Αναδημοσίευση από το
βυτίο
Να ‘χεις το λοιπόν στο χέρι, να κλείνεις
ξαπλώστρα στην παραλία και να κάνεις χιούμορ με τους Πακιστανούς των φαναριών.
Πόσο κουλ και γαμάτο. Όλη αυτή η κουλτούρα ήρθε να συναντήσει τα χρόνια των
οικονομικών προβλημάτων και της διάλυσης. Το αποτέλεσμα είναι η συγχώνευση
φασισμού και ριάλιτι σε αυτό που προφητικά εμφανιζόταν από καιρό στα εξώφυλλα
της Εσπρέσο.
*
Λίγη ώρα αργότερα, αντί να πάρω λεωφορείο, είπα να περπατήσω από Ομόνοια προς
Άγιο Παντελεήμονα. Περνώντας από πλατεία Βικτωρίας, αναρωτήθηκα στα σοβαρά για
μια στιγμή, αν φοβάμαι κάθε φορά που βρίσκομαι κει. Δεν είχα απάντηση προφανώς.
Θα ήταν ευκολία από μέρους μου να πω ότι μου φαίνεται ότι δεν φοβάμαι. Δεν ζω
εκεί, δεν έχω εμπεριστατωμένη άποψη. Σήμερα, άλλωστε που ξαναπερνούσα από κει,
μια κοπέλα ανακάλυπτε μπροστά μου πως της είχαν σπάσει το παράθυρο του
αυτοκινήτου για να της πάρουν το κασετόφωνο. Θα μου πεις, δεν συμβαίνει αλλού; Ή
είναι αυτός λόγος για να τρομοκρατείσαι; Δεν ξέρω. Τα ακούω όλα. Την Παρασκευή
πάντως καθώς τα σκεφτόμουν όλα αυτά, έστριψα ασυναίσθητα σ’ ένα μικρό στενάκι
πεζοδρομημένο, όπως κάνεις καμιά φορά όταν περπατάς στην πόλη και αισθάνεσαι
ωραία και θες να περάσεις μέσα απ’ το αστικό τοπίο και να δεις μια λεπτομέρεια
που δεν ξαναπρόσεξες ποτέ.
Στο
στενό, στην εσοχή της εισόδου μιας πολυκατοικίας βλέπω δύο παιδιά που ήταν
καθισμένα εκεί αγκαλιά. Το κορίτσι ήταν ανεβασμένο πάνω στο αγόρι και τον
φιλούσε. Η μισή πλάτη της ήταν έξω, τα περίφημα μαύρα τιραντάκια. Ούτε που
κατάλαβαν πως κάποιος περνούσε από κει.
Σκεφτόμουν πως κάποτε εκεί τα κάναμε όλα. Στην είσοδο
μιας πολυκατοικίας, κάπου σε μια κοντινή γειτονιά. Φιλιά και σουβλάκια και
συζητήσεις για το μέλλον και ερωτικά προβλήματα και παγωμένα αναψυκτικά μετά απ’
τη μπάλα.
Στο
σημείο αυτό, στο mp3 γίνεται περίεργη αλλαγή. Ανάμεσα στα διάφορους Mat Elliott
ξεφεύγει μια Μπέλλου και ακούγεται ο στίχος: «είναι κάτι άνθρωποι μες στις
συνοικίες / που θαρρείς πως ζήσανε σκυφτοί» Αλλά τώρα δεν μπορώ να σκεφτώ τη
φτώχεια, τη μιζέρια και τα ημιυπόγεια της διαδρομής. Το μυαλό μου έχει κολλήσει
στην είσοδο της πολυκατοικίας. Σκέφτομαι καλοκαίρια στο Βύρωνα, κάποτε, πριν
χιλιάδες χρόνια, και καλοκαίρια στο Σούνιο και καλοκαίρια γενικώς. Παντού
τιραντάκια κι άλλα ωραιότερα, αφόρητες ζέστες, και ημίγυμνα κορμιά. Ύστερα
διάφορες ξυπόλυτες φιγούρες σε νησιά, σε σκαλοπάτια σπιτιών που δεν ανήκουν
πουθενά και σε κανένα. Σοκάκια και είσοδοι πολυκατοικιών στραγγίζουν ιδρώτες και
πλάτες και θα μας σώσει μια παγωμένη μπύρα, ένα χάδι κι εκείνη η ανάμνηση του
παλιού εαυτού που δεν φοβόταν. Τα Αλβανάκια τότε δεν ήταν εχθροί, ότι κι αν
έλεγε η τηλεόραση ή κάποιος αισχρός γείτονας, ήταν απλά συμπαίχτες στο αέναο
ματς της κάτω πλατείας εκεί που επιτρεπόταν η ντρίπλα με σπόντα στο
πεζοδρόμιο.
Αλλά τί πάω να πω δεν ξέρω, δεν ξέρω που θέλω να
καταλήξω, θέλω να ξαναπώ μάλλον ότι το καλοκαίρι είναι μια εποχή που στάζει
καύλα, στάζει μέλι, έχει μια γλύκα φοβερή στο στόμα. Και θέλω να ξαναθυμηθώ πως
μοιραζόμαστε πίτες και πατάτες και κοκακόλες μετά τη μπάλα γιατί δεν είχαμε
λεφτά για να πάρουμε όλοι σουβλάκια και εξάλλου δεν μας άφηναν να τρώμε κάθε
μέρα σουβλάκια. Αλλά δεν γίνεται να πω ότι το καλοκαίρι είναι καύλα, γιατί εσύ
δεν έχεις στο νου παγωτά και μαγιό που λύνονται, αλλά αυτά τα παιδιά που δεν θα
δώσουν πανελλήνιες. Όχι λόγω απεργίας, αλλά λόγω έλλειψης άδειας παραμονής των
άνεργων γονιών τους.
Θέλω να πω ότι υπάρχει ένας
μικρός πεζόδρομος στην πλατεία Βικτωρίας (πόσο γραφικό, τον λένε οδός Ελπίδος
στ’ αλήθεια ), που το καλοκαίρι είναι ακόμη καύλα και οι άνθρωποι χαϊδεύονται
και φιλιούνται και ούτε που καταλαβαίνουν αν περνάει κανείς. Θέλω να πω ότι
υπάρχουν εκεί έξω είσοδοι πολυκατοικιών και σκαλάκια χωριών σε νησιά. Αλλά τώρα
που γράφω το ποστ και δεν είναι Παρασκευή για να ‘χω στο νου μου ακόμη τα φιλιά
των παιδιών, δεν βλέπω εισόδους πολυκατοικιών. Νιώθω ότι οι είσοδοι είναι όλες
κλειστές από νεοναζί με σπασμένα μπουκάλια. Νιώθω ότι αν θες να φιληθείς στο
σκαλάκι, καλό θα είναι να διώξεις τους φασίστες από εκεί.