Εθνικό νόμισμα και εθνική αναδίπλωση
- Εθνικό νόμισμα και εθνική
αναδίπλωση
- Το τελευταίο διάστημα με αφορμή τα
γεγονότα στην Κύπρο έχουν ενταθεί οι συζητήσεις για το μέλλον του ενιαίου
νομίσματος-ευρώ. Όλο και περισσότερες φωνές ακούγονται για την έξοδο από την
ευρωζώνη.. Ωστόσο στο συγκεκριμένο «σχέδιο» υπάρχουν αντιρρήσεις και επιφυλάξεις
όχι μόνο από τις δυνάμεις του συστήματος αλλά και από διαφορετικές πλευρές του
χώρου της ευρύτερης Αριστεράς, οι οποίες εκδηλώνονται είτε με την υποβάθμιση της
σημασίας του εθνικού νομίσματος, είτε με την επίκληση κινδύνων για
ανταγωνιστικές υποτιμήσεις νομισμάτων, εθνική αναδίπλωση, εθνικό
απομονωτισμό...
- Γιάννης
Τόλιος
- Το
τελευταίο διάστημα με αφορμή τα γεγονότα στην Κύπρο έχουν ενταθεί οι συζητήσεις
για το μέλλον του ενιαίου νομίσματος-ευρώ. Όλο και περισσότερες φωνές ακούγονται
για την έξοδο από την ευρωζώνη και την ανάγκη επιστροφής στο εθνικό νόμισμα.
Οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής ότι για την Αριστερά μια τέτοια επιλογή
συνδέεται άμεσα με την εφαρμογή μιας γενικότερης πολιτικής προοδευτικής εξόδου
από την κρίση από μια αριστερή κυβέρνηση που έχει στον ορίζοντα τη σοσιαλιστική
προοπτική.
Ωστόσο στο συγκεκριμένο «σχέδιο»
υπάρχουν αντιρρήσεις και επιφυλάξεις όχι μόνο από τις δυνάμεις του συστήματος
αλλά και από διαφορετικές πλευρές του χώρου της ευρύτερης Αριστεράς, οι οποίες
εκδηλώνονται είτε με την υποβάθμιση της σημασίας του εθνικού νομίσματος, είτε με
την επίκληση κινδύνων για ανταγωνιστικές υποτιμήσεις νομισμάτων, εθνική
αναδίπλωση, εθνικό απομονωτισμό, είτε αναφέρονται σε λογικές διαχείρισης του
συστήματος, με αποτέλεσμα τελικά την παραμονή εντός ορίων της ευρωζώνης και
προβολή της αντίληψης για ανατροπή των κυρίαρχων πολιτικών με άλλες χώρες και
λαούς για επαναθεμελίωση του «ευρωπαϊκού οράματος» με όρους λαών και
εργαζόμενων.
Έχει σημασία το νόμισμα και ποια τα όριά
του;
Στην οικονομική επιστήμη υπάρχει μια χρόνια διαμάχη μεταξύ
διαφόρων σχολών οικονομικής σκέψης για τη σημασία ή μη του χρήματος (money does
or doesn’t matter;) Μαρξιστές, κεϋνιανοί, μετα-κεϋνσιανοί λένε ότι έχει σημασία,
ενώ νεοκλασικοί, νεοφιλελεύθεροι κά ότι βασικά δεν έχει. Μια παρόμοια συζήτηση
εμφανίζεται τελευταία και με το εθνικό νόμισμα. Αν το τελευταίο κατανοείται με
όρους «χρώματος» (εξωτερική εμφάνιση), ίσως δεν έχει σημασία. Για παράδειγμα το
εθνικό νόμισμα της Ρωσίας πάντα ήταν το ρούβλι (επί Τσάρου, επί Σοβιετικής
Ένωσης και επί Πούτιν). Ωστόσο με όρους οικονομικής λειτουργίας σηματοδοτούσε
διαφορετική νομισματική και συναλλαγματική πολιτική. Κατά συνέπεια το εθνικό
νόμισμα δεν είναι δευτερεύον, αλλά κρίσιμο στοιχείο της εθνικής κυριαρχίας και
σημαντικός μοχλός οικονομικής ρύθμισης, ενώ από ταξική άποψη εξυπηρετεί πάντα τα
γενικότερα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης.
Από
αυτήν την άποψη η νομισματική πολιτική στα χέρια μιας αριστερής κυβέρνησης δεν
είναι «υπολειμματικό μέγεθος», αλλά κρίσιμος μοχλός διεύθυνσης της οικονομίας
και σημαντικό στοιχείο της αριστερής πολιτικής. Αν είχαμε μια υπερεθνική ένωση
που λειτουργούσε με όρους ισότιμης συνεργασίας χωρών και λαών, τότε ίσως δεν θα
υπήρχε πρόβλημα για την υπερεθνική νομισματική πολιτική. Ωστόσο σε συνθήκες
καπιταλιστικής ολοκλήρωσης (ΕΕ και Ευρωζώνης), όπου κυρίαρχο ενοποιητικό
στοιχείο είναι η ισχύς και ο ανταγωνισμός μεταξύ κρατών, αποκτά μεγάλη σημασία
ποιος χαράζει την νομισματική και συναλλαγματική πολιτική.
Στην περίπτωση μιας αριστερής
κυβέρνησης, η απουσία ελέγχου στο νόμισμα περιορίζει τη δυνατότητα εφαρμογής της
αριστερής οικονομικής πολιτικής. Η εμπειρία της Κύπρου και ο εκβιασμός της ΕΚΤ
(εφαρμογή των αποφάσεων του Eurogroup ή διακοπή ρευστότητας στις τράπεζες),
δείχνει τον ανισότιμο χαρακτήρα των σχέσεων και την αποτελεσματικότητα των
εκβιασμών. Άρα η σύγκρουση με τις επιλογές της ευρωζώνης φέρνει στο προσκήνιο
την ανάκτηση ελέγχου της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής και την
αναγκαιότητα επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, καθώς επίσης ανάκτηση του ελέγχου
όλων των «εργαλείων» ρύθμισης και πρώτα απ’ όλα της δημοσιονομικής πολιτικής
(πολιτικής κρατικού προϋπολογισμού) που με το «δημοσιονομικό σύμφωνο» έχει
περάσει πλέον στην ευρωζώνη.
Ωστόσο σε μια τέτοια επιλογή, εκφράζονται
επιφυλάξεις όχι μόνο από τις δυνάμεις του «κατεστημένου» αλλά και από μερίδα
διανοουμένων της αριστεράς. Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι μια γενικευμένη
επιστροφή στα εθνικά νομίσματα θα οδηγήσει σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις και
τελικά χαμένοι θα είναι οι εργαζόμενοι. Άρα είναι προτιμότερη η παραμονή στο
ευρώ και αγώνας με άλλες χώρες, ιδιαίτερα του Ευρωπαϊκού Νότου, για γενικότερες
αλλαγές στο σύνολο της ευρωζώνης. Όμως ο ισχυρισμός αφήνει αναπάντητα ορισμένα
ερωτήματα. Κατ’ αρχήν με την παραμονή στην ευρωζώνη, η επιδείνωση της κατάστασης
των εργαζόμενων με το Μνημόνιο κλπ, είναι δεδομένη. Άρα στην ουσία δεν
«κερδίζουμε» τίποτα. Μάλιστα με την «εσωτερική υποτίμηση», το βάρος ενίσχυσης
της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μεταφέρεται στους μισθούς και στις
συντάξεις, χωρίς να ενισχύεται ουσιαστικά. Για παράδειγμα η τιμή ενός προϊόντος
των 10 € με μια υποτίμηση μισθών κατά 50% θα μειωθεί μόλις στο 9,25 € (το
εργατικό κόστος κατά μέσο όρο στην ελληνική βιομηχανία είναι 15%), ενώ αν είχαμε
εθνικό νόμισμα με «εξωτερική υποτίμηση» κατά 30%, η τιμή θα κατέβαινε στα 7 €
στην εγχώρια και στην εξωτερική αγορά, με πολύ μικρές απώλειες στους μισθούς και
συντάξεις.
Δεύτερον, πού στηρίζεται ο ισχυρισμός
ότι επιστροφή στα εθνικά νομίσματα οδηγεί σε ατέρμονες ανταγωνιστικές
υποτιμήσεις; Οι διακυμάνσεις των νομισμάτων δεν αποτελούν αυθαίρετες επιλογές
αλλά «εν τέλει» έχουν ως άξονα αναφοράς το επίπεδο ανταγωνιστικότητας των
οικονομιών και βαθύτερα το νόμο της αξίας. Πριν την εισαγωγή του ευρώ, οι
νομισματικές διακυμάνσεις στις χώρες της ΕΕ κυμαίνονταν σε ελεγχόμενα όρια στα
πλαίσια της Ecu (ευρωπαϊκής λογιστικής μονάδας). Τα ισχυρά νομίσματα (πχ. μάρκο)
είχαν τάση ανατίμησης, ενώ τα αδύναμα (πχ. δραχμή) σταδιακής υποτίμησης σε ένα
εύρος +/- 2,5%. Άρα δεν υπήρχαν φαινόμενα ανταγωνιστικών υποτιμήσεων. Σήμερα
ακόμα και σε χώρες εκτός ευρωζώνης (πχ χώρες G-20), δεν παρατηρούνται φαινόμενα
«νομισματικού πολέμου», παρ’ ότι οι νομισματικές διακυμάνσεις είναι
εντονότερες.
Ένα
τρίτο ερώτημα συνδέεται με την ασύμμετρη ωρίμανση των συνθηκών κατάκτησης της
εξουσίας από τις αριστερές δυνάμεις στις χώρες της ευρωζώνης. Τι θα πρέπει άραγε
να κάνει μια αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα; Να περιμένει με «το όπλο παρά πόδα»
μέχρι να δημιουργηθούν αριστερές κυβερνήσεις σε όλες τις άλλες χώρες; Η
κυβέρνηση Χριστόφια στην Κύπρο αυτό έκανε. Περίμενε πέντε χρόνια και είδαμε τα
αποτελέσματα. Μια τέτοια επιλογή οδηγεί πρακτικά στην άρνηση της αριστερής
πολιτικής. Αντίθετα αν προχωρήσει θα σταματήσει το βύθισμα της ελληνική
κοινωνίας στην εξαθλίωση και ταυτόχρονα θα διευκολύνει τις διεργασίες ανατροπών
στις άλλες χώρες της ευρωζώνης και συνολικά της ΕΕ. Μια τέτοια επιλογή είναι σε
αντιστοιχία με τη δέσμευση ακύρωσης του Μνημονίου, άρνηση πληρωμής του χρέους με
στόχο τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους, κά όπως θα δούμε στη
συνέχεια.
Υπάρχει «αποχρών λόγος»;
Παρ’ όλα αυτά προκύπτει
ένα ακόμα ερώτημα σχετικά με την πολιτική της «πάση θυσίας παραμονής στο ευρώ».
Εκτός από την καθαρά υποκειμενική θεώρηση, χρειάζεται να δούμε αν υπάρχουν
κοινωνικές δυνάμεις που ωφελούνται από την παραμονή στην ευρωζώνη. Ασφαλώς και
υπάρχουν. Αν υπολογίσουμε ότι η ισοτιμία ευρώ-δολαρίου το 2000 ήταν 1:1 και
σήμερα 1:1,36, σημαίνει ότι οι υλικές αξίες στη χώρα μας σε δολάρια είναι
τεχνητά ανατιμημένες κατά 36%. Αν μάλιστα υπολογίσουμε την «πραγματική» ισοτιμία
της δραχμής (από 1 ευρώ = 340,75 δρχ το 2002, σήμερα είναι περίπου 1 ευρώ = 600
δρχ), σημαίνει ότι με όρους ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, έχουμε μια
«ευρω-φούσκα» (εικονικές ανατιμήσεις υλικών αξιών) που οι «έχοντες και
κατέχοντες» προσπαθούν να τις κρατήσουν «πάση θυσία», ρίχνοντας στον Καιάδα
μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές δαπάνες, δημόσια περιουσία και κάθε μορφής
πλούτου σε βάρος εργαζόμενων και λαϊκών στρωμάτων. Η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα
θα επιφέρει αναπόφευκτα διόρθωση στην «ευρω-φούσκα» αξιών και οι «κατέχοντες» θα
χάσουν μέρος από όσα κέρδισαν «τεχνητά» την τελευταία δεκαετία. Ωστόσο δεν
υπάρχει άλλος τρόπος. Η κρίση επιφέρει μεταξύ άλλων βίαιη επίλυση των
δυσαναλογιών, αποκαθιστώντας έστω και προσωρινά το σύνολο των αξιών με το σύνολο
των τιμών.
Ριζοσπαστικό οικονομικό πρόγραμμα
Το κρίσιμο
θέμα για μια αριστερή κυβέρνηση δεν είναι διαχείριση της κρίσης με όρους
συστήματος, αλλά η αποκατάσταση των οικονομικών και κοινωνιών «αναλογιών»,
θέτοντας οριστικό τέρμα στο κερδοσκοπικό όργιο των αγορών και των κατόχων
κεφαλαίου, σε όφελος της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας, έχοντας πάντα ως
ορίζοντα τη σοσιαλιστική προοπτική. Ποιοι είναι οι βασικοί άξονες αυτής της
πολιτικής; Επιγραμματικά αναφέρουμε: Ακύρωση Μνημονίου, καταγγελία των δανειακών
συμβάσεων και άρνηση πληρωμής του χρέους με στόχο τη διαγραφή του μεγαλύτερου
μέρους και το υπόλοιπο με ρήτρα ανάπτυξης. Αυτά σαν αφετηρία. Συνακόλουθα
χρειάζεται εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση τραπεζικού συστήματος, αναλυτικό σχέδιο
παραγωγικής ανασυγκρότησης, ριζική φορολογική μεταρρύθμιση, ενίσχυση αγοραστικής
δύναμης μισθών και συντάξεων και κοινωνικών δαπανών, επαναφορά στο δημόσιο
έλεγχο των ΔΕΚΟ και επέκταση τους σε στρατηγικούς τομείς, βαθύς εκδημοκρατισμός
στη δημόσια διοίκηση και εφαρμογή εργατικού ελέγχου, πολυδιάστατη-ανεξάρτητη
εξωτερική πολιτική ισότιμων σχέσεων με όλες τις χώρες, κά. Πρόκειται για
αφετηριακή δέσμη ριζοσπαστικών μέτρων που ανοίγουν το δρόμο στη σοσιαλιστική
προοπτική, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις άλλες χώρες της ευρωζώνης και της
ΕΕ.
Πολιτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις
Όλα αυτά
προϋποθέτουν έγκαιρη προετοιμασία σε προγραμματικό, πολιτικό και οργανωτικό
επίπεδο, καθώς ψυχολογική προετοιμασία του λαού για συσπείρωση και δράση, ώστε
να μη βρεθούμε «απροετοίμαστοι» στους εκβιασμούς της τρόϊκας και των κυρίαρχων
ελίτ της ευρωζώνης. Κατά συνέπεια η ανάδειξη αριστερής κυβέρνησης, με σαφές
πρόγραμμα και στόχους και συγκεκριμένο σχέδιο ριζοσπαστικών αλλαγών, πρέπει να
συνοδεύεται από ανάπτυξη ισχυρού κινήματος Α-Α-Α
(αντίστασης-ανατροπής-αλληλεγγύης), καθώς και από μέγιστη δυνατή συσπείρωση και
κοινή δράση της Αριστεράς τόσο πριν όσο κυρίως μετά την ανάδειξη της αριστερής
κυβέρνησης. Πρόκειται για εξαιρετικής σημασίας ζήτημα που αφορά όλες τις
δυνάμεις της Αριστεράς, προκειμένου να γίνει ανατροπή του Μνημονίου και της
νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Επίσης μεγάλη σημασία έχει ο συντονισμός δράσης με
τις άλλες αριστερές δυνάμεις στην Ευρώπη και ιδιαίτερα με τις χώρες του
Ευρωπαϊκού Νότου.
Γιαυτό θεωρώ ότι εκδηλώσεις και πρωτοβουλίες που προωθούν
την ιδέα της κοινής δράσης των δυνάμεων της Αριστεράς συμβάλουν στην πολιτική
και ψυχολογική προετοιμασία του λαού, για τη μεγάλη ανατροπή που έρχεται και για
την οποία όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς πρέπει να κάνουν ότι μπορούν,
προκειμένου να δικαιώσουμε τις θυσίες και τα οράματα των προηγούμενων γενιών και
της σημερινής και πολύ περισσότερο της νέας γενιάς, που πασχίζει να ξεφύγει από
το σκοτεινό τούνελ της κρίσης, ελπίζοντας σε ένα φωτεινό και ελπιδοφόρο
μέλλον.