Δημήτρης
Καλτσώνης
Αρκεί το υπάρχον
νομικό πλαίσιο
Υπάρχουν δυο τουλάχιστον
θεμελιώδη προβλήματα σχετικά με το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης. Το πρώτο
σχετίζεται με την αναγκαιότητα της νομοθετικής ρύθμισης και την εφαρμογή των
σχετικών διατάξεων. Μέχρι σήμερα υπάρχει ποινική νομοθεσία η οποία καλύπτει
πλήρως τα κάθε είδους ρατσιστικά εγκλήματα. Με βάση τον Ποινικό Κώδικα, το ν.
927/1979 (όπως συμπληρώθηκε στη συνέχεια) και ειδικότερα το άρθρο 79 παρ. 3 ΠΚ
(όπως τροποποιήθηκε το 2008) όλες οι αποτρόπαιες πράξεις βίας των ναζιστών
μπορούν να τιμωρηθούν.
Ο ν. 927/1979 αποτελεί
μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο διεθνούς σύμβασης του 1966. Η διεθνής αυτή σύμβαση
υιοθετήθηκε σε μια περίοδο που η ύπαρξη των σοσιαλιστικών κρατών και του
κινήματος των αδεσμεύτων διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στον ΟΗΕ και επιδρούσε στις
αποφάσεις του. Ο ελληνικός νόμος, που ήρθε για ψήφιση λίγο μετά την πτώση της
χούντας και υπό την επίδραση του λαϊκού κινήματος και των αντιδικτατορικών
αισθημάτων, υιοθετήθηκε μάλιστα ομόφωνα. Το πρόβλημα είναι όμως ότι η σχετική
νομοθεσία παραμένει ανενεργός. Ο κρατικός μηχανισμός έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα
φειδωλός στην εφαρμογή του.
Κατά συνέπεια τίθενται τα
εύλογα ερωτήματα: Τι καινούργιο έρχεται να προσθέσει το νομοσχέδιο; Ποια εγγύηση
υπάρχει ότι η σχετική νομοθεσία θα εφαρμοστεί; Αν πράγματι από πλευράς πολιτείας
υπήρχε η βούληση να τιμωρηθούν τα ρατσιστικά εγκλήματα γιατί δεν ενεργοποιήθηκε
το υπάρχον νομικό οπλοστάσιο;
Το πρόβλημα επομένως είναι
εγγενές. Όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχει μια ιδιότυπη σχέση ανοχής (έως και
ενθάρρυνσης κάποιες φορές) των νεοναζιστικών μορφωμάτων από την κυβέρνηση και
τον κρατικό μηχανισμό, από κάποια μέσα μαζικής ενημέρωσης και από κάποιους
ισχυρούς επιχειρηματίες. Αυτός είναι ο λόγος που δεν ενεργοποιείται η υπάρχουσα
νομοθεσία. Άρα η ψήφιση ενός ακόμη νόμου δεν έχει τίποτα απολύτως να προσθέσει
στην επίλυση του προβλήματος. Στοχεύει εν πολλοίς στην καλλιέργεια
εντυπώσεων.
Κίνδυνος αλλοιωτικής
εφαρμογής
Το δεύτερο θεμελιώδες πρόβλημα
του νομοσχεδίου είναι ο κίνδυνος αλλοιωτικής εφαρμογής του. Ο κίνδυνος αυτός
προκύπτει κυρίως από το γεγονός ότι το νομοσχέδιο αποτελεί ενσωμάτωση στην
εθνική νομοθεσία απόφασης πλαίσιο της ΕΕ. Η ΕΕ όμως εντάσσει την όλη
δραστηριότητά της σε μια γενικότερη προσπάθεια καταπολέμησης και δίωξης των
«ακραίων ιδεολογιών». Στη λογική αυτή προβαίνει σε μια ανιστόρητη ταύτιση
φασισμού και κομμουνισμού. Συνέπεια αυτών είναι ότι σε αρκετά κράτη μέλη της ΕΕ
υπάρχει νομοθεσία που απαγορεύει την ύπαρξη και δράση των κομμουνιστικών
κομμάτων. Ακόμη περισσότερο, η ΕΕ έχει περάσει σε επίπεδο πολιτικών διακηρύξεων
αλλά και νομοθετικών επιλογών από την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στην
καταπολέμηση εν γένει του «ριζοσπαστισμού».
Είναι για τούτο ορατός ο
κίνδυνος της αλλοιωτικής εφαρμογής κάποιων ασαφών ή τουλάχιστον προβληματικών
νομικών όρων που υπάρχουν στο νομοσχέδιο και που μπορούν να ανοίξουν το δρόμο
για δίωξη όχι των πράξεων αλλά του φρονήματος, με ό,τι κινδύνους εμπεριέχει
αυτό. Τέτοια είναι η έννοια της «εχθροπάθειας» (άρθρου 2, 3, 7), της «κακόβουλης
συμπεριφοράς» αλλά και της γενοκτονίας του άρθρου 4.
Δυο ιστορικά
παραδείγματα
Σε όσους φαίνεται υπερβολικός
ένας τέτοιος κίνδυνος, είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε δυο ιστορικά παραδείγματα
από αντίστοιχη εποχή οικονομικής κρίσης. Το λεγόμενο «κατοχυρωτικό» του 1924
θέσπιζε ποινικές διατάξεις ενάντια σε όσους με οποιοδήποτε τρόπο καταφέρονταν
ενάντια στην αβασίλευτη Δημοκρατία. Υποτίθεται ότι στο στόχαστρο του νόμου
έμπαιναν οι βασιλόφρονες. Η πράξη έδειξε όμως ότι ο νόμος στράφηκε και σε βάρος
των δημοκρατών που αγωνίζονταν ενάντια στην κολοβή μεσοπολεμική
δημοκρατία.
Με παρόμοιο τρόπο το λεγόμενο
«ιδιώνυμο» (ν. 4229/1929) δεν στρεφόταν συγκεκριμένα ενάντια στους κομμουνιστές,
στους αριστερούς και προοδευτικούς πολίτες αλλά είχε μια γενική διατύπωση
προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος. Η διατύπωση ερμηνεύθηκε έτσι ώστε να
στραφεί αποκλειστικά εναντίον τους και εναντίον των λαϊκών αγώνων.
Μέσα σε ένα τέτοιο
κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον, όπως και το σημερινό της κρίσης, τίποτα δεν
αποκλείει τη μελλοντική τροποποίηση του νέου αντιρατσιστικού νόμου και την
ενίσχυσή του με διατάξεις που θα στρέφονται τελικά άμεσα, όχι ενάντια στις
νεοναζιστικές πράξεις βίας αλλά ενάντια σε άλλες κατηγορίες πολιτών θίγοντας
έτσι καίρια τις δημοκρατικές ελευθερίες. Είναι εύκολο να γίνει το βήμα από τη
δίωξη των πράξεων ρατσιστικού μίσους στη δίωξη των πράξεων «ταξικού
μίσους».
Κάποιες
προτάσεις
Δεν πρέπει όμως να
αντιμετωπιστεί η ρατσιστική βία; Και βέβαια. Αυτό πρέπει να γίνει υπόθεση του
λαού, των συλλογικών του φορέων, κάθε δημοκρατικά σκεπτόμενου πολίτη. Είναι
απολύτως αναγκαίο:
1. να απαιτήσουν οι
εργαζόμενοι και οι συλλογικοί τους φορείς από την κυβέρνηση να εφαρμόσει πλήρως
και με αυστηρότητα την ισχύουσα νομοθεσία για την τιμωρία όλων των φυσικών και
ηθικών αυτουργών τέτοιων πράξεων. Η ισχύουσα νομοθεσία είναι επαρκής για το
σκοπό αυτό, αρκεί να εφαρμοστεί.
2. να αποκρούσει το ίδιο το
μαζικό κίνημα των εργαζομένων συνολικά την παρακρατική – νεοναζιστική
βία,
3. να αγωνιστεί για την
αποφασιστική εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από φασιστικά στοιχεία και το
γενικότερο ριζικό εκδημοκρατισμό του,
4. να αγωνιστεί για την
προστασία και διεύρυνση των λαϊκών ελευθεριών, ιδίως του δικαιώματος του
συνέρχεσθαι και της απεργίας που υπονομεύονται από την παράνομη αστυνομική βία
και την εργοδοτική αυθαιρεσία.
[1]
Βλ. για παράδειγμα το άρθρο του Γ. Μιχελάκη, Η Εφημερίδα των συντακτών,
18-19/5/2013.
Τελευταία Ενημέρωση
(Δευτέρα, 20 Μάιος 2013 20:27)
*επ. καθηγητής στο Πάντειο
Πανεπιστήμιο
πηγή: εργατικός αγώνας