατον να σχολιάσουμε λεπτομερώς στο σημείο αυτό τους πολιτικούς φενακισμούς της μεταπολεμικής περιόδου, σύμφωνα με τους οποίους ο κομμουνισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός δεν αποτελούν παρά δύο όχι και τόσο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος.
Έχει καταντήσει βαρετό να μας παραθέτουν το ένα δίπλα στο άλλο τα ονόματα του Χίτλερ και του Στάλιν, το Άουσβιτς και τη Σιβηρία, το τείχος του γκέττο της Βαρσοβίας και το τείχος του Βερολίνου, λες και μιλούν για τον Goethe και τον Schiller, τον Klopstock και τον Wieland. Ακροθιγώς, θα αρκεστώ απλώς να επαναλάβω, μιλώντας εξ ονόματός μου και με κίνδυνο να στηλιτευτώ, τι είπε κάποτε ο Τόμας Μανν σε μια συνέντευξη η οποία έμελλε να ξεσηκώσει κύματα επικρίσεων: ότι δηλαδή ο κομμουνισμός, όσο φριχτός κι αν εμφανίζεται κατά καιρούς, δεν παύει να αισθητοποιεί μια ιδέα του ανθρώπου, ενώ ο χιτλερικός φασισμός δεν υπήρξε καν ιδέα, αλλά μια άθλια ανοσιουργία. Αναμφισβήτητο είναι, τέλος, ότι ο κομμουνισμός κατόρθωσε να αποσταλινοποιηθεί και ότι στη σημερινή σοβιετική σφαίρα επιρροής (σ.σ.: το 196…), στον βαθμό που δίνουμε πίστη σε διασταυρωμένες μαρτυρίες, τα βασανιστήρια ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Στην Ουγγαρία κυβερνά σήμερα ένας πρωθυπουργός που κάποτε είχε πέσει και ο ίδιος θύμα σταλινικών βασανισμών.
Ποιος όμως μπορεί πράγματι να φανταστεί έναν εθνικοσοσιαλισμό απαλλαγμένο από το χιτλερικό δόγμα, και ως αντιπροσωπευτικό πολιτικό πρόσωπο μιας Ευρώπης αναδιοργανωμένης σε ναζιστική βάση κάποιον αλλοτινό οπαδό του Ernst Röhm, σφυρηλατημένο στο καμίνι των βασανιστηρίων; Κανείς δεν μπορεί να το φανταστεί. Θα ήταν πέρα ως πέρα αδύνατον. Διότι ο εθνικοσοσιαλισμός, ο οποίος ναι μεν δεν διαπνεόταν από ιδέες, πλην όμως διέθετε ένα ολόκληρο οπλοστάσιο από συγκεχυμένες και διεστραμμένες αντιλήψεις, υπήρξε μέχρι σήμερα το μοναδικό πολιτικό σύστημα του εικοστού αιώνα που όχι απλώς έκανε πράξη την κυριαρχία του αντι-ανθρώπου, όπως άλλωστε και άλλα κόκκινα ή λευκά καθεστώτα τρομοκρατίας, αλλά και την ανέδειξε σε βασική του αρχή.
Η λέξη «ανθρωπισμός» ήταν για τον ναζισμό τόσο μισητή όσο η αμαρτία για τον θεοσεβούμενο, γι' αυτό και μιλούσε με απαξίωση για «ανθρωπιστική παραζάλη». Συγχρόνως, εξολόθρευε και υποδούλωνε λαούς ολόκληρους –πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται μόνο από τα corpora delicti, αλλά και από επαρκή αριθμό θεωρητικών θέσεων. Οι ναζί βασάνιζαν, όπως και άλλοι, προκειμένου να αποσπάσουν σημαντικές πληροφορίες για την πολιτική του κράτους. Από την άλλη, όμως, βασάνιζαν με την ήσυχη συνείδηση του ανοσιουργού. Υπέβαλλαν τους κρατούμενούς τους σε μαρτύρια, έχοντας συγκεκριμένους σκοπούς, ειδικά προσδιορισμένους κατά περίπτωση. Προπάντων, όμως, βασάνιζαν επειδή ήταν βασανιστές. Φρόντιζαν να επωφελούνται με κάθε τρόπο από τα βασανιστήρια. Μα ακόμα πιο ένθερμος ήταν ο ζήλος με τον οποίο τα υπηρετούσαν οι ίδιοι.
(...)




Περιγραφή των βασανιστηρίων
Αν τελικά θέλω πράγματι να φτάσω στην ανάλυση της φύσης των βασανιστηρίων, δυστυχώς δεν μπορώ να διαφυλάξω τον αναγνώστη από την αντικειμενική περιγραφή των όσων συνέβησαν στη συνέχεια, παρά μόνο να προσπαθήσω να φανώ όσο το δυνατόν πιο λακωνικός. Από μια τροχαλία στη θολωτή οροφή του υπογείου κρεμόταν μια αλυσίδα, που στο κάτω της άκρο κατέληγε σε ένα στριφτό τσιγκέλι από γερό σίδερο. Με οδήγησαν πισθάγκωνα δεμένο στην εφεύρεση και πέρασαν το τσιγκέλι μέσα από τα δεσμά μου. Ύστερα άρχισαν να με ανυψώνουν από την αλυσίδα, ώσπου βρέθηκα να κρέμομαι περίπου ένα μέτρο πάνω από το έδαφος.
Σε μια τέτοια στάση, κρεμασμένος με τους καρπούς δεμένους πίσω από την πλάτη, η μυϊκή δύναμη επαρκεί για να κρατηθείς μόνο λίγες στιγμές με κυρτωμένο το κορμί. Στα ελάχιστα αυτά λεπτά, έχοντας ήδη καταναλώσει όλες σου τις σωματικές εφεδρείες, όταν ο ιδρώτας κρέμεται από το μέτωπο και τα χείλη σου, όταν ανασαίνεις αγκομαχώντας, δεν υπάρχει περίπτωση να απαντήσεις σε καμία απολύτως ερώτηση. Συνεργάτες; Διευθύνσεις; Τόποι συνάντησης; Μόλις και μετά βίας αντιλαμβάνεσαι το νόημα των λέξεων. Όλη σου η ύπαρξη, συρρικνωμένη σε μία και μοναδική, αυστηρά περιορισμένη περιοχή του κορμιού σου, στις αρθρώσεις των ώμων, αρνείται να αντιδράσει, εξουθενωμένη πέρα ως πέρα από τη σωματική καταπόνηση.

Ακόμα και όσοι έχουν γερή φυσική κράση, αργά ή γρήγορα καταθέτουν τα όπλα. Όσο για μένα, υπέκυψα αρκετά γρήγορα. Και τότε, οι ώμοι μου ξεκλείδωσαν με έναν βίαιο κρότο που το κορμί μου δεν λέει να τον ξεχάσει έως ετούτη τη στιγμή. Οι κεφαλές των βραχιόνιων οστών τινάχτηκαν από τις ωμογλήνες. Το βάρος του ίδιου μου του σώματος προκάλεσε διάστρεμμα, ενώ εγώ βυθίστηκα στο κενό, μένοντας κρεμασμένος, με τους βραχίονες να χάσκουν εξαρθρωμένοι πάνω από το κεφάλι μου, συνεστραμμένοι ψηλά πίσω μου.
«Tortur» (βασανιστήριο), από το λατινικό «torquere», που σημαίνει «στρεβλώνω». Τι παραστατική διάλεξη ετυμολογίας! Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι βουρδουλιές έπεφταν βροχή πάνω στο σώμα μου, ξεσκίζοντας μάλιστα το ελαφρύ καλοκαιρινό παντελόνι που φορούσα εκείνη την 23η Ιουλίου 1943.
Θεωρώ πέρα ως πέρα ανώφελο να περιγράψω εδώ τι λογής πόνους υπέμεινα. Ακόμα κι αν έλεγα πως άλλοτε ήταν «σαν ένα πυρωμένο σίδερο μέσα στους ώμους μου» και άλλοτε πάλι «σαν ένας αιχμηρός πάσσαλος μπηγμένος στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου», η μία παρομοίωση θα διαδεχόταν την επόμενη, ώσπου στο τέλος θα βρισκόμασταν εγκλωβισμένοι στη μάταιη δίνη του μεταφορικού λόγου. Ο πόνος ήταν αυτός που ήταν. Δεν υπάρχει τίποτε να ειπωθεί πέρα από αυτό. Οι συναισθηματικές αξίες όχι μόνο δεν περιγράφονται με λόγια αλλά είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους που δεν επιδέχονται καμία σύγκριση. Σηματοδοτούν τα όρια της επικοινωνιακής δύναμης της γλώσσας. Εκείνος που θα επεδίωκε να καταστήσει κατανοητό τον σωματικό του πόνο, θα ήταν αναγκασμένος να προξενήσει πόνο στους άλλους, με αποτέλεσμα να γίνει ο ίδιος βασανιστής.
Τα βασανιστήρια ως τελετουργία ακραίας υποταγής
Αν όμως το πώς του πόνου εξαντλεί τα όρια της γλωσσικής επικοινωνίας, ίσως μπορώ τουλάχιστον να εξηγήσω κατά προσέγγιση τί ήταν ο πόνος. Στην πραγματικότητα, εμπεριείχε όλα όσα διαπιστώσαμε μιλώντας νωρίτερα για τους ξυλοδαρμούς της αστυνομίας, κοντολογίς: την παραβίαση των συνόρων του Εγώ μου από τον άλλον, η οποία δεν μπορεί ούτε να αντισταθμιστεί με την προσδοκία βοήθειας ούτε να αποκατασταθεί με την προβολή αντίστασης.
Όμως, ο βασανισμός δεν αρκείται σε αυτό, αλλά προχωρά ακόμα παραπέρα. Όποιος κατακυριεύεται από τους πόνους των βασανιστηρίων, γνωρίζει το σώμα του όπως ποτέ πριν. Μέσα από την αυτοαναίρεση, η σάρκα του καθίσταται εξ ολοκλήρου πραγματική. Μέχρις ενός βαθμού, ο βασανισμός αποτελεί μία από εκείνες τις δοκιμασίες της ζωής, οι οποίες σε ηπιότερη μορφή εμφανίζονται και καθίστανται συνειδητές στον ασθενή που προσδοκά βοήθεια, ενώ η λαϊκή ρήση σύμφωνα με την οποία νιώθουμε καλά όσο δεν αισθανόμαστε το σώμα μας, εκφράζει πράγματι μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Ωστόσο, μόνο όταν ο άνθρωπος υποβληθεί σε βασανιστήρια ανάγεται ολοκληρωτικά σε σάρκα: Ουρλιάζοντας από τους πόνους και κουρελιασμένος από τη βία, χωρίς να ελπίζει σε καμιά βοήθεια και έχοντας χάσει κάθε δικαίωμα στην αυτοάμυνα, ο βασανισμένος δεν υφίσταται πλέον παρά μόνο ως σώμα και τίποτε άλλο.
Αν αληθεύει αυτό που ο Τόμας Μανν περιέγραψε χρόνια πριν στο Μαγικό βουνό, ότι δηλαδή όσο βαθύτερα υποτάσσεται το ανθρώπινο σώμα στα μαρτύρια τόσο περισσότερο αναδεικνύεται η σωματική υπόσταση του ανθρώπου, τότε ο βασανισμός αποτελεί την πιο αποτρόπαιη από κάθε τελετή πάνω στο ανθρώπινο σώμα. Αν όμως στον Τόμας Μανν οι φυματικοί υπομένουν το μαρτύριό τους σε κατάσταση ψυχικής ευφορίας, οι βασανισμένοι απλώς εκτίθενται στη νοσηρή τελετουργία του θανάτου.
(…) Είπαμε ότι ο πόνος αποτελεί την πιο ακραία κορύφωση της υλικής μας υπόστασης. Ίσως όμως να είναι κάτι παραπάνω, όπερ σημαίνει: θάνατος. Μολονότι ο δρόμος προς τον θάνατο είναι απροσπέλαστος από κάθε λογική, ας μας επιτραπεί η σκέψη ότι μέσα από την εμπειρία του πόνου στρώνεται ένα μονοπάτι που μας αφήνει να προαισθανθούμε την έλευση του θανάτου. Στο τέλος του εν λόγω συλλογισμού θα βρισκόμασταν μπροστά στην εξίσωση: σώμα = πόνος = θάνατος, η οποία στη δική μας περίπτωση μπορεί άνετα να περιοριστεί στο θεώρημα ότι ο βασανισμός, μέσα από τον οποίο ο βασανιστής μάς ανάγει σε σώμα, εξαλείφει την ανακολουθία του θανάτου, αφήνοντάς μας να βιώσουμε τον ίδιο μας τον θάνατο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για υπεκφυγή του προβλήματος. (…)
Το ψυχολογικό προφίλ των βασανιστών
(…) Καιρός, όμως, να πω και δύο λόγια για τους δήμιους. Καμιά γέφυρα δεν οδηγεί από τον πρώτο (σ.σ.: τον βασανιζόμενο) στους τελευταίους. Από τα σύγχρονα βασανιστήρια της αστυνομίας απουσιάζει η θεολογική συνεργία που φαίνεται ότι συνέδεε τους δύο πόλους κατά την Ιερά Εξέταση: η πίστη τούς ένωνε ακόμα και κάτω από την ηδονή του θύτη και το μαρτύριο του θύματος. Ο δήμιος πίστευε πως ασκούσε τη θεία δικαιοσύνη, εξαγνίζοντας την ψυχή του παραβάτη∙ ο βασανισμένος, αιρετικός ή η μάγισσα δεν του αμφισβητούσαν καν το συγκεκριμένο δικαίωμα. Αμφότερες οι πλευρές ήταν υποταγμένες σε μια φριχτή και διεστραμμένη τάξη πραγμάτων, από την οποία στις σύγχρονες πρακτικές βασανισμού απουσιάζει πλέον κάθε ίχνος. Στα μάτια του βασανισμένου ο βασανιστής δεν είναι πλέον παρά μόνο ο άλλος – και από αυτή την οπτική γωνία θα τον εξετάσουμε στη συνέχεια.
Ποιοι ήταν εκείνοι οι άλλοι, που με είχαν αφήσει να κρέμομαι από τα εξαρθρωμένα μου χέρια χτυπώντας αλύπητα το μετέωρο κορμί μου με το μαστίγιο; Ας υποθέσουμε, σε μια πρώτη προσέγγιση, πως δεν ήταν παρά αποκτηνωμένοι μικροαστοί και κατώτεροι υπάλληλοι επιφορτισμένοι με το έργο του βασανιστή. Είναι, ωστόσο, επιτακτική ανάγκη να εγκαταλείψουμε το συντομότερο δυνατόν την παραπάνω θέση, στον βαθμό που στόχος μας είναι να διεισδύσουμε σε μια βαθύτερη γνώση του Κακού πέρα από τις όποιες κοινοτοπίες.
Επρόκειτο, επομένως, για σαδιστές; Κατά την τεκμηριωμένη μου άποψη, δεν θα τους αποκαλούσα σαδιστές, με τους στενούς όρους της σεξουαλικής παθολογίας. (…) Αλλά μάλλον ήταν σαδιστές, εφόσον αφήσουμε κατά μέρος τη σεξουαλική παθολογία και αποπειραθούμε να κρίνουμε τους βασανιστές σύμφωνα –γιατί όχι;- με τα κριτήρια της φιλοσοφίας του Marquis de Sade. Με την κυριολεκτική σημασία της λέξης ο σαδισμός αποτελεί μια παρεκκλίνουσα αντίληψη του κόσμου, διαφορετική όχι μόνο από τον ορισμό που βρίσκουμε στα καθιερωμένα εγχειρίδια ψυχολογίας αλλά και από την ερμηνεία που δίνει η φροϋδική ψυχανάλυση. (...)

...[Ο σαδισμός] εμφανίζεται ως ακραία άρνηση του άλλου, ως αποκήρυξη τόσο των αρχών της κοινωνίας όσο και της πραγματικότητας. Είναι φανερό πως ένας κόσμος στον οποίο θριαμβεύουν ο βασανισμός, ο όλεθρος και ο θάνατος είναι αδύνατον να διατηρηθεί ακέραιος. Όμως ο σαδιστής ποσώς ενδιαφέρεται για τη διατήρηση του κόσμου. Απεναντίας, επιθυμία του είναι όχι μόνο να καταργήσει τούτο τον κόσμο, αλλά αρνούμενος τον συνάνθρωπό του, ο οποίος κατά μια ιδιάζουσα έννοια συμβολίζει για τον ίδιο την «κόλαση», να εδραιώσει την απόλυτη κυριαρχία του.

Ο συνάνθρωπος μετατρέπεται σε σάρκα και μέσα από αυτή του τη μετατροπή οδηγείται ήδη στο χείλος του θανάτου∙ στην εσχάτη των περιπτώσεων εξωθείται τελικά πέρα από τα σύνορα του θανάτου: στην ανυπαρξία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο βασανιστής και δολοφόνος βλέπει την καταστροφική σαρκική του υπόσταση να επιβεβαιώνεται, χωρίς όμως να χαθεί ολότελα μέσα της όπως το θύμα του: σε τελευταία ανάλυση, έχει το ελεύθερο να διακόψει τον βασανισμό οποιαδήποτε στιγμή το θελήσει. Βαστά στα χέρια του την κραυγή του πόνου και τον επιθανάτιο ρόγχο του θύματος, είναι κύριος πάνω στη σάρκα και στο πνεύμα, στη ζωή και στον θάνατο. Ως εκ τούτου, ο βασανισμός οδηγεί στην ανατροπή ενός ολόκληρου κοινωνικού κόσμου, στον οποίο μπορούμε να ζήσουμε μόνο εφόσον αναγνωρίζουμε στον συνάνθρωπο το δικαίωμα στη ζωή, απαλύνουμε τα μαρτύριά του και χαλιναγωγούμε τον πόθο για εκτόνωση του Εγώ μας.

Αντίθετα, στον κόσμο των βασανιστηρίων, ο άνθρωπος δεν πραγματώνεται παρά μόνο με την εξόντωση εκείνου που στέκει ενώπιόν του. Μια ελαφρά πίεση από το χέρι που είναι οπλισμένο με το όργανο βασανισμού αρκεί για να κάνει τον άλλον –μαζί με το κεφάλι του, όπου πιθανώς έχουν βρει καταφύγιο ο Καντ και ο Χέγκελ και όλες μαζί οι εννέα συμφωνίες, καθώς και ο κόσμος ως βούληση και παράσταση- να σκούζει χειρότερα και από γουρούνι στη σφαγή. Όσο για τον θύτη, αφού τελειώσει τη δουλειά του έχοντας εκτονωθεί πάνω στο σώμα του συνανθρώπου και έχοντας εξαλείψει κάθε ίχνος από το πνεύμα του, κανείς δεν τον εμποδίζει να ανάψει τσιγάρο ή να πάρει το πρόγευμά του ή, εφόσον το επιθυμεί, να επιστρέψει στον κόσμο ως βούληση και παράσταση.


Στη δική μου περίπτωση, οι λεβέντες του Μπρέεντονκ αρκέστηκαν στο τσιγάρο. Περιττό να πω, μάλιστα, πως όταν πια κουράστηκαν να με βασανίζουν, δεν μπήκαν στον κόπο να ασχοληθούν με τον γερο-Σόπενχαουερ. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι το κακό που μου προξένησαν ήταν κοινότοπο. Αν εξακολουθείτε να επιμένετε, βασάνιζαν πράγματι με την απάθεια του γραφειοκράτη. Όμως δεν περιορίζονταν μόνο σε αυτό τον ρόλο, το έβλεπα στα σοβαρά και αγωνιώδη τους πρόσωπα, που δεν φανέρωναν σαδιστική σεξουαλική ηδονή, αλλά αφοσίωση στη δολοφονική τους αυτοπραγμάτωση. Είχαν ριχτεί με όλη τους την ψυχή στην υπόθεση που άκουγε στο όνομα δύναμη, εξουσία πάνω στο πνεύμα και στη σάρκα, σε ένα όργιο αχαλίνωτης αυτοεκτόνωσης. Επίσης, δεν έχω ξεχάσει πως υπήρχαν στιγμές που ένιωθα να με κυριεύει ένας άθλιος θαυμασμός μπροστά στην απόλυτη κυριαρχία του βασανισμού. Άλλωστε ποιος αξίζει να αποκαλείται θεός ή έστω ημίθεος αν όχι εκείνος που έχει το δικαίωμα να σφάξει έναν άνθρωπο σαν κοινό κρέας και να τον ρίξει βορά στα νύχια του θανάτου;

(...)
Τα όρια της ανθρώπινης αντοχής
(…) Όσο δύσκολο είναι να απαλλαγείς από το ερώτημα που στρέφεται γύρω από τις δυνατότητες και τα όρια της αντοχής άλλο τόσο ακατόρθωτο είναι να αποτινάξεις από πάνω σου την εμπειρία του βασανισμού. Έχω συζητήσει με αρκετούς συντρόφους γύρω από το θέμα, όπως έχω αποπειραθεί και να ξαναζήσω νοερά κάθε λογής βιώματα από το παρελθόν. Είναι αλήθεια ότι ο γενναίος άνδρας αντιστέκεται; Δεν είμαι και τόσο βέβαιος.
Θυμάμαι, για παράδειγμα, εκείνο τον νεαρό Βέλγο αριστοκράτη που είχε προσηλυτιστεί στον κομμουνισμό και ο οποίος ήταν κάτι σαν ήρωας, και μάλιστα στον ισπανικό εμφύλιο, πολεμώντας στο πλευρό των Δημοκρατικών. Όταν, όμως, υποβλήθηκε σε βασανιστήρια στο Μπρέεντονκ, «τα ξέρασε όλα», όπως λέμε στην αργκό των κοινών εγκληματιών, και καθώς γνώριζε ένα σωρό στοιχεία, κατέδωσε ένα ολόκληρο δίκτυο της οργάνωσης. Θα λέγαμε, μάλιστα, πως ο γενναίος μας επέδειξε υπερβολικό ζήλο. Συνοδευόμενος από τους γκεσταπίτες, πήγαινε στα σπίτια των συντρόφων του και τους εξόρκιζε παθιασμένα να ομολογήσουν τα πάντα, και την παραμικρή λεπτομέρεια, πασχίζοντας να τους πείσει πως μόνο έτσι θα έβρισκαν σωτηρία και πως άξιζε να πληρώσεις κάθε τίμημα προκειμένου να αποφύγεις τα βασανιστήρια.
Έτυχε, όμως, να γνωρίσω και κάποιον άλλον, έναν Βούλγαρο, κατ’ επάγγελμα επαναστάτη, ο οποίος υποβλήθηκε σε βασανιστήρια εν συγκρίσει με τα οποία τα δικά μου δεν ήταν παρά ένα κουραστικό άθλημα – και ωστόσο δεν έβγαλε λέξη, παρέμεινε σιωπηλός σαν τάφος. Αξίζει, επίσης, να μνημονεύσω τον αλησμόνητο Jean Moulin, ο οποίος βρίσκεται ενταφιασμένος στο παρισινό Πάνθεον. Όταν τον συνέλαβαν ήταν πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου της γαλλικής Αντίστασης. Αν είχε μιλήσει, το αντιστασιακό δίκτυο θα είχε εξαρθρωθεί εξ ολοκλήρου. Επέλεξε, όμως, να υποβληθεί σε βασανιστήρια μέχρι θανάτου χωρίς να προδώσει ούτε ένα όνομα.
Σε τι έγκειται η δύναμη, σε τι η αδυναμία; Δεν το γνωρίζω. Κανείς δεν το γνωρίζει. Μέχρι σήμερα κανείς δεν έχει κατορθώσει να τραβήξει μια ευδιάκριτη γραμμή ανάμεσα στα σύνορα της λεγόμενης «ηθικής» και της επίσης εντός εισαγωγικών «σωματικής» αντοχής απέναντι στον φυσικό πόνο. Αρκετοί ειδικοί ανάγουν το συνολικό πρόβλημα της αντοχής απέναντι στον φυσικό πόνο. Αρκετοί ειδικοί ανάγουν το συνολικό πρόβλημα της αντοχής στον πόνο σε αίτια φυσιολογικής προέλευσης. (…)
Η τραγικότητα της ύπαρξης μετά τον βασανισμό
(…) Εκείνος που επιζεί, εν πρώτοις, από τα βασανιστήρια και νιώθει τους πόνους του να καταλαγιάζουν (προτού κάποια στιγμή φουντώσουν και πάλι), βυθίζεται σε μια εφήμερη αίσθηση γαλήνης που προάγει την εναργή σκέψη. Από τη μια, ο βασανισμένος αισθάνεται ανακούφιση στην ιδέα πως δεν μετείχε παρά μόνο ως σώμα, γεγονός που πιστεύει ότι τον απαλλάσσει από κάθε πολιτική έγνοια. Εσείς είστε εκεί έξω, μονολογεί πάνω-κάτω, ενώ εγώ βρίσκομαι εδώ μέσα, στο κελί, και αυτό με καθιστά κατά πολύ ανώτερο απέναντί σας. Δοκίμασα ακατονόμαστα μαρτύρια, τα νιώθω να ξεχειλίζουν από μέσα μου – όσο για εσάς, φροντίστε τώρα να δείτε πώς θα τα βγάλετε πέρα με τον εαυτό σας, με τον κόσμο και με την απουσία μου.
Από την άλλη, η υποχώρηση της σωματικής υπόστασης, που ήρθε στην επιφάνεια μέσα από τον πόνο και τα βασανιστήρια, το τέλος της σφοδρής δοκιμασίας που συγκλόνισε το κορμί, αλλά και η αποκατάσταση μιας εύθραυστης ισορροπίας, επιφέρουν εξίσου γαλήνη και κατευνασμό. Υπάρχουν ακόμη και στιγμές ευφορίας, κατά τις οποίες η δύναμη της σκέψης επανέρχεται δειλά δειλά προκαλώντας ένα απερίγραπτο αίσθημα ευτυχίας. Καθώς, μάλιστα, το δεμάτι με τα τσακισμένα μέλη ανακτά βαθμιαία τη ανθρώπινη μορφή του, αισθάνεται την ανάγκη να αναπαραστήσει νοερά το νωπό βίωμα, και μάλιστα ευθύς αμέσως, χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο, διότι λίγες ώρες αργότερα ίσως είναι πλέον πολύ αργά.
Εν πολλοίς, η σκέψη δίνει τη θέση της σε ένα πρωτόγνωρο αίσθημα έκπληξης. Έκπληξη για το γεγονός ότι άντεξες, ότι το σώμα σου δεν τσακίστηκε ολότελα από τη φοβερή δοκιμασία, ότι έχεις ακόμα μέτωπο και μπορείς να το αγγίξεις με τα δεμένα σου χέρια, ένα μάτι που ανοίγει και κλείνει, δύο χείλη, που αν είχες μπροστά σου έναν καθρέφτη θα αναγνώριζες ευθύς το περίγραμμά τους. Πώς; αναρωτιέσαι. Πώς ήταν δυνατόν ο ίδιος εκείνος άνθρωπος που όταν είχε πονόδοντο ξεσπούσε πάνω στη φαμίλια του να έχει μείνει κρεμασμένος με τα χέρια εξαρθρωμένα και να επιζήσει; Πώς όταν ένα ελαφρύ κάψιμο στο δάχτυλο με το τσιγάρο αρκούσε να του χαλάσει ώρες ολόκληρες τη διάθεση, άντεξε να του ξεσκίσουν τις σάρκες με το μαστίγιο, προκαλώντας του πόνους που τώρα, αφού όλα είχαν τελειώσει, είχε σχεδόν πάψει να τους νιώθει;
Έκπληξη, επίσης, για το γεγονός ότι ο ίδιος είχε βρεθεί αντιμέτωπος με όσα δικαιολογημένα κατήγγειλαν στις μαρτυρίες τους εκείνοι που τα είχαν υποστεί: τα βασανιστήρια. Διαβάζουμε για κάποιον φόνο που διαπράχθηκε, μα δεν παύει να αποτελεί άλλη μία είδηση στην εφημερίδα. Μαθαίνουμε για ένα αεροπορικό δυστύχημα, που ωστόσο δεν απασχολεί παρά μόνο όσους έχασαν κάποιον συγγενή τους. Η Γκεστάπο βασανίζει. Μα, μέχρι τώρα τουλάχιστον, αυτό δεν αφορούσε παρά κάποιους άλλους, οι οποίοι είχαν βασανιστεί και επεδείκνυαν τις ουλές τους σε αντιφασιστικά συνέδρια. Δύσκολα αποδέχεσαι το γεγονός ότι ξάφνου βρίσκεσαι ο ίδιος στη θέση ενός από τους άλλους. Είναι κι αυτή μια μορφή αλλοτρίωσης.
Αν θεωρήσουμε ότι μέσα από την εμπειρία του βασανισμού κατασταλάζει μια γνώση πέρα από τα όρια τα φρίκης, τούτη συμπυκνώνεται σε μια τεράστια απορία και σε μια αλλοτριότητα η οποία δεν αντισταθμίζεται από οποιαδήποτε μεταγενέστερη ανθρώπινη επικοινωνία. Έκπληκτος ο βασανισμένος βίωσε ότι ο κόσμος μπορεί να υπάρξει κάτω από την απόλυτη κυριαρχία του άλλου, και μάλιστα με τη μορφή μιας εξουσίας η οποία του επέτρεπε να προξενήσει πόνο και όλεθρο.
Η κυριαρχία του βασανιστή πάνω στο θύμα του δεν έχει κανένα κοινό με τις γνωστές μορφές εξουσίας που ασκούνται βάσει κοινωνικών συμβολαίων: δεν πρόκειται για τη δικαιοδοσία του τροχονόμου πάνω στον πεζό, του εφοριακού πάνω στον φορολογούμενο, του υπολοχαγού πάνω στον ανθυπολοχαγό. Μα ούτε και πρόκειται για την καθαγιασμένη και απόλυτη εξουσία αλλοτινών φυλάρχων ή βασιλιάδων, οι οποίοι ακόμα και όταν ενέπνεαν φόβο, εξακολουθούσαν, συγχρόνως, να αποτελούν σύμβολο εμπιστοσύνης. Η οργή του βασιλιά ήταν τόσο φριχτή όσο γενναιόδωρη ήταν η επιείκειά του∙ ασκούσε την εξουσία του κυβερνώντας τη χώρα. Αντίθετα, η εξουσία του βασανιστή κάτω από την οποία στενάζει ο βασανισμένος δεν είναι τίποτε άλλο από τον ολοκληρωτικό θρίαμβο του επιζώντος πάνω σε εκείνον που εκδιώχτηκε από τη ζωή, σπρωγμένος στο μαρτύριο και στον θάνατο.
Έκπληξη, για την ύπαρξη μιας οντότητας η οποία αυτοπροσδιορίζεται απεριόριστα μέσα από τα βασανιστήρια, μα και έκπληξη μπροστά στη δική του κατάληξη: σάρκα και μαρτυρικός θάνατος. Ο βασανισμένος ουδέποτε παύει να απορεί όταν φέρνει στον νου του πόσο γρήγορα συνθλίβονται όλα όσα κατά περίπτωση αποκαλούμε ψυχή, πνεύμα, συνείδηση ή ταυτότητα όταν οι αρθρώσεις των ώμων του ξεκλειδώσουν με έναν βίαιο κρότο. Ανέκαθεν γνώριζε τούτη την τετριμμένη αλήθεια, ότι δηλαδή η ζωή είναι εύθραυστη και ότι αν θελήσεις να την τερματίσεις, «αρκεί μια καρφίτσα», όπως γράφει και ο Shakespeare. Ωστόσο, μόνο τα βασανιστήρια θα έρχονταν να του αποκαλύψουν ότι ένας ζωντανός άνθρωπος θα μπορούσε ποτέ να σφαχτεί σαν κοινό κρέας και να δοθεί βορά στα νύχια του θανάτου όσο βρισκόταν ακόμα λίγο-πολύ εν ζωή.
Όποιος υπέκυψε σε βασανιστήρια παραμένει παντοτινά ξένος στον κόσμο. Το όνειδος της συντριβής δεν εξαλείφεται. Η εμπιστοσύνη στον κόσμο, που ως ένα βαθμό είχε ήδη κλονιστεί με το πρώτο χτύπημα, για να καταρρεύσει ολοκληρωτικά μέσα από τα βασανιστήρια, ουδέποτε αποκαθίσταται. Η εμπειρία του συνανθρώπου ως αντι-ανθρώπου παραμένει μέσα στο θύμα του βασανισμού με τη μορφή συμπυκνωμένου τρόμου, στερώντας του τη θέα σε έναν κόσμο πoυ διέπεται από την αρχή της ελπίδας. Όποιος μαρτύρησε εγκαταλείπεται άοπλος στα χέρια του φόβου. Στο εξής, ο φόβος θα κρατά πάντα τα ηνία της ύπαρξής του. Ο φόβος - μαζί με ό,τι αποκαλούμε μνησικακίες. Μολονότι ανεξίτηλες, δεν έχουν παρά ελάχιστες πιθανότητες να συμπυκνωθούν σε μια τρικυμιώδη δίψα για εκδίκηση.
http://jungle-report.blogspot.gr/2012/11/jean-amery.html