Παναγιώτης
Μαυροειδής
«Μα πως εσείς κομμουνιστές
και επαναστάτες για τη μεγάλη ώρα, αυτή ακριβώς τη στιγμή, φοβάστε να
αναμετρηθείτε με το απαιτητικό παρόν και αναζητείτε παρηγοριά είτε στο ‘’παλιό
καλό παρελθόν’’ είτε στο ‘’σίγουρα φωτεινό μέλλον’’;»
Και είναι μια κοινωνική φωτιά,
πάνω σε ένα ευρύτερο πυρακτωμένο έδαφος κοινωνικής καταστροφής και κρίσης, που
νομίζεις πως μπορεί εξ ίσου να προσδώσει μια απίστευτη ενέργεια απογείωσης στις
αριστερές απελευθερωτικές ιδέες, όσο και να κάψει όσους μιλούν στο όνομά τους,
αλλά φοβούνται να αναμετρηθούν με τις απαιτήσεις και προϋποθέσεις
τους.
Στο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μικρότερη
η ένταση της συζήτησης. Σφιγμένα τα στομάχια και εκεί, κάθε φορά που είναι να
μιλήσει ένας επώνυμος και να αρχίσει να αραδιάζει περί αριστερής δημοσιονομικής
προσαρμογής, πετυχημένης πολιτικής Ομπάμα, σώφρονος εκσυγχρονιστικής γραμμής
Καραμανλή και εσχάτως για το ενιαίο αντιμνημονιακό μέτωπο με τον Καμένο. Γιατί
αλήθεια, όσο ψηλώνει εκλογικά αυτή η μεταρρυθμιστική αριστερά, άλλο τόσο
κονταίνει η αύρα της και λειαίνεται το δόρυ της;
Μα και στην αντικαπιταλιστική
αριστερά, παρά την πείσμονα αντοχή της και επιμονή της στον επαναστατικό δρόμο,
δεν περισσεύουν τα χαμόγελα… Φαίνεται ολοκάθαρα πως η κατάδειξη της ανθρωποβόρας
κρίσης του σύγχρονου καπιταλισμού, δεν δικαιώνει αυτόματα ένα αντικαπιταλιστικό
προσανατολισμό, αλλά με εξίσου πιεστικό τρόπο ωθεί αγωνιστές σε κρυφά μονοπάτια
‘’επιβίωσης και σωτηρίας’’, έως ότου περάσει η μπόρα. Η ομολογημένη στρατηγική
αδυναμία της κοινοβουλευτικής -και εν τέλει συστημικής αριστεράς-, κάθε άλλο
παρά σηματοδοτεί απαραίτητα την αντεπίθεση της επαναστατικής πολιτικής και των
ανατρεπτικών ιδεών, αλλά διαμορφώνει και το υπόστρωμα των μειωμένων
προσδοκιών και αναδεικνύει για άλλη μια φορά την τέχνη του εφικτού και του
ελάχιστου, με την απαραίτητη καταδίκη μιας φαντασιακής
‘’καθαρότητας’’.
Δε θα έπρεπε λοιπόν η κοινωνία
να εξεγερθεί και μαζί της δεν είναι άραγε ‘’φυσικός νόμος’’, οι κοινωνικές και
πολιτικές πρωτοπορίες, να τραβάνε, η κάθε μία με τον τρόπο της, όλο και πιο
αριστερά; Πως γίνεται, εν μέσω ενάμισι εκατομμυρίων ανέργων, άπειρων φτωχών και
ταπεινωμένων και μιας βαθειάς κρίσης ενός καπιταλισμού που είναι όλο και
πιο κατονομάσιμος για τις ευθύνες του και αναγνωρίσιμος στις
βάρβαρες μεθόδους του, η αριστερά, να αγκομαχά να βρει τον ''εύκολο δρόμο'' που
θα προσπερνά την τραχύτητα του εργατικού λαϊκού ξεσηκωμού και να γλιστρά συνεχώς
στο μονοπάτι της προσαρμογής στους συσχετισμούς και της ανυποληψίας;
Η συζήτηση αναγκαία πάνω σε
αυτά. Η ενοχοποίηση των απαντήσεων αχρείαστη. Ο διάλογος πρέπει να είναι ευρύς,
συντροφικός, χωρίς απαγορευμένες ζώνες και αυτολογοκρισία.
Ας μας επιτραπεί να
επιστρατεύσουμε λίγο τον Μπέρτολτ Μπρέχτ και τον μαγικό του τρόπο να συζητάει
θέτοντας τα ερωτήματα.
Αναρωτιέται λοιπόν σε ένα
πολιτικό του κείμενο ο μεγάλος στοχαστής, που φέτος αναστήθηκε πολλαπλά και πάλι
στις θεατρικές αίθουσες, μέσα από διάφορα έργα του:
‘’Δεν θα έπρεπε η
ανθρωπότητα, μπροστά στις τόσες μηχανές και τεχνικές προόδους που της ευκολύνουν
τη ζωή, να νιώθει το ρόδινο φως, το δροσερό πρωινό αγέρι να σημαίνει τον ερχομό
ευλογημένων εποχών; Γιατί, λοιπόν, είναι όλα τριγύρω τόσο γκρίζα, γιατί τούτη η
κολασμένη θύελλα που σκοτώνει, καθώς λένε, και νεκρούς;’’
Ευθύς αμέσως θα δώσει την δική
του απάντηση:
‘’Όταν η κυρίαρχη τάξη
σαπίζει, τότε η σαπίλα κυριαρχεί.’’
Ο ορισμός της απαισιοδοξίας ή
μήπως ένα βολικό άλλοθι; Και οι δύο αναγνώσεις μπορούν κάλλιστα να υπάρξουν,
μαζί και με πολλές άλλες. Ο Μπρεχτ όμως δεν αφίσταται ποτέ από τις δεσμευτικές
και στρατευμένες απαντήσεις, παίρνοντας όλο το ρίσκο. Σκαλίζει και βαθαίνει τα
ερωτήματα, προτιμά να διαβάσει αντί να παραγγείλει την πραγματικότητα, καλεί σε
αυτοκριτική εξέταση και αναστοχασμό πάνω στους δρόμους δράσης για να έρθουν οι
‘’ευλογημένες μέρες’’, κόντρα στην ‘’κολασμένη θύελλα’’.
Γράφοντας σε μια συγκεκριμένη
εποχή όπου:
«κανένας υλιστής δεν θα
περίμενε, πως οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές θέσεις του προλεταριάτου
θα μπορούσαν να ανατραπούν τόσο βίαια, όπως τις ανέτρεψε ο φασισμός και οι ιδέες
των προλετάριων, οι ιδέες που δημιουργούνται από την κοινωνική τους θέση, θα
έμεναν άθικτες»,
δεν διστάζει να
διαπιστώσει:
«Βέβαια, ούτε ένας ακέραιος
επαναστάτης δεν αποπροσανατολίστηκε με την επικράτηση του φασισμού - ούτε ένας
όμως δεν άφησε και τις απόψεις του χωρίς επανεξέταση. Πιο ανεπηρέαστοι μπορεί να
έμειναν εκείνοι που θεωρούσαν τον εαυτό τους οικοδόμο του κομμουνισμού, που
περίμεναν τον κομμουνισμό σαν «επόμενο» κοινωνικό σχηματισμό και θεωρούσαν το
προλεταριάτο σαν την τάξη που θα τον «πραγματοποιούσε». Είδαν το φασισμό - να
λοιπόν που ο κομμουνισμός δεν ήταν «ο επόμενος» σχηματισμός! Το περίμεναν λοιπόν
να έρθει. Από προφήτες του αύριο έγιναν, απλούστατα, του
μεθαύριο».
Σήμερα, δεν είναι σε πρώτο
πλάνο, η πολιτική μορφή του φασισμού, ως βασική έκφραση της αστικής στρατηγικής
για εκμηδενισμό της εργατικής τάξης και του κινήματός της, παρά το γεγονός ότι
οι φασίστες έχουν σκάσει μύτη. Ζούμε όμως στο κοινωνικό πεδίο ένα κανιβαλισμό
επιστροφής στο 1900 και σε πολιτικό επίπεδο μια απόλυτη υπε-αντιδραστική
στροφή σε όλες τις σφαίρες της δημόσιας ζωής. Μια πραγματική κοινωνική
και πολιτική αντεπανάσταση βάθους. Είναι μια εποχή στην οποία αναπτύσσεται
ξανά και θα δοκιμαστεί σκληρά η χρόνια θεωρία του ιδιότυπου αριστερού
‘’κοινωνικού αυτοματισμού’’: Αφού έχουμε κρίση και όξυνση των προβλημάτων, ο
κόσμος εκφράζει δυσαρέσκεια και η δυσαρέσκεια δε μπορεί παρά να πάει προς τα
αριστερά. Μαζικά, αυθόρμητα, καθολικά, πλειοψηφικά, ειρηνικά. Με σχεδόν
αναπόδραστη εξέλιξη μια πολιτική στροφή, με αξιοποίηση των ίδιων των σημερινών
πολιτικών θεσμών του συστήματος και πάνω από όλα του κοινοβουλίου και της
κυβέρνησης. Από το μικρό στο μεγάλο και από εκεί στο μεγαλύτερο, από ρήξη σε
ρήξη, λίγο- λίγο αρχικά, μισό -μισό στη συνέχεια, ώσπου να αλλάξουν καθολικά τα
πράγματα, όταν οι ποσοτικές σωρευτικές αλλαγές, θα οδηγήσουν ώριμα σε μια
ποιοτική μεταβολή, χωρίς επαναστατικές περιπέτειες. Αυτή περίπου είναι η
συλλογιστική και ξεχειλίζει από παντού μέσα στην συζήτηση της
αριστεράς.
Εδώ η προαναφερθείσα σκέψη του
Μπρέχτ, είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη, όταν μάλιστα θέτει προκλητικά το
ερώτημα:
‘’Εκείνοι όμως, που
πρότειναν τον κομμουνισμό, απλούστατα, σαν λύση πολύ συγκεκριμένων προβλημάτων,
και σκέφτονταν να τον εφαρμόσουν αξιοποιώντας υπαρκτές, πολύ συγκεκριμένες
δυνατότητες, αναγκάστηκαν να βάλουν στον εαυτό τους το ερώτημα: μήπως παράβλεψαν
ορισμένες άλλες διεξόδους; Μήπως δεν πρόσεξαν ορισμένες άλλες δυνατότητες; Μήπως
λοιπόν απατήθηκαν στο ερώτημα, ποιες είναι οι βασικές δυνάμεις που κινούν τους
λαούς;’’.
Δεν πέρασε πολύ καιρός από τότε
που κυρίαρχη αντίληψη ήταν το ‘’ναι ή όχι στο μνημόνιο;’’, βάζοντας κάτω από το
χαλί τα ερωτήματα που αφορούσαν τη θέση της Ελλάδας μέσα στην ΕΕ που επέβαλλε τα
μνημόνια, αλλά και τις διπλά αρνητικές συνέπειες μιας αδυσώπητης καπιταλιστικής
κρίσης και αντιδραστικής αναδόμησής του συστήματος, που σαρώνει καταχτήσεις
αιώνων. ‘’Θα έρθουν αυτά στην ώρα τους, ήταν η απάντηση’’… Το λιγότερο
είναι που αυτή περιορισμένη οπτική δεν διέκρινε τον κίνδυνο του εγκλωβισμού
σε μια πολιτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, που αναζητεί να τετραγωνίσει σήμερα τον
κύκλο. Οι λύσεις διαπραγμάτευσης ‘’εκτός των μνημονίων και εντός ευρωζώνης’’,
γελοιοποιήθηκαν σε χρόνο ρεκόρ στην Κύπρο εκπαραθυρώνοντας μια ‘’αριστερή
κυβέρνηση’’ και ξεφτιλίζοντας τη συντηρητική διάδοχή της. Το σπουδαιότερο
και διδακτικότερο είναι να βλέπεις αυτές τις ‘’άλλες διεξόδους’’, στο πρόσωπο
της αντισυστημικής αντικοινοβουλευτικής αντι-μνημονιακής ρητορείας της
ναζιστικής Χρυσής Αυγής και στα κούφια αντι-μερκελικά λόγια του Γ. Τράγκα. Θα
αντικαταστήσουμε σήμερα την προηγούμενη φενάκη με το ‘’ναι ή όχι στο ευρώ;’’,
θεωρώντας το αντικαπιταλιστικό πρόταγμα αχρείαστο; Ή μήπως, ακόμη χειρότερα, θα
αναβάλουμε για μια ακόμη φορά το πάντα άλυτο ζήτημα της οργάνωσης των
εργαζομένων, του προσανατολισμού για άνοδο της ταξικής πάλης σε πολιτικό
επίπεδο με στόχευση την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, στο όνομα μιας
άμεσης λύσης ‘’αντιμνημονιακής’’ κυβερνητικής λύσης; Το έχει μάλλον τάμα η
ελληνική αριστερά, να θεωρεί απώτατη έκφραση της στρατηγικής της το ζήτημα της
κυβέρνησης, ενώ το ζήτημα της εξουσίας, μονίμως να το θεωρεί
‘’εκτός ατζέντας’’, να αρνείται τη συζήτηση στον παρόντα χρόνο και διαρκώς να
κάνει αυτοκριτική για χαμένες ευκαιρίες στο παρελθόν…
Είναι πραγματικά παράδοξο σε
εποχή ανοιχτής αστικής αντεπανάστασης απέναντι ακόμη και στα βήματα της αστικής
τάξης του προηγούμενου αιώνα, να θεωρείται άτοπη η αναζήτηση μιας επαναστατικής
πολιτικής ή να αντικαθίσταται η τελευταία με την επαναστατική επαγγελία του
αψεγάδιαστου μέλλοντος έναντι της βρομοδουλειάς του παρόντος.
Εδώ, θα μας χρειαστεί και πάλι
ο Μπρέχτ, που θα μας υπενθυμίσει ότι η επανάσταση δεν είναι θέμα φράσης, αλλά
σύνθετη κοινωνική και πολιτική διαδικασία, που απαιτεί σκεπτόμενους μαχητές και
όχι ντελάληδες, επαναστατικές πρωτοπορίες της ευρύτερης κοινωνικής κίνησης και
όχι αποσπασμένους τηλεγραφητές.
Ας δούμε ορισμένες πολύτιμες
σκέψεις του.
‘’Καθένας που έχει
μελετήσει μια επαναστατική εξέγερση, γνωρίζει πόσες εσωτερικές δυσκολίες μια
μάζα συναντά για να εξεγερθεί. Μόνο στην ανάγκη ρίχνεται ο άνθρωπος στο άγνωστο.
Η μεγαλόπρεπη φράση «το προλεταριάτο δεν έχει να χάσει παρά τις αλυσίδες του»
ισχύει σαν ιστορική προοπτική και για ολόκληρη την εργατική τάξη συνολικά. Ομως,
η εσωτερική ιστορία μιας επανάστασης δεν βρίσκεται τάχα ακριβώς στο ότι το
προλεταριάτο - οι προλετάριοι δηλαδή - αποφασίζουν να δράσουν σαν τάξη; Στη
διαδικασία αυτή πολλά έχουν να χάσουν, και πολλά να ριψοκινδυνέψουν.
Αξιοπρόσεκτο είναι, πως εδώ η ίδια η ζωή θεωρείται το πιο τελευταίο, το λιγότερο
σημαντικό από όλα. Συχνά την βάζουν σε κίνδυνο πολύ πιο εύκολα, παρά ένα φτωχικό
σπιτάκι. Οταν η άρχουσα τάξη κλονίζεται, συνήθως οι καταπιεζόμενοι κλονίζονται,
στην αρχή, μαζί της. (…) Γι' αυτό, πρέπει η ίδια η εξέγερση να πάρει κάποιον
επιχειρησιακό χαρακτήρα. Να γίνει μια οργανωμένη επιχείρηση, όπου οι μάζες θα
αναγνωρίσουν στοιχεία της καθημερινής τους ζωής. Να γίνει λοιπόν λογική, για να
τις αγκαλιάσει.’’
Να λοιπόν που η επαναστατική
φωνασκία δεν αποτελεί, στην πραγματική ζωή και ταξική πάλη, το αντίδοτο, στον
τακτικισμό, στον καιροσκοπισμό και στην αναζήτηση ‘’εύκολων λύσεων’’ εντός
συστήματος ‘’ως πρώτο βήμα και έχει ο θεός’’. Το ερώτημα δεν είναι ‘’τακτική ή
στρατηγική;’’ σα να διαλέγεις μενού, αλλά ‘’ποια τακτική, ποια στρατηγική, ποια
η σύνδεσή τους, ποια επαναστατική πολιτική;’’ τελικά. Η διαμόρφωση μιας
αντικαπιταλιστικής πολιτικής στρατηγικής ως ενότητας βασικών στόχων και μέσων
επιβολής της, είναι ο σκληρός δρόμος της διαμόρφωσης του κοινωνικού και
πολιτικού υποκειμένου ανατροπής και αντικαπιταλιστικής επανάστασης προς μια
σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική. Έτσι ώστε η επαναστατική προοπτική να φαίνεται
‘’λογική’’ και σε αυτήν οι εργαζόμενοι να ‘’αναγνωρίσουν στοιχεία της
καθημερινής τους ζωής’’.
Ογδόντα περίπου χρόνια πριν
αυτά τα γραπτά του Μπρεχτ, ένας άλλος δάσκαλος, ο Κάρλ Μάρξ, συνέταξε μαζί με
γερμανούς συντρόφους τους ένα πρόγραμμα- μόλις μίας σελίδας!- για τις
‘’απαιτήσεις του κομμουνιστικού κόμματος στη Γερμανία’’, με άμεσα συνολικά και
οικονομικά μέτρα καθολικής ισχύος. Στον επίλογο σημείωνε:
‘’Είναι προς το συμφέρον του
γερμανικού προλεταριάτου, της μικροαστικής και της αγροτικής
τάξης, να εργαστούν με όλη την ενέργεια
τους για την επιβολή των αναφερθέντων μέτρων. Διότι μόνο μέσα από την
πραγματοποίηση τους μπορούν τα εκατομμύρια [ανθρώπων], τα οποία μέχρι τώρα στη
Γερμανία υπόκειντο σε εκμετάλλευση από έναν μικρό αριθμό και τα οποία θα
επιδιωχθεί να παραμείνουν υπό καθεστώς καταπίεσης, να καταλήξουν στο δικαίωμα
τους και σ' εκείνη τη δύναμη η οποία τους οφείλεται ως τους παραγωγούς όλου του
πλούτου.’’
Ας αντιπαραβάλλουμε αυτή τη
συλλογιστική με την αλαζονική και απερίσκεπτη άρνηση των κομβικών
αντικαπιταλιστικών και αντι-ιμπεριαλιστικών στόχων στην εποχή μας ή την άρνηση
ένταξης τους στην επαναστατική προοπτική. Ο τακτικισμός/μεταρρυθμισμός και ο
επαναστατικός διακηρυκτισμός, άραγε θα συνεχίσουν αέναα να αλληλο-απαξιώνονται
αναπαράγοντας τα κρισιακά φαινόμενα στην αριστερά και απομακρύνοντας τις
‘’ευλογημένες μέρες’’ της επαναστατικής τομής και της κοινωνικής
χειραφέτησης;
ΥΓ: Οι αναφορές στα κείμενα
του Μπρέχτ βασίζονται στο ένθετο του «Κυριακάτικου Ριζοσπάστη» Ιστορία στις
14/4/2013, τη μέρα λήξης του 19ου Συνεδρίου του. Πραγματική απόδειξη
ότι, ακόμα και σε εποχές έλλειψης ή περιορισμού του ανοιχτού διαλόγου, τα
ανοιχτά και αληθινά ερωτήματα δεν μπορούν να μπουν σε ντουλάπες, αλλά θα είναι
πάντα παρόντα, βασανιστικά και δημιουργικά.
ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΜΠΛΟΚ