του Μάκη
Κουζέλη (ΕΝΘΕΜΑΤΑ)
Κανείς μας πάντως δεν έχει ούτε ίχνος παραστατικής
επαφής με εκείνον τον πολιτισμικό ορίζοντα που προηγείται της αστικής
δημοκρατίας. Ίσως να είναι αυτή η θεμελιώδης διαφορά, ανθρωπολογική περισσότερο
από χρονική, που μας κάνει πιο ενδοτικούς απέναντι στην απαξίωση της δημοκρατίας
ή τουλάχιστον στην ιδέα εγκατάλειψης της αξίας επίκλησής της, στην ιδέα
αντικατάστασης της έννοιάς της με κάποια προσφορότερη ως εξεικόνιση ενός
μέλλοντος κοινωνικής και προσωπικής χειραφέτησης.
***
Φαίνεται πως πράγματι η δημοκρατία, ως ο
νεωτερικός τρόπος ύπαρξης του ανθρώπου, κι όχι μόνο του πολίτη, ως κατηγορία που
αποδίδει τον τρόπο άρθρωσης της πολιτικής με την οικονομία και την ιδεολογία
στον καπιταλιστικό κόσμο, έχει καταστεί καθολικό μέσο, αυτονόητο και πανταχού
παρόν. Και στις κοινωνίες που το πολίτευμά τους πολύ απέχει από ό,τι
αντιλαμβανόμαστε ως δημοκρατία, η πίεση για διασφάλιση δημοκρατικών ρυθμίσεων
διαπερνά τόσο την πολιτική όσο και την οικονομική ζωή. Τις απαιτεί ο λαός αλλά
και το κεφάλαιο. Όπως και με το ηλεκτρικό ρεύμα, ακόμα κι η απουσία της
δημοκρατίας παραπέμπει σε αυτήν. Η κριτική της δημοκρατίας ασκείται στο όνομά
της, με τη δημοκρατία ως έμβλημα. Κανείς δεν μπορεί να θέσει τον εαυτό του εκτός
του πλαισίου που ορίζει, κανένας λόγος, καμιά πρακτική δεν μπορεί να θεμελιωθεί
εκτός αυτού του πλαισίου. Το γλωσσικό μας παιχνίδι, ο τρόπος ζωής μας ορίζονται
από τη δημοκρατία.
Ως
αυτονόητα προϋποτιθέμενη καθολικότητα, η δημοκρατία υφίσταται την τριβή του
δεδομένου. Η επίκλησή της, η χρήση της έννοιάς της ως χαρακτηρισμού, ως
ιδιότητας, ως αρχής ή ως αξίας έχει προ πολλού αποβεί πληθωριστική. Η κριτική
της οξύτητα, εκείνη που τη συνέδεε με την ιστορική στιγμή της επαναστατικής της
επιβολής, έχει αμβλυνθεί. Δυνάμει περικλείει τα πάντα και δεν προσδιορίζει
τίποτα. Η δημοκρατία κενό σημαίνον. Τι υπερασπιζόμαστε λοιπόν υπερασπιζόμενοι τη
δημοκρατία; Θα προσπαθήσω να συνθέσω το σκελετό μιας απάντησης, απαντώντας σε
τέσσερα ερωτήματα. Αρχίζω με το, παραδόξως, ευκολότερο.
Ποιες διαδικασίες οδήγησαν στην εξασθένιση της
δημοκρατίας;
Τζόρτζιο ντε Κίρικο, «Η
κατάκτηση του φιλοσόφου», 1914
Ερώτημα πρώτο: Από πού προέρχεται η αποσταθεροποίηση του
τρόπου κοινωνικής και πολιτικής ζωής που αποδίδεται υπό το έμβλημα του κράτους
του δήμου;
Οι
απαντήσεις που δόθηκαν τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια μοιάζουν πειστικές.
Ειδικά από την προοπτική της Ελλάδας της κρίσης, η ουσιαστική αποδόμηση της
δημοκρατίας εμφανίζεται σαφώς ως η αλήθεια του νεοφιλελευθερισμού. Το
σύνολο των εξελίξεων που συνδέονται με την επικράτηση αυτού του λόγου,
προϋποθέσεις άρθρωσής του αλλά και συνέπειές του, δυναμικές της καπιταλιστικής
αναπαραγωγής αλλά και τάσεις της επιβεβλημένης συγκυρίας, τέμνονται στην
ενίσχυση του κοινωνικού αυταρχισμού. Απαριθμώ άξονες, ευρύτατα σχολιασμένους και
οικείους: η ριζικά ενισχυμένη οικονομική εξουσία και οι παρεμβάσεις της στην
πέραν της σφαίρας της παραγωγής κοινωνική οργάνωση (ας το πούμε, χάριν
συνεννόησης, «το σύνδρομο Ζίμενς»)· η πλήρης εμπορευματοποίηση των μέσων
επικοινωνίας και της πολιτιστικής πρακτικής (ας το πούμε «Μέγκαρο»)· η
συρρίκνωση και επιχειρηματική ή και διαφημιστική αναδιοργάνωση των διαδικασιών
πολιτικής εκπροσώπησης (ας το πούμε, λόγω επικαιρότητας, «το ιταλικό κόλπο»)· η
ιδεολογικά καθοριστική επικράτηση αυτού που ονομάστηκε «νεοφιλελεύθερη λογική»
και επέβαλε ως πρωτεύουσα αρχή και υπερβατικό κριτήριο την τυφλή πορεία της
κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (το σύνδρομο «η αγορά μίλησε»)· εκείνη η διεργασία
που επιβλήθηκε ως «δημοκρατία της αγοράς» και υλοποιήθηκε σε μια πορεία σταθερής
επέκτασης της εκτελεστικής και εν μέρει της δικαστικής εξουσίας εις βάρος της
νομοθετικής (το σύνδρομο «υπουργική εγκύκλιος βάσει φήμης μελλοντικής απόφασης
δικαστηρίου»)· η αποσταθεροποίηση της κρατικής κυριαρχίας τόσο στο εσωτερικό του
κοινωνικού σχηματισμού όσο και στις διεθνείς εξαρτήσεις του (το τόσο καθημερινό
πλέον σύνδρομο «η τρόικα απαιτεί»)· η δυναμική διάρρηξης όσων υπαγορεύει αλλά
και υπόσχεται το κοινωνικό συμβόλαιο σχετικά με την εξασφάλιση της λαϊκής
κυριαρχίας, και επομένως η σταδιακή απώλεια του σχήματος ύπαρξης της ίδιας της
νεωτερικής πολιτικής, έτσι όπως αδρά καταγράφεται στη διαρκή ενίσχυση των μέτρων
ασφάλειας, επιτήρησης και αυταρχικής καταστολής (ας το πούμε «η χρυσή ελας»)·
και, βέβαια, η δημιουργία νησίδων απροσπέλαστων στον δημοκρατικό έλεγχο,
απομακρυσμένων από τη δημοσιότητα και αόρατων για το ίδιο το κοινοβούλιο, όπως
συμβαίνει με τομείς της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, αλλά και για
μεγάλο μέρος όσων αποφασίζονται στις Βρυξέλλες (κι αυτό ας το πούμε, πράγματι,
«το σύνδρομο της εξαίρεσης»).
Αν
αυτές είναι οι κύριες διαστάσεις της επιβολής και επικράτησης του
νεοφιλελεύθερου λόγου, ας θυμηθούμε δυο όρους του, εξαιρετικά κρίσιμους για το
καθεστώς του δήμου και την αξίωσή του να «κρατεί». Ο πρώτος είναι η ιδιόλεκτος
της ομιλούσας αγοράς, οι «κομμένες κεφαλές» της οποίας παραθέτουν στοιχεία,
υπολογισμούς ή και δήθεν επιχειρήματα, παντελώς ακατανόητα στον δήμο και κυρίως
αδιαφανή και ανεξέλεγκτα. Η ρηματική διάρθρωση του νεοφιλελεύθερου λόγου
αποκλείει επομένως τον δήμο, αποκλείοντας τη δυνατότητά του να διαμορφώσει γνώμη
και να κρίνει επί όσων (ρεαλιστικά, υπερβολικά ρεαλιστικά) εκτίθενται ως ορισμός
της πραγματικότητας: επί των οικονομικών μεγεθών και των συσχετισμών
τους.
Ο
δεύτερος όρος, κρισιμότερος κι ακόμα πιο υποβαθμισμένος στη συζήτηση, είναι η
αποδόμηση της δημόσιας σφαίρας. Η μονοδιάστατη και μονόδρομη ψευδοδημοσιότητα
της κατευθυνόμενης ενημέρωσης ενισχύεται στην αποσαθρωτική της λειτουργία από
την κενή επιχειρημάτων ρητορική των «δημοσίων προσώπων», την εν κρυπτώ λήψη των
αποφάσεων, την αποφυγή του κοινοβουλευτικού ελέγχου, αλλά και την αδρανοποίηση
της ίδιας της διαδικασίας διαβούλευσης που προβλέπει για τη νομοθετική
λειτουργία το Σύνταγμα. Η συγκρότηση του δήμου είναι το επίδικο: η ίδια η ύπαρξη
μιας κρίνουσας γνώμης, του υποκειμένου στο όνομα του οποίου ασκείται η εξουσία.
Χωρίς τον φυσικό χώρο πραγμάτωσής του, χωρίς δημοσιότητα, ο δήμος συρρικνώνεται
σε άθροισμα μονάδων, ψηφοφόρων εν προκειμένω.
Το «μίσος για τη δημοκρατία»
Το
δεύτερο ερώτημα, που μας επαναφέρει στις εισαγωγικές σκέψεις: Τι είναι αυτό που
ονομάστηκε «μίσος για τη δημοκρατία» (Rancière), από πού εκπορεύεται και τι το
θρέφει;
Ο
οργανωμένος παλινορθωτικός λόγος, εκείνος που ρητά θέτει το σκάνδαλο του κράτους
του δήμου, το σκάνδαλο της εναπόθεσης της εξουσίας στη μάζα, σπανίως εμφανίζεται
ως τέτοιος – ίσως μόνο στις θεοκρατικές επιθέσεις κατά της έκφρασης της λαϊκής
βούλησης. Δηλώνει βέβαια συχνότατα την παρουσία του σε σχήματα υπερβατικής
θεμελίωσης αξιών, ενώ ταυτόχρονα θρέφει εκείνη την κριτική της δημοκρατίας που
επιδιώκει διαρκώς εκτενέστερους συμβιβασμούς με αριστοκρατικά πρότυπα. Δεν
έχουμε παρά να κοιτάξουμε γύρω μας: ασυγκράτητες ρητορείες περί αριστείας (η νέα
παιδεία), ένα αξιοκρατικό ιδεώδες μεταφρασμένο σε ανεξέλεγκτη κυριαρχία των
τεχνοκρατικά ειδικών (η νέα οικονομία), αναζήτηση χαρισματικών ηγετών,
περιορισμός των δυνατοτήτων και ευθυνών της Βουλής, τάσεις βοναπαρτισμού της
εκτελεστικής εξουσίας (η νέα πολιτική).
Ας
θυμηθούμε ότι τέκνο αυτών των συμβιβασμών, αυτής της εκ των έσω κένωσης του
αρχικού επαναστατικού περιεχομένου της δημοκρατίας, χάριν της εξασφάλισης της
αστικής της υπόστασης, ήταν και είναι η άλλη, η αντίπαλη κριτική: εκείνη που
καταδεικνύει πως πίσω από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και το αστικό κράτος
δικαίου κρύβεται η απρόσκοπτη κυριαρχία της ιδιοκτησίας. Όσο πιο καθαρά
εμφανίζεται στο προσκήνιο το κεφάλαιο ως η πρωτεύουσα και αδιαμφισβήτητη
ρυθμιστική δύναμη της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, όπως εμφανώς συμβαίνει υπό
τις παρούσες συνθήκες κρίσης, τόσο πιο έντονα μπορεί να διατυπωθεί η αμφισβήτηση
της δημοκρατικής ουσίας της υπαρκτής δημοκρατίας ή και η αμφισβήτηση της αστικής
δημοκρατίας ως επαρκούς κελύφους ισότητας και λαϊκής κυριαρχίας. Η
αποσταθεροποίηση αστικοδημοκρατικών νόμων και θεσμών εντός της κρίσης ενισχύει
όμως, όπως δυστυχώς γνωρίζουμε από την Ιστορία, και εκείνες τις δυνάμεις που
αξιοποιούν την αμφισβήτηση της δημοκρατίας εξουδετερώνοντας το κριτικό της
πρόταγμα, αποσιωπώντας δηλαδή το ζήτημα της ιδιοκτησίας.
Εκείνο βέβαια που τις τελευταίες δεκαετίες εμφανίζεται
όλο και πυκνότερα και επιθετικά δεν είναι ούτε το παλινορθωτικό μίσος για τη
δημοκρατία ούτε η αριστοκρατική κριτική ούτε και η σοσιαλιστική αμφισβήτηση.
Είναι το μίσος της δημοκρατίας κατά των δημοκρατών, των μηχανισμών κατά των
πολιτών, του κράτους κατά του δήμου, της πολιτικής κατά της κοινωνίας. Μίσος
απροκάλυπτο όταν στρέφεται εναντίον άλλων κοινωνιών, μη δημοκρατικών κρατών και
εντέλει μη δημοκρατικών, υποτίθεται, πολιτισμών. Μίσος ακόμα πιο έντονο όταν δεν
μπορεί να εκστομιστεί νόμιμα και επενδύεται με προπέτασμα ψευδοορθολογικότητας:
Μα μπορεί τώρα να αποφασίσουν για τόσο σύνθετα ζητήματα οι απαίδευτοι πολίτες;
μπορεί να κρίνει ο λαός όταν δεν μπορεί να καταλάβει τι διακυβεύεται, αλλά ούτε
επαρκώς να ενημερωθεί; μπορεί να οδηγεί τις εξελίξεις η μάζα που παρασύρεται από
την κάθε ρητορική; μπορεί η ιδιότητα του πολίτη να αποδοθεί ουσιαστικά σε απλούς
καταναλωτές, να αναχθεί σε μια προϋπόθεση απόλαυσης; να αφήσουμε τους Κύπριους
να αποφασίσουν για το σχέδιο Ανάν, τους Γάλλους για το ευρωπαϊκό σύνταγμα και
τους Έλληνες για το Μνημόνιο; η δημοκρατία δεν είναι άλλωστε υπεύθυνη για την
κατάληψη της εξουσίας από τους ναζί; Βεβαίως, όλα αυτά έχουν μια γνωστή επωδό
καταγγελίας: λαϊκισμός – η λαϊκή θέληση ως πηγή και προϊόν λαϊκισμού.
Αυτό το μίσος εκφράζεται σήμερα ανοιχτά. Ακόμα και η
στοιχειώδης διαδικασία της πρόσκλησης στην κάλπη θεωρείται, εντός αυτού του
λόγου, υπερβολή. Και έχει σημασία να θυμόμαστε ότι το σκάνδαλο που συνεχώς
υποδαυλίζει αυτό το μίσος είναι το σκάνδαλο της ισότητας, ισότητα της ψήφου,
ισότητα της γνώμης, ισότητα δικαιωμάτων, ισότητα ακόμα και στην κατανάλωση – το
εγγεγραμμένο δηλαδή στη δημοκρατία σκάνδαλο της εν δυνάμει αμφισβήτησης της
ιδιοκτησίας.
Αποσταθεροποίηση της δημοκρατίας στην κοινωνία της
κρίσης
Ερώτημα τρίτο: Πώς συνδέεται η αποσταθεροποίηση της
δημοκρατίας με τον ρόλο της στη σύγχρονη αστική κοινωνία ή και στην κοινωνία της
κρίσης;
Η
δημοκρατία είναι ο τρόπος πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης της αστικής
κοινωνίας, το πολίτευμα που της αντιστοιχεί. Οι καπιταλιστικές σχέσεις
προϋποθέτουν το είδος της ισότητας, ελευθερίας και δίκαιης ανταλλαγής που
εγγυώνται οι δημοκρατικοί θεσμοί. Εναποθέτουν δε σε αυτούς τόσο τη νομιμοποίηση
των σχέσεων εξουσίας και της διευρυνόμενης εκμετάλλευσης, όσο και τη διαχείριση
αντιφάσεων και συγκρούσεων που προκύπτουν από τις άνισες και ανταγωνιστικές
σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών τάξεων αλλά και μεταξύ των εκπροσωπήσεων
διαφορετικών μορφών κεφαλαίου.
Και
οι δυο πλευρές αυτού του ρόλου είναι καθοριστικές και μακροπρόθεσμα
αναντικατάστατες, καθώς αποτελούν λειτουργικές προϋποθέσεις της καπιταλιστικής
αναπαραγωγής. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως η εγγενής αντίφαση μεταξύ τυπικής
ισότητας και ουσιαστικής ιδιοκτησιακής ανισότητας δεν καθιστά την αστική
δημοκρατία ασταθή. Η εκάστοτε φυσιογνωμία της διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα του
υφιστάμενου συσχετισμού κοινωνικών δυνάμεων, αλλά και των ευρύτερων κοινωνικών
και πρωτίστως οικονομικών σχέσεων. Δεν υπάρχει κάποιο προδιαγεγραμμένο ελάχιστο
δημοκρατίας, απαραίτητο για τη λειτουργικότητα των καπιταλιστικών διαδικασιών,
ούτε κάποια σταθερή ουσία της δημοκρατίας, βάσει της οποίας να μετράται η
πληρότητα της πραγματωμένης. Κι η σημερινή συρρικνωμένη, αποσταθεροποιημένη,
υποσκαπτόμενη και αμφισβητούμενη δημοκρατία, δημοκρατία είναι.
Αλλά, πάλι, η εκάστοτε διαμόρφωση των λειτουργιών του
πολιτεύματος έχει συνέπειες ως προς την εξασφάλιση των όρων αναπαραγωγής. Ούτε η
νομιμοποίηση ούτε η διαχείριση των συγκρουόμενων συμφερόντων μπορούν να
εξασφαλιστούν αποτελεσματικά όταν οι διαδικασίες, οι θεσμοί και ο μηχανισμός
αντιπροσώπευσης που συγκροτούν το δημοκρατικό πολίτευμα λειτουργούν στο
ελάχιστο, όπως σήμερα στην Ελλάδα. Υπ’ αυτή την έννοια, η δημοκρατία βρίσκεται
σε κρίση. Και βρίσκεται σε κρίση τόσο από την άποψη της αποτελεσματικότητάς της
ως του αστικού πολιτεύματος, όσο και από την άποψη της αποδοχής της.
Αναποτελεσματικότητα και αμφισβήτηση τροφοδοτούν η μία την άλλη.
Η
οικονομική κρίση, που επέβαλε ακραίους συσχετισμούς κοινωνικών δυνάμεων και
συνοδεύει εξίσου οξείες σχέσεις μεταξύ μορφών κεφαλαίου, αφαιρεί από τις
δημοκρατικές διαδικασίες και τους πολιτειακούς θεσμούς τη δυνατότητα ουσιαστικής
εκπλήρωσης των λειτουργιών τους. Οι συγκρούσεις εντείνονται αλλά και
εμφανίζονται ως τέτοιες στο πολιτικό και κοινωνικό προσκήνιο. Μορφές του
κεφαλαίου που εντός της συγκυρίας τούς δίνεται η δυνατότητα ή/και σπασμωδικά
προσπαθούν να διασωθούν ή να κυριαρχήσουν, επιτίθενται με την αγριότητα που
βιώνουμε εναντίον θεσμών, σχέσεων και δικαιωμάτων. Η κατάλυση της δημοκρατίας
είναι μέσο. Μέσο ισχύος, αλλά και εξουδετέρωσης των δυνάμεων της άλλης πλευράς,
των δυνάμεων της εργασίας, για τις οποίες η δημοκρατία συμπίπτει με τα κοινωνικά
και πολιτικά δικαιώματα. Η σπειροειδής κίνηση που βλέπουμε να διαγράφεται αδρά
στην πολιτική και κοινωνική μας καθημερινότητα οδηγεί από την επίθεση κατά των
δημοκρατικών θεσμών στην όξυνση της κρίσης νομιμότητας και των κοινωνικών
συγκρούσεων, και από εκεί πάλι στην ενίσχυση των αντιδημοκρατικών ρυθμίσεων, ως
απάντηση στην εντεινόμενη αμφισβήτηση.
Το
πολιτικό εργαλείο άσκησης αυτής της στρατηγικής είναι η ίδια η αντιπροσωπευτική
δημοκρατία. Συρρικνωμένη μεν ως χώρος άσκησης δικαιωμάτων, αλλά πλήρως
λειτουργική ως μηχανισμός διακυβέρνησης. Και η αυταρχική εκτελεστική εξουσία από
τη Βουλή προήλθε. Όμως, αυτή η πλήρως εργαλειακή χρήση της δημοκρατίας
υποσκάπτει εν τέλει την ίδια την υπόστασή της.
Με
ορατή την αναποτελεσματικότητα του πολιτεύματος να συγκεράσει αντικρουόμενα
συμφέροντα και να αποσπάσει στοιχειωδώς συναίνεση, τόσο οι αστικές όσο και οι
δυνάμεις της εργασίας θέτουν ζήτημα δημοκρατίας. Οι πρώτες το κάνουν επιθετικά,
αίροντάς την, οι δεύτερες επαναφέρουν, αναγνωρίζοντάς το πλέον ξανά ως άμεσο, το
αίτημα άρσης της θεμελιώδους αντίφασης μεταξύ ουσιαστικής ισότητας και
ιδιοκτησίας. Ότι η δημοκρατία εμφανίζεται ως γυμνό προκάλυμμα, ως απλό αλλά
αποτελεσματικό εργαλείο εκμετάλλευσης, διαμορφώνει συνθήκες άκρως ανησυχητικές:
το κόστος της κατάργησης της δημοκρατίας είναι άλλης κλίμακας.
Τι απαντάμε στην επίθεση κατά της
δημοκρατίας;
Έρχομαι στο τέταρτο και τελευταίο μου ερώτημα: Τι
απαντάμε στην επίθεση κατά της δημοκρατίας;
Κι
απαντώ αμέσως: διεκδικούμε το πλήρες της περιεχόμενο και, για να χρησιμοποιήσω
μια φιλοσοφικά φορτισμένη διατύπωση, «μετράμε» την εκεί έξω δημοκρατία με αυτό
που η ίδια αξιώνει να σημαίνει. Υπερασπιζόμαστε τα πολιτικά και κοινωνικά
δικαιώματα, χωρίς εκπτώσεις και πέραν της κυρίαρχης ιδεολογίας περί ρεαλιστικών
διεκδικήσεων. Υπερασπιζόμαστε κυρίως το Σύνταγμα και τις συνταγματικές επιταγές,
γιατί ακριβώς παγιώνουν κανονιστικά έναν συσχετισμό δημοκρατίας (συσχετισμό
δημοκρατικής κοινωνίας πρωτίστως και λιγότερο διακυβέρνησης), γιατί κατ’
ανάγκην, για να επιτρέπουν δηλαδή τη δυνητική νομιμοποίηση του πολιτεύματος,
συνεχίζουν να διέπονται από τις βασικές αρχές της αστικής επανάστασης.
Υπερασπιζόμαστε, επομένως, μια δημοκρατία ανοιχτή στη ριζική της διεύρυνση και
την υπερασπιζόμαστε ενάντια στο αυταρχικό περιεχόμενο που της επιβάλλεται,
ενάντια στον ναζισμό που την απειλεί, ενάντια στην ερωτοτροπία με την κατάσταση
έκτακτης ανάγκης.
Την
υπερασπιζόμαστε όμως και ως πρόπλασμα μιας άλλης δυνατής κοινωνίας, ως όρο
διεύρυνσης και υπέρβασής της, όταν οι συνθήκες και ο συσχετισμός των δυνάμεων θα
το επιτρέπουν. Υπερασπιζόμαστε λοιπόν κάθε χροιά της αστικής δημοκρατίας που
μπορεί να ανασημασιοδοτηθεί υπέρ των δυνάμεων της εργασίας και των λαϊκών
τάξεων, κάθε πτυχή της που μπορεί να χωρέσει και να εκπροσωπήσει αιτήματα
ουσιαστικής ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Αν
πολιτικός είναι και ο αγώνας για την ιδιοποίηση λέξεων, κι αν η ουσία των
πολιτικών εννοιών έγκειται ακριβώς στο αγωνιστικό τους καθεστώς, τότε η
δημοκρατία είναι ο κατεξοχήν νεωτερικός εννοιολογικός όρος άσκησης πολιτικής και
η έννοιά της μας ανήκει.
Ο Μάκης Κουζέλης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης
και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το κείμενο βασίζεται σε
εισήγηση στο Κρίση-Μο Σεμινάριο της Πρωτοβουλίας για την υπεράσπιση της
κοινωνίας και της δημοκρατίας (5.3.2013)