Παναγιώτης
Σωτήρης
Για να μπορέσει να δικαιωθεί η
πρωτοφανέρωτη κοινωνική και πολιτική δυναμική που βγήκε στο προσκήνιο το
προηγούμενο διάστημα, να σταματήσει η καταστροφή και να ανοίξουν δρόμοι
κοινωνικοί σχηματισμού, πρέπει ένα ευρύ κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο να
διεκδικήσει την κυβερνητική και πολιτική εξουσία. Αυτό έχει τρεις κρίσιμες
προϋποθέσεις:
Α) Ένα μεταβατικό πρόγραμμα που
να μπορεί πραγματικά να δώσει διέξοδο απέναντι στο τοπίο της μνημονιακής
καταστροφής. Αναπόδραστη αφετηρία του δεν μπορεί παρά να είναι η άμεση έξοδος
από το ευρώ ,η ρήξη και αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ακριβώς γιατί είναι
αδύνατο να υπάρξει οποιαδήποτε φιλολαϊκή διέξοδος εντός της ευρωζώνης και της
συστημικής βίας από τη μεριά του ευρωπαϊκού κέντρου, και η διαγραφή του χρέους.
Η ανάκτηση νομισματικής κυριαρχίας πρέπει να συνδυαστεί με ένα γενναίο πρόγραμμα
εθνικοποιήσεων, αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των εργαζομένων, πειράματα
αυτοδιαχείρισης και εργατικού ελέγχου. Με στόχο την παραγωγική ανασυγκρότηση σε
σοσιαλιστική κατεύθυνση, τη διατροφική επάρκεια, την ανασυγκρότηση των
συλλογικών παραγωγικών δυνατοτήτων, την προστασία του περιβάλλοντος, την
αναβάθμιση των συλλογικών αγαθών, συνολικά ένα νέο αναπτυξιακό, καταναλωτικό,
παραγωγικό πρότυπο, με αφετηρία την επινοητικότητα και την πρωτοβουλία των ίδιων
των μαχόμενων δυνάμεων της εργασίας, της γνώσης και του πολιτισμού.
Β) Ακριβώς επειδή ένα τέτοιο
πρόγραμμα θα σηματοδοτήσει μια κατεύθυνση ανοιχτής σύγκρουσης με τις δυνάμεις
του κεφαλαίου δεν μπορεί παρά να στηριχτεί στο ξεδίπλωμα σύγχρονων μορφών
δυαδικής εξουσίας, το πιο πλατύ ξεδίπλωμα μορφών λαϊκής αυτοοργάνωσης,
αλληλεγγύης και αυτοάμυνας, με έμφαση στη λαϊκή πρωτοβουλία.
Γ) Μια τέτοια κατεύθυνση δεν
μπορεί να περιοριστεί μόνο στην τυπική διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας μέσα
στα όρια της τρέχουσας «νομιμότητας» είτε μιλάμε για το εθνικό είτε για το
ευρωπαϊκό θεσμικό «κεκτημένο». Αντίθετα, θα απαιτήσει ρήξεις και ανατροπές,
ευθεία αμφισβήτηση και του «δικαιώματος στην ιδιοκτησία» και του «διευθυντικού
δικαιώματος», μέσα από μια «συντακτική διαδικασία» υπό την πίεση του λαϊκού
παράγοντα.
Μια τέτοια προσπάθεια δεν αφορά
απλώς μια «κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας» με πρωτοβουλία της Αριστεράς, ούτε
απλώς μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Αφορά τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου «ιστορικού
μπλοκ», της συνάντησης ανάμεσα σε μια πλατιά κοινωνική συμμαχία, ένα πρόγραμμα
μετασχηματισμού της νεοελληνικής κοινωνίας έξω και πέρα από τον «ευρωπαϊκό
δρόμο», και νέες μορφές δημοκρατίας. Δυστυχώς, οι προτάσεις και οι κατευθύνσεις
που έρχονται από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ, με τον καταναγκαστικό ευρωπαϊσμό και την
προσήλωση στη «νομιμότητα», δεν αναλογούν σε αυτή την πρόκληση και απειλούν να
διαψεύσουν την ελπίδα του κόσμου που στρέφεται προς τα εκεί.
Ας επιμείνουμε λίγο στο
ζήτημα των όρων. Ένα πρώτο θέμα είναι ότι για να σχηματιστεί η κυβέρνηση της
Αριστεράς θα χρειαστεί λογικά τη στήριξη και κάποιων άλλων δυνάμεων εκτός του
ΣΥΡΙΖΑ. Ποιες μπορεί να είναι αυτές, με δεδομένη την άρνηση του
ΚΚΕ;
Όπως σας είπα και πριν, το
πρόβλημα είναι ότι η γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον σε επίπεδο ηγετικής ομάδας
και κεντρικών κατευθύνσεων, δεν έχει σχέση με μια στρατηγική πραγματικά
αριστερής διακυβέρνησης και διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας. Η λογική της
επαναδιαπραγμάτευσης, η προσπάθεια εύρεσης διαύλων επικοινωνίας με τα
ιμπεριαλιστικά κέντρα, η διαβεβαίωση των επιχειρηματιών ότι δεν θα θιχτούν, οι
ανιστόρητες προτάσεις για «Νέο Σχέδιο Μάρσαλ» και πάνω από όλα η επιμονή στο
ευρώ ως «εθνικό νόμισμα» όλα αυτά αποτελούν πολιτικά όρια της κεντρικής γραμμής
του ΣΥΡΙΖΑ. Με αυτή την έννοια, η γενική επίκληση της ενότητας της Αριστεράς
γύρω από μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια γραμμή αδιέξοδη. Αυτό δεν σημαίνει
ότι δίνει κάποια προοπτική και η λογική του ΚΚΕ, με την ηττοπαθή και
σεχταριστική γραμμή που παραπέμπει τα πάντα σε μια σοσιαλιστική επανάσταση για
την οποία οι συνθήκες δεν είναι ποτέ ώριμες. Αντίθετα, χρειαζόμαστε ριζική
αλλαγή του τοπίου στην Αριστερά και το κίνημα. Χρειαζόμαστε μια νέα μορφή
αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου που να μην είναι απλή αναδιάταξη των συσχετισμών
της Αριστεράς αλλά διεργασία που να τροφοδοτείται από τη δυναμική και την
έμπνευση της λαϊκής πρωτοβουλίας. Αφετηρία πρέπει να είναι, εδώ και τώρα, με
τόλμη και με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, η συσπείρωση όλων των δυνάμεων που
θεωρούν ότι σήμερα η ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ είναι η αναγκαία αφετηρία για
μια φιλολαϊκή διέξοδο. Μια τέτοια κατεύθυνση είναι που θα μπορούσε να αλλάξει τα
πράγματα στην Αριστερά, να πιέσει και να μετατοπίσει και όσους διαλέγουν
αδιέξοδους δρόμους, να παραμερίσει τα διαχειριστικά αντανακλαστικά και να
επιτρέψει όντως η αναμέτρηση με το ερώτημα της κυβερνητικής εξουσίας να γίνει με
όρους νικηφόρους. Γιατί διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος μια κυβέρνηση με
συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ να συντριβεί από τα όρια της δικής της γραμμής αλλά και
τους εκβιασμούς της ΕΕ και του ΔΝΤ – μικρή γεύση των οποίων πήραμε από το πώς
ταπείνωσαν την κυπριακή κυβέρνηση – και να αποτελέσει απλώς το διάλειμμα πριν
την ακροδεξιά ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού.
Υπάρχει βέβαια το καίριο
ζήτημα των κοινωνικών όρων επιτυχίας μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Ποιοι είναι
οι μίνιμουμ αναγκαίοι μετασχηματισμοί ώστε να μην καταλήξει σε απλή κυβερνητική
εναλλαγή; Αναφερόμαστε σε όλα τα πεδία, οικονομία, κράτος, νομοθεσία, κοινωνία.
Και πάντα με δεδομένο ότι η κοινωνική αποδιάρθρωση επιδεινώνεται δραματικά,
επομένως δεν αρκούν κάποιες οριακές αλλαγές…
Μια κυβέρνηση της Αριστεράς, με
τον τρόπο που προσπάθησα να την περιγράψω παραπάνω, πρέπει να μπορεί εξαρχής να
προσφέρει μια συγκεκριμένη εναλλακτική αφήγηση και να είναι προετοιμασμένη για
όλα τα βήματα. Πρέπει να πει την αλήθεια στην κοινωνία, να τονίσει τις
αναγκαστικές δυσκολίες που θα έχει η άμεση έξοδος από το Ευρώ, η μετάβαση σε
εθνικό νόμισμα, η διαγραφή του χρέους και πλήρης αποκοπή από τις ευρωπαϊκές
δανειακές ροές, αλλά και τις δυνατότητες που δίνουν για την ενίσχυση της
δημόσιας δαπάνης, την καταπολέμηση της ανεργίας, την αξιοποίηση συλλογικών
παραγωγικών δυνατοτήτων που σήμερα είναι σε αχρηστία. Πρέπει να στηριχτεί στη
λαϊκή πρωτοβουλία και δυναμική απέναντι στις κάθε λογής απαντήσεις από τη μεριά
των δυνάμεων του κεφαλαίου και τμημάτων του κρατικού μηχανισμού. Χωρίς ένα
ισχυρό κίνημα που να μπορεί να υποστηρίζει τα κατειλημμένα εργοστάσια και τα
δίκτυα αλληλεγγύης και αυτοδιαχείρισης, που να κάνει πράξη μορφές εργατικού και
κοινωνικού ελέγχου στο τραπεζικό σύστημα, που να απαντά άμεσα και αποφασιστικά
σε κάθε λογής κερδοσκοπίες και που να κάνει συλλογική μάχη την εμπιστοσύνη στο
νέο νόμισμα και τη νέα οικονομική πολιτική, ακόμη και μια κυβέρνηση με σωστό
πρόγραμμα θα είναι διαρκώς ευάλωτη. Αυτό θα απαιτήσει και μεγάλες θεσμικές τομές
που θα βάζουν περιορισμούς στο δικαίωμα στη μεγάλη ιδιοκτησία, θα αμφισβητούν το
διευθυντικό δικαίωμα, θα κατοχυρώνουν μορφές εργατικού και κοινωνικού ελέγχου,
επομένως μια διαδικασία όχι απλώς «νομοθέτησης» αλλά μια «συντακτική διαδικασία»
με πρωτοβουλία των ίδιων των λαϊκών μαζών, ακριβώς για να σηματοδοτείται η ρήξη
και η τομή και στην ίδια την υλικότητα των κρατικών μηχανισμών, σε μια
κατεύθυνση μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων. Όλα αυτά απαιτούν και μεγάλες
αξιακές ανατροπές, μια νέα συλλογική ηθική της συμμετοχής, της κοινής
προσπάθειας, της πάλης για τη συλλογική επιβίωση αλλά και τον κοινωνικό
μετασχηματισμό.
Η πολιτική των μνημονίων
είναι στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης, αφού χωρίς την ανατροπή της δεν μπορεί να
γίνει τίποτα. Αναδιαπραγμάτευση, παύση πληρωμών, μέσα ή έξω από το ευρώ,
μονομερείς ή μη ενέργειες, έχουν γίνει καθημερινές έννοιες. Ωστόσο, η συζήτηση
διεξάγεται συχνά από μια στατική αφετηρία. Ας επιχειρήσουμε μια διαφορετική
τοποθέτηση: πότε, σε ποιες συνθήκες, με ποιους όρους μπορεί να συμβεί το ένα και
πότε θα γίνει απαραίτητο το άλλο;
Νομίζω ότι έχει γίνει πια σαφές
ότι είναι αδύνατο να έχουμε οποιαδήποτε απαλλαγή από το βραχνά των μνημονίων
χωρίς ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ. Έχει φανεί πια ότι περιθώρια
επαναδιαπραγμάτευσης των δανειακών συμβάσεων ώστε να μην είναι συνώνυμες με την
ακραία λιτότητα και τη μετατροπή της Ελλάδας σε μια «Ειδική Οικονομική Ζώνη» δεν
υπάρχουν. Αναγκαστικά χρειαζόμαστε μονομερείς ενέργειες και μάλιστα άμεσα.
Ωριμάζει μέσα στην κοινωνία η αντίληψη ότι μπορούμε και πρέπει να φύγουμε τώρα
από το ευρώ και αυτό όχι μόνο να μην είναι καταστροφή αλλά αφετηρία προοδευτικών
και φιλολαϊκών ανατροπών. Η λογική που λέει ότι κατά κάποιο τρόπο είτε θα
πείσουμε τους Ευρωπαίους ότι είναι προς το συμφέρον τους να εγκαταλείψουν την
αδιέξοδη πολιτική τους, αντανακλά την παλιά αυταπάτη της ρεφορμιστικής αριστεράς
– που κυρίως στην Ελλάδα εκπροσωπήθηκε από τη δεξιόστροφη εκδοχή του
«ανανεωτικού ρεύματος» – ότι μπορούμε να έχουμε καλύτερες προτάσεις από του
αστούς ως προς το δικό τους συμφέρον. Δυστυχώς, η λογική ότι είμαστε «too big to
faιl» και άρα κάποια στιγμή θα μας βοηθήσουν θέλουν δεν θέλουν, έχει πλέον
διαψευστεί στην πράξη. Η Κύπρος δείχνει ότι πλέον δεν έχουν κανένα πρόβλημα να
κλιμακώσουν την παραδειγματική οικονομική και κοινωνική «πειθάρχηση» ολόκληρων
χωρών. Όσο για τη λογική ότι η λύση είναι μόνο ευρωπαϊκή αποπνέει τραγική άγνοια
του εμπεδωμένου φιλελευθερισμού της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, την ίδια ώρα που
όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι η αναμονή για τον υποτιθέμενο πανευρωπαϊκό ξεσηκωμό
απλώς χαρίζει χρόνο στις μνημονιακές δυνάμεις να ολοκληρώσουν το καταστροφικό
τους έργο.
Σήμερα επίσης γίνεται αρκετή
συζήτηση για «Σχέδια Β», παραγωγική ανασυγκρότηση, κ.λπ. Έχει η ως τώρα συζήτηση
στην Αριστερά αποσαφηνίσει αυτά τα ζητήματα και ποιες είναι, κατά τη γνώμη σας,
οι πιο σημαντικές εκκρεμότητες;
Εδώ είναι που έχουμε τις
μεγαλύτερες αδυναμίες. Μεγάλο μέρος της συζήτησης στην Αριστερά έχει μείνει σε
γενικές διατυπώσεις και θέσεις αρχών, ακόμη και εάν αυτές, ιδίως εκείνες που
μιλάνε για την ανάγκη ρήξης με το ευρώ και την ΕΕ, έχουν ορθή αφετηρία.
Χρειαζόμαστε ένα πολύ πιο συγκεκριμένο πρόγραμμα για τον αναγκαίο «άλλο δρόμο»
για την ελληνική κοινωνία που να απαντάει σε συγκεκριμένα και επείγοντα
ερωτήματα. Πώς μπορούμε με αφετηρία τις εθνικοποιήσεις και την αύξηση της
δημόσιας δαπάνης σε συνθήκες εθνικού νομίσματος να μπορέσουμε να έχουμε άμεση
και σημαντική αύξηση της απασχόλησης, ξεκινώντας από την άμεση κάλυψη όλων των
αναγκαίων κοινωνικά χρήσιμων θέσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα; Πώς μπορούμε να
έχουμε ένα κίνημα για την επαναλειτουργία κλειστών εργοστασίων και επιχειρήσεων
με αφετηρία τον εργατικό έλεγχο και την αυτοδιαχείριση; Πώς μπορούμε να έχουμε
διατροφική επάρκεια ξεκινώντας από την αναγέννηση του αγροτικού κόσμου, μια νέα
μάχιμη συνεταιριστική κατεύθυνση και το πλήρες ξεδίπλωμα πρακτικών και δικτύων
άμεσης πρόσβασης των προϊόντων από τους παραγωγούς στους καταναλωτές «χωρίς
μεσάζοντες». Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το ενεργειακό πρόβλημα και να
περιορίσουμε την εξωτερική ενεργειακή εξάρτηση που θα αποτελέσει και από τα
βασικότερα πεδία εκβιασμού μιας πραγματικά αριστερής κυβέρνησης; Πώς μπορούμε να
έχουμε ένα πλήρες δημόσιο σύστημα υγείας, που να στηρίζεται στην πρόληψη και τη
βελτίωση των όρων διαβίωσης και όχι στην εκ των υστέρων «επισκευή»; Πώς
μπορούμε, σε τελική ανάλυση, να βρούμε έναν τρόπο να συντονίζουμε και να
σχεδιάζουμε την οικονομική δραστηριότητα, χωρίς την καταφυγή στον καταναγκασμό
της αγοράς; Όλα αυτά απαιτούν συλλογική προσπάθεια και αξιοποίηση όλου του
δυναμικού του κινήματος που έχει τη γνώση και το μεράκι να προσφέρει ιδέες και
τρόπους για να αντιμετωπίσουμε όλες αυτές τις μεγάλες προκλήσεις. Σημαίνει αυτό
ότι βλέπουμε τις μάχες που δίνουμε και στο κίνημα και στο συντονισμό και ως μια
διαδικασία παραγωγής γνώσης και ιδεών για το πώς «μπορούν να πάνε τα πράγματα
αλλιώς». Δεν μπορεί να είναι απλώς μια υπόθεση «προγραμματικών επεξεργασιών» από
κομματικά επιτελεία της Αριστεράς, αλλά κομμάτι μιας μεγάλης συλλογικής
προσπάθειας, πολιτικής και θεωρητικής για την επεξεργασία αυτού του «άλλου
δρόμου» για την ελληνική κοινωνία.
Από τις εκλογές του 2012 το
ΚΚΕ επιμένει ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα διέφερε ουσιαστικά σε τίποτα
από μια κυβέρνηση της ΝΔ και θα ήταν εξίσου επικίνδυνη για τους εργαζόμενους,
απορρίπτοντας κάθε κοινή δράση με τις άλλες αριστερές δυνάμεις. Πώς κρίνετε τη
στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ; Υπάρχουν κάποια πραγματικά στοιχεία που να
τεκμηριώνουν την ελπίδα πως μπορεί να αλλάξει, και αν όχι πώς πρέπει να
αντιμετωπιστεί;
Η ηγεσία του ΚΚΕ έχει επιλέξει
μέσα στην περίοδο μια επικίνδυνη πολιτική γραμμή. Το βασικό πρόβλημα με τη
γραμμή του ΚΚΕ δεν είναι τόσο ο τόνος της πολεμικής του απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, όσο
η εκτίμηση του για τη συγκυρία. Το ΚΚΕ ουσιαστικά θεωρεί ότι δεν βρισκόμαστε σε
μια περίοδο όπου η ταξική πάλη έχει οξυνθεί στο βαθμό που να αποσταθεροποιεί την
αστική εξουσία, εκτιμά ότι δεν μπορούμε να έχουμε ουσιαστικά ρήγματα και
ταυτίζει την προετοιμασία για ρήξεις με τη δική του ενίσχυση, διαλέγοντας έτσι
συνειδητά μια πολιτική κατεύθυνση σεχταρισμού και εχθρότητας προς τις άλλες
δυνάμεις της Αριστεράς. Στη βάση αυτής της εκτίμησης το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι
σήμερα δεν μπορούμε να έχουμε ρήγματα, δεν μπορούμε να έχουμε ανατροπές, δεν
μπορούν να ξεκινήσουν έστω και αντιφατικές διαδικασίες κοινωνικού
μετασχηματισμού. Γι’ αυτό το λόγο και το ΚΚΕ αρνείται σήμερα ότι μια αριστερή
κυβέρνηση, με πρόγραμμα ρήξεων όπως η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ θα μπορούσε
να είναι η αφετηρία μιας αναγκαστικά πρωτότυπης επαναστατικής διαδικασίας.
Αντίθετα, πηγαίνει στο συνέδριο με μια σειρά από θέσεις που παραπέμπουν σε μια
εγκεφαλική σύλληψη της επαναστατικής διαδικασίας, ένα φραστικό αντικαπιταλισμό
που απλώς αναβάλλει διαρκώς την αναμέτρηση με τα σημερινά, αναγκαστικά άνισα και
μετέωρα, στοιχεία αποσταθεροποίησης της αστικής ηγεμονίας. Απέναντι σε αυτή την
καταστροφική πολιτική είναι αισιόδοξο στοιχείο όλες οι φωνές κριτικής που
αρθρώνονται μέσα στη προσυνεδριακή συζήτηση του ΚΚΕ. Γι’ αυτό το λόγο και αυτό
που χρειάζεται απέναντι στην ηττοπαθή πολιτική του ΚΚΕ είναι να υπάρξει μια άλλη
δυναμική μέσα στην Αριστερά που να είναι πραγματικά ενωτική αλλά και ταυτόχρονα
– σε αντίθεση με τη γραμμή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ –να παίρνει θέση πάνω σε όλα
τα μεγάλα ανοιχτά ερωτήματα ξεκινώντας από την αναπόδραστη αναμέτρηση με το
ερώτημα της ρήξης με το ευρώ και την ΕΕ.
Ενώ φυσικά δεν συμφωνούμε
ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα ήταν το ίδιο με της ΝΔ, θα υπάρξει ο κίνδυνος
να κάνει υπερβολικούς συμβιβασμούς και/ή να έχει παρόμοια τύχη με την κυβέρνηση
του Αλιέντε. Πολύ περισσότερο όταν είναι βέβαιο ότι θα ασκηθούν αφόρητες πιέσεις
από τη μεριά του διευθυντηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τι μας διδάσκει το
παρελθόν σχετικά με αυτούς τους κινδύνους;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι
οποιαδήποτε αριστερή κυβέρνηση δοκιμάσει ένα πρόγραμμα ρήξης θα βρεθεί στο
στόχαστρο και των δυνάμεων του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών κέντρων.
Επιπλέον, είναι σαφές ότι τμήματα του ίδιου του κρατικού μηχανισμού θα
δοκιμάσουν να αντιδράσουν. Η εμπειρία της Χιλής έδειξε με τον πιο οδυνηρό ότι
μια απόπειρα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού που δεν αγγίζει ούτε μετασχηματίζει
το σκληρό πυρήνα των κατασταλτικών μηχανισμών και δεν δοκιμάζει μορφές λαϊκής
αυτοάμυνας, είναι ευάλωτη. Αλλά ακόμη και στο οικονομικό επίπεδο ο εκβιασμός της
κυπριακής κυβέρνησης να από την Τρόικα δείχνει και τη συστημική βία που μπορεί
να υπάρξει μέσα στις σύγχρονες καπιταλιστικές ολοκληρώσεις. Αυτό σημαίνει ότι θα
αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε προσπάθεια «επαναδιαπραγμάτευσης» ως διαδικασία στην
οποία θα πρέπει να ασκήσουν τη μέγιστη πίεση, ξεκινώντας από τη διακοπή κάθε
χρηματοδότησης, τακτική που σε μικρότερη κλίμακα έχουν χρησιμοποιήσει ήδη
απέναντι ακόμη και στις μνημονιακές κυβερνήσεις (με τους περιοδικούς εκβιασμούς
για τις δανειακές «δόσεις»). Αυτό κάνει ακόμη πιο επιτακτικό μια αριστερή
κυβέρνηση να είναι εκ των προτέρων έτοιμη να προχωρήσει άμεσα σε ρήξεις όπως η
άμεση έξοδος από το ευρώ, η πλήρης εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και
των στρατηγικών επιχειρήσεων, η επιβολή φραγμών στην κίνηση κεφαλαίων και η
παύση πληρωμής στο χρέος ώστε να μειώσει τη δυνατότητα εκβιασμού από τη μεριά
της ΕΕ και του ΔΝΤ. Γι’ αυτό και σήμερα το «σταυρικό ζήτημα» της Αριστεράς είναι
η στάση απέναντι στο Ευρώ και την ΕΕ. Γι’ αυτό και χρειάζεται από τώρα με τρόπο
συστηματικό να προβληθεί και να γίνει τμήμα του «κοινού νου» του λαϊκού
κινήματος η ρήξη με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως αναγκαστική αφετηρία ενός «άλλου
δρόμου» για την ελληνική κοινωνία.
Στο ίδιο θέμα της κυβέρνησης
της Αριστεράς διατυπώνονται κριτικές και από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά,
βασικά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Θα σημειώσουμε εδώ μερικές. Μια πρώτη είναι ότι η προοπτική
ανόδου στην κυβέρνηση συνοδεύεται από μια διαρκή μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς πιο
δεξιές θέσεις και θεσμικές προσαρμογές στα πλαίσια του συστήματος. Αυτό θα
αποξενώσει τους εργαζόμενους, οδηγώντας σε ένα συνολικό συμβιβασμό με το
κατεστημένο.
Το πρόβλημα με την τακτική του
ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι δεν βλέπει την κυβερνητική προοπτική ως μια τμήμα μιας
διαδικασίας μετασχηματισμού με σοσιαλιστικό προσανατολισμό. Αντίθετα, φαίνεται
σαν έχει, έστω και με άλλη κατάληξη, μια εκτίμηση ανάλογη με αυτή του ΚΚΕ: το
επίδικο είναι απλώς η κοινωνική σωτηρία που πρέπει να την κάνει μια κυβέρνηση με
συμμετοχή της Αριστεράς, ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική καταστροφή και σε
επόμενο χρόνο, πολύ μεταγενέστερα, ξανασυζητάμε για το σοσιαλισμό. Γι’ αυτό το
λόγο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί δεδομένες όλες τις βασικές παραμέτρους της
αστικής πολιτικής, όπως είναι το ευρώ, η εξάρτηση από δανειακές και άλλες ροές
από την Ευρωζώνη, η εμπιστοσύνη των αγορών, η οικονομική ανάπτυξη μέσα από την
επιχειρηματική δραστηριότητα. Εάν, όμως, κανείς θεωρεί δεδομένες αυτές τις
παραμέτρους, τότε αναγκαστικά σκέφτεται με όρους «ρεαλισμού» και «πραγματισμού»
και εγκλωβίζεται σε ένα συνδυασμό δικαιότερης λιτότητας και επαναδιαπραγμάτευσης
με την ΕΕ και το ΔΝΤ. Αυτό εξηγεί την σταδιακή μετατόπιση των κεντρικών θέσεων
του ΣΥΡΙΖΑ, τον τρόπο που π.χ. δεν δεσμεύεται για την πλήρη ανάκαμψη των
αποδοχών, ή τον τρόπο που προσπαθεί να καθησυχάσει τμήμα του επιχειρηματικού
κόσμου, ή – σε συμβολικό επίπεδο – την προσπάθεια ταύτισης με ιστορικές μορφές
που εκπροσώπησαν το αίτημα του αστικού εκσυγχρονισμού από τον Ε. Βενιζέλο έως
τον Κ. Καραμανλή. Μια τέτοια κατεύθυνση, ιδίως εάν αρχίσει να γίνεται
κυβερνητική πρακτική, σταδιακά θα φέρει την κυβέρνηση με συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ σε
σύγκρουση με τις προσδοκίες των λαϊκών τάξεων, την ίδια ώρα που οι πιστωτές θα
έχουν κάθε λόγο να επιτείνουν τον εκβιασμό τους με στόχο την ανατροπή και της
κυβέρνησης, ώστε να επιστρέψουμε σε ακόμη πιο επιθετικές μνημονιακές
κυβερνήσεις, με αξιοποίηση και της ακροδεξιάς. Τότε η Αριστερά θα έχει χρεωθεί
μια ιστορική ήττα τεράστιων διαστάσεων.
Μια δεύτερη αντίρρηση είναι
ότι όπου επιχειρήθηκε να ανατραπεί κοινοβουλευτικά ο καπιταλισμός ή έστω να
εμποδιστεί έτσι ο φασισμός, τα σχετικά εγχειρήματα απέτυχαν. Κλασικά
παραδείγματα η Χιλή του Αλιέντε και το Λαϊκό Μέτωπο στην Ισπανία. Υπάρχει,
βέβαια, και η πρόσφατη εμπειρία της Βενεζουέλας, όπου ριζοσπαστικές αλλαγές
στηρίχτηκαν και κοινοβουλευτικά. Πώς μπορεί να δούμε τη σχέση «κοινοβουλευτικού»
και «εξωκοινοβουλευτικού», ή πιο γενικά, τη σχέση μεταρρύθμισης και επανάστασης
στην εποχή μας;
Είναι επείγον να ανοίξει ξανά η
συζήτηση για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική. Αυτή πρέπει να ξανακοιτάξει
δημιουργικά την εμπειρία των νικηφόρων επαναστάσεων το 20ου αιώνα
(αλλά και την τραγική εκμεταλλευτική και καταπιεστική μετάλλαξή τους), αλλά και
άλλα πειράματα που δοκίμασαν εκδοχές αξιοποίησης και των κοινοβουλευτικών
διαδικασιών, χωρίς να μπορέσουν να είναι νικηφόρα. Ταυτόχρονα, τα προχωρήματα
αλλά και οι αντιφάσεις των σύγχρονων εκδοχών αριστερής διακυβέρνησης, κύρια στο
«εργοστάσιο των ονείρων» που είναι αυτή τη στιγμή η Λατινική Αμερική, επίσης
πρέπει να μελετηθούν. Χρειαζόμαστε μια πρωτότυπη επαναστατική στρατηγική που να
λαμβάνει υπόψη της, όπως ήδη από τη δεκαετία του 1930 τόνιζε ο Γκράμσι, την
επέκταση, το βάθος και την περιπλοκότητα των σύγχρονων ηγεμονικών μηχανισμών και
κατά συνέπεια να μπορεί να στοχαστεί ένα σύγχρονο «πόλεμο θέσεων» για τη
διαμόρφωση της σύγχρονης εργατικής ηγεμονίας. «Πόλεμος θέσεων» σήμερα δεν
σημαίνει ούτε αποφυγή της ιστορικής επιτάχυνσης και των εξεγερσιακών
καταστάσεων, ούτε εγκλωβισμό σε μια αργή διαδικασία προοδευτικού μετασχηματισμού
των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών. Σημαίνει ότι αντιλαμβανόμαστε ότι δεν
μιλάμε για τη φαντασίωση μιας «στιγμιαίας» επαναστατικής εξέγερσης που θα
επιβάλει την εργατική εξουσία, αλλά για μια πολύ πιο σύνθετη, αντιφατική και
διακυβευόμενη ιστορική πορεία που, υπό την προϋπόθεση του μετασχηματισμού της
πολιτικής κρίσης σε ηγεμονική κρίση, θα μπορεί να συνδυάσει την κοινοβουλευτική
διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας, με το ανέβασμα των λαϊκών αγώνων, και την
εκκίνηση μια περιόδου κοινωνικού πειραματισμού και μετασχηματισμού και των
οικονομικών και των πολιτικών μορφών, σε μια περίοδο συνεχών ρήξεων,
πολιτικοποίησης της κοινωνίας και ενίσχυσης των τάσεων σοσιαλιστικού
μετασχηματισμού απέναντι στις διαρκώς αναδυόμενες τάσεις επιστροφής στην
καπιταλιστική «δύναμη της συνήθειας».
Μια τρίτη αντίρρηση αφορά
την αναγκαιότητα του εργατικού ελέγχου και της έναρξης μιας και προγραμματικά
αποτυπωμένης διαδικασίας μετάβασης στο σοσιαλισμό. Υποστηρίζεται ότι χωρίς αυτό,
ακόμη και η πιο ριζοσπαστική εκδοχή της αριστερής διακυβέρνησης, με έξοδο από το
ευρώ, κ.λπ., θα οδηγηθεί μοιραία σε αδιέξοδο. Πόσο μάλλον η παραμονή στο ευρώ
και την ΕΕ…
Ταυτόχρονα, είναι σαφές ότι μια
διαφορετική κατεύθυνση απαιτεί και μια άλλη ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα,
απαιτεί νέες μορφές οργάνωσης του λαού, μορφές άμεσης δημοκρατίας,
αυτοδιαχείρισης, επιβολής της συλλογικής βούλησης: στις συνελεύσεις των χώρων
δουλειάς και στις λαϊκές συνελεύσεις στις γειτονιές, στα κατειλημμένα και
αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια, στις ομάδες περιφρούρησης και αυτοάμυνας στις
γειτονιές, στις επιτροπές εργατικού και κοινωνικού ελέγχου στις δημόσιες
επιχειρήσεις, στα κινήματα επανοικειοποίησης ελεύθερων χώρων. Σε μια διαδικασία
που θα είναι διαρκής σύγκρουση και θα απαιτεί και τομές θεσμικές με την
υπάρχουσα «εκδοχή νομιμότητας». Να το πούμε απλώς σήμερα δεν χρειαζόμαστε μόνο
το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα που θα καλούνταν να υλοποιήσει μια αριστερή
κυβέρνηση, αλλά και τις πολιτικές μορφές που θα μπορούσαν να το επιβάλουν, με
έμφαση στη λαϊκή πρωτοβουλία. Ο εργατικός έλεγχος σε όλα τα επίπεδα, μαζί με την
αυτοδιαχείριση και τη διαμόρφωση μη αγοραίων δικτύων ανταλλαγής και διανομής θα
είναι από τις βασικές μορφές με τις οποίες θα μπορούν να ενεργοποιηθούν
δυναμικές μετασχηματισμού στην κατεύθυνση της υπέρβασης των καπιταλιστικών
εκμεταλλευτικών και καταπιεστικών σχέσεων.
Είναι σαφές ότι οι
δυνατότητες προώθησης ριζικών μετασχηματισμών θα εξαρτηθούν πολύ και από τη
διεθνή κατάσταση. Για την ώρα δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή, όμως οι συνθήκες
αλλάζουν. Μπορεί να γνωρίσουμε σύντομα μια ορμητική άνοδο των κινημάτων, όπως
εκείνη στην εποχή των Λαϊκών Μετώπων το 1935; Τι προοπτικές και κίνδυνοι θα
υπάρξουν τότε; Πώς βλέπετε γενικότερα το ρόλο των κινημάτων, με βάση τις
εμπειρίες των τελευταίων ετών;
Μέσα στη συγκυρία της κρίσης
έγινε σαφές ότι μπήκαμε σε ένα νέο ιστορικό κύκλο, έναν ιστορικό κύκλο που έχει
και εξεγερσιακά χαρακτηριστικά. Η Αραβική Άνοιξη, οι μεγάλοι αγώνες στην Ελλάδα,
τα κινήματα των Αγανακτισμένων, το Occupy, όλα αυτά έφεραν στο προσκήνιο μια
ξεχωριστή δυναμική, που υπερβαίνει την απλή διαμαρτυρία και φέρνουν στο
προσκήνιο ένα πολύ πιο βαθύ αίτημα κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής, ένα αίτημα
δικαιοσύνης αλλά και αυθεντικής δημοκρατίας. Σε αυτό τον ιστορικό κύκλο είναι
επιτακτικό να έχουμε νικηφόρα παραδείγματα ρήξης με την κυρίαρχη καπιταλιστική
λογική. Μια τέτοια εξέλιξη θα διαμόρφωνε μια ευρύτερη δυναμική, εάν
αναλογιστούμε ότι βαθαίνει η κρίση της ευρωζώνης. Αυτή είναι η ευρύτερη ιστορική
σημασία των ελληνικών εξελίξεων. Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να είναι το πρώτο
τέτοιο νικηφόρο παράδειγμα και αυτό εξηγεί γιατί θα ήταν καταστροφικό να
αντιμετωπίζεται το ερώτημα της αναμέτρησης με την εξουσία με όρους πραγματισμού
και ρεαλισμού.
Προφανώς, οι οικονομικές
εξελίξεις θα βαρύνουν επίσης πολύ στην πορεία των γεγονότων. Πρόσφατα αναλυτές
όπως ο Σαμίρ Αμίν, ο Άλεξ Καλίνικος κ.ά. έχουν μιλήσει για επερχόμενη
αποσταθεροποίηση στην ευρωζώνη; Τι θα συμβεί σε μια καταστροφική επιδείνωση,
όπως π.χ. η κατάρρευση της Ιταλίας και/ή της Ισπανίας; Ποια θα είναι τότε η τύχη
της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Πώς μπορούμε να παρέμβουμε στις εξελίξεις και τους
μεγάλους διαφαινόμενους κινδύνους, ενόψει και της απειλητικής ανόδου του
φασισμού;
Η κρίση της Ευρωζώνης αποτελεί
σήμερα τον αδύνατο κρίκο μέσα στην παγκόσμια οικονομία. Ο χαρακτήρας του ευρώ ως
μιας βαθιά ταξικής στρατηγικής και ως ενός μέσου για την ενίσχυση του ευρωπαϊκού
κέντρου και ιδίως της Γερμανίας έχει γίνει πια φανερός. Έχει γίνει επίσης φανερή
η βαθιά κρίση αυτής της στρατηγικής, ο τρόπος που παροξύνει την κρίση χρέους και
επιβάλλει ένα φαύλο κύκλο ύφεσης, λιτότητας και ανεργίας. Την ίδια στιγμή έχει
γίνει σαφές ότι δεν μιλάμε για την «ελληνική εξαίρεση», αλλά για τη δομική κρίση
του «ευρωπαϊκού σχεδίου» στο έδαφος της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης.
Ουσιαστικά η ΕΕ το τελευταίο διάστημα δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να κερδίζει
χρόνο, χωρίς να αντιμετωπίζει μια κρίση που αγγίζει τον πυρήνα της, εάν
αναλογιστούμε τα τεράστια προβλήματα στην Ισπανία και την Ιταλία. Η όξυνση αυτής
της κρίσης θα σηματοδοτήσει μια ακόμη πιο επιθετική πολιτική, την επιβολή ενός
ιδιότυπου καθεστώτος γενικευμένης «κατάστασης οικονομικής ανάγκης», την
αυταρχική ακύρωση της λαϊκής κυριαρχίας στο όνομα των αγορών και την παγίωση της
εξοντωτικής λιτότητας. Σε ένα τέτοιο έδαφος εμπεδωμένου αυταρχισμού λογικό είναι
να αναδυθούν και αντίστοιχες πολιτικές προτάσεις και αυτό μπορεί να εξηγήσει,
μαζί με τη βαθιά κοινωνική κρίση, και την εμφάνιση νεοφασιστικών ρευμάτων όπως η
Χρυσή Αυγή, αλλά και την αυταρχική μετάλλαξη και της «κεντροδεξιάς» και της
«κεντροριστεράς», όπως δείχνουν οι τρέχουσες εξελίξεις και στο ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ.
Είναι τυχαίο ότι ένα ακραίο μείγμα νεοσυντηρητισμού, ρατσισμού και
νεοφιλελευθερισμού, σαν κι αυτό που αρθρώνει ο Βορίδης (ή δοκίμασε να αρθρώσει ο
Λοβέρδος) δείχνει να είναι η κυρίαρχη αστική πολιτική κατεύθυνση;
Γι’ αυτό το λόγο και η ρήξη με
αυτή την «ευρωπαϊκή στρατηγική» καθίσταται μονόδρομος. Η ευρωζώνη δεν μπορεί να
«αυτομεταρρυθμιστεί», αντίθετα θα μεταλλάσσεται ολοένα και περισσότερο σε μια
όλο και πιο αντιδραστική κατεύθυνση. Γι’ αυτό το λόγο και είναι λανθασμένη η
επένδυση τμημάτων της Αριστεράς, της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβανομένης, σε
μια κατεύθυνση αλλαγής πορείας της ευρωζώνης, μέσα από ένα συνδυασμό ανάμεσα
στην επαναδιαπραγμάτευση και τον πανευρωπαϊκό συντονισμό κινημάτων, επειδή
υποτίθεται ότι μόνο στο ευρωπαϊκό επίπεδο μπορούν να υπάρξουν λύσεις. Μια τέτοια
κατεύθυνση όχι μόνο υποτιμά τη δομική ανισότητα και αντιφατικότητα της ΕΕ, σε
όλα τα επίπεδα, ακόμη και στο επίπεδο της κατάστασης των λαϊκών κινημάτων, αλλά
και ενέχει τον κίνδυνο απλώς να παραμένει διαρκώς η ελληνική κοινωνία σε μια
συνθήκη διαρκούς εκβιασμού, την ίδια ώρα που κρίσιμες ευκαιρίες για
αποφασιστικές ρήξεις θα χάνονται.
Σήμερα ο πραγματικός διεθνισμός
είναι ακριβώς η ρήξη με την ΕΕ, η αντιμετώπιση της Ελλάδα ως ενός εν δυνάμει
«αδύναμου κρίκου», η επιλογή της ανασημασιοδότησης της ανεξαρτησίας από το
σύγχρονο ιμπεριαλισμό ως αφετηρίας για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική. Μια
τέτοια κατεύθυνση θα προκαλούσε τεράστιους κραδασμούς σε όλη την Ευρωζώνη, θα
αποσταθεροποιούσε κυβερνήσεις και θα έδινε μια πρωτοφανέρωτη ώθηση στα λαϊκά
κινήματα στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο γιατί θα αποτελούσε την έμπρακτη
απόδειξη ότι μπορούν σήμερα να υπάρξουν ανατροπές, ότι μπορούν κινήματα και
χώρες να βγουν από το ατσάλινο κλουβί του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού». Από
πειραματόζωο της πιο ακραίας ανατροπής των κοινωνικών κατακτήσεων, μπορούμε να
γίνουμε το πρώτο μεγάλο πείραμα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στον Ευρωπαϊκό
χώρο μετά από πολλές δεκαετίες. Αυτή είναι η ευθύνη με την οποία καλούμαστε να
αναμετρηθούμε. Η ιστορία θα κρίνει αυστηρά την Αριστερά, εάν χαθεί η ιστορική
ευκαιρία που μας ανοίγεται.
Συνέντευξη στη
Μαρξιστική Φωνή, τ. 9, 2013