Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

88 χρόνια από την Αγροτική Λαϊκή Εξέγερση του 1925


88 χρόνια από την Αγροτική Λαϊκή Εξέγερση του 1925
«ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΟΥ 1925»
2η Επιστημονική Ημερίδα με θέμα: «Η Αγροτική Λαϊκή Εξέγερση του 1925 και το αγροτικό κίνημα»



Στον ρου της σημερινής πραγματικότητας, όπως αυτός μεγαλοπρεπώς παρουσιάζεται, η επιστροφή στο παρελθόν, με ό, τι συνεπάγεται, μπορεί να αποφευχθεί με την παρουσία…, επιτρέψτε μας να πούμε…, πνευματικών αγωνιστών μεγάλων μεγεθών, σαν αυτούς που γνωρίσαμε μέσα από τις πλούσιες φυλλάδες της ιστορίας μας, οι οποίοι, Λόγιοι πατριώτες-αγωνιστές, μέσα από τους πύρινους λόγους και τα συγγράμματά τους όπλισαν τους ραγιάδες και τους οδήγησαν στη λευτεριά. Η μίμηση των σημερινών Νεοελλήνων των Γραμμάτων και των Τεχνών επιβάλλεται όσο ποτέ άλλοτε. Μέσα από τους δικούς τους λόγους και τα συγγράμματα μπορούν να αναστείλουν κάθε κακό που προμηνύεται στις μέρες μας. Τα μηνύματα του καιρού μας δεν επιτρέπουν στους συγγραφείς την πολυτέλεια της αδιαφορίας ή και της επιπόλαιης πρόσβασης στους δαφνότοιχους της δόξας, παρά μόνο τη στράτευσή τους προς τη δημιουργία ενός ισχυρού αντίπαλου πνευματικού δέους. Φανταστείτε μια σκλαβωμένη Ελλάδα χωρίς Ποιητές και Λογοτέχνες, χωρίς Τροβαδούρους και Οραματιστές, χωρίς Πατριώτες και Παλικάρια, ποια θα ήταν η διαφορά από τη σημερινή Ελλάδα; Ασφαλώς καλά είναι και τα ρομαντικά ποιήματα και τα νοσταλγικά και τα ερωτικά και της ξενιτιάς και οποιασδήποτε άλλης κατηγορίας και διάφορα πεζά πονήματα που γράφονται στη «σύγχρονη» εποχή μας και που παρουσιάζονται μέσα από το θέατρο, τη μουσική, τη ζωγραφική κ.ά.
Βάιος Φασούλας, συγγραφέας (Συνεργάτης του Π.Κ.) –Γιώργος Λεπενιώτης, διδάκτορας Κοινωνιολογίας του Δικαίου

«Ο Βαλταδώρος έζησε μέσα στην ξεραΐλα την πνευματική του τόπου μας. Ο Λογοτέχνης τότε έμοιαζε στα μάτια του κόσμου ανισόρροπος, χαμένος, ονειροπαρμένος, άχρηστος για την κοινωνία και για το σπίτι του. Και μέσα από τέτοιες συνθήκες έκανε την εξόρμησή του».
Τσιφλικάδες και κολίγοι στην ελληνική κλασσική Λογοτεχνία της εποχής.
«Χαράμια» μεροκάματα δεν έδωνε ο τσιφλικάς,
έτσι διαλαλούσε και το ’χε καύχημα τρανό πως ήταν πατριώτης.
Μόνο που ακούγονταν συχνά των κοπελιών ομαδικές φωνές που έλεγαν:
«Καλύτερη ήταν η σκλαβιά. Σαν είμαστε ελεύθερες που είναι η διαφορά;
Τραγουμαναίοι υπάρχουνε κι είναι σαν σκυλιά.
Παλιάνθρωποι ανελέητοι, γεμάτοι προστυχιά,
κόμπρες, για μάνες, θα ’χανε, φίδια φαρμακερά!»
Φωνές γυναικών, γνωστές για πολλούς που ακούγονταν μέχρι και στις δεκαε-τίες του 1950-1960-1970 του περασμένου αιώνα, όταν αυτές εγκατέλειπαν τον πολύπαθο θεσσαλικό τόπο τους, τον χτυπημένο και διαποτισμένο από ορφάνια και μαύρο, από φτώχεια, πόνο και ντροπή και φορτώνονταν στα καράβια και στα τρένα που τους οδηγούσαν στα βιομηχανικά κέντρα της Γερμανίας, του Βελγίου και άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Στον ρου της σημερινής πραγματικότητας, όπως αυτός μεγαλοπρεπώς παρουσιάζεται, η επιστροφή στο παρελθόν, με ό, τι συνεπάγεται, μπορεί να αποφευχθεί με την παρουσία…, επιτρέψτε μας να πούμε…, πνευματικών αγωνιστών μεγάλων μεγεθών, σαν αυτούς που γνωρίσαμε μέσα από τις πλούσιες φυλλάδες της ιστορίας μας, οι οποίοι, Λόγιοι πατριώτες-αγωνιστές, μέσα από τους πύρινους λόγους και τα συγ-γράμματά τους όπλισαν τους ραγιάδες και τους οδήγησαν στη λευτεριά. Η μίμηση των σημερινών Νεοελλήνων των Γραμμάτων και των Τεχνών επιβάλλεται όσο ποτέ άλλοτε. Μέσα από τους δικούς τους λόγους και τα συγγράμματα μπορούν να αναστείλουν κάθε κακό που προμηνύεται στις μέρες μας. Τα μηνύματα του καιρού μας δεν επιτρέπουν στους συγγραφείς την πολυτέλεια της αδιαφορίας ή και της επιπόλαιης πρόσβασης στους δαφνότοιχους της δόξας, παρά μόνο τη στράτευσή τους προς τη δημιουργία ενός ισχυρού αντίπαλου πνευματικού δέους.
Φανταστείτε μια σκλαβωμένη Ελλάδα χωρίς Ποιητές και Λογοτέχνες, χωρίς Τροβαδούρους και Οραματιστές, χωρίς Πατριώτες και Παλικάρια, ποια θα ήταν η διαφορά από τη σημερινή Ελλάδα; Ασφαλώς καλά είναι και τα ρομαντικά ποιήματα και τα νοσταλγικά και τα ερωτικά και της ξενιτιάς και οποιασδήποτε άλλης κατηγορίας και διάφορα πεζά πονήματα που γράφονται στη «σύγχρονη» εποχή μας και που παρουσιάζονται μέσα από το θέατρο, τη μουσική, τη ζωγραφική κ.ά.
Όμως, όταν ολόκληρος ο Κόσμος βάλλεται συνεχώς από δυσάρεστα γεγονότα και ποικίλες καταστροφές και κορυφώνεται με την πλήρη αποσάθρωση της κοινωνίας μας, τι είναι εκείνο που πρέπει ο σύγχρονος λόγιος να προτάξει; Την επανάπαυση στην ύλη ή το Πνεύμα; Ποιος άλλος μπορεί να είναι μπροστάρης εκτός από τον Λογοτέχνη, Ποιητή και τους συμμάχους του; Πώς θα κρατηθεί η πίστη και η ελπίδα που θα οδηγήσει σε ένα καλλίτερο αύριο όταν ο σημερινός ποιητής επαναπαύεται στις... δόξες του επιτρέποντας την καλλιέργεια τού μάταιου;
Πολλά τα ερωτήματα για τον κάθε απλό άνθρωπο. Ίσως ακόμα να περιμένει από τον ποιητή να ακούσει το λόγο του. Έναν λόγο που να φτάνει η ρίζα του στους προγόνους μας. Σε εκείνα τα πνευματικά αναστήματα που μπορούν το κάθε έμψυχο και άψυχο να το ζωντανεύουν. Που να το κάνουν να μιλά, να σκέφτεται και να δρα.
·
Γιώργος Βαλταδώρος, Θεσσαλός Λόγιος, από τους ελάχιστους που ασχολήθηκαν με την αγροτική Θεσσαλική γη και τους ανθρώπους της, όπως αυτή καταγράφηκε στην εποχή των τσιφλικάδων, που αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, ξεκίνησε σαν τσιφλικοκρατούμενη πλέον Ελλάδα για να φτάσει μέσα από μύριες απερίγραπτες αντιξοότητες μέχρι και τις δεκαετίες του 1950-70.
Μια εποχή απάνθρωπης εκμετάλλευσης, ταπείνωσης, εξευτελισμού, ποικίλων βιασμών και ντροπής της αγροτικής κοινωνίας από τους τσιφλικάδες, η οποία, στις μέρες μας, με διαφορετικό σχήμα, νοοτροπία και «σύγχρονη» βία, μας θυμίζει όχι μόνο την άχαρη Οδύσσεια του Θεσσαλικού αγροτόκοσμου από τους βάρβαρους της εποχής τσιφλικάδες, αλλά τείνει προς την επιστροφή της άθλιας εκείνης περιόδου. Η δημιουργία ή ο σχηματισμός μιας «νέας» κατηγορίας ομάδων, «σύγχρονων» κολίγων και ραγιάδων, εάν και εφόσον δεν αποφθεχθεί, με μαθηματική ακρίβεια κάποια στιγμή, θα συναντηθούν σε μια νέα σύγκρουση με τους «εκσυγχρονισμένους» τσιφλικάδες, πολύ πιο στεγνούς και άδειους.
Ο σταδιακός αποδεκατισμός-αναγκαστική εγκατάλειψη της γης και των ανθρώπων της και παράλληλα η συγκέντρωσή της σε λίγα χέρια, όπως τα τελευταία χρόνια βιώνει η αγροτική οικογένεια, αναμφισβήτητα αποτελεί αποδεικτικό αρνητικό στοιχείο μια νέας συρρίκνωσης άλλων μεγεθών και διαστάσεων. Και τούτο διότι εκείνα τα χρόνια και της σκλαβιάς και της στοιχειωμένης- κατοχική απελευθέρωση από τους «έλληνες» αγάδες και πασάδες άρχοντες και στην περίοδο της Εθνικής Αντίστασης, τους εχθρούς και τους προδότες ο λαός τους γνώριζε.
* * *
Μια πιθαμή δρόμο από δω, τα Τρίκαλα, απέχει η Καρδίτσα, όπου σήμερα, η «ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΟΥ 1925» γιορτάζει την 88η Επέτειο της Αγρο-τικής Λαϊκής Εξέγερσης Τρικάλων του 1925 και την πρώτη (1η)Επιστημονική Ημερίδα με θέμα: «Η Αγροτική Λαϊκή Εξέγερση του 1925 και το αγροτικό κίνημα». Ανάμεσά μας βρίσκεται και χτυπά η Θεσσαλική καρδιά, η Καρδίτσα, με τη γη και τον κόσμο της και με εκείνους τους Λόγιους που ξεχώρισαν για το πνευματικό τους ανάστημα, όπως και ο δικός μας αείμνηστος Θεσσαλός Γιώργος Βαλταδώρος.
Η «ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΟΥ 1925» με χαρά και τιμή, θεώρησε υποχρέωσή της να κάνει μια σύντομη αναδρομή στη μνήμη του Καρδιτσιώτη συγγραφέα Γιώργου Βαλταδώρου και το έργο του. Γεννημένος στην Καρδίτσα το Φλε-βάρη του 1897 και αποδημώντας στις 16 Νοεμβρίου του 1930 στην Κηφισιά Αττικής, παρά το νεαρό της ηλικίας του άφησε μια αξιόλογη πολλών συνθέσεων πνευματική παρακαταθήκη στους κληρονόμους της γενέτειράς του, στους Θεσσαλούς και γενικότερα στην Ελλάδα. Το έργο του, που στη σύντομη ζωή του ανέπτυξε, αποτελείται από ένα σπάνιο μωσαϊκό διηγημάτων, ποιημάτων, θεατρικών έργων, ζωγραφικής, δημοσιογραφίας και άλλων καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων.
Για το έργο του ασχολήθηκαν και σχολίασαν οι βετεράνοι του λόγου οι: ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ, ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΜΑΛΑΚΑΣΗ, ΓΙΑΝΝΗ ΨΥΧΑΡΗ, ΤΑΣΟΥ ΔΡΙΒΑ, ΤΕΛΟΥ ΑΓΡΑ, ΝΙΚΟΥ ΜΠΟΥΦΙΔΗ-ΧΑΓΕΡ, ΦΩΤΗ ΓΙΟΦΥΛΛΗ-ΜΟΥΣΟΥΡΗ, ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΙΟΛΑΣΗ, ΝΑΥΣΙΚΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ-ΜΟΥΣΟΥΡΗ.
Στα Άπαντα του αλησμόνητου Θεσσαλού Γιώργου Βαλταδώρου, θα δει κανείς τον Θεσσαλικό κάμπο να μεταβάλλεται σε κήπο σε όλες του τις διαστάσεις, να απλώνεται εκτός ελληνικών συνόρων σε ακαδημίες Καλών Τεχνών του Μονάχου και του Παρισιού και μέσα από ατέρμονες χρονολογικά συνθήκες να αναπτύσσει μια α-ξιοθαύμαστη Λόγιου δράση.
Οι πυκνές γοητευτικές σελίδες του- χωρίς υπερβολές θα λέγαμε, κάθε μια σελίδα και μια ιστορία- με ποικίλα κείμενα, σπάνια στο είδος τους, χωρίς το «σύγχρονο» μακιγιάζ σημερινών συγγραμμάτων που αργοπεθαίνουν στα πιεστήρια των εκδοτών ξεχωρίζουν. Σελίδες που με περίσσιο μαγνητισμό και θαυμασμό παρελαύνουν στα μάτια του αναγνώστη, τον καθηλώνουν ζ ώ ν τ α ς τον ρου της Λογοτεχνίας της εποχής του αείμνηστου Γ. Βαλταδώρου.
Αν και «πολύ αδύνατος βγήκα στον κόσμο», όπως γράφει ο ίδιος, «και με τις πιο απαισιόδοξες ελπίδες… Μια κερένια τόση δα κούκλα ήμουν έτοιμη για να σπάσει», το ρηξικέλευθο έργο του ανέδειξε κάτι άλλο. Την πνευματική ξεραΐλα» του τόπου του τη μετέτρεψε σε λόγιο από κάθε άποψη κήπο, φτάνει κανείς να τον επισκεφτεί.
«Σ’ ένα γράμμα του (31.12.1925) από το St.Waaast-La Houge της Μάγχης της Γαλλίας, γράφει στο Παρίσι, στο Γιάννη Ψυχάρη: «Έχω μαζέψει όλα εκείνα, που είναι εμπνευσμένα απ’ τη ζωή του Θεσσαλικού κάμπου. Πάσχισα να κρατήσω όλο το πλούσιο - αν μπορώ να πω έτσι – τοπικό χρώμα τους. Γιατί στον τόπο εκείνο κρύβεται ανεχτίμητο υλικό από δυσεύρετους τύπους δυστυχισμένων ανθρώπων, τους καραγκούνηδες…»
Και «ο Νιρβάνας» - ποιητής= «προλογίζοντας τον τόμο των διηγημάτων του «Όσοι ζήσουν» που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1927, γράφει: Τα αξιόλογα λογοτεχνικά χαρίσματα του έργου είναι η συμπάθεια στον ανθρώπινο πόνο, ο οίκτος, το μεγάλο δημιουργικό αίσθημα, που ξεχωρίζει πρώτους απ’ όλους τους Ρώσους διηγηματογράφους…»
Στα κείμενά του ο λόγος πρυτανεύει: ζωντανός, περιγραφικός και λεπτομερειακός, γλαφυρός και παραστατικός σε εντυπωσιακό επίπεδο, καθιστά τον αναγνώστη πότε μάρτυρα και θεατή και πότε συμμέτοχο στα δρώμενα, μέσα από τις αράδες, τις γραμμένες με το αίμα των κολίγων, αποκτά τη μορφή του ανίσχυρου και βιασμένου, του εκμεταλλευόμενου και άθλιου κολίγου. Στις σελίδες ο αναγνώστης νιώθει : Τον αέρα! Τη βροχή! Τη λάσπη! Το ανάθεμα και τις κατάρες καθώς αυτές αβυσσαλέα ξεχύνονται στους λασπωμένους κολίγους που τολμούν να σηκώσουν κεφάλι. Ο Λόγος αποκτά τη μορφή πότε του τσιφλικά, πότε του κολίγου και άλλοτε πάλι τη μορφή ενός άναρχου νόμου και δολοφονημένου… δικαίου της εποχής…
Στην ενότητα Θεσσαλικά - Ηθογραφικά «ΟΣΟΙ ΖΗΣΟΥΝ» στη σελίδα 73 διαβάζουμε απόσπασμα νουβέλας υπό τον τίτλο «ΚΟΛΙΓΟΙ».
«Στη μνήμη των συγχωριανών μου,
που το 1909 σκοτώθηκαν στον
κατακαημένο θεσσαλικό κάμπο».
«Μεγάλα κατάμαυρα σύγνεφα ακατάπαυστα κυλούσαν στο βουρκωμένο ουρανό απ’ την μιαν άκρη ως την άλλη. Αέρας-κακό! Χαλούσε ο κόσμος! Κι έβρεχε… έβρεχε με το καρδάρι! Εκείνη τη νύχτα που να κλείσει μάτι κανένας. Ο ίδιος ο αφέντης ήταν άνω κάτω. Δεν ήξερε κι αυτός τ’ είχε. Ένα αόρατο τρόμο τον συνέπαιρνε. Κάθε τόσο φώναζε ν’ αμπαρώσουν τις πόρτες και να μην αφήσουν κανέναν να μπει… Να φοβούνταν τη πλημμύρα; Ούτε καν το ’βαζε στο νου του… Το κονάκι του –αυτό μονάχα χτισμένο ολόκληρο από πέτρα πελεκητή- όπως ήταν κιόλας σκαρφαλωμένο σ’ εκείνη τη μαγούλα, κρατούσε καλά και στη μεγαλύτερη νεροποντή. Άλλο ήταν αυτό που τον βασάνιζε... Όλη την ώρα κάπνιζε και έπινε με τους μπιστικούς του που δεν τους άφηνε ούτε στιγμή από το πλευρό του. Σε λίγο ήρθε στο κέφι. Άρχισε το τραγούδι… Ξαφνικά έγινε πανί στο πρόσωπο σα να ’χε όλο το αίμα του γυρίσει πίσω στην καρδιά του. Το χέρι του προς τ’ απάνω σηκωμένο, με το ποτήρι του γιομάτο κρασί, έμεινε έτσι κάμποσο, σα να μη τ’ όριζε!... Ξερό!... Απ’ όξω ακούγονταν φωνές, βλαστήμιες, κατάρες, βρισιές, αναθέματα…
- Δεν ακούτε μωρέ; Δεν έχετε Θεό; Απόψε πνιγόμαστε όλοι!...
- Ανοίχτε μας, για όνομα του Θεού, της Παναγίας!... Μας παίρνει το νερό σβάρνα!... Χανόμαστε!...
Πετάχτηκε απάνω, σκύλιασε, έβριζε. Ούρλιαζε να μη τους αφήσουν να μπουν…
Στην ίδια ενότητα της νουβέλας «ΚΟΛΙΓΟΙ» στη σελίδα 76-77 διαβάζουμε:
«-Μα δεν τέλειωσε ακόμα αυτή η διαβολοανάκριση; του ’πε φιλικά ο Χαούζης (τσιφλικάς) σφίγγοντας το χέρι.
-Κάτι πολύ βιάζεσθε, φίλε μου. Έχουμε καιρό! Κατά τα φαινόμενα θα βαστάξει πολύ! Κάθε μέρα και νέα στοιχεία έρχονται στο φως… Τους έχω όλους στα χέρια μου… Δε θα με ξεφύγει κανένας!... Σας βεβαιώνω!
-Μπα! Έκανε εκείνος με έκπληξη.
-Και να δείτε – πρόσθεσε ο άλλος μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο -, οι δικοί σας ξεφτέρια βγήκαν! Όπου και να στρίψω, θα τους βρω! Φυτρώνουν κι εκεί που δε τους σπέρνετε! Τι ράτσα είναι αυτοί, βρε αδελφέ;
-Ξέρω κι εγώ; Είπε ο αφέντης τους, με κάποια στενοχώρια. Σπάζω το κεφάλι μου να το καταλάβω!
-Σημειώσατε, εξακολουθούσε ο φίλος του, πως τον επιστάτη σας, καθώς και τους τρεις συνοδούς του, τους σκότωσαν όχι μέσα στο τσιφλίκι αλλά στο σύνορο, ή για να ’μαι ακόμη πιο ακριβέστερος, στο μεγάλο σταυροδρόμι. Που πάει σε τέσσερα γειτονικά χωριά.
-Το πράγμα είναι φοβερό τώρα! συμπλήρωσε με δειλία ο Χαούζης.
-Το χειρότερο είναι - τόνιζε ο ανακριτής τη φορά αυτή με σημασία -πως το κακό είναι γενικό! Η στάσις αυτή δεν εκδηλώνεται μονάχα στο χωριό σας, αλλά σ’ όλο τον κάμπο! Είναι κίνημα ομαδικό, πως να σας πω. Κι επιμένω στο χαρακτηρισμό μου.
Φρίκη σας λέω!... Το πιο αποτροπιαστικό θέαμα, που σπάνια μπορούσε να δει κανένας στη ζωή του!... Τα πτώματα ήταν κόσκινο απ’ τις μαχαιριές, πόσες δεν ξέρω!... Τη μια κοντά στην άλλη πιο φρικτότερη! Θα ’λεγες πως ήταν αδύνατο ένα ανθρώπινο χέρι να ’κανε ένα τέτοιο κακό!…
-Μου σηκώνονται οι τρίχες του κεφαλιού μου, όταν τ’ αναλογίζομαι!
-Θα σας μιλήσω λεπτομερέστατα αυτές τις ημέρες, μόλις συμπληρώσω το πόρισμά μου…»
Από τη μια ο νόμος της εποχής και ο τσιφλικάς σε μια φιλική συμφωνία δίωξης ενάντια στους κολίγους για τα… εγκλήματα που είχαν διαπράξει. Από την άλλη οι καιρικές συνθήκες με τα χιόνια, τα φουσκωμένα ποτάμια και τα καυτά καλοκαίρια, με τους σταυρωτήδες, τους φορομπήχτηδες και λοιπούς τοκογλύφους αποτελούσαν τη σφύρα και τον άκμονα. Κι ανάμεσά τους, σ’ ένα παρατεταμένο εγκληματικό εκκρεμές, διακαώς χτυπιούνται οι κολίγοι, σφυρηλατώντας το θάρρος και την αγωνιστικότητά τους ενάντια στην εκμετάλλευση και στο άδικο. Αυτά ήταν που στην τσιφλικάδικη κατοχή δεν ήταν πλέον ανεκτά και οι διαμαρτυρίες τους έπαιρναν διαστάσεις. Να ζητούν συνεχώς τα δικαιώματά τους ενώ η ματιά τους, στα μάτια των τσιφλικάδων, είχε αποκτήσει μια παράξενη γυαλάδα:
-Σπέρνουμε και δεν θερίζουμε!... Ο Μπλιούρης (ποταμός Πάμισος στην Καρδίτσα-
http://www.youtube.com/watch?v=2Gg8_iHghfU ) μας πήρε τα γεννήματά μας!...
Έχουμε και τους σταυρωτήδες που μας κυνηγούν στα χωράφια, για τους φορομπήχτηδες. Και σα να μην φτάνουν αυτά... Μας ρημάζουν και οι τοκογλύφοι!...
-Το σιτάρι μας σώθηκε απ’ το χειμώνα ακόμα…, έλεγε ένας άλλος. Τ’ είχε μαθές αφήσει ο λίβας κι η ακρίδα που ’πεσε απάνω μας σαν αμαρτία ! Σου ’παιρνε το κλάμα να τα βλέπεις, τα σπαρτά μας, φαγωμένα ως τη ρίζα.
Άλλος:
-Ούτε καλαμπόκι έχουμε σπυρί! Πεινάμε αφέντη!
Άλλος: -Θα φαγωθούμε αναμεταξύ μας, σαν πεινασμένοι λύκοι!…
Άλλος:
-Ολημερίς παλεύουμε μ’ όλη τη φαμελιά μας, και δε βγάζουμε ούτ’ αυτό το ψωμί μας… Η γης!... η γης, που θα μπορούσε να θρέψει σαν καλή μάνα τον καθένα μας… για μας είναι λειψή! Δε μας φθάνει η μαγκούφα!...
-Δουλεύουμε για τον ξένο!... Τους χαραμοφάηδες, τους αφεντάδες!..έσκουξε ένας άλλος μες απ’ τα κούφια δόντια του…»
* * *
Περνώντας σε μια άλλη ενότητα του αριστουργήματος, του πολυτάλαντου με την αειθαλή δίψα του για την κατάκτηση του πνεύματος Θεσσαλού Γιώργου Βαλταδώρου, θα δούμε ότι πρόκειται για θερμό εραστή των Μουσών και ακούραστο εργάτη στα απέραντα λιβάδια του Λόγου να τα σκαλίζει, να τα ποτίζει και να τα θερίζει προσφέροντας τους καρπούς στον άνθρωπο. Μέσα από τα αβάκια της εποχής του παρέλασε ο προσεγμένος με περίσσια τέχνη τρόπος σκέψης, γραφής και δομής και ξεδιπλώνοντας τα κείμενα του λογοτεχνικού, ποιητικού, δημοσιογραφικού και κοινωνικοπολιτικού του λόγου, «κέντησε» τα λιβάδια του Λόγου με δικά του σκιρτήματα, χρώματα, μελωδίες και με πολλά στραφταλίσματα, σαν εκείνα της αύρας που ξεπηδά μέσα από καταρράκτη και αφήνει τον ήλιο να τη βάφει με χρώματα.
Κατά την ταπεινή μας άποψη, ο δημιουργός του Λόγου, όπου και όπως αυτός καλλιεργείται και εκφράζεται μέσα από φωτεινά μυαλά, οφείλει να συμπεριλάβει στα έργα του και το «αλάτι»: Ένα «πάντρεμα» όλων των Τεχνών του Λόγου με τον «πολιτικοκοινωνικό λόγο», τον οποίο ο Γ. Βαλταδώρος, δίνοντάς τον μέσα από διαχρονική χροιά, μας τον ξεδιπλώνει με κάθε λεπτομέρεια και παραστατικότητα.
Η ανοικτιρμοσύνη (δηλαδή ασπλαχνία) και η αναλγησία που επικρατεί στην Ευρώπη στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, η επικίνδυνη αδολεσχία (δηλαδή η ακατάσχετη φλυαρία), το στήσιμο των μηχανισμών του μερκαντιλισμού (δόγμα περασμένων αιώνων) η φασιστική επιβολή της «άριας» φυλής στους λαούς, η μετατροπή του γαλάζιου τ’ ουρανού σε μαύρο, είναι λίγα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εποχής των παρανοϊκών γερμανών που παίξανε καθοριστικό ρόλο στην καταστροφή του κόσμου.
Στην ενότητα: «Π ο λ ι τ ι κ ά – «ΤΟ ΧΙΤΛΕΡΙΚΟΝ ΚΙΝΗΜΑ», σελίδα 279, α-νάμεσα με άλλα διαβάζουμε:
«Δεν είχε ακόμα αποπερατώσει τον λόγον του κα εμφανίζεται εις την αίθουσαν εν αποθεώσει ο Αδόλφος Χίτλερ, κρατών εις την χείρα του ρεβόλβερ και ακολουθούμενος υπό της πραιτωριανής φρουράς του, φερούσης επί της χαλυβδίνης κάσκας το έμβλημα του αντισημιτισμού. Διευθύνεται προς το πρόχειρον βήμα, από του οποίου ανακοινοί, πως το «Bürgerbräu Keller» είναι αποκλεισμένον δια ενόπλων οπαδών του. Εν μέσω δε του πανδαιμονίου ενθουσιωδών εκδηλώσεων, ρίπτων ένα πυροβολισμόν κατά της στέγης – ως τελευταίαν βολήν προς… τιμήν της νεαράς σοσιαλδημοκρατίας! Με την βροντώδη φωνήν του προεκύρυξεν την «εθνικήν δημοκρατίαν». Και αλλού: «Οι νέοι «φασίσται» επανηγύριζον την φαινομενική νίκην του αρχηγού των. Συγχρόνως κατελαμβάνετο και το Υπουργείο των Στρατιωτικών, επί του οποίου ανεπέτασσον την Γερμανικήν αυτοκρατορικήν σημαίαν. Ολόκληρος δε η φρουρά του Μονάχου προσεχώρει εις τα τάξεις των. Εξ όλων των ενδείξεων τούτων εφαίνετο ότι το πραξικόπημα του αρχηγού των «νατσιονάλ-σοτσιαλίστεν», επιτύγχανεν. Η «Neuste Munchener Nachrichten, εφημερίς, προσκειμένη τω Καρ, ώρας ολοκλήρους μετά την έκρηξιν του κινήματος, έγραφεν, ως τετελεσμένον γεγονός, την σύμπραξίν του ει το Εθνικόν Διευθυντήριον…»
Από την ενότητα ΠΟΙΗΜΑΤΑ, σελίδα 243 διαβάζουμε ένα ποιητικό αφιέρωμα στον Αλέκο Επ. Εμπειρίκο: «ΤΟ ΝΤΧΤΕΡΙ»
«Απ’ όλες τις καρδιές πόνου σηκώνεται τραγούδι, / ενός χινόπωρου χρυσαφένιο χνούδι.
Κλαίνε παλιές, που πέθαναν αγάπες, / χαμογελούσαν που ’ρθανε με τ’ έρωτα τες άρπες.
Από γυμνά κλαδιά, με μάτια θλιβερά, κοιτούν, / πίκρα μιας ανάμνησης μέσα των κρατούν.
Θέλουν κάποιου χινόπωρου άγρια ανατριχίλα /ν’ ακούν πως πέφτουνε στον άνεμο τα φύλλα»
Θα κλείσουμε με την ίδια ενότητα και το ποίημά του: «ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΑΡΑΒΙ» και μ’ αυτό να τιμήσουμε τον αείμνηστο Λόγιο Γιώργο Βαλταδώρο και τους δικούς μας Θεσσαλούς νεκρούς της Αγροτικής Λαϊκής Εξέγερσης του 1925.
«ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΑΡΑΒΙ»
«Στην Αχερούσια λίμνη / σου πρόσμενα το βράδυ
γιομάτος πίκρα να κατεβώ κι εγώ στον Άδη
«Μέσα μου νιώθω κάτι να βαραίνει, / σαν μαύρο σύγνεφο έχει απλωθεί, μες στην ψυχή μου ζούνε πεθαμένοι / που μια μέρα έχουν κρυφτεί…
Φυλάω κάποιους νεκρούς, ω κρίμα! / η μοίρα δε μ’ έχει σπλαχνιστή, η καρδιά μου τους έκλισε, σαν μνήμα, / σαν σάβανο πώχουν τυλιχτή…
Και το στερνό φιλί, που πήρα / από σας, αγαπημένοι μου νεκροί,
Φαρμάκι μου το ’κανε μια μοίρα, / κι όλη η ζωή μου έγινε πικρή.
Ξέσχισε το μαύρο το κοράκι / μια καρδιά, που έπεσε να συντριφτή, κι αγάλια τρώει κάποιο σαράκι / ό, τι ακόμα δεν έχει χαλαστή.
Στους όχθους του Αχέροντα προσμένω τώρα / το μαύρο καράβι για να ’ρθει, την ψυχή μου να πάρει σε μια μπόρα, / ίσκιος μες στους ίσκιους να χαθεί.
Μέσα μου νιώθω κάτι να βαραίνει / σαν μαύρο σύγνεφο έχει απλωθή,
μες στην ψυχή μου ζούνε πεθαμένοι / που έχουν τόσο αγαπηθεί… (09/1918)
Έτσι και τότε έκραξε ο Ρήγας στους υπόδουλους λαούς των Βαλκανίων δείχνοντας το δρόμο της ελευθερίας και της ανθρωπιάς από την τότε σκλαβιά… «Ω ’σεις ραγιάδες, κλέφτες κι αρματολοί, ξυπνάτε ωρέ, ξυπνάτε και θωράτε τον εχτρό που μας βαρεί…»
Και τότε το σύνολο των βαλκανικών ραγιάδων ήταν ΑΓΡΟΤΕΣ. Αυτοί πρυτανεύσανε. Αυτοί αγωνιστήκανε και θυσιαστήκανε γκρεμίζοντας τα είδωλα στα τάρταρα και πάνω στα δικά τους κόκαλα χτίστηκε η λευτεριά. Αγρότες σημαίνει Ελλάδα και όποιος δεν υπερασπίζεται τον αγρότη δεν υπερασπίζεται την Ελλάδα. Χωρίς αυτούς δε θα υπήρχαμε και είναι ακόμα η μόνη Τάξη που μπορεί να αφουγκραστεί τα τωρινά και μελλοντικά δεινά της Ελλάδας και να τα αλλάξει. Φτάνει μόνο η χειραφέτησή της από την πολιτεία να γίνει σωστά.
Για την «ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΟΥ 1925»
Βάιος Φασούλας, συγγραφέας –Γιώργος Λεπενιώτης, διδάκτορας Κοινωνιολογίας του Δικαίου
Ε.Ε. Ελλάδα, Τρίκαλα, Φεβρουάριος 02 2013 pelasgos@fasoulas.de www.fasoulas.de
_________________
Ανταποκριτής του Πολιτικού Καφενείου (ΤΡΙΚΑΛΑ)