Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Στα άδυτα της ουγγρικής Ακροδεξιάς

Στα άδυτα της ουγγρικής Ακροδεξιάς
FREE photo hosting by Fih.grΟΥΓΓΑΡΙΑ Βρετανός δημοσιογράφος έζησε για μία εβδομάδα με μέλη από τα τάγματα εφόδου του ξενόφοβου, αντισημιτικού κόμματος Γιόμπικ, που κάνουν εξορμήσεις στην επαρχία επιτιθέμενα σε Τσιγγάνους. Ιδού τα όσα είδε… Η Ουγγαρία απασχολεί πολύ το τελευταίο διάστημα την Ευρώπη, για όλους τους επικίνδυνους λόγους. Μόλις την περασμένη εβδομάδα στην έκθεσή της η Διεθνής Αμνηστία καυτηρίασε τις «ρατσιστικές συμπεριφορές και τις βίαιες επιθέσεις από ομάδες ακροδεξιών» εναντίον της μειονότητας των Ρομά. Ενώ τη Δευτέρα, η επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων της Ε.Ε. Σεσίλια Μάλμστρομ χαρακτήρισε «ντροπή» για την Ευρώπη «νέοι άνθρωποι να βαδίζουν με στολές… να παρενοχλούν και να χτυπούν τους Ρομά», με βάση οργανωμένο σχέδιο κόμματος που εκπροσωπείται στη Βουλή.
Της Έλλης Πάνου

Πρόκειται για το Γιόμπικ ή αλλιώς το «Κίνημα για μια Καλύτερη Ουγγαρία», που αφού προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών πρόσφατα προτείνοντας να απογραφούν σε ειδικές λίστες οι Ούγγροι εβραϊκής καταγωγής «για λόγους ασφαλείας», ξαναχτύπησε προχθές σε συζήτηση στο Κοινοβούλιο, υποστηρίζοντας ότι το μουσείο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Αουσβιτς «μπορεί να μην αντικατοπτρίζει τα αληθινά γεγονότα της Ιστορίας» και επομένως «δεν θα πρέπει να ενθαρρύνονται οι μαθητές να το επισκέπτονται».
Το Γιόμπικ, με 43 έδρες σήμερα στη Βουλή και 2 στο Ευρωκοινοβούλιο, ελπίζει στις εθνικές εκλογές του 2014 να αναδειχθεί δεύτερη πολιτική δύναμη, προωθώντας ένα μανιφέστο γεμάτο δηλητηριώδεις αναφορές στους Ρομά και τους Εβραίους. Το κόμμα, που έχει συνάψει σχέσεις με άλλες ακροδεξιές ομάδες, μέσω της Συμμαχίας Ευρωπαϊκών Εθνικών Κινημάτων, διαθέτει συγκροτημένα, εκπαιδευμένα, ένστολα «τάγματα επαγρύπνησης», που κάνουν επιδρομές στα χωριά των μειονοτήτων για εκφοβισμό, σπέρνουν τη διχόνοια στον πληθυσμό κι όταν τίθενται εκτός νόμου, επανεμφανίζονται με νέα ονομασία και παρόμοια δομή.
Οταν στις αρχές του μήνα συνεδρίαζε στη Βουδαπέστη το Παγκόσμιο Εβραϊκό Κογκρέσο, λίγες εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα, ο ηγέτης του Γιόμπικ μιλούσε σε ένα πλήθος οπαδών του κόμματος, μεταξύ αυτών και ένστολων μελών της Εθνικής Ουγγρικής Φρουράς -μιας πολιτοφυλακής, συνιδρυτής της οποίας είναι ο ίδιος ο ηγέτης του Γιόμπικ, Γκάμπορ Βόνα- αλλά και της πιο ακραίας Betyarsereg, που σημαίνει «Στρατός Παρανόμων». Κανείς δεν εναντιώθηκε στη συγκέντρωση αυτή και η αστυνομική παρουσία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Ο πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπάν -ανέφερε ντοκιμαντέρ του βρετανικού Channel 4- διαβεβαίωσε την ηγεσία του Εβραϊκού Κογκρέσου ότι έχει αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το πρόβλημα των ομάδων αυτών. Η δήλωση, όμως, φαίνεται ότι απέχει πολύ από την πραγματικότητα.

Η εβδομάδα με τους Ούγγρους νεοναζί

Το Γιόμπικ έχει κερδίσει τον θαυμασμό όσων έχουν μπουχτίσει με την κυβερνητική διαφθορά, όσων χαρακτηρίζονται αντισημίτες, νεοναζί και ομοφοβικοί και μισούν τους Ρομά, σημειώνει ο δημοσιογράφος του Channel 4, Μπράιαν Γουίλαν, σε μια αποκαλυπτική καταγραφή όσων έζησε επί μία εβδομάδα, παρέα με τους πιστούς του κόμματος, προσπαθώντας να καταλάβει «τι είναι αυτό που ενεργοποιεί το μίσος τους».
«Την Πρωτομαγιά», γράφει, «βρέθηκα στη Βουδαπέστη, στη μέση ενός πλήθους 8.000 οπαδών του Γιόμπικ, να παρακολουθώ τους εθνικιστές ροκάδες του συγκροτήματος «Καρπάθια» να ερμηνεύουν άθλια πατριωτικά τραγούδια. Ο κόσμος ήταν ένα αλλόκοτο συνονθύλευμα από σκίνχεντ που χαιρετούσαν ναζιστικά, ηλικιωμένους εθνικιστές και «κανονικούς» νεαρούς Ούγγρους.
»Το συνεργείο μου κατέγραφε εικόνες με τους πάγκους, όπου πωλούσαν μαστίγια και τσεκούρια κι εγώ έμεινα μόνος μου ανάμεσα στον κόσμο, ενώ άρχισε η μπάντα να παίζει τον εθνικό ύμνο. Δεν είχα ακούσει ποτέ μέχρι τότε τον ουγγρικό ύμνο, αλλά είδα ότι όλοι σηκώθηκαν, στάθηκαν προσοχή και κοίταζαν ευλαβικά το κενό μπροστά τους. Ετσι σηκώθηκα κι εγώ, στη μέση όλων αυτών κι άρχισα να μουρμουρίζω στον εαυτό μου, ελπίζοντας ότι δεν θα με πάρουν χαμπάρι…
»Οταν έπεσε το σκοτάδι, η μάσκα του καθωσπρεπισμού έπεσε. Με έναν «αξιωματούχο» του κόμματος να παρακολουθεί, οπαδός με χαστούκισε ενοχλημένος από την «παρουσία Εβραίων» στη γιορτή τους και μετά άδειασε πάνω μου ένα μπουκάλι μπίρα.
»Παρότι εκφοβιστική η συμπεριφορά, θα μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερα, αφού ήμουν σε δασώδη περιοχή, μέσα στη νύχτα, περιτριγυρισμένος από χιλιάδες εθνικιστές, δίπλα σε πάγκους που πουλούσαν μαστίγια και τσεκούρια! Ολοι αυτοί που προσποιούνταν τους ευπρεπείς, μεταμορφώθηκαν στους ακροδεξιούς που γνωρίζω πολύ καλά: μεθυσμένοι, τσαπατσούληδες και έτοιμοι να επιτεθούν εναντίον όσων δεν τους μοιάζουν.
»Είχα περάσει το πρωινό μου παρακολουθώντας την Ουγγρική Φρουρά -την πολιτοφυλακή που σχετίζεται με το Γιόμπικ- να εκπαιδεύεται, ανακυκλώνοντας στις κουβέντες τους τη φασιστική ιδεολογία των αρχών του 20ού αιώνα. Μου είπαν ότι δίνουν αίμα, βοηθούν τους αστέγους, μοιράζουν ρούχα και τρόφιμα – δραστηριότητες που δεν συνάδουν με τη στρατιωτική δομή της οργάνωσης, τις στολές και τις ιστορίες που άκουσα γι” αυτούς.
»Ωστόσο, σε χωριά όπως το Γκιονγκιοσπάτα (ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος με μεγάλο πληθυσμό Ρομά) ο πραγματικός ρόλος αυτής της πολιτοφυλακής γίνεται πολύ πιο σαφής. Το 2011, οι εντάσεις μεταξύ του Γιόμπικ και των ντόπιων Ρομά κορυφώθηκαν και εκατοντάδες ένστολοι πολιτοφύλακες εισέβαλαν ως «τιμωροί» στις γειτονιές, που οι Ρομά αποκαλούν το «γκέτο» τους, και συγκρούστηκαν με τους κατοίκους. Από τότε το χωριό έχει γίνει «άντρο» του Γιόμπικ… Οταν έφτασα εγώ, τα πνεύματα είχαν πάλι οξυνθεί. Ο δήμαρχος -μέλος του Γιόμπικ- υποστήριξε ότι οι Τσιγγάνοι έκαναν φασαρία, ενώ ακουγόταν ο εθνικός ύμνος σε τοπικό φεστιβάλ…
»Δεν αποτελεί έκπληξη ότι ούτε οι Ρομά έχουν καλά λόγια να πουν για τον δήμαρχο: παρά τα καθαρά, φρεσκοασπρισμένα πεζοδρόμια στη «δική του» πλευρά του χωριού, το ταμείο του μάλλον δεν είχε χρήματα να διαθέσει για να στρωθούν τα πεζοδρόμια και στις γειτονιές των Ρομά, τα σπίτια των οποίων παρακολουθούνται από το δημαρχείο με κάμερες κλειστού κυκλώματος.
»Ορισμένοι εκτιμούν ότι στην Ουγγαρία ζουν ένα εκατομμύριο Ρομά και η ανεργία μεταξύ τους κυμαίνεται στο 60% – έξι φορές ο εθνικός μέσος όρος. Το Γιόμπικ λέει ότι θέλει να τους βάλει όλους να δουλέψουν. Αλλά δεν αποσαφηνίζει πώς θα το πετύχει αυτό… Μέλος του κόμματος μου είπε ότι «το 60% των Ρομά είναι εγκληματίες». Το περίεργο είναι ότι ενώ όλοι με τους οποίους μίλησα ξέρουν κάποιον που έπεσε θύμα Τσιγγάνου, ποτέ δεν είχαν πέσει θύματα οι ίδιοι…
»Τον περασμένο Νοέμβριο είδα με τρόμο 10.000 ακροδεξιούς εθνικιστές να συρρέουν στη Βαρσοβία… είδα φασίστες να επιτίθενται σε δημοσιογράφους, φωτορεπόρτερ, αστυνομικούς… Πίστευα ότι ήταν οι χειρότερες σκηνές φασισμού που θα μπορούσα να παρακολουθήσω ποτέ στην Ευρώπη. Είναι, όμως, σαφές τώρα ότι χειρότερα προβλήματα σωρεύονται στον ορίζοντα για την Ουγγαρία…».

Εφημερίδα των Συντακτών

Αριστερά, εξουσία, κυβέρνηση

Αριστερά, εξουσία, κυβέρνηση
FREE photo hosting by Fih.gr(Το κείμενο που ακολουθεί αποτελείται από απαντήσεις σε ερωτήσεις του περιοδικού Μαρξιστική Φωνή. Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 9 [Απρίλης - Ιούνης 2013] με τίτλο "Είναι αδύνατη η απαλλαγή από το βραχνά των μνημονίων χωρίς ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ". Αναπαράγεται εδώ με αφορμή τη συζήτηση στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ - και όχι μόνο... - πάνω στο ερώτημα μιας αριστερής κυβέρνησης.) Τον Ιούνιο του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε οριακά να αναδειχτεί πρώτο κόμμα, σήμερα όμως είναι διάχυτη η εντύπωση ότι θα υπερισχύσει στις επόμενες εκλογές και θα κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Για τον απλό κόσμο που πλήττεται από την κρίση αυτό αποτελεί μια ελπίδα και ένα βήμα εμπρός. Ποιοι όμως είναι οι όροι ώστε αυτό το βήμα να μη μείνει μετέωρο και να οδηγήσει σε ουσιαστικές ριζοσπαστικές αλλαγές;
Παναγιώτης Σωτήρης

Για να μπορέσει να δικαιωθεί η πρωτοφανέρωτη κοινωνική και πολιτική δυναμική που βγήκε στο προσκήνιο το προηγούμενο διάστημα, να σταματήσει η καταστροφή και να ανοίξουν δρόμοι κοινωνικοί σχηματισμού, πρέπει ένα ευρύ κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο να διεκδικήσει την κυβερνητική και πολιτική εξουσία. Αυτό έχει τρεις κρίσιμες προϋποθέσεις:
Α) Ένα μεταβατικό πρόγραμμα που να μπορεί πραγματικά να δώσει διέξοδο απέναντι στο τοπίο της μνημονιακής καταστροφής. Αναπόδραστη αφετηρία του δεν μπορεί παρά να είναι η άμεση έξοδος από το ευρώ ,η ρήξη και αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ακριβώς γιατί είναι αδύνατο να υπάρξει οποιαδήποτε φιλολαϊκή διέξοδος εντός της ευρωζώνης και της συστημικής βίας από τη μεριά του ευρωπαϊκού κέντρου, και η διαγραφή του χρέους. Η ανάκτηση νομισματικής κυριαρχίας πρέπει να συνδυαστεί με ένα γενναίο πρόγραμμα εθνικοποιήσεων, αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των εργαζομένων, πειράματα αυτοδιαχείρισης και εργατικού ελέγχου. Με στόχο την παραγωγική ανασυγκρότηση σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, τη διατροφική επάρκεια, την ανασυγκρότηση των συλλογικών παραγωγικών δυνατοτήτων, την προστασία του περιβάλλοντος, την αναβάθμιση των συλλογικών αγαθών, συνολικά ένα νέο αναπτυξιακό, καταναλωτικό, παραγωγικό πρότυπο, με αφετηρία την επινοητικότητα και την πρωτοβουλία των ίδιων των μαχόμενων δυνάμεων της εργασίας, της γνώσης και του πολιτισμού.
Β) Ακριβώς επειδή ένα τέτοιο πρόγραμμα θα σηματοδοτήσει μια κατεύθυνση ανοιχτής σύγκρουσης με τις δυνάμεις του κεφαλαίου δεν μπορεί παρά να στηριχτεί στο ξεδίπλωμα σύγχρονων μορφών δυαδικής εξουσίας, το πιο πλατύ ξεδίπλωμα μορφών λαϊκής αυτοοργάνωσης, αλληλεγγύης και αυτοάμυνας, με έμφαση στη λαϊκή πρωτοβουλία.
Γ) Μια τέτοια κατεύθυνση δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στην τυπική διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας μέσα στα όρια της τρέχουσας «νομιμότητας» είτε μιλάμε για το εθνικό είτε για το ευρωπαϊκό θεσμικό «κεκτημένο». Αντίθετα, θα απαιτήσει ρήξεις και ανατροπές, ευθεία αμφισβήτηση και του «δικαιώματος στην ιδιοκτησία» και του «διευθυντικού δικαιώματος», μέσα από μια «συντακτική διαδικασία» υπό την πίεση του λαϊκού παράγοντα.
Μια τέτοια προσπάθεια δεν αφορά απλώς μια «κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας» με πρωτοβουλία της Αριστεράς, ούτε απλώς μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Αφορά τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου «ιστορικού μπλοκ», της συνάντησης ανάμεσα σε μια πλατιά κοινωνική συμμαχία, ένα πρόγραμμα μετασχηματισμού της νεοελληνικής κοινωνίας έξω και πέρα από τον «ευρωπαϊκό δρόμο», και νέες μορφές δημοκρατίας. Δυστυχώς, οι προτάσεις και οι κατευθύνσεις που έρχονται από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ, με τον καταναγκαστικό ευρωπαϊσμό και την προσήλωση στη «νομιμότητα», δεν αναλογούν σε αυτή την πρόκληση και απειλούν να διαψεύσουν την ελπίδα του κόσμου που στρέφεται προς τα εκεί.
Ας επιμείνουμε λίγο στο ζήτημα των όρων. Ένα πρώτο θέμα είναι ότι για να σχηματιστεί η κυβέρνηση της Αριστεράς θα χρειαστεί λογικά τη στήριξη και κάποιων άλλων δυνάμεων εκτός του ΣΥΡΙΖΑ. Ποιες μπορεί να είναι αυτές, με δεδομένη την άρνηση του ΚΚΕ;
Όπως σας είπα και πριν, το πρόβλημα είναι ότι η γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον σε επίπεδο ηγετικής ομάδας και κεντρικών κατευθύνσεων, δεν έχει σχέση με μια στρατηγική πραγματικά αριστερής διακυβέρνησης και διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας. Η λογική της επαναδιαπραγμάτευσης, η προσπάθεια εύρεσης διαύλων επικοινωνίας με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, η διαβεβαίωση των επιχειρηματιών ότι δεν θα θιχτούν, οι ανιστόρητες προτάσεις για «Νέο Σχέδιο Μάρσαλ» και πάνω από όλα η επιμονή στο ευρώ ως «εθνικό νόμισμα» όλα αυτά αποτελούν πολιτικά όρια της κεντρικής γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ. Με αυτή την έννοια, η γενική επίκληση της ενότητας της Αριστεράς γύρω από μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια γραμμή αδιέξοδη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δίνει κάποια προοπτική και η λογική του ΚΚΕ, με την ηττοπαθή και σεχταριστική γραμμή που παραπέμπει τα πάντα σε μια σοσιαλιστική επανάσταση για την οποία οι συνθήκες δεν είναι ποτέ ώριμες. Αντίθετα, χρειαζόμαστε ριζική αλλαγή του τοπίου στην Αριστερά και το κίνημα. Χρειαζόμαστε μια νέα μορφή αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου που να μην είναι απλή αναδιάταξη των συσχετισμών της Αριστεράς αλλά διεργασία που να τροφοδοτείται από τη δυναμική και την έμπνευση της λαϊκής πρωτοβουλίας. Αφετηρία πρέπει να είναι, εδώ και τώρα, με τόλμη και με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, η συσπείρωση όλων των δυνάμεων που θεωρούν ότι σήμερα η ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ είναι η αναγκαία αφετηρία για μια φιλολαϊκή διέξοδο. Μια τέτοια κατεύθυνση είναι που θα μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα στην Αριστερά, να πιέσει και να μετατοπίσει και όσους διαλέγουν αδιέξοδους δρόμους, να παραμερίσει τα διαχειριστικά αντανακλαστικά και να επιτρέψει όντως η αναμέτρηση με το ερώτημα της κυβερνητικής εξουσίας να γίνει με όρους νικηφόρους. Γιατί διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος μια κυβέρνηση με συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ να συντριβεί από τα όρια της δικής της γραμμής αλλά και τους εκβιασμούς της ΕΕ και του ΔΝΤ – μικρή γεύση των οποίων πήραμε από το πώς ταπείνωσαν την κυπριακή κυβέρνηση – και να αποτελέσει απλώς το διάλειμμα πριν την ακροδεξιά ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού.
Υπάρχει βέβαια το καίριο ζήτημα των κοινωνικών όρων επιτυχίας μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Ποιοι είναι οι μίνιμουμ αναγκαίοι μετασχηματισμοί ώστε να μην καταλήξει σε απλή κυβερνητική εναλλαγή; Αναφερόμαστε σε όλα τα πεδία, οικονομία, κράτος, νομοθεσία, κοινωνία. Και πάντα με δεδομένο ότι η κοινωνική αποδιάρθρωση επιδεινώνεται δραματικά, επομένως δεν αρκούν κάποιες οριακές αλλαγές…
Μια κυβέρνηση της Αριστεράς, με τον τρόπο που προσπάθησα να την περιγράψω παραπάνω, πρέπει να μπορεί εξαρχής να προσφέρει μια συγκεκριμένη εναλλακτική αφήγηση και να είναι προετοιμασμένη για όλα τα βήματα. Πρέπει να πει την αλήθεια στην κοινωνία, να τονίσει τις αναγκαστικές δυσκολίες που θα έχει η άμεση έξοδος από το Ευρώ, η μετάβαση σε εθνικό νόμισμα, η διαγραφή του χρέους και πλήρης αποκοπή από τις ευρωπαϊκές δανειακές ροές, αλλά και τις δυνατότητες που δίνουν για την ενίσχυση της δημόσιας δαπάνης, την καταπολέμηση της ανεργίας, την αξιοποίηση συλλογικών παραγωγικών δυνατοτήτων που σήμερα είναι σε αχρηστία. Πρέπει να στηριχτεί στη λαϊκή πρωτοβουλία και δυναμική απέναντι στις κάθε λογής απαντήσεις από τη μεριά των δυνάμεων του κεφαλαίου και τμημάτων του κρατικού μηχανισμού. Χωρίς ένα ισχυρό κίνημα που να μπορεί να υποστηρίζει τα κατειλημμένα εργοστάσια και τα δίκτυα αλληλεγγύης και αυτοδιαχείρισης, που να κάνει πράξη μορφές εργατικού και κοινωνικού ελέγχου στο τραπεζικό σύστημα, που να απαντά άμεσα και αποφασιστικά σε κάθε λογής κερδοσκοπίες και που να κάνει συλλογική μάχη την εμπιστοσύνη στο νέο νόμισμα και τη νέα οικονομική πολιτική, ακόμη και μια κυβέρνηση με σωστό πρόγραμμα θα είναι διαρκώς ευάλωτη. Αυτό θα απαιτήσει και μεγάλες θεσμικές τομές που θα βάζουν περιορισμούς στο δικαίωμα στη μεγάλη ιδιοκτησία, θα αμφισβητούν το διευθυντικό δικαίωμα, θα κατοχυρώνουν μορφές εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, επομένως μια διαδικασία όχι απλώς «νομοθέτησης» αλλά μια «συντακτική διαδικασία» με πρωτοβουλία των ίδιων των λαϊκών μαζών, ακριβώς για να σηματοδοτείται η ρήξη και η τομή και στην ίδια την υλικότητα των κρατικών μηχανισμών, σε μια κατεύθυνση μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων. Όλα αυτά απαιτούν και μεγάλες αξιακές ανατροπές, μια νέα συλλογική ηθική της συμμετοχής, της κοινής προσπάθειας, της πάλης για τη συλλογική επιβίωση αλλά και τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Η πολιτική των μνημονίων είναι στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης, αφού χωρίς την ανατροπή της δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Αναδιαπραγμάτευση, παύση πληρωμών, μέσα ή έξω από το ευρώ, μονομερείς ή μη ενέργειες, έχουν γίνει καθημερινές έννοιες. Ωστόσο, η συζήτηση διεξάγεται συχνά από μια στατική αφετηρία. Ας επιχειρήσουμε μια διαφορετική τοποθέτηση: πότε, σε ποιες συνθήκες, με ποιους όρους μπορεί να συμβεί το ένα και πότε θα γίνει απαραίτητο το άλλο;
Νομίζω ότι έχει γίνει πια σαφές ότι είναι αδύνατο να έχουμε οποιαδήποτε απαλλαγή από το βραχνά των μνημονίων χωρίς ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ. Έχει φανεί πια ότι περιθώρια επαναδιαπραγμάτευσης των δανειακών συμβάσεων ώστε να μην είναι συνώνυμες με την ακραία λιτότητα και τη μετατροπή της Ελλάδας σε μια «Ειδική Οικονομική Ζώνη» δεν υπάρχουν. Αναγκαστικά χρειαζόμαστε μονομερείς ενέργειες και μάλιστα άμεσα. Ωριμάζει μέσα στην κοινωνία η αντίληψη ότι μπορούμε και πρέπει να φύγουμε τώρα από το ευρώ και αυτό όχι μόνο να μην είναι καταστροφή αλλά αφετηρία προοδευτικών και φιλολαϊκών ανατροπών. Η λογική που λέει ότι κατά κάποιο τρόπο είτε θα πείσουμε τους Ευρωπαίους ότι είναι προς το συμφέρον τους να εγκαταλείψουν την αδιέξοδη πολιτική τους, αντανακλά την παλιά αυταπάτη της ρεφορμιστικής αριστεράς – που κυρίως στην Ελλάδα εκπροσωπήθηκε από τη δεξιόστροφη εκδοχή του «ανανεωτικού ρεύματος» – ότι μπορούμε να έχουμε καλύτερες προτάσεις από του αστούς ως προς το δικό τους συμφέρον. Δυστυχώς, η λογική ότι είμαστε «too big to faιl» και άρα κάποια στιγμή θα μας βοηθήσουν θέλουν δεν θέλουν, έχει πλέον διαψευστεί στην πράξη. Η Κύπρος δείχνει ότι πλέον δεν έχουν κανένα πρόβλημα να κλιμακώσουν την παραδειγματική οικονομική και κοινωνική «πειθάρχηση» ολόκληρων χωρών. Όσο για τη λογική ότι η λύση είναι μόνο ευρωπαϊκή αποπνέει τραγική άγνοια του εμπεδωμένου φιλελευθερισμού της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, την ίδια ώρα που όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι η αναμονή για τον υποτιθέμενο πανευρωπαϊκό ξεσηκωμό απλώς χαρίζει χρόνο στις μνημονιακές δυνάμεις να ολοκληρώσουν το καταστροφικό τους έργο.
Σήμερα επίσης γίνεται αρκετή συζήτηση για «Σχέδια Β», παραγωγική ανασυγκρότηση, κ.λπ. Έχει η ως τώρα συζήτηση στην Αριστερά αποσαφηνίσει αυτά τα ζητήματα και ποιες είναι, κατά τη γνώμη σας, οι πιο σημαντικές εκκρεμότητες;
Εδώ είναι που έχουμε τις μεγαλύτερες αδυναμίες. Μεγάλο μέρος της συζήτησης στην Αριστερά έχει μείνει σε γενικές διατυπώσεις και θέσεις αρχών, ακόμη και εάν αυτές, ιδίως εκείνες που μιλάνε για την ανάγκη ρήξης με το ευρώ και την ΕΕ, έχουν ορθή αφετηρία. Χρειαζόμαστε ένα πολύ πιο συγκεκριμένο πρόγραμμα για τον αναγκαίο «άλλο δρόμο» για την ελληνική κοινωνία που να απαντάει σε συγκεκριμένα και επείγοντα ερωτήματα. Πώς μπορούμε με αφετηρία τις εθνικοποιήσεις και την αύξηση της δημόσιας δαπάνης σε συνθήκες εθνικού νομίσματος να μπορέσουμε να έχουμε άμεση και σημαντική αύξηση της απασχόλησης, ξεκινώντας από την άμεση κάλυψη όλων των αναγκαίων κοινωνικά χρήσιμων θέσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα; Πώς μπορούμε να έχουμε ένα κίνημα για την επαναλειτουργία κλειστών εργοστασίων και επιχειρήσεων με αφετηρία τον εργατικό έλεγχο και την αυτοδιαχείριση; Πώς μπορούμε να έχουμε διατροφική επάρκεια ξεκινώντας από την αναγέννηση του αγροτικού κόσμου, μια νέα μάχιμη συνεταιριστική κατεύθυνση και το πλήρες ξεδίπλωμα πρακτικών και δικτύων άμεσης πρόσβασης των προϊόντων από τους παραγωγούς στους καταναλωτές «χωρίς μεσάζοντες». Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το ενεργειακό πρόβλημα και να περιορίσουμε την εξωτερική ενεργειακή εξάρτηση που θα αποτελέσει και από τα βασικότερα πεδία εκβιασμού μιας πραγματικά αριστερής κυβέρνησης; Πώς μπορούμε να έχουμε ένα πλήρες δημόσιο σύστημα υγείας, που να στηρίζεται στην πρόληψη και τη βελτίωση των όρων διαβίωσης και όχι στην εκ των υστέρων «επισκευή»; Πώς μπορούμε, σε τελική ανάλυση, να βρούμε έναν τρόπο να συντονίζουμε και να σχεδιάζουμε την οικονομική δραστηριότητα, χωρίς την καταφυγή στον καταναγκασμό της αγοράς; Όλα αυτά απαιτούν συλλογική προσπάθεια και αξιοποίηση όλου του δυναμικού του κινήματος που έχει τη γνώση και το μεράκι να προσφέρει ιδέες και τρόπους για να αντιμετωπίσουμε όλες αυτές τις μεγάλες προκλήσεις. Σημαίνει αυτό ότι βλέπουμε τις μάχες που δίνουμε και στο κίνημα και στο συντονισμό και ως μια διαδικασία παραγωγής γνώσης και ιδεών για το πώς «μπορούν να πάνε τα πράγματα αλλιώς». Δεν μπορεί να είναι απλώς μια υπόθεση «προγραμματικών επεξεργασιών» από κομματικά επιτελεία της Αριστεράς, αλλά κομμάτι μιας μεγάλης συλλογικής προσπάθειας, πολιτικής και θεωρητικής για την επεξεργασία αυτού του «άλλου δρόμου» για την ελληνική κοινωνία.
Από τις εκλογές του 2012 το ΚΚΕ επιμένει ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα διέφερε ουσιαστικά σε τίποτα από μια κυβέρνηση της ΝΔ και θα ήταν εξίσου επικίνδυνη για τους εργαζόμενους, απορρίπτοντας κάθε κοινή δράση με τις άλλες αριστερές δυνάμεις. Πώς κρίνετε τη στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ; Υπάρχουν κάποια πραγματικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν την ελπίδα πως μπορεί να αλλάξει, και αν όχι πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί;
Η ηγεσία του ΚΚΕ έχει επιλέξει μέσα στην περίοδο μια επικίνδυνη πολιτική γραμμή. Το βασικό πρόβλημα με τη γραμμή του ΚΚΕ δεν είναι τόσο ο τόνος της πολεμικής του απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, όσο η εκτίμηση του για τη συγκυρία. Το ΚΚΕ ουσιαστικά θεωρεί ότι δεν βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου η ταξική πάλη έχει οξυνθεί στο βαθμό που να αποσταθεροποιεί την αστική εξουσία, εκτιμά ότι δεν μπορούμε να έχουμε ουσιαστικά ρήγματα και ταυτίζει την προετοιμασία για ρήξεις με τη δική του ενίσχυση, διαλέγοντας έτσι συνειδητά μια πολιτική κατεύθυνση σεχταρισμού και εχθρότητας προς τις άλλες δυνάμεις της Αριστεράς. Στη βάση αυτής της εκτίμησης το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι σήμερα δεν μπορούμε να έχουμε ρήγματα, δεν μπορούμε να έχουμε ανατροπές, δεν μπορούν να ξεκινήσουν έστω και αντιφατικές διαδικασίες κοινωνικού μετασχηματισμού. Γι’ αυτό το λόγο και το ΚΚΕ αρνείται σήμερα ότι μια αριστερή κυβέρνηση, με πρόγραμμα ρήξεων όπως η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ θα μπορούσε να είναι η αφετηρία μιας αναγκαστικά πρωτότυπης επαναστατικής διαδικασίας. Αντίθετα, πηγαίνει στο συνέδριο με μια σειρά από θέσεις που παραπέμπουν σε μια εγκεφαλική σύλληψη της επαναστατικής διαδικασίας, ένα φραστικό αντικαπιταλισμό που απλώς αναβάλλει διαρκώς την αναμέτρηση με τα σημερινά, αναγκαστικά άνισα και μετέωρα, στοιχεία αποσταθεροποίησης της αστικής ηγεμονίας. Απέναντι σε αυτή την καταστροφική πολιτική είναι αισιόδοξο στοιχείο όλες οι φωνές κριτικής που αρθρώνονται μέσα στη προσυνεδριακή συζήτηση του ΚΚΕ. Γι’ αυτό το λόγο και αυτό που χρειάζεται απέναντι στην ηττοπαθή πολιτική του ΚΚΕ είναι να υπάρξει μια άλλη δυναμική μέσα στην Αριστερά που να είναι πραγματικά ενωτική αλλά και ταυτόχρονα – σε αντίθεση με τη γραμμή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ –να παίρνει θέση πάνω σε όλα τα μεγάλα ανοιχτά ερωτήματα ξεκινώντας από την αναπόδραστη αναμέτρηση με το ερώτημα της ρήξης με το ευρώ και την ΕΕ.
Ενώ φυσικά δεν συμφωνούμε ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα ήταν το ίδιο με της ΝΔ, θα υπάρξει ο κίνδυνος να κάνει υπερβολικούς συμβιβασμούς και/ή να έχει παρόμοια τύχη με την κυβέρνηση του Αλιέντε. Πολύ περισσότερο όταν είναι βέβαιο ότι θα ασκηθούν αφόρητες πιέσεις από τη μεριά του διευθυντηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τι μας διδάσκει το παρελθόν σχετικά με αυτούς τους κινδύνους;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οποιαδήποτε αριστερή κυβέρνηση δοκιμάσει ένα πρόγραμμα ρήξης θα βρεθεί στο στόχαστρο και των δυνάμεων του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Επιπλέον, είναι σαφές ότι τμήματα του ίδιου του κρατικού μηχανισμού θα δοκιμάσουν να αντιδράσουν. Η εμπειρία της Χιλής έδειξε με τον πιο οδυνηρό ότι μια απόπειρα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού που δεν αγγίζει ούτε μετασχηματίζει το σκληρό πυρήνα των κατασταλτικών μηχανισμών και δεν δοκιμάζει μορφές λαϊκής αυτοάμυνας, είναι ευάλωτη. Αλλά ακόμη και στο οικονομικό επίπεδο ο εκβιασμός της κυπριακής κυβέρνησης να από την Τρόικα δείχνει και τη συστημική βία που μπορεί να υπάρξει μέσα στις σύγχρονες καπιταλιστικές ολοκληρώσεις. Αυτό σημαίνει ότι θα αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε προσπάθεια «επαναδιαπραγμάτευσης» ως διαδικασία στην οποία θα πρέπει να ασκήσουν τη μέγιστη πίεση, ξεκινώντας από τη διακοπή κάθε χρηματοδότησης, τακτική που σε μικρότερη κλίμακα έχουν χρησιμοποιήσει ήδη απέναντι ακόμη και στις μνημονιακές κυβερνήσεις (με τους περιοδικούς εκβιασμούς για τις δανειακές «δόσεις»). Αυτό κάνει ακόμη πιο επιτακτικό μια αριστερή κυβέρνηση να είναι εκ των προτέρων έτοιμη να προχωρήσει άμεσα σε ρήξεις όπως η άμεση έξοδος από το ευρώ, η πλήρης εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των στρατηγικών επιχειρήσεων, η επιβολή φραγμών στην κίνηση κεφαλαίων και η παύση πληρωμής στο χρέος ώστε να μειώσει τη δυνατότητα εκβιασμού από τη μεριά της ΕΕ και του ΔΝΤ. Γι’ αυτό και σήμερα το «σταυρικό ζήτημα» της Αριστεράς είναι η στάση απέναντι στο Ευρώ και την ΕΕ. Γι’ αυτό και χρειάζεται από τώρα με τρόπο συστηματικό να προβληθεί και να γίνει τμήμα του «κοινού νου» του λαϊκού κινήματος η ρήξη με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως αναγκαστική αφετηρία ενός «άλλου δρόμου» για την ελληνική κοινωνία.
Στο ίδιο θέμα της κυβέρνησης της Αριστεράς διατυπώνονται κριτικές και από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, βασικά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Θα σημειώσουμε εδώ μερικές. Μια πρώτη είναι ότι η προοπτική ανόδου στην κυβέρνηση συνοδεύεται από μια διαρκή μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς πιο δεξιές θέσεις και θεσμικές προσαρμογές στα πλαίσια του συστήματος. Αυτό θα αποξενώσει τους εργαζόμενους, οδηγώντας σε ένα συνολικό συμβιβασμό με το κατεστημένο.
Το πρόβλημα με την τακτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι δεν βλέπει την κυβερνητική προοπτική ως μια τμήμα μιας διαδικασίας μετασχηματισμού με σοσιαλιστικό προσανατολισμό. Αντίθετα, φαίνεται σαν έχει, έστω και με άλλη κατάληξη, μια εκτίμηση ανάλογη με αυτή του ΚΚΕ: το επίδικο είναι απλώς η κοινωνική σωτηρία που πρέπει να την κάνει μια κυβέρνηση με συμμετοχή της Αριστεράς, ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική καταστροφή και σε επόμενο χρόνο, πολύ μεταγενέστερα, ξανασυζητάμε για το σοσιαλισμό. Γι’ αυτό το λόγο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί δεδομένες όλες τις βασικές παραμέτρους της αστικής πολιτικής, όπως είναι το ευρώ, η εξάρτηση από δανειακές και άλλες ροές από την Ευρωζώνη, η εμπιστοσύνη των αγορών, η οικονομική ανάπτυξη μέσα από την επιχειρηματική δραστηριότητα. Εάν, όμως, κανείς θεωρεί δεδομένες αυτές τις παραμέτρους, τότε αναγκαστικά σκέφτεται με όρους «ρεαλισμού» και «πραγματισμού» και εγκλωβίζεται σε ένα συνδυασμό δικαιότερης λιτότητας και επαναδιαπραγμάτευσης με την ΕΕ και το ΔΝΤ. Αυτό εξηγεί την σταδιακή μετατόπιση των κεντρικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ, τον τρόπο που π.χ. δεν δεσμεύεται για την πλήρη ανάκαμψη των αποδοχών, ή τον τρόπο που προσπαθεί να καθησυχάσει τμήμα του επιχειρηματικού κόσμου, ή – σε συμβολικό επίπεδο – την προσπάθεια ταύτισης με ιστορικές μορφές που εκπροσώπησαν το αίτημα του αστικού εκσυγχρονισμού από τον Ε. Βενιζέλο έως τον Κ. Καραμανλή. Μια τέτοια κατεύθυνση, ιδίως εάν αρχίσει να γίνεται κυβερνητική πρακτική, σταδιακά θα φέρει την κυβέρνηση με συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ σε σύγκρουση με τις προσδοκίες των λαϊκών τάξεων, την ίδια ώρα που οι πιστωτές θα έχουν κάθε λόγο να επιτείνουν τον εκβιασμό τους με στόχο την ανατροπή και της κυβέρνησης, ώστε να επιστρέψουμε σε ακόμη πιο επιθετικές μνημονιακές κυβερνήσεις, με αξιοποίηση και της ακροδεξιάς. Τότε η Αριστερά θα έχει χρεωθεί μια ιστορική ήττα τεράστιων διαστάσεων.
Μια δεύτερη αντίρρηση είναι ότι όπου επιχειρήθηκε να ανατραπεί κοινοβουλευτικά ο καπιταλισμός ή έστω να εμποδιστεί έτσι ο φασισμός, τα σχετικά εγχειρήματα απέτυχαν. Κλασικά παραδείγματα η Χιλή του Αλιέντε και το Λαϊκό Μέτωπο στην Ισπανία. Υπάρχει, βέβαια, και η πρόσφατη εμπειρία της Βενεζουέλας, όπου ριζοσπαστικές αλλαγές στηρίχτηκαν και κοινοβουλευτικά. Πώς μπορεί να δούμε τη σχέση «κοινοβουλευτικού» και «εξωκοινοβουλευτικού», ή πιο γενικά, τη σχέση μεταρρύθμισης και επανάστασης στην εποχή μας;
Είναι επείγον να ανοίξει ξανά η συζήτηση για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική. Αυτή πρέπει να ξανακοιτάξει δημιουργικά την εμπειρία των νικηφόρων επαναστάσεων το 20ου αιώνα (αλλά και την τραγική εκμεταλλευτική και καταπιεστική μετάλλαξή τους), αλλά και άλλα πειράματα που δοκίμασαν εκδοχές αξιοποίησης και των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, χωρίς να μπορέσουν να είναι νικηφόρα. Ταυτόχρονα, τα προχωρήματα αλλά και οι αντιφάσεις των σύγχρονων εκδοχών αριστερής διακυβέρνησης, κύρια στο «εργοστάσιο των ονείρων» που είναι αυτή τη στιγμή η Λατινική Αμερική, επίσης πρέπει να μελετηθούν. Χρειαζόμαστε μια πρωτότυπη επαναστατική στρατηγική που να λαμβάνει υπόψη της, όπως ήδη από τη δεκαετία του 1930 τόνιζε ο Γκράμσι, την επέκταση, το βάθος και την περιπλοκότητα των σύγχρονων ηγεμονικών μηχανισμών και κατά συνέπεια να μπορεί να στοχαστεί ένα σύγχρονο «πόλεμο θέσεων» για τη διαμόρφωση της σύγχρονης εργατικής ηγεμονίας. «Πόλεμος θέσεων» σήμερα δεν σημαίνει ούτε αποφυγή της ιστορικής επιτάχυνσης και των εξεγερσιακών καταστάσεων, ούτε εγκλωβισμό σε μια αργή διαδικασία προοδευτικού μετασχηματισμού των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών. Σημαίνει ότι αντιλαμβανόμαστε ότι δεν μιλάμε για τη φαντασίωση μιας «στιγμιαίας» επαναστατικής εξέγερσης που θα επιβάλει την εργατική εξουσία, αλλά για μια πολύ πιο σύνθετη, αντιφατική και διακυβευόμενη ιστορική πορεία που, υπό την προϋπόθεση του μετασχηματισμού της πολιτικής κρίσης σε ηγεμονική κρίση, θα μπορεί να συνδυάσει την κοινοβουλευτική διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας, με το ανέβασμα των λαϊκών αγώνων, και την εκκίνηση μια περιόδου κοινωνικού πειραματισμού και μετασχηματισμού και των οικονομικών και των πολιτικών μορφών, σε μια περίοδο συνεχών ρήξεων, πολιτικοποίησης της κοινωνίας και ενίσχυσης των τάσεων σοσιαλιστικού μετασχηματισμού απέναντι στις διαρκώς αναδυόμενες τάσεις επιστροφής στην καπιταλιστική «δύναμη της συνήθειας».
Μια τρίτη αντίρρηση αφορά την αναγκαιότητα του εργατικού ελέγχου και της έναρξης μιας και προγραμματικά αποτυπωμένης διαδικασίας μετάβασης στο σοσιαλισμό. Υποστηρίζεται ότι χωρίς αυτό, ακόμη και η πιο ριζοσπαστική εκδοχή της αριστερής διακυβέρνησης, με έξοδο από το ευρώ, κ.λπ., θα οδηγηθεί μοιραία σε αδιέξοδο. Πόσο μάλλον η παραμονή στο ευρώ και την ΕΕ…
Ταυτόχρονα, είναι σαφές ότι μια διαφορετική κατεύθυνση απαιτεί και μια άλλη ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα, απαιτεί νέες μορφές οργάνωσης του λαού, μορφές άμεσης δημοκρατίας, αυτοδιαχείρισης, επιβολής της συλλογικής βούλησης: στις συνελεύσεις των χώρων δουλειάς και στις λαϊκές συνελεύσεις στις γειτονιές, στα κατειλημμένα και αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια, στις ομάδες περιφρούρησης και αυτοάμυνας στις γειτονιές, στις επιτροπές εργατικού και κοινωνικού ελέγχου στις δημόσιες επιχειρήσεις, στα κινήματα επανοικειοποίησης ελεύθερων χώρων. Σε μια διαδικασία που θα είναι διαρκής σύγκρουση και θα απαιτεί και τομές θεσμικές με την υπάρχουσα «εκδοχή νομιμότητας». Να το πούμε απλώς σήμερα δεν χρειαζόμαστε μόνο το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα που θα καλούνταν να υλοποιήσει μια αριστερή κυβέρνηση, αλλά και τις πολιτικές μορφές που θα μπορούσαν να το επιβάλουν, με έμφαση στη λαϊκή πρωτοβουλία. Ο εργατικός έλεγχος σε όλα τα επίπεδα, μαζί με την αυτοδιαχείριση και τη διαμόρφωση μη αγοραίων δικτύων ανταλλαγής και διανομής θα είναι από τις βασικές μορφές με τις οποίες θα μπορούν να ενεργοποιηθούν δυναμικές μετασχηματισμού στην κατεύθυνση της υπέρβασης των καπιταλιστικών εκμεταλλευτικών και καταπιεστικών σχέσεων.
Είναι σαφές ότι οι δυνατότητες προώθησης ριζικών μετασχηματισμών θα εξαρτηθούν πολύ και από τη διεθνή κατάσταση. Για την ώρα δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή, όμως οι συνθήκες αλλάζουν. Μπορεί να γνωρίσουμε σύντομα μια ορμητική άνοδο των κινημάτων, όπως εκείνη στην εποχή των Λαϊκών Μετώπων το 1935; Τι προοπτικές και κίνδυνοι θα υπάρξουν τότε; Πώς βλέπετε γενικότερα το ρόλο των κινημάτων, με βάση τις εμπειρίες των τελευταίων ετών;
Μέσα στη συγκυρία της κρίσης έγινε σαφές ότι μπήκαμε σε ένα νέο ιστορικό κύκλο, έναν ιστορικό κύκλο που έχει και εξεγερσιακά χαρακτηριστικά. Η Αραβική Άνοιξη, οι μεγάλοι αγώνες στην Ελλάδα, τα κινήματα των Αγανακτισμένων, το Occupy, όλα αυτά έφεραν στο προσκήνιο μια ξεχωριστή δυναμική, που υπερβαίνει την απλή διαμαρτυρία και φέρνουν στο προσκήνιο ένα πολύ πιο βαθύ αίτημα κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής, ένα αίτημα δικαιοσύνης αλλά και αυθεντικής δημοκρατίας. Σε αυτό τον ιστορικό κύκλο είναι επιτακτικό να έχουμε νικηφόρα παραδείγματα ρήξης με την κυρίαρχη καπιταλιστική λογική. Μια τέτοια εξέλιξη θα διαμόρφωνε μια ευρύτερη δυναμική, εάν αναλογιστούμε ότι βαθαίνει η κρίση της ευρωζώνης. Αυτή είναι η ευρύτερη ιστορική σημασία των ελληνικών εξελίξεων. Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να είναι το πρώτο τέτοιο νικηφόρο παράδειγμα και αυτό εξηγεί γιατί θα ήταν καταστροφικό να αντιμετωπίζεται το ερώτημα της αναμέτρησης με την εξουσία με όρους πραγματισμού και ρεαλισμού.
Προφανώς, οι οικονομικές εξελίξεις θα βαρύνουν επίσης πολύ στην πορεία των γεγονότων. Πρόσφατα αναλυτές όπως ο Σαμίρ Αμίν, ο Άλεξ Καλίνικος κ.ά. έχουν μιλήσει για επερχόμενη αποσταθεροποίηση στην ευρωζώνη; Τι θα συμβεί σε μια καταστροφική επιδείνωση, όπως π.χ. η κατάρρευση της Ιταλίας και/ή της Ισπανίας; Ποια θα είναι τότε η τύχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Πώς μπορούμε να παρέμβουμε στις εξελίξεις και τους μεγάλους διαφαινόμενους κινδύνους, ενόψει και της απειλητικής ανόδου του φασισμού;
Η κρίση της Ευρωζώνης αποτελεί σήμερα τον αδύνατο κρίκο μέσα στην παγκόσμια οικονομία. Ο χαρακτήρας του ευρώ ως μιας βαθιά ταξικής στρατηγικής και ως ενός μέσου για την ενίσχυση του ευρωπαϊκού κέντρου και ιδίως της Γερμανίας έχει γίνει πια φανερός. Έχει γίνει επίσης φανερή η βαθιά κρίση αυτής της στρατηγικής, ο τρόπος που παροξύνει την κρίση χρέους και επιβάλλει ένα φαύλο κύκλο ύφεσης, λιτότητας και ανεργίας. Την ίδια στιγμή έχει γίνει σαφές ότι δεν μιλάμε για την «ελληνική εξαίρεση», αλλά για τη δομική κρίση του «ευρωπαϊκού σχεδίου» στο έδαφος της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Ουσιαστικά η ΕΕ το τελευταίο διάστημα δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να κερδίζει χρόνο, χωρίς να αντιμετωπίζει μια κρίση που αγγίζει τον πυρήνα της, εάν αναλογιστούμε τα τεράστια προβλήματα στην Ισπανία και την Ιταλία. Η όξυνση αυτής της κρίσης θα σηματοδοτήσει μια ακόμη πιο επιθετική πολιτική, την επιβολή ενός ιδιότυπου καθεστώτος γενικευμένης «κατάστασης οικονομικής ανάγκης», την αυταρχική ακύρωση της λαϊκής κυριαρχίας στο όνομα των αγορών και την παγίωση της εξοντωτικής λιτότητας. Σε ένα τέτοιο έδαφος εμπεδωμένου αυταρχισμού λογικό είναι να αναδυθούν και αντίστοιχες πολιτικές προτάσεις και αυτό μπορεί να εξηγήσει, μαζί με τη βαθιά κοινωνική κρίση, και την εμφάνιση νεοφασιστικών ρευμάτων όπως η Χρυσή Αυγή, αλλά και την αυταρχική μετάλλαξη και της «κεντροδεξιάς» και της «κεντροριστεράς», όπως δείχνουν οι τρέχουσες εξελίξεις και στο ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ. Είναι τυχαίο ότι ένα ακραίο μείγμα νεοσυντηρητισμού, ρατσισμού και νεοφιλελευθερισμού, σαν κι αυτό που αρθρώνει ο Βορίδης (ή δοκίμασε να αρθρώσει ο Λοβέρδος) δείχνει να είναι η κυρίαρχη αστική πολιτική κατεύθυνση;
Γι’ αυτό το λόγο και η ρήξη με αυτή την «ευρωπαϊκή στρατηγική» καθίσταται μονόδρομος. Η ευρωζώνη δεν μπορεί να «αυτομεταρρυθμιστεί», αντίθετα θα μεταλλάσσεται ολοένα και περισσότερο σε μια όλο και πιο αντιδραστική κατεύθυνση. Γι’ αυτό το λόγο και είναι λανθασμένη η επένδυση τμημάτων της Αριστεράς, της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβανομένης, σε μια κατεύθυνση αλλαγής πορείας της ευρωζώνης, μέσα από ένα συνδυασμό ανάμεσα στην επαναδιαπραγμάτευση και τον πανευρωπαϊκό συντονισμό κινημάτων, επειδή υποτίθεται ότι μόνο στο ευρωπαϊκό επίπεδο μπορούν να υπάρξουν λύσεις. Μια τέτοια κατεύθυνση όχι μόνο υποτιμά τη δομική ανισότητα και αντιφατικότητα της ΕΕ, σε όλα τα επίπεδα, ακόμη και στο επίπεδο της κατάστασης των λαϊκών κινημάτων, αλλά και ενέχει τον κίνδυνο απλώς να παραμένει διαρκώς η ελληνική κοινωνία σε μια συνθήκη διαρκούς εκβιασμού, την ίδια ώρα που κρίσιμες ευκαιρίες για αποφασιστικές ρήξεις θα χάνονται.
Σήμερα ο πραγματικός διεθνισμός είναι ακριβώς η ρήξη με την ΕΕ, η αντιμετώπιση της Ελλάδα ως ενός εν δυνάμει «αδύναμου κρίκου», η επιλογή της ανασημασιοδότησης της ανεξαρτησίας από το σύγχρονο ιμπεριαλισμό ως αφετηρίας για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική. Μια τέτοια κατεύθυνση θα προκαλούσε τεράστιους κραδασμούς σε όλη την Ευρωζώνη, θα αποσταθεροποιούσε κυβερνήσεις και θα έδινε μια πρωτοφανέρωτη ώθηση στα λαϊκά κινήματα στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο γιατί θα αποτελούσε την έμπρακτη απόδειξη ότι μπορούν σήμερα να υπάρξουν ανατροπές, ότι μπορούν κινήματα και χώρες να βγουν από το ατσάλινο κλουβί του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού». Από πειραματόζωο της πιο ακραίας ανατροπής των κοινωνικών κατακτήσεων, μπορούμε να γίνουμε το πρώτο μεγάλο πείραμα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στον Ευρωπαϊκό χώρο μετά από πολλές δεκαετίες. Αυτή είναι η ευθύνη με την οποία καλούμαστε να αναμετρηθούμε. Η ιστορία θα κρίνει αυστηρά την Αριστερά, εάν χαθεί η ιστορική ευκαιρία που μας ανοίγεται.

Συνέντευξη στη Μαρξιστική Φωνή, τ. 9, 2013

New Deal λιτότητας με ανάπτυξη

New Deal λιτότητας με ανάπτυξη
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες φιλολογούν για την ανεργία των νέων, ανησυχούν για κοινωνικές εκρήξεις και αναζητούν πολιτικό συμβιβασμό για τη διαχείριση της κρίσης
FREE photo hosting by Fih.grΑν συνέβη στη Σουηδία, μια από τις πιο «προστατευμένες» από την κρίση οικονομία, γιατί να μη συμβεί στη Γερμανία, στην Ολλανδία ή στη Γαλλία; Ίσως αυτό είναι ένα ερώτημα που απασχολεί την ευρωπαϊκή ελίτ τις τελευταίες ημέρες, καθώς συνεχίζεται η απρόσμενη έκρηξη φτωχών νέων μεταναστών σε γειτονιές της Στοκχόλμης. Κάποιες ανάλογες ανησυχίες είχαν κινητοποιήσει τους Ευρωπαίους ηγέτες τον Δεκέμβριο του 2008, όταν η Αθήνα φλεγόταν μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Ήταν η περίοδος που χρηματοπιστωτική κρίση κορυφωνόταν και οι 27 της Ε.Ε. αποφάσιζαν να σώσουν τις εκτεθειμένες στις τοξικές φούσκες τράπεζες, εκτοξεύοντας πύρινα καρφιά κατά των «άπληστων golden boys».Υποβόσκει μια ανάλογη κοινωνική ανησυχία στις ευρωπαϊκές ηγεσίες σήμερα.
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

Αν συνέβη στη Σουηδία, μια από τις πιο «προστατευμένες» από την κρίση οικονομία, γιατί να μη συμβεί στη Γερμανία, στην Ολλανδία ή στη Γαλλία; Ίσως αυτό είναι ένα ερώτημα που απασχολεί την ευρωπαϊκή ελίτ τις τελευταίες ημέρες, καθώς συνεχίζεται η απρόσμενη έκρηξη φτωχών νέων μεταναστών σε γειτονιές της Στοκχόλμης. Κάποιες ανάλογες ανησυχίες είχαν κινητοποιήσει τους Ευρωπαίους ηγέτες τον Δεκέμβριο του 2008, όταν η Αθήνα φλεγόταν μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Ήταν η περίοδος που χρηματοπιστωτική κρίση κορυφωνόταν και οι 27 της Ε.Ε. αποφάσιζαν να σώσουν τις εκτεθειμένες στις τοξικές φούσκες τράπεζες, εκτοξεύοντας πύρινα καρφιά κατά των «άπληστων golden boys».

Υποβόσκει μια ανάλογη κοινωνική ανησυχία στις ευρωπαϊκές ηγεσίες σήμερα. Η συχνότητα με την οποία αναφέρεται στην ανεργία των νέων ο Βόλφγκαγκ Σόιμπλε είναι ενδεικτική. Και οι αναφορές του δεν είναι απαραίτητα υποκριτικές. Πρώτον, διότι το κόμμα του και η κυβέρνηση του έχουν μπροστά τους τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Και δεύτερον, διότι προφανώς ο ίδιος και οι ομόλογοί του αντιλαμβάνονται ότι η κατάσταση που διαμορφώνεται, ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό Νότο, είναι κοινωνικά και πολιτικά μη διαχειρίσιμη.

Ντελόρ και Σρέντερ
Ενδεικτικό είναι και το άρθρο που συνυπέγραψαν ο πρώην πρόεδρος της Κομισιόν Ζακ Ντελόρ και ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ και δημοσιεύτηκε στους New York Times και πολλές ευρωπαϊκές εφημερίδες. Ντελόρ και Σρέντερ επισημαίνουν την «αντίδραση στην ιδέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» που καταγράφεται σε χώρες με υψηλό κοινωνικό κόστος προσαρμογής όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία και, απευθυνόμενοι στη Γερμανία, της ζητούν να δώσει στους ασθενείς εταίρους της την ευκαιρία που είχε και η ίδια για χαλαρότερους όρους προσαρμογής το 2003-2004, όταν μαζί με τη Γαλλία είχε παραβιάσει τον «χρυσό κανόνα» του Μάαστρχιτ για έλλειμμα 3% και χρέος 60% του ΑΕΠ. Οι δύο «συνταξιούχοι» πολιτικοί εισηγούνται έναν «εμβολιασμό» των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με μέτρα ενίσχυσης της ανάπτυξης. Και αντλώντας εμπειρία από το παράδειγμα της ίδιας της Γερμανίας θυμίζουν ότι «το χρονικό χάσμα μεταξύ της λήψης των επώνδυνων αποφάσεων και των ορατών αποτελεσμάτων τους μπορεί να διαρκέσει έως και πέντε έτη....με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στους πολιτικούς…» Εν κατακλείδι, είναι λάθος το δίλημμα λιτότητα ή ανάπτυξη, τα δυο στοιχεία πρέπει να συνυπάρξουν, λένε Σρέντερ και Ντελόρ και προτείνουν συνεργασία κυβερνήσεων, συνδικάτων και επιχειρήσεων για μια πρωτοβουλία στήριξης της απασχόλησης των νέων.

Οι δυο «γκουρού» του ευρωπαϊσμού, εκτός από το γεγονός ότι εκπροσωπούν τις παλιές καλές μέρες του γαλλογερμανικού άξονα, άθελά τους φωτίζουν με αποκαλυπτικό τρόπο πόσο ρηχή είναι η αντίθεση γύρω από τη λιτότητα που γονατίζει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Ο Σρέντερ υπήρξε ως καγκελάριος ο εισηγητής της «Ατζέντας 2010» που επέβαλε δεκαετές πάγωμα στους μισθούς των Γερμανών εργαζομένων, συρρίκνωσε δραστικά τα συστήματα κοινωνικής προστασίας και πρόνοιας και πετσόκοψε τα επιδόματα ανεργίας. Ο Ντελόρ, από την άλλη, υπήρξε ο εμπνευστής του ιδιότυπου «κεϊνσιανού» μοντέλου ευρωπαϊκής – κρατικής χρηματοδότησης των χωρών της Ε.Ε. (τα μετέπειτα ΚΠΣ) που, ανεξάρτητα από τις διακηρυγμένες προθέσεις του, κατέληξε στο να χρηματοδοτεί τον διχασμό των ευρωπαϊκών οικονομιών σε πλεονασματικές και ελλειμματικές. Κι ως γνωστόν αυτό το μοντέλο κατάληξε στην ακραία σημερινή εκδοχή, με τη Γερμανία σχεδόν μοναδικό νικητή του ενδοκοινοτικού ανταγωνισμού και τις λοιπές χώρες να φλερτάρουν έντονα με τις κοινωνικές και πολιτικές κρίσεις.

Ο συμβιβασμός
Ο Σρέντερ και ο Ντελόρ περιγράφουν επί της ουσίας το πλαίσιο ενός πολιτικού συμβιβασμού στον οποίο θα μπορούσαν να καταλήξουν οι ποικίλες πτέρυγες της ευρωπαϊκής ελίτ. Κυρίως η γερμανική ηγεσία, που επιμένει στη σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή, και η γαλλική που θέλει να προωθηθεί παράλληλα ένα είδος «New Deal». Ο συγκερασμός των δύο «σχολών σκέψης» ουσιαστικά καταλήγει σε μια πιο ομοιόμορφη διάχυση της λιτότητας και μια ανάλογη διάχυση των ευκαιριών απασχόλησης, αλλά στα όλο και χαμηλότερα στάνταρτς που κατοχυρώνουν οι μεταρρυθμίσεις. Περισσότερες, αλλά πολύ φθηνότερες και χωρίς προστασία θέσεις εργασίας είναι το νέο ευρωπαϊκό ιδεώδες «ευημερίας» που προτείνεται.

Αυτό διανθίζεται με υποσχέσεις για «φορολογική δικαιοσύνη», με μεγαλύτερη επιβάρυνση των πλουσιότερων, κυνήγι της φοροδιαφυγής και περιορισμό των φορολογικών παραδείσων (βλέπε έκτακτη σύνοδο κορυφής την περασμένη Τετάρτη), με κατοχύρωση της «συνυπευθυνότητας» των μεγάλων καταθετών (άνω των 100.000 ευρώ) στις μελλοντικές τραπεζικές διασώσεις (βλέπε σχέδιο τραπεζικής ένωσης) και με άλλα μεγαλεπήβολα που πρόκειται να απασχολήσουν τις προσεχείς ευρωπαϊκές συνόδους, με πρώτη αυτή του Ιουνίου.

Η γερμανική στάση
Καταλύτης όλων είναι η στάση της κυβέρνησης Μέρκελ, που δεν θέλει με τίποτα να διαταράξει τον εκλογικό της περίπατο (όπως μέχρι στιγμής φαίνεται). Το πρόβλημα είναι πως δεν είναι η μόνη κυβέρνηση στην Ε.Ε. που έχει εκλογική δοκιμασία μέχρι το τέλος του χρόνου. Ανάλογη πρόκληση αντιμετωπίζουν η κυβέρνηση της Αυστρίας (Σεπτέμβριο) και της Πορτογαλίας (Οκτώβριο), ενώ σε εύθραυστο πολιτικά έδαφος στηρίζονται οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και φυσικά της Ελλάδας.

Κι αυτές δεν είναι οι μόνες πολιτικές αβεβαιότητες για το υπό ανίχνευση νέο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο της Ευρώπης. Το ΔΝΤ αναμένεται να επανέλθει δριμύτερο στις πιέσεις του προς τη γερμανική ηγεσία για το νέο κούρεμα του ελληνικού χρέους και ήδη έριξε μια προειδοποιητική βολή με πρόσφατη έκθεσή του (με αφορμή τη διένεξη της Αργεντινής με τους πιστωτές της) στην οποία επισημαίνει ότι το ελληνικό PSI έγινε με μεγάλη καθυστέρηση και ήταν πολύ περιορισμένο. Και οι πιέσεις αυτές αναμένεται να κλιμακωθούν στη σύνοδο του G8 (17 Ιουνίου) και στην αντίστοιχη του G20 (5 Σεπτεμβρίου).
Όλες αυτές οι διεργασίες, που υποτίθεται ότι στηρίζονται σε ανησυχίες για τις αντοχές της κοινωνίας, ιδιαίτερα της άνεργης νεολαίας, γίνονται, φυσικά ερήμην τους. Κάθε «φράξια» της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ προσπαθεί με τον τρόπο της να διασώσει ότι απομένει από τη λεγόμενη «ευρωπαϊκή ιδέα», η απήχηση της οποίας στις κοινωνίες υποχωρεί θεαματικά. Και κανείς δεν ξέρει πόσο «ασφαλής» είναι η απόσταση από αυτή την υποχώρηση μέχρι μια κοινωνική έκρηξη τύπου Στοκχόλμης.
Πηγή: "Δρόμος της Αριστεράς" 25/5/2013

Aδιάβαστοι απέναντι στο σύγχρονο ιππικό του κεφαλαίου;

Aδιάβαστοι απέναντι στο σύγχρονο ιππικό του κεφαλαίου;FREE photo hosting by Fih.gr
Όχι επαναστατικές, αλλά ούτε απλές μεταρρυθμιστικές αλλαγές, είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν από μια οποιαδήποτε «κυβέρνηση της Αριστεράς», που έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα του κεφαλαίου εθνικού & διεθνούς, αν δεν είναι αποφασισμένη να φτάσει την σύγκρουση στα άκρα. Αν δεν στηρίζεται σε ένα κίνημα βαθειά πολιτικοποιημένο, που έχει γνώση των ταξικών συσχετισμών στην Ελλάδα και διεθνώς… Είναι ποτέ δυνατόν να αντιπαρατεθούμε στο σύγχρονο ιππικό του κεφάλαιου (που σημειωτέον θα είναι πολύ σκληρότερο στη σύγκρουση από το αντίστοιχο αργεντίνικο), αν δεν ξέρουμε ποιοι είναι οι φίλοι μας & ποιοι οι εχθροί μας, αν έχουμε τον κόσμο μας απροετοίμαστο εν όψει των επερχόμενων συγκρούσεων, των οποίων η απεργία των καθηγητών είναι μόνο ένα μικρό πρελούδιο? Για να μην πάμε & εμείς «αδιάβαστοι». Αμαρτία είναι μετά από τόσο διάβασμα που έχουμε κάνει, των εξεγέρσεων όπου γης.
Γιώργος Ιντζιρτζής

Το ζήτημα έχει τεθεί: Θέλουμε μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ <μειοψηφική>, με ένα αντι-ευρώ, αντι- ΕΕ, αντι-καπιταλιστικό λόγο ή μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ <πλειοψηφική> με ένα αντι -ευρώ λόγο μόνο ή κύρια, που θα έχει όμως μεγαλύτερη δυνατότητα απεύθυνσης στην κοινωνία?
Δεν είναι προτιμότερο μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα έχει έναν πιο light λόγο & θα μπορεί να επικοινωνεί με τους απογοητευμένους από το ΣΥΡΙΖΑ?
Να <υποστείλουμε> για λίγο τις κόκκινες σημαίες μέχρι να μαζέψουμε κόσμο & μετά τις ξανασηκώνουμε ψηλά?
Ένα ζήτημα είναι τι θα κάνει αυτός ο κόσμος, όταν αποφασίσουμε να ξανασηκώνουμε τις σημαίες. Να βαθύνουμε περισσότερο το λόγο μας. Θα συνεχίσει να μας ακολουθεί? Ή θα αλλάξουμε σιγά-σιγά την πορεία μας για να μην το πάρει χαμπάρι?
Δεύτερο ζήτημα είναι πως θα μπορέσει να συνειδητοποιήσει την ωμή πραγματικότητα συγκρούσεων στην οποία μπαίνουμε αν δεν έχει υπ’ όψιν του όλο το πεδίο στο οποίο εξελίσσεται η επίθεση του κεφαλαίου.
Όχι επαναστατικές, αλλά ούτε απλές μεταρρυθμιστικές αλλαγές, είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν από μια οποιαδήποτε <κυβέρνηση της Αριστεράς>, που έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα του κεφαλαίου εθνικού & διεθνούς, αν δεν είναι αποφασισμένη να φτάσει την σύγκρουση στα άκρα. Αν δεν στηρίζεται σε ένα κίνημα βαθειά πολιτικοποιημένο, που έχει γνώση των ταξικών συσχετισμών στην Ελλάδα και διεθνώς.
Πως είναι δυνατόν να πιστεύουμε για παράδειγμα, ότι υπάρχει έστω και μία περίπτωση να σταθεί μια οποιαδήποτε <κυβέρνηση της Αριστεράς> που θα θέσει ζήτημα κλεισίματος του μεταλλείου στις Σκουριές, όταν είναι σίγουρο ότι την επόμενη μέρα θα αντιμετωπίσει εμπάργκο από ΕΕ & Καναδά τουλάχιστον για να μην πω από τον κόσμο όλον, γιατί η <διεθνής του κεφαλαίου> είναι αμείλικτη, αν δεν στηριχτεί από ένα ταξικό, με ισχυρή ιδεολογική πολιτική συγκρότηση, κίνημα?
Ή η ίδια κυβέρνηση πως είναι δυνατόν όχι να εθνικοποιήσει χωρίς αποζημίωση στρατηγικές βιομηχανίες (π.χ. ΕΛΔΑ, Πετρόλα), υπηρεσίες (π.χ. ΟΤΕ), τράπεζες για την ανάπτυξης της χώρας, όπως την εκτιμάει ή ίδια, αλλά να τις απαλλοτριώσει (με αποζημίωση), δηλαδή μια αστική, μεταρρυθμιστική αλλαγή, όταν είναι σίγουρο ότι από την επόμενη μέρα θα εξαπολυθεί η πιο λυσσασμένη επίθεση από ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ, ΜΜΕ και τράβα κορδέλα;
Ή κάτι πολύ απλούστερο: πως είναι δυνατόν να γίνει η οποιαδήποτε πολιτικά επικίνδυνη απεργία, όταν είναι σίγουρο ότι την ίδια μέρα θα κατέβουν εναντίον τους τα <πάντσερ> του κεφαλαίου. ΜΜΕ, καταστολή, επιστράτευση, δικαστήριο, απόλυση, αν δεν υπάρχει μια πολιτικά μάχιμη ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα απλώνει τα αιτήματα σε όλη τη γραμμή του μετώπου της αντιπαράθεσης και με κόσμο έτοιμο για την πιο σκληρή σύγκρουση?
Έτοιμος γιατί έχει συνειδητοποιήσει ότι τα βάζει με τα <ιερά & τα όσια> του κεφαλαίου και συνεπώς θα βρεί απέναντί του την πιο λυσσώδη αντίδραση.
Έτοιμος γιατί ξέρει ότι η συνολική επίθεση που δέχεται, επίθεση σε όλη τη γραμμή των δικαιωμάτων του & των κατακτήσεων του εργατικού κινήματος του προηγούμενου αιώνα, είναι ΣΥΝΟΛΙΚΑ από κεφάλαιο, ΕΕ, ΔΝΤ, ΜΜΕ,ΕΚΤ και δεν συμμαζεύεται. Αυτό λοιπόν, πρέπει όχι να το λέει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά να το βροντοφωνάζει όπου σταθεί & όπου βρεθεί.
Και θα κλείσω με μια <παραβολή>.
Τον Αύγουστο-Οκτώβρη του 1920, έγινε στην Παταγονία μια εξέγερση των βοσκών που δούλευαν στις απέραντες εκτάσεις των εκεί τσιφλικάδων. Η εποχή που διάλεξαν ήταν οικονομικά επικίνδυνη για τους γαιοκτήμονες, γιατί συνέπεσε με την εποχή της κουράς των προβάτων (υπ’ όψιν ότι εκεί οι εποχές είναι ανάποδα από ότι εδώ).
Ήταν η δεύτερη εξέγερση.
Η πρώτη είχε γίνει ακριβώς ένα χρόνο πριν. Στην πρώτη οι προλετάριοι- βοσκοί είχαν έρθει σε σύγκρουση με τους μισθοφόρους των γαιοκτημόνων και ο αργεντίνικος στρατός που κατέβηκε από Μπουένος Άιρες, έπαιξε έναν <συμβιβαστικό> ρόλο ανάμεσα στα αντιπαρατιθέμενα μέρη & υποχρέωσε τους γαιοκτήμονες να κάνουν δεκτά κάποια από τα αιτήματα των απεργών.
Η δεύτερη εξέγερση έγινε επειδή κανένας από τους όρους τις συμφωνίας γαιοκτημόνων- βοσκών δεν μακροημέρευσε. Με το ξέσπασμα της δεύτερης σύγκρουσης εργατών- μισθοφόρων, ξανακατέβηκε το αργεντίνικο ιππικό. Οι εργάτες νομίζοντας ότι θα παίξει πάλι <συμβιβαστικό> ρόλο όχι μόνο δεν τους επιτίθονταν αλλά όπου τους έβλεπαν σταματούσαν για να τους πουν τον πόνο τους.
Αποτέλεσμα: το ιππικό έβαζε μπροστά τα μυδράλια και τους σκότωνε κατά εκατοντάδες. Οι απώλειες του στρατού (νεκροί άνδρες) ήταν λιγότερες από πέντε. Τους σκοτωμένους δεν τους έθαψαν αλλά τους έκαψαν για να μην μείνει ούτε ίχνος από αυτή την ιστορία στη συνείδηση των εργαζομένων της Αργεντινής. Ούτε ένας τάφος. Πολύ αργότερα χτίστηκε ένα κενοτάφιο από βοσκούς, στο σημείο του μεγαλύτερου μακελειού. Να σημειωθεί ότι η τότε κυβέρνηση της Αργεντινής δεν ήταν δεξιά αλλά σοσιαλδημοκρατική.
Είναι ποτέ δυνατόν να αντιπαρατεθούμε στο σύγχρονο ιππικό του κεφάλαιου (που σημειωτέον θα είναι πολύ σκληρότερο στη σύγκρουση από το αντίστοιχο αργεντίνικο), αν δεν ξέρουμε ποιοι είναι οι φίλοι μας & ποιοι οι εχθροί μας, αν έχουμε τον κόσμο μας απροετοίμαστο εν όψει των επερχόμενων συγκρούσεων, των οποίων η απεργία των καθηγητών είναι μόνο ένα μικρό πρελούδιο?
Για να μην πάμε & εμείς <αδιάβαστοι>. Αμαρτία είναι μετά από τόσο διάβασμα που έχουμε κάνει, των εξεγέρσεων όπου γης.

ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΜΠΛΟΚ

Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Σαν σήμερα, Γλέζος και Σάντας κατεβάζουν τη σβάστικα από την Ακρόπολη

Σαν σήμερα, Γλέζος και Σάντας κατεβάζουν τη σβάστικα από την Ακρόπολη
Ήταν 30 Μαΐου 1941...
FREE photo hosting by Fih.grΣτα τέλη Μαΐου του 1941 είχε συμπληρωθεί ένας μήνας από την παράδοση της Αθήνας στους Γερμανούς, που ολοκλήρωναν τις επιχειρήσεις τους στην Ελλάδα με την κατάληψη της Κρήτης. Ο Μανώλης Γλέζος (9/9/1922) και ο Λάκης Σάντας (22/2/1922) ήταν δύο νεαροί φοιτητές, που δάκρυζαν, όπως και χιλιάδες Αθηναίοι, βλέποντας τη γερμανική σβάστικα να κυματίζει στην Ακρόπολη. Το χιτλερικό σύμβολο προκαλούσε την ελληνική υπερηφάνεια. Έπρεπε, λοιπόν, να κατέβει… Το παράτολμο σχέδιο γεννήθηκε στο μυαλό τους ένα ανοιξιάτικο σούρουπο στο Ζάππειο, καθώς αντίκριζαν την Ακρόπολη και στρώθηκαν στη δουλειά για να το υλοποιήσουν. Πήγαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη και διάβασαν ό,τι σχετικό με τον Ιερό Βράχο. Στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια ανακάλυψαν όλες τις σπηλιές και τις τρύπες της Ακρόπολης. Γρήγορα, αντιλήφθηκαν ότι η μόνη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους γερμανούς φρουρούς ήταν μέσω του Πανδρόσειου Άντρου.
sansimera.gr

Το πρωί της 30ης Μαΐου 1941, ο Γλέζος και ο Σάντας πληροφορήθηκαν από το ραδιόφωνο ότι η Κρήτη είχε πέσει. Οι Γερμανοί με προκηρύξεις κόμπαζαν για το κατόρθωμά τους. Οι δύο νέοι αποφάσισαν να δράσουν το ίδιο βράδυ. Όπλα δεν είχαν, παρά μόνο ένα φαναράκι κι ένα μαχαίρι. Η ώρα είχε φθάσει 9:30 το βράδυ. Η μικρή φρουρά της Ακρόπολης ήταν μαζεμένη στην είσοδο των Προπυλαίων και διασκέδαζε με νεαρές Ελληνίδες, που πουλούσαν τον ερωτά τους, πίνοντας μπύρες και μεθοκοπώντας.
Με άγνοια κινδύνου, πήδηξαν τα σύρματα, σύρθηκαν ως τη σπηλιά του Πανδρόσειου Άντρου και άρχισαν να σκαρφαλώνουν από τις σκαλωσιές, που είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για τις ανασκαφές. Φθάνοντας σε απόσταση ολίγων μέτρων από τον ιστό της σημαίας δεν αντιλήφθηκαν κανένα φρουρό και με γρήγορες κινήσεις κατέβασαν από τον ιστό το μισητό σύμβολο του ναζισμού. Ήταν μία τεράστια σημαία, διαστάσεων 4x2 μ. Είχαν φθάσει πια μεσάνυχτα. Οι δύο «κομάντος» δίπλωσαν και πήραν μαζί τους τη σημαία και ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο απομακρύνθηκαν από την Ακρόπολη, χωρίς και πάλι να γίνουν αντιληπτοί από τους Γερμανούς, που συνέχιζαν τη διασκέδασή τους.
Με έκπληξη η γερμανική φρουρά αντιλήφθηκε νωρίς το πρωί ότι η σβάστικα έλειπε από τον ιστό. Οι γερμανικές αρχές πανικοβλημένες διέταξαν ανακρίσεις. Μόλις στις 11 το πρωί ανάρτησαν μια νέα σημαία στον κενό ιστό.
Γλέζος και Σάντας καταδικάσθηκαν ερήμην σε θάνατο, οι άνδρες της φρουράς εκτελέστηκαν, οι έλληνες διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιοχής απαλλάχθηκαν από τα καθήκοντά τους, ενώ για τους φύλακες της Ακρόπολης δεν προέκυψε κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο.
Η υποστολή της σβάστικας από την Ακρόπολη αποτέλεσε ουσιαστικά την πρώτη αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Αθήνα, μία ενέργεια με συμβολικό χαρακτήρα, αλλά τεράστια απήχηση στο ηθικό των δοκιμαζόμενων Ελλήνων. Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ιδρύθηκαν οι δύο μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ και ΕΔΕΣ.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Μανώλης Γλέζος συνελήφθη τρεις φορές από τους Γερμανούς, φυλακίστηκε και κατόρθωσε να δραπετεύσει, ενώ ο Λάκης Σάντας ξέφυγε από τους διώκτες του και κατετάγη στον ΕΛΑΣ.
Πηγή: sansimera.gr

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

ΜΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΗΣ ΦΡΙΚΑΛΕΑΣ ΜΗΧΑΝΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ

ΜΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΗΣ ΦΡΙΚΑΛΕΑΣ ΜΗΧΑΝΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ
FREE photo hosting by Fih.gr{Ήταν ως εκ τούτου μια Επανάσταση όχι ενάντια στη μια ή την άλλη νόμιμη, συνταγματική, δημοκρατική ή αυτοκρατορική μορφή της κρατικής εξουσίας. Ηταν μια Επανάσταση ενάντια στο ίδιο το κράτος, αυτό το υπερφυσικό έκτρωμα της κοινωνίας, ήταν ο ίδιος ο λαός που αναλάμβανε για το λογαριασμό του την ίδια του την κοινωνική ζωή. Δεν ήταν μια επανάσταση για τη μεταβίβαση της εξουσίας από ένα τμήμα των κυρίαρχων τάξεων σε ένα άλλο αλλά μια Επανάσταση για τη συντριβή αυτή της ίδιας της φρικαλέας μηχανής ταξικής κυριαρχίας.
ΚΑΡΛ Μαρξ (Άπαντα τομ. 22)}
Η Παρισινή Κομμούνα ήταν η πρώτη προσπάθεια "εφόρμησης στους ουρανούς" του προλεταριάτου. Αυτό ήταν ένα γεγονός που προκάλεσε τον τρόμο και την οργή της κυρίαρχης τάξης. Ο αποτροπιασμός και ταυτόχρονα η κατάπληξη της κυρίαρχης τάξης φαίνεται από τη φράση "Ήταν οικοδόμος και ήθελε να κυβερνήσει τη Γαλλία!".
Βήχος Παναγιώτης
Β.Ι.Λένιν: Τα διδάγματα της Κομμούνας
Μ.Μ.Παπαϊωάννου: Η Παρισινή Κομμούνα και η Ελλάδα

Αυτά ήταν τα λόγια ενός συνταγματάρχη των Βερσαγιέζων, τη στιγμή που εκτελούσε ένα οικοδόμο, τον Λεβέκ, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της Εθνοφρουράς. Ο Λέβεκ δεν ήταν παρά ένας από τους χιλιάδες κομμουνάρους που έπεσαν θύματα της θηριωδίας του αστικού στρατού. Μονάχα την τελευταία βδομάδα του Μάη του 1871 καταμετρήθηκαν στο Παρίσι τα πτώματα 17.000 κομμουνάρων. Ωστόσο οι δυνάμεις της αντίδρασης δεν σταμάτησαν να σκοτώνουν και να δολοφονούν μέχρι της 15 Ιούνη. Η περίφημη όμως "ματωμένη βδομάδα" διήρκεσε επτά μέρες, από τις 21 έως τις 28 Μάη και αποτελεί πια έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς στην ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος.

Μέσα σ΄ αυτή τη βδομάδα οι εργάτες του Παρισιού υπερασπίστηκαν, από οδόφραγμα σε οδόφραγμα, από σπίτι σε σπίτι, τις κατακτήσεις της πρώτης σοσιαλιστικής επανάστασης. Ας δούμε όμως πως εξελίχθηκαν τα πράγματα μέσα σ΄ αυτή τη "ματωμένη βδομάδα".

Στις 21 Μάη, ημέρα Κυριακή, στις 7 το βράδυ, στο μέγαρο του Δημαρχείου συνεδριάζει η ολομέλεια του Συμβουλίου της Κομμούνας. Εκεί συζητάνε την περίπτωση του Κλιζερέ, πρώην αντιπροσώπου της Κομμούνας στο υπουργείο Πολέμου. Ο Κλιζερέ ήταν παλιός αξιωματικός του στρατού, είχε πάρει μέρος στην κατάπνιξη της εργατικής εξέγερσης του 1848 και τώρα είχε προσχωρήσει στην Κομμούνα. Έχει συλληφθεί και κατηγορείται για μια σειρά από στρατιωτικά λάθη. Όμως ξαφνικά μπαίνει μέσα στην αίθουσα ο Μπιλιορέ, μέλος της Επιτροπής Λαϊκής Σωτηρίας. Τη σκηνή που ακολουθεί την περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο ο γνωστός δημοσιογράφος, κομμουνάρος και ιστορικός της Παρισινής Κομμούνας, Λισαγκαρέ:

"Μπαίνει ο Μπιλιορέ κατάχλομος και κάθεται για λίγο. Καθώς ο Βερμολέρ συνεχίζει να μιλάει, του φωνάζει: "Τελειώνετε, τελειώνετε. Έχω να σας κάνω μια πολύ σοβαρή ανακοίνωση".

Βερμορέλ: "Παραχωρώ το λόγο στον πολίτη Μπιλιορέ".
Ο Μπιλιορέ διαβάζει ένα χαρτί που τρέμει ελαφρά στα χέρια του. "Ντομπρόβσκι προς το Υπουργείο Πολέμου και Επιτροπή Λαϊκής Σωτηρίας. Οι Βερσαγιέζοι μπήκαν από την πύλη του Σεν Κλου. Παίρνω μέτρα για να τους απωθήσω. Αν μου στείλετε ενισχύσεις θα μπορέσω να το κατορθώσω".
Μια σιωπή γεμάτη έκπληξη. Μετά αρχίζουν οι ερωτήσεις.
... Η ώρα περνά με την κουβέντα. Δεν υπάρχουν ούτε προτάσεις, ούτε συζήτηση. Είναι οκτώ η ώρα. Ο πρόεδρος Ζιλ Βαλές κλείνει τη συνεδρίαση. Την τελευταία συνεδρίαση της Κομμούνας!".

Αυτή η χαρακτηριστική περιγραφή του Λισαγκαρέ φέρνει στην επιφάνεια αυτό που ίσως ήταν το μεγαλύτερο μειονέκτημα της Κομμούνας: η έλλειψη επαναστατικής ηγεσίας.

Στις 21 Μάη λοιπόν, ο στρατός των Βερσαγιέζων μπαίνει στο Παρίσι. Η αστική τάξη έχει πάρει πια την απόφαση να πνίξει στο αίμα τους εργάτες του Παρισιού που από τις 18 Μάρτη είχαν εγκαθιδρύσει τη δικιά τους εξουσία. Την κρίσιμη αυτή στιγμή όμως το Συμβούλιο της Κομμούνας διαλύεται.

Η Κομμούνα σχηματιζόταν από τους δημοτικούς συμβούλους που είχαν εκλεγεί με βάση το γενικό εκλογικό δικαίωμα στα διάφορα διαμερίσματα του Παρισιού. Ηταν υπεύθυνοι και μπορούσαν να ανακληθούν οποιαδήποτε στιγμή. Η πλειοψηφία τους αποτελούνταν από εργάτες ή αναγνωρισμένους εκπροσώπους της εργατικής τάξης.

Δεν είχαν όμως μια ξεκάθαρη ιδεολογική κατεύθυνση. Οι ιδέες που επικρατούσαν ήταν οι ιδέες του Προυντόν, ενός ουτοπικού σοσιαλιστή, που ονειρευόταν ένα κόσμο φτιαγμένο σε μια ομοσπονδία σοσιαλιστικών κοινοτήτων (κομμούνες). Ετσι ουσιαστικά, ποτέ δεν μπήκε το ζήτημα της κρατικής εξουσίας για ολόκληρη τη χώρα.

Το Παρίσι απομονώθηκε και δέχτηκε την επίθεση όλου του αστικού στρατού.
Η στρατιωτική κατάσταση, παρά την αισιοδοξία του Ντομπρόβσκι, χειροτερεύει. Όλη τη νύχτα της 21ης προς της 22ης του Μάη νέες δυνάμεις των Βερσαγιέζων εισχωρούν στο Παρίσι. Η αντίσταση των Κομμουνάρων είναι σθεναρή αλλά ανοργάνωτη. Ο Ιστορικός της Κομμούνας, Τάλες, λέει:

"Οι διαδοχικές γραμμές της άμυνας καθώς δεν ήταν οργανωμένες αυτοσχεδίαζαν παντού. Οτι έκαναν το έκαναν κατά τύχη, κατά την πρωτοβουλία ή την θέληση του καθένα".
Η κεντρική διοίκηση είχε διαλυθεί. Κάθε μέλος της Κομμούνας είχε πάει στο διαμέρισμα του και οργάνωνε εκεί την αντίσταση. Άρχισαν να στήνονται οδοφράγματα παντού. Μέχρι το βράδυ, οι Βερσαγιέζοι είχαν καταλάβει ένα μεγάλο τμήμα του Δυτικού Παρισιού, όπου βρίσκονται βασικά οι αστικές συνοικίες και έχουν δημιουργήσει ένα μέτωπο οκτώ χιλιομέτρων.

Όλοι οι εργάτες βρίσκονται στο δρόμο. Ο Λισαγκαρέ γράφει στην εφημερίδα του: "Ο Λόγος του Λαού": "Ας θυμηθούμε τη 18η Μάρτη. Στη φωτιά τώρα! Δεν αρκεί πια να φωνάζουμε: Ζήτω η Δημοκρατία! Αλλά να την κάνουμε να ζήσει!".

Αυτή τη Δημοκρατία, που είχε ανοίξει μια νέα ζωή στους εργάτες, "ένα νέο αιώνα". Αυτή που περιγράφει ο χρονογράφος της ίδιας εφημερίδας στις 19 Μάη:
"Μπαίνουν, βγαίνουν, κυκλοφορούν, συγκεντρώνονται. Το γέλιο του πιτσιρικά του Παρισιού διακόπτει τις πολιτικές συζητήσεις. Πλησιάστε στις ομάδες και ακούστε. Ενας ολόκληρος λαός συζητάει για πολύ σοβαρά ζητήματα. Για πρώτη φορά ακούς εργάτες να ανταλλάσσουν εκτιμήσεις πάνω σε προβλήματα που μόνο τους φιλόσοφους απασχολούσαν μέχρι τώρα.

Φύλακες δεν υπάρχουν. Κανένας αστυφύλακας δεν κλείνει το δρόμο δεν εμποδίζει τους διαβάτες. Η ασφάλεια είναι απόλυτη.
Παλιά, όταν αυτός ο ίδιος λαός έβγαινε σε κατάσταση ευθυμίας από τους χορούς του, οι αστοί παραμέριζαν λέγοντας χαμηλόφωνα: Αν αυτοί οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι, τι θα γινόμασταν; Τι θα γινόντουσαν οι ίδιοι;". Τώρα είναι ελεύθεροι και δε χορεύουν. Είναι ελεύθεροι και μάχονται. Όταν ένας καλόπιστος άνθρωπος περνά δίπλα τους σήμερα καταλαβαίνει ότι ένας νέος αιώνας γεννήθηκε".
Η 23 Μάη ήταν μια πολύ κρίσιμη μέρα. Η αντίσταση είχε οργανωθεί καλά. Οι Βερσαγιέζοι με 30 χιλιάδες στρατό περικυκλώνουν το λόφο της Μονμάρτης. Η Μονμάρτη πέφτει.
Ο λόφος αυτός που δεσπόζει στο Παρίσι είναι ένα επαναστατικό σύμβολο. Από εδώ ξεκίνησε η Κομμούνα στις 18 Μάρτη. Ο Μαρξ αναλύοντας την υλική βάση αυτής της εξέγερσης έλεγε:

"Η Δεύτερη Αυτοκρατορία είχε διπλασιάσει το εθνικό χρέος και είχε βουτήξει σε βαριά τοπικά χρέη όλες τις μεγάλες πόλεις. Ο πόλεμος (με τους Πρώσους) είχε αυξήσει τρομερά τις απαιτήσεις προς το έθνος και είχε καταστρέψει ανελέητα τις πλουτοπαραγωγικές πηγές. Και για να ολοκληρωθεί η καταστροφή, παρουσιάστηκε ο Πρώσος Σάιλοκ με το γραμμάτιό του για τη συντήρηση μισού εκατομμυρίου στρατιωτών στο γαλλικό έδαφος, για την πολεμική αποζημίωσή του από πέντε δισεκατομμύρια και για τον τόκο 5% στις απλήρωτες δόσεις της αποζημίωσης. Ποιος θα πλήρωνε το λογαριασμό; Μόνο με τη βίαιη ανατροπή της δημοκρατίας μπορούσαν οι σφετεριστές του πλούτου να ελπίζουν ότι θα φορτώσουν στους ώμους των δημιουργών αυτού του πλούτου τα έξοδα ενός πολέμου που τον είχαν προκαλέσει αυτοί οι ίδιοι.
Αυτή η συνωμοσία σκόνταφτε μονάχα σ΄ ένα μεγάλο εμπόδιο - το Παρίσι. Ο αφοπλισμός του Παρισιού ήταν ο πρώτος όρος της επιτυχίας".

Σαν πρώτο βήμα, ο Θιέρσος στέλνει το στρατό του να πάρει τα κανόνια της Μονμάρτης. Αυτά τα κανόνια ήταν στην κυριολεξία ιδιοκτησία των εργατών. Η εθνοφρουρά με δικά της λεφτά τα είχε φτιάξει και είχε οπλιστεί μπροστά στην άρνηση του Θιέρσου και της αστικής τάξης να υπερασπιστεί τη χώρα από τον Πρωσικό στρατό.

Στις 18 Μάρτη ο λαός του Παρισιού ξεσηκώνεται για να υπερασπιστεί τα κανόνια του. Ο στρατός συναδελφώνεται με τον λαό. Οι αξιωματικοί εκτελούνται. Οι αστοί πανικοβάλλονται. Εγκαταλείπουν το Παρίσι και καταφεύγουν στις Βερσαλλίες. Η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των εργατών χωρίς αυτοί να το έχουν καταλάβει.

Η μόνη οργάνωση του λαού που υπάρχει είναι η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς, η οποία αποτελείται από εκλεγμένους αντιπροσώπους των ενόπλων εργατών. Αυτή γίνεται κυβέρνηση. Θέλει όμως να διώξει από πάνω της το βαρύ φορτίο το συντομότερο δυνατό. Σε 10 μέρες κάνει εκλογές και εκλέγεται η Κομμούνα.

Τώρα, η πτώση της Μονμάρτης επισφραγίζει όλη την αναποφασιστικότητα της ηγεσίας να προχωρήσει από τις πρώτες μέρες να συντρίψει τον πανικόβλητο αστικό στρατό και να εγκαθιδρύσει την εργατική εξουσία σ΄ ολόκληρη τη χώρα.
Στις 24 Μάη, οι εφημερίδες, καθώς και τις τελευταίες μέρες, κυκλοφορούν με αποκλειστικά στρατιωτικές ειδήσεις για την εξέλιξη των μαχών και ανακοινώσεις του Υπουργείου Πολέμου και της Επιτροπής Λαϊκής Σωτηρίας.

Χαρακτηριστικό γι΄ αυτό είναι ένα απόσπασμα από το "Λόγο του Λαού":
"Σήμερα το πρωί οι Βερσαγιέζοι, λένε, έκαναν μια κυκλική κίνηση από την πύλη του Κλινιανκούρ. Αυτή η κίνηση έχει σα στόχο να περικυκλώσει τον λόφο της Μονμάρτης και να απομονώσει τη Μπεβίλ. Η λεωφόρος Ορνανό υπερασπίζεται καλά. Οι πυροβολισμοί απλώνονται πίσω από την οδό Ζεσέν. Η κόκκινη σημαία κυματίζει πάντα στην Πλατεία του Υδραγωγείου".
Οι επιθέσεις των Βερσαγιέζων είναι βίαιες και οι αιχμάλωτοι που συλλαμβάνονται εκτελούνται. Αυτό μεγαλώνει την αποφασιστικότητα των εργατών του Παρισιού. Συγκεντρώνονται στις εργατικές συνοικίες. Εδώ οι δρόμοι είναι στενοί και η αντίσταση καλύτερη. Ο διοικητής του Παρισιού, Οσμάν, πολλά χρόνια πριν είχε χαράξει στο Παρίσι μεγάλους και φαρδείς δρόμους, τα μπουλβάρ. Είχε προβλέψει ότι θα δίνονταν μάχες και χρειάζονταν μεγάλοι δρόμοι για το πυροβολικό.

Οι Παριζιάνοι για να αντισταθούν βάζουν φωτιές στα μεγάλα κτίρια. Φτιάχνονται τείχη φωτιάς. Οι αστοί εξεγείρονται. Τι ενδιαφέρει τους εργάτες όμως, αφού δεν πρόκειται να ζήσουν σε μια πόλη που δεν είναι δική τους;

Στις 25 και 26 Μάη το μέτωπο των Κομμουνάρων όσο πάει και μικραίνει. Μένουν οι εργατικές συνοικίες στα ανατολικά του Παρισιού. Αυτή ήταν η καρδιά της επανάστασης και αυτή θα κρατήσει μέχρι το τέλος, έστω και αν δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για τη νίκη της και την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας. Ο Λένιν στο άρθρο του "Στη Μνήμη της Κομμούνας" (το δημοσιεύουμε στο αφιέρωμα αυτό) γράφει:

"Για να είναι νικηφόρα μια κοινωνική επανάσταση πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον δυο προϋποθέσεις: υψηλό επίπεδο ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων και προετοιμασία του προλεταριάτου. Το 1871 όμως αυτές οι δυο Προϋποθέσεις δεν υπήρχαν. Ο γαλλικός καπιταλισμός δεν ήταν ακόμα αρκετά ανεπτυγμένος και η Γαλλία ήταν τότε βασικά μια μικροαστική (από βιοτέχνες, αγρότες, μικροέμπορους κλπ). Εκτός από αυτό δεν υπήρχε εργατικό κόμμα".

Τα μέλη της Πρώτης Διεθνούς του Μαρξ ήταν λίγα και ο ρόλος που έπαιξαν μικρός. Σαράντα περίπου χρόνια μετά, η εργατική τάξη έφτιαξε το δικό της κόμμα, το Μπολσεβίκικο κόμμα που την οδήγησε στην εξουσία το 1917 στη Ρωσία.

Παρόλα αυτά, οι κατακτήσεις της Κομμούνας, έστω και στο μικρό διάστημα της διακυβέρνησης της ήταν πολύ σημαντικές και αποτέλεσαν ορόσημο για τις επόμενες επαναστάσεις καθώς και γι΄ αυτήν που είναι μπροστά μας. Οι πιο σημαντικές κατακτήσεις της Κομμούνας ήταν οι εξής:
- Το πρώτο διάταγμά της, για την κατάργηση του μόνιμου στρατού και η αντικατάστασή του με τον οπλισμένο λαό.
- Η αστυνομία που μέχρι τότε ήταν το όργανο της κεντρικής κυβέρνησης απογυμνώθηκε αμέσως από όλες τις πολιτικές της ιδιότητες και μετατράπηκε σε υπεύθυνο όργανο της Κομμούνας που μπορούσε να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή.

- Το ίδιο έγινε και με τους δημόσιους υπαλλήλους σε όλους τους κλάδους της διοίκησης. Από τα μέλη της Κομμούνας ως τους κατώτερους υπαλλήλους η δημόσια υπηρεσία αμειβόταν με εργατικούς μισθούς.
- Χωρίστηκε η εκκλησία από το κράτος και απαλλοτριώθηκαν όλες οι εκκλησίες που αποτελούσαν οργανισμούς με ιδιαίτερη περιουσία.
- Όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα άνοιξαν δωρεάν για το λαό και ταυτόχρονα ξεκαθαρίστηκαν από κάθε επέμβαση της εκκλησίας και του κράτους.

Το Σάββατο στις 27 Μάη έχει μείνει ένας πολύ μικρός χώρος για τους εργάτες που συνεχίζουν να παλεύουν ενάντια στην αστική καταπίεση. Μένει πια η εργατική συνοικία της Μπελβίλ.

Οι Κομμουνάροι στις σφαγές των Βερσαγιέζων, αντιδρούν μ΄ ένα τρόπο σπασμωδικό. Εκτελούν τους ομήρους που είχαν στις φυλακές τους, τους ανώτερους κληρικούς, τους αστούς και φυσικά τους χαφιέδες των Βερσαγιέζων (κάτι που δεν μας λυπεί ιδιαίτερα, για να μην πούμε καθόλου).

Οι "θεάρεστες" όμως ψυχές των αστών εξεγείρονται. Αυτό όμως ήταν κάτι που έπρεπε να είχε γίνει πολύ νωρίς. Έπρεπε δηλαδή να είχαν εγκαθιδρύσει τη δική τους εξουσία και κάθε αστική σαπίλα έπρεπε να εξαφανιστεί.

Διαφορετικά η δικτατορία των αστών είναι αμείλικτη. Αυτό ήταν ένα λάθος, αξίζει να σημειωθεί, που δεν έκαναν οι Μπολσεβίκοι αλλά υπάρχουν πολλοί αναρχοφιλελεύθεροι που τους κατηγορούν.
Δείγμα της ατολμίας των ηγετών της Κομμούνας ήταν ότι δεν τόλμησαν να πειράξουν την τράπεζα της Γαλλίας. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στον Μαρξ να κάνει μια προσθήκη στο "Κομμουνιστικό Μανιφέστο":Η εργατική τάξη παίρνοντας την εξουσία στα χέρια της πρέπει να συντρίψει τον παλιό αστικό κρατικό μηχανισμό και να επιβάλλει τη δικιά της δικτατορία.

Ο Ιστορικός της Κομμούνας, Τάλες, λέει:
"Πεπεισμένος ότι η αστική τάξη θα έχανε από τα προνόμια της ο Θιέρσος αρνήθηκε να συζητήσει ακόμα και με τους μετριοπαθείς της Κεντρικής Επιτροπής. Τοποθετώντας τα συμφέροντα της τάξης του πάνω από κάθε ηθική, δεν είχε κανένα ενδοιασμό να παλέψει με το ψέμα και τη συκοφαντία. Νικητής δεν σκεφτόταν παρά να καταστρέψει όσο μπορούσε περισσότερο τα σπέρματα της σοσιαλιστικής επανάστασης".

Το πρωί της Κυριακής στις 28 Μάη, η Κομμούνα πεθαίνει. Από νωρίς οι Βερσαγιέζοι γλιστράνε πίσω από τους τελευταίους υπερασπιστές. Τα οδοφράγματα πέφτουν το ένα μετά το άλλο. Το μεσημέρι η Κομμούνα ρίχνει τον τελευταίο πυροβολισμό της. Η Κομμούνα είχε "πεθάνει".
Είχε όμως πράγματι πεθάνει; Αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε μονάχα αφήνοντας δυο αστούς συγγραφείς να μιλήσουν για την Κομμούνα. Είμαστε ήδη ένα χρόνο μετά την ήττα, στα 1872 και όμως οι αστοί ανησυχούν επειδή...

"Δεν μας απασχολεί πολύ ότι η νίκη έχει κι άλλους στόχους εκτός από τον θρίαμβο, ότι τίποτα δεν άλλαξε στο πνεύμα των νικημένων εκτός από την πρόθεση μιας μεγαλύτερης μνησικακίας και ότι πρέπει να ασχοληθούμε με το γεγονός ότι η κοινωνική επανάσταση βρίσκεται διαρκώς στο κατώφλι της κοινωνίας".

Και τέλος καταλήγουν με πάρα πολύ μεγάλη ειλικρίνεια:
"Τι εμπόδιο μπορούμε να της βάλουμε; Ένα μόνο: τη δύναμη, το στρατό".
Σήμερα, 131 χρόνια μετά την ηρωική εξέγερση των εργατών του Παρισιού, η άλυτη κρίση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού γίνεται ολοένα και πιο βαθιά και έτσι βάζει πάλι με τον πιο άμεσο τρόπο το ζήτημα της ανατροπής του και της κοινωνικής αλλαγής. Σήμερα τα μαθήματα της Κομμούνας και τα ζητήματα που έβαλε είναι περισσότερο από ποτέ επίκαιρα.

Στο στρατό, το μόνο όπλο της αστικής τάξης, οι εργάτες πρέπει να αντιτάξουν το δικό τους συνειδητό όπλο, το εργατικό επαναστατικό κόμμα, κάτι που έλειψε από την Κομμούνα του Παρισιού.

Αυτό είναι και το πιο σημαντικό συμπέρασμα που βγάζει και ο Τρότσκι στο άρθρο του "Τα μαθήματα της Κομμούνας":
"Το εργατικό κόμμα - το αληθινό - δεν είναι μια μηχανή για κοινοβουλευτικές μανούβρες. Είναι η συσσωρευμένη και οργανωμένη πείρα του προλεταριάτου. Μόνο με τη βοήθεια του κόμματος που στηρίζεται σ΄ όλη την περασμένη ιστορία, που προβλέπει θεωρητικά τους δρόμους της ανάπτυξής του, όλους του τους σταθμούς και εξάγει τον τύπο της απαιτούμενης δράσης, το προλεταριάτο απελευθερώνει από την ανάγκη να ξαναρχίζει πάντα την ιστορία του εξαιτίας των δισταγμών του, της αναποφασιστικότητάς και των λαθών του".

Ο Ρόλος της Ψυχολογίας στις Κοινωνικές Επαναστάσεις

Ο Ρόλος της Ψυχολογίας στις Κοινωνικές Επαναστάσεις
Το ρεύμα της Απελευθερωτικής Ψυχολογίας στη Λατινική Αμερική και η Ανάγκη Επέκτασής του στην Ευρώπη σήμερα
FREE photo hosting by Fih.grΣτο παρόν άρθρο θα επιχειρηθεί η ανάδειξη της πολιτικής διάστασης της Ψυχολογίας κι ιδιαίτερα η πολιτική της χρήση σε περιόδους κρίσεων. Αρχικά θα δείξουμε πως ο κυρίαρχος λόγος χρησιμοποιεί την ψυχολογία για να αποπολιτικοποιήσει και να ψυχιατρικοποιήσει τα κοινωνικά φαινόμενα. Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε να ακυρώσουμε το επιχείρημα της ουδετερότητας που κομίζουν οι κυρίαρχες ψυχολογικές θεωρίες και τέλος θα παρουσιάσουμε το ρεύμα της απελευθερωτικής ψυχολογίας, το οποίο αναγνωρίζει τον πολιτικό του ρόλο θέτοντας τον εαυτό του στο πλευρό του αγωνιζόμενου λαού. Οι ψυχολόγοι συγκαταλέγονται στην ομάδα των ειδικών που συν-αρθρώνουν τον κυρίαρχο λόγο περί κρίσης την τελευταία τριετία. Χωρίς καθυστέρηση, οι «κυρίαρχοι» ψυχολόγοι πήραν θέση θέτοντας την Ψυχολογία στην υπηρεσία του κοινωνικο-οικονομικού κατεστημένου και προκρίνοντας ως βασικό στόχο την προσαρμογή των πολιτών στα νέα δεδομένα. Αυτό, άλλωστε, κάνει διαχρονικά η κυρίαρχη Ψυχολογία στη Δύση με τα αυταρχικά και συντηρητικά διαγνωστικά εγχειρίδια, τα τεστ νοημοσύνης για τη διαλογή των κατάλληλων στρατιωτών κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα ψυχιατρικά άσυλα για τον εγκλεισμό των «μη κανονικών» (Φουκώ).[1]
του Αντώνη Γαλανόπουλου

Στον αντίποδα της κυρίαρχης ψυχολογίας βρίσκεται μια εναλλακτική ψυχολογική πράξη, ένα παράδειγμα που θέτει την Ψυχολογία στην υπηρεσία των πολιτών, στο πλευρό των ανθρώπων που μάχονται ενάντια στην άρνηση, την κατάθλιψη και τη μαθημένη τεχνητή ανημπορία. Η απελευθερωτική ψυχολογία (Liberation Psychology)[2], η οποία έλκει την καταγωγή της από τη Λατινική Αμερική, αμφισβητεί την προσαρμογή στο κοινωνικό κατεστημένο και ενθαρρύνει τους καταπιεσμένους ανθρώπους να αντισταθούν στην αδικία. Επιχειρεί να ανακαλύψει με ποιο τρόπο άνθρωποι χωρίς ηθικό καταφέρνουν τελικά να ανακτήσουν την απαραίτητη ενέργεια με σκοπό να ανατρέψουν παράνομα πολιτικά καθεστώτα και να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους.
Κεντρική φιγούρα του κινήματος της απελευθερωτικής ψυχολογίας υπήρξε ο Ιγκνάσιο Μάρτιν Μπάρο (1942-1989) ιερέας και κοινωνικός ψυχολόγος στο Ελ Σαλβαδόρ. Οι ιδέες κι ο ακτιβισμός του Μάρτιν Μπάρο υπέρ του λαού του Ελ Σαλβαδόρ, ωστόσο, του στοίχισαν τη ζωή. Στη μέση της νύχτας της 16ης Νοεμβρίου του 1989 ο Μάρτιν Μπάρο μαζί με πέντε συναδέλφους, την οικονόμο του και την έφηβη κόρη της οδηγήθηκαν στην αυλή του πανεπιστημίου Universidad Centroamericana “José Simeón Cañas” και εκτελέστηκαν από ένα στρατιωτικό απόσπασμα.[3]
Η απελευθερωτική ψυχολογία αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου προοδευτικού διανοητικού και πολιτικού κινήματος που αναδύθηκε στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1960. Το κίνημα αυτό θέτει ως θεμελιώδη στόχο τον αναστοχασμό και την αναμόρφωση κλάδων και επιστημών όπως η εκπαίδευση, η θεολογία, η ψυχολογία, η κοινωνιολογία και η φιλοσοφία, από την οπτική όμως των φτωχών, των αποκλεισμένων, των περιθωριοποιημένων, των καταπιεσμένων.
Η απελευθερωτική ψυχολογία επιχείρησε να επιτελέσει ένα διπλό έργο: από τη μια να θέσει την ψυχολογία στην υπηρεσία των φτωχών και καταπιεσμένων λαών της Λατινικής Αμερικής και, από την άλλη, να στρέψει το ενδιαφέρον των ψυχολόγων σε προβλήματα όπως ο υπερπληθυσμός, η βία κι άλλα κοινωνικά ζητήματα. Για να το πετύχει όμως αυτό έπρεπε να εκπληρώσει έναν ακόμα στόχο: την ανοικοδόμηση της ψυχολογίας υπό την οπτική των αποκλεισμένων πλειοψηφιών της Λατινικής Αμερικής. Όπως κάθε προοδευτικό κοινωνικό κίνημα, αντιμετωπίζει ένα πραγματικά πελώριο καθήκον να «θρέψει» την αντίσταση στην αυτοκρατορία της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας και να αναπτύξει αξιόπιστα υποστηρικτικά συστήματα τόσο για τον εαυτό της όσο και για τους αποκλεισμένους και καταπιεσμένους ανθρώπους. [4]
Η ιδιαιτερότητα της απελευθερωτικής ψυχολογίας έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι κατανοεί τον κόσμο υπό το πρίσμα των καταπιεσμένων και όχι των καταπιεστών. Επικρίνει ως ανήθικη την προσαρμογή των ατόμων στην καταπίεση και την εκμετάλλευση διότι η προσαρμογή σε μια άδικη και απάνθρωπη κατάσταση δημιουργεί τελικά απάθεια και ηττοπάθεια. Απονομιμοποιεί τις αρχές και τους θεσμούς που συντηρούν μια άδικη κοινωνία ενθαρρύνοντας έτσι τους πολίτες που διαμαρτύρονται.
Η ψυχολογία οφείλει να εστιάσει το ενδιαφέρον και την προσπάθεια της στην ικανοποίηση των αναγκών των λαϊκών μαζών, η οποία εξαρτάται από την απελευθέρωση τους από τις κοινωνικές δομές που τους κρατούν καταπιεσμένους. Η ψυχολογία συχνά έθετε εκτός των ορίων της τους κοινωνικούς κι οικονομικούς παράγοντες, δίνοντας έμφαση στις εσωτερικές και ψυχολογικές εξηγήσεις. Αυτό που αγνοεί, επομένως, είναι το πώς δομείται και λειτουργεί το κοινωνικό σύστημα, με ποιο τρόπο τα κοινωνικά φαινόμενα διαμορφώνουν τις ιδέες, τις επιθυμίες, τις προτιμήσεις, τις συνήθειες, την κουλτούρα γενικότερα των ανθρώπων. Το πραγματικό αντικείμενο της ψυχολογίας θα έπρεπε να είναι οι διαδικασίες εδραίωσης της οικονομικής, πολιτιστικής και ιδεολογικής κυριαρχίας. Έννοιες που προέρχονται από την επιστήμη της ψυχολογίας μπορούν να συμβάλλουν στην κατανόηση και την ανάλυση οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών φαινομένων, όπως η εξουσία, η δύναμη και η σύγκρουση. Σημαντικά πεδία εργασίας των ψυχολόγων με κοινωνικό, απελευθερωτικό προσανατολισμό είναι θέματα θεμελιώδη για κάθε συλλογική δράση όπως η δέσμευση, η ιδεολογία, η υποκειμενικότητα και η ταυτότητα.
Πολλοί ψυχολόγοι του ρεύματος της απελυεθερωτικής ψυχολογίας επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από τον Πάουλο Φρέιρε (PauloFreire), τον Βραζιλιάνο εκπαιδευτικό και συγγραφέα του βιβλίου «Η Παιδαγωγική του καταπιεσμένου». Ο Φρέιρε αναγνώρισε μια συγκεκριμένη ψυχολογία της καταπίεσης όπου οι καταπιεσμένοι γίνονται μοιρολάτρες, θεωρούν ότι είναι ανίσχυροι να αλλάξουν τις συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν και μετατρέπονται σε παθητικοί δέκτες. Από αυτή τη διαπίστωση προήλθε η έννοια της κριτικής συνείδησης (consientization),[5] μέσω της οποίας οι άνθρωποι αναγνωρίζουν την εξωτερική αλλά και την αυτό-επιβαλλόμενη εσωτερική καταπίεση. Η κριτική συνείδηση στοχεύει στον τερματισμό της μοιρολατρίας. Είναι μια διαδικασία κατά την οποία οι αλλαγές στον εσωτερικό κόσμο κάποιου έχουν ως αποτέλεσμα την ανάληψη δράσεων για την αλλαγή του εξωτερικού του κόσμου, οι οποίες αλλάζουν και πάλι τον εσωτερικό του κόσμο. Η απελευθέρωση από τη μοιρολατρία και την αδυναμία αντίδρασης είναι μια διαδικασία στην οποία οι συμμετέχοντες δεν είναι αντικείμενα καθοδήγησης ή θεραπείας.[6] Το ανθρώπινο ον μεταμορφώνεται αλλάζοντας την πραγματικότητα του μέσω μιας ενεργούς διεργασίας διαλόγου στην οποία σταδιακά αποκωδικοποιείται ο κόσμος καθώς οι άνθρωποι κατανοούν τους μηχανισμούς της καταπίεσης και της απανθρωποποίησης.[7]
Η «κριτική συνείδηση» αποτελεί τη βασική έννοια της απελευθερωτικής ψυχολογίας – και της απελευθερωτικής πράξης γενικότερα – και απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της τελευταίας στις καπιταλιστικές χώρες. Πρόκειται για μια κοινωνικο-ψυχολογική αρχή με ευρεία διαπολιτισμική εφαρμογή.
Οι εννοιολογικές κατασκευές και οι μέθοδοι της απελευθερωτικής ψυχολογίας δεν μπορούν απλά να εφαρμοστούν απευθείας στις καπιταλιστικές χώρες.[8] Άλλωστε κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να επαναλαμβάναμε το λάθος του άκριτου δανεισμού και της άκριτης εφαρμογής που η απελευθερωτική ψυχολογία έχει τόσο σκληρά επικρίνει. Στην απελευθερωτική ψυχολογία οι παραδοσιακές τεχνικές συνδυάζονται με νέες (όπως κοινωνικές αναπαραστάσεις, συνεντεύξεις, μαρτυρίες, ανάλυση κειμένου). Τα πιεστικά κοινωνικά προβλήματα απαιτούν έναν μεθοδολογικό πραγματισμό όπου η εκλεκτική χρήση διαφορετικών μεθόδων είναι θεμιτή.[9]
Τα τελευταία τρία χρόνια στην Ελλάδα είμαστε μάρτυρες μια κρίσιμης περιόδου. Ζούμε έντονα το πώς επαναπροσδιορίζονται και παραβιάζονται οι ανθρώπινες ανάγκες στο βωμό της δημοσιονομικής προσαρμογής. Παρατηρούμε τη μεγάλη επίθεση που δέχεται ο λαός σε επικοινωνιακό επίπεδο από τα ΜΜΕ και τους «ειδικούς». Στις μονοδιάστατες αντιλήψεις που εκφράζουν, εκλείπει το στοιχειό της συμπαράστασης στο συνάνθρωπο.
Το παράδειγμα της απελευθερωτικής ψυχολογίας είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουν οι ψυχολόγοι στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων. Οι ψυχολόγοι κι οι λοιποί κοινωνικοί επιστήμονες πρέπει να πλαισιώσουν τους αντι-δρώντες, να σταθούν στο πλευρό τους, να τους εμψυχώσουν και να τους βοηθήσουν να αποκτήσουν καθαρή συνείδηση των φαινομένων που επηρεάζουν τη ζωή τους. Επιπλέον θα πρέπει να συνδέσουν τις πολιτικές αποφάσεις και τα οικονομικά μέτρα με τις συνέπειες που προκαλούν σε ψυχικό επίπεδο και να αποφεύγουν να τις προσεγγίζουν ως μεμονωμένα ψυχολογικά προβλήματα. Οι άνεργοι, οι νεόπτωχοι και οι νεοάστεγοι δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται από τους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας, απλώς ως ψυχολογικά επιβαρυμένοι αλλά ως θύματα μιας συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής. Δεν χρήζουν θεραπείας ή κατευναστικής συμβουλευτικής, αλλά συμπαράστασης, αλληλεγγύης κι εμψύχωσης με στόχο την απελευθέρωση τους από τα δεσμά της απάθειας, της άρνησης και της κατάθλιψης ώστε να κινητοποιηθούν και να δράσουν. Οι ψυχολόγοι πρέπει να υπερβούν την τυπική επαγγελματική σχέση ειδικού-πάσχοντα στην επαφή τους με αυτούς τους ανθρώπους.
Μόνο η επιστημονικά τεκμηριωμένη σύνδεση των ψυχολογικών προβλημάτων των πολιτών με τις πολιτικές που τα προκαλούν θα μπορούσε να οδηγήσει στον σχεδιασμό νέων προτάσεων κοινωνικής πολιτικής.
Υποσημειώσεις
[1] Φουκώ, Μ. (2010). Οι μη κανονικοί. Παραδόσεις στο Κολέγιο της Γαλλίας, 1974-1975. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ
[2] Ο αρχικός όρος στα ισπανικά ήταν LaPsicologiaSocialdelaLiberacion. Στα Αγγλικά επικράτησαν οι όροι LiberationPsychology και PsychologyofLiberation. Επομένως στα Ελληνικά, θεωρήθηκε δόκιμος ο όρος Απελευθερωτική Ψυχολογία. Για τις μεταφράσεις του όρου γίνεται αναφορά και στο Burton, M., & Kagan C. (2005). Liberation Social Psychology: Learning from Latin America. Journal Community and Applied Social Psychology, 15(1), 63-78
[3] Η εκτέλεση τους έγινε από το τάγμα Ατλακάλτ, μία επίλεκτη μονάδα του στρατού του Ελ Σαλβαδόρ. Η δολοφονία τους επέφερε μια τομή στον εμφύλιο πόλεμο καθώς αύξησε τις διεθνείς πιέσεις προς την κυβέρνηση του Ελ Σαλβαδόρ για να υπογράψει συμφωνία ειρήνης με την οργάνωση των ανταρτών FMLN. Από την άλλη πλευρά, συνέβαλλε στο να γίνουν οι ιδέες τους γνωστές σε όλο τον κόσμο.The Truth Commission Report to the United Nations, MARCH 15, 1993. Introduction, Creighton University, April 1, 1993, Ανακτήθηκεστις 8 Μαΐου 2012
http://onlineministries.creighton.edu/CollaborativeMinistry/truth-com.html
[4] Burton, M. (2004). Viva Nacho! Liberation psychology in Latin America. The Psychologist, 17(10), 584-587 Διαθέσιμο ηλεκτρονικά http://www.thepsychologist.org.uk/archive/archive_home.cfm?volumeID=17&editionID=111&ArticleID=761
[5] Κι εδώ, η μετάφραση του όρου είχε δυσκολίες. Σε πολλά γραπτά διατηρείται αυτούσιος “conscientization” ή χρησιμοποιείται στα αγγλικά ο όρος criticalconsciousness. Εδώ επιλέξαμε τη μετάφραση κριτική συνείδηση ή διαφορετικά συνειδητοποίηση.
[6] Levine, B. (2011). How the Occupy Movement Helped Americans Move Beyond Denial and Depression to Action. AlterNet. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2012.
http://www.alternet.org/story/153269/how_the_occupy_movement_helped_americans_move_beyond_denial_and_depression_to_action/?page=entire
[7] Burton, M., & Kagan C. (2005). Liberation Social Psychology: Learning from Latin America. Journal Community and Applied Social Psychology, 15(1), 63-78 Διαθέσιμοηλεκτρονικά
www.compsy.org.uk/PSLarticle3final.pdf
[8] Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η απελευθερωτική ψυχολογία αναπτύχθηκε σε ένα πολύ διαφορετικό πλαίσιο από αυτό των καπιταλιστικών χωρών. Οι κοινωνίες της Λατινικής Αμερικής χαρακτηρίζονται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από ενδημική φτώχεια και αποκλεισμό που συνήθως πλήττει την πλειοψηφία του πληθυσμού. Η Λατινική Αμερική έχει σημαδευτεί από καταπιεστικά καθεστώτα, στρατιωτικές συγκρούσεις και τη καταστολή απελευθερωτικών κινημάτων. Με κάποιες εξαιρέσεις στην περιφέρεια, οι καπιταλιστικές χώρες του πυρήνα (οι χώρες της Ευρώπης, ο Καναδάς, οι Η.Π.Α., η Αυστραλία και η Ιαπωνία) δεν είχαν βιώσει τίποτα παρόμοιο με την αγριότητα του κράτους στις Λατινοαμερικάνικες χώρες. Οι καταπιεσμένοι στις καπιταλιστικές χώρες του κέντρου είναι τυπικά μειοψηφίες παρά πλειοψηφίες.
[9] Burton, M., & Kagan C. (2009) Towards a really social psychology: Liberation Psychology beyond Latin America. In Μ. Montero, & C. Sonn (Eds.), Psychology of Liberation. Theory and Applications (pp. 51-72). New York: Springer σ.64
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Intellectum”, τευχος 9, Ιούνιος 2012, του Αντώνη Γαλανόπουλου