Όσο θα εξακολουθεί να έχει αξία για την Αριστερά η παραδοχή, ότι η ταξική πάλη αποτελεί τον κινητήριο μοχλό της Ιστορίας, τόσο το πιεστικό καθήκον πολιτικής διαμεσολάβησης των αιτημάτων που προκύπτουν από συγκυρίες μεγάλης όξυνσης των ταξικών αγώνων, όπως αυτή που διανύουμε, θα αποτελεί για την ριζοσπαστική ανατρεπτική Αριστερά σε όλες τις μορφές της, στοίχημα, που οφείλει να απαντήσει με επάρκεια, ετοιμότητα και στέρεη αποφασιστικότητα, επιχειρώντας το άλμα στο ύψος του πήχη που έχει τοποθετήσει το ίδιο το μέγεθος της καπιταλιστικής κρίσης. Κρίσης δομικής – θεμελιακής, αλλά όχι απαραίτητα διαλυτικής....
Έχει χυθεί κάμποσο μελάνι αυτήν την περίοδο και ιδιαίτερα μετά την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη, για τις ιδεολογικές, πολιτικές και οργανωτικές απαιτήσεις και συντεταγμένες διαμόρφωσης ενός ενιαίου μαζικού αριστερού κόμματος, ενόψει κυρίως του προσεχούς Συνεδρίου της άνοιξης. Θεωρώ τον προβληματισμό δικαιολογημένο, γόνιμο και επιβεβλημένο. Ακόμη και με τον χαρακτήρα «πολεμικής»,αφού στην ίδια την Συνδιάσκεψη, με τους όρους και χρόνους που πραγματοποιήθηκε, αποδείχθηκε, μεταξύ πολλών άλλων βέβαια (και όχι οπωσδήποτε επιθυμητών), ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί στο αμείωτο τομεγάλο πλεονέκτημα της διαφορετικότητας των προσεγγίσεων, του πλουραλισμού των απόψεων και του πολυτασικού του χαρακτήρα, αλλά και τη δυνατότητα διαμόρφωσης συνθετικών προωθητικών διαδικασιών, διαδικασιών ουσιαστικής πολιτικής όσμωσης, γεγονός που αποτυπώθηκε τόσο στην Διακήρυξη, όσο, και κυρίως, στο κείμενο της Πολιτικής Απόφασης της Συνδιάσκεψης. Ένα κείμενο, απόρροια των αναγκαίων πολιτικών συναιρέσεων, το οποίο όμως ενσωματώνει τον απαραίτητο ορίζοντα προοπτικής και παράλληλα αποτελείδεσμευτικό πλαίσιο, οργανωτικής, ιδεολογικοπολιτικής και προγραμματικής αναφοράς.
Εν είδει λιτής αυτοβιογραφικής παρένθεσης, όσοι, όπως ο υπογράφων το παρόν κείμενο, έλαχε να αφιερώσουν κάποιες πολύτιμες δεκαετίες της ζωής τους στην πολιτική συμμετοχή σε όλες της εκφάνσεις της και άσχετα από τα τελικά, θετικά ή αρνητικά, αποστάγματα αυτής της εκούσια συνεχιζόμενης διαδρομής, ενδεχομένως να συμφωνούσαν ότι, συνήθως, η εσωκομματική πρακτική της Αριστεράς μέχρι σήμερα, υπήρξε - μεταξύ των άλλων - δέσμια ενός ιδιότυπου, όχι όμως και ανεξήγητου, «εγκλωβισμού», σε μια μαξιμαλιστική δεοντολογική ρητορική πολιτικού σχεδιασμού, μια ρητορική στεγνού και υπερφίαλου καθηκοντολογικού τύπου, άνευ χειροπιαστού αποτελέσματος, η οποία επωάζεται στις «μονόχνοτες» και «ανθυγιεινές» κομματικές διαδικασίες, πολλές φορές ερήμην της κοινωνίας και, να μου επιτραπεί η επικέντρωση, έχοντας δυστυχώς συχνά - πυκνά απέναντί της, την εκκωφαντική απουσία της νεολαίας.
Έχοντας, παράλληλα, ζήσει προσωπικά και καρέ-καρέ, τη διαμόρφωση και σταδιακή πολιτική και οργανωτική γιγάντωση του βασικού πόλου της ελληνικής σοσιαλδημοκρατικής εκδοχής της αστικής διαχείρισης της Μεταπολίτευσης μέχρι το 1988, αλλά και την οργανωτική και πολιτική χαλαρότητα και καχεκτική αναφορά του ΣΥΝ στην κοινωνία από το 1994 μέχρι και τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ, ως το πιο ριζοσπαστικοποιημένο & ενωτικό εγχείρημα της Αριστεράς, αντιστοιχήθηκε με την κοινωνική κινητικότητα και διασφάλισε σχέσεις ανατροφοδότησης μαζί της, έχω πλήρη επίγνωση ορισμένων κοινών – θα έλεγα κοινότυπων -βιωματικών τόπων προς αποφυγή.
Δηλαδή το ότι πρέπει πάση θυσία, να αποφευχθεί αυτή τη φορά από την οργανωτική στοχοθεσία και «εσωτερική» πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ, η μετατροπή του σε άλλον ένα φορέα «προεδροκεντρικού» τύπου με το υπόγεια καλλιεργούμενο άλλοθι της «αδιαμεσολάβητης σχέσης του χαρισματικού ηγέτη με το λαό», του κόμματος εκλογικού μηχανισμού, του κόμματος γραφειοκρατικής διευθέτησης των σύνθετων ζητημάτων της συγκυρίας, μακριά και πέρα από την συλλογική πολιτική μεθερμηνεία και συμπύκνωση των εμπειριών της σχέσης του με τη λαϊκή αυτενέργεια, δηλαδή του κομματικού κλώνου του αστικού Κράτους. Υπ΄αυτή την έννοια, το «κόμμα των μελών» δεν αποτελεί ιδιαίτερα ελκυστικό πολιτικό κατηγόρημα, στο βαθμό που δεν θα συσσωματώνει τις αντίστοιχες οργανωτικές και πολιτικές πρόνοιες για την λειτουργία του ως «συλλογικού διανοούμενου». Και αυτό, δεν είναι ζήτημα «αποστειρωμένης» οργανωτικής προσέγγισης, αλλά, πρωτίστως, ζήτημα ξεκάθαρου ιδεολογικοπολιτικού, προγραμματικού και στρατηγικού προσανατολισμού.
Είναι οφθαλμοφανές ότι οι κοινωνικοί όροι που διαμόρφωσαν την εκλογική εκτίναξη της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ στο 27%, υπαγορεύουν την «εγκατάλειψη» των όποιων αρνητικών παρακαταθηκών μιας ολόκληρης περιόδου, οι οποίες αντιστοιχίζονταν με την, μέχρι πρότινος, αναιμική αναφορά του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία, μέσω ενός «ανακυκλούμενου» λόγου «μεταξύ συγγενών», δηλαδή εντός ενός γνωστού, διακριτού και «κατοχυρωμένου» ακροατηρίου της Αριστεράς.
Τα ενωτικά-μετωπικά πολιτικά χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ, καλούνται πλέον εδώ και καιρό, να βρουν τους αρμούς οργανωτικής και στρατηγικής σύνδεσης με ένα όλο και διογκούμενο αντιμνημονιακό μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων, του οποίου όμως αρκετές περιοχές είναι σχετικά «ανεξερεύνητες» και αυτό παραπέμπει σε ένταση των όρων ιδεολογικής και πολιτικής τους μεθερμηνείας. Θα ήταν, αν μη τι άλλο, ιδεολογικοπολιτικός στρουθοκαμηλισμός, να μην ληφθεί υπόψη το γεγονός της ισοπεδωτικής και βίαιης αποπολιτικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας εδώ και δύο δεκαετίες περίπου, μέσα από το σκηνικό επίπλαστης υλικής ευμάρειας και ατομικής καπατσοσύνης που διαμορφώθηκε από τους μαζικοδημοκρατικούς μηχανισμούς ιδεολογικής χειραγώγησης, οι οποίοι εξακολουθούν να δίνουν το tempo, τόσο της σχετικά μειωμένης κοινωνικής διαθεσιμότητας για ουσιαστικές ρήξεις και ανατροπές (ειδικά στη νεολαία), όσο και της ραγδαίας ανάπτυξης του ναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής, ως τυφλής έκφρασης απαξίωσης κάθε έννοιας πολιτικής εκπροσώπησης. Διότι, όπως και να το κάνουμε, είναι άλλο πράγμα το βιτριόλι στο πρόσωπο της Κωνσταντίνας Κούνεβα και άλλο πράγμα η απώλεια της αγοραστικής δυνατότητας του νέου i-phone ή ενός νέου «διακοποδάνειου»....
Στο σημείο αυτό, καλό θα ήταν να μην βιαστούν κάποιοι να ανιχνεύσουν «διολίσθηση» σε θέσεις και αντανακλαστικά του «Μαυσωλείου των Κατόπτρων» της ηγεσίας του Περισσού, όσο η επίμονη παρουσία αυτών των διαπιστώσεων θα συνεχίζει να αποτελεί πεδίο επένδυσης των πολιτικών Διαχείρισης της κρίσης από τις δυνάμεις του συστημικού τόξου.
Η εκ πρώτης όψεως απαισιόδοξη πρόσληψη των παραπάνω επισημάνσεων δεν υπαινίσσεται την έλευση ενός κύκλου εσωστρέφειας, ούτε την ασυντόνιστη, γενικόλογη και «δονκιχωτική» εφόρμηση του ΣΥΡΙΖΑ στις μάζες, στο όνομα της αδιαφιλονίκητης κινηματικής του φυσιογνωμίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ αντίθετα, δεν ξεκινάει από το μηδέν εν όψει των απαιτήσεων της συγκυρίας και, πάρα πολλά μέχρι τώρα, οφείλονται ακριβώς στο γεγονός ότι βρήκε τη δυνατότητα εξωστρεφούς δράσης και συνομιλίας με έναν υπό διαμόρφωση κοινωνικό ριζοσπαστισμό, του οποίου όμως δεν μπορεί να αποτελεί μια «συνδικαλιστικού τύπου» ευθύγραμμη αντανάκλαση.Γνωρίζουμε, ότι αυτή τη στιγμή ο χρόνος αποτελεί για τον ΣΥΡΙΖΑ τον χειρότερο σύμμαχο. Γνωρίζουμε επίσης, ότι στο επίπεδο των κοινωνικών στρωμάτων που πλήττονται καθημερινά από τις μνημονιακές νεοφιλελεύθερες επιλογές, έχουν συμβεί καθοριστικού χαρακτήρα ρηγματώσεις σε επίπεδο παραδοσιακής πολιτικής εκπροσώπησης. Το στοίχημα είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα συμβάλει στη μετακίνηση σε ένα πιο ριζοσπαστικοποιημένο επίπεδο πολιτικής διαπάλης, διαμεσολαβώντας αποτελεσματικά την εντεινόμενη λαϊκή αντίδραση μέσω της βαθύτερης πολιτικοποίησης των ταξικών αντιθέσεων.
Η σχέση πολιτικής εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ με τις κοινωνικές δυνάμεις που εκφράζει, οφείλει ασφαλώς να διαμορφώνεται στη βάση του τρίπτυχου Αλληλεγγύη – Αντίσταση - Ανατροπή, το οποίο, εν πολλοίς, και παρά τις ενδογενείς αμφισημίες του ως προς τον τρόπο πρόσληψής του στην κομματική δράση, ενσωματώνει τακινηματικά προαπαιτούμενα μιας ταξικής του αγκύρωσης στην κοινωνία. Αρκεί η έννοια της Αλληλεγγύης να μην λειτουργεί ως μετατροπέας του ΣΥΡΙΖΑ σε παράρτημα του Ερυθρού Σταυρού ή επίκουρο της Αρχιεπισκοπής.... Οφείλει όμως να διαμορφώνεται και σε αυτό που αφήνεται «ακάλυπτο»: το πως πάμε και τι σημαίνει αυτή η Ανατροπή. Εδώ, ο υπό διαμόρφωση ενιαίος μαζικός ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να απαντήσει χωρίς ιδεολογικές και οργανωτικές ρευστοποιήσεις, χωρίς διαθλάσεις των πολιτικών του δεσμεύσεων, δίχως τεχνητή συνεκτικότητα και μακριά από την πεπατημένη του εκλογικού μηχανισμού, με ουσιαστική οργανωτική και πολιτική ενότητα και με βαθιά πολιτικοποίηση, την οποία εγγυάται ο πολυτασικός του χαρακτήρας. Η περαιτέρω επεξεργασία και εμβάθυνση του προγραμματικού του σχεδίου σε ριζοσπαστική – ταξική κατεύθυνση, αποτελεί όρο ανατροφοδότησης της κοινωνικής διαθεσιμότητας για στήριξη των απαραίτητων ρήξεων και στο επίπεδο άσκησης κυβερνητικής ευθύνης, καθιστώντας εγκαίρως γνωστά ταδιακυβεύματα στο λαϊκό παράγοντα, αφού τον προϋποθέτεισυμμέτοχο και συνδιαμορφωτή.
Υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων απαιτήσεων της μεταβατικής περιόδου που διανύουμε, όσοι μονοδρομούν αυτάρεσκα το ενδιαφέρον τους στις παραγγελίες στυλάτων υπουργικών ταγέρ και κοστουμιών, βρίσκονται τουλάχιστον ένα κλικ μπροστά από την πραγματικότητα. Το ασήκωτο βάρος των τεράστιων προσδοκιών που δημιουργεί το κυρίαρχο μέχρι σήμερα μοντέλο αντιπροσώπευσης μέσω της παγιωμένης λογικής της ανάθεσης των ευθυνών, είναι σε θέση να οδηγήσει με δραματικό τρόπο την Αριστερά στην επιστροφή στο οικείο, ανθεκτικό και δροσερό ύφασμα του τζην....
Οφείλουμε και μπορούμε, τώρα, άμεσα, και με τρόπο συντεταγμένο, ενωτικό, πειστικό και ριζοσπαστικό να γίνουμε εμείς οι μόνιμοι διαμορφωτές της πολιτικής ατζέντας, να γίνουμε πρόξενοι ενός νέου κύματος λαϊκής αντίδρασης που θα δώσει τη χαριστική βολή στο σύστημα διεκπεραίωσης της εθνικής υποτέλειας και της κοινωνικής εξαθλίωσης. Να δώσουμε τη μάχη με την κοινωνία για την κοινωνία, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ενός απελευθερωτικού σοσιαλιστικού αύριο της χώρας που θα διαχειριστούν αυτόβουλα οι επόμενες γενιές.
* Ο Αντώνης Δαβανέλος είναι μέλος της Κ.Ε του ΣΥΡΙΖΑ
Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013.