Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Θρυμματισμένοι καιροί: κουλτούρα και κοινωνία στον 20ό αιώνα

Θρυμματισμένοι καιροί: κουλτούρα και κοινωνία στον 20ό αιώνα
FREE photo hosting by Fih.grΤις επόμενες μέρες κυκλοφορεί, από τις εκδόσεις Θεμέλιο, σε μετάφραση Νίκου Κούρκουλου, το βιβλίο του Έρικ Χομπσμπάουμ Θρυμματισμένοι καιροί. Η μεταθανάτια αυτή συλλογή δοκιμίων, που κυκλοφόρησε στα αγγλικά μόλις πριν ένα μήνα, καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, σχετικά με την κουλτούρα και την κοινωνία του 20ού αιώνα: ο Καρλ Κράους, η αρ νουβώ, ο μύθος του καουμπόι, η ποπ, τα φεστιβάλ του 21ου αιώνα, οι σχέσεις τέχνης και επανάστασης μετά το 1917, οι δεσμοί τέχνης και εξουσίας είναι ορισμένα από τα θέματα που θίγονται με τον γνωστό συναρπαστικό τρόπο του Χομπσμπάουμ. Τα Ενθέματα προδημοσιεύουν σήμερα ένα εκτενές απόσπασμα από τον Πρόλογο και μικρά αποσπάσματα από τρεις κριτικές: του Mark Mazower (Financial Times, 29.3.2013), του Jonathan Derbyshire (The New Statesman,9.4.2013) και του Roy Foster (The Irish Time, 13.4.2013).
Προδημοσίευση του Έρικ Χομπσμπάουμ
μετάφραση: Νίκος Κούρκουλος

ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Προδημοσίευση του Έρικ Χομπσμπάουμ
Λίγες σελίδες είναι πιο οικείες σήμερα από την προφητική περιγραφή του Καρλ Μαρξ για τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της δυτικής καπιταλιστικής βιομηχανοποίησης. Όμως, καθώς ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός του 19ου αιώνα εγκαθίδρυε την κυριαρχία του πάνω σ’ έναν πλανήτη τον οποίο έμελλε να μεταμορφώσει μέσω της κατάκτησης, της τεχνολογικής υπεροχής και της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας του, κουβαλούσε μαζί του κι ένα ισχυρού γοήτρου φορτίο από δοξασίες και αξίες, που θεωρούνταν φυσιολογικά ανώτερες από άλλες. Ας τις ονομάσουμε «ευρωπαϊκό αστικό πολιτισμό», έναν πολιτισμό που δε συνήλθε ποτέ από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι τέχνες και οι επιστήμες ήταν εξίσου κεντρικές όσο και η πίστη στην πρόοδο και την εκπαίδευση γι’ αυτήν τη σίγουρη για τον εαυτό της κοσμοθεωρία, και αποτέλεσαν πράγματι τον πνευματικό πυρήνα που αντικατέστησε την παραδοσιακή θρησκεία. Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα σ’ αυτόν τον «αστικό πολιτισμό», ο οποίος συμβολίζεται παραστατικά στο μεγάλο δακτύλιο από δημόσια κτίρια των μέσων του 19ου αιώνα που περιβάλλουν το παλιό μεσαιωνικό και αυτοκρατορικό κέντρο της Βιέννης: το Χρηματιστήριο, το Πανεπιστήμιο, το Burgtheater, το μνημειακό Δημαρχείο, το κλασικό Κοινοβούλιο, τα τιτάνια μουσεία της ιστορίας της τέχνης και της φυσικής ιστορίας, το ένα αντίκρυ στο άλλο, και φυσικά την καρδιά κάθε αστικής πόλης εκείνου του αιώνα που σεβόταν τον εαυτό της, τη Μεγάλη Όπερα. Αυτοί ήταν οι τόποι όπου οι «καλλιεργημένοι άνθρωποι» ασκούσαν τη λατρεία τους στους βωμούς της κουλτούρας και των τεχνών. Μια εκκλησία του 19ου αιώνα προστέθηκε στο φόντο μόνο σαν όψιμη παραχώρηση προς το δεσμό μεταξύ Εκκλησίας και αυτοκράτορα.
Όσο πρωτόφαντο κι αν ήταν, αυτό το πολιτιστικό σκηνικό είχε βαθιές ρίζες στην παλιά ηγεμονική, βασιλική και εκκλησιαστική κουλτούρα πριν τη Γαλλική Επανάσταση, δηλαδή στον κόσμο της εξουσίας και του μεγάλου πλούτου, τους κλασικούς πάτρωνες των υψηλών τεχνών και θεαμάτων. Επιβιώνει ακόμα σε σημαντικό βαθμό μέσα από τη διασύνδεση παραδοσιακού κύρους και οικονομικής δύναμης, που επιδεικνύεται σε δημόσιο θέαμα, αλλά δεν περιφράσσεται πια από την κοινωνικά αποδεχτή αύρα της γέννησης ή της πνευματικής αυθεντίας. Ίσως αυτός να είναι ένας από τους λόγους που εξηγούν γιατί επέζησε από τη σχετική παρακμή της Ευρώπης για να παραμείνει αντιπροσωπευτική έκφραση, παντού στον κόσμο, μιας κουλτούρας που συνδυάζει την εξουσία και το σπάταλο ξόδεμα με το υψηλό κοινωνικό κύρος. Κατ’ αυτή την έννοια, οι υψηλές τέχνες, όπως και η σαμπάνια, παραμένουν ευρωκεντρικές, ακόμα και σ’ έναν παγκοσμιοποιημένο πλανήτη. [...]
O συνδυασμός καινοτόμας τεχνολογίας και μαζικής κατανάλωσης δεν δημιούργησε μόνο το γενικό πολιτιστικό τοπίο μέσα στο οποίο ζούμε, αλλά γέννησε και το μεγαλύτερο και πιο πρωτότυπο καλλιτεχνικό του επίτευγμα: την κινούμενη εικόνα. Εξ ου και η ηγεμονία των εκδημοκρατισμένων ΗΠΑ στο πλανητικό μιντιακό χωριό του 20ού αιώνα, η πρωτοτυπία τους σε νέες μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας –σε στιλ της γραφής, της μουσικής, του θεάτρου, αναμειγνύοντας την καλλιεργημένη κουλτούρα με ζωντανές υποδεέστερες παραδόσεις– αλλά και η δύναμή τους να διαφθείρουν. Η ανάδυση κοινωνιών όπου μια τεχνο-βιομηχανοποιημένη οικονομία έχει εμποτίσει τη ζωή μας με οικουμενικές, διαρκείς και πανταχού παρούσες εμπειρίες πληροφορίας και πολιτιστικής παραγωγής –ήχου, εικόνας, λόγου, μνήμης και συμβόλων– δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Μεταμόρφωσε εντελώς τους τρόπους μας να κατανοούμε την πραγματικότητα και την καλλιτεχνική παραγωγή, ιδιαίτερα βάζοντας τέρμα στο παραδοσιακό προνομιακό στάτους «των τεχνών» στην παλιά αστική κοινωνία, δηλαδή στη λειτουργία τους ως μέτρα του καλού και του κακού, ως φορείς αξιών: της αλήθειας, της ομορφιάς και της καθάρσεως.
Αυτές ενδέχεται να συνεχίζουν να ισχύουν για το κοινό του Wigmore Hall, είναι όμως ασύμβατες με τη βασική παραδοχή μιας εξαρθρωμένης κοινωνίας αγοράς, ότι δηλαδή «η ικανοποίησή μου» είναι ο μόνος στόχος της εμπειρίας, όπως κι αν επιτυγχάνεται. Σύμφωνα με τη φράση του Τζέρεμι Μπένθαμ (ή μάλλον του Τζον Στιούαρτ Μιλ), «η τρίλιζα είναι το ίδιο καλή με την ποίηση».1Σίγουρα δεν είναι, αν όχι για τίποτε άλλο επειδή η ρήση αυτή υποτιμά το κατά πόσο ο σολιψισμός της καταναλωτικής κοινωνίας συγχωνεύτηκε με τις τελετουργίες συμμετοχής και αυτοεπίδειξης, επίσημες και ανεπίσημες, που κατέληξαν να χαρακτηρίζουν τα θεαματικά μας κράτη και κοινωνίες πολιτών. Μόνο που, ενώ η αστική κοινωνία πίστευε πως ήξερε σε τι αναφερόταν η κουλτούρα (όπως το είπε ο Τ. Σ. Έλιοτ, «στο δωμάτιο οι γυναίκες πηγαινοέρχονται, / Μιλώντας για τον Μιχαήλ Άγγελο»), εμείς δεν διαθέτουμε πια τις λέξεις ή τις έννοιες για τον πολύ διαφορετικό χαρακτήρα αυτής της διάστασης της εμπειρίας μας. Ακόμα και το ερώτημα «αυτό άραγε είναι τέχνη;» είναι πιθανό να τίθεται μόνο από κείνους που δεν μπορούν να αποδεχτούν ότι η κλασική αστική έννοια «των τεχνών», έστω κι αν διατηρείται με περισσή φροντίδα στα μαυσωλεία της, δεν είναι πια ζωντανή. Έφτασε στο τέρμα της διαδρομής της ήδη στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με το Νταντά, το ουρητήριο του Μαρσέλ Ντυσάν και το μαύρο τετράγωνο του Μάλεβιτς. Φυσικά, η τέχνη δεν τελείωσε τότε, όπως είχε θεωρηθεί. Ούτε, δυστυχώς, η κοινωνία της οποίας «οι τέχνες» αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα. Όμως, δεν καταλαβαίνουμε πια ή δεν ξέρουμε πια πώς να φερθούμε απέναντι στη σημερινή δημιουργική πλημμύρα που κατακλύζει τον πλανήτη με εικόνα, ήχο και λέξεις, και που είναι σχεδόν σίγουρο ότι γίνεται ανεξέλεγκτη, τόσο στο χώρο όσο και στον κυβερνοχώρο.
Πηγή: Ενθέματα Αυγής
Η κριτική για τους «Θρυμματισμένους καιρούς» του Ε. Χομπσμπάουμ
Αποσπάσματα από τρεις κριτικές για το βιβλίο του Χομπσμάουμ: του ιστορικού στο Columbia Mark Mazower (Financial Times, 29.3.2013), του δημοσιογράφου Jonathan Derbyshire, αρχισυντάκτη πολιτιστικών του περ. The New Statesman, (The New Statesman, 9.4.2013) και του ιστορικού στο Hertford College της Οξφόρδης Roy Foster (The Irish Time, 13.4.2013). Οι τίτλοι είναι των “Ενθεμάτων”
«Παγκοσμιοποιημένος» πριν την παγκοσμιοποίηση
του Μαρκ Μαζάουερ
Μετά τον θάνατο του Έρικ Χομπσμπάουμ, πέρσι, ακούστηκαν πολλά εγκώμια για τον ευρυμαθέστατο ιστορικό, αλλά και αρκετές κριτικές, που σε ορισμένες περιπτώσεις άγγιζαν την περιφρόνηση, για τον απολογητή του κομμουνισμού. Ούτε τα εγκώμια ούτε οι κριτικές όμως κατάφεραν να μας δείξουν την σημασία του Χομπσμπάουμ ως διανοητή. Και τώρα έρχεται αυτή η μεταθανάτια συλλογή διαλέξεων, δοκιμίων και κριτικών — που μοιάζει μάλλον ένα πολύχρωμο πανέρι με κείμενα, με κύριο θέμα τις αλλαγές στην κουλτούρα και τις ιδέες τα τελευταία 200 χρόνια. Οι περισσότεροι αναγνώστες θα βρουν και εδώ τη διεισδυτική οπτική του Χομπσμπάουμ, όπως την ξέρουν και από τα έργα του για τη Βιομηχανική Επανάσταση και την εξάπλωση του ιμπεριαλισμού. Όμως, το πραγματικό ενδιαφέρον του τόμουέγκειται, κατά τη γνώμη μου, σε όσα μας δείχνει για τον ίδιο τον άνθρωπο, στο ότι μας θυμίζει πόσο ιδιαίτερος και σπουδαίος ιστορικός ήταν.
«Παγκοσμιοποιημένος» ο ίδιος, πολύ προτού η λέξη γίνει κλισέ, καθώς η σκέψη και η γραφή του κινούνταν με άνεση στις ηπείρους και τους ωκεανούς του πλανήτη. Ας σταθούμε σε μία μόνο παράγραφο από τους Θρυμματισμένους καιρούς, που αναφέρεται στη μελέτη των θρησκειών σε όλο τον κόσμο: σε λίγες φράσεις, ανασκοπεί τον χαρισματικό προτεσταντισμό στην Αμερική, την αναβίωση του ισλαμισμού στην Ινδονησία, τις ωδίνες του τοκετού της Ορθοδοξίας και του καθολικισμού στο πρώην σοβιετικό μπλοκ, τη συνεχιζόμενη εκκοσμίκευση στην εκβιομηχανισμένη Δύση. Ευτυχώς για όλους μας, παραδέχεται ταπεινά ότι η γνώση του για τον βουδισμό στην Ταϋλάνδη είναι περιορισμένη. Το χρονολογικό εύρος είναι ίσως λιγότερο εντυπωσιακό — αν και κάθε μελετητής που θα μπορεί να γράψει, ταυτόχρονα, για την αγροτική οικονομία της Ευρώπης και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στον 21ο αιώνα θα αισθανόταν τουλάχιστον ίλιγγο.
Η γνώριμη αφήγηση του Χομπσμπάουμ, με τον ιδιαίτερο παιχνιδιάρικο τρόπο του, είναι πανταχού παρούσα στους Θρυμματισμένους καιρούς, και μερικές φορές πρέπει να τσιμπηθούμε για να θυμηθούμε ότι κάποια από τα κείμενα του τόμου γράφτηκαν από έναν άνθρωπο που είχε περάσει τα ενενήντα. Γιατί οι δισεκατομμυριούχοι αγοράζουν ποδοσφαιρικές ομάδες και δεν φτιάχνουν όπερες; Τι έχουν να μας πουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Λονδίνου το 2012 για τις εθνικές εορτές; Γιατί δεν υπάρχει στην Κίνα κάτι αντίστοιχο με τα αμερικάνικα ράντσα; Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις, συνεχίζονταν, μέχρι το τέλος.
Μελαγχολία και ενσυναίθηση
του Τζόναθαν Ντερμπυσάιρ
Σε μια κριτική για το βιβλίο του συνοδοιπόρου του ιστορικού Ράφαελ Σάμιουελ με θέμα τον χαμένο κόσμο του βρετανικού κομμουνισμού (Raphael Samuel, The Lost World of Communism, 1986), o Xομπσμπάουμ εξήρε τη «μελαγχολική ενσυναίσθηση» (melancholy empathy) του συγγραφέα «για ένα αμετάκλητα χαμένο παρελθόν». Οι Θρυμματισμένοι καιροί, το τελευταίο έργο του Χομπσμπάουμ, διαθέτει ένα ανάλογο χαρακτηριστικό — αν και αυτή η μελαγχολική ικανότητα ενσυναίσθησης δεν αφορά, εδώ, το βρετανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, του οποίου έγινε μέλος όταν έφτασε στην Αγγλία από το Βερολίνο, σε ηλικία δεκαπέντε ετών το 1933, αλλά την τέχνη και τον πολιτισμό της «αστικής κοινωνίας», που κατέρρευσε μετά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
«Για όλους εμάς», έγραψε, «υπάρχει μια ζώνη του λυκόφωτος μεταξύ της ιστορίας και της μνήμης· ανάμεσα στο παρελθόν ως ένα γενικό αρχείο ανοιχτό σε ψύχραιμες προσεγγίσεις και το παρελθόν ως κομμάτι της ζωής, ή υπόβαθρο της ζωής, του καθενός μας». Η Εποχή των άκρων κινείται σε αυτή την ζώνη του λυκόφωτος. Οι Θρυμματισμένοι καιροί –ή, τουλάχιστον, το κεντρικό τους τμήμα– επίσης. Και αυτό είναι που προσδίδει στο έργο, σε μεγάλο βαθμό, εκείνη την ατμόσφαιρα μελαγχολίας, που ο Χομπσμπάουμ έβρισκε τόσο ελκυστική στο βιβλίο του Σάμιουελ.
Καρλ Κράους και Καρλ Μαρξ
του Ρόυ Φόστερ
Το πιο γλαφυρό και φλογερό δοκίμιο του τόμου, που δεν είχε μέχρι σήμερα μεταφραστεί από τα γερμανικά, είναι αυτό που αφορά τον σατιρικό συγγραφέα Καρλ Κράους και τους απαράμιλλους καυστικούς αφορισμούς του για όλες τις πτυχές της ανοησίας και της υποκρισίας στη Βιέννη των αρχών του 20ου αιώνα. Ο Κράους «προέλεγε, κατά κάποιον τρόπο, την πραγματικότητα της δικής μας εποχής των μίντια, που χτίστηκε πάνω στην κενότητα του λόγου και της εικόνας».
Το σκοτεινό αριστούργημα του Κράους Οι τελευταίες μέρες της ανθρωπότητας, που γράφτηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ανεβαίνει σπάνια και μένει απρόσιτο για το ευρύ κοινό: κατά την άποψη του Χομπσμπάουμ, συνιστά «ένα κολοσσιαίο και εξαιρετικά απαιτητικό έργο, τεκμηριωτικό και οραματικό». Γράφει με πάθος για την κυοφορία του στα τέλη του κόσμου των Αψβούργων, για τον Κράους και την πολιτική, για την αντίδρασή του στην άνοδο του Χίτλερ: «Ο λόγος έγειρε να βασιλέψει, όταν άρχισε να αναδύεται αυτός ο κόσμος».
Οι Θρυμματισμένοι καιροί ακτινοβολούν τη σαρδόνια λάμψη ενός σπουδαίου πνεύματος, δείχνοντάς μας πόσο καθοριστική στάθηκε, για τη διαμόρφωση αυτού του πνεύματος, ο κόσμος της υψηλής κουλτούρας, που διαλυόταν γύρω του, τα χρόνια που μεγάλωνε. Και μας δείχνουν, επίσης, ότι, εν τέλει, η επιρροή του Καρλ Κράους απεδείχθη, πάνω του, ισχυρότερη από την επιρροή του Καρλ Μαρξ.